Τμηματική δημοσίευση του πολιτικού κειμένου της Κεντρικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Τάσης (ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης) για το ετήσιο συνέδριο της οργάνωσης (*).
Ο ελληνικός καπιταλισμός στη δίνη της νέας κρίσης
Κατά τα 3 προηγούμενα χρόνια, όπου το ελληνικό ΑΕΠ σημείωσε ανάκαμψη μετά από 9 συνεχόμενα χρόνια πτώσης, εξηγούσαμε υπομονετικά ότι η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού δεν ξεπεράστηκε και θα επιστρέψει σύντομα με τη μορφή νέας μεγάλης πτώσης του ΑΕΠ, η οποία θα αυξήσει ελλείμματα και χρέος και θα ξαναφέρει πιο κοντά τη χρεοκοπία κράτους και τραπεζών. Σήμερα, παρά τη σκληρή 10ετή λιτότητα και έναν συνολικό δανεισμό 288,7 δισ. ευρώ από την τρόικα, ο ελληνικός καπιταλισμός ξαναβυθίζεται στην άβυσσο της κρίσης.
Η νέα πτωτική φάση του ελληνικού καπιταλισμού ήταν ήδη ορατή με τη μορφή της κακής κατάστασης βασικών οικονομικών δεικτών αρκετά πριν την πανδημία. Έτσι, οι αρνητικές προβλέψεις που κάναμε σχετικά με τις προοπτικές ουσιαστικής ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού στα κείμενα των προηγούμενων συνεδρίων στηρίζονταν στο επαναλαμβανόμενο φαινόμενο της διαρκούς πτώσης των επενδύσεων. Ακόμα και την τριετία 2017, 2018 και 2019 που το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξήθηκε, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνονταν, συνεχίζοντας μια διαρκή μείωση για σχεδόν μια δεκαετία! Το τελευταίο τρίμηνο του 2019 σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ είχαμε μια κατάσταση επιβράδυνσης στην ελληνική οικονομία, με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) να εμφανίζει μείωση κατά 0,7%, σε σχέση με το 3ο τρίμηνο 2019, ενώ σε σύγκριση με το 4ο τρίμηνο 2018 μια αύξηση μόλις 1%. Η ροπή προς την κρίση ήταν εμφανής και στα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία για την κερδοφορία που είχαν οι επιχειρήσεις με βάση τις φορολογικές δηλώσεις του 2019 (για το προηγούμενο έτος, το 2018): από τις 268.752 επιχειρήσεις και νομικά πρόσωπα, οι 172.461, δηλαδή ποσοστό 64,17% του συνόλου, δήλωσαν είτε ζημιές, είτε μηδενικά ποσά εισοδημάτων.
Το β’ τρίμηνο του 2020 το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 15,2% (τα επίσημα στοιχεία για το γ’ τρίμηνο αναμένονται στις αρχές Δεκέμβρη). Σε ετήσια βάση (δηλαδή σε σχέση με το 2o τρίμηνο του 2019) σημειώθηκαν μειώσεις στη συνολική καταναλωτική δαπάνη κατά 10,1%, στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατά 10,3%, στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατά 32,1%! Στον αναθεωρημένο προϋπολογισμό του 2021 που κατέθεσε η κυβέρνηση στις 20/11/2020 υπολογίζει ότι η πτώση του ΑΕΠ για το 2020 θα είναι 10,5%, μετά από άνοδο 1,9% που είχε παρουσιάσει το 2019. Έτσι το ελληνικό ΑΕΠ θα ανέρχεται σε περίπου 167, 8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020, από 187.456 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2019, ξεπερνώντας την χειρότερη πιο πρόσφατη επίδοση που σημειώθηκε το 2016, με 174,199 δισ. ευρώ. Και όλα αυτά, παρά τα 29,5 δισ. ευρώ που θα έχουν διατεθεί συνολικά μέχρι το τέλος του 2020 στο όνομα της αντιμετώπισης των «οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας από το κράτος». Αξίζει να θυμίσουμε ότι το 2008, τελευταία χρονιά πριν την κρίση, το ελληνικό ΑΕΠ ανερχόταν σε 242 δισ. ευρώ. Η καπιταλιστική Ελλάδα δηλαδή, έχει χάσει από την αρχή της κρίσης το 30,66% του ΑΕΠ της!
Η Ελλάδα υφίσταται μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ από άλλες ευρωπαϊκές χώρες γιατί εξαρτάται περισσότερο από τον τουρισμό και τον κλάδο της εστίασης, που υφίστανται μεγάλη ζημιά από την πανδημία. Χαρακτηριστικά, με βάση τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ το τρίτο τρίμηνο του 2020, την κατεξοχήν τουριστική περίοδο, ο τουρισμός είχε «ελεύθερη πτώση»: ο κλάδος παροχής καταλυμάτων είχε μείωση 61,4% στον κύκλο εργασιών, ενώ σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες μειώθηκαν στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου κατά 78,2% και οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών κατά 77,2% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Η κατάρρευση του τουρισμού επηρέασε και τον κλάδο της εστίασης και έτσι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στο σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου ο κύκλος εργασιών το τρίτο τρίμηνο του 2020 ήταν μειωμένος κατά 31,2% και ο τζίρος μειωμένος κατά 35,2%. Με δεδομένο ότι τα περιοριστικά κοινωνικά μέτρα θα διαρκέσουν τουλάχιστον μέχρι τους πρώτους μήνες του 2021 απομακρύνεται η προοπτική μιας γρήγορης ανάκαμψης του ΑΕΠ. Η πρόβλεψη που κάνει η κυβέρνηση στο αναθεωρημένο σχέδιο προϋπολογισμού για μια ανάκαμψη 4,8% είναι εντελώς αυθαίρετη. Μάλιστα, ο ΙΟΒΕ ανέφερε στις εκτιμήσεις του τον περασμένο Οκτώβριο ότι εάν συνεχιστεί και επιδεινωθεί η υγειονομική κρίση στη διάρκεια του χειμώνα, είναι πιθανό να έχουμε πτώση του ΑΕΠ και το 2021, κατά 2,5% έως και 4%.
Είναι, αναμφίβολα, γεγονός το ότι η κρίση θα ήταν βαθύτερη χωρίς τις κρατικές δαπάνες που διατίθενται στο όνομα της «αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας», χωρίς η επίδραση αυτών στο ΑΕΠ να μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, κυρίως λόγω της αναρχίας της καπιταλιστικής οικονομίας. Το συνολικό ύψος των δαπανών για την «αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας» αναμένεται να αγγίξει μίνιμουμ τα 31,4 δισ. ευρώ για φέτος και το 2021, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών στις 21/11. Ωστόσο, αυτές οι γιγάντιες δαπάνες θα μπορούσαν να είναι απείρως αποδοτικότερες εάν στη χώρα είχαμε μια κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία, μέσω των εγγυήσεων που θα παρείχε ο συστηματικός εργατικός έλεγχος και η ενεργή επέμβαση της εργατικής τάξης στον οικονομικό σχεδιασμό.
Σήμερα, από το απόθεμα που είχε δημιουργήσει η άγρια λιτότητα των προηγούμενων χρόνων, δηλαδή τα δάκρια, ο ιδρώτας και το αίμα των εργατικών μαζών, χαρίζονται δισεκατομμύρια ευρώ στις επιχειρήσεις – με πιο πρόσφατο το σκανδαλώδες παράδειγμα τις κεφαλαιακής ενίσχυσης της “AEGEAN” με 120 εκατομμύρια ευρώ – χωρίς καμία υποχρέωση τα ποσά αυτά να διατεθούν για παραγωγικούς-αναπτυξιακούς σκοπούς. Οι μόνες εγγυήσεις που ζήτησε η κυβέρνηση για να καταβάλει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων είναι οι δηλώσεις των ίδιων εργοδοτών για ύπαρξη απώλειας τζίρου, οι οποίες είναι κατά κανόνα αναξιόπιστες, καθώς και η δέσμευση ότι δεν θα γίνουν απολύσεις των εργαζόμενων που επιδοτούνται από το κράτος για όσο διάστημα αυτοί επιδοτούνται, λες και συμφέρει τον εργοδότη να απολύσει έναν εργαζόμενο το διάστημα που πληρώνεται από την τσέπη κάποιου άλλου. Οι σφαγείς των συντάξεων, των μισθών και των επιδομάτων εκατομμυρίων φτωχών ανθρώπων στο όνομα του «λιτού βίου», επιδεικνύουν προκλητική γενναιοδωρία τους ανθρώπους της δικής τους τάξης, χαρίζοντας άφθονο κρατικό χρήμα. Αυτό συνιστά μια σκανδαλώδη αποκάλυψη της ταξικής φύσης του κράτους στα μάτια εκατομμυρίων ανθρώπων.
Αντίθετα σε μια οικονομία με κοινωνικοποιημένους τους βασικούς «μοχλούς» (πίστη, μεταφορές, συγκεντρωμένη μεταποίηση, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεγάλη αγροτική παραγωγή), η οποία θα λειτουργούσε με κεντρικό, δημοκρατικό σχέδιο και εργατικό έλεγχο, οι δαπάνες αυτές, αντί για επιδοτήσεις κερδών και νέο εισόδημα για τους καπιταλιστές και άλλους εργοδότες, θα είχαν έναν κοινωνικά χρήσιμο, διπλό προσανατολισμό. Από τη μία πλευρά θα μετατρέπονταν σε κρατικές επενδύσεις στην παραγωγή, σε κοινωφελή έργα και υπηρεσίες, δημιουργώντας χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, και από την άλλη σε μια αποφασιστική ενίσχυση της συνολικής καταναλωτικής ζήτησης, αφού θα κατευθύνονταν και σε όσους έχουν (όχι κατά ψευδή δήλωσή τους όπως συμβαίνει με τους απατεώνες καπιταλιστές και άλλους μεσαίους ή και μικρότερους εργοδότες) πραγματικά ανάγκη να ενισχυθούν σήμερα, τους άνεργους, του χαμηλόμισθους εργαζόμενους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους δικαιούχους προνοιακών επιδομάτων, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι θα διαθέσουν άμεσα αυτό το νέο τους εισόδημα στην κατανάλωση δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη. Έτσι, σε αυτήν την περίπτωση δεν θα είχαμε απλά μετριασμό της πτώσης του ΑΕΠ με επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργατικών μαζών, αλλά αποφασιστική άνοδο του ΑΕΠ και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του εργαζόμενου λαού.
Στο πολιτικό κείμενο του προηγούμενου συνεδρίου μας, απαντώντας στο καλλιεργούμενο από τους αστούς κλίμα εφησυχασμού σχετικά με την «ασφάλεια» που παρέχει στα οικονομικά του κράτους το λεγόμενο «μαξιλάρι ρευστότητας» των μίνιμουμ 30 δισ. ευρώ, το οποίο δημιουργήθηκε κυρίως σαν αποτέλεσμα της άγριας λιτότητας και φορολόγησης των εργατικών και φτωχών λαϊκών στρωμάτων, είχαμε προβλέψει ότι μόλις έρθει η κρίση το «μαξιλάρι» θα εξανεμιστεί γρήγορα. Αυτό ήταν ό,τι ακριβώς συνέβη τους τελευταίους μήνες. Η κυβέρνηση χρηματοδοτεί για φέτος τα μέτρα «αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας», ύψους 29,5 δισ. συνολικά, σχεδόν αποκλειστικά από αυτό το «μαξιλάρι», καθώς από την ΕΕ έχουν εισρεύσει μέχρι σήμερα μόλις 2,5 δισ. ευρώ και αυτά από κονδύλια που έτσι κι αλλιώς προβλέπονταν να δοθούν στην Ελλάδα από τον κοινοτικό προϋπολογισμό για «επενδύσεις». Τα χρήματα του «μαξιλαριού» (που σ’ ένα μέρος τους ήδη προέρχονταν από δανεισμό) έχουν αντικατασταθεί στο μεταξύ αποκλειστικά με χρήματα από νέο δανεισμό από τις αγορές. Έτσι, παρότι η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το «μαξιλάρι» των ταμειακών διαθεσίμων του κράτους συνεχίζει τα υπάρχει στο ίδιο ύψος με πέρσι (άνω των 30 δισ. ευρώ), τα χρήματα αυτά πλέον, είναι αποκλειστικά το αποτέλεσμα νέου δανεισμού, ο οποίος αυξάνει την πίεση στο έλλειμα και το χρέος.
Η πτώση του ΑΕΠ ήδη έχει ολέθρια επίδραση στα κρατικά έσοδα, το έλλειμμα, και το χρέος. Πριν το δεύτερο κύμα της πανδημίας, το υπουργείο Οικονομικών προέβλεπε για φέτος πτώση των φορολογικών εσόδων από 52 δισ. σε 44 δισ. ευρώ και ότι η πτώση αυτή θα οδηγήσει σε συνολικό έλλειμμα 14,7 δισ. ευρώ ή 8,6% του ΑΕΠ, έναντι συνολικού πλεονάσματος 1,5% του ΑΕΠ το 2019, καθώς και σε πρωτογενές έλλειμμα στο 5,7% έναντι πλεονάσματος 4,4% το 2019. Αλλά μετά και από τη νέα καραντίνα το έλλειμμα πλέον αναμένεται να κινηθεί σε ποσοστό άνω του 10%, προσεγγίζοντας το ποσοστό ελλείμματος που είχε το ελληνικό κράτος όταν μπήκε στα Μνημόνια (13,5- 15%). Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ανακοίνωση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (30/9/2020) το ελληνικό κρατικό χρέος είναι σήμερα 364,9 δισ. ευρώ και μέχρι το τέλος του χρόνου θα ανέρχεται σε 210% του ΑΕΠ. Τον Μάρτιο του 2010, λίγο πριν δηλαδή υπογραφούν τα Μνημόνια, σύμφωνα με το Δελτίο Δημοσίου Χρέους, το ελληνικό κρατικό χρέος ανερχόταν σε 310,3 δισ. ευρώ και σε 146% του ΑΕΠ. Αυτά τα στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος είναι η πιο αποστομωτική απάντηση στους αστούς δημαγωγούς και τους ρεφορμιστές που διέδιδαν όλα αυτά τα χρόνια το μύθο ότι οι 10ετείς θυσίες με την άγρια λιτότητα του λαού «πιάνουν τόπο». Αντίθετα, όχι μόνο δεν έπιασαν τόπο αυτές οι θυσίες, αλλά στο μεταξύ η Ελλάδα έχασε και σχεδόν το 30% του ετήσιου ΑΕΠ της, με αποτέλεσμα το φάσμα της κρατικής χρεοκοπίας να επανέρχεται στο προσκήνιο.
Το ελληνικό κράτος έφθανε κοντά στη χρεοκοπία μετά το ξέσπασμα κάθε σοβαρής παγκόσμιας κρίσης. Έτσι συνέβη με την κρατική χρεοκοπία του 1932 επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου, η οποία ήρθε μετά το ξέσπασμα της «Μεγάλης Ύφεσης» της περιόδου 1929-1933 και το ίδιο επαναλήφθηκε τον Απρίλιο του 2010 με την εκδήλωση της αδυναμίας εξυπηρέτησης του ελληνικού κρατικού χρέους, η οποία συνέβη μετά τον ερχομό της διεθνούς ύφεσης του 2008-09. Μετά τις μεταθέσεις πληρωμών που πέτυχε τα προηγούμενα χρόνια το ελληνικό κράτος σε συμφωνία με την τρόικα, φάνηκε ότι έως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας η εξυπηρέτηση του χρέους θα είναι ομαλή. Όμως, όπως εξηγήσαμε στο κείμενο προοπτικών του προηγούμενου συνεδρίου, αυτή η «ομαλότητα» προϋπέθετε απρόσκοπτη συνέχεια της ανάκαμψης και ετήσια πλεονάσματα, κάτι που όπως υποστηρίζαμε δεν είναι εφικτό, με αποτέλεσμα οι πληρωμές για το χρέος να τείνουν να ξαναγίνουν δυσβάσταχτες. Και πράγματι, η επιστροφή της κρίσης έχει ήδη οδηγήσει σε ελλείμματα, τα οποία φέρνουν νέο βραχυπρόθεσμο δανεισμό που επιβαρύνει το χρέος και δυσχεραίνει εκ νέου την εξυπηρέτησή του.
Μπορεί όμως να σώσει την Ελλάδα ο φθηνός δανεισμός και για πόσο ακόμα αυτός θα είναι φθηνός; Ο δανεισμός του ελληνικού κράτους είναι τώρα φθηνός, παρ’ όλο που ο ελληνικός καπιταλισμός βυθίζεται σε ύφεση και το κρατικό έλλειμμα αυξάνει με την ταχύτητα που αύξανε λίγο πριν η Ελλάδα μπει στα Μνημόνια. Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι αυτό το φαινόμενο συνιστά μια «ψήφο εμπιστοσύνης» των αγορών προς τον ελληνικό καπιταλισμό. Η Ιταλία όμως, η οποία έχει ακόμα πιο άμεση πίεση από την Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις πληρωμές της για το χρέος και η οποία θεωρείται από όλους ως η μεγαλύτερη πηγή κινδύνου για την ΕΕ, έχει καλύτερο επιτόκιο από την Ελλάδα στο 10ετές κρατικό της ομόλογο (0,58% έναντι 0,7%). Η αμέσως επόμενη επίφοβη για μια κρατική χρεοκοπία χώρα της ΕΕ, η Ισπανία, έχει το ίδιο επιτόκιο μόλις στο 0,066% και το επίσης, υπερχρεωμένο Βέλγιο στο 0,387%. Η λύση λοιπόν στο μυστήριο του φθηνού δανεισμού, είναι ότι συνολικά τα κρατικά ομόλογα της Ευρώπης αυτήν την περίοδο είναι πόλος έλξης για τους κερδοσκόπους, ως αποτέλεσμα της κρίσης που αποτρέπει νέα τοποθέτηση κεφαλαίων στην παραγωγή, σε συνδυασμό με το κλίμα ασφάλειας που έχουν καλλιεργήσει στους κερδοσκόπους των ομολόγων από κοινού η ΕΕ και η ΕΚΤ τα σχετικά «προγράμματα στήριξης» για την Ελλάδα και τον υπόλοιπο Νότο τα προηγούμενα χρόνια, τα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ (τα οποία δίνουν τη δυνατότητα στους ιδιώτες κατόχους κρατικούς ομολόγων να τα πουλούν στην ΕΚΤ αν ανησυχήσουν ότι θα μπορούσαν να «σκάσουν» στα χέρια τους) και η δημιουργία πλέον, του «Ταμείου Ανάκαμψης».
Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τις μετοχές των επιχειρήσεων έτσι και με τα κρατικά ομόλογα, αργά ή γρήγορα, η τιμή θα προσεγγίσει την πραγματική τους αξία. Η εικονική – κερδοσκοπική πραγματικότητα θα προσεγγίσει την αληθινή πραγματικότητα και το ελληνικό κράτος θα δανείζεται και πάλι ακριβότερα από τις ΗΠΑ, το δεκαετές κρατικό ομόλογο των οποίων σήμερα έχει φτάσει να έχει μεγαλύτερο επιτόκιο από το ελληνικό (0,9%)! Στην πολύ πιθανή – σύμφωνα με τις παρούσες τάσεις – περίπτωση που τα επόμενα τρίμηνα θα γνωστοποιηθούν νέα εξαιρετικά αρνητικά στοιχεία για το ΑΕΠ και το χρέος, ιδιαίτερα των πιο υπερχρεωμένων κρατών μελών της ΕΕ, οι κερδοσκόποι θα αρχίσουν να ξεφορτώνονται τα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών και έτσι τα επιτόκιά τους θα εκτοξευτούν και πάλι στα ύψη. Αυτό σημαίνει ότι η παρούσα μέθοδος της αθρόας χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του ελληνικού κράτους με νέο φτηνό δανεισμό από τις αγορές, θα γίνει σύντομα απαγορευτική.
Μήπως όμως θα σώσει την Ελλάδα από την κρίση το ποσό έως και 32 δισ. ευρώ που αναμένεται από το «Ταμείο ανάκαμψης» της ΕΕ από το 2021 και για τα επόμενα 6 χρόνια; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ξεκάθαρα αρνητική. Καταρχάς, από αυτά τα χρήματα τα 12,5 δισ. ευρώ είναι δάνεια και θα βαρύνουν το δημόσιο χρέος. Από τα υπόλοιπα που θα δοθούν ως επιχορηγήσεις, τα 10,27 δισ. ευρώ θα πρέπει να επιστραφούν από το ελληνικό κράτος στα ταμεία της ΕΕ, καθώς είναι το μερίδιο που πρέπει να πληρώσει για το συνολικό ποσό των επιχορηγήσεων που θα δοθούν στα κράτη-μέλη από το «Ταμείο Ανάκαμψης». Έτσι, στην πραγματικότητα, μιλάμε για ένα ποσό καθαρής επιχορήγησης ύψους μόλις 6,42 δισ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μόλις 3.5% του φετινού ελληνικού ΑΕΠ, σε διάστημα μάλιστα 6 χρόνων, ενώ όπως ήδη αναφέραμε μόνο για φέτος το ΑΕΠ αναμένεται να πέσει κατά περισσότερο από 10%. Ακόμα και αυτά τα ποσά όμως, (όπως επίσης ήδη αναφέραμε στην ενότητα σχετικά με την ΕΕ), θα δοθούν με όρους για σκληρή λιτότητα και για να τα λάβει το ελληνικό κράτος θα πρέπει να υποβάλει «εθνικό πρόγραμμα ανάκαμψης και ανθεκτικότητας», το οποίο θα περιλαμβάνει «μεταρρυθμίσεις», δηλαδή λιτότητα.
Επιπλέον, ενέργειες όπως η αναγγελία της κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση της δημιουργίας γηπέδου γνωστής ΠΑΕ εφοπλιστικών συμφερόντων από αυτά τα χρήματα του «Ταμείου», καθώς και η διαρκώς αναφερόμενη σε ρεπορτάζ του αστικού τύπου πρόθεση χρηματοδότησης από αυτό των μεγάλων νέων ζημιών των ελληνικών τραπεζών, ήδη μας προϊδέασαν για το πόσο παραγωγικά και «αναπτυξιακά» θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα χρήματα. Συνολικά, σύμφωνα με το προσχέδιο του «εθνικού προγράμματος» που κατέθεσε στην Κομισιόν η κυβέρνηση στις 18/11, προβλέπεται ότι θα διαθέσει συνολικά 12,7 δισ. ευρώ από το Ταμείο στις επιχειρήσεις ως δάνεια με μηδενικό επιτόκιο! Όλα αυτά τα χρήματα όμως, θα προέρχονται από έντοκα δάνεια που θα έχει λάβει το ελληνικό κράτος και θα βαρύνουν το κρατικό χρέος.
Αυτό το αθρόο χάρισμα χρημάτων στους καπιταλιστές μπορεί να έχει μια πολύ αμφίβολη επίδραση στην υπόθεση της ανάκαμψης, σίγουρα όμως θα τονώσει την ακραία παρασιτική και παράλογη φύση του καπιταλισμού. Το μέγεθος αυτού του ταξικού σκανδάλου συνειδητοποιείται ευκολότερα αν αναλογιστούμε ότι το με το άθροισμα των χρημάτων που δίνονται ήδη στο στο όνομα της αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και των χρημάτων του «Ταμείου ανάκαμψης» θα μπορούσαν να αγοραστούν από το ελληνικό κράτος όλες η εισηγμένες στο ελληνικό Χρηματιστήριο επιχειρήσεις στην τρέχουσα χρηματιστηριακή τους αξία (48,8 δισ. ευρώ) και να μείνουν και σχεδόν 13,5 δισ. ευρώ για να γίνουν επενδύσεις, ένα ποσό που ισοδυναμεί περίπου με το 60% συνολικών ετήσιων επενδύσεων στη χώρα τα τελευταία χρόνια.
Στις εστίες κίνδυνου για τη σταθερότητα του ελληνικού καπιταλισμού θα πρέπει να συγκαταλέγουμε και τις ελληνικές τράπεζες, που κάθε άλλο παρά έχουν επιστρέψει στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εποχή της κρίσης και των Μνημονίων. Από το 2009 έως τα μέσα του 2015, οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες μειώθηκαν από 237,5 δισ. ευρώ σε μόλις 122,2 δισ. ευρώ. Σήμερα οι καταθέσεις έχουν ανακάμψει μόλις στα 134,5 δισ. ευρώ. Ενδεικτικό για το πόση αξιοπιστία απολαμβάνουν οι ελληνικές τράπεζες στους έχοντες αποταμιεύσεις είναι το γεγονός ότι σύμφωνα με σχετικό πρόσφατο ρεπορτάζ της γερμανικής “Handelsblatt”, οι Έλληνες εξακολουθούν να έχουν περίπου 28 δισ. ευρώ σε μετρητά σε θυρίδες, λόγω του φόβου για τη βιωσιμότητα των τραπεζών. Με ένα ποσοστό «κόκκινων» δανείων που σήμερα ανέρχεται περίπου στο 37% του συνόλου των δανείων τους, δηλαδή 61 δισ. ευρώ, οι ελληνικές τράπεζες ετοιμάζονται να υποδεχθούν ένα ακόμα κύμα τέτοιων δανείων. Υπολογίζεται ότι με μια πτώση του ΑΕΠ κατά 10% συνολικά το 2020, θα προστεθούν στις ελληνικές τράπεζες νέα «κόκκινα δάνεια» ύψους 10 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα μια νέα ανακεφαλαιοποίηση με κρατικό χρήμα να τεθεί «επί τάπητος».
Για τέταρτη συνεχή φορά οι εργαζόμενοι φορολογούμενοι θα κληθούν να πληρώσουν για τράπεζες που προκαλούν αδιάκοπα το λαό με «κουρέματα» δανείων-δώρα σε καπιταλιστές και με αμοιβές-μαμούθ στα διευθυντικά στελέχη τους. Έτσι, πριν από λίγο καιρό είχαμε την αποκάλυψη του «κουρέματος» 138 εκατ. ευρώ από οφειλές του μεγαλοεπιχειρηματία του τζόγου Πηλαδάκη (το 90%) στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ στο ίδιο διάστημα γνωστοποιήθηκαν από τις τράπεζες οι προκλητικές αμοιβές των υψηλόβαθμων στελεχών των Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς για το 2019, οι οποίες αποκαλύφθηκε ότι ξεπερνούν κατά 49,2 φορές τη μέση ετήσια σύνταξη και κατά 29 φορές το μέσο ετήσιο μισθό στον ιδιωτικό τομέα! Και αυτές είναι οι ίδιες τράπεζες που καθημερινά προβαίνουν σε κατασχέσεις κατοικιών εργαζόμενων και μικροεπαγγελματιών και οι οποίες πέτυχαν πριν ένα μήνα την ψήφιση ενός νέου πτωχευτικού κώδικα, μέσω του οποίου αναμένεται να συγκεντρώσουν στο έλεγχό τους το μέγιστο δυνατό αριθμό περιουσιακών στοιχείων πτωχευμένων ανθρώπων.
Το τι έρχεται στις τράπεζες στο πλαίσιο της αχαλίνωτης εφαρμογής του κανόνα «οι ζημιές στο κράτος και τα κέρδη στους καπιταλιστές μετόχους» αντανακλάται στην περίπτωση της προκλητικής «προσωρινής» κρατικοποίησης της Τράπεζας Πειραιώς. Με τη σύμφωνη γνώμη του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ, η τράπεζα αυτή που είχε κοστίσει σχεδόν 3 δισεκατομμύρια ευρώ στο κράτος μόνο το 2015, δεν θα πληρώσει δανειακές της υποχρεώσεις στο ΤΧΣ (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, σχήμα της τρόικας συνδεδεμένο με το ελληνικό κράτος), τα λεγόμενα ομόλογα CoCos, έτσι ώστε να γίνει ανθεκτικότερη στις αυξημένες ζημιές που παρουσιάζει από κόκκινα δάνεια. Με αυτόν τον τρόπο η τράπεζα ωφελείται συνολικά με ένα ποσό 3,525 δισ. ευρώ σε κεφαλαιακή ενίσχυση και απαλλαγή από καταβολή τόκων μέχρι και το 2022, με τίμημα την αύξηση της συμμετοχής του ΤΧΣ στη μετοχική της σύνθεση, από το 26,4% που είναι σήμερα στο 61,3%. Ωστόσο, το προκλητικό σχέδιο τρόικας-κυβέρνησης προβλέπει η τράπεζα να μείνει κρατική μόνο για μερικούς μήνες, μέχρι να απαλλαγεί από έναν όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό κόκκινων δανείων, να απορροφήσει ακόμα περισσότερο κρατικό χρήμα αλλά και κονδύλια από το «Ταμείο Ανάκαμψης» και να παραχωρηθεί ξανά ο έλεγχός της σε ιδιωτικά συμφέροντα, μέσω μια νέας αύξησης μετοχικού κεφαλαίου.
Ωστόσο, μέσα στις συνθήκες που διαμορφώνει πλέον η θυελλώδης παγκόσμια κρίση και το νέο κύμα κόκκινων δανείων, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το ελληνικό αστικό κράτος δεν θα αναγκαστεί να κρατήσει παρά τη θέλησή του τις τράπεζες στον έλεγχό του, αφού οι τράπεζες που θα έχουν νέες μεγάλες ζημιές δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και ελκυστικές για αγορά. Την πρόθεση προετοιμασίας για μια τέτοια προοπτική μάλιστα, σε έναν ορισμένο βαθμό, τη φανερώνει το νέο νομοσχέδιο που ετοιμάζει η κυβέρνηση για τις τράπεζες. Σύμφωνα με τα οικονομικά ρεπορτάζ του αστικού Τύπου, αυτός ο νόμος θα αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο για το ΤΧΣ ώστε να διασφαλίζεται ότι το κράτος θα μπορεί στο εξής να προβαίνει ή να μετέχει σε αυξήσεις κεφαλαίου
υπερασπιζόμενο το μερίδιό του (έως τώρα αυτό κατά κανόνα απαγορευόταν), να διορίζει τις διοικήσεις της αρεσκείας του και να δημιουργήσει ένα άλλο κρατικό σχήμα που θα έχει τον έλεγχο στα περιουσιακά στοιχεία του ΤΧΣ μετά το 2022, όπου προβλέπεται να λήξει η λειτουργία του. Στην προετοιμασία ενός τέτοιου νόμου από μια κυβέρνηση που αποτελείται από σκληροπυρηνικούς νεοφιλελεύθερους, αντανακλάται καθαρά η έλλειψη εμπιστοσύνης των ίδιων των Ελλήνων αστών στις προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού.
Η «μαύρη τρύπα» που αντιπροσωπεύουν οι τράπεζες για τον ελληνικό καπιταλισμό είναι λοιπόν μεγάλη, και δεν θα κλείσει σύντομα. Με τα νέα κόκκινα δάνεια η κρίση γίνεται παράγοντας που πλήττει τη βιωσιμότητα των τραπεζών, αλλά επίσης με τη σειρά της, η εξάρτηση των άρρωστων τραπεζών από το κρατικό χρήμα τροφοδοτεί το έλλειμμα και το χρέος, ενώ και η αναβαθμισμένη συμβολή τους στην εξαθλίωση των μαζών με το νέο πτωχευτικό κώδικα τροφοδοτεί την κρίση. Ταυτόχρονα, η συγκέντρωση πλέον, ακόμα μεγαλύτερου τμήματος της ελληνικής οικονομίας στον έλεγχο των τραπεζών (μόνο η Τράπεζα Πειραιώς έχει ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο δανείων, σχεδόν -σύμφωνα με την φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον στον αστικό Τύπο – «έχει τη μισή οικονομία στα χέρια της») έχει μια σημαντική συνέπεια από επαναστατική σκοπιά: διευκολύνει στο μέγιστο δυνατό βαθμό το καθήκον μιας επαναστατικής προλεταριακής κυβέρνησης να εγκαθιδρύσει τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε η αντικειμενική βάση ώστε η κοινωνική ιδιοκτησία στο τραπεζικό σύστημα να μπορεί να οδηγήσει τόσο άμεσα και τόσο εκτεταμένα στον έλεγχο και τη δυνατότητα για κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας.
Έχοντας εξετάσει λοιπόν τα αντικειμενικά στοιχεία και τις τάσεις στο ΑΕΠ, τη δημοσιονομική κατάσταση, το χρέος και τις τράπεζες, συμπεραίνουμε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός, επιστρέφοντας στο φάσμα της οικονομική συρρίκνωσης και της επαπειλούμενης χρεοκοπίας κράτους και τραπεζών, δεν μπορεί παρά να δει το μεγάλο εφιάλτη του να αναβιώνει. Ο εφιάλτης αυτός είναι η προοπτική απώλειας του ιστορικού του κεκτημένου, της θέσης του δηλαδή μέσα στην Ευρωζώνη και την ΕΕ. Ωστόσο, η καπιταλιστική Ελλάδα έχει πλέον και άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ και της Ευρωζώνης να μοιράζονται μαζί της τον ίδιο εφιάλτη. Επιπλέον, συνολικά η συνοχή της ΕΕ και της Ευρωζώνης πάνω στο έδαφος της κρίσης και της όξυνσης των ενδοαστικών αντιθέσεων (Βορράς-Νότος κ.λπ) θα δοκιμαστεί πολύ σοβαρά, κάνοντας ακόμα πιο αμφίβολη και δύσκολη την υπόθεση της διατήρησης της σημερινής θέσης της Ελλάδας μέσα σ’ αυτές.
Είναι νόμος ότι οι ίδιες υλικές αιτίες τείνουν να παράγουν τα ίδια αποτελέσματα. Έτσι, η επιστροφή του ελληνικού καπιταλισμού σε μία κατάσταση κατάρρευσης και χρεοκοπίας θα έχει ως αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία να «ξαναπιάσει» το νήμα από την παρατεταμένη εκείνη προεπαναστατική περίοδο του πρώτου μισού της προηγούμενης δεκαετίας και να τείνει να εισέλθει σε μια ανοικτά επαναστατική κατάσταση. Η συνειδητοποίηση αυτής της προοπτικής, η οποία δεν αφορά μια περίοδο δεκαετιών αλλά τους επόμενους μήνες και λίγα χρόνια, καθώς και η κατανόηση των επειγόντων πολιτικών καθηκόντων που απορρέουν από αυτήν, είναι και ο σημαντικότερος σκοπός της ανάλυσής μας για την κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού.
Τέλος μέρους 2ου – Συνεχίζεται
*Το προσχέδιο του κειμένου συντάχθηκε από τον Σταμάτη Καραγιαννόπουλο