Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΠενήντα χρόνια από την 21η Απριλίου: τα αίτια επιβολής της δικτατορίας και...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Πενήντα χρόνια από την 21η Απριλίου: τα αίτια επιβολής της δικτατορίας και η πολιτική της

Σήμερα συμπληρώνονται 50 χρόνια από την επιβολή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Πώς φτάσαμε στην 21η Απριλίου 1967; Ποια ήταν ταξική και πολιτική φύση του καθεστώτος; Οι απαντήσεις δίνονται συνοπτικά στο κείμενο που ακολουθεί, το οποίο αποτελεί απόσπασμα από ένα μεγαλύτερο και ανολοκλήρωτο ακόμα κείμενο, με τίτλο «Η ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου: αίτια, γεγονότα και συμπεράσματα».

Η δεκαετία του 1960 στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από ένα αξιοσημείωτο κύμα εκβιομηχάνισης, που έφερε στο προσκήνιο ένα «φρέσκο» και μαχητικό βιομηχανικό προλεταριάτο, χωρίς τη ψυχολογία της ήττας από τον εμφύλιο. Μέσα από τη βιομηχανική ανάπτυξη και τη στενότερη σύνδεση της Ελλάδας με την παγκόσμια αγορά, ήρθαν στο προσκήνιο νέα εργατικά στρώματα, σε καινούριους κλάδους, στις υπηρεσίες και το εμπόριο.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη ταυτόχρονα δημιούργησε την ανάγκη για μια πολυπληθή μάζα νέων επιστημόνων και ειδικευμένων. Έτσι τα Πανεπιστήμια και οι ανώτερες σχολές, άρχιζαν να ανοίγουν τις «πύλες» τους στους νέους που προέρχονταν από εργατικές και αγροτικές οικογένειες περισσότερο συγκριτικά με το παρελθόν.

Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών που εκδηλώθηκε στις 21 Απριλίου του 1967, εμφανίζεται συνήθως από τους αστούς δημοσιογράφους και διανοούμενους σαν μια ενέργεια λίγων «σφετεριστών», που επικαλούνταν σαν «ανόητη» δικαιολογία την απειλή μιας «κομμουνιστικής εξέγερσης». Το αποφασιστικό ζήτημα όμως από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης στην περίπτωση αυτών των «σφετεριστών», δεν είναι το αν στη συγκεκριμένη στιγμή που επέλεξαν να δράσουν υπήρχε η άμεση απειλή μιας κομμουνιστικής εξέγερσης – που αναμφισβήτητα δεν υπήρχε – αλλά το γεγονός ότι εφάρμοσαν λεπτομερή και καλά επεξεργασμένα σχέδια των κεντρικών αστικών και ιμπεριαλιστικών επιτελείων της εποχής. Η ύπαρξη τέτοιων σχεδίων από την πλευρά των Ελλήνων αστών και των ιμπεριαλιστών πατρώνων τους για την αντιμετώπιση μιας εργατικής – λαϊκής εξέγερσης, αλλά και η δημιουργία ειδικών, καλά εκπαιδευμένων, εξοπλισμένων και αποφασισμένων μηχανισμών για την εφαρμογή τους, δείχνουν πως σε αντίθεση με τους «ειρηνόφιλους» και απροετοίμαστους για σοβαρά επαναστατικά κινήματα ρεφορμιστές ηγέτες της Αριστεράς, οι αστοί είχαν πάρει πολύ σοβαρά τον κίνδυνο της ανατροπής τους από μια σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα.

Το πραξικόπημα καθοδηγήθηκε από αξιωματικούς που συμμετείχαν στον ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), το «έμβρυο» του οποίου γεννήθηκε κατά την περίοδο της Κατοχής, μέσα στις τάξεις αντιδραστικών αξιωματικών των ελληνικών στρατευμάτων της Μ. Ανατολής. Ο ΙΔΕΑ έγινε γνωστός στο πανελλήνιο στις 31η Μαΐου 1951, όταν μετά την απόφαση του Αλέξανδρου Παπάγου να παραιτηθεί από την Αρχιστρατηγία, σε μια επίδειξη δύναμης, ηγετικά στελέχη του κατέλαβαν πραξικοπηματικά το Πεντάγωνο και κρίσιμα κτίρια στο κέντρο της Αθήνας. Οι επικεφαλής του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 σύμφωνα με αδιάσειστα ντοκουμέντα (με πιο πρόσφατα αυτά που περιέχονται στο βιβλίο του γνωστού αστού δημοσιογράφου Αλέξη Παπαχελά «Ο βιασμός της ελληνικής Δημοκρατίας», εκδ. ΕΣΤΙΑ) ήταν έμμισθοι συνεργάτες της CIA και επεξεργάζονταν για πολλά χρόνια σχέδια πραξικοπήματος με τη στήριξη ή την ανοχή των ηγεσιών των διαφόρων μετεμφυλιακών δεξιών κυβερνήσεων.

Την 21η Απριλίου του 1967 οι πραξικοπηματίες εφάρμοσαν το σχέδιο του ΝΑΤΟ με την ονομασία «Προμηθέας» που προέβλεπε την ανάληψη της εξουσίας από το στρατό σε περίπτωση επέμβασης από ξένη κομμουνιστική δύναμη και ταυτόχρονου ξεσπάσματος κομμουνιστικής εξέγερσης για την υποστήριξή της. Το πραξικόπημα είχε σαν αυτουργούς όχι τους στρατηγούς του ΙΔΕΑ, οι οποίοι ήταν κάτω από τον έλεγχο του βασιλιά Κωνσταντίνου, αλλά τους συνταγματάρχες, με καθοδηγητές τους Γ. Παπαδόπουλο, Στ. Παττακό (ταξίαρχος) και Ν. Μακαρέζο, τους οποίους έλεγχε απευθείας η CIA.

Οι συνταγματάρχες πρόλαβαν τα πραξικοπηματικά σχέδια των στρατηγών και του βασιλιά, ο οποίος έδειχνε σημάδια αναποφασιστικότητας, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να χαθεί η κατάλληλη από αστική σκοπιά συγκυρία για την επιβολή ενός στρατιωτικού καθεστώτος. Την καταλληλότητα αυτή, προσέδιδε τόσο η κάμψη του κινήματος των εργατικών μαζών μετά τα «Ιουλιανά» του 1965, όσο και η μη ύπαρξη «νωπής» νομιμοποίησης από τη λαϊκή ψήφο σε μια νέα κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ), της οποίας ένα μεγάλο τμήμα της βάσης, αλλά και στελέχη, κινούνταν σε ριζοσπαστική και φιλοσοσιαλιστική κατεύθυνση.

Ανεξάρτητα από το ποια συγκεκριμένη φράξια της αστικής αντίδρασης τελικά ηγήθηκε στο πραξικόπημα, αυτό σε τελική ανάλυση επιβλήθηκε από την άρχουσα τάξη και τον προστάτη της αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για να ανακοπεί η πορεία ριζοσπαστικοποίησης του εργατικού κινήματος και της νεολαίας κατά τη δεκαετία του 1960. Αυτή η πορεία είχε βασικούς σταθμούς το κίνημα ενάντια στις εκλογές «βίας και νοθείας» το 61-63, τη «λαοθάλασσα»»στην κηδεία του δολοφονημένου από το παρακράτος Γρηγόρη Λαμπράκη, την ανάπτυξη της μαζικής «Νεολαίας Λαμπράκη», την εκλογή της κυβέρνησης της ΕΚ και την ισχυροποίηση της αριστερής της πτέρυγας υπό τον Α. Παπανδρέου και κορυφώθηκε το 1965 με το μαζικό κίνημα στα περίφημα Ιουλιανά, μετά την εξώθηση της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου σε παραίτηση από το Παλάτι. Μέσα από την επιβολή της δικτατορίας η καπιταλιστική αντίδραση σκόπευε να επιφέρει ένα προληπτικό κτύπημα στην επερχόμενη προλεταριακή επανάσταση, αποκεφαλίζοντας το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα.

T o πραξικόπημα μπόρεσε να επικρατήσει εξαιτίας της ακαταλληλότητας των πολιτικών ηγεσιών της εργατικής τάξης. Η ΕΔΑ (το νόμιμο πολιτικό μέτωπο του ΚΚΕ), μαζί με την αριστερή πτέρυγα της ΕΚ (υπό τον Αντρέα Παπανδρέου), αντί να προσανατολίσουν το μαζικό κίνημα του 1965 στον δρόμο της ανατροπής της κυβέρνησης των ανδρείκελων του Παλατιού, της κατάργησης της Μοναρχίας και στην ανάδειξη μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης, επέδειξαν πολιτική ατολμία.

Κατά τις παραμονές του πραξικοπήματος, η ηγεσία της ΕΔΑ είχε εκχωρήσει πλήρως την πολιτική πρωτοβουλία στην αστική ΕΚ και η αριστερή πτέρυγα της ΕΚ είχε αποδεχθεί την συμφωνία ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση, το κόμμα της ακραία αντιδραστικής Δεξιάς) και Γ. Παπανδρέου, που οδήγησε στην κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και στη συνεργασία των δύο κομμάτων για τη διαφύλαξη της «ομαλότητας». Από κοινού και οι δύο πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς «κοίμιζαν» το κίνημα, μη έχοντας κανένα σοβαρό σχέδιο για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της επιβολής ενός πραξικοπήματος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα του πραξικοπήματος η «Αυγή», η εφημερίδα της ΕΔΑ, ετοιμαζόταν να κυκλοφορήσει με κύριο άρθρο που είχε τίτλο «Γιατί δεν πρόκειται να γίνει πραξικόπημα». Έτσι χιλιάδες στελέχη της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος συνελήφθησαν στην κυριολεξία στον ύπνο. Αυτή η παράλυση του κινήματος από τον ρεφορμισμό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση του πραξικοπήματος. (Δείτε τις χαρακτηριστικές δηλώσεις του Παττακού σε σχετικά πρόσφατη εκπομπή της τηλεόρασης του ΣΚΑΪ.)

Οι άμεσες συνέπειες από την επικράτηση της Χούντας το 1967 ήταν τραγικές καθώς χιλιάδες αγωνιστές της Αριστεράς φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και ορισμένοι από αυτούς δολοφονήθηκαν. Μέσα από τις φυλακίσεις και τις εξορίες αποκόπηκε βίαια η πρωτοπορία της εργατικής τάξης από τις πλατιές μάζες, με αποτέλεσμα το εργατικό κίνημα να υποχωρήσει και να κυριαρχήσει προσωρινά στις γραμμές του ο φόβος και η απογοήτευση. Έτσι η εμφάνιση μαζικών κινητοποιήσεων ενάντια στη Χούντα σχετικά καθυστέρησε και για μια περίοδο κυριάρχησαν οι σποραδικές, μεμονωμένες ενέργειες αντίστασης, με τοποθετήσεις βομβών και συμβολικές πράξεις διαμαρτυρίας, στο περιθώριο του πραγματικού μαζικού κινήματος που ήταν τρομοκρατημένο και χωρίς ηθικό. Επίσημα, μόνο την πρώτη βδομάδα συνελήφθησαν 6.500 πολίτες και τα πρώτα τέσσερα χρόνια 3.300 πέρασαν απ’ τα στρατοδικεία. Οι βασανισμοί (ξυλοδαρμοί, «φάλαγγα», ηλεκτροσόκ κ.α) στο ΕΑΤ-ΕΣΑ (στρατιωτική αστυνομία) και την Ασφάλεια άφησαν δεκάδες ανάπηρους.

Η πορεία και η κυβερνητική πολιτική της Χούντας

Το καθεστώς της Χούντας ήταν κατά βάση ένα αστυνομικό καθεστώς. Ποτέ δεν μπόρεσε να «σπάσει» την κοινωνική του απομόνωση και να βρει πραγματικά μαζική υποστήριξη στον ελληνικό λαό. Υπήρξε από την πρώτη μέχρι την τελευταία μέρα του λαομίσητο.

Η κύρια βάση υποστήριξης της Χούντας ήταν στο στρατό ξηράς, ενώ στην αεροπορία και στο ναυτικό, το καθεστώς είχε λιγότερο ισχυρές βάσεις όπως έδειξε η απόπειρα ανταρσίας του βασιλιά το Δεκέμβρη του 1967 και η ακόμα σοβαρότερη ανταρσία του Ναυτικού την άνοιξη του 1973, που προδόθηκε την τελευταία στιγμή, με αποτέλεσμα την αυτομόληση του αντιτορπιλικού «Βέλος» στην Ιταλία.

Η κυβερνητική πολιτική της Χούντας ήταν στην ουσία της μια διαρκής απόπειρα εξασφάλισης απόλυτης ασυδοσίας για το μεγάλο κεφάλαιο. Τη φιλοσοφία της οικονομικής της πολιτικής εξέφρασε χαρακτηριστικά ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν τον Δεκέμβριο του 1969 δήλωνε: «O ελληνικός λαός πρέπει να μάθει να τρώει λιγότερο, να δουλεύει περισσότερο και να απαιτεί λιγότερα»! Οι εργαζόμενοι έχασαν ολοκληρωτικά τα δικαιώματά τους. Τα εργατικά κόμματα κηρύχτηκαν παράνομα, οι απεργίες το ίδιο και τα συνδικάτα ουσιαστικά απαγορεύτηκαν, με τις διοικήσεις τους να διορίζονται από το κράτος και την εργοδοσία, κάτι που επίσης συνέβαινε και στους φοιτητικούς συλλόγους. Οι χαφιέδες της Ασφάλειας βρίσκονταν παντού, ενώ η λογοκρισία επέβαλε «ασφυξία» στον Τύπο και την Τέχνη, που έφθασε ως την απαγόρευση έκδοσης 750 βιβλίων, ανάμεσα στα οποία βρίσκονταν έργα του Αριστοφάνη, του Σοφοκλή και του Σαίξπηρ. Αντίθετα προς τη βάρβαρη μεταχείριση που επιφύλασσε η Χούντα στην εργατική τάξη και τη νεολαία, οι Έλληνες και ξένοι καπιταλιστές είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται στα ύψη, ενώ ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός βρήκε στο καθεστώς τον πιο πιστό ευρωπαϊκό του σύμμαχο.

Από οικονομική άποψη, τα χρόνια της Χούντας αντιπροσωπεύουν την τελευταία φάση στη σχετικά μακρά περίοδο αξιοσημείωτης άνθισης που γνώρισε ο ελληνικός καπιταλισμός μετά τον Εμφύλιο και η οποία έληξε με την εμφάνιση της κρίσης του 1973-74. Σε όλη αυτή την περίοδο, σαν αποτέλεσμα της υπερεκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και της εσωτερικής μετανάστευσης που προμήθευε με φθηνά εργατικά χέρια τις επιχειρήσεις, ο ελληνικός καπιταλισμός απέκτησε μια αξιοσημείωτη βιομηχανική βάση. Το 1970 ο πρωτογενής τομέας είχε πλέον περιοριστεί στο 17,8% του ΑΕΠ από 28% που καταλάμβανε στις αρχές δεκαετίας του 1950, ενώ ο δευτερογενής τομέας από 20% στις αρχές του 1950 αυξήθηκε σε 33,1% το 1970. Τη δεκαετία 1963-1973 το πραγματικό ΑΕΠ υπερδιπλασιάστηκε και το παραγόμενο προϊόν από τον κλάδο της μεταποίησης τριπλασιάστηκε. Ωστόσο η μετεμφυλιακή ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ περιορίστηκε κατά την περίοδο της Χούντας, με 6,5% μέσο όρο το χρόνο, μειωμένη σε σχέση με το διάστημα 1961-1966 όπου ήταν 8,6%.

Η αντίληψη περί «οικονομικού θαύματος» που διακινείται από τους νοσταλγούς της Χούντας είναι ένα παραμύθι. Πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, η κυβερνητική οικονομική διαχείριση, ανεξάρτητα από συνταγές, δεν αποτελεί τον παράγοντα που καθορίζει την εκάστοτε φάση του οικονομικού κύκλου (ανάπτυξη, ύφεση, κρίση). Απλά ασκεί σε κάθε φάση μια ορισμένη ποσοτική ή μορφολογική επίδραση. Η Χούντα διαχειρίστηκε σύμφωνα με τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού μια συγκεκριμένη φάση ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, που τερματίστηκε το 1973-1974. Ούτε την ανάπτυξη δημιούργησε η Χούντα με την οικονομική της πολιτική, ούτε βέβαια την ίδια την κρίση του 1973, που ήταν ένα διεθνές καπιταλιστικό φαινόμενο. Η οικονομική πολιτική της Χούντας στην ουσία της αποτέλεσε συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων και έχει ιδιαίτερα σημαντικές ομοιότητες με εκείνη που εφάρμοσε η κυβέρνηση Καραμανλή από 1974 και μετά. Αντί να συνιστά «οικονομικό θαύμα», η περίοδος της Χούντας σημαδεύτηκε από την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και των αγροτών. Συνολικά το μερίδιο της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν έπεσε από 40,2% το 1967 σε 32,2%. Η δραχμή υποτιμήθηκε και αυξήθηκαν οι τιμές, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός απ’ το 4,4 να εκτιναχθεί στο 30% το 1971. Η μετανάστευση γνώρισε νέα κύματα. Μόνο το 1971 έφυγαν 136.000 μετανάστες. Το αγροτικό εισόδημα επέστρεψε το 1972 στα επίπεδα του 1960, παρά την πολυδιαφημισμένη διαγραφή των αγροτικών χρεών που αφορούσε κυρίως σε συνεταιρισμούς με διορισμένες από τη Χούντα διοικήσεις (384 εκατ. δρχ) και πολύ λίγο τους φτωχούς αγρότες (7,4 εκατ. δρχ).

Η απόπειρα οι Χουντικοί να εμφανιστούν σαν αδιάφθοροι, αποτελεί ένα ακόμα μεγαλύτερο παραμύθι. Η ακραία διαφθορά είναι σύμφυτη με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και η δικτατορία των συνταγματαρχών επιβεβαίωσε αυτόν τον κανόνα. Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα. Παραθέτουμε ένα σχετικό απόσπασμα από την έγκυρη στήλη «ΙΟΣ» της παλιάς «Ελευθεροτυπίας» στις 25/4/2008: «…Τα οικονομικά σκάνδαλα της μεταπολίτευσης είναι απλά λογιστικά λάθη αν συγκριθούν με τη ληστρική οικονομική πολιτική της δικτατορίας. Μόλις έγινε το πραξικόπημα, η χούντα φρόντισε μέσα σε λίγες βδομάδες να κλείσει όλες τις αμαρτωλές συμβάσεις που δεν διανοήθηκαν να πραγματοποιήσουν οι προδικτατορικές κυβερνήσεις: Litton, AEG-Telefunken, Esso-Pappas, Ωνάσης, Νιάρχος. Πραγματικό ξεπούλημα με αποκιοκρατικούς όρους εις βάρος της χώρας. Όσο για την δήθεν «λιτή» προσωπική τους ζωή, ο Παπαδόπουλος ζούσε σε μια παραθαλάσσια και μια ορεινή βίλα (Λαγονήσι και Πάρνηθα), το ζεύγος Ζωιτάκη ζούσε με βασιλική χλιδή (ως «αντιβασιλείς») ενώ ο Παττακός που κάνει τώρα τον αδικημένο, προκαλούσε τον κόσμο με τους πολυτελείς γάμους της κόρης του, δεχόταν τα πλούσια δώρα των (διορισμένων από τον ίδιο) δημάρχων και φρόντιζε να συνάψει ο γαμπρός του συμβόλαια με την Esso-Pappas, το Μετοχικό Ταμείο Στρατού, τη ΔΕΗ και την Κόκα Κόλα…»

Ενδεικτική για τα «καθαρά χέρια» των Χουντικών είναι και η περίπτωση του επιχειρηματία Mc Donald, που επισήμως ανέλαβε να χρηματοδοτήσει την «Εγνατία οδό», αλλά τελικά «το έβαλε στα πόδια» με 4,8 δις δολάρια στην τσέπη και 33,4 σε ελληνικά ομόλογα. Ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα ήταν και αυτό του ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Τομ Πάπας και της εταιρείας του Esso Pappas που «ξέπλενε χρήμα» της CIA και της Χούντας σαν χρηματοδότης της εκλογικής εκστρατείας του προέδρου Νίξον και για αντάλλαγμα έλαβε πλουσιοπάροχες συμβάσεις από το ελληνικό κράτος (με την Coca-Cola, μονοπώλιο ντομάτας Δυτικής Ελλάδας, χημικές και χαλυβουργικές εγκαταστάσεις και στόλους πετρελαιοφόρων).

Στα σκάνδαλα θα πρέπει να συμπεριληφθούν επίσης η εισαγωγή σάπιων κρεάτων από τη Ροδεσία και η διάθεσή τους στην ελληνική αγορά («Ιός» Ελευθεροτυπία 17.11.96), η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και πετρελαίου της γαλλικής εταιρείας «ΠΕΣΙΝΕ» στο 1/3 του κόστους από τη ΔΕΗ, η ίδρυση του ναυπηγείου Ελευσίνας από τον Ανδρεάδη το 1969 με «δανεικά και αγύριστα» της χούντας και βέβαια, η εξαίρεση των εφοπλιστών από οποιονδήποτε φόρο εισοδήματος και κρατήσεις, που οδήγησε το 1972 την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών να ανακηρύξει τον Παπαδόπουλο επίτιμο πρόεδρο. Τέλος, ο νεποτισμός έφθασε σε πρωτοφανή επίπεδα. Ο Παπαδόπουλος διόριζε τους αδερφούς του υπουργούς και γενικούς γραμματείς υπουργείων, ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του υπουργό Γεωργίας και ο υπουργός Ναυτιλίας Ι. Χολέβας έγινε «απρόσμενα» εφοπλιστής με 40 βαπόρια.

Τα πρώτα συμπτώματα αποσταθεροποίησης του δικτατορικού καθεστώτος εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η διεθνής οικονομία εισερχόταν σε ύφεση και οι ξένες επενδύσεις μειώνονταν. Η διεθνής κατακραυγή για τα εγκλήματα της Χούντας αύξανε τη διεθνή πολιτική απομόνωση του καθεστώτος, το οποίο αποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Στο εσωτερικό, η ταξική πάλη και οι μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας άρχισαν να κλιμακώνονται, με πρωτοπόρα τη νέα γενιά που ασφυκτιούσε μέσα στο αστυνομικό κράτος. Καθώς η συνείδηση της εργατικής τάξης έφθανε γοργά κοντά στο «σημείο βρασμού», η επιλογή μιας «ελεγχόμενης μεταπολίτευσης» άρχιζε να εμφανίζεται σαν το μόνο ρεαλιστικό πολιτικό σχέδιο για την άρχουσα τάξη και τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Το ζήτημα της μορφής άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου στην Ελλάδα τέθηκε αντικειμενικά στο προσκήνιο.

Η άρχουσα τάξη και ο ιμπεριαλισμός προσανατολίζονταν σε ένα καθεστώς βοναπαρτιστικού κοινοβουλευτισμού, με τον στρατό σε κεντρικό ρόλο και τους εκπροσώπους της χούντας όπως ο Παπαδόπουλος, θεματοφύλακες της «δημοκρατίας», όπως συνέβη στην Χιλή και την Τουρκία. Έτσι από το 1972 και μετά, κινούμενη προς αυτή την κατεύθυνση η Χούντα παραχώρησε αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους, έκανε δημοψήφισμα για την βασιλεία και σχημάτισε κυβέρνηση με επικεφαλής πολιτικούς, με πρωθυπουργό τον Σπ. Μαρκεζίνη που υποσχέθηκε τη διενέργεια εκλογών για τον Φλεβάρη του 1974. Η κυρίαρχη κλίκα της Χούντας υπό τον Παπαδόπουλο, προσπάθησε να βρει συνομιλητές μέσα στα παλιά αστικά κόμματα, ρίχνοντας «γέφυρες» επικοινωνίας ακόμα και προς το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού.

Ο αστικός πολιτικός κόσμος όχι μόνο δεν αντιστάθηκε στην Χούντα, αλλά έγινε πρόθυμος συνομιλητής της σε αυτή την απόπειρα ψευτο-εκδημοκρατισμού. Τα περισσότερα από τα μεγάλα στελέχη της ΕΡΕ και της ΕΚ κρατούσαν μια στάση αναμονής, διατηρώντας γέφυρες επικοινωνίας με τη Χούντα. Στην απόφασή της η Χούντα να βρει κόμματα να συμμετάσχουν στις εκλογές της και στις διερευνητικές επαφές που ξεκίνησε για λογαριασμό της ο Μαρκεζίνης, συνηγόρησαν με ιδιαίτερη προθυμία τα αστικά κόμματα – που εκ των υστέρων μίλησαν υποκριτικά για ψευτοδημοκρατία της Χούντας – με μόνη εξαίρεση τον διορατικό αστό, αρχηγό της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελόπουλο, που δέχθηκε μεγάλες πιέσεις για να μεταβάλει τη στάση του. Ο πραγματικός ηγέτης της ΕΡΕ όμως, ήταν ο «αυτοεξόριστος»  Κ. Καραμανλής, ο οποίος υποστήριζε τα σχέδια εκδημοκρατισμού του καθεστώτος.

Η Ε.Κ επίσημα κρατούσε μια στάση αναμονής. Η ηγεσία της ΕΔΑ όμως, ξεπερνώντας σε προθυμία την ΕΚ, μέσω του εκπροσώπου της Ηλία Ηλιού τάχθηκε υπέρ της «επιστροφής στη δημοκρατία», καλώντας τα κόμματα να πάρουν μέρος στις εκλογές!

Όμως τελικά τα σχέδια επιβολής ενός ψευτο-εκδημοκρατισμού με «εγγυητή» τη Χούντα κατέρρευσαν, σαν αποτέλεσμα της ραγδαίας κλιμάκωσης του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος και της εξέγερσης του Νοέμβρη του 1973. Είναι ιστορικός νόμος ότι οι μεταρρυθμίσεις ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος από «τα πάνω» ανοίγουν τους «ασκούς του Αιόλου», δίνοντας αφορμή και δίοδο για να εκφραστεί πιο αποφασιστικά και δυναμικά η οργή των μαζών.


Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα