Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΖαν Μπαμπύ: Η υπεραξία

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ζαν Μπαμπύ: Η υπεραξία

Δημοσιεύουμε σήμερα ένα εξαιρετικό απόσπασμα από το εκλαϊκευτικό έργο του Ζαν Μπαμπύ «Οι θεμελιώδεις νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας» σχετικά με την υπεραξία. Η γνώση αυτών των νόμων αποτελεί σημαντικό εφόδιο για κάθε αριστερό αγωνιστή.

Α’ – ΓΕΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Η ανταλλαγή των εμπορευμάτων γέννησε το χρήμα, το χρήμα με τη σειρά του γεννάει το κεφάλαιο.

Αναλύοντας τη μορφή της ανταλλαγής των εμπορευμά­των διά μέσου του χρήματος, είδαμε ότι η κίνηση μπορούσε να εκφραστεί με τον τύπο: Ε—Χ—Ε, δηλ. ότι ένα εμπόρευ­μα ανταλλάχτηκε πρώτα με χρήμα, το όποιο με τη σειρά του ανταλλάχτηκε με ένα άλλο εμπόρευμα. Ο κάτοχος υφά­σματος θέλει να αγοράσει μια Βίβλο – πουλάει πρώτα το ύφασμα για ένα ποσό χρημάτων και έπειτα ανταλλάσσει αυτό το χρήμα με μια Βίβλο. Η μορφή της κίνησης του κεφα­λαίου είναι διαφορετική με το χρήμα ο κεφαλαιοκράτης αγοράζει εμπορεύματα κι ύστερα τα ξαναπουλάει για να πάρει πάλι χρήμα. Η κίνηση μπορεί λοιπόν να εκφραστεί με τον τύπο Χ—Ε—Χ.

Στον τομέα της ανταλλαγής, ο σκοπός της πράξης ήταν να δώσει ένα εμπόρευμα για να αποχτήσει, με τη μεσολάβη­ση του χρήματος, ένα άλλο. Στην κίνηση του κεφαλαίου ο σκοπός είναι να δώσει χρήμα για να πετύχει περισσότερο χρήμα.

Στην ανταλλαγή, η πράξη είναι ικανοποιητική, αν τα εμπορεύματα που ανταλλάσσονται είναι της ίδιας αξίας. Στην κίνηση του κεφαλαίου, αν η ποσότητα του χρήματος που αποκτάται στο τέλος της πράξης είναι η ίδια που δόθη­κε στην αρχή, η πράξη είναι ανώφελη και δεν έχει νόημα.

Στην ανταλλαγή ο κάτοχος υφάσματος θέλει μια αξία χρήσης, μια Βίβλο όταν την πετύχει, είναι ικανοποιημένος κι η επιχείρηση έχει τελειώσει. Το χρήμα ήλθε για μια στιγμή στα χέρια του, όταν πούλησε το ύφασμα άλλα αργό­τερα απαλλάχτηκε από αητό για να αγοράσει τη Βίβλο δεν είναι λοιπόν παρά ένα μέσο κι όχι ένας σκοπός. Ο σκοπός είναι να αποκτήσει μια ορισμένη αξία χρήσης.

Αντίθετα, στην κίνηση του κεφαλαίου ο σκοπός είναι η απόκτηση χρήματος, δηλ. όχι μια ειδική αξία χρήσης, αλλά η ενσάρκωση της αξίας. Σκοπός δεν εί­ναι η αξία χρήσης, αλλά η αξία. Ο κεφαλαιοκράτης δεν ενδιαφέρεται προσωπικά για την αξία χρήσης των εμπορευμάτων που παράγει, άλλα για τη μεταμόρφωση τους σε χρήμα, δηλ. για την αξία τους. Με άλλα λόγια, για τον καπιταλιστή η ποσότητα χρήματος που αποκτάει στο τέλος της επιχείρησης πρέπει να είναι μεγαλύ­τερη απ’ την αξία που έχει πληρώσει. Το Ε πρέπει να γίνει «Ε+ε». Αυτή η ποσότητα χρήματος που προστίθεται είναι που δίνει νόημα στην κίνηση του κεφαλαίου και που αποτελεί την υπεραξία.

Ένας κεφαλαιοκράτης αγοράζει 100 φρ. μπαμπάκι και το ξαναπουλάει 110 φρ: η υπεραξία που πέτυχε είναι 10 φρ. Αν η επιχείρηση σταματήσει μετά απ’ αυτή την πώληση, τα 110 φρ. δεν μπορούν να δώσουν υπεραξία. Για να πετύχει νέα υπεραξία, πρέπει να ξαναρίξει τα χρήματα στην κυκλοφορία. Έτσι, το κεφάλαιο δεν μπορεί να σταμα­τήσει την κίνηση του για το φόβο του να μην ξαναλειτουργήσει σαν κεφάλαιο.

«Η κυκλοφορία του χρήματος σαν κεφάλαιο αποτελεί έναν καθαυτό σκοπό, κι η αξιοποίηση της αξίας δεν γί­νεται παρά με αυτή την αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη κίνη­ση. Η κίνηση του κεφαλαίου είναι λοιπόν απεριόριστη, κι έχοντας συνείδηση της κίνησης ο κάτοχος χρήματος γίνεται κεφαλαιοκράτης»1.

Όταν διατυπώνουμε τον τύπο Χ—Ε—Χ το μυαλό μας πάει αμέσως στο εμπορικό κεφάλαιο. Πράγματι, ο έμπορος αγοράζει εμπορεύματα για να τα ξαναπουλήσει με κέρδος. Όμως ο τύπος ταιριάζει και στο βιομηχανικό κεφάλαιο. Όποιες κι αν είναι οι μεταβολές που γίνονται στη διάρκεια της διαδικασίας της παραγωγής, ο βιομήχανος αγοράζει καταρχήν διάφορα εμπορεύματα με χρήμα, κι ύστερα ξα­ναπουλάει τα εμπορεύματα για να αποκτήσει περισσότερα χρήματα ο τύπος είναι πάντα ο ίδιος. Τέλος, στο τοκοφόρο κεφάλαιο βλέπουμε χρήμα που ανταλλάσσεται με περισσό­τερο χρήμα. Ο τύπος εδώ είναι Χ—Χ. Είναι κατά κάποιο τρόπο ο συγκομμένος τύπος του Χ—Ε—Χ, άλλο ο σκοπός παραμένει ο ίδιος: να πετύχει με το χρήμα μια επιπλέον ποσότητα χρήματος, μια υπεραξία.

Β’ – Η ΥΠΕΡΑΞΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΕΛΘΕΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ

Από πού λοιπόν προέρχεται αυτή η υπεραξία; Αρκε­τοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η ανταλλαγή είναι μια πρά­ξη που κυριαρχούν οι δύο αντισυμβαλλόμενοι: ο ένας που­λάει κρασί που δεν χρειάζεται ή που μπορεί να στερηθεί κι αγοράζει στάρι που του χρειάζεται, ο άλλος είναι ευτυ­χής να παίρνει κρασί και να παραχωρεί στάρι που του πε­ρισσεύει. Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος στηρί­ζεται στη σύγχυση ανάμεσα σε αξία χρήσης κι ανταλλακτική αξία. Από άποψη αξίας χρήσης οι αντισυμβαλλόμε­νοι μπορεί να πιστεύουν ότι κάτι κέρδισαν με τη συναλλαγή, αλλά, αν υποθέσουμε ότι η ανταλλαγή έγινε ανάμεσα σε ίσες αξίες, ότι οι ποσότητες του κρασιού και του σιταριού που αν­ταλλάχτηκαν άξιζαν 50 φρ. η καθεμιά, η αγορά, παρόλο που ικανοποιεί τον αγοραστή και τον πωλητή, δεν προκάλε­σε καμιά αύξηση πλούτου.

Οι τάσεις να παρουσιάσουμε την κυκλοφορία των εμπο­ρευμάτων σαν πηγή υπεραξίας υποκρύπτουν συνήθως μια πα­ρανόηση, μια σύγχυση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία Α.

Αν υποθέσουμε τώρα ότι ο πωλητής μπορεί γι’ άγνω­στους λόγους να πουλήσει 110 φρ. αυτό που αξίζει 100 φρ, θα έχει πετύχει μια υπεραξία 10 φρ. Όμως, όταν θα γίνει από πωλητής αγοραστής, όταν π.χ. θα ανανεώσει το στοκ των εμπορευμάτων του, θα ξαναχάσει αυτό που κέρδισε στην πρώτη επιχείρηση, αν ο πωλητής που έχει μπροστά του έχει το ίδιο προνόμιο να πουλάει 10% πάνω απ’ την αξία.

Απ’ όποια πλευρά κι αν εξετάσει κανείς το θέμα είναι εύκολο να καταλάβει ότι η ανταλλαγή δεν μπορεί να γεννή­σει υπεραξία. Για να μπορούσαν οι πωλητές να πουλάνε πάν­τα πάνω απ’ την αξία, θα έπρεπε να φανταστούμε μια τάξη που δεν θα την αποτελούσαν παρά αγοραστές κι απέναντι της μια τάξη που δεν θα περιλάμβανε παρά πωλητές. Όμως, λέει ο Μαρξ, το χρήμα, με το οποίου θα αγόραζε η τάξη των αγοραστών θα έπρεπε από κάπου να προέρχεται, θα έπρεπε λοι­πόν να υποθέσουμε ότι οι πωλητές δίνουν στους αγοραστές το χρήμα, με το οποίο εκείνοι αγοράζουν τα προϊόντα. Έτσι όμως, θα χάνανε το κέρδος που μπορούσαν να πετύχουν απ’ την πώληση.

Τελικά, αν εξετάσει κανείς την κοινωνία στο σύνολο της, είναι φανερό ότι οι απώλειες των αγοραστών και των πωλη­τών θα εξισώνονταν και κατά συνέπεια, ακόμη κι αν τα εμπορεύματα δεν ανταλλάσσονται στην αξία τους θα μπορεί αυ­τό να μεταβάλει την κατανομή της αξίας αλλά όχι το σύν­ολο της.

«Ό,τι κι αν κάνει κανείς, τα πράγματα παραμένουν τα ίδια. Αν κανείς δεν ανταλλάσσει παρά ίσες αξίες δεν δημι­ουργείται υπεραξία αν κανείς ανταλλάσσει άνισες αξίες δεν δημιουργείται πολλώ δε μάλλον υπεραξία. Η κυκλοφορία ή η ανταλλαγή των εμπορευμάτων δεν παράγουν υπεραξία»1.

Αυτή η επιχειρηματολογία είναι η απαραίτητη προετοι­μασία γι’ αυτή τη θεμελιώδη αντίληψη του μαρξισμού, ότι δηλ. μόνο η παραγωγική εργασία δημιουργεί πλούτο, θα ανακαλύψουμε το σχη­ματισμό της υπεραξίας στην περιοχή της παραγωγής και μόνον εκεί. Στη συνέχεια θα δούμε πώς, ξεκινών­τας απ’ αυτήν την περιοχή, η υπεραξία κατανέμεται σ’ άλλους κοινωνικούς τομείς.

Εφόσον δεν θα μπορούσαμε να βρούμε την πηγή της υπεραξίας στην περιοχή της κυκλοφορίας, πρέπει να αφήσου­με προς τον παρόν στην άκρη τη μελέτη του εμπορικού και του τοκοφόρου κεφαλαίου που δεν μπορούν να γίνουν κατα­νοητά, παρά όταν διαφωτιστεί η παραγωγή της υπεραξίας απ’ το βιομηχανικό κεφάλαιο. Αναμφίβολα, το εμπορικό και το τοκοφόρο κεφάλαιο παρουσιάστηκαν στην ιστορία πριν απ’ το βιομηχανικό: μολαταύτα είναι παράγωγες μορφές του όπως θα δούμε πάρα κάτω.

«Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο πρέπει να στη­ρίζεται στους σταθερούς νόμους της ανταλλαγής των εμπο­ρευμάτων, με τρόπο που να έχει γι’ αφετηρία την ανταλλαγή ίσων άξιων. Ο κάτοχος χρημάτων, που δεν υπάρχει πια πα­ρά μόνον στην κατάσταση της καπιταλιστικής χρυσαλίδας, οφείλει να αγοράσει τα εμπορεύματα στην αξία τους και να τα ξαναπουλήσει, ώστε στο τέλος να αποσπάσει περισσότερη αξία απ’ όση είχε ρίξει στην κυκλοφορία. Η μεταμόρφωση της χρυσαλίδας σε πεταλούδα πρέπει να γίνει ταυτόχρονα στη σφαίρα της κυκλοφορίας και έξω απ’ αυτή την ίδια σφαί­ρα. Να ποια είναι τα δεδομένα του προβλήματος»1.

Γ’ – Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ

Αφού η αύξηση της αξίας δεν μπορεί να γίνει στην αγο­ρά του εμπορεύματος ούτε στην πώληση πρέπει να επιτευχθεί στο ίδιο το εμπόρευμα. Με άλλα λόγια ί κάτοχος χρήματος πού θέλει να δώσει αξία σ’ αυτό το χρήμα, πρέπει να βρει στην αγορά ένα εμπόρευμα του όποιου η ιδιαίτερη ιδιότητα, η αξία χρήσης, είναι να δημιουργεί μόνο του υπεραξία. Αυτό το εμπόρευμα υπάρχει πρά­γματι, είναι ή εργατική δύναμη.

Ο Μαρξ δίνει στην εργατική δύναμη τον ακόλουθο ση­μαντικό ορισμό.

«Εργατική δύναμη, εννοούμε το σύνολο όλων των φυσι­κών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, τη ζωντανή προσωπικότητα κάθε άνθρωπου, και που τις βάζει σ’ ενέργεια κάθε φορά που παράγει μια αξία χρήσης»1.

Ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορεί ο καπιταλιστής να βρει στην αγορά αυτό το ιδιόρρυθμο εμ­πόρευμα: την εργατική δύναμη; Πρέπει πρώτα ο κάτοχος αυτού του εμπορεύματος, ο εργάτης δηλ. να μπορεί να διαθέ­τει ελεύθερα την εργατική δύναμη που κατέχει. Με άλλα λόγια, να μην είναι ούτε δούλος ούτε δουλοπάροικος. Σύμφωνα με τους νόμους της ανταλλαγής, που έχουμε ήδη μελετήσει, ο κάτοχος χρήματος κι ο κάτοχος εργασίας εί­ναι δύο ίσα από νομική άποψη πρόσωπα που βάνουν με τη θέληση τους ένα συμβόλαιο: ό ένας πουλάει την εργατική δύναμη κι ό άλλος την αγοράζει.

Εξάλλου, για να είναι αναγκασμένος ο κάτοχος της ερ­γατικής δύναμης να πουλήσει αυτό το Ιδιόρρυθμο εμπόρευ­μα, πρέπει να μην έχει τίποτα καλύτερο να πουλήσει. “Αν μπορούσε να πουλήσει σίδερο ή στάρι ή ύφασμα, δεν θα πού­λαγε τη χρήση του μυαλού του ή των χεριών του. Αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να κατέχει μέσα παραγωγής. Κατά συνέπεια πρέπει πρώτα να στερηθεί απ’ τα εργαλεία παρα­γωγής που θα του εξασφάλιζαν την ανεξαρτησία του. Είδα­με ότι η αρχική συσσώρευση είναι ακριβώς το προτσές που επέτρεψε να αφαιρεθούν απ’ τους παραγωγούς τα εργαλεία παραγωγής τους

Το πρόβλημα που μπαίνει τώρα είναι λοιπόν να προσδιο­ρίσουμε την αξία αυτού του εμπορεύματος της εργατικής δύ­ναμης. Ο Μαρξ λέει:

«Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται, όπως και κάθε εμπορεύματος, απ’ τον απαραίτητο για την παραγωγή του χρόνο εργασίας και κατά συνέπεια και για την αναπα­ραγωγή αυτού του ειδικού αντικειμένου»1.

Το άτομο για να συντηρηθεί, δηλ. για να διατηρήσει ακέραιη την εργατική δύναμη, πρέπει να καταναλώσει μια ορισμένη ποσότητα προϊόντων. Η αξία των α­ναγκαίων για τη συντήρηση της εργατικής δύναμης προϊόντων απο­τελεί την αξία της εργατικής δύ­ναμης.

«Ο χρόνος εργασίας που είναι αναγκαίος για την παρα­γωγή της εργατικής δύναμης περιορίζεται λοιπόν στον χρό­νο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή των μέσων συντήρησης με άλλα λόγια, η αξία της εργατικής δύναμης είναι η αξία των απαραίτητων για τη συντήρηση του κατόχου της μέσων συντήρησης»2.

Η ανάλωση της εργατικής δύναμης απαιτεί μια μυϊκή και νευρική φθορά που πρέπει να αντικατασταθεί απ’ τα ανά­λογα μέσα συντήρησης. “Όσο μεγαλύτερη είναι ή ανάλωση τόσο περισσότερα προϊόντα απαιτεί ή ανάκτηση της εργατι­κής δύναμης. Αυτό μπορεί να κάνει την αξία της εργατικής δύναμης να ποικίλλει. Απ’ την άλλη μεριά, παρεμβάλλον­ται ιστορικά στοιχεία. Ανάλογα με το βαθμό του πολιτισμού της κοινωνίας τα απαραίτητα για την ανάκτηση εργατικής δύναμης εμπορεύματα μπορούν να είναι περισσότερο ή λιγότερο πολύπλοκα. Οι κλιματικές συνθήκες μπορεί επίσης να παρεμβάλλονται και να κάνουν να ποικίλλει η αξία της ερ­γατικής δύναμης (π.χ. περισσότερα ρούχα και τροφή στα κρύα κλίματα). Γι’ αυτό λέει ο Μαρξ:

«Αντίθετα με τα άλλα εμπορεύματα, για τον καθορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης παρεμβάλλονται λοιπόν και ιστορικά και ηθικά στοιχεία. Άλλα, για δεδομένη χώρα κι εποχή, το μέσο ποσόν των απαραίτητων εμπορευμάτων για τη συντήρηση είναι αμετάβλητο»11.

Πρέπει να προσθέσουμε σ’ αυτόν τον υπολογισμό κι άλ­λα στοιχεία. Ο εργάτης δεν είναι αιώνιος. Όταν πεθαίνει κι όταν είναι πολύ γέρος πρέπει να αντικατασταθεί απ’ τα παιδιά του. Πρέπει λοιπόν για να υπολογίσουμε την αξία της εργατικής δύναμης να προσθέσουμε την αξία των ανα­γκαίων για τη συντήρηση της οικογένειας μέσων συντή­ρησης.

Τέλος, αυτοί οι υπολογισμοί οδηγούν στην αξία της απλής εργατικής δύναμης, άλλα υπάρχει επίσης σύνθετη εργασία δηλ. εργασία που δεν μπορεί να εκτελεστεί παρά μετά από ένα μεγαλύτερο η μικρότερο διάστημα προπαρασκευής. Οι δαπάνες που έγιναν για τη δημιουργία του σύνθετου εργάτη, απ’ αυτόν κι απ’ εκείνους πού τον δημιούργησαν, προστίθεν­ται για να υπολογίσουμε την αξία της σύνθετης εργατικής δύναμης. Γνωρίζοντας ότι η σύνθετη εργασία δεν είναι ποτέ παρά ένα πολλαπλάσιο της απλής, υποθέτουμε, για την κα­λύτερη διασάφηση του θέματος, ότι δεν έχουμε να κάνουμε παρά με απλή εργασία.

Οι κεφαλαιοκράτες δεν αγαπάνε τους υπολογισμούς της αξίας της εργατικής δύναμης, που σήμερα έχει πάρει τη μορφή του απόλυτα απαραίτητου μίνιμουμ, γιατί πολύ συχνά αυτοί οι υπολογισμοί δείχνουν ότι το μίνιμουμ των αναγκαίων δαπανών για μια εργατική οικογένεια είναι μεγαλύτερο απ’ το ποσό που πληρώνεται για την αγορά της εργατικής δύναμης, δηλ. απ’ τον μισθό.

Θα υποθέσουμε σ’ αυτό το σημείο, πάντα για να διευκο­λύνουμε την ανάλυση, ότι η εργατική δύναμη αγοράζεται στην αξία της, δηλ. ότι το ύψος του μισθού κι η αξία της εργατικής δύναμης είναι μεγέθη με ίση άξια. “Όταν η εργα­τική δύναμη πληρώνεται κάτω απ’ την αξία της, αυτό προ­καλεί αναγκαστικά έναν προοδευτικό μαρασμό των κατόχων εργατικής δύναμης, δηλ. της εργατικής τάξης.

Δ’ – Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ

Αφήνουμε τώρα την περιοχή της κυκλοφορίας για να μπούμε στην περιοχή της παραγωγής.

Για να εξασφαλίσει την παραγωγή ο καπιταλιστής ο­φείλει να αγοράσει κι άλλα αγαθά εκτός από εργατική δύ­ναμη. Πρέπει πράγματι να της προμηθεύσει ένα σύνολο από μέσα παραγωγής που τα αποτελούν τα μηχανήματα, τα κτίρια που περιέχουν αυτά τα μηχανήματα οι πρώτες ύλες κι οι βοηθητικές ύλες όπως το λάδι για το γρασάρισμα των μηχανών, το κάρβουνο για τη θέρμανση, το ηλεκτρικό για τον φωτισμό κ.λ.π.

Στη διαδικασία της παραγωγής, όλα αυτά τα εμπορεύ­ματα προσφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Μερικά, οι πρώτες κι οι βοηθητικές ύλες, καταναλώνονται εντελώς στη διαδι­κασία της παραγωγής, με άλλα λόγια η αξία τους περνάει κατ’ ευθείαν στο προϊόν. Άλλα δεν χρησιμοποιούνται πα­ρά σιγά – σιγά όπως τα μηχανήματα και τα κτίρια. Σε κά­θε προϊόν δεν θα βρούμε παρά ένα μέρος της αξίας τους. Θα ξανάρθουμε σ’ αυτό το πρόβλημα άλλα προς το παρόν.

Δεν θα λάβουμε υπόψη μας αυτές τις διαφορές και θα ε­ξετάσουμε μόνο το μέρος της αξίας των παραγωγικών μέσων που μεταβιβάζεται στο προϊόν στη διάρκεια της διαδικασίας της παραγωγής.

Ο καπιταλιστής αγόρασε στην αξία τους εργατικές δυ­νάμεις ένα ποσό π.χ. 100 και τους προμήθεψε όλα τα αναγ­καία μέσα παραγωγής. Ο χαρακτήρας της εργασίας είναι διπλός: σαν συγκεκριμένη εργασία, δηλ. εργασία ενός ορισμένου είδους, η εργασία μεταβιβάζει στο προϊόν ένα μέρος των μέσων πα­ραγωγής που της παρέχονται ταυτόχρονα όμως, καθώς η εργασία είναι μια ανάλωση ενέργειας, είναι συγχρόνως και δημιουργός αξίας. Αυτή η αξία ενσωματώνε­ται επίσης στο προϊόν της εργασίας.

Σε 4 ώρες π.χ. ο εργάτης μεταβίβασε στο προϊόν της ερ­γασίας του μια αξία ίση με 400 (δηλ. την άξια των δια­φόρων μέσων παραγωγής που καταναλώθηκαν στη διάρ­κεια αυτής της διαδικασίας). Απ’ την άλλη μεριά, αυτός ο ίδιος με την παραγωγική εργασία του δημιούργησε μιαν αξία που την υποθέτουμε ίση με 100, δηλ. ίση με την αξία της εργατικής δύναμης. Αυτή η αξία προστίθεται φυσικά στα 400 που έχουν ήδη μεταβιβαστεί, ώστε η αξία του προϊ­όντος να ναι 400+100=500. Ο καπιταλιστής είχε ξοδέψει 400 για τα μέσα παραγωγής και 100 για την εργατική δύ­ναμη, και ξαναβρίσκει τώρα ένα εμπόρευμα που αξίζει 500. Δεν έχει λοιπόν ούτε χάσει ούτε κερδίσει τίποτα. Όμως ο καπιταλιστής, αγοράζοντας την εργατική δύναμη, δεν υπο­χρεώνεται να τη χρησιμοποιήσει μόνον 4 ώρες αντίθετα την μισθώνει για 8 ώρες κι αγοράζει τα αναγκαία μέσα πα­ραγωγής ώστε η εργάσιμη ήμερα να μπορεί να παρατείνε­ται αποτελεσματικά για 8 ώρες. Έτσι ο εργάτης θα συνεχίζει να δημιουργεί αξία, που αυτή τη φορά δεν θα έχει αντίκρισμα σ’ αυτό που θα πάρει για μισθό, δηλ. για πληρωμή της εργατικής του δύναμης. Δημιουργεί άρα μια συμ­πληρωματική αξία που ξεπερνάει την αξία της εργατικής του δύναμης (δηλ. την αξία των αναγκαίων για τη συντήρηση του αντικειμένων). Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος της ημέρας ο εργάτης έχει ακόμη μεταβιβάσει μια α­ξία 400 που αντιστοιχεί στα μέσα παραγωγής που χρησιμο­ποιήθηκαν κι έχει προσθέσει μια αξία 100 απ’ την ίδια του την εργασία. Η αξία των εμπορευμάτων που παραχθήκαν σ’ αυτό το δεύτερο μέρος της ημέρας εργασίας είναι φυσικά 500, αλλά αυτή τη φορά ο καπιταλιστής δεν χρειάστηκε να ξοδέψει παρά 400 γιατί η ήμερα του εργάτη πληρώθηκε μια μόνον φορά με 100. Έτσι λοιπόν, αυτή την υπεραξία των 100 τη δημιουργημένη απ’ τον εργάτη, την ιδιοποιείται δω­ρεάν ο καπιταλιστής. Εφόσον αυτός πλήρωσε την εργατική δύναμη στην αξία της, έχει το δικαίωμα να ιδιοποιηθεί τα προϊόντα που δημιούργησε αυτή η εργατική δύναμη.

1 – 2 Κ. Μαρξ: Το κεφάλαιο, τόμος Α’.

 Ε’ – ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ

Έτσι, η ανάλυση της υπεραξίας, μας δείχνει ότι η ήμερα εργασίας του μισθωτού στην πραγματικότητα διαιρεί­ται σε δύο μέρη, παρόλο που η διαίρεση αυτή είναι αόρατη μέσα στη διαδικασία της εργασίας. Στο πρώτο μέρος, ο ερ­γάτης δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ το να κερδίζει την αξία την εμπορευμάτων που είναι απαραίτητα για τη συντήρηση του. Αυτό το μέρος της ημέρας ο Μαρξ το ονομάζει χ ρ ό­νο αναγκαίας εργασίας. Όμως, στο δεύτε­ρο μέρος, ο εργάτης δημιουργεί μια συμπληρωματική αξία κι ο Μαρξ ονομάζει αυτό το μέρος της ημέρας χρόνο υπερεργασίας ή και χρόνο δωρεάν εργασίας. Η σχέση ανάμεσα στο χρόνο υπερεργασίας και αναγκαίας εργασίας εκφράζει το ποσοστό της υ­περαξίας ή το ποσοστό της εκμετάλλευσης. Στο παράδειγμα μας η σχέση ήταν 4/4 δηλ. 100%. Αν η ήμερα ήταν των 10 ωρών, με αμετάβλητους τους άλ­λους παράγοντες, η τιμή τής υπεραξίας θα ήταν 6/4 δηλ. 150 %. Αν στην ήμερα των 8 ωρών ο χρόνος αναγκαίας ερ­γασίας ήταν μόνο 3 ώρες, η τιμή της υπεραξίας θα ήταν 5/3 περίπου 166%.

Φυσικά ό καπιταλιστής δεν μετράει. Έτσι θα πει: έχω ξοδέψει 800 σε μέσα παραγωγής και 100 σε μισθούς, δηλ. 900. Έχω στη διάθεση μου εμπορεύματα που αξίζουν 1.000. Το κέρδος μου είναι 100 για έξοδα 900. Σχετίζει φυσικά τα 100 της υπεραξίας με το σύνολο του κεφαλαίου του και νο­μίζει ότι είναι αυτό το κεφάλαιο που το έδωσε το κέρδος. Όμως, αυτός ο τρόπος υπολογισμού δεν τον αφήνει να δει καθαρά το πρόβλημα τις υπεραξίας συγχέει δύο ξεχωρι­στές πράξεις που είναι η μεταβίβαση της αξίας (α­ξίας των μέσων παραγωγής που περνάει στα εμπορεύματα στη διάρκεια της διαδικασίας της παραγωγής) και η δημιουργία αξίας απ’ την ανάλωση ενέργειας του ερ­γάτη.

ΣΤ’ – ΣΤΑΘΕΡΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Όπως είπαμε λίγο πιο πάνω τα διάφορα μέσα παραγω­γής δεν κάνουν τίποτα άλλο από να μεταβιβάζουνε την αξία τους στο προϊόν στη διάρκεια της διαδικασίας της παραγω­γής. Άλλα μεν (βοηθητικές ύλες) εξαφανίζονται εντελώς άλλα (πρώτες ύλες) αλλάζουν μορφή, τέλος τα μηχανήμα­τα και τα κτίρια εξακολουθούν να υπάρχουν έξω απ’ τα προϊόντα και δεν ξοδεύονται παρά σιγά – σιγά. Αυτά τα στοιχεία του κεφαλαίου έχουν έναν κάποιον χαρακτήρα μονιμότητας δηλ. διάρκειας κι αποτελούν το πάγιο κεφά­λαιο αντίθετα με τα άλλα στοιχεία του κεφαλαίου που α­νήκουν στην κατηγορία του κυκλοφοριακού κεφαλαίου. Αυτή η διάκριση ανάμεσα σε πάγιο και κυκλοφοριακό κεφά­λαιο είναι σημαντική για τον υπολογισμό των κερδών θα την ξανασυναντήσουμε, άλλα κρύβει το φαινόμενο της παρα­γωγής της αξίας. Για να καταλάβουμε το φαινόμενο πρέπει να κάνουμε μια άλλη διάκριση πρέπει να ξεχωρίσουμε το κεφάλαιο που αλλάζει ύψος αξίας στη διάρκεια της διαδι­κασίας της παραγωγής κι εκείνο που απλώς διατηρεί την αξία του. Εφόσον όλα τα τμήματα του κεφαλαίου που ανα­φέραμε (πρώτες ύλες, βοηθητικές ύλες, κτίρια, μηχανήμα­τα) απλώς μεταβιβάζουν αργά ή γρήγορα την αξία τους στα προϊόντα, το μέγεθος αυτού του τμήματος του κεφαλαίου δεν αλλάζει, άλλα μένει σταθερό- αποτελεί λοιπόν το σταθερό κεφάλαιο.

Αντίθετα το τμήμα του κεφαλαίου που είναι αφιερωμένο στην αγορά εργατικής δύναμης δηλ. χρησιμοποιείται με τη μορφή μισθού, επιτρέπει να δημιουργεί μια υπεραξία. Στο τέλος της διαδικασίας της παραγωγής, αυτό το τμήμα του κεφαλαίου μεγάλωσε, το αρχικό του ύψος άλλαξε: αποτε­λεί λοιπόν μεταβλητό κεφάλαιο.
Να πώς εκφράζεται ο Μαρξ:

«Το μέρος του κεφαλαίου που μετατρέπεται σε μέσα πα­ραγωγής, δηλ. σε πρώτες ύλες, βοηθητικές ύλες και μέσα εργασίας, δεν μεταβάλλει το ύψος της αξίας του στη διαδι­κασία της παραγωγής. Το ονομάζω λοιπόν σταθερό μέρος του κεφαλαίου ή απλούστερα σταθερό κεφάλαιο.

Αντίθετα το μέρος του κεφαλαίου που μετατρέπεται σε εργατική δύναμη μεταβάλλει την αξία του στη διαδικασία της παραγωγής. Αναπαράγει το Ισάξιο του κι ένα πλεό­νασμα, μια υπεραξία που μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρό­τερη. Από σταθερό μέγεθος αυτό το μέρος μετατρέπεται συ­νεχώς σε μεταβλητό μέγεθος. Το ονομάζω λοιπόν μεταβλη­τό μέρος του κεφαλαίου ή απλούστερα μεταβλητό κεφά­λαιο»1 .

Η ανάλυση του Μαρξ έχει το ολοφάνερο πλεονέκτημα ότι αποκαλύπτει γεγονότα που ενδιαφέρουν εξαιρετικά τους εργάτες. Αποδείχνει ότι αυτοί είναι εκείνοι που δημιουρ­γούν τη μάζα των συμπληρωματικών άξιων (την υπερα­ξία) , που καταναλώνουν ή συσσωρεύουν οι μη παραγωγικές κοινωνικές δυνάμεις, ενώ οι ίδιοι δεν μπορούν να ελπίζουν τίποτε περισσότερο από το να παίρνουν, στην καλύτερη πε­ρίπτωση, ένα μισθό που θα τους επιτρέψει να επιζήσουν. Αυτοί και μόνο δημιουργούν την υπεραξία, κι όμως αυτή η υπεραξία τους ξεφεύγει εντελώς.

Θα φέρει ίσως κανείς την αντίρρηση ότι η αξία που δημιουργείται απ’ την εργασία ενός μηχανικού είναι φυσι­κά ανώτερη απ’ την αξία που παράγει ένας χειρώνακτας εργάτης. Αυτό είναι σωστό άλλα εξηγείται τέλεια απ’ την έννοια που είδαμε της απλής και σύνθε­της εργασίας. Η απλή εργασία είναι η εργασία που εκτελείται από έναν εργάτη που δεν διαθέτει καμιά ξεχωριστή ειδίκευση. Η αξία της εργατικής δύναμης που ε­κτελεί απλή εργασία εκφράζεται όπως είπαμε στην απαίτη­ση για το απόλυτα απαραίτητο μίνιμουμ. Όμως, ο ειδικευμένος εργάτης – και πολύ περισσότερο ο μηχανικός – αποτελεί μια εργατική δύναμη που έχει μεγαλύτερη αξία, για­τί πρέπει να προσθέσουμε στα απαραίτητα για τη συντήρηση έξοδα και τα έξοδα για τη δημιουργία της (δαπάνες σπουδών κλπ.) Αυτή η σύνθετη εργατική δύνα­μη έχει μεγαλύτερη αξία και παράγει περισσότερη αξία αυτό εκφράζεται στις διαβαθμίσεις των διαφόρων μισθών. Μολαταύτα, δεν είναι βέβαιο ότι το κεφάλαιο πληρώνει πάν­τα την πραγματική αξία αυτής της εργατικής δύναμης.

Ζ’ – Η ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΑΠΟΛΥΤΗ Υ­ΠΕΡΑΞΙΑ

Στις κοινωνίες που στηρίζονται στη δουλεία και τη δου­λοπαροικία, οι δούλοι και οι δουλοπάροικοι οφείλουν να πα­ρέχουν συμπληρωματική εργασία ή υπερεργασία. Όμως, γενικά τα όρια αυτής της υπερεργασίας καθορίζονται απ’ τις ανάγκες των κυρίων. Με άλλα λόγια, ζητούν απ’ τους δούλους και τους δουλοπάροικους να παράγουν αντικείμενα χρήσιμα για την ικανοποίηση των κυρίων τους. Είναι η α­ξία χρήσης που κατευθύνει εδώ την υπερεργασία. Όταν πρόκειται να παραγάγουν αξία ανταλλαγής, η απαιτούμε­νη υπερεργασία δεν έχει πλέον όρια γι’ αυτό και στην αρ­χαιότητα οι δούλοι που χρησιμοποιούνταν στα ορυχεία χρυ­σού κι αργύρου ήταν οι πιο δυστυχισμένοι, οι πιο σκληρά εκμεταλλευόμενοι. Στις ΗΠΑ, όσο  εργασία των δούλων είχε κατ’ αρχήν για σκοπό την ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών των κυρίων τους, η διαβίωση τους ήταν σχετικά ήπια. Όταν όμως επρόκειτο να παραγάγουν για την αγο­ρά, όταν ο κύριος ενδιαφέρθηκε κυρίως για την αξία των προϊόντων κι όχι πια για την αξία χρήσης, απαίτησαν απ’ τους δούλους μια πιο σκληρή εργασία.

Απ’ την ίδια της τη φύση, ή δίψα για υπερεργασία στο καπιταλιστικό σύστημα είναι ακατάπαυστη. Ο Μαρξ ονομάζει απόλυτη υπεραξία την υπεραξία που επιτυγχάνεται με την παράταση τής ερ­γάσιμης ημέρας, ενώ οι όροι εργασίας παραμένουν οι ίδιοι.

Ο κεφαλαιοκράτης έχει τέτοια τάση να μεγαλώνει την εργάσιμη ήμερα, όταν τον αφήνουν ελεύθερο, που κάνει μια τρομαχτική κατανάλωση ανθρώπινων ζωών. Όπως οι φυ­τείες της Αμερικής γίνανε οι τάφοι εκατομμυρίων νέγρων, έτσι και τα μοντέρνα εργοστάσια στην αρχή της ανάπτυξης της μεγάλης βιομηχανίας απαίτησαν εργατικό δυναμικό που να ανανεώνεται συνέχεια και στρατολόγους σύγχρονους δου­λεμπόρους, που πάνε να ψάξουν για εργατικές δυνάμεις στο ύπαιθρο και σ’ όλες τις χώρες. Είδαμε μελετώντας τη μη­χανοποίηση και τη μεγάλη βιομηχανία, ότι η μηχανή ήταν στην αρχή ένα ακαταμάχητο μέσο για να μεγαλώσει την εργάσιμη μέρα και κατά συνέπεια να αυξήσει την απόλυτη υπεραξία. Ηκατανάλωση χειρωνακτικής εργασίας που έγινε απ’ τη μεγάλη βιομηχανία δεν εμπόδισε το κεφάλαιο να βρει γενικά μπροστά του ένα πλεόνασμα πληθυσμού για εκ­μετάλλευση, χάρις προπάντων στη μαζική χρησιμοποίηση γυναικών και παιδιών.

Φυσικά, ένα τέτοιο σύστημα φέρνει την παρακμή της ζωτικής δύναμης του λαού. Ο κεφαλαιοκράτης σκέφτεται: «Μετά από έμενα η καταστροφή» και αν ακόμη δεν σκε­φτόταν έτσι θα τον έσπρωχναν να εφαρμόσει αυτούς τους όρους εργασίας οι παντοδύναμοι νόμοι του ελεύθερου συναγω­νισμού.

Αυτό εξηγεί γιατί ό καθορισμός μιας νόμιμης εργάσιμης ημέρας είναι μια ζωτική ανάγκη για την κοινωνία.

Αυτός ο καθορισμός ήταν το αποτέλεσμα ενός άγριου α­γώνα που έκαναν οι εργάτες. Οι πρώτες επιτυχίες σ’ αυτόν τον τομέα σημειώθηκαν στη Γαλλία στην αρχή της επανά­στασης του 1848 και στην Αγγλία με τα Factory Acts του 1850. Είναι το συνέδριο της Α’ Διεθνούς του 1866 που έβαλε στην πρώτη γραμμή των διεκδικήσεων του τον αγώνα για το οκτάωρο. Η απόφαση του συνεδρίου έλεγε: «Θεωρούμε τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας σαν την πρωταρχική προϋπόθεση για την επιτυχία όλων των άλ­λων προσπαθειών για την χειραφέτηση… Προτείνουμε να καθοριστεί το νόμιμο όριο της εργάσιμης ημέρας σε 8 ώρες».

Η’ – Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Όμως υπάρχει ένας άλλος τρόπος για να αυξήσει ο κα­πιταλιστής την υπεραξία να αλλάξει τους όρους παραγωγής. Έτσι πετυχαίνει κανείς μια ιδιαίτερη μορφή υπεραξίας που ο Μαρξ ονομάζει σχετική υπεραξία. Στην απόλυτη υπεραξία υποθέσαμε ότι το μέρος της εργάσιμης ημέρας που αποτελούσε τον αναγκαίο χρόνο (αυ­τόν στη διάρκεια του οκταώρου ο εργάτης παράγει μια αξία ίση με την εργατική του δύναμη), ήταν ίνα σταθερό μέγε­θος. Μεταβαλλόταν μόνο ο συμπληρωματικός χρόνος ανάλο­γα με την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας. Όμως τα πράγματα δεν συμβαίνουν πάντα έτσι. Ο αναγκαίος χρόνος μπορεί κι αυτός να ποικίλλει, υποθέτοντας πάντα ότι ο κα­πιταλιστής πληρώνει την εργατική δύναμη στην αξία της.

Ας υποθέσουμε ότι η αξία μιας ώρας απλής εργασίας αντιπροσωπεύει 40 φρ. κι ότι η παραγωγή όλων των απα­ραίτητων για τη συντήρηση της εργατικής δύναμης μέσων συντήρησης απαιτεί 6 ώρες απλής εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι η αξία της εργατικής δύναμης είναι 40X6=240 φρ. Ο εργάτης δουλεύει 10 ώρες. Εφόσον ο χρόνος της αναγκαίας εργασίας είναι 6 ώρες θα έχουμε 4 ώρες υπερεργασία. Το πο­σοστό της υπεραξίας θα είναι 4/6 ή 66 2/3 περ. %.

Για να περιοριστεί ο χρόνος αναγκαίας εργασίας πρέπει τα απαραίτητα για τη διατήρηση της εργατικής δύναμης μέσα συντήρησης να μπορούν να παραχθούν π.χ. σε 5 ώρες αντί για 6, με άλλα λόγια να πέσει η αξία της εργατικής δύ­ναμης. Σ’ αυτή την περίπτωση ή αξία της εργατικής δύνα­μης δεν αντιπροσωπεύεται πια από 6 ώρες απλής εργασίας, άλλα από 5 ώρες δεν είναι πια 240 φρ. άλλα 200.

Αφού ο αναγκαίος χρόνος περιορίστηκε σε 5 ώρες το ποσοστό της υπεραξίας περνάει απ’ τα 4/6 σε &/5 ή 100%. Παρόλο που ο χρόνος της εργάσιμης ημέρας δεν άλλαξε η τιμή και ταυτόχρονα το σύνολο της υπεραξίας αυξήθηκαν.

Για να πέσει η αξία των μέσων συντήρησης πρέπει να αλλάξουν οι όροι παραγωγής τους. Π.χ. για να πέσει η α­ξία των παπουτσιών πρέπει ο παπουτσής να φτιάχνει ίνα ζευγάρι παπούτσια σε μικρότερο χρονικό διάστημα. Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί αν η μέθοδος ή τα μέσα εργασίας του παπουτσή αλλάξουν. Η πτώση της αξίας των εμπορευμάτων προϋποθέτει λοιπόν μια μετατροπή στους όρους παραγωγής: πρέπει να γίνει αύξηση της παραγωγικής δύναμης (παραγωγι­κότητας) της εργασίας.

«Λέγοντας αύξηση της παραγωγικής δύναμης της ερ­γασίας εννοούμε εδώ μια αλλαγή στη διαδικασία της εργα­σίας, χάρη στην οποία να μειωθεί ο χρόνος της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας για την παραγωγή ενός εμπορεύματος, ώστε μια μικρότερη ποσότητα εργασίας να παράγει ίνα με­γαλύτερο σύνολο αξίας χρήσης».1

Χωρίς αμφιβολία ο καπιταλιστής που ρίχνει την τιμή των παπουτσιών ή των πουκαμίσων δεν σκέφτεται κάνοντας κάτι τέτοιο να ρίξει τη γενική αξία της εργατικής δύναμης μολαταύτα ενεργώντας έτσι συμβάλλει στη γενική ύψωση της τιμής της υπεραξίας. Παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ένα βιομήχανο μαντηλιών. Οι εργάτες του δουλεύουν 10 ώρες. Η αξία που παράγεται από μια ώ­ρα εργασίας είναι 40 φρ. Ο μισθός που αντιστοιχεί στην α­ξία της εργατικής δύναμης είναι 200 φρ. Η αξία που πα­ράγεται σε 10 ώρες απ’ τον εργάτη είναι 40X10=400 φρ. Το ποσοστό της εκμετάλλευσης είναι λοιπόν 100^.

Ένας εργάτης κατασκευάζει 10 μαντήλια την ημέρα υπάρχει λοιπόν σε κάθε κομμάτι μια αξία 40 φρ. προερχό­μενη απ’ την εργασία. Απ’ την άλλη μεριά, ή αξία των μέ­σων παραγωγής (μηχανήματα, πρώτες ύλες) που ενσωμα­τώνεται σε κάθε μαντήλι είναι επίσης 40 φρ. Η αξία ενός μαντηλιού είναι λοιπόν 40+40=80 φρ. Το μαντήλι που­λήθηκε στην αξία του δηλ. 80 φρ.

Όμως ο καπιταλιστής μας τροποποιεί τις μεθόδους και τα μέσα εργασίας (τα μηχανήματα π.χ.) που χρησιμοποιούν οι εργάτες του, ώστε ένας εργάτης χωρίς μεγαλύτερη ανά­λωση ενέργειας κατασκευάζει 20 μαντήλια αντί για 10 την ήμερα. Ή αξία που παράγεται απ’ την εργασία του εργάτη σε 10 ώρες είναι πάντα 400 φρ. που μοιράζονται αυτή τη φορά σε20 κομμάτια αντί για 10. Με άλλα λόγια ο εργά­της έβαλε σε κάθε μαντήλι μια πρόσθετη αξία 20 φρ. Για να το πούμε απλούστερα: υποθέτουμε ότι η αξία, των μέ­σων εργασίας που έχουν ενσωματωθεί σε κάθε μαντήλι είναι πάντα 40 φρ. Η αξία ενός μαντηλιού είναι λοιπόν 40+20= 60 φρ.

Μολαταύτα αυτός ο υπολογισμός δεν είναι σωστός παρά μόνο για τον καπιταλιστή μας. Στην πραγματικότητα η α­ξία προσδιορίζεται απ’ το χρόνο της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας κι όχι της ατομικά αναγκαίας. Υποθέτουμε λοιπόν ότι ο καπιταλιστής μας είναι ο μόνος που έχει εφαρμόσει αυτή τη νέα μέθοδο πα­ραγωγής: όλοι οι άλλοι κατασκευαστές μαντηλιών συνεχίζουν να εργάζονται ακολουθώντας την παλιά μέθοδο, έτσι που ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας δεν έχει αλλά­ξει ακόμη. Στην αγορά το μαντήλι αξίζει πάντα 80 φρ.

Αν ο καπιταλιστής μας πουλάει τα μαντήλια του 80 φρ. το κομμάτι ενώ γι’ αυτόν δεν εμπεριέχουν παρά 60 φρ. αξία, θα πραγματοποιεί μια εξαιρετική υπερα­ξία 20 φρ. Παράγοντας φτηνότερα και σε μεγαλύτερες ποσότητες ο καπιταλιστής θα μπορεί να φτάσει, για να διο­χετεύσει αυτό το πλεόνασμα προϊόντων ή για να επιβληθεί στους συναγωνιστές του, να πουλάει τα μαντήλια του 70 φρ. αντί για 80. Θα πραγματοποιεί έτσι ακόμη μια εξαιρε­τική υπεραξία 10 φρ. Αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί μέ­χρι τη στιγμή που η νέα τεχνική θα γενικευτεί και που ο χρόνος της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας θα κα­τέβει στο επίπεδο του χρόνου που ισχύει στην πιο προχωρη­μένη βιομηχανία. Τότε τα μαντήλια θα πρέπει να πουλη­θούν στη νέα αξία τους, δηλ. 60 φρ.

Έτσι ο κάθε καπιταλιστής αλλάζοντας τις συνθήκες ερ­γασίας μπορεί να ιδιοποιείται μια εξαιρετική υπεραξία που διατηρείται ενόσω οι άλλοι καπιταλιστές δεν έχουν υιοθετή­σει τις ίδιες μεθόδους εργασίας. Τότε, αυτή ή εξαιρετική σχετική υπεραξία που πέτυχε ο μεμονωμένος καπιταλιστής εξαφανίζεται, μέχρι την ήμερα που θα εφαρμόσει νέες με­θόδους εργασίας πιό παραγωγικές.

Όμως, απ’ την άλλη μεριά, όταν οι αλλαγές που πραγ­ματοποιούνται στην παραγωγή μέσων συντήρησης κάνουν να πέφτει ή αξία διαφόρων προϊόντων αναγκαίων στον ερ­γάτη για τη συντήρηση του είναι η ίδια η α­ξία της εργατικής δύναμης «συ πέφτει, και είναι το σύνολο των καπιταλιστών που επωφελείται απ’ την αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Υπάρχουν λοιπόν ουσιαστικά δύο είδη σχετικής υπεραξίας: αυτή που πετυχαίνουν παροδικά οι μεμονωμένοι κα­πιταλιστές, όταν εφαρμόζουν καινούργιες μεθόδους παραγω­γής, κι αυτή που πετυχαίνεται απ’ όλους μαζί τους καπιτα­λιστές με την πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης. Θα παρατηρήσει κανείς ότι η αύξηση της παραγωγικής δύναμης στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς δεν έχει άλλο σκο­πό παρά να αυξήσει τη σχετική υπεραξία κι όχι να ελαττώσει τη διάρκεια της ημέρας εργασίας.

Αυτός ο αγώνας για την αύξηση της σχετικής υπερα­ξίας διά μέσου της αύξησης της παραγωγικότητας της ερ­γασίας είναι ένα αδιάκοπο προτσές στο σύστημα της καπι­ταλιστικής παραγωγής. Όταν μελετήσαμε την εξέλιξη αυ­τού του συστήματος απ’ την εποχή της χειροτεχνίας μέχρι τη σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία, είδαμε ότι αυτό το κυνή­γι της υπεραξίας μεταφραζόταν σε μια αδιάκοπη ανατα­ραχή στους όρους παραγωγής. Ο συναγωνισμός δεν επιτρέ­πει στον καπιταλιστή να σταματήσει στη μέση του δρόμου κάθε καπιταλιστής έχει ατομικό συμφέρον να παράγει φτηνότερα και γι’ αυτό, να αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας. Η μηχανή, όπως είδαμε, είναι το πιο αποτελε­σματικό μέσο για να πετύχει αυτό τω αποτέλεσμα. Αυτή η αδιάκοπη ώθηση των παραγωγικών δυνάμεων αναπτύσσει τα στοιχεία που τείνουν να καταστρέψουν ολόκληρο το κα­πιταλιστικό σύστημα.

1. Κ. Μαρξ: Το κεφάλαιο, τόμος Α’.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα