Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΟι ιδέες του Καρλ Μαρξ

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Οι ιδέες του Καρλ Μαρξ

Το ενδιαφέρον για τη μαρξιστική θεωρία είναι διεθνώς εξαιρετικά αυξημένο. Στο ακόλουθο κείμενο, ο επαναστάτης πολιτικός και συγγραφέας, Άλαν Γουντς συνοψίζει τις βασικές ιδέες του Καρλ Μαρξ και εξηγεί αναλυτικά γιατί είναι σήμερα επίκαιρες όσο ποτέ άλλοτε.

Έχουν συμπληρωθεί 130 χρόνια από το θάνατο του Καρλ Μαρξ. Γιατί θα έπρεπε να τιμήσουμε σήμερα τη μνήμη ενός άντρα ο οποίος πέθανε το 1883; Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο τότε πρωθυπουργός των Εργατικών, Χάρολντ Ουίλσον (1), διακήρυξε ότι «δεν πρέπει να ψάχνουμε για λύσεις στο κοιμητήριο Χάιγκεϊτ» (2). Ποιος μπορεί να διαφωνήσει ως προς αυτό; Στο προαναφερθέν κοιμητήριο μπορεί κανείς να βρει μονάχα φθαρμένα οστά και σκόνη κι ένα μάλλον άσχημο, πέτρινο μνημείο.

Ωστόσο, όταν μιλάμε για την επικαιρότητα του Καρλ Μαρξ σήμερα, αναφερόμαστε όχι σε κοιμητήρια αλλά σε ιδέες οι οποίες έχουν αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου και έχουν πλέον επιβεβαιωθεί, κάτι που ακόμα και κάποιοι από τους εχθρούς του μαρξισμού έχουν απρόθυμα υποχρεωθεί να παραδεχθούν. Η οικονομική κατάρρευση του 2008 έδειξε ποιος ήταν παρωχημένος, και αυτός σίγουρα δεν ήταν ο Καρλ Μαρξ.

Επί δεκαετίες, οι οικονομολόγοι επαναλάμβαναν ακούραστα ότι οι προβλέψεις του Μαρξ σχετικά με μια οικονομική ύφεση ήταν εντελώς ξεπερασμένες. Θεωρούνταν ιδέες του 19ου αιώνα και όσοι τις υπερασπίζονταν, απορρίπτονταν ως απελπισμένοι δογματιστές. Ωστόσο, σήμερα αποκαλύπτεται ότι οι ιδέες των υπερασπιστών του καπιταλισμού είναι εκείνες που πρέπει να πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων της Ιστορίας, ενώ ο Μαρξ έχει πλήρως δικαιωθεί.

Όχι πολύ καιρό πριν, ο Γκόρντον Μπράουν (3) ανακήρυξε με βεβαιότητα «το τέλος του κύκλου ύφεσης και ανάκαμψης». Μετά την κατάρρευση του 2008, όμως, κατάπιε τη γλώσσα του. Η κρίση του ευρώ έδειξε ότι η αστική τάξη δεν έχει ιδέα πώς να επιλύσει τα προβλήματα της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Ιταλίας, τα οποία με τη σειρά τους απειλούν το μέλλον του ευρωπαϊκού κοινού νομίσματος, όπως επίσης και της ίδιας της Ε.Ε. Αυτό ενδεχομένως να αποτελέσει τον καταλύτη μιας καινούργιας κατάρρευσης σε παγκόσμια κλίμακα, η οποία μπορεί να είναι ακόμη πιο βαθιά σε σχέση με την κρίση του 2008.

Ακόμη και κάποιοι αστοί οικονομολόγοι έχουν αναγκαστεί να αποδεχτούν αυτό που όλο και περισσότερο καθίσταται οφθαλμοφανές: ότι ο καπιταλισμός φέρει μέσα του τους σπόρους της ίδιας του της καταστροφής· ότι είναι ένα αναρχικό και χαοτικό σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από περιοδικές κρίσεις, οι οποίες οδηγούν στην έκρηξη της ανεργίας και σε πολιτική και κοινωνική αστάθεια.

Το πρόβλημα με τη σημερινή κρίση είναι ότι δεν περίμεναν να συμβεί. Μέχρι πρόσφατα, η πλειονότητα των αστών οικονομολόγων θεωρούσε ότι η αγορά, εάν αφηνόταν ελεύθερη, θα ήταν ικανή να επιλύσει όλα τα προβλήματά της, εξισορροπώντας ως διά μαγείας την προσφορά και τη ζήτηση (Θεωρία της αποτελεσματικής αγοράς), αποτρέποντας έτσι μια επανάληψη του Κραχ του 1929 και της επακόλουθης παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης.

H πρόβλεψη του Μαρξ σχετικά με την κρίση υπερπαραγωγής είχε πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων της Ιστορίας. Όσοι συνέχιζαν να ενστερνίζονται τη θέση του Μαρξ, ότι δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα χαρακτηρίζεται από άλυτες αντιφάσεις και εμπεριέχει τους σπόρους της ίδιας του της καταστροφής, θεωρούνταν, απλούστατα, παλαβοί. Δεν απέδειξε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης την αποτυχία του κομμουνισμού; Δεν τερματίστηκε η Ιστορία με το θρίαμβο του καπιταλισμού ως του μοναδικού εφικτού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος;

Ωστόσο, σε διάστημα 20 ετών (όχι μεγάλη περίοδος στην κλίμακα της ανθρώπινης κοινωνίας), ο τροχός της Ιστορίας έχει γυρίσει 180 μοίρες. Τώρα, οι πάλαι ποτέ επικριτές του Μαρξ και του μαρξισμού «σφυρίζουν» έναν πολύ διαφορετικό σκοπό. Ξαφνικά, οι οικονομικές θεωρίες του Καρλ Μαρξ λαμβάνονται πράγματι στα σοβαρά. Ένας αυξανόμενος αριθμός οικονομολόγων ανατρέχει στις σελίδες των γραπτών του Μαρξ, ελπίζοντας να βρει μια εξήγηση για το τι έχει πάει στραβά.

Δεύτερες σκέψεις

Τον Ιούλιο του 2009, μετά την έναρξη της ύφεσης, το περιοδικό «The Economist» πραγματοποίησε στο Λονδίνο ένα συνέδριο, προκειμένου να εξετάσει το ζήτημα τι πάει στραβά με την οικονομία. Αυτό αποκάλυψε ότι για έναν αυξανόμενο αριθμό οικονομολόγων η επικρατούσα θεωρία δεν έχει καμία ισχύ. Ο κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, Πολ Κρούγκμαν, διατύπωσε μια εντυπωσιακή παραδοχή. Είπε ότι «η εξέλιξη της μακροοικονομικής θεωρίας των τελευταίων 30 ετών είναι, στην καλύτερη περίπτωση, θεαματικά άχρηστη ή, στη χειρότερη, άμεσα επιζήμια». Αυτή η άποψη είναι ο επικήδειος που αρμόζει στις αστικές οικονομικές επιστήμες.

Τώρα πια που τα γεγονότα έχουν ταρακουνήσει την αστική τάξη, μια μερίδα αστών διανοούμενων έχει αρχίσει να ψάχνει για απαντήσεις στον Μαρξ. Παρατηρούμε άρθρα όλων των ειδών, τα οποία αναγνωρίζουν απρόθυμα ότι ο Μαρξ είχε τελικά δίκιο. Ακόμη και η επίσημη εφημερίδα του Βατικανού, «L’ Osservatore Romano», δημοσίευσε το 2009 ένα άρθρο, στο οποίο εγκωμιαζόταν η διάγνωση του Μαρξ σε σχέση με την ανισότητα, μια εκπληκτική επιδοκιμασία για τον άνθρωπο που χαρακτήρισε τη θρησκεία «το όπιο των λαών». Το «Κεφάλαιο» είναι πλέον «μπεστ σέλερ» στη Γερμανία. Στην Ιαπωνία εκδόθηκε σε «manga» (είδος νεανικού κόμικ).

Ο Τζορτζ Μάγκνους, υψηλόβαθμος οικονομικός αναλυτής στην τράπεζα UBS, έγραψε ένα άρθρο με τον ιντριγκαδόρικο τίτλο: «Δώστε στον Καρλ Μαρξ μια ευκαιρία να σώσει την παγκόσμια οικονομία». Η τράπεζα UBS, η οποία εδρεύει στην Ελβετία, είναι ένας πυλώνας του οικονομικού κατεστημένου, με υποκαταστήματα σε περισσότερες από 50 χώρες και πάνω από δύο τρισεκατομμύρια δολάρια στο ενεργητικό της. Σε ένα άρθρο όμως για το «Bloomberg View», ο Μάγκνους έγραψε ότι «η σύγχρονη παγκόσμια οικονομία έχει κάποιες μυστηριώδεις ομοιότητες με όλα εκείνα που είχε προβλέψει ο Μαρξ».

Στο άρθρο του ξεκινά περιγράφοντας τους φορείς χάραξης της πολιτικής, «οι οποίοι αγωνίζονται να κατανοήσουν το μπαράζ των οικονομικών πανικών, των διαμαρτυριών και των υπόλοιπων κακών που ταλανίζουν τον κόσμο» και τους προτείνει να μελετήσουν τα έργα «ενός από καιρό εκλιπόντος οικονομολόγου, του Καρλ Μαρξ».

«Αναλογιστείτε, φέρ’ ειπείν, την πρόβλεψη του Μαρξ πώς θα εκδηλωνόταν η αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Όπως έγραψε στο ‘‘Κεφάλαιο’’, η επιδίωξη των εταιριών για κέρδος και παραγωγικότητα θα τις οδηγούσε φυσικά στην ανάγκη όλο και λιγότερων εργατών, δημιουργώντας έτσι τον ‘‘εφεδρικό βιομηχανικό στρατό’’ των φτωχών και των ανέργων: ‘‘Η συσσώρευση του πλούτου στον έναν πόλο συνεπάγεται, την ίδια στιγμή, τη συσσώρευση της μιζέριας’’».

Και συνεχίζει: «Η διαδικασία που περιγράφει ο Μαρξ είναι ορατή σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, ιδιαιτέρως στις προσπάθειες εταιριών των ΗΠΑ να περικόψουν τα έξοδα και να αποφύγουν τις προσλήψεις, προσπάθειες οι οποίες έχουν εκτινάξει τα εταιρικά κέρδη των ΗΠΑ ως μεριδίου επί της συνολικής παραγωγής στα υψηλότατα επίπεδα, σε διάστημα άνω των τελευταίων έξι δεκαετιών, ενώ ο δείκτης της ανεργίας παραμένει στο 9,1% και οι πραγματικοί μισθοί διατηρούνται στάσιμοι».

«Η εισοδηματική ανισότητα σις ΗΠΑ εν τω μεταξύ φτάνει σύμφωνα με κάποιες μετρήσεις κοντά στα υψηλότερα επίπεδα από τη δεκαετία του 1920. Πριν από το 2008, η εισοδηματική ανισότητα αποκρυπτόταν από παράγοντες, όπως ο εύκολος δανεισμός, ο οποίος επέτρεπε στα φτωχά νοικοκυριά να απολαμβάνουν έναν οικονομικά πιο άνετο τρόπο ζωής. Και τώρα, ό,τι σπείραμε, θα θερίσουμε».

Embed from Getty Images

Η εφημερίδα «Wall Street Journal» φιλοξενεί μια συνέντευξη του ευρέως γνωστού οικονομολόγου, δόκτορος Νούριελ Ρουμπινί, γνωστού στους συναδέλφους του οικονομολόγους ως «Δρ Συμφορά», εξαιτίας της πρόβλεψής του σχετικά με την κρίση του 2008. Υπάρχει ένα βίντεο αυτής της εξαιρετικής συνέντευξης, το οποίο αξίζει να μελετηθεί προσεκτικά, διότι παρουσιάζει τον τρόπο σκέψης των πιο διορατικών μυαλών του κεφαλαίου.

Ο Ρουμπινί διατείνεται ότι η αλυσίδα του δανεισμού έχει σπάσει και ότι ο καπιταλισμός έχει μπει σε ένα φαύλο κύκλο, κατά τον οποίο η πλεονάζουσα παραγωγική δυνατότητα (υπερπαραγωγή), η πτώση της καταναλωτικής ζήτησης, μαζί με το υψηλό επίπεδο του χρέους καλλιεργούν στους επενδυτές έλλειψη εμπιστοσύνης, η οποία με τη σειρά της θα αντικατοπτριστεί στις απότομες πτώσεις του χρηματιστηρίου, στην πτώση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, αλλά και σε μια κατάρρευση της πραγματικής οικονομίας.

Όπως και οι υπόλοιποι οικονομολόγοι, ο Ρουμπινί δεν έχει πραγματική λύση για τη σημερινή κρίση εκτός από περισσότερες νομισματικές ενέσεις από τις κεντρικές τράπεζες, έτσι ώστε να αποφευχθεί άλλη μία κατάρρευση. Ωστόσο, παραδέχθηκε ανοιχτά ότι μια νομισματική πολιτική από μόνη της δεν θα είναι αρκετή, και επίσης οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις δεν βοηθούν. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ εφαρμόζουν προγράμματα λιτότητας, στην προσπάθειά τους να «ρετουσάρουν» τις υπερχρεωμένες οικονομίες τους, ενώ, όπως είπε, θα έπρεπε να προχωρούν σε μέτρα τόνωσης της αγοράς. Τα συμπεράσματά του δεν θα μπορούσαν να είναι πιο απαισιόδοξα: «Ο Καρλ Μαρξ είχε δίκιο. Ο καπιταλισμός σε κάποιο σημείο μπορεί να αυτοκαταστραφεί», είπε ο Ρουμπινί. «Νομίζαμε ότι οι αγορές λειτουργούσαν. Δεν λειτουργούν».

Το φάντασμα του μαρξισμού στοιχειώνει ακόμα την αστική τάξη, 130 χρόνια μετά το θάνατο του Μαρξ. Αλλά τι είναι ο μαρξισμός; Το να καταπιαστεί κανείς επιμελώς με όλες τις πτυχές του μαρξισμού σε ένα άρθρο είναι ένα αδιανόητο εγχείρημα. Επομένως, θα περιοριστούμε σε μια γενική, και άρα επιγραμματική, θεώρηση, με την ελπίδα ότι αυτό θα ενθαρρύνει τον αναγνώστη, έτσι ώστε να μελετήσει τα ίδια τα γραπτά του Μαρξ. Σε τελική ανάλυση, κανείς δεν εξέθεσε τις ιδέες του Μαρξ καλύτερα από τον ίδιο τον Μαρξ.

Γενικά, μιλώντας, οι ιδέες του μπορούν να χωριστούν σε τρία ξεχωριστά και ωστόσο αλληλένδετα μέρη, σε εκείνα που ο Λένιν αποκάλεσε τις «τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού». Αυτά είναι η μαρξιστική πολιτική οικονομία, ο διαλεκτικός υλισμός και ο ιστορικός υλισμός. Αυτά συνδέονται διαλεκτικά μεταξύ τους και δεν μπορούν να κατανοηθούν ξεχωριστά. Ένα καλό σημείο για να ξεκινήσει κανείς τη μελέτη του μαρξισμού είναι το ιδρυτικό ντοκουμέντο του κινήματός μας, το οποίο συντάχθηκε στην αυγή της Ευρωπαϊκής Επανάστασης του 1848. Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά έργα της Ιστορίας.

Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»

Η συντριπτική πλειονότητα των βιβλίων, τα οποία γράφτηκαν ενάμιση αιώνα πριν, έχουν σήμερα, απλούστατα, ιστορικό ενδιαφέρον. Αλλά αυτό το οποίο προκαλεί εντύπωση με το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» είναι ο τρόπος με τον οποίο προβλέπει τα πιο θεμελιώδη φαινόμενα, τα οποία απασχολούν το ενδιαφέρον μας σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι πραγματικά εκπληκτικό το γεγονός ότι ένα βιβλίο γραμμένο το 1847 μπορεί να απεικονίσει τόσο ζωντανά και πιστά τον κόσμο του 21ου αιώνα. Στην πραγματικότητα, το «Μανιφέστο» είναι ακόμη πιο επίκαιρο σήμερα απ’ ό,τι ήταν όταν εμφανίστηκε πρώτη φορά.

Embed from Getty Images

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Την εποχή που ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραφαν, ο κόσμος των μεγάλων πολυεθνικών εταιριών ήταν ακόμα η μουσική ενός πολύ μακρινού μέλλοντος. Παρ’ όλ’ αυτά, εξήγησαν πώς η ιδιωτική πρωτοβουλία και ο ανταγωνισμός, αναπόφευκτα, θα οδηγούσαν στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και στη μονοπώληση των παραγωγικών δυνάμεων. Είναι ειλικρινά κωμικό να διαβάζεις τις δηλώσεις των υπέρμαχων των αγορών αναφορικά με τα υποτιθέμενα λάθη του Μαρξ πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, όταν στην πραγματικότητα αυτά αποτελούσαν μια από τις πιο λαμπρές και ακριβείς προβλέψεις του.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 έγινε της μόδας να ισχυρίζεσαι ότι το μικρό είναι όμορφο. Δεν είναι αυτό το μέρος να ανοίξουμε τη συζήτηση σχετικά με τη σχετικότητα της αισθητικής των μεγάλων, των μικρών και των μεσαίων μεγεθών, πάνω στην οποία ο καθένας έχει κι από μία άποψη. Αλλά είναι ένα απολύτως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η διαδικασία της συγκέντρωσης του κεφαλαίου, την οποία είχε προβλέψει ο Μαρξ, έχει συμβεί, συμβαίνει και έχει πράγματι φτάσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα κατά την πορεία των τελευταίων δέκα ετών.

Στις ΗΠΑ, όπου η διαδικασία μπορεί να ιδωθεί σε ιδιαιτέρως ξεκάθαρη μορφή, οι 500 μεγαλύτερες εταιρίες έχουν συνολική αξία ίση με το 73,5% του συνολικού ΑΕΠ του 2010. Εάν αυτές οι 500 εταιρίες σχημάτιζαν μια ανεξάρτητη χώρα, θα επρόκειτο για τη δεύτερη παγκοσμίως μεγαλύτερη οικονομία, δεύτερη πίσω μόνο από τις ΗΠΑ. Το 2011, οι 500 αυτές επιχειρήσεις πέτυχαν το ρεκόρ όλων των εποχών των 824,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε κέρδη -ένα άλμα 16% από το 2010. Σε παγκόσμια κλίμακα, οι 2.000 μεγαλύτερες εταιρίες μετρούν τώρα 32 τρισεκατομμύρια δολάρια έσοδα, 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια κέρδη, 138 τρισεκατομμύρια δολάρια περιουσιακά στοιχεία και 38 τρισεκατομμύρια δολάρια αγοραστική αξία, με τα κέρδη να ανεβαίνουν στο εκπληκτικό +67% μεταξύ 2010 και 2011.

Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραφαν το «Μανιφέστο», δεν υπήρχαν στοιχεία για τους ισχυρισμούς τους. Τουναντίον, ο καπιταλισμός της εποχής τους βασιζόταν αποκλειστικά στις μικρές επιχειρήσεις, την ελεύθερη αγορά και την ανταγωνιστικότητα. Σήμερα, η οικονομία ολόκληρου του καπιταλιστικού κόσμου κυριαρχείται από μια χούφτα γιγάντιων διακρατικών μονοπωλίων, όπως η Exxon και η Walmart. Αυτά τα μεγαθήρια κατέχουν κεφάλαια, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τους εθνικούς προϋπολογισμούς πολλών κρατών. Οι προβλέψεις του «Μανιφέστου» έχουν επιβεβαιωθεί ακόμα πιο ξεκάθαρα και ολοκληρωτικά απ’ ό,τι ο ίδιος ο Μαρξ μπορούσε ποτέ να διανοηθεί.

Οι υπερασπιστές του καπιταλισμού δεν μπορούν να συγχωρέσουν τον Μαρξ, επειδή, την εποχή που ο καπιταλισμός βρισκόταν στη φάση του νεανικού του σφρίγους, εκείνος μπόρεσε να προβλέψει τις αιτίες της ίδιας του της γεροντικής φθοράς. Επί δεκαετίες, απέρριπταν πεισματικά την πρόβλεψή του για την αναπόφευκτη διαδικασία της συγκέντρωσης του κεφαλαίου και την εκτόπιση των μικρών επιχειρήσεων από τα μεγάλα μονοπώλια. Η διαδικασία της συγκεντροποίησης και της συγκέντρωσης του κεφαλαίου έχει φτάσει σε αδιανόητα επίπεδα. Ο αριθμός των συγχωνεύσεων έχει αποκτήσει το χαρακτήρα επιδημίας σε όλα τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά έθνη. Σε πολλές περιπτώσεις, τέτοιου είδους συγχωνεύσεις είναι στενά συνδεδεμένες με όλων των ειδών τις σκοτεινές πρακτικές: αθέμιτες εκμεταλλεύσεις εμπιστευτικών πληροφοριών, παραποιήσεις των τιμών των μετοχών και άλλου είδους νοθείες, κλοπές και απάτες, όπως έχουν αποκαλύψει τα σκάνδαλα του μαγειρέματος των επιτοκίων της Libor από την Barclays και άλλων μεγάλων τραπεζών. Αυτή η συγκέντρωση του κεφαλαίου δεν σηματοδοτεί μια αύξηση στην παραγωγή, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Σε κάθε περίπτωση, η πρόθεσή τους δεν είναι να επενδύσουν σε καινούργια εργοστάσια και μηχανήματα, αλλά να κλείσουν τα υπάρχοντα εργοστάσια και γραφεία και επιπροσθέτως να απολύσουν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, έτσι ώστε να αυξηθούν τα περιθώρια κέρδους, χωρίς όμως να αυξηθεί η παραγωγή. Θυμηθείτε μονάχα την πρόσφατη συγχώνευση δύο μεγάλων ελβετικών τραπεζών, η οποία αμέσως συνοδεύτηκε από την απώλεια 13.000 θέσεων εργασίας.

Παγκοσμιοποίηση και ανισότητα

Ας προχωρήσουμε στην επόμενη σημαντική πρόβλεψη του Μαρξ. Ήδη από το 1847, ο Μαρξ είχε εξηγήσει ότι η ανάπτυξη μιας παγκόσμιας αγοράς καθιστά «αδύνατη την εθνική αυτάρκεια. Κάθε χώρα -ακόμα και η πιο μεγάλη και δυνατή- υπάγεται πλήρως στην παγκόσμια οικονομία, η οποία αποφασίζει τη μοίρα των ανθρώπων και των εθνών» («Κομμουνιστικό Μανιφέστο»). Αυτή η εξαιρετική θεωρητική πρόβλεψη δείχνει, καλύτερα από οτιδήποτε άλλο, την τεράστια ανωτερότητα της μαρξιστικής μεθόδου.

Η παγκοσμιοποίηση γενικά θεωρείται ένα πρόσφατο φαινόμενο. Η δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς στο έδαφος του καπιταλισμού είχε προβλεφθεί ήδη στο «Μανιφέστο». Η συντριπτική κυριαρχία της παγκόσμιας αγοράς είναι τώρα το πιο αποφασιστικό γεγονός της εποχής μας. Η τεράστια επέκταση του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έδειξε την ορθότητα της ανάλυσης του Μαρξ με έναν εκπληκτικό τρόπο.

Παρ’ όλ’ αυτά, έχουν γίνει τεράστιες προσπάθειες να αποδειχτεί ότι ο Μαρξ έκανε λάθος, όταν μιλούσε για τη συσσώρευση του κεφαλαίου και επομένως για τη διαδικασία πόλωσης ανάμεσα στις τάξεις. Αυτές οι προσπάθειες αποδίδονται στα όνειρα της μπουρζουαζίας να ξαναβρεί τη χαμένη χρυσή εποχή του ελεύθερου ανταγωνισμού. Όπως ένας υπέργηρος άνδρας, χαμένος στην άνοια, ο οποίος λαχταρά τις χαμένες μέρες της νιότης του.

Δυστυχώς, δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα ο καπιταλισμός να επιστρέψει στην προηγούμενη ακμή του. Εδώ και καιρό έχει μπει στην τελική του φάση: αυτή του καπιταλισμού των μονοπωλίων. Οι μέρες των μικρών επιχειρήσεων, παρά τη νοσταλγία της μπουρζουαζίας, ανήκουν στο παρελθόν. Σε όλες τις χώρες, τα μεγάλα μονοπώλια, στενά συνδεδεμένα με το τραπεζικό σύστημα και το αστικό κράτος, κυριαρχούν στην κοινωνία. Η πόλωση μεταξύ των τάξεων συνεχίζεται αμείωτη και τείνει να επεκταθεί.

Ας δούμε την κατάσταση στις ΗΠΑ. Οι 400πλουσιότερες οικογένειες της χώρας κατέχουν τόσο πλούτο όσο το φτωχότερο 50% του πληθυσμού. Οι έξι μοναδικοί κληρονόμοι της Wal-Mart κατέχουν μόνοι τους «αξίες» περισσότερες από εκείνες του 30% του συνόλου των Αμερικανών. Το φτωχότερο 50% των Αμερικανών κατέχει μόνο το 2,5% του πλούτου της χώρας. Το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού των ΗΠΑ αύξησε το μερίδιό του από το εθνικό εισόδημα από 17,6% το 1978 στο εκπληκτικό 37,1% το 2011.

Στη διάρκεια των προηγούμενων 30 χρόνων, το χάσμα μεταξύ των εισοδημάτων των πλουσίων και των φτωχών διευρύνθηκε σταθερά, δημιουργώντας μια άβυσσο. Στη βιομηχανοποιημένη Δύση, το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού είναι περίπου 9 φορές αυτό του φτωχότερου 10%. Αυτή είναι μια κολοσσιαία διαφορά. Στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί από τον ΟΟΣΑ δείχνουν ότι αυτή η ανομοιογένεια που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει εξαπλωθεί και σε χώρες όπως η Δανία, η Γερμανία και η Σουηδία, οι οποίες παραδοσιακά δεν εμφάνιζαν τόση ανισότητα.

Embed from Getty Images

Ο τεράστιος πλούτος των τραπεζιτών είναι τώρα ένα δημόσιο σκάνδαλο. Αλλά αυτό το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων κερδίζουν έως και 200 φορές περισσότερα από τους χαμηλόμισθους εργάτες τους. Αυτή η υπερβολική διαφορά έχει προκαλέσει ήδη αυξανόμενη δυσαρέσκεια, η οποία τείνει να εξελιχθεί σε οργή και να ξεχυθεί στους δρόμους της μιας χώρας μετά την άλλη. Αυτή η αυξανόμενη ένταση αντανακλάται στις απεργίες, τις γενικές απεργίες και τις διαδηλώσεις. Αντανακλάται επίσης στις εκλογές, με ψήφους διαμαρτυρίας εναντίον των κυβερνήσεων και όλων των υπαρχόντων πολιτικών κομμάτων, όπως είδαμε και πρόσφατα στις ιταλικές εκλογές.

Δημοσκόπηση του περιοδικού «Time» έδειξε ότι το 54% διατηρεί μια θετική οπτική απέναντι στο κίνημα Occupy, το 79% θεωρεί ότι το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών μεγεθύνεται, το 71% θεωρεί ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι των οικονομικών ιδρυμάτων θα έπρεπε να διωχθούν, το 68% θεωρεί ότι οι πλούσιοι θα έπρεπε να πληρώνουν περισσότερους φόρους και μόνο το 27% εκφράζει θετική άποψη για το ακροδεξιό κίνημα Tea Party (33% αρνητική). Φυσικά, είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για μια επανάσταση στις ΗΠΑ. Είναι, ωστόσο, ξεκάθαρο ότι η κρίση του καπιταλισμού δημιουργεί μια αυξανόμενη διάθεση για κριτική στα πλατιά στρώματα της κοινωνίας. Υπάρχει ένας αναβρασμός και ένας προβληματισμός σχετικά με τον καπιταλισμό που δεν υπήρχε παλιότερα.

Η μάστιγα της ανεργίας

Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» διαβάζουμε: «Έτσι γίνεται φανερό ότι η αστική τάξη είναι ανίκανη να παραμείνει άλλο κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας και να επιβάλει στην κοινωνία ως ρυθμιστικό νόμο τους όρους ύπαρξης της τάξης της. Είναι ανίκανη να κυριαρχεί, γιατί είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στο σκλάβο της την ύπαρξη, ακόμα και μέσα στη σκλαβιά του, καθώς είναι υποχρεωμένη να τον ρίξει ως την κατάσταση που θα χρειάζεται να τον τρέφει αυτή αντί να τρέφεται η ίδια απ’ αυτόν. Η κοινωνία δεν μπορεί πια να ζήσει κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης, δηλαδή η ύπαρξη της αστικής τάξης δεν συμβιβάζεται άλλο με την κοινωνία».

Τα λόγια του Μαρξ και του Ένγκελς τα οποία αναφέρθηκαν παραπάνω έχουν γίνει πραγματικότητα. Υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση ανάμεσα σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας ότι η ζωή μας κυριαρχείται από δυνάμεις πέρα από τον έλεγχό μας. Η κοινωνία είναι εγκλωβισμένη σε ένα βασανιστικό αίσθημα φόβου και ανασφάλειας. Το αίσθημα ανασφάλειας έχει γενικευθεί ουσιαστικά σε ολόκληρη την κοινωνία.

Το είδος αυτό της μαζικής ανεργίας που βιώνουμε σήμερα είναι πολύ χειρότερο από οτιδήποτε προέβλεπε ο Μαρξ. Ο Μαρξ έγραψε για τον εφεδρικό στρατό εργατών: δηλαδή, ένα απόθεμα εργατικού δυναμικού το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μένουν οι μισθοί χαμηλοί και λειτουργεί ως εφεδρεία, όταν η οικονομία ανακάμψει από μια ύφεση. Αλλά το είδος της ανεργίας που βλέπουμε τώρα δεν είναι το εφεδρικό εργατικό δυναμικό που μίλησε ο Μαρξ, το οποίο από καπιταλιστικής σκοπιάς είναι χρήσιμο.

Embed from Getty Images

Δεν είναι το είδος της κυκλικής ανεργίας με την οποία οι εργάτες είναι καλά εξοικειωμένοι από το παρελθόν και η οποία αυξάνεται σε μια ύφεση, προκειμένου να εξαφανιστεί όταν η οικονομία ανακάμψει. Είναι μια μόνιμη, δομική, οργανική ανεργία, η οποία δεν θα μειωθεί αξιοσημείωτα ακόμα και με μια «ανάκαμψη». Είναι ένα βάρος το οποίο λειτουργεί ως τροχοπέδη για την παραγωγική διαδικασία, ένα σύμπτωμα που δείχνει ότι το σύστημα έχει φτάσει σε αδιέξοδο.

Μία δεκαετία πριν από την κρίση του 2008, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η ανεργία παγκοσμίως ήταν περίπου 120 εκατομμύρια. Το 2009, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας ανέβασε τον αριθμό στα 198 εκατομμύρια και ανέμενε να φτάσει στα 202 εκατομμύρια το 2013. Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα και αυτοί οι αριθμοί, όπως και όλα τα επίσημα στατιστικά στοιχεία για την ανεργία, παρουσιάζουν μια σοβαρή υποτίμηση της πραγματικής κατάστασης. Αν συμπεριλάβουμε και τον εξωφρενικό αριθμό των ανδρών και των γυναικών που αναγκάζονται να δουλεύουν σε όλα τα είδη των περιθωριακών «επαγγελμάτων», ο πραγματικός αριθμός της παγκόσμιας ανεργίας και υποαπασχόλησης δεν θα ήταν κάτω από ένα δισεκατομμύριο.

Αν και γίνεται λόγος για ανάκαμψη της οικονομίας, η οικονομική ανάπτυξη στη Γερμανία, την πρώην οικονομική δύναμη της Ευρώπης, έχει επιβραδυνθεί περίπου στο μηδέν, όπως και στη Γαλλία. Στην Ιαπωνία, επίσης, η οικονομία έχει πέσει σε ένα τέλμα. Εκτός από την εξαθλίωση και τα δεινά που έχει προκαλέσει σε εκατομμύρια οικογένειες, από οικονομικής σκοπιάς αυτό αντανακλά απώλεια για την παραγωγή και βεβαίως σπατάλη σε κολοσσιαία κλίμακα. Σε αντίθεση με τις αυταπάτες των ηγετών των εργατικών κομμάτων στο παρελθόν, η μαζική ανεργία έχει επιστρέψει και έχει εξαπλωθεί παγκοσμίως σαν καρκίνος ο οποίος κατατρώει τα σπλάχνα της κοινωνίας.

Η κρίση του καπιταλισμού έχει το δικό της άμεσο αντίκτυπο στη νεολαία. Η ανεργία στους νέους είναι πολύ υψηλή παντού. Αυτή είναι και η αιτία των μαζικών φοιτητικών διαδηλώσεων στη Βρετανία, του κινήματος των αγανακτισμένων στην Ισπανία, των καταλήψεων των σχολείων στην Ελλάδα και των εξεγέρσεων στην Τυνησία και την Αίγυπτο, καθώς περίπου το 75% των νέων είναι άνεργοι.

Ο αριθμός των ανέργων στην Ευρώπη συνεχώς αυξάνεται. Οι αριθμοί στην Ισπανία είναι περίπου 27%. Η ανεργία στους νέους στέκεται στο ασύλληπτο 55%, ενώ στην Ελλάδα, όχι λιγότεροι από το 62% των νέων -δύο στους τρεις- είναι άνεργοι. Μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων θυσιάζεται στο βωμό του κέρδους. Πολλοί που έψαξαν σωτηρία στην ανώτατη εκπαίδευση ανακάλυψαν ότι αυτός ο δρόμος είναι κλειστός. Στη Βρετανία, όπου η ανώτατη εκπαίδευση προσφερόταν δωρεάν, τώρα οι νέοι άνθρωποι, για να αποκτήσουν τα εφόδια που χρειάζονται, πρέπει να πληρώσουν αδρά.

Στην άλλη άκρη του ηλικιακού φάσματος, οι εργάτες οι οποίοι πλησιάζουν τη συνταξιοδότηση ανακαλύπτουν ότι πρέπει να δουλεύουν παραπάνω και να πληρώνουν περισσότερο για χαμηλότερες συντάξεις, οι οποίες θα καταδικάσουν πολλούς στη φτώχεια σε μεγάλη ηλικία. Για τους νέους, αλλά και για τους μεγαλύτερους, η προοπτική που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα είναι μια ζωή με ανασφάλεια. Όλη η παλιά υποκρισία της μπουρζουαζίας για τις ηθικές και οικογενειακές αξίες έχει αποδειχθεί απατηλή. Η επιδημία της ανεργίας, η έλλειψη στέγης, τα εξωφρενικά χρέη και η ακραία κοινωνική ανισότητα, η οποία έχει μετατρέψει μια ολόκληρη γενιά σε παρίες, έχουν υπονομεύσει την οικογένεια και δημιούργησαν έναν εφιάλτη φτώχειας, απελπισίας, αθλιότητας και απόγνωσης.

Κρίση υπερπαραγωγής

Στην Ελληνική Μυθολογία υπήρχε ένας χαρακτήρας ο οποίος ονομαζόταν Προκρούστης και είχε μια άσχημη συνήθεια: να κόβει τα πόδια, το κεφάλι και τα χέρια των καλεσμένων του, έτσι ώστε να τους κάνει να χωράνε στο διαβόητο κρεβάτι του. Στις μέρες μας, το καπιταλιστικό σύστημα μοιάζει με το κρεβάτι του Προκρούστη. Η αστική τάξη συστηματικά καταστρέφει τα μέσα παραγωγής, έτσι ώστε να τα κάνει να χωράνε στα στενά όρια του καπιταλιστικού συστήματος. Ο οικονομικός βανδαλισμός αντιπροσωπεύει μια πολιτική περικοπών γιγαντιαίων διαστάσεων.

O Τζορτζ Σόρος το παρομοιάζει με μια μπάλα κατεδάφισης, η οποία χρησιμοποιείται για τη κατεδάφιση ψηλών κτιρίων. Αλλά δεν είναι μόνο τα κτίρια που καταστρέφονται, μα ολόκληρες οικονομίες και κράτη. Το σύνθημα της εποχής είναι η λιτότητα, οι περικοπές και η πτώση του βιοτικού επιπέδου. Σε κάθε χώρα, η αστική τάξη εκφωνεί την πολεμική κραυγή: «Πρέπει να περικόψουμε τις δημόσιες δαπάνες»! Κάθε κυβέρνηση στον καπιταλιστικό κόσμο, είτε δεξιά είτε «αριστερή», ασκεί την ίδια πολιτική. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της ιδιοτροπίας των επιμέρους πολιτικών, της άγνοιας ή των κακών προθέσεων (αν και υπάρχει αφθονία από αυτό επίσης), αλλά μια γραφική έκφραση του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται το καπιταλιστικό σύστημα.

Η κατάσταση αυτή αποτελεί μια έκφραση του γεγονότος ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει φθάσει στα όριά του και δεν είναι πια σε θέση να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις με τον τρόπο που το έκανε στο παρελθόν. Όπως οι μαθητευόμενοι μάγοι του Γκαίτε, έχει φέρει στο προσκήνιο δυνάμεις τις οποίες δεν μπορεί να ελέγξει. Αλλά, μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες, δημιουργεί ταυτόχρονα τη μείωση της ζήτησης και τη μείωση στο σύνολο της αγοράς και μάλιστα σε μια εποχή που ακόμη και οι αστοί οικονομολόγοι παραδέχονται ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα υπερπαραγωγής («πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας») σε παγκόσμια κλίμακα. Ας πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αυτός ο τομέας είναι θεμελιώδους σημασίας, διότι αφορά και πολλούς άλλους τομείς, όπως ο χάλυβας, τα πλαστικά, τα χημικά και τα ηλεκτρονικά.

Η παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική δυνατότητα της αυτοκινητοβιομηχανίας είναι περίπου 30%. Αυτό σημαίνει ότι η Ford, η General Motors, η Fiat, η Renault, η Toyota και όλες οι άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες θα μπορούσαν να κλείσουν το ένα τρίτο από τα εργοστάσιά τους, να απολύσουν το ένα τρίτο των εργαζομένων τους αύριο και να εξακολουθούν να μην είναι σε θέση να πωλήσουν το σύνολο των οχημάτων που παράγουν σε ό,τι θεωρούν ότι είναι αποδεκτό ποσοστό κέρδους. Μια παρόμοια κατάσταση υπάρχει σε πολλούς άλλους τομείς. Μέχρι να επιλυθεί το πρόβλημα της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικό τέλος στη σημερινή κρίση.

Το δίλημμα των καπιταλιστών μπορεί να εκφραστεί εύκολα. Εάν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ δεν καταναλώνουν, η Κίνα δεν μπορεί να παράγει. Εάν η Κίνα δεν παράγει με τον ίδιο ρυθμό όπως και πριν, χώρες όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή και η Αυστραλία δεν θα συνεχίσουν να εξάγουν τις πρώτες ύλες τους. Όλες οι χώρες του κόσμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η κρίση του ευρώ θα επηρεάσει την αμερικανική οικονομία, η οποία βρίσκεται σε μια πολύ εύθραυστη κατάσταση και ό,τι συμβαίνει στις ΗΠΑ θα έχει καθοριστική επίδραση στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Έτσι, η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται ως παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού.

​Αλλοτρίωση

Οι συγγραφείς του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» είχαν προβλέψει με θαυμαστή διορατικότητα τις συνθήκες που βιώνει η εργατική τάξη παγκοσμίως.

«Με την επέκταση των μηχανών και με τον καταμερισμό της εργασίας, η δουλειά των προλεταρίων έχασε κάθε ανεξάρτητο χαρακτήρα και μαζί κάθε θέλγητρο για τον εργάτη. Ο εργάτης γίνεται ένα απλό εξάρτημα της μηχανής, από το οποίο ζητούν μονάχα τον πιο απλό, τον πιο μονότονο χειρισμό, αυτόν που μπορεί να μαθευτεί πιο εύκολα. Γι’ αυτό, τα έξοδα που στοιχίζει ο εργάτης περιορίζονται σχεδόν μονάχα στα μέσα ύπαρξης που χρειάζεται για τη συντήρησή του και για τη διαιώνιση του γένους του.

Η τιμή όμως ενός εμπορεύματος, επομένως και της εργασίας, είναι ίση με το κόστος της παραγωγής. Στο βαθμό επομένως που αυξάνει η αποκρουστικότητα της δουλειάς, πέφτει και ο μισθός. Ακόμα περισσότερο, στο βαθμό που αυξάνουν οι μηχανικές εγκαταστάσεις και ο καταμερισμός της εργασίας, στον ίδιο βαθμό αυξάνει και η μάζα της εργασίας, είτε με την αύξηση των ωρών εργασίας είτε με την αύξηση της εργασίας που ζητούν απ’ αυτόν, σε ένα δοσμένο χρονικό διάστημα, είτε με την επιτάχυνση της κίνησης των μηχανών κ.λπ.».

Σήμερα, οι ΗΠΑ κατέχουν την ίδια θέση που κατείχε η Βρετανία τον καιρό του Μαρξ -αυτήν της πιο αναπτυγμένης καπιταλιστικής χώρας. Γι’ αυτό και οι γενικές τάσεις του καπιταλισμού εκφράζονται εκεί με την πιο ξεκάθαρη μορφή τους. Κατά τα τελευταία 30 χρόνια, ο μισθός των διευθύνοντων συμβούλων στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί κατά 725%, ενώ ο μισθός των εργατών αυξήθηκε μόλις κατά 5,7%. Αυτοί οι διευθύνοντες σύμβουλοι τώρα βγάζουν κατά μέσο όρο 244 φορές περισσότερα από τους εργαζομένους τους. Ο τρέχων ομοσπονδιακός κατώτατος μισθός ισούται με 7,25 δολάρια την ώρα. Σύμφωνα με το Κέντρο Έρευνας για την Οικονομική Πολιτική, εάν ο κατώτατος μισθός βρισκόταν σε συνάρτηση με την παραγωγικότητα των εργατών, θα είχε φτάσει τα επίπεδα των 21,72 δολαρίων το 2012. Εάν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, ο μέσος μισθός για τους άρρενες Αμερικανούς εργάτες είναι χαμηλότερος σήμερα απ’ ό,τι ήταν το 1968. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η παρούσα άνθηση έλαβε χώρα σε μεγάλο βαθμό εις βάρος της εργατικής τάξης.

Ενώ εκατομμύρια εξαναγκάζονται να ζήσουν μια άθλια ύπαρξη επιβεβλημένης αδράνειας, εκατομμύρια άλλων εξαναγκάζονται να κάνουν δύο ή και τρεις δουλειές και συχνά δουλεύουν έως και 60 ώρες ή και περισσότερο την εβδομάδα χωρίς να πληρώνονται υπερωρίες. Το 85,8% των ανδρών και το 66,5% των γυναικών εργάζονται για παραπάνω από 40 ώρες την εβδομάδα. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας, «Οι Αμερικανοί εργάζονται 137 περισσότερες ώρες το χρόνο από τους Ιάπωνες εργάτες, 260 ώρες παραπάνω το χρόνο από τους Βρετανούς εργάτες και 499 ώρες περισσότερες ώρες το χρόνο από τους Γάλλους».

Σύμφωνα με στοιχεία της Υπηρεσίας Στατιστικής της Εργασίας των ΗΠΑ (US Bureau of Labor Statistics BLS), η μέση παραγωγικότητα ανά Αμερικανό εργάτη έχει αυξηθεί κατά 400% από το 1950. Θεωρητικά, αυτό σημαίνει ότι για να επιτύχει το ίδιο επίπεδο ζωής ένας εργάτης θα έπρεπε να δουλεύει μόλις το 1/4 της μέσης εργάσιμης εβδομάδας του 1950 ή 11 ώρες την εβδομάδα. Είτε θα έπρεπε να συμβαίνει αυτό είτε θεωρητικά το επίπεδο ζωής θα έπρεπε να έχει ανυψωθεί κατά τέσσερις φορές. Αντίθετα, το επίπεδο ζωής έχει μειωθεί δραματικά για την πλειονότητα, ενώ το εργασιακό άγχος, οι τραυματισμοί και η νοσηρότητα αυξάνονται. Αυτή η κατάσταση ανακλάται σε μια επιδημία κατάθλιψης, αυτοκτονιών, διαζυγίων και συζυγικής βίας, μαζικούς πυροβολισμούς και άλλες κοινωνικές αρρώστιες.

Η ίδια κατάσταση υφίσταται και στη Βρετανία, όπου την περίοδο της κυβέρνησης Θάτσερ 2,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη βιομηχανία χάθηκαν και παρ’ όλ’ αυτά το επίπεδο παραγωγής διατηρήθηκε στα επίπεδα του 1979. Αυτό επιτεύχθηκε όχι μέσω της εισαγωγής νέας τεχνολογίας, αλλά μέσω της υπερεκμετάλλευσης των Βρετανών εργατών. Το 1995, ο Κένεθ Κάλμαν, γενικός διευθυντής του τομέα Υγείας, προειδοποίησε ότι «η απώλεια της δυνατότητας για μόνιμη και σταθερή δουλειά έχει οδηγήσει σε μια επιδημία στρες και σχετιζόμενων με αυτό νοσημάτων».

Η πάλη των τάξεων

Οι Μαρξ και Ένγκελς εξήγησαν στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ότι ένας σταθερός παράγοντας σε όλη τη καταγεγραμμένη Ιστορία είναι το γεγονός ότι η κοινωνική εξέλιξη λαμβάνει χώρα μέσω της πάλης των τάξεων. Στον καπιταλισμό αυτό το φαινόμενο έχει απλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό με την πόλωση της κοινωνίας σε δύο μεγάλες ανταγωνιζόμενες τάξεις, την αστική τάξη και το προλεταριάτο. Η τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανίας και της τεχνολογίας, για πάνω από 200 χρόνια, οδήγησε στην αυξανόμενη συγκέντρωση της οικονομικής ισχύος σε λίγα χέρια.

Embed from Getty Images

«Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι η ιστορία ταξικών αγώνων», αναφέρει το «Μανιφέστο», σε μια από τις πιο γνωστές φράσεις. Για πολύ καιρό φαινόταν σε πολύ κόσμο ότι αυτή η ιδέα ήταν ξεπερασμένη. Κατά τη μακρά περίοδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, η οποία ακολούθησε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με πλήρη απασχόληση στις αναπτυγμένες βιομηχανικές οικονομίες, με άνοδο του βιοτικού επιπέδου και με μεταρρυθμίσεις (θυμάστε το «κοινωνικό» κράτος;), η πάλη των τάξεων φαινόταν πράγματι να ανήκει πλέον στο παρελθόν.

Ο Μαρξ προέβλεψε ότι ο καπιταλισμός θα οδηγούσε αμείλικτα στη συγκέντρωση του κεφαλαίου, σε μια τεράστια συσσώρευση πλούτου, στον έναν κοινωνικό πόλο και σε μια ίση συσσώρευση φτώχειας, μιζέριας και αβάσταχτου μόχθου στον άλλον. Για δεκαετίες, αυτή η ιδέα είχε απορριφθεί από τους αστούς οικονομολόγους και τους πανεπιστημιακούς κοινωνιολόγους, οι οποίοι επέμεναν ότι η κοινωνία γινόταν όλο και περισσότερο ισότιμη, ότι όλοι τώρα ανήκαν στη μεσαία τάξη. Τώρα, όλες αυτές οι ψευδαισθήσεις έχουν καταρρεύσει.

Το επιχείρημα που είναι τόσο αγαπητό στους αστούς κοινωνιολόγους, ότι η εργατική τάξη έχει πάψει να υφίσταται, ανατρέπεται. Την τελευταία περίοδο, σημαντικά στρώματα του εργαζόμενου πληθυσμού, τα οποία κατέτασσαν τον εαυτό τους στη μεσαία τάξη, έχουν πλέον προλεταριοποιηθεί. Δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, τραπεζοϋπάλληλοι και άλλοι έχουν προστεθεί στις γραμμές της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος, εντός του οποίου έχουν αποτελέσει ορισμένους από τους πιο μαχητικούς τομείς.

Τα παλιά επιχειρήματα ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να προοδεύσει και ότι όλοι είμαστε μεσαία τάξη έχουν πλέον διαψευσθεί από τα ίδια τα γεγονότα. Στη Βρετανία, στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες αναπτυγμένες χώρες, τα τελευταία 20 με 30 χρόνια συμβαίνει το αντίθετο. Οι μικροαστοί αντιλαμβάνονταν τη ζωή ως μια τακτική διαδοχή σταδίων, καθένα από τα οποία συνιστά ένα βήμα πιο ψηλά από το προηγούμενο. Σήμερα δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

Η εργασιακή ασφάλεια έχει πάψει πλέον να υφίσταται, οι τέχνες και τα επαγγέλματα του παρελθόντος έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί και οι καριέρες ζωής αποτελούν μακρινές μνήμες. Η σκάλα της ανόδου έχει καταστραφεί και για τους περισσότερους ανθρώπους η μικροαστική ζωή δεν αποτελεί πλέον προσδοκία. Μια ισχνή μειονότητα μπορεί να υπολογίζει σε μια σύνταξη με την οποία ενδέχεται να ζήσει άνετα, ενώ λίγοι είναι αυτοί οι οποίοι διαθέτουν σημαντικές οικονομίες. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ζουν από μέρα σε μέρα, μην έχοντας την παραμικρή ιδέα τι πρόκειται να φέρει το μέλλον.

Εάν οι άνθρωποι κατέχουν κάποια περιουσία, τότε αυτή συνίσταται απλώς στην κατοικία τους. Με τη συρρίκνωση όμως της οικονομίας, οι τιμές των σπιτιών έχουν πέσει σε πολλές πόλεις και μπορεί να είναι στάσιμες για χρόνια.

Η ιδέα μιας δημοκρατίας μικροϊδιοκτητών έχει αποκαλυφθεί ως αυταπάτη. Η κατοχή ακίνητης ιδιοκτησίας ως μια βάση επένδυσης, για πιο άνετη ζωή στα χρόνια της συνταξιοδότησης, έχει μετατραπεί σε ένα επαχθές βάρος. Οι υποθήκες πρέπει να αποπληρωθούν, είτε εργάζεσαι είτε όχι. Πολλοί παγιδεύτηκαν λόγω της μείωσης των αντικειμενικών αξιών, δημιουργώντας τεράστια χρέη, τα οποία δεν μπορούν να αποπληρωθούν ποτέ. Πλέον, εμφανίζεται μια γενιά ανθρώπων οι οποίοι είναι σκλάβοι του χρέους.

Αυτή είναι η τρομερή καταδίκη του καπιταλιστικού συστήματος. Παρ’ όλ’ αυτά, η διαδικασία της προλεταριοποίησης σημαίνει ότι οι κοινωνικές εφεδρείες της αντίδρασης έχουν μειωθεί ραγδαία, καθώς ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής αριστοκρατίας κινείται πιο κοντά στην παραδοσιακή εργατική τάξη. Στις πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις, τμήματα τα οποία στο παρελθόν δεν θα πίστευαν ποτέ ότι θα απεργήσουν ή θα οργανωθούν σε κάποιο σωματείο, όπως οι δάσκαλοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του ταξικού αγώνα.

Ιδεαλισμός ή υλισμός;

Η ιδεαλιστική μέθοδος έχει τη βάση της σε αυτό που οι άνθρωποι σκέφτονται και λένε για τον εαυτό τους. Ο Μαρξ όμως εξήγησε ότι οι ιδέες δεν πέφτουν από τον ουρανό, αλλά αντανακλούν με λιγότερη ή περισσότερη ακρίβεια την αντικειμενική κατάσταση, τις κοινωνικές πιέσεις και τις αντιφάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο των ανθρώπων. Η Ιστορία δεν εξελίσσεται ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης ή των συνειδητών επιθυμιών ενός «μεγάλου άνδρα», των βασιλιάδων, των πολιτικών και των φιλοσόφων. Αντίθετα, η πρόοδος της κοινωνίας εξαρτάται από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες δεν συνιστούν το προϊόν ενός συνειδητού σχεδιασμού, αλλά αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τις συνειδητές προθέσεις των ανθρώπων.

Για πρώτη φορά, ο Μαρξ έθεσε το σοσιαλισμό σε μια στέρεη, θεωρητική βάση. Η επιστημονική κατανόηση της Ιστορίας δεν μπορεί να βασίζεται σε διαστρεβλωμένες εικόνες της πραγματικότητας, οι οποίες αιωρούνται ως φαντάσματα στις σκέψεις των ανθρώπων, αλλά στις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις. Αυτό σημαίνει ότι για τη μελέτη της Ιστορίας πρέπει να ξεκινάμε με τη διαλεύκανση της σχέσης μεταξύ κοινωνικών και πολιτικών μορφών και του τρόπου παραγωγής σε ένα δεδομένο στάδιο της Ιστορίας. Αυτή η μέθοδος ανάλυσης είναι ακριβώς αυτό που ορίζεται ως Ιστορικός υλισμός.

Ορισμένοι άνθρωποι θα αισθανθούν ενοχλημένοι απ’ αυτήν τη θεωρία, η οποία μοιάζει να στερεί από την ανθρωπότητα το ρόλο του πρωταγωνιστή στο ιστορικό προτσές. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Εκκλησία και οι φιλόσοφοι απολογητές της είχαν προσβληθεί βαθιά από τους ισχυρισμούς του Γαλιλαίου ότι ο Ήλιος -και όχι η Γη- αποτελεί το κέντρο του Σύμπαντος. Έπειτα, οι ίδιοι άνθρωποι επιτέθηκαν στον Δαρβίνο, επειδή απέδειξε ότι οι άνθρωποι δεν αποτελούν την εκλεκτή δημιουργία του Θεού, αλλά το προϊόν της φυσικής επιλογής.

Στην πραγματικότητα, ο μαρξισμός δεν αρνείται τη σημασία του υποκειμενικού παράγοντα στην Ιστορία και το συνειδητό ρόλο της ανθρωπότητας στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που φτιάχνουν την Ιστορία, μόνο που δεν το πράττουν αυτό εξ ολοκλήρου, σύμφωνα με την ελεύθερη θέλησή τους και με τους συνειδητούς σκοπούς τους. Κατά τα λόγια του Μαρξ, «Η Ιστορία δεν κάνει τίποτα, δεν κατέχει κάποιον πλούτο, δεν διεξάγει μάχες. Ο άνθρωπος είναι αυτός, ο υπαρκτός ζων άνθρωπος, ο οποίος πράττει, ο οποίος κατέχει και μάχεται. Η Ιστορία δεν αποτελεί ξεχωριστή ύπαρξη, η οποία χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως μέσο για να επιτύχει τους δικούς της σκοπούς. Η Ιστορία δεν αποτελεί παρά τη δράση του ανθρώπου που επιδιώκει τους σκοπούς του» (Μαρξ και Ένγκελς, «Η αγία οικογένεια», κεφάλαιο VI).

Αυτό που κάνει ο μαρξισμός είναι να εξηγεί το ρόλο του ατόμου ως τμήμα μιας δεδομένης κοινωνίας, το οποίο υπόκειται σε συγκεκριμένους αντικειμενικούς νόμους και τελικά ορίζεται ως αντιπρόσωπος των συμφερόντων μιας συγκεκριμένης τάξης. Οι ιδέες δεν έχουν ανεξάρτητη ύπαρξη, ούτε τη δική τους ιστορική εξέλιξη. «Η ζωή δεν καθορίζεται από τη συνείδηση», γράφει ο Μαρξ στη «Γερμανική ιδεολογία», «αλλά η συνείδηση καθορίζεται από τη ζωή».

Οι ιδέες και οι δράσεις των ανθρώπων καθορίζονται από τις κοινωνικές σχέσεις, η εξέλιξη των οποίων δεν εξαρτάται από την υποκειμενική θέληση των ανθρώπων, αλλά λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους αντικειμενικούς νόμους, οι οποίοι σε τελική ανάλυση αντανακλούν τις ανάγκες ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Οι συσχετίσεις μεταξύ αυτών των παραγόντων συνιστούν ένα περίπλοκο δίκτυο, το οποίο συχνά είναι δύσκολο να διακριθεί. Η μελέτη αυτών των σχέσεων αποτελεί τη βάση της μαρξιστικής θεωρίας για την Ιστορία.

Ας παραθέσουμε ένα παράδειγμα. Τον καιρό της Αγγλικής Επανάστασης, ο Όλιβερ Κρόμγουελ πίστευε ένθερμα ότι πάλευε για το δικαίωμα κάθε ατόμου να πιστεύει στον Θεό, σύμφωνα με τη συνείδησή του. Η περαιτέρω πρόοδος της Ιστορίας, όμως, απέδειξε ότι η Κρομγουελιανή Επανάσταση αποτέλεσε το αποφασιστικό στάδιο στην αναπόφευκτη άνοδο της αγγλικής μπουρζουαζίας στην εξουσία. Το συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην Αγγλία του 17ου αιώνα δεν επέτρεπε κάποια διαφορετική έκβαση.

Οι ηγέτες της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του 1789-93 πάλεψαν με το σύνθημα για «Ελευθερία, Ισότητα και Αδελφότητα». Πίστευαν ότι πάλευαν για ένα καθεστώς, το οποίο θα βασίζεται στους αιώνιους νόμους της Δικαιοσύνης και της Λογικής. Παρ’ όλ’ αυτά, ανεξάρτητα από τις σκοπιμότητές τους και τις ιδέες τους, οι Ιακωβίνοι προετοίμαζαν το δρόμο για την εξουσία της μπουρζουαζίας στη Γαλλία. Και πάλι, από την επιστημονική σκοπιά, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει κάποιο διαφορετικό αποτέλεσμα σε αυτό το σημείο της κοινωνικής ανάπτυξης.

Από τη σκοπιά του εργατικού κινήματος, η μεγάλη συνεισφορά του Μαρξ ήταν ότι υπήρξε ο πρώτος που εξήγησε ότι ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί απλώς κάποια καλή ιδέα, αλλά το αναγκαίο αποτέλεσμα της ανάπτυξης της κοινωνίας. Οι σοσιαλιστές διανοητές πριν από τον Μαρξ -οι ουτοπιστές σοσιαλιστές- επιχείρησαν να ανακαλύψουν παγκόσμιους νόμους και φόρμουλες, οι οποίες θα αποτελούσαν τη βάση για το θρίαμβο της ανθρώπινης λογικής απέναντι στην αδικία της ταξικής κοινωνίας. Αυτό που θεωρήθηκε αναγκαίο να συμβεί ήταν η ανακάλυψη αυτής της ιδέας και τα προβλήματα θα λύνονταν. Αυτή είναι μια ιδεαλιστική προσέγγιση.

Σε αντίθεση με τους ουτοπιστές, ο Μαρξ ποτέ δεν επιχείρησε να ανακαλύψει τους νόμους της κοινωνίας γενικά. Ανέλυσε το νόμο της κίνησης μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, της καπιταλιστικής κοινωνίας, εξηγώντας πώς προέκυψε, πώς εξελίχθηκε και, επίσης, πώς αναγκαστικά παύει να υπάρχει σε μια δεδομένη στιγμή. Αυτό το εγχείρημα το πραγματοποίησε στους τρεις τόμους του «Κεφαλαίου».

Ο Μαρξ και ο Δαρβίνος

Ο Κάρολος Δαρβίνος, ο οποίος υπήρξε ενστικτωδώς υλιστής, εξήγησε την εξέλιξη των ειδών ως αποτέλεσμα της επίδρασης του φυσικού περιβάλλοντος. Ο Καρλ Μαρξ εξήγησε την ανάπτυξη της ανθρωπότητας μέσα από την ανάπτυξη του «τεχνητού» περιβάλλοντος που αποκαλούμε κοινωνία. Η διαφορά έγκειται, από τη μια πλευρά, στον ακραία περίπλοκο χαρακτήρα της ανθρώπινης κοινωνίας, όταν αυτή συγκρίνεται με τη σχετική απλότητα της φύσης, και δεύτερον στον επιταχυνόμενο ρυθμό αλλαγής της κοινωνίας, σε σύγκριση με τον εξαιρετικά αργό ρυθμό με τον οποίο λαμβάνει χώρα η εξέλιξη υπό την επίδραση της φυσικής επιλογής.

Στη βάση των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής -με άλλα λόγια των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των κοινωνικών τάξεων- δημιουργούνται πολύπλοκοι νομικοί και πολιτικοί σχηματισμοί μαζί με τις πολυάριθμες ιδεολογικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές πτυχές τους. Αυτός ο περίπλοκος μηχανισμός μορφών και ιδεών αναφέρεται ορισμένες φορές ως κοινωνικό εποικοδόμημα. Παρόλο που πάντα βασίζεται σε οικονομικά θεμέλια, το εποικοδόμημα υψώνεται πάνω από την οικονομική βάση και επιδρά σε αυτή, ορισμένες φορές με καθοριστικό τρόπο. Αυτή η διαλεκτική σχέση μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος είναι αρκετά πολύπλοκη και όχι πάντα ιδιαιτέρως εμφανής. Σε τελική ανάλυση, όμως, η οικονομική βάση καταλήγει πάντα να αποτελεί την καθοριστική δύναμη.

Οι σχέσεις ιδιοκτησίας αποτελούν απλώς τη νομική έκφραση των σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών τάξεων. Κατ’ αρχάς, αυτές οι σχέσεις -μαζί με τη νομική και πολιτική τους έκφραση- υποβοηθούν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Παρ’ όλ’ αυτά, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων τείνει να έρχεται σε αντίθεση με τους περιορισμούς οι οποίοι τίθενται από τις υπάρχουσες σχέσεις ιδιοκτησίας. Οι τελευταίες μετατρέπονται σε εμπόδιο για την ανάπτυξη της παραγωγής. Αυτό αποτελεί και το κρίσιμο σημείο έναρξης μιας επαναστατικής περιόδου.

Οι ιδεαλιστές αντιμετωπίζουν την ανθρώπινη συνείδηση ως τον κύριο μοχλό ανάπτυξης όλης της ανθρώπινης δραστηριότητας, την κινητήριο δύναμη της Ιστορίας. Ο ρους της Ιστορίας έχει δείξει ότι συμβαίνει το αντίθετο. Η ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι γενικά προοδευτική ή επαναστατική. Αντιδρά αργά στις διάφορες συνθήκες και είναι βαθιά συντηρητική. Στους περισσότερους ανθρώπους δεν αρέσει η αλλαγή και ακόμα λιγότερο η επαναστατική αλλαγή. Αυτός ο εγγενής φόβος για την αλλαγή είναι βαθιά ριζωμένος στο συλλογικό αίσθημα. Αποτελεί τμήμα ενός αμυντικού μηχανισμού το οποίο έχει τις ρίζες του στο μακρινό παρελθόν του ανθρώπινου είδους.

Ως γενικό κανόνα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κοινωνία δεν αποφασίζει ποτέ να κάνει ένα βήμα μπροστά, εκτός εάν είναι αναγκασμένη να το κάνει υπό την πίεση ακραίας αναγκαιότητας. Όσο είναι δυνατόν να ζουν στη βάση των παλαιών ιδεών, προσαρμόζοντάς τες αφανώς σε μια αργά εξελισσόμενη πραγματικότητα, τόσο θα συνεχίζουν οι άνθρωποι να κινούνται στα παλιά γνωστά τους μονοπάτια. Όπως συμβαίνει με το νόμο της αδράνειας των σωμάτων στη μηχανική, έτσι και η παράδοση, οι συνήθειες και η ρουτίνα συνιστούν ένα βαρύ φορτίο για την ανθρώπινη συνείδηση, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι ιδέες πάντα τείνουν να μένουν πίσω από τα γεγονότα. Απαιτείται ο ισχυρός άνεμος των μεγάλων γεγονότων, προκειμένου να υπερνικηθεί η αδράνεια και να ωθηθούν οι άνθρωποι στην αμφισβήτηση της παρούσας κοινωνίας, των ιδεών και των αξιών της.

Όλα αυτά τα επαναστατικά φαινόμενα αποτελούν την έκφραση του γεγονότος ότι οι κοινωνικές αντιφάσεις οι οποίες έχουν δημιουργηθεί, από την αντίθεση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της υπάρχουσας δομής της κοινωνίας, είναι πλέον μη υποφερτές. Αυτή η κεντρική αντίφαση μπορεί να επιλυθεί μόνο με τη ριζική ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και με την αντικατάσταση αυτής από νέες κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες θα φέρουν την οικονομική βάση σε αρμονία με το εποικοδόμημα.

Σε μια επανάσταση, τα οικονομικά θεμέλια της κοινωνίας υπόκεινται δραστική μεταμόρφωση, με το πολιτικό και το νομικό εποικοδόμημα να μεταβάλλονται σε βάθος. Σε κάθε περίπτωση, οι νέες, υψηλότερου επιπέδου, σχέσεις παραγωγής έχουν προκύψει ως προϊόν ωρίμανσης ενός εμβρύου, το οποίο κυοφορούνταν στη μήτρα της παλιάς κοινωνίας, θέτοντας την επείγουσα αναγκαιότητα για μετάβαση σε ένα νέο κοινωνικό σύστημα.

Ιστορικός υλισμός

Ο μαρξισμός αναλύει τις κρυφές κινητήριες δυνάμεις στην ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας, ξεκινώντας από τις πρώιμες κοινωνίες, οι οποίες ήταν οργανωμένες σε φυλές, καταλήγοντας μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Η μέθοδος με την οποία ο μαρξισμός εντοπίζει αυτήν την περίπλοκη πορεία προόδου των κοινωνιών καλείται «υλιστική αντίληψη της Ιστορίας». Αυτή η επιστημονική μέθοδος μας βοηθά να κατανοήσουμε την Ιστορία όχι ως μια σειρά ασύνδετων και απρόβλεπτων γεγονότων, αλλά ως τμήμα ξεκάθαρα κατανοητών και αλληλοσχετιζόμενων διαδικασιών. Αποτελεί μια σειρά δράσεων και αντιδράσεων, οι οποίες καλύπτουν την πολιτική, την οικονομία και όλο το φάσμα της κοινωνικής εξέλιξης. Ο ρόλος του ιστορικού υλισμού είναι να διασαφηνίσει την περίπλοκη, διαλεκτική σχέση όλων αυτών των φαινομένων.

Ο μεγάλος Βρετανός ιστορικός, Έντουαρντ Γκίμπον, ο συγγραφέας τού «Η παρακμή και η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», έγραψε ότι η Ιστορία αποτελεί «κάτι παραπάνω από την καταγραφή των εγκλημάτων, της τρέλας και της δυστυχίας του ανθρώπινου είδους» (Gibbon, The Decline and Fall of the Roman Empire, τόμος. 1, σελ. 69). Στην ουσία, η πρόσφατη μεταμοντέρνα ερμηνεία της Ιστορίας δεν έχει προοδεύσει καθόλου από τότε. Η Ιστορία αντιμετωπίζεται ως μια σειρά «διηγήσεων» χωρίς οργανική σύνδεση και χωρίς βαθύτερο νόημα ή λογική. Με αυτήν την οπτική, κανένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν θεωρείται καλύτερο ή χειρότερο, και κατ’ επέκταση δεν τίθεται το ζήτημα της προόδου ή της οπισθοδρόμησης.

Εν προκειμένω, λοιπόν, η Ιστορία εμφανίζεται ως μια σειρά τυχαίων, κατά βάση χωρίς νόημα, και ανεξήγητων γεγονότων και ατυχημάτων. Δεν κυριαρχείται από νόμους που μπορούμε να κατανοήσουμε. Συνεπώς, η προσπάθεια να την κατανοήσουμε θα ήταν ένα άσκοπο εγχείρημα. Μια παραλλαγή αυτού του θέματος αποτελεί η ιδέα, η οποία είναι ιδιαιτέρως διάσημη τελευταία σε ορισμένους ακαδημαϊκούς κύκλους, ότι δεν υφίστανται ανώτερες και κατώτερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και πολιτισμού. Ισχυρίζονται ότι δεν υφίσταται η έννοια της προόδου, την οποία και θεωρούν πεπαλαιωμένη ιδέα, κατάλοιπο του 19ου αιώνα, η οποία διαδόθηκε από τους βικτωριανούς φιλελεύθερους, τους φαβιανούς σοσιαλιστές και τον Καρλ Μαρξ.

Η άρνηση της έννοιας της προόδου στην Ιστορία αποτελεί χαρακτηριστικό της ψυχολογίας της αστικής τάξης, η οποία βρίσκεται στη φάση της καπιταλιστικής παρακμής. Αποτελεί πιστή αντανάκλαση του γεγονότος ότι στον καπιταλισμό η πρόοδος έχει πράγματι φτάσει στα όριά της και υπάρχει η απειλή να αντιστραφεί η πορεία της. Η αστική τάξη και οι διανοητές αντιπρόσωποί της παραμένουν τελείως απρόθυμοι να δεχτούν αυτό το γεγονός. Επιπροσθέτως, είναι οργανικά ανίκανοι να το δεχθούν. Ο Λένιν είχε πει ότι ένας άνθρωπος που βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού δεν σκέφτεται λογικά. Παρ’ όλ’ αυτά, γνωρίζουν ελάχιστα την πραγματική κατάσταση και προσπαθούν να βρουν ένα είδος εξήγησης για το αδιέξοδο του συστήματός τους, αρνούμενοι την πιθανότητα προόδου γενικά.

Αυτή η ιδέα έχει εμποτίσει τόσο πολύ τη συνείδηση, ώστε έχει ακόμα μεταφερθεί στη σφαίρα της μη ανθρώπινης εξέλιξης. Ακόμα και ένας τόσο έξοχος στοχαστής όπως ο Στέφεν Τζέι Γκουλντ, του οποίου η διαλεκτική θεωρία της «Εστιγμένης ισορροπίας» άλλαξε τον τρόπο αντίληψης της εξέλιξης, ισχυρίστηκε ότι είναι λάθος να μιλάμε για πρόοδο από ένα κατώτερο σε ένα ανώτερο επίπεδο στην πορεία της εξέλιξης και ότι τα μικρόβια θα έπρεπε να τεθούν στο ίδιο επίπεδο με τα ανθρώπινα όντα. Κατά μια έννοια, είναι σωστό ότι όλα τα έμβια όντα σχετίζονται μεταξύ τους (γεγονός που συμπεραίνεται από τη μελέτη του ανθρώπινου γονιδιώματος). Το ανθρώπινο είδος δεν αποτελεί το εκλεκτό δημιούργημα του μεγαλοδύναμου, αλλά αποτελεί προϊόν της εξέλιξης. Ούτε είναι σωστό να θεωρείται η εξέλιξη ένα είδος μεγάλου σχεδίου, σκοπός του οποίου ήταν η δημιουργία πλασμάτων όπως εμείς (τελεολογία από την ελληνική λέξη «τέλος»). Έτσι, λοιπόν, απορρίπτοντας μια λανθασμένη ιδέα, δεν είναι αναγκαίο να στρεφόμαστε στο άλλο άκρο, οδηγούμενοι σε νέα σφάλματα.

Δεν τίθεται ζήτημα αποδοχής κάποιου είδους προκαθορισμένου σχεδίου, είτε αυτό σχετίζεται με τη θεία παρέμβαση είτε με κάποιου είδους τελεολογία. Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι οι νόμοι της εξέλιξης είναι σύμφυτοι με τη φύση και καθορίζουν πράγματι την ανάπτυξη από απλούστερες μορφές ζωής σε πιο περίπλοκες. Οι πιο πρώιμες μορφές ζωής εμπεριέχουν ήδη το έμβρυο όλης της μελλοντικής αναπτυξιακής διαδικασίας. Είναι δυνατό να εξηγήσουμε την εξέλιξη του οφθαλμού, των κάτω άκρων και άλλων οργάνων χωρίς αναφορά σε κάποιο προκαθορισμένο σχέδιο. Σε ορισμένο στάδιο της εξέλιξης εμφανίζεται η ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος και του εγκεφάλου. Τελικά, με τον «Homo Sapiens» φτάνουμε στην ανάπτυξη της ανθρώπινης συνείδησης. Η ύλη αποκτά συνείδηση του εαυτού της. Η πιο σημαντική επανάσταση που έλαβε χώρα ποτέ ήταν η ανάπτυξη της οργανικής ύλης (ζωής) από την ανόργανη ύλη.

Για να ευχαριστήσουμε τους επικριτές μας, θα έπρεπε ίσως να προσθέσουμε τη φράση που αποτυπώνει τη δική μας οπτική γωνία. Αναμφίβολα, τα μικρόβια, εάν αποκτούσαν τη δυνατότητα να έχουν δική τους οπτική γωνία, θα έγειραν σοβαρές ενστάσεις. Αλλά εμείς είμαστε ανθρώπινα όντα και πρέπει αναγκαστικά να δούμε τα πράγματα μέσα από τα ανθρώπινα μάτια. Ισχυριζόμαστε ότι η εξέλιξη πράγματι αντιπροσωπεύει την ανάπτυξη από απλούστερες σε πολυπλοκότερες μορφές ζωής και πιο ευπροσάρμοστες -με άλλα λόγια την πρόοδο από κατώτερες σε ανώτερες μορφές ζωής. Η εναντίωση σε μια τέτοια φόρμουλα φαντάζει κάπως άσκοπη, μη επιστημονική και ελάχιστα σχολαστική. Λέγοντάς το αυτό, δεν έχουμε καμία πρόθεση να προσβάλουμε τα μικρόβια, που στο κάτω-κάτω της γραφής η ύπαρξή τους χρονολογείται πολύ πιο πριν από τη δική μας και, αν δεν πραγματοποιηθεί η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, θα είναι αυτά που «θα γελάσουν τελευταία».

Η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας

Στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» ο Μαρξ εξηγεί τη σχέση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και του εποικοδομήματος ως εξής: «Στην κοινωνική τους παραγωγή, οι άνθρωποι εισέρχονται σε καθορισμένες σχέσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες και ανεξάρτητες από τη θέλησή τους. Αυτές οι σχέσεις παραγωγής αντιστοιχούν σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης των υλικών δυνάμεων παραγωγής… Ο τρόπος παραγωγής στην υλική του βάση είναι αυτός που καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων αυτή που καθορίζει την ύπαρξή τους, αλλά αντιθέτως η κοινωνική τους θέση είναι αυτή που καθορίζει τη συνείδησή τους».

Όπως οι Μαρξ και Ένγκελς προσπαθούσαν επίπονα να εξηγήσουν, οι συμμετέχοντες στο ρου της Ιστορίας μπορεί να μην έχουν πάντα γνώση των κινήτρων που τους υποκινούν, αναζητώντας αντίθετα τρόπο να τα αιτιολογήσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μόνο που αυτά τα κίνητρα υπάρχουν και έχουν βάση στον πραγματικό κόσμο.

Όπως ο Κάρολος Δαρβίνος εξήγησε ότι τα είδη δεν είναι αμετάλλακτα και ότι χαρακτηρίζονται από παρελθόν, παρόν και μέλλον, είναι μεταβαλλόμενα και εξελισσόμενα, έτσι και οι Μαρξ και Ένγκελς εξήγησαν ότι ένα δεδομένο κοινωνικό σύστημα δεν αποτελεί κάτι αιωνίως μόνιμο. Αυτό συνιστά την ψευδαίσθηση κάθε εποχής. Οι εκπρόσωποι οποιουδήποτε κοινωνικού συστήματος θεωρούν ότι αυτό αντιπροσωπεύει τη μόνη δυνατή μορφή για το ανθρώπινο είδος, αποτελούμενο από τους θεσμούς του, τη θρησκεία του, τα ήθη του, στοιχεία τα οποία αποτελούν τα τελευταία τα οποία μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση.

Αυτό υπερασπίζονταν με θέρμη οι κανίβαλοι, οι Αιγύπτιοι ιερείς, η Μαρία Αντουανέτα και ο τσάρος Νικόλαος. Ακριβώς αυτό είναι που τόσο η αστική τάξη όσο και οι απολογητές της προσπαθούν να υποστηρίξουν σήμερα, όταν μας βεβαιώνουν, χωρίς να βασίζονται στο παραμικρό επιχείρημα, ότι το επονομαζόμενο σύστημα της «ελεύθερης αγοράς» αποτελεί το μόνο σύστημα που είναι δυνατόν να υπάρξει -τη στιγμή που μάλιστα αυτό μόλις άρχισε να βυθίζεται.

Στις μέρες μας, η ιδέα της «εξέλιξης» έχει γίνει γενικώς αποδεκτή, τουλάχιστον από μορφωμένους ανθρώπους. Οι ιδέες του Δαρβίνου, οι οποίες ήταν τόσο επαναστατικές στις μέρες του, είναι πλέον ευρέως αποδεκτές. Παρ’ όλ’ αυτά, η εξέλιξη είναι γενικώς κατανοητή ως μια διαδικασία η οποία λαμβάνει χώρα αργά και σταδιακά, χωρίς διακοπές ή βίαιες εκρήξεις. Στην πολιτική χρησιμοποιείται συχνά αυτού του είδους το επιχείρημα ως δικαιολογία για το ρεφορμισμό. Δυστυχώς, αυτό το επιχείρημα είναι βασισμένο σε παρεξήγηση.

Ο πραγματικός μηχανισμός της εξέλιξης παραμένει ακόμα και σήμερα επτασφράγιστο μυστικό. Αυτό δεν προξενεί καμία έκπληξη, αφού ακόμα και ο ίδιος ο Δαρβίνος δεν μπορούσε να το κατανοήσει. Μόνο κατά την τελευταία δεκαετία περίπου, με τις νέες ανακαλύψεις στην Παλαιοντολογία, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τον Stephen J. Gould, ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία της «Εστιγμένης ισορροπίας», έχει αποδειχτεί ότι η εξέλιξη δεν αποτελεί μια σταδιακή διαδικασία. Υπάρχουν μακρές περίοδοι κατά τις οποίες δεν παρατηρούνται μεγάλες αλλαγές, αλλά σε μια δεδομένη στιγμή η γραμμή της εξέλιξης διακόπτεται από ένα εκρηκτικό γεγονός, μια πραγματική βιολογική επανάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από τη μαζική εξαφάνιση ορισμένων ειδών και την ταχεία επικράτηση άλλων.

Η αναλογία μεταξύ κοινωνίας και φύσης υφίσταται βέβαια μόνο κατά προσέγγιση. Αλλά ακόμα και η πιο επιφανειακή εξέταση της Ιστορίας δείχνει ότι η ερμηνεία της σταδιακής εξέλιξης είναι αβάσιμη. Η κοινωνία, όπως και η φύση, γνωρίζει μακρές περιόδους αργής και σταδιακής αλλαγής, αλλά ακόμα και εδώ η σειρά διακόπτεται από εκρηκτικές εξελίξεις -πολέμους και επαναστάσεις- κατά τις οποίες η διαδικασία της αλλαγής επιταχύνεται ραγδαία. Στην πραγματικότητα, είναι αυτά τα γεγονότα τα οποία δρουν ως η βασική κινητήρια δύναμη της ιστορικής εξέλιξης. Και η ριζική αιτία της επανάστασης είναι το γεγονός ότι ένα συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό σύστημα έχει φτάσει στα όριά του και είναι ανίκανο να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις όπως πριν.

Μια δυναμική οπτική της Ιστορίας

Όσοι αρνούνται την ύπαρξη νόμων που κυβερνούν την ανθρώπινη κοινωνική ανάπτυξη προσεγγίζουν την Ιστορία από μια οπτική γωνία κατά κανόνα υποκειμενική και μοραλιστική. Όπως και ο Γκίμπον (αλλά χωρίς το αξιοσημείωτο ταλέντο του), κουνάνε τα κεφάλια τους στο ατελείωτο θέαμα της παράλογης βίας, της πάλης άνδρα εναντίον ανδρός (και γυναίκας) και ούτω καθεξής. Στη θέση της επιστημονικής οπτικής της Ιστορίας έχουμε την οπτική ενός παπά. Παρ’ όλ’ αυτά, το ζητούμενο δεν είναι το ηθικό κήρυγμα, αλλά μια ορθολογική διορατικότητα. Πάνω απ’ όλα τα μεμονωμένα δεδομένα, είναι αναγκαία η διασαφήνιση ευρύτερων τάσεων, μεταβάσεων από ένα κοινωνικό σύστημα στο άλλο και η κατανόηση των θεμελιωδών δυνάμεων που καθορίζουν αυτές τις μεταβάσεις.

Εφαρμόζοντας τη μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού στην Ιστορία, καθίσταται αμέσως ξεκάθαρο το ότι η ανθρώπινη Ιστορία έχει τους δικούς της κανόνες και, συνεπώς, μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια διαδικασία. Η άνοδος και η πτώση όλων των ξεχωριστών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών μπορούν να εξηγηθούν επιστημονικά με όρους ικανότητας και ανικανότητας, να αναπτυχθούν τα μέσα παραγωγής και ως εκ τούτου να διευρυνθούν οι ορίζοντες της ανθρώπινης κουλτούρας και να αυξηθεί η επικράτηση του ανθρώπινου είδους στη φύση.

Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι η κοινωνία ήταν πάντα σταθερή και οι ηθικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές αξίες είναι αμετάβλητες, μαζί με αυτό που ονομάζουμε «ανθρώπινη φύση». Αλλά ακόμη και η παραμικρή επαφή με την Ιστορία δείχνει ότι αυτό είναι λάθος. Η Ιστορία γνωρίζει την άνοδο και την πτώση των διαφορετικών κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Όπως και ο άνθρωπος, οι κοινωνίες γεννιούνται, αναπτύσσονται, φτάνουν το όριό τους, παρακμάζουν και τελικά αντικαθίστανται από ένα νέο κοινωνικό σχηματισμό.

Σε τελική ανάλυση, η βιωσιμότητα ενός δεδομένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος καθορίζεται από την ικανότητα να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις, εφόσον όλα τα άλλα εξαρτώνται από αυτό. Πολλοί άλλοι παράγοντες εισέρχονται σε μια περίπλοκη εξίσωση: θρησκεία, πολιτική, φιλοσοφία, ηθική, ψυχολογία διαφορετικών τάξεων και ατομικές ικανότητες ηγετών. Αλλά όλα αυτά δεν πέφτουν από τα σύννεφα και μια προσεκτική ανάλυση θα δείξει ότι μπορεί να καθοριστούν -μολονότι με αντιφατικό και διαλεκτικό τρόπο- με βάση το πραγματικό ιστορικό περιβάλλον τόσο των τάσεων όσο και των διαδικασιών που είναι ανεξάρτητες από τη θέληση των ανθρώπων.

Η προοπτική μιας κοινωνίας η οποία κινείται σε ανοδική φάση, η οποία αναπτύσσει μέσα παραγωγής και προωθεί την κουλτούρα και τον πολιτισμό, είναι πολύ διαφορετική από την ψυχολογία μιας κοινωνίας η οποία βρίσκεται σε στασιμότητα και παρακμή. Το γενικό ιστορικό πλαίσιο καθορίζει τα πάντα. Επηρεάζει το επικρατούν ηθικό κλίμα, τη συμπεριφορά των ανθρώπων σε σχέση με τους υπάρχοντες πολιτικούς και θρησκευτικούς θεσμούς. Επηρεάζει ακόμα και την ποιότητα των μεμονωμένων πολιτικών ηγετών.

Ο καπιταλισμός στη νιότη του ήταν ικανός για κολοσσιαία κατορθώματα. Ανέπτυξε τα μέσα παραγωγής σε πρωτοφανές επίπεδο και συνεπώς υπήρξε ικανός να επεκτείνει τα όρια του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι άνθρωποι ένιωσαν ότι η κοινωνία προχωρούσε μπροστά, παρά τις αδικίες και την εκμετάλλευση οι οποίες πάντα χαρακτήριζαν αυτό το σύστημα. Αυτό το αίσθημα γέννησε το γενικό πνεύμα της αισιοδοξίας και της προόδου, καθώς ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα του παλιού φιλελευθερισμού, με την ακράδαντη πεποίθηση ότι το σήμερα είναι καλύτερο από το χθες και το αύριο καλύτερο από το σήμερα.

Αυτό δεν ισχύει πλέον. Η παλιά αισιοδοξία και η τυφλή πίστη στην πρόοδο έχουν αντικατασταθεί με ένα βαθύ αίσθημα δυσαρέσκειας για το παρόν και απαισιοδοξίας για το μέλλον. Αυτό το πανταχού παρόν αίσθημα του φόβου και της ανασφάλειας είναι απλώς η ψυχολογική αντανάκλαση του γεγονότος ότι ο καπιταλισμός δεν είναι πλέον ικανός να παίξει προοδευτικό ρόλο, πουθενά.

Τον 19ο αιώνα, ο φιλελευθερισμός, η κύρια ιδεολογία της μπουρζουαζίας, σήμαινε (στη θεωρία) πρόοδο και δημοκρατία. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός με τη μοντέρνα έννοια είναι μόνο μια μάσκα που καλύπτει την άσχημη πραγματικότητα της πιο ληστρικής εκμετάλλευσης: το βιασμό του πλανήτη, την καταστροφή του περιβάλλοντος χωρίς την παραμικρή ανησυχία για τη μοίρα των μελλοντικών γενιών. Η μοναδική έγνοια των διοικητικών συμβουλίων των μεγάλων εταιριών που αποτελούν τους αληθινούς ηγέτες των ΗΠΑ και ολόκληρου του κόσμου είναι πώς να πλουτίσουν, λεηλατώντας: διαφθορά, κλοπή δημόσιων περιουσιακών στοιχείων μέσω ιδιωτικοποιήσεων, παρασιτισμός: αυτά είναι τα κύρια γνωρίσματα της μπουρζουαζίας, η οποία βρίσκεται στη φάση της γεροντικής της παρακμής.

Η άνοδος και η πτώση των κοινωνιών

«Η μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο καθοριζόταν πάντα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή, την τεχνική και την οργάνωση της εργασίας. Μέχρι ένα ορισμένο βαθμό, οι κοινωνικές αλλαγές έχουν ποσοτικό χαραχτήρα και δεν μεταβάλλουν τα θεμέλια της κοινωνίας, δηλαδή, την κυρίαρχη μορφή της ιδιοκτησίας. Αλλά φτάνει ένα σημείο όπου οι ώριμες παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν πια να παραμείνουν για πολύ μέσα στις παλιές μορφές ιδιοκτησία, και τότε ακολουθεί μια ριζική αλλαγή της κοινωνικής τάξης, η οποία συνοδεύεται από κλονισμούς». (Λέον Τρότσκι, «Ο μαρξισμός στην εποχή μας», Απρίλιος 1939).

Ένα κοινό επιχείρημα απέναντι στο σοσιαλισμό είναι ότι αδυνατεί να αλλάξει η φύση του ανθρώπου, ότι οι άνθρωποι γεννιούνται από τη φύση τους εγωιστές, άπληστοι και ούτω καθεξής. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει αυτό που λέμε υπερ-ιστορική ανθρώπινη φύση. Αυτό που θεωρούμε ως ανθρώπινη φύση, έχει περάσει πολλές αλλαγές κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης εξέλιξης. Άντρες και γυναίκες συνεχώς αλλάζουν φύση μέσω της εργασίας και μέσω αυτού αλλάζουν και οι ίδιοι. Το επιχείρημα ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους εγωιστές και άπληστοι έχει διαψευστεί από τα γεγονότα της ανθρώπινης εξέλιξης.

Οι πρώτοι μας απόγονοι, οι οποίοι δεν ήταν ακόμη πραγματικοί άνθρωποι, εμφανίστηκαν μικροί στο ανάστημα και σωματικά αδύναμοι συγκριτικά με άλλα ζώα. Δεν είχαν δυνατά δόντια ή νύχια. Η όρθια στάση τους σήμαινε ότι δεν μπορούσαν να τρέξουν αρκετά γρήγορα, προκειμένου να πιάσουν την αντιλόπη που ήθελαν να φάνε ή να γλιτώσουν από το λιοντάρι που ήθελε να τους φάει. Το μέγεθος του μυαλού τους ήταν σχεδόν όσο αυτό ενός χιμπαντζή. Περιπλανώμενοι στη σαβάνα της Ανατολικής Αφρικής, βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση απέναντι σε άλλα είδη -εκτός από μια θεμελιώδη πτυχή.

Ο Ένγκελς εξηγεί στην ιδιοφυή του εργασία «Ο ρόλος της εργασίας στον εξανθρωπισμό του πιθήκου» πως η όρθια στάση, η οποία εξελίχθηκε αρχικά ως προσαρμογή για το σκαρφάλωμα σε δέντρα, ελευθέρωσε τα χέρια για άλλες χρήσεις. Η παραγωγή εργαλείων από πέτρα αντιπροσωπεύει ένα ποιοτικό άλμα, δίνοντας στους προγόνους μας ένα εξελικτικό πλεονέκτημα. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό ήταν η δυνατή αίσθηση κοινότητας -δηλαδή η συλλογική παραγωγή και η κοινωνική ζωή- η οποία με τη σειρά της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της γλώσσας.

Η ακραία ευπάθεια των ανθρώπινων παιδιών σε σχέση με τα νεογέννητα άλλων ειδών σήμαινε ότι οι προγονοί μας, οι οποίοι λόγω της φύσης του κυνηγού-συλλέκτη ήταν υποχρεωμένοι να μετακινούνται από το ένα μέρος στο άλλο για να βρουν τροφή, έπρεπε να αναπτύξουν ισχυρή αίσθηση αλληλεγγύης για να προστατεύσουν τους απογόνους τους και να εξασφαλίσουν έτσι την επιβίωση της φυλής. Μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι χωρίς αυτήν την ισχυρή αίσθηση συνεργασίας και αλληλεγγύης, το είδος μας θα είχε εξαφανιστεί, πριν ακόμα γεννηθεί.

Αυτό μπορούμε να το δούμε ακόμα και σήμερα. Αν ένα παιδί πνιγόταν σε ένα ποτάμι, οι περισσότεροι άνθρωποι θα προσπαθούσαν να το σώσουν, ακόμη και αν έπρεπε να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή. Πολλοί άνθρωποι έχουν πνιγεί στην προσπάθειά τους να σώσουν άλλους ανθρώπους. Κι αυτό δεν εξηγείται με όρους εγωιστικού υπολογισμού ή δεσμών αίματος σε μια μικρή φυλή. Οι άνθρωποι που ενεργούν με αυτόν τον τρόπο δεν γνωρίζουν ποιον προσπαθούν να σώσουν ούτε περιμένουν κάποιο τρόπαιο για τις πράξεις τους. Η αλτρουιστική τους συμπεριφορά είναι αυθόρμητη και πηγάζει από ένα βαθιά ριζωμένο αίσθημα αλληλεγγύης. Το επιχείρημα ότι οι άνθρωποι γεννιούνται από τη φύση τους εγωιστές, το οποίο αποτελεί αντανάκλαση της άσχημης και απάνθρωπης αποξένωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι μια άθλια προσβολή για το ανθρώπινο είδος.

Για το μεγαλύτερο μέρος της Ιστορίας του είδους μας, οι άνθρωποι έμεναν σε κοινωνίες στις οποίες η ατομική ιδιοκτησία με τη μοντέρνα έννοια δεν υπήρχε. Δεν υπήρχαν χρήματα, αφεντικά και εργάτες, τραπεζίτες και ιδιοκτήτες, δεν υπήρχε κράτος, οργανωμένη θρησκεία, Αστυνομία και φυλακές. Ακόμα και η οικογένεια δεν υπήρχε με τον τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Στις μέρες μας, πολλοί θεωρούν δύσκολο να οραματιστούν έναν κόσμο χωρίς αυτά τα πράγματα. Μοιάζουν τόσο φυσικά, ώστε θα μπορούσαν να έχουν δημιουργηθεί από τον Παντοδύναμο. Παρ’ όλ’ αυτά, οι προγονοί μας τα κατάφερναν μια χαρά χωρίς αυτά.

Η μετάβαση από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες στη σταθερή γεωργία και κτηνοτροφία αποτελεί την πρώτη μεγάλη κοινωνική επανάσταση, την οποία ο σπουδαίος Αυστραλός αρχαιολόγος (και μαρξιστής) Γκόρντον Τσάιλντ αποκάλεσε Νεολιθική Επανάσταση. Η γεωργία χρειάζεται νερό. Από τη στιγμή που φτάνει πέρα από τη βασική παραγωγή σε επίπεδο διαβίωσης απαιτεί άρδευση, σκάψιμο, κατασκευή φραγμάτων και διανομή νερού σε μεγάλη κλίμακα. Όλα αυτά είναι κοινωνικά καθήκοντα.

Η μεγάλης κλίμακας άρδευση απαιτεί οργάνωση σε ακόμη πιο μεγάλη κλίμακα. Απαιτεί την ανάπτυξη σημαντικού αριθμού εργατών και υψηλό επίπεδο οργάνωσης και πειθαρχίας. Ο καταμερισμός εργασίας, ο οποίος υπήρχε ήδη σε εμβρυϊκή μορφή λόγω του στοιχειώδους διαχωρισμού των δύο φύλων που απορρέει από τις απαιτήσεις του τοκετού και της ανατροφής των παιδιών, αναπτύσσεται σε υψηλότερο επίπεδο. Η ομαδική εργασία χρειάζεται αρχηγούς ομάδας, επιστάτες, κ.λπ. και μια στρατιά υπευθύνων να επιβλέπουν το έργο.

Συνεργασία σε τόσο μεγάλη κλίμακα απαιτεί αφενός το σχεδιασμό και αφετέρου την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής. Αυτά είναι πέρα από τις ικανότητες μικρών ομάδων οργανωμένων σε πατριές, οι οποίες αποτελούσαν τον πυρήνα της παλιάς κοινωνίας. Η ανάγκη για οργάνωση και επιστράτευση μεγάλου αριθμού εργατών οδήγησε στην ανάδειξη ενός κεντρικού κράτους, μαζί με μια κεντρική διοίκηση και ένα στρατό, όπως στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία.

Η καταγραφή του χρόνου και η μέτρηση υπήρξαν απαραίτητα στοιχεία για την παραγωγή και ήταν από μόνα τους παραγωγικές δυνάμεις. Έτσι, ο Ηρόδοτος εντοπίζει την απαρχή της Γεωμετρίας στην Αίγυπτο και στην ανάγκη να μετρηθεί ξανά η πλημμυρισμένη γη σε ετήσια βάση. Η ίδια η λέξη «γεωμετρία» δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από μέτρηση γης.

Η μελέτη των ουρανών, η Αστρονομία και τα Μαθηματικά έδωσαν τη δυνατότητα στους Αιγύπτιους ιερείς να προβλέψουν την πλημμύρα του Νείλου κ.λπ. Έτσι, η επιστήμη γεννιέται λόγω οικονομικής αναγκαιότητας. Ο Αριστοτέλης έγραψε στα «Μεταφυσικά»: «Ο άνθρωπος αρχίζει να φιλοσοφεί όταν έχει λύσει της ανάγκες της ζωής» (Μεταφυσικά, Ι.2). Αυτή η δήλωση φτάνει στην καρδιά του ιστορικού υλισμού, 2.300 χρόνια πριν από τον Καρλ Μαρξ.

Στην καρδιά του διαχωρισμού μεταξύ πλούσιων και φτωχών, κυβερνώντων και κυβερνωμένων, μορφωμένων και αδαών, βρίσκεται ο διαχωρισμός μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Ο εργοδηγός συνήθως απαλλάσσεται από τη χειρωνακτική εργασία, η οποία έχει πια στιγματιστεί. Η Βίβλος μιλάει για «Πελεκητές ξύλου και κουβαλητές νερού», τις μάζες που έχουν εξαιρεθεί από την κουλτούρα, την οποία περικλείει ένα πέπλο μυστηρίου και μαγείας. Τα μυστικά της είναι στενά περιφρουρημένα από μια κάστα ιερέων και γραμματέων οι οποίοι κατείχαν το μονοπώλιο.

Και εδώ βλέπουμε ήδη τα περιγράμματα της ταξικής κοινωνίας, το διαχωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις: εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Σε μια κοινωνία που η Τέχνη, η επιστήμη και η κυβέρνηση αποτελούν μονοπώλιο μιας μειονότητας. Αυτή η μειονότητα θα χρησιμοποιήσει και θα καταχραστεί τη θέση της για προσωπικό της όφελος. Αυτό είναι το πιο θεμελιώδες μυστικό της ταξικής κοινωνίας και έχει παραμείνει το ίδιο τα τελευταία 12.000 χρόνια.

Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, έχουν υπάρξει θεμελιώδεις αλλαγές στη μορφή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Αλλά οι θεμελιώδεις σχέσεις μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, πλούσιων και φτωχών, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων έχουν παραμείνει ίδιες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρότι οι μορφές διακυβέρνησης έχουν γνωρίσει πολλές αλλαγές, το κράτος παρέμεινε αυτό που ήταν πάντα: ένα εργαλείο καταναγκασμού και μια έκφραση της ταξικής κυριαρχίας.

Την άνοδο και την πτώση της δουλοκτητικής κοινωνίας ακολούθησε η φεουδαρχία στην Ευρώπη, η οποία με τη σειρά της εκτοπίστηκε από τον καπιταλισμό. Η άνοδος της μπουρζουαζίας, η οποία ξεκίνησε στις κωμοπόλεις και τις πόλεις της Ιταλίας και της Ολλανδίας, έφτασε σε αποφασιστικό σημείο με τις αστικές επαναστάσεις της Ολλανδίας και της Αγγλίας, τον 16ο και τον 17ο αιώνα, και με τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση το 1789-93. Όλες αυτές οι ανατροπές συνοδεύτηκαν από πρωτοφανείς αλλαγές στην κουλτούρα, την τέχνη, τη λογοτεχνία, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία.

Το κράτος

Το κράτος είναι μια εξειδικευμένη κατασταλτική δύναμη, η οποία στέκεται πάνω από την κοινωνία και ολοένα αποξενώνεται απ’ αυτήν. Η δύναμη αυτή έχει τις ρίζες της στο μακρινό παρελθόν. Η καταγωγή του κράτους, ωστόσο, ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες. Ανάμεσα στους Γερμανούς και τους ιθαγενείς Αμερικανούς προήλθε από το λόχο, ο οποίος συγκεντρωνόταν γύρω από το πρόσωπο του πολέμαρχου. Έτσι συνέβη επίσης στους Έλληνες, όπως βλέπουμε στα επικά ποιήματα του Ομήρου.

Στην αρχή, οι αρχηγοί των φυλών απολάμβαναν κύρος λόγω της προσωπικής τους γενναιότητας, της σοφίας και άλλων προσωπικών αρετών. Σήμερα, η δύναμη της άρχουσας τάξης δεν έχει καμία σχέση με τις προσωπικές αρετές των ηγετών, όπως συνέβαινε την Εποχή της Βαρβαρότητας. Βασίζεται σε αντικειμενικές κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις, καθώς και στη δύναμη του χρήματος. Τα χαρακτηριστικά κάθε ηγέτη μπορεί να είναι καλά, κακά ή αδιάφορα, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία.

Ήδη στις πιο πρώιμες μορφές ταξικών κοινωνιών, το κράτος παρουσιάστηκε σαν ένα τέρας, το οποίο κατασπάραζε τεράστια αποθέματα εργασίας, καταπίεζε τις μάζες και τους στερούσε κάθε δικαίωμα. Ταυτοχρόνως, αναπτύσσοντας τον καταμερισμό της εργασίας, οργανώνοντας την κοινωνία και χρησιμοποιώντας τη συνεργασία σε ανώτερο από κάθε άλλη φορά επίπεδο, το κράτος κατέστησε δυνατό να κινητοποιηθεί ένα τεράστιο κομμάτι εργατικής δύναμης και έτσι ανύψωσε την ανθρώπινη παραγωγική εργασία σε πρωτοφανή ύψη.

Στη βάση τους, όλα αυτά εξαρτιόνταν από την εργασία των αγροτικών μαζών. Το κράτος χρειαζόταν μεγάλο αριθμό χωρικών οι οποίοι να πληρώνουν φόρους και να παρέχουν καταναγκαστική εργασία -τους δύο πυλώνες πάνω στους οποίους βασιζόταν η κοινωνία. Όποιος ελέγχει αυτό το σύστημα παραγωγής, ελέγχει την εξουσία και το κράτος. Η καταγωγή της κρατικής εξουσίας έχει λοιπόν τις ρίζες της στις σχέσεις παραγωγής, όχι στις προσωπικές αρετές. Η κρατική εξουσία σε τέτοιες κοινωνίες ήταν αναγκαστικά συγκεντρωτική και γραφειοκρατική. Αρχικά, είχε θρησκευτικό χαρακτήρα και ήταν αναμεμιγμένη με την εξουσία της κάστας των ιερέων. Στην κορυφή του βρισκόταν ο βασιλιάς-θεός και κάτω από αυτόν ένας στρατός αξιωματούχων, μανδαρίνοι, γραφείς, επόπτες κ.λπ. Η ίδια η ικανότητα της γραφής προκαλούσε δέος ως μια μυστηριώδη τέχνη, την οποία μόνο αυτοί οι λίγοι κατείχαν.

Επομένως, από πολύ νωρίς, τα γραφεία του κράτους μυθοποιούνται. Οι πραγματικές κοινωνικές σχέσεις παρουσιάζονται με μια αποξενωμένη μεταμφίεση. Αυτό συμβαίνει ακόμα. Στη Βρετανία, αυτή η παραπλάνηση καλλιεργείται συνειδητά μέσω των τελετών, της μεγαλοπρέπειας και της παράδοσης. Στις ΗΠΑ, καλλιεργείται με άλλα μέσα: τη λατρεία του προέδρου, ο οποίος εκπροσωπεί την ενσάρκωση της κρατικής εξουσίας. Ωστόσο, ουσιαστικά, κάθε μορφή κρατικής εξουσίας αντιπροσωπεύει την κυριαρχία μιας τάξης πάνω στην υπόλοιπη κοινωνία. Ακόμα και στην πιο δημοκρατική της μορφή, αποτελεί τη δικτατορία μιας μόνο τάξης -της άρχουσας τάξης- της τάξης που έχει στην κατοχή και στον έλεγχό της τα μέσα παραγωγής.

Το σύγχρονο κράτος είναι ένα γραφειοκρατικό τέρας, το οποίο κατασπαράζει ένα τεράστιο κομμάτι του πλούτου που παράγεται από την εργατική τάξη. Οι μαρξιστές συμφωνούν με τους αναρχικούς πως το κράτος είναι ένα τερατώδες όργανο καταπίεσης το οποίο πρέπει να εξαλειφθεί. Το ερώτημα είναι πώς, από ποιον και τι θα το αντικαταστήσει; Αυτά είναι θεμελιώδη ζητήματα για κάθε επανάσταση. Σε μια ομιλία για τον αναρχισμό, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε τη Ρωσική Επανάσταση, ο Τρότσκι συνόψισε πολύ επιτυχημένα τη θέση των μαρξιστών για το κράτος: «Η αστική τάξη λέει: μην αγγίζετε την εξουσία του κράτους, είναι το ιερό κληρονομικό προνόμιο των μορφωμένων τάξεων. Ενώ οι αναρχικοί λένε: μην το αγγίζετε, είναι μια καταχθόνια εφεύρεση, μια διαβολική μηχανή, μην έχετε καμιά σχέση μαζί του. Οι αστοί λένε, μην το αγγίζετε, είναι ιερό. Οι αναρχικοί λένε, μην το αγγίζετε, γιατί είναι αμαρτωλό. Και οι δυο τους λένε: μην το αγγίζετε. Εμείς όμως λέμε: μην το αγγίζετε απλά, πάρτε το στα χέρια σας, βάλτε το να δουλεύει για τα δικά σας συμφέροντα, για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και την απελευθέρωση της εργατικής τάξης». (Λέον Τρότσκι, «Πώς εξοπλίστηκε η Επανάσταση», Τομ.1, 1918).

Ο μαρξισμός εξηγεί ότι, σε τελική ανάλυση, το κράτος αποτελείται από ένοπλα σώματα ανδρών: το στρατό, την Αστυνομία, τα δικαστήρια και τις φυλακές. Ενάντια στις συγχυσμένες ιδέες των αναρχικών, ο Μαρξ υποστήριξε ότι οι εργάτες χρειάζονται ένα κράτος, προκειμένου να ξεπεράσουν την αντίσταση των εκμεταλλευτριών τάξεων. Αλλά αυτό το επιχείρημα του Μαρξ έχει διαστρεβλωθεί τόσο από τους αστούς όσο και από τους αναρχικούς. Ο Μαρξ μίλησε για τη «δικτατορία του προλεταριάτου», η οποία είναι απλώς ένας πιο ακριβής επιστημονικά όρος για την «πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης».

Στις μέρες μας, η λέξη δικτατορία έχει συνεπαγόμενες έννοιες που ήταν άγνωστες στον Μαρξ. Σε αυτήν την εποχή που έχει γνωρίσει τα τρομερά εγκλήματα του Χίτλερ και του Στάλιν, ανασύρει στη μνήμη τις εφιαλτικές εικόνες ενός ολοκληρωτικού τέρατος, στρατόπεδα συγκέντρωσης και μυστική Αστυνομία. Αλλά αυτά τα πράγματα δεν υπήρχαν ούτε στη φαντασία στις μέρες του Μαρξ. Γι’ αυτόν, η λέξη δικτατορία προήλθε από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που σήμαινε μια κατάσταση στην οποία οι συνηθισμένοι κανόνες διακυβέρνησης προσωρινά παραμερίζονταν σε καιρό πολέμου.

Ο Ρωμαίος δικτάτορας («κάποιος που διατάζει») ήταν ένας έκτακτος δικαστής (magistratus extraordinarius) με την απόλυτη εξουσία να εκτελεί καθήκοντα πέρα από τα συνηθισμένα ενός δικαστή. Το αξίωμα αρχικά ονομαζόταν magister populi (λαϊκός άρχοντας), δηλαδή, άρχοντας του στρατού των πολιτών. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για ένα στρατιωτικό ρόλο, ο οποίος σχεδόν πάντα περιελάμβανε την καθοδήγηση ενός στρατού. Όταν η καθορισμένη περίοδος έληγε, ο δικτάτορας αποσυρόταν. Η ιδέα μιας ολοκληρωτικής δικτατορίας, όπως η Ρωσία του Στάλιν, κατά την οποία το κράτος θα καταπίεζε την εργατική τάξη για χάρη των συμφερόντων μιας προνομιούχας κάστας γραφειοκρατών, θα είχε τρομοκρατήσει τον Μαρξ.

Το δικό του μοντέλο ήταν απολύτως διαφορετικό. Ο Μαρξ βάσισε την ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου στην Παρισινή Κομμούνα του 1871. Εδώ, για πρώτη φορά, οι λαϊκές μάζες, με τους εργάτες επικεφαλής, ανέτρεψαν το παλιό κράτος και ξεκίνησαν επιτέλους το έργο της κοινωνικής αλλαγής. Χωρίς κανένα ξεκάθαρο σχέδιο δράσης, ηγεσία ή οργάνωση, οι μάζες επέδειξαν εκπληκτικό βαθμό θάρρους, πρωτοβουλίας και δημιουργικότητας. Συνοψίζοντας την εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας, ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξήγησαν: «Ένα πράγμα ειδικά αποδείχτηκε από την Κομμούνα, ότι δηλαδή ‘‘η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να καταλάβει τον έτοιμο κρατικό μηχανισμό και να τον βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς’’…». (Πρόλογος στη γερμανική έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» του 1871).

Η μετάβαση στο σοσιαλισμό -μια ανώτερη μορφή κοινωνίας βασισμένη στη γνήσια δημοκρατία και την αφθονία για όλους- μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ενεργούς συμμετοχής της εργατικής τάξης στη διοίκηση της κοινωνίας, της βιομηχανίας και του κράτους. Δεν είναι κάτι που θα παραχωρηθεί στους εργάτες από καλοσυνάτους καπιταλιστές ή γραφειοκράτες μανδαρίνους.

Την εποχή του Λένιν και του Τρότσκι, το σοβιετικό κράτος ήταν δομημένο με σκοπό να διευκολύνει τη συμμετοχή των εργατών στα καθήκοντα του ελέγχου και της λογιστικής, ώστε να εξασφαλιστεί αδιάκοπη πρόοδος στη μείωση των «ειδικών λειτουργιών» της γραφειοκρατίας και της εξουσίας του. Αυστηρά όρια περιόριζαν τους μισθούς, την εξουσία και τα προνόμια των αξιωματούχων, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία μιας προνομιούχας κάστας.

Το εργατικό κράτος, το οποίο εγκαθιδρύθηκε από την Μπολσεβίκικη Επανάσταση το 1917, δεν ήταν ούτε γραφειοκρατικό ούτε ολοκληρωτικό. Αντίθετα, πριν η σταλινική γραφειοκρατία σφετεριστεί τον έλεγχο από τις μάζες, ήταν το πιο δημοκρατικό κράτος που υπήρξε ποτέ. Οι βασικές αρχές της σοβιετικής εξουσίας δεν εφευρέθηκαν από τον Μαρξ ή τον Λένιν. Βασίστηκαν στη συγκεκριμένη εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας, τις οποίες επεξεργάστηκε αργότερα και ο Λένιν.

Ο Λένιν ήταν ο ορκισμένος εχθρός της γραφειοκρατίας. Πάντα τόνιζε ότι το μόνο κράτος που χρειάζεται το προλεταριάτο είναι «δομημένο με τέτοιο τρόπο, ώστε θα αρχίσει αμέσως να απονεκρώνεται και δεν θα μπορεί παρά να απονεκρωθεί». Ένα γνήσιο εργατικό κράτος δεν έχει τίποτα κοινό με το γραφειοκρατικό τέρας το οποίο υπάρχει σήμερα, και ακόμα λιγότερο με αυτό που υπήρξε στη σταλινική Ρωσία. Οι βασικές συνθήκες για την εργατική δημοκρατία διατυπώθηκαν σε ένα από τα πιο σημαντικά έργα του Λένιν, το «Κράτος και επανάσταση»:

Ελεύθερες και δημοκρατικές εκλογές, με το δικαίωμα της ανάκλησης όλων των αξιωματούχων.
Κανένας αξιωματούχος να μη λαμβάνει μισθό υψηλότερο από αυτόν ενός ειδικευμένου εργάτη.
Όχι μόνιμος στρατός ή αστυνομική δύναμη, αλλά ένοπλος λαός.
Σταδιακά, όλα τα διοικητικά καθήκοντα να εκτελούνται εκ περιτροπής από όλους. «Κάθε μάγειρας θα πρέπει να μπορεί να γίνει πρωθυπουργός. Όταν όλοι με τη σειρά είναι ‘‘γραφειοκράτες’’, κανένας δεν μπορεί να γίνει γραφειοκράτης».
Αυτές ήταν οι προϋποθέσεις που όρισε ο Λένιν, όχι για τον ολοκληρωμένο σοσιαλισμό ή κομμουνισμό, αλλά για την πολύ αρχική περίοδο ενός εργατικού κράτους -την περίοδο της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Τα σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών αντιπροσώπων ήταν εκλεγμένα συμβούλια, τα οποία αποτελούνταν όχι από επαγγελματίες πολιτικούς και γραφειοκράτες, αλλά από απλούς εργάτες, αγρότες και στρατιώτες. Δεν ήταν μια ξένη δύναμη η οποία βρισκόταν πάνω από την κοινωνία, αλλά μια δύναμη η οποία βασιζόταν στην άμεση πρωτοβουλία του λαού από κάτω. Οι νόμοι της δεν ήταν σαν τους νόμους που θεσπίζονται από μια καπιταλιστική κρατική εξουσία. Ήταν ένα εντελώς διαφορετικό είδος εξουσίας από αυτό που υπάρχει γενικά στις κοινοβουλευτικές αστικές δημοκρατίες του τύπου που ακόμα επικρατεί στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Η εξουσία αυτή ήταν του ίδιου είδους με την Παρισινή Κομμούνα του 1871.

Είναι αλήθεια ότι, σε συνθήκες αποκρουστικής καθυστέρησης, φτώχειας και αναλφαβητισμού, η ρωσική εργατική τάξη δεν μπόρεσε να κρατήσει την εξουσία που είχε κατακτήσει. Η επανάσταση υπέστη μια διαδικασία γραφειοκρατικού εκφυλισμού, που οδήγησε στην εδραίωση του σταλινισμού. Σε αντίθεση με τα ψέματα των αστών ιστορικών, ο σταλινισμός δεν ήταν το προϊόν του μπολσεβικισμού, αλλά ο χειρότερος εχθρός του. Ο Στάλιν έχει περίπου την ίδια σχέση με τον Μαρξ και τον Λένιν όσο ο Ναπολέων με τους Ιακωβίνους ή ο Πάπας με τους πρώτους χριστιανούς.

Η νεαρή Σοβιετική Ένωση δεν ήταν στην πραγματικότητα καθόλου ένα κράτος με την έννοια που συνήθως καταλαβαίνουμε, παρά μόνο η οργανωμένη έκφραση της επαναστατικής δύναμης του εργαζόμενου λαού. Για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Μαρξ, ήταν ένα «ημι-κράτος», ένα κράτος σχεδιασμένο έτσι ώστε τελικά να απονεκρωθεί και να διαλυθεί μέσα στην κοινωνία, ανοίγοντας το δρόμο για τη συλλογική διοίκηση της κοινωνίας για το συμφέρων όλων, χωρίς βία ή καταναγκασμό. Αυτή, και μόνο αυτή, είναι η γνήσια μαρξιστική αντίληψη ενός εργατικού κράτους.

Η άνοδος της αστικής τάξης

Ο Τρότσκι επισήμανε ότι η επανάσταση είναι η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η άνοδος της αστικής τάξης στην Ιταλία, την Ολλανδία, την Αγγλία και αργότερα στη Γαλλία συνοδεύτηκε από μια εξαιρετική άνθηση του πολιτισμού, της Τέχνης και της επιστήμης. Στις χώρες στις οποίες η αστική επανάσταση θριάμβευσε, κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνολογίας συμπληρώθηκε με παράλληλη ανάπτυξη της επιστήμης και της φιλοσοφίας, η οποία υπονόμευσε την ιδεολογική κυριαρχία της Εκκλησίας για πάντα.

Αντιθέτως, στις χώρες στις οποίες οι δυνάμεις της φεουδαρχικής-καθολικής αντίδρασης στραγγάλισαν το έμβρυο της νέας κοινωνίας, μέσα στη μήτρα, ήταν καταδικασμένες να υποφέρουν τον εφιάλτη μιας μακράς και άδοξης περιόδου εκφυλισμού, παρακμής και αποσύνθεσης. Το παράδειγμα της Ισπανίας είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό.

Στην εποχή της ανόδου του καπιταλισμού, όταν ακόμα η αστική τάξη αντιπροσώπευε μια προοδευτική δύναμη στην Ιστορία, οι πρώτοι ιδεολόγοι της αστικής τάξης είχαν να διεξάγουν ένα σκληρό αγώνα κατά των ιδεολογικών προμαχώνων της φεουδαρχίας, αρχής γενομένης από την Καθολική Εκκλησία. Πολύ πριν από την ανατροπή της εξουσίας των φεουδαρχών, η αστική τάξη, με τη μορφή των πιο συνειδητών και επαναστατικών εκπροσώπων της, αναγκάστηκε να σπάσει τις ιδεολογικές τους άμυνες: δηλαδή το φιλοσοφικό και το θρησκευτικό πλαίσιο τα οποία είχαν αναπτυχθεί γύρω από την Εκκλησία, αλλά και το μαχητικό χέρι του, την Ιερά Εξέταση.

Η άνοδος του καπιταλισμού ξεκίνησε από την Ολλανδία και τις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας. Συνοδευόταν από νέες αντιλήψεις, οι οποίες σταδιακά αποκρυσταλλώθηκαν σε μια καινούργια ηθική και σε νέες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Κατά την εποχή της φεουδαρχίας, η οικονομική δύναμη εκφραζόταν με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης. Τα χρήματα έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο. Όμως, η αύξηση του εμπορίου και της βιοτεχνίας και οι αναδυόμενες σχέσεις αγοράς που τη συνόδευαν έδωσαν στα χρήματα ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Ξεπρόβαλαν μεγάλες τραπεζικές οικογένειες, όπως οι Fuggers, οι οποίοι αμφισβήτησαν την ισχύ των βασιλιάδων.

Οι αιματηροί θρησκευτικοί πόλεμοι κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα ήταν απλώς η εξωτερική έκφραση των βαθύτερων ταξικών συγκρούσεων. Το μόνο δυνατό αποτέλεσμα αυτών των αγώνων ήταν η άνοδος της αστικής τάξης στην εξουσία και οι νέες (καπιταλιστικές) σχέσεις παραγωγής. Αλλά οι ηγέτες αυτών των αγώνων δεν είχαν καμία εκ των προτέρων συνείδηση αυτού του γεγονότος.

Η Αγγλική Επανάσταση του 1640-1660 υπήρξε ένας μεγάλος κοινωνικός μετασχηματισμός. Το παλιό φεουδαρχικό καθεστώς καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε με μια νέα, καπιταλιστική κοινωνική τάξη. Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν ένας ταξικός πόλεμος, ο οποίος ανέτρεψε το δεσποτισμό του Καρόλου Α’ και την αντιδραστική φεουδαρχική τάξη η οποία βρισκόταν πίσω του. Το κοινοβούλιο εκπροσωπούσε τις νέες, ανερχόμενες μεσαίες τάξεις της πόλης και της υπαίθρου, οι οποίες αμφισβήτησαν και νίκησαν το παλαιό καθεστώς, κόβοντας το κεφάλι του βασιλιά και καταργώντας τη Βουλή των Λόρδων στην πορεία.

Αντικειμενικά, ο Όλιβερ Κρόμγουελ έθετε τις βάσεις για την κυριαρχία της αστικής τάξης στην Αγγλία. Αλλά, προκειμένου να υλοποιηθεί αυτό, για να φύγουν από τη μέση όλα τα φεουδαρχικά-μοναρχικά σκουπίδια, έπρεπε πρώτα να παραμερίσει τη δειλή αστική τάξη, να διαλύσει το κοινοβούλιό της και να βασιστεί στη μικρή μπουρζουαζία, τους μικρούς αγρότες της Ανατολικής Αγγλίας, την τάξη που και ο ίδιος ανήκε, αλλά και στις πληβειακές και ημι-προλεταριακές μάζες της πόλης και της υπαίθρου.

Τοποθετώντας τον εαυτό του επικεφαλής του επαναστατικού στρατού, ο Κρόμγουελ ερέθισε το μαχητικό πνεύμα των μαζών με αναφορές στη Βίβλο, τους αγίους και το βασίλειο του Θεού πάνω στη Γη. Οι στρατιώτες του δεν πήγαιναν στη μάχη κάτω από τη σημαία του ενοικίου, των τόκων και των κερδών, αλλά τραγουδώντας θρησκευτικούς ύμνους. Αυτό το ευαγγελικό πνεύμα, το οποίο απέκτησε σύντομα ένα επαναστατικό (και μερικές φορές ακόμη και κομμουνιστικό) περιεχόμενο, ήταν εκείνο που τελικά ενέπνευσε τις μάζες να αγωνιστούν με τεράστιο θάρρος και ενθουσιασμό απέναντι στους «απίστους».

Ωστόσο, όταν ανέλαβε την εξουσία, ο Κρόμγουελ δεν μπορούσε να πάει πέρα από τα όρια που καθορίζονταν από την Ιστορία, αλλά και τα αντικειμενικά όρια των παραγωγικών δυνάμεων της εποχής. Έτσι, αναγκάστηκε να στραφεί εναντίον της αριστερής πτέρυγας, καταστέλλοντας τους Levellers με τη βία, και να ακολουθήσει μια πολιτική που ευνοούσε την αστική τάξη και την ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας στην Αγγλία. Στο τέλος, ο Κρόμγουελ κατάργησε το κοινοβούλιο και κυβέρνησε ως δικτάτορας μέχρι το θάνατό του, όταν η αγγλική αστική τάξη, φοβούμενη ότι η επανάσταση είχε πάει πολύ μακριά και θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την ιδιοκτησία, επανέφερε τους Στιούαρτ στο θρόνο.

Η Γαλλική Επανάσταση του 1789-1793 στάθηκε σε ένα ποιοτικά ανώτερο επίπεδο. Αντί της θρησκείας, οι Ιακωβίνοι προέταξαν τη λογική. Πάλεψαν κάτω από τη σημαία της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφότητας, για να ξεσηκώσουν τις πληβειακές και ημι-προλεταριακές μάζες απέναντι στη φεουδαρχική αριστοκρατία και τη μοναρχία.

Πολύ πριν ρίξει τα τρομερά τείχη της Βαστίλης, είχε ανατρέψει τα αόρατα, αλλά όχι λιγότερο τρομερά, τείχη της Εκκλησίας και της θρησκείας. Αλλά όταν η γαλλική αστική τάξη έγινε η άρχουσα τάξη, αντιμέτωπη με τη νέα επαναστατική τάξη, το προλεταριάτο, ξέχασε γρήγορα την ορθολογιστική και αθεϊστική μέθη της νεολαίας της.

Μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου, οι νικητές, υποστηρικτές της ιδιοκτησίας λαχταρούσαν τη σταθερότητα. Αναζητώντας τις φόρμουλες της σταθερότητας και μια συντηρητική ιδεολογία η οποία θα δικαιολογούσε τα προνόμιά τους, γρήγορα ανακάλυψαν ξανά τη γοητεία της Αγίας Μητέρας Εκκλησίας. Η τελευταία, με την εξαιρετική ικανότητά της να προσαρμόζεται, έχει καταφέρει να επιβιώσει δύο χιλιετίες, παρ’ όλες τις κοινωνικές αλλαγές οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί. Η Καθολική Εκκλησία σύντομα χαιρέτισε τον νέο κύριο και προστάτη της και καθαγίασε το μεγάλο κεφάλαιο, με τον ίδιο τρόπο που το είχε κάνει για την εξουσία φεουδαρχών μοναρχών και δουλοκτητών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Μια καρικατούρα του μαρξισμού

Στο κλασικό έργο του, «Τι είναι η Ιστορία;», ο Άγγλος ιστορικός, Ε. Καρ, υποστήριξε ότι τα ιστορικά γεγονότα «πάντα διαθλώνται μέσα από το μυαλό του ιστορικού» και ότι θα πρέπει κανείς να «μελετήσει τον ιστορικό, πριν ξεκινήσει να μελετά τα γεγονότα». Με αυτό εννοούσε ότι η αφήγηση της Ιστορίας δεν μπορεί να διαχωριστεί από την άποψη, πολιτική ή άλλη, τόσο του συγγραφέα και του αναγνώστη όσο και της εποχής που ζουν ή έζησαν.

Λέγεται συχνά ότι η Ιστορία γράφεται από τους νικητές. Με άλλα λόγια, η επιλογή και η ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων διαμορφώνονται από το πραγματικό αποτέλεσμα αυτών των συγκρούσεων, που επηρεάζουν τον ιστορικό και με τη σειρά της, την αντίληψή του τι ο αναγνώστης θέλει να διαβάσει. Παρά τις αξιώσεις των αστών ιστορικών, για μια υποτιθέμενη αντικειμενικότητα, η συγγραφή της Ιστορίας αντικατοπτρίζει αναπόφευκτα μια ταξική σκοπιά. Είναι αδύνατο να μην έχει κάποιος μια κάποιου είδους άποψη σχετικά με τα γεγονότα που περιγράφονται. Το να ισχυριστεί το αντίθετο, είναι προσπάθεια εξαπάτησης του αναγνώστη.

Όταν οι μαρξιστές βλέπουν την κοινωνία, δεν προσποιούνται ότι είναι ουδέτεροι, αλλά ασπάζονται ανοιχτά τους σκοπούς της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού. Ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει καθόλου την επιστημονική αντικειμενικότητα. Ένας χειρουργός ο οποίος πραγματοποιεί μια κρίσιμη επέμβαση είναι επίσης αφοσιωμένος στη διάσωση της ζωής του ασθενούς του. Απέχει πολύ από το να είναι «ουδέτερος» για το αποτέλεσμα. Αλλά, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, θα διακρίνει με τη μεγαλύτερη προσοχή τα διαφορετικά επίπεδα του οργανισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι μαρξιστές θα προσπαθήσουν να παράγουν την πλέον ακριβή και επιστημονική ανάλυση των κοινωνικών διαδικασιών, προκειμένου να είναι σε θέση να επηρεάσουν επιτυχώς το αποτέλεσμα. Ωστόσο, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή σειρά από γεγονότα, «το ένα μετά το άλλο», αλλά με τη συνειδητή προσπάθεια να παρατηρηθούν οι γενικές διαδικασίες οι οποίες εμπλέκονται και να εξηγηθούν.

Απ’ αυτό μπορούμε να δούμε ότι η ροή και η κατεύθυνση της Ιστορίας έχουν διαμορφωθεί -και συνεχίζουν να διαμορφώνονται- από τους αγώνες διαδοχικών κοινωνικών τάξεων να πλάσουν την κοινωνία προς τα συμφέροντά τους και από τις συγκρούσεις μεταξύ των τάξεων που απορρέουν απ’ αυτό το γεγονός.

Πολύ συχνά γίνονται προσπάθειες δυσφήμησης του μαρξισμού μέσω της προσφυγής σε μια καρικατούρα της μεθόδου του για την ιστορική ανάλυση. Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο από την κατασκευή ενός αχυρένιου σκιάχτρου με σκοπό να ριχτεί πάλι κάτω. Η συνήθης διαστρέβλωση είναι ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανάγουν τα πάντα στην οικονομία. Αυτή η πατενταρισμένη ανοησία έλαβε πολλές φορές απάντηση από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, όπως για παράδειγμα στο ακόλουθο απόσπασμα της επιστολής του Ένγκελς στον Μπλοχ:

«Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, το τελικό καθοριστικό στοιχείο στην Ιστορία είναι η παραγωγή και αναπαραγωγή της ζωής. Ούτε ο Μαρξ ούτε εγώ έχουμε ισχυριστεί κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Ως εκ τούτου, εάν κάποιος το διαστρεβλώνει αυτό έτσι που να προκύπτει ότι το οικονομικό στοιχείο είναι το μόνο καθοριστικό, μετατρέπει αυτήν τη θέση μας σε μια, χωρίς νόημα, αφηρημένη και παράλογη φράση».

Ο ιστορικός υλισμός δεν έχει τίποτε το κοινό με τη μοιρολατρία. Οι άνδρες και οι γυναίκες δεν αποτελούν απλές μαριονέτες τυφλών ιστορικών δυνάμεων. Αλλά ούτε είναι και εντελώς ελεύθεροι παράγοντες, ικανοί να διαμορφώνουν το πεπρωμένο τους ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες συνθήκες που επιβάλλονται από το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης, της επιστήμης και της τεχνικής, οι οποίες σε τελική ανάλυση καθορίζουν αν ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα είναι βιώσιμο ή όχι. Για να παραθέσουμε τον Ένγκελς: «Οι άνθρωποι φτιάχνουν οι ίδιοι την ιστορία τους, όποια κι αν είναι η έκβασή της, με την έννοια πως κάθε άτομο ακολουθεί τον δικό του επιθυμητό σκοπό, και είναι ακριβώς το αποτέλεσμα αυτών των πολλών θελήσεων που δρουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις και της πολλαπλής τους επίδρασης στον εξωτερικό κόσμο, εκείνο που συνιστά την Ιστορία». (Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ).

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέκριναν επανειλημμένως τον επιφανειακό τρόπο με τον οποίο ορισμένοι άνθρωποι έκαναν κατάχρηση της μεθόδου του ιστορικού υλισμού. Στην επιστολή του προς τον Κόνραντ Σμιντ, με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1890, ο Ένγκελς γράφει: «Σε γενικές γραμμές, η λέξη ‘‘υλιστικός’’ χρησιμεύει σε πολλούς από τους νεότερους συγγραφείς στη Γερμανία ως μια απλή φράση, με την οποία χαρακτηρίζουν χωρίς περαιτέρω μελέτη οτιδήποτε και τα πάντα, δηλαδή προσκολλούν αυτό το χαρακτηρισμό και μετά καταπιάνονται με το εκάστοτε ζήτημα. Αλλά η αντίληψή μας για την Ιστορία είναι πάνω απ’ όλα ένας οδηγός για να τη μελετήσουμε, όχι ένας μοχλός για την κατασκευή της κατά τον τρόπο των χεγκελιανών. Όλη η Ιστορία πρέπει να μελετηθεί από την αρχή· οι συνθήκες ύπαρξης των διαφόρων κοινωνικών σχηματισμών πρέπει να εξετάζονται ανεξάρτητα, προτού γίνει η απόπειρα να συναχθούν από τις πολιτικές, νομικές, αισθητικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές κ.λπ. αντιλήψεις, οι οποίες αντιστοιχούν σ’ αυτές. Μέχρι τώρα, λίγα μόνο έχουν γίνει εδώ, διότι μόνο λίγοι άνθρωποι έχουν ασχοληθεί με ένα σοβαρό τρόπο. Σε αυτόν τον τομέα μπορούμε να αξιοποιήσουμε πολλή βοήθεια, είναι πάρα πολύ μεγάλο αντικείμενο, και όποιος θα εργαστεί σοβαρά μπορεί να επιτύχει πολλά και να διακριθεί. Αλλά, αντ’ αυτού, πάρα πολλοί από τους νεότερους Γερμανούς απλώς χρησιμοποιούν τη φράση ‘‘ιστορικός υλισμός’’ (οτιδήποτε μπορεί να μετατραπεί σε μια ανούσια φράση) μόνο και μόνο για να κατασκευάσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται ένα τακτοποιημένο σύστημα για τη δική τους σχετικά φτωχή ιστορική γνώση -καθώς η οικονομική ιστορία εξακολουθεί να είναι ακόμη στα σπάργανά της!- και στη συνέχεια θεωρούν πως έκαναν κάτι καταπληκτικό. Και ύστερα απ’ όλα αυτά, μπορεί να εμφανιστεί ένας Μπαρθ (σ.σ.: αναφέρεται στον Πολ Μπαρθ) και να επιτεθεί στον ίδιο τον υλισμό, ο οποίος μέσα σε αυτήν τη διαδικασία έχει όντως υποβιβαστεί σε μια απλή φράση». (Μαρξ και Ένγκελς, «Άπαντα», αγγλική έκδοση, τόμος 49, σελ. 8).

Σε μια άλλη επιστολή προς τον Κόνραντ Σμιντ, με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1890, ο Ένγκελς γράφει: «Αυτό που λείπει απ’ αυτούς τους κυρίους είναι η διαλεκτική. Ποτέ δεν βλέπουν τίποτε άλλο, παρά μόνο αίτια εδώ και αποτελέσματα εκεί. Το ότι αυτό είναι μια κούφια αφαίρεση, το ότι τέτοια μεταφυσικά πολικά αντίθετα υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο μόνο κατά τη διάρκεια κρίσεων, ενώ το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας εξελίσσεται με τη μορφή της αλληλεπίδρασης (αν και πολύ άνισων δυνάμεων, η οικονομική κίνηση είναι μακράν η πιο ισχυρή, πιο στοιχειώδης και πιο καθοριστική) και ότι τότε τα πάντα είναι σχετικά και τίποτα δεν είναι απόλυτο -αυτό δεν μπορούν να το δουν. Ο Χέγκελ δεν υπήρξε ποτέ γι’ αυτούς». (ό.π., σελ. 59).

Ο μαρξισμός δεν αρνείται το ζήτημα των ιδεών, αλλά επιδιώκει να εξετάσει τα αίτια που τις αναδεικνύουν. Αντιστοίχως, δεν αμφισβητεί το ρόλο του ατόμου ή ακόμη και της τύχης, αλλά αντιθέτως τα τοποθετεί στο σωστό πλαίσιό τους. Ένα αυτοκινητικό δυστύχημα ή μια αδέσποτη σφαίρα μπορούν πράγματι να καταφέρουν να αλλάξουν την πορεία της Ιστορίας, αλλά σίγουρα δεν αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις.

Ο Χέγκελ εξήγησε ότι η αναγκαιότητα εκφράζεται μέσα από το τυχαίο. Η σφαίρα του δολοφόνου που σκότωσε τον αρχιδούκα Φερδινάνδο στο Σαράγεβο ήταν ένα ιστορικό ατύχημα το οποίο λειτούργησε ως καταλύτης για την έναρξη των εχθροπραξιών, οι οποίες προετοιμάζονταν για καιρό ως αποτέλεσμα των ανυπέρβλητων οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών αντιθέσεων ανάμεσα στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις πριν από το 1914.

Μαρξιστική φιλοσοφία

Αυτό μας φέρνει στο κεντρικό ζήτημα της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Στα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς δεν έχουμε ένα πλήρες φιλοσοφικό σύστημα, όπως αυτό του Χέγκελ, αλλά μια σειρά από λαμπρές ιδέες και υποδείξεις, οι οποίες, αν είχαν αναπτυχθεί, θα αποτελούσαν πολύτιμη προσθήκη στο μεθοδολογικό οπλοστάσιο της επιστήμης. Δυστυχώς, μια τέτοια εργασία δεν έχει υλοποιηθεί ποτέ με ένα σοβαρό τρόπο.

Παρουσιάζεται μια δυσκολία για όποιον επιθυμεί να μελετήσει τον διαλεκτικό υλισμό σε βάθος. Παρά την τεράστια σημασία του θέματος, δεν υπάρχει ένα ενιαίο βιβλίο του Μαρξ και του Ένγκελς, το οποίο να ασχολείται με το ζήτημα με ολοκληρωμένο τρόπο. Ωστόσο, η διαλεκτική μέθοδος είναι εμφανής σε όλα τα γραπτά του Μαρξ. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα εφαρμογής της διαλεκτικής σε ένα συγκεκριμένο πεδίο (στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας) είναι οι τρεις τόμοι του «Κεφαλαίου».

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Μαρξ είχε την πρόθεση να γράψει ένα βιβλίο για τον διαλεκτικό υλισμό, αλλά αποδείχθηκε αδύνατο λόγω της δουλειάς του πάνω στο «Κεφάλαιο». Εκτός απ’ αυτό το μνημειώδες έργο, ο Μαρξ παρήγαγε αρκετά πολιτικά κείμενα και είχε ενεργό συμμετοχή στο εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα στη δημιουργία της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (της Πρώτης Διεθνούς). Όλα αυτά τον κρατούσαν διαρκώς απασχολημένο, ενώ το έργο του διακοπτόταν συχνά από περιόδους ασθένειας, οι οποίες οφείλονταν στις άθλιες συνθήκες διαβίωσής του, την κακή διατροφή και την εξάντληση.

Μετά το θάνατο του Μαρξ, ο Ένγκελς σχεδίαζε να γράψει το βιβλίο για τη φιλοσοφία, το οποίο δεν μπόρεσε να γράψει ο φίλος του. Μας άφησε μια πολύτιμη κληρονομιά από γραπτά πάνω στη μαρξιστική φιλοσοφία, όπως: «Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας», «Αντι-Ντίρινγκ» και «Η διαλεκτική της φύσης». Αλλά, δυστυχώς, ούτε ο Ένγκελς κατάφερε να γράψει το οριστικό βιβλίο για τη μαρξιστική φιλοσοφία, για διάφορους λόγους.

Πρώτον, η εμφάνιση ενός οπορτουνιστικού ρεύματος μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, στη Γερμανία, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την επιστημονική του έρευνα, προκειμένου να γράψει μια πολεμική ενάντια στον οπορτουνισμό, η οποία έχει γίνει ένα από τα κλασικά έργα του μαρξισμού. Αυτό ήταν το περίφημο «Αντι-Ντίρινγκ», το οποίο, μεταξύ άλλων, αποτελεί και μια εξαίσια συμβολή στη μαρξιστική φιλοσοφία.
Αργότερα, ο Ένγκελς επέστρεψε στις προπαρασκευαστικές μελέτες του για ένα ολοκληρωμένο και κατανοητό βιβλίο για τη φιλοσοφία. Ωστόσο, με το θάνατο του Μαρξ, στις 14 Μαρτίου 1883, ήταν και πάλι υποχρεωμένος να αναστείλει το έργο αυτό, για να δώσει προτεραιότητα στο δύσκολο έργο να βάλει σε σειρά και να ολοκληρώσει τα χειρόγραφα του δευτέρου και του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου».

Ο Μαρξ και ο Χέγκελ

Η διαλεκτική φιλοσοφία έφτασε στο υψηλότερο σημείο της με το έργο του Γερμανού ιδεαλιστή Χέγκελ. Η μεγάλη συμβολή του ήταν η εκ νέου ανακάλυψη της διαλεκτικής, η οποία αρχικά είχε εφευρεθεί από τους Έλληνες. Και την ανέβασε σε νέα ύψη. Ωστόσο, το έκανε αυτό με βάση τον ιδεαλισμό. Αυτό αποτέλεσε, σύμφωνα με τα λόγια του Ένγκελς, τη μεγαλύτερη «έκτρωση» στην Ιστορία. Όταν διαβάζει κάποιος Χέγκελ, έχει την αίσθηση μιας πραγματικά μεγάλης ιδέας, η οποία αγωνίζεται να ξεφύγει από το ζουρλομανδύα του ιδεαλιστικού μυστικισμού. Μπορεί να βρει κανείς εξαιρετικά εμβριθείς ιδέες και αναλαμπές μεγάλης διορατικότητας, αλλά θαμμένες κάτω από ένα σωρό από ιδεαλιστικές ανοησίες. Η ανάγνωση του Χέγκελ είναι μια εκνευριστική εμπειρία!

Ξανά και ξανά, αυτός ο μεγάλος στοχαστής ελκύεται προκλητικά κοντά σε μια υλιστική θέση. Αλλά την τελευταία στιγμή πάντα κάνει πίσω, φοβούμενος τις συνέπειες. Για το λόγο αυτό, η φιλοσοφία του Χέγκελ ήταν μη ικανοποιητική, αντιφατική, κακότεχνη και ελλιπής. Αφέθηκε έτσι στον Μαρξ και τον Ένγκελς να μεταφέρουν τη φιλοσοφία του Χέγκελ στη λογική της κατάληξη και, με τον τρόπο αυτό, να την αναιρέσουν εντελώς, αντικαθιστώντας τη με κάτι ποιοτικά ανώτερο.

Ο Χέγκελ ανέπτυξε την παραδοσιακή φιλοσοφία όσο ήταν αυτό δυνατό. Για να την προχωρήσει περαιτέρω, έπρεπε να πάει πέρα από τα όριά της, αναιρώντας τον εαυτό της στη διαδικασία. Η φιλοσοφία έπρεπε να επιστρέψει από τις νεφελώδεις σφαίρες της αφηρημένης σκέψης πίσω στον πραγματικό κόσμο των υλικών πραγμάτων, των ζωντανών αντρών και γυναικών, της πραγματικής Ιστορίας και των αγώνων, από τον οποίον είχε χωριστεί για πολύ καιρό.

Το πρόβλημα με τον Φόιερμπαχ και κάποιους άλλους αριστερούς χεγκελιανούς, όπως ο Μόουζες Χες, είναι ότι προσπάθησαν να αναιρέσουν τη φιλοσοφία του Χέγκελ, απορρίπτοντάς την τελείως. Η κίνηση του Χες στον υλισμό ήταν πολύ τολμηρή. Απαιτούνταν θάρρος, ειδικά στο δεδομένο πλαίσιο της γενικής ευρωπαϊκής αντίδρασης και του καταπιεστικού πρωσικού κράτους. Ήταν πηγή έμπνευσης για τους νεαρούς Μαρξ και Ένγκελς. Αλλά, τελικά, απέτυχε.

Κάποιος μπορεί να εξουδετερώσει έναν κόκκο σιταριού με το πόδι του. Αλλά η διαλεκτική έννοια της άρνησης δεν σημαίνει απλώς καταστροφή: συνίσταται σε μια καταστροφή, η οποία ταυτοχρόνως διατηρεί όλα αυτά που αξίζει να παραμείνουν. Ένας κόκκος του σιταριού μπορεί επίσης να «εξουδετερωθεί» με το να του επιτρέψεις να βλαστήσει.

Ο Χέγκελ επισήμανε ότι οι ίδιες λέξεις από το στόμα ενός εφήβου δεν έχουν την ίδια βαρύτητα, όπως στα χείλη ενός γέρου, ο οποίος έχει ζήσει τη ζωή του και συσσωρεύσει μεγάλη πείρα. Είναι το ίδιο με τη φιλοσοφία. Επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης, η φιλοσοφία δεν επαναλαμβάνει απλώς μια μεγάλη φάση η οποία έφτασε στο τέλος της. Δεν γίνεται «παιδική», μεταπηδώντας από τα γηρατειά σε νηπιακό στάδιο, αλλά επιστρέφει στις παλιές ιδέες των Ελλήνων της Ιωνίας, όπως αυτές έχουν εμπλουτιστεί από 2.000 χρόνια ιστορίας και ανάπτυξης της επιστήμης και του πολιτισμού.

Αυτή δεν είναι μια μηχανική κίνηση ενός γιγαντιαίου τροχού, μια παράλογη επανάληψη προηγούμενων σταδίων, όπως η ατελείωτη διαδικασία της αναγέννησης η οποία υπάρχει σε ορισμένες θρησκείες της Ανατολής, αλλά η άρνηση της άρνησης, η οποία αποτελεί την επιστροφή σε ένα προηγούμενο στάδιο ανάπτυξης, αλλά σε ποιοτικά υψηλότερο επίπεδο. Σε ένα σημείο που είναι το ίδιο, αλλά και ταυτοχρόνως τόσο διαφορετικό.

Ωστόσο, παρόλο που έφτασε σε κάποια βαθιά και σημαντικά συμπεράσματα, τα οποία κατά καιρούς πλησιάζουν τον υλισμό (για παράδειγμα στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας»), ο Χέγκελ παρέμεινε κρατούμενος στις ιδεαλιστικές ιδέες του. Ποτέ δεν κατάφερε να εφαρμόσει τη διαλεκτική του μέθοδο με ένα σωστό τρόπο στον πραγματικό κόσμο της κοινωνίας και της φύσης, επειδή, γι’ αυτόν, η μόνη πραγματική εξέλιξη ήταν αυτή στον κόσμο των ιδεών.

Η φιλοσοφική επανάσταση του Μαρξ

Από όλες τις θεωρίες του Μαρξ, καμία άλλη δεν έχει δεχθεί τόση επίθεση, δεν έχει παραμορφωθεί και συκοφαντηθεί τόσο πολύ όσο ο διαλεκτικός υλισμός. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού η θεωρία αυτή αποτελεί τη βάση και το θεμέλιο του μαρξισμού. Είναι, περισσότερο ή λιγότερο, η μέθοδος του επιστημονικού σοσιαλισμού. Ο μαρξισμός είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα πολιτικό πρόγραμμα και μια οικονομική θεωρία. Είναι μια φιλοσοφία, το μεγάλο εύρος της οποίας καλύπτει όχι μόνο την πολιτική και την ταξική πάλη, αλλά το σύνολο της ανθρώπινης Ιστορίας, την οικονομία, την κοινωνία, τη σκέψη και τη φύση.

Σήμερα, η ιδεολογία της αστικής τάξης βρίσκεται σε διαδικασία αποσύνθεσης, όχι μόνο στον τομέα της οικονομίας και της πολιτικής, αλλά και σε αυτόν της φιλοσοφίας. Κατά την περίοδο της ανόδου της, η αστική τάξη ήταν ικανή να γεννήσει μεγάλους στοχαστές, όπως ο Χέγκελ και ο Καντ. Κατά την περίοδο της γεροντικής παρακμής της δεν μπορεί να παράξει τίποτα αξιόλογο. Είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς τα στείρα προϊόντα των πανεπιστημιακών τμημάτων Φιλοσοφίας, χωρίς να αποκτήσει εξίσου ένα αίσθημα βαρεμάρας και εκνευρισμού.

Ο αγώνας ενάντια στην εξουσία της άρχουσας τάξης δεν σταματάει στα εργοστάσια, στους δρόμους, στο κοινοβούλιο και στα τοπικά συμβούλια. Πρέπει επίσης να διεξάγεται στο ιδεολογικό πεδίο, όπου η επιρροή της αστικής τάξης δεν είναι λιγότερο ολέθρια και επιβλαβής, όντας καλυμμένη κάτω από το πρόσχημα μιας ψεύτικης αμεροληψίας και μιας επιφανειακής αντικειμενικότητας. Ο μαρξισμός έχει καθήκον να παρέχει μια ολοκληρωμένη, εναλλακτική λύση για τα παλιά και ξεπερασμένα συστήματα.

Ο νεαρός Μαρξ είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τη χεγκελιανή φιλοσοφία, η οποία κυριαρχούσε στα γερμανικά πανεπιστήμια εκείνη την εποχή. Το σύνολο της θεωρίας του Χέγκελ βασίστηκε στην ιδέα της συνεχούς αλλαγής και της εξέλιξης μέσα από τις αντιθέσεις. Υπό την έννοια αυτή, αντιπροσώπευε μια πραγματική επανάσταση στη φιλοσοφία. Είναι αυτή η δυναμική, επαναστατική πλευρά η οποία ενέπνευσε τον νεαρό Μαρξ και αποτελεί το σημείο εκκίνησης για όλες τις ιδέες του.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναίρεσαν τον Χέγκελ και γύρισαν το σύστημα των ιδεών του στο αντίθετό του. Αλλά το έκαναν, ενώ ταυτοχρόνως διατήρησαν όλα όσα ήταν πολύτιμα στη φιλοσοφία του. Βασιζόμενοι στον «ορθολογικό πυρήνα» των ιδεών του Χέγκελ, τις μετέφεραν σε ένα υψηλότερο επίπεδο, αναπτύσσοντας και καθιστώντας πραγματικό αυτό που ήταν πάντα εγγενές μέσα τους.

Στον Χέγκελ, ο πραγματικός αγώνας των ιστορικών δυνάμεων εκφράζεται στη σκιώδη μορφή της πάλης των ιδεών. Αλλά, όπως εξηγεί ο Μαρξ, οι ιδέες από μόνες τους δεν έχουν καμία ιστορική αξία και καμία πραγματική υπόσταση. Ως εκ τούτου, η πραγματικότητα εμφανίζεται στον Χέγκελ σε μια μυστικιστική, αλλοτριωμένη μορφή. Στον Φόιερμπαχ τα πράγματα δεν είναι πραγματικά πολύ καλύτερα, αφού ο άνθρωπος εδώ εμφανίζεται επίσης με έναν μονόπλευρο, ιδεαλιστικό και εξωπραγματικό τρόπο. Οι πραγματικοί άνδρες και γυναίκες, μέσα στην Ιστορία, εμφανίζονται μόνο με την έλευση της μαρξιστικής φιλοσοφίας.

Με τη φιλοσοφία του Μαρξ, η φιλοσοφία επιτέλους επιστρέφει στις ρίζες της. Είναι τόσο υλιστική όσο και διαλεκτική. Εδώ, θεωρία και πράξη ενώνουν τα χέρια και συμπράττουν με χαρά για μια ακόμη φορά. Η φιλοσοφία αφήνει το σκοτεινό και ασφυκτικό γραφείο της και απολαμβάνει τον ήλιο και τον αέρα. Γίνεται αναπόσπαστο μέρος της ζωής. Στη θέση της σκοτεινής σύγκρουσης ιδεών, χωρίς ουσία, έχουμε τις πραγματικές αντιφάσεις του υλικού κόσμου και της κοινωνίας. Αντί ενός απομακρυσμένου και ακατανόητου απόλυτου, έχουμε πραγματικούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι ζουν σε μια πραγματική κοινωνία, γράφουν την αληθινή Ιστορία και δίνουν πραγματικούς αγώνες.

Η διαλεκτική εμφανίζεται στο έργο του Χέγκελ τυλιγμένη σε ένα φανταστικό και ημι-μυστικιστικό μανδύα. Εμφανίζεται «αναποδογυρισμένη» κατά κάποιο τρόπο. Εδώ, δεν θα βρούμε τις πραγματικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στη φύση και την κοινωνία, αλλά μόνο τη χλομή αντανάκλαση των διεργασιών αυτών στα μυαλά των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των φιλοσόφων. Σύμφωνα με τα λόγια του Ένγκελς, η διαλεκτική στα χέρια του Χέγκελ, παρά τη μεγάλη ιδιοφυΐα του, ήταν ένα κολοσσιαίο φιάσκο.

Ο ίδιος επισημαίνει ότι ο Μαρξ ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να εξαλείψει το μυστικισμό τον οποίον περιείχε η εγελιανή λογική και να εξαγάγει τον πυρήνα της διαλεκτικής. Αυτό αντιπροσώπευε τις πραγματικές ανακαλύψεις σ’ αυτόν τον τομέα. Μέσα από την ανασυγκρότηση της διαλεκτικής μεθόδου, ο Μαρξ κατόρθωσε να παράσχει τη μόνη αληθινή ανάπτυξη της σκέψης.

Ενώ η φιλοσοφία του Χέγκελ ερμηνεύει τα πράγματα μόνο από την άποψη του νου και του πνεύματος (δηλαδή από την ιδεαλιστική σκοπιά), ο Μαρξ έδειξε ότι η ανάπτυξη των ιδεών στο μυαλό των ανθρώπων είναι μόνο μια αντανάκλαση των διεργασιών που συμβαίνουν στη φύση και την κοινωνία. Όπως λέει ο Μαρξ, «Η διαλεκτική του Χέγκελ είναι η βασική μορφή κάθε διαλεκτικής, αλλά μόνο αφού της αφαιρεθεί η μυστικιστική της μορφή, και αυτό ακριβώς είναι που διακρίνει τη μέθοδό μου». (Επιστολή στον Κούγκελμαν, 6 Μαρτίου 1868, «Μαρξ-Ένγκελς Άπαντα», τόμος 42, σελ. 543).

Τι είναι η διαλεκτική;

Ο Τρότσκι, στο λαμπρό και σύντομο άρθρο του «Η ΑΒ του διαλεκτικού υλισμού», ορίζει τη διαλεκτική ως εξής: «Η διαλεκτική δεν είναι ούτε φαντασία ούτε μυστικισμός, αλλά μια επιστήμη των μορφών της σκέψης μας, στο βαθμό που δεν περιορίζεται στα καθημερινά προβλήματα της ζωής, αλλά επιχειρεί να καταλήξει σε μια κατανόηση των πιο περίπλοκων και παρατεταμένων διαδικασιών. Η διαλεκτική και η τυπική λογική φέρουν μια σχέση παρόμοια με εκείνη μεταξύ ανώτερων και απλών Μαθηματικών».

Ο συνδυασμός της διαλεκτικής μεθόδου με τον υλισμό δημιούργησε ένα εξαιρετικά ισχυρό αναλυτικό εργαλείο. Αλλά τι είναι η διαλεκτική; Για λόγους χώρου, είναι αδύνατο να εξηγήσουμε εδώ όλους τους νόμους της διαλεκτικής οι οποίοι αναπτύχθηκαν από τον Χέγκελ και τελειοποιήθηκαν από τον Μαρξ. Έχουμε προσπαθήσει να το κάνουμε αλλού, στο έργο «Διαλεκτική σε αντεπίθεση: Μαρξιστική φιλοσοφία και σύγχρονη επιστήμη», το οποίο εκδόθηκε από τη «Wellred Books». Στις λίγες αυτές γραμμές μπορούμε μόνο να σκιαγραφήσουμε το περίγραμμα.

Στο βιβλίο του «Αντι-Ντίρινγκ», ο Ένγκελς την ορίζει ως εξής: «Η διαλεκτική είναι απλά η επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης και ανάπτυξης της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας και της σκέψης». Στο «Η διαλεκτική της φύσης» ο Ένγκελς σκιαγραφεί σε γενικές γραμμές τους κυριότερους νόμους της διαλεκτικής:

Α) Ο νόμος της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα. Β) Ο νόμος της ενότητας και πάλης των αντιθέτων και της μετατροπής του ενός στο άλλο, όταν οδηγηθούν στα άκρα. Γ) Ο νόμος της ανάπτυξης μέσω των αντιφάσεων ή διατυπωμένο αλλιώς η άρνηση της άρνησης.
Παρά τον ημιτελή και αποσπασματικό του χαρακτήρα, το βιβλίο του Ένγκελς «Η διαλεκτική της φύσης», μαζί με το «Αντι-Ντίρινγκ», είναι πολύ σημαντικά για κάποιον που θέλει να μελετήσει το μαρξισμό. Προφανώς, ο Ένγκελς έπρεπε να βασιστεί στις γνώσεις και τις επιστημονικές ανακαλύψεις της εποχής. Κατά συνέπεια, ορισμένες πτυχές του περιεχομένου έχουν κυρίως ιστορικό ενδιαφέρον. Αλλά αυτό που προκαλεί εντύπωση στη «Διαλεκτική της φύσης» δεν είναι η μία ή η άλλη λεπτομέρεια ή κάποιο γεγονός που έχει αναπόφευκτα ξεπεραστεί από την πορεία της επιστήμης, αλλά αντίθετα ο αριθμός των ιδεών που διατύπωσε ο Ένγκελς, συχνά ιδέες οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση με τις επιστημονικές θεωρίες της εποχής του, οι οποίες επιβεβαιώνονται έξοχα από τη σύγχρονη επιστήμη.

Σε όλο το βιβλίο, ο Ένγκελς τονίζει την ιδέα ότι η ύλη και η κίνηση (τώρα θα το λέγαμε ενέργεια) είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Η ενέργεια είναι ο τρόπος ύπαρξης της ύλης. Αυτή η δυναμική θεώρηση της ύλης, του Σύμπαντος, περιέχει μια βαθιά αλήθεια που είχαν ήδη καταλάβει, ή μάλλον μαντέψει, οι πρώιμοι Έλληνες φιλόσοφοι, όπως ο Ηράκλειτος. Γι’ αυτόν «τα πάντα είναι και δεν είναι, γιατί τα πάντα είναι ρευστά». Τα πάντα αλλάζουν συνεχώς, έρχονται στην ύπαρξη και παρέρχονται.

Για την κοινή λογική, η μάζα ενός αντικειμένου δεν αλλάζει ποτέ. Για παράδειγμα, μια σβούρα κατά την περιστροφή της έχει το ίδιο βάρος όπως εκείνο που έχει όταν είναι ακίνητη. Ως εκ τούτου, η μάζα θεωρήθηκε σταθερή, ανεξαρτήτως της ταχύτητας. Αργότερα, ανακαλύφθηκε ότι αυτό είναι λάθος. Στην πραγματικότητα, η μάζα αυξάνεται με την ταχύτητα, αλλά η αύξηση είναι αισθητή μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ταχύτητα πλησιάζει αυτήν του φωτός. Για πρακτικούς λόγους, στην καθημερινή ζωή, μπορούμε να δεχτούμε ότι η μάζα ενός αντικειμένου είναι σταθερή, ανεξαρτήτως της ταχύτητας με την οποία κινείται. Ωστόσο, για πολύ υψηλές ταχύτητες, αυτός ο ισχυρισμός είναι ψευδής, και όσο μεγαλύτερη η ταχύτητα τόσο πιο λάθος ο ισχυρισμός.

Σχολιάζοντας το νόμο αυτό, ο καθηγητής Φάινμαν αναφέρει: «[…] φιλοσοφικά είμαστε εντελώς λάθος με τον προσεγγιστικό νόμο. Ολόκληρη η εικόνα μας για τον κόσμο πρέπει να αλλάξει, ακόμη και αν η μάζα αλλάζει μόνο λίγο. Αυτό είναι ένα πολύ περίεργο πράγμα για τη φιλοσοφία ή τις ιδέες, πίσω από τους νόμους. Ακόμη και μια πολύ μικρή επίδραση, μερικές φορές απαιτεί βαθιές αλλαγές στις ιδέες μας…». (Ρ. Φάινμαν, «Διαλέξεις περί Φυσικής»).

Το παράδειγμα αυτό δείχνει σαφώς τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της βασικής Μηχανικής και της προηγμένης σύγχρονης Φυσικής. Ομοίως, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ των βασικών Μαθηματικών, τα οποία χρησιμοποιούνται για απλούς καθημερινούς υπολογισμούς, και ανώτερων Μαθηματικών (του διαφορικού και ολοκληρωτικού λογισμού), εξηγεί ο Ένγκελς στο «Αντι-Ντίρινγκ» και στη «Διαλεκτική της φύσης».
Η ίδια διαφορά υπάρχει μεταξύ της τυπικής λογικής και της διαλεκτικής. Για την καθημερινή ζωή, οι νόμοι της τυπικής λογικής είναι περισσότερο από αρκετοί. Ωστόσο, για πιο σύνθετες διαδικασίες, αυτοί οι νόμοι συχνά αναποδογυρίζουν. Η περιορισμένη αλήθεια τους γίνεται ψευδής.

Ποσότητα και ποιότητα

Από την οπτική γωνία του διαλεκτικού υλισμού, το υλικό Σύμπαν δεν έχει αρχή και τέλος, αλλά αποτελείται από μια μάζα ύλης (ή ενέργειας) σε μια συνεχή κατάσταση κίνησης. Αυτή είναι η θεμελιώδης ιδέα της μαρξιστικής φιλοσοφίας και επιβεβαιώνεται πλήρως από τις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης τα τελευταία εκατό χρόνια.

Πάρτε οποιοδήποτε παράδειγμα από την καθημερινή ζωή: οποιοδήποτε φαινόμενο, ενώ θεωρητικώς εμφανίζεται αμετάβλητο και σταθερό, κάτω από την επιφάνεια βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς κίνησης και αλλαγής, ακόμη και αν αυτό δεν είναι ορατό με την πρώτη ματιά. Για παράδειγμα, ένα ποτήρι με νερό: «στα μάτια μας, στα γυμνά μας μάτια, τίποτα δεν αλλάζει, αλλά αν μπορούσαμε να το δούμε μεγεθυσμένο ένα δισεκατομμύριο φορές, θα βλέπαμε ότι από τη δική του οπτική γωνία συνεχώς αλλάζει: μόρια εγκαταλείπουν την επιφάνεια, μόρια γυρίζουν πίσω». (Ρίτσαρντ Φάινμαν, «Οι διαλέξεις του Φάινμαν στη Φυσική», κεφάλαιο 1, σελ. 8.)

Αυτά τα λόγια δεν είναι του Ένγκελς, αλλά του διάσημου επιστήμονα, του αείμνηστου καθηγητή, Ρίτσαρντ Φάινμαν, ο οποίος δίδασκε Θεωρητική Φυσική στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια. Ο ίδιος επαναλαμβάνει το γνωστό παράδειγμα του Ένγκελς για το νόμο του μετασχηματισμού της ποσότητας σε ποιότητα.

Το νερό αποτελείται από άτομα υδρογόνου και οξυγόνου σε μια κατάσταση συνεχούς κίνησης. Το νερό δεν διασπάται στα δομικά του στοιχεία λόγω της αμοιβαίας έλξης των μορίων. Παρ’ όλα αυτά, αν θερμανθεί στους 100°C, σε συνθήκες κανονικής ατμοσφαιρικής πίεσης, φτάνει ένα κρίσιμο σημείο που η ελκτική δύναμη μεταξύ των μορίων είναι ανεπαρκής και ξαφνικά διασκορπίζονται.

Αυτό το παράδειγμα μπορεί να φαίνεται ασήμαντο, αλλά έχει τρομερά σημαντικές συνέπειες για την επιστήμη και τη βιομηχανία. Είναι μέρος ενός σπουδαίου τομέα της σύγχρονης Φυσικής: τη μελέτη της αλλαγής φάσεων. Η ύλη μπορεί να υφίσταται σε τέσσερις φάσεις (ή καταστάσεις): στερεά, υγρή, αέρια και πλάσμα, συν κάποιες ακόμα ακραίες φάσεις, όπως υπερκρίσιμο ρευστό και εκφυλισμένο αέριο.

Γενικά, καθώς ένα στερεό θερμαίνεται (ή όταν η πίεση μειώνεται), μετασχηματίζεται σε υγρή μορφή και σταδιακά καταλήγει σε αέριο. Για παράδειγμα, ο πάγος (παγωμένο νερό) λιώνει σε υγρό νερό όταν θερμανθεί. Καθώς το νερό βράζει, εξατμίζεται και μετατρέπεται σε υδρατμούς. Αλλά αν αυτοί θερμανθούν σε πολύ υψηλή θερμοκρασία, θα συμβεί μια περαιτέρω αλλαγή φάσης. Στους 12.000 K=11.726.85°C ο ατμός μετατρέπεται σε πλάσμα.
Αυτό ακριβώς ονομάζουν οι μαρξιστές μετασχηματισμό ποσότητας σε ποιότητα. Με άλλα λόγια, το ότι ένας μεγάλος αριθμός πολύ μικρών αλλαγών τελικά προκαλεί ένα ποιοτικό άλμα -μια αλλαγή φάσης. Παραδείγματα μπορούν να βρεθούν κατά βούληση: Αν κάποιος ψύξει μια ουσία, όπως ο μόλυβδος ή το νιόβιο, η ηλεκτρική τους αντίσταση μειώνεται σταδιακά, μέχρι μια κρίσιμη θερμοκρασία (συνήθως λίγο πάνω από τους -273°C). Ακριβώς σε αυτό το σημείο, η αντίσταση μηδενίζεται. Αυτό αποτελεί ένα είδος «κβαντικού άλματος», η μετάβαση από μια μικρή αντίσταση στο μηδενισμό της.

Κάποιος μπορεί να βρει έναν απεριόριστο αριθμό παραδειγμάτων σε όλες τις φυσικές επιστήμες. Ο Αμερικάνος επιστήμονας, Μαρκ Μπιουκάναν, έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, το οποίο ονομάζεται «Κρίσιμη κατάσταση». Σε αυτό το βιβλίο, δίνει μια σειρά από παραδείγματα: καρδιακές προσβολές, φωτιές δασών, χιονοστιβάδες, αύξηση και μείωση πληθυσμού ζώων, χρηματιστηριακές κρίσεις, πόλεμοι, αλλαγές στη μόδα και τις διαφορετικές σχολές της τέχνης (θα προσθέταμε και επαναστάσεις σε αυτήν τη λίστα).
Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται ασύνδετα μεταξύ τους, όμως, υπόκεινται στον ίδιο νόμο, ο οποίος μπορεί να εκφραστεί ως μαθηματική εξίσωση που έχει τη μορφή «Νόμου δύναμης», όπως ονομάζεται. Κατά τη μαρξιστική ορολογία, πρόκειται για το νόμο μετασχηματισμού της ποσότητας σε ποιότητα. Και αυτό που δείχνει αυτή η μελέτη είναι ότι αυτός ο νόμος είναι πανταχού παρών, δηλαδή, παρών σε όλα τα επίπεδα του Σύμπαντος. Είναι ένας πραγματικά καθολικός νόμος της φύσης, όπως ακριβώς έλεγε ο Ένγκελς.

Διαλεκτική εναντίον εμπειρισμού

«Παραθέστε μας τα στοιχεία»! Αυτή η διαχρονική απαίτηση φαίνεται να είναι το αποκορύφωμα του πρακτικού ρεαλισμού. Τι μπορεί να είναι πιο στέρεο από τα ίδια τα στοιχεία; Μόνο που αυτό που παρουσιάζεται ως ρεαλισμός αποδεικνύεται ότι είναι το ακριβώς αντίθετο. Κάποια στοιχεία τα οποία φαίνονται καθιερωμένα και επιβεβαιωμένα, κάποια στιγμή, μπορεί να αποδειχτούν ότι αφορούν κάτι τελείως διαφορετικό. Τα πάντα βρίσκονται σε μια συνεχή κατάσταση αλλαγής και αργά ή γρήγορα μετατρέπονται στο αντίθετό τους. Κάτι που φαίνεται στέρεο τη μια στιγμή, την επόμενη διαλύεται στον αέρα.

Η διαλεκτική μέθοδος μας επιτρέπει να διεισδύσουμε πέρα από το επιφαινόμενο και να δούμε διαδικασίες οι οποίες λαμβάνουν χώρα κάτω από την επιφάνεια. Η διαλεκτική είναι πρώτα απ’ όλα η επιστήμη της αλληλεπίδρασης και αλληλοσύνδεσης του Σύμπαντος. Παρέχει μια ολοκληρωμένη και δυναμική αντίληψη των φαινομένων και των διαδικασιών. Αναλύει τα πράγματα μέσα στις σχέσεις τους, όχι ξεχωριστά. Στην κίνησή τους, όχι στατικά. Στη ζωή τους, όχι στο θάνατό τους.

Γνώση της διαλεκτικής σημαίνει ελευθερία από τη δουλική λατρεία του καθιερωμένου, των πραγμάτων έτσι όπως είναι, το οποίο αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της επιφανειακής εμπειρικής σκέψης. Στην πολιτική αυτό είναι το τυπικό χαρακτηριστικό του ρεφορμισμού, ο οποίος επιζητεί να σκεπάσει το συντηρητισμό του, τη μυωπία του και τη δειλία με τη φιλοσοφική γλώσσα του ρεαλισμού, την τέχνη του δυνατού, του «πραγματισμού» και πάει λέγοντας.

Η διαλεκτική μάς επιτρέπει να διεισδύσουμε πέρα από τα «δεδομένα», τα άμεσα, δηλαδή τον κόσμο της εξωτερικής εμφάνισης και να αποκαλύψουμε τις κρυμμένες διαδικασίες οι οποίες λαμβάνουν χώρα κάτω από την επιφάνεια. Επισημαίνουμε ότι, κάτω από την κατάσταση ηρεμίας και απουσίας κίνησης, υπάρχει η διαδικασία μοριακής αλλαγής, όχι μόνο στη Φυσική αλλά τόσο στην κοινωνία όσο και στην ψυχολογία των μαζών.

Δεν ήταν πριν από πολύ καιρό, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι νόμιζαν ότι η ανάπτυξη θα συνεχιζόταν για πάντα; Αυτό ήταν ή φαινόταν να αποτελεί αδιαμφισβήτητο δεδομένο. Αυτοί που το αμφισβητούσαν θεωρούνταν τρελοί. Τώρα, όμως, αυτή η αδιαμφισβήτητη αλήθεια κείτεται σε ερείπια. Τα δεδομένα έχουν μετατραπεί στο αντίθετό τους. Ό,τι φαινόταν αδιαμφισβήτητη αλήθεια κατέληξε να είναι ψέμα. Παραθέτοντας τα λόγια του Χέγκελ: η λογική γίνεται παραλογισμός.

Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο αυτή, για περισσότερο από έναν αιώνα, ο Φρίντριχ Ένγκελς κατάφερε, σε έναν αριθμό από περιπτώσεις, να δει πιο πέρα από τους περισσότερους σύγχρονούς του επιστήμονες, προβλέποντας πολλές από τις ανακαλύψεις της μοντέρνας επιστήμης. Ο Ένγκελς δεν ήταν επαγγελματίας επιστήμονας, αλλά είχε μια σχετικά εκτεταμένη γνώση των φυσικών επιστημών της εποχής του.
Παρ’ όλα αυτά, βασισμένος σε μια βαθιά κατανόηση της διαλεκτικής μεθόδου, ο Ένγκελς προσέφερε μια σειρά από πολύ σημαντικές συνεισφορές στη φιλοσοφική ερμηνεία της επιστήμης σήμερα, αν και είχαν παραμείνει άγνωστες για τη συντριπτική πλειονότητα των επιστημόνων μέχρι σήμερα.

Φυσικά, η Φιλοσοφία δεν μπορεί να υπαγορεύει τους νόμους των φυσικών επιστημών. Αυτοί οι νόμοι μπορούν να αναπτυχθούν μόνο στη βάση σοβαρής και αυστηρής μελέτης της φύσης. Η πρόοδος της επιστήμης χαρακτηρίζεται από μια σειρά προσεγγίσεων. Μέσω πειράματος και παρατήρησης ερχόμαστε όλα και πιο κοντά στη συνολική αλήθεια, χωρίς να είμαστε ποτέ σε θέση να τη γνωρίσουμε ολόκληρη. Είναι μια ατελείωτη διαδικασία όλο και πιο βαθιάς διείσδυσης στα μυστικά της ύλης και του Σύμπαντος. Η αλήθεια της επιστημονικής θεωρίας μπορεί να αποδειχτεί μόνο μέσω της πρακτικής, της παρατήρησης και του πειράματος, και ύστερα από κάποια εντολή των φιλοσόφων.

Τα περισσότερα από τα ζητήματα που οι φιλόσοφοι διερεύνησαν και πάνω στα οποία αντιπαρατέθηκαν στο παρελθόν έχουν πλέον λυθεί από την επιστήμη. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν σοβαρό λάθος να υποθέσουμε ότι η Φιλοσοφία δεν έχει να παίξει κανένα ρόλο στην επιστήμη. Απομένουν μόνο δύο πτυχές της Φιλοσοφίας οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν σήμερα και δεν έχουν απορροφηθεί από τους διαφορετικούς κλάδους της επιστήμης: η τυπική λογική και η διαλεκτική.

Ο Ένγκελς επέμενε ότι «η διαλεκτική, απογυμνωμένη από μυστικισμό, γίνεται απόλυτη ανάγκη» για την επιστήμη. Η διαλεκτική, φυσικά, δεν έχει καμία μαγική δύναμη να λύσει τα προβλήματα της σύγχρονης Φυσικής. Παρ’ όλα αυτά, μια ολοκληρωμένη και συνεκτική Φιλοσοφία θα ήταν ανεκτίμητη βοήθεια για την καθοδήγηση της επιστημονικής έρευνας στην πιο γόνιμη κατεύθυνση και θα την απέτρεπε από το να πέσει σε κάθε είδους αυθαίρετες και μυστικιστικές υποθέσεις που δεν οδηγούν πουθενά. Πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η επιστήμη σήμερα προέρχονται ακριβώς λόγω της έλλειψης μιας σταθερής φιλοσοφικής θεμελίωσης.

Διαλεκτική και επιστήμη

Πολλοί επιστήμονες αντιμετωπίζουν τη Φιλοσοφία με περιφρόνηση. Όσον αφορά τη σύγχρονη Φιλοσοφία, η περιφρόνηση αυτή είναι απολύτως δικαιολογημένη. Τον τελευταίο ενάμιση αιώνα, το πεδίο της Φιλοσοφίας μοιάζει με άνυδρη έρημο, με μόνο ελάχιστα ίχνη ζωής. Ο θησαυρός του παρελθόντος, με τα περασμένα του μεγαλεία και τις εκλάμψεις Διαφωτισμού, έχει σβήσει εντελώς. Όχι μόνο οι επιστήμονες, αλλά γενικότερα όλοι οι άντρες και όλες οι γυναίκες άδικα ψάχνουν σε αυτήν την ερημιά για την οποιαδήποτε πηγή Διαφωτισμού.

Ωστόσο, σε μια πιο λεπτομερή ανάλυση, η περιφρόνηση που δείχνουν οι επιστήμονες για τη Φιλοσοφία δεν είναι σωστά τεκμηριωμένη. Αφού αν παρατηρήσουμε σοβαρά την κατάσταση της σύγχρονης επιστήμης -ή ακριβέστερα το θεωρητικό της υπόβαθρο και της υποθέσεις της- βλέπουμε πως η επιστήμη στην πραγματικότητα ποτέ δεν απελευθερώθηκε πλήρως από τη Φιλοσοφία. Αν και ανεπίσημα διώχθηκε από τη βιτρίνα της επιστήμης, η Φιλοσοφία εισέρχεται πάλι πονηρά από την πίσω πόρτα.

Οι επιστήμονες που υπερήφανα ισχυρίζονται την πλήρη αδιαφορία τους για τη Φιλοσοφία, στην πραγματικότητα κάνουν κάθε είδους υποθέσεις φιλοσοφικού χαρακτήρα. Και στην πραγματικότητα, αυτού του είδους η ασυνείδητη και άκριτη… φιλοσοφία δεν είναι ανώτερη της παλιάς αλλά ασύγκριτα κατώτερή της. Επιπροσθέτως, είναι πηγή πολλών πρακτικών ατοπημάτων.

Οι αξιοσημείωτοι πρόοδοι της επιστήμης κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα φαίνεται να έκαναν τη Φιλοσοφία περιττή. Σε ένα κόσμο που μπορούμε να διεισδύσουμε στα πιο βαθιά μυστήρια του Σύμπαντος και να ακολουθήσουμε τις περίπλοκες κινήσεις των υποατομικών σωματιδίων, τα παλιά ερωτήματα που απορρόφησαν την προσοχή των φιλοσόφων έχουν πλέον απαντηθεί. Ο ρόλος της Φιλοσοφίας έχει αντίστοιχα μειωθεί. Παρ’ όλα αυτά, για να επαναλάβουμε, υπάρχουν δύο τομείς, στους οποίους η Φιλοσοφία διατηρεί και σήμερα τη σημασία της: η τυπική λογική και η διαλεκτική.

Μια μεγάλη καινοτομία στην εφαρμογή της διαλεκτικής μεθόδου στην ιστορία της επιστήμης αποτέλεσε το αξιοσημείωτο βιβλίο του Κουν: «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1962. Το βιβλίο αυτό απέδειξε το αναπόφευκτο των επιστημονικών επαναστάσεων και φανέρωσε προσεγγιστικά τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνουν. Το ρητό «Ό,τι υπάρχει αξίζει να καταστραφεί» ταιριάζει όχι μόνο για τους ζωντανούς οργανισμούς, αλλά και για τις επιστημονικές θεωρίες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών οι οποίες αυτήν τη στιγμή ισχύουν στο έπακρον.

Μάλιστα, ο Ένγκελς ήταν πολύ πιο μπροστά από τους σύγχρονούς του (συμπεριλαμβανομένων και των περισσότερων επιστημόνων), σε σχέση με τη στάση του προς τις φυσικές επιστήμες. Εξήγησε όχι μόνο την κίνηση (ενέργεια) ως αδιαχώριστη από την ύλη, αλλά και το ότι η διαφορά μεταξύ των διαφορετικών επιστημών έγκειται στη μελέτη των διαφορετικών μορφών ενέργειας και στη διαλεκτική μετατροπή από τη μια μορφή ενέργειας στην άλλη. Αυτό είναι πλέον γνωστό ως αλλαγές φάσης.

Ολόκληρη η εξέλιξη της επιστήμης τον εικοστό αιώνα απέρριψε την παλιά κατηγοριοποίηση, αναγνωρίζοντας τη διαλεκτική μετάβαση από τη μια επιστήμη στην άλλη. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς στις μέρες τους προκάλεσαν μεγάλη αγανάκτηση στους πολέμιούς τους, λέγοντας πως η διαφορά μεταξύ οργανικής και ανόργανης ύλης είναι μόνο σχετική. Εξήγησαν ότι η οργανική ύλη -οι πρώτοι έμβιοι οργανισμοί- δημιουργήθηκαν από ανόργανη ύλη μια δεδομένη χρονική στιγμή, αντιπροσωπεύοντας ένα ποιοτικό άλμα για την εξέλιξη. Είπαν ότι τα ζώα, μαζί και ο άνθρωπος και το μυαλό του, οι ιδέες του και οι πεποιθήσεις του είναι απλώς ύλη οργανωμένη με συγκεκριμένο τρόπο.

Η διαφορά μεταξύ οργανικής και ανόργανης ύλης, την οποία ο Καντ θεώρησε ανυπέρβλητο εμπόδιο, έχει εξαλειφθεί, όπως επισημαίνει ο Φάινμαν: «Τα πάντα αποτελούνται από άτομα. Αυτή είναι η κύρια υπόθεση. Για παράδειγμα, η πιο σημαντική υπόθεση στη Βιολογία είναι πως ό,τι κάνουν τα ζώα, το κάνουν και τα άτομα. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει τίποτα που να κάνουν τα έμβια όντα που δεν μπορεί να εξηγηθεί από την οπτική ότι είναι φτιαγμένα από άτομα, τα οποία δρουν σύμφωνα με τους νόμους της Φυσικής». (Ρ. Φάινμαν, «Διαλέξεις στη Φυσική»).

Από την επιστημονική οπτική γωνία, οι άνθρωποι είναι συσσωματώματα ατόμων, οργανωμένα με συγκεκριμένο τρόπο. Αλλά δεν είμαστε απλώς ένα συνονθύλευμα ατόμων. Το ανθρώπινο σώμα είναι ένας εξαιρετικά πολύπλοκος οργανισμός, ιδιαιτέρως το μυαλό, τη δομή και τη λειτουργία του οποίου μόλις ξεκινάμε να καταλαβαίνουμε. Και αυτό είναι κάτι πολύ πιο όμορφο και θαυμαστό από όλα τα παλιά παραμύθια της θρησκείας.

Το ίδιο χρονικό διάστημα που ο Μαρξ επαναστατούσε στον τομέα της πολιτικής οικονομίας, ο Δαρβίνος έκανε το ίδιο στον τομέα της Βιολογίας. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι, αν και το έργο του Δαρβίνου ξεσήκωσε θύελλα αγανάκτησης και ακατανοησίας, αναγνωρίστηκε αμέσως από τους Μαρξ και Ένγκελς ως αριστούργημα της διαλεκτικής, παρότι ο ίδιος ο Δαρβίνος δεν γνώριζε για αυτήν. Η εξήγηση γι’ αυτό το προφανές παράδοξο είναι πως οι νόμοι της διαλεκτικής δεν είναι κάποια αυθαίρετη εφεύρεση, αλλά αντικατοπτρίζουν διαδικασίες οι οποίες πραγματικά υπάρχουν στη φύση και στην κοινωνία.

Η ανακάλυψη της Γενετικής αποκάλυψε τον ακριβή μηχανισμό ο οποίος καθορίζει το μετασχηματισμό ενός είδους σε ένα άλλο. Το ανθρώπινο γονιδίωμα έδωσε νέες διαστάσεις στο έργο του Δαρβίνου, αποκαλύπτοντας ότι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια γονίδια, όχι μόνο με την ταπεινή μύγα αλλά και με τις πιο βασικές μορφές ζωής, τα βακτήρια. Τα επόμενα χρόνια, οι επιστήμονες θα πραγματοποιήσουν ένα πείραμα δημιουργίας ζωής στο εργαστήριο, κατασκευάζοντας ένα έμβιο οργανισμό από ανόργανη ύλη. Ακόμα και το τελευταίο πάτημα θα εξαφανιστεί κάτω από τα πόδια του Θείου Δημιουργού, ο οποίος τελικά θα καταστεί εντελώς περιττός.

Για πολύ καιρό, οι επιστήμονες διαφωνούσαν ως προς το αν η δημιουργία νέων ειδών ήταν το αποτέλεσμα συσσώρευσης αργών αλλαγών ή αν προκύπτουν από μια ξαφνική και βίαιη αλλαγή. Στη διαλεκτική δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των δύο. Μια μακρά περίοδος μοριακών αλλαγών (ποσοτικών αλλαγών) φτάνει σε ένα κρίσιμο σημείο, όταν ξαφνικά λαμβάνει χώρα αυτό που ονομάζεται σήμερα κβαντικό άλμα.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς πίστευαν ότι η θεωρία της εξέλιξης των ειδών είναι ξεκάθαρη απόδειξη του ότι σε τελική ανάλυση η φύση λειτουργεί διαλεκτικά, δηλαδή μέσω εξέλιξης και μέσω αντιφάσεων. Τρεις δεκαετίες πριν, αυτή η δήλωση δέχτηκε μια ισχυρή ώθηση από αναγνωρισμένα ιδρύματα όπως το Βρετανικό Μουσείο, όπου μια έντονη δημόσια συζήτηση έσπασε την ευπρεπή σιωπή αιώνων. Ένα από τα επιχειρήματα εναντίον των υποστηρικτών της ιδέας της ποιοτική αλλαγής στην αλυσίδα της εξέλιξης ήταν ότι εκπροσωπούσε μια μαρξιστική διείσδυση στο Βρετανικό Μουσείο!

Παρ’ όλα αυτά, η μοντέρνα Βιολογία δεν είχε άλλη επιλογή παρά να διορθώσει την παλιά ιδέα της εξέλιξης ως μια βαθμιαία, γραμμική, αδιάκοπη διαδικασία, χωρίς απότομες αλλαγές, και να αποδεχτεί την ύπαρξη ποιοτικών αλμάτων, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη μαζική εξαφάνιση κάποιον ειδών και την εμφάνιση νέων. Στις 17 Απριλίου 1982, το περιοδικό «The Economist» δημοσίευσε ένα άρθρο για την εκατονταετηρίδα του Δαρβίνου, το οποίο έλεγε:
«Θα είναι όλο και πιο ξεκάθαρο ότι μικροσκοπικές μεταλλαγές που επηρεάζουν το τι συμβαίνει σε ένα σημείο-κλειδί της ανάπτυξης μπορούν να προκαλέσουν τεράστιες εξελικτικές αλλαγές (για παράδειγμα μια μικρή αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας κάποιων γονιδίων μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του μεγέθους του εγκεφάλου). Επίσης, συσσωρεύονται αποδεικτικά στοιχεία πως πολλά γονίδια υπόκεινται σε μια αργή αλλά σταθερή μεταλλαγή. Έτσι, σιγά-σιγά, οι επιστήμονες φαίνεται να βρίσκουν λύση στην υπάρχουσα αντιπαράθεση αν τα είδη αλλάζουν σιγά και συνεχόμενα για μεγάλες περιόδους ή αν παραμένουν απαράλλακτα για μεγάλες περιόδους και μετά υπόκεινται σε ταχεία εξέλιξη. Το πιο πιθανόν είναι να συμβαίνουν και των δύο τύπων οι αλλαγές».

Η παλιά έκδοση της εξελικτικής θεωρίας (φυλετική, βαθμιαία αλλαγή) υποστήριζε ότι τα είδη αλλάζουν μόνο σταδιακά, καθώς μεμονωμένες γενετικές μεταλλαγές προκύπτουν και επικρατούν. Παρ’ όλα αυτά, μια καινούργια θεωρία προτάθηκε από τους Στίβεν Τζέι Γκουλντ και Νάιλς Έλντριτζ, η οποία ονομάστηκε «εστιγμένη ισορροπία», σύμφωνα με την οποία γενετικές αλλαγές προκύπτουν μέσω ξαφνικών αλμάτων. Παρεμπιπτόντως, ο αείμνηστος Στίβεν Τζέι Γκουλντ επισήμανε πως, αν οι επιστήμονες έδιναν σημασία σε αυτά που είχε γράψει ο Ένγκελς για την καταγωγή των ανθρώπων, θα είχαν γλιτώσει 100 χρόνια λαθών.

Ολόκληρα έθνη χρεοκοπούν

Η πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης η οποία ξεκίνησε το 2008 είχε ως βασικό χαρακτηριστικό τη χρεοκοπία των μεγάλων τραπεζών. Το σύνολο του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ και του υπόλοιπου κόσμου ταλανίστηκε, αλλά κατάφερε να σωθεί μέσα από τη μαζική διοχέτευση δισεκατομμυρίων δολαρίων και ευρώ από τα ίδια τα κράτη.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, γεννιέται ένα καίριο ερώτημα για τη φύση της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας, το οποίο, ωστόσο, πρέπει να απαντηθεί: είναι τελικά ικανή η ελεύθερη αγορά, εφόσον λειτουργεί μόνη της, να λύσει όλα τα προβλήματα; Τι έχει τελικά απομείνει από τον θεμελιώδη νόμο της φιλελεύθερης αγοράς, ότι το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στη λειτουργία της οικονομίας;

Παρ’ όλα αυτά, η μαζική διοχέτευση δημόσιου χρήματος δεν έλυσε τίποτα. Η κρίση δεν έχει επιλυθεί, απλώς έχει μετατοπιστεί στα κράτη. Αυτό σημαίνει ότι τη θέση του τεράστιου ελλείμματος των τραπεζών κατέλαβε η μαύρη τρύπα στα οικονομικά του Δημοσίου. Και ποιος θα πληρώσει γι’ αυτό; Όχι πάντως εκείνοι οι ευκατάστατοι τραπεζίτες, οι οποίοι, αφού ηγήθηκαν του ναυαγίου της παγκόσμιας οικονομικής τάξης, καρπώθηκαν τα χρήματα του Δημοσίου και τώρα τα χορηγούν οι ίδιοι στον εαυτό τους με μπόνους από τα έσοδα.

Τα ελλείμματα, για τα οποία οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί διαμαρτύρονται τόσο έντονα, πρέπει να πληρώνονται από τα φτωχότερα και πιο ανυπεράσπιστα τμήματα της κοινωνίας. Ξαφνικά, δεν υπάρχουν χρήματα για τους συνταξιούχους, τους άρρωστους και τους άνεργους, αλλά υπάρχει πάντα άφθονο χρήμα για τους τραπεζίτες. Αυτό δημιουργεί καθεστώς μόνιμης λιτότητας εις βάρος πάντα των εργαζομένων. Αλλά αυτό απλώς εμφανίζει νέες αντιφάσεις, αφού με τη μείωση της ζήτησης μειώνεται η αγοραστική δύναμη ακόμη περισσότερο, και αυτή η διαδικασία επιδεινώνει την ήδη υπάρχουσα κρίση υπερπαραγωγής.

Τώρα, οι οικονομολόγοι προβλέπουν μια νέα κατάρρευση, μόλις όμως τα νομίσματα και οι κυβερνήσεις καταρρεύσουν, θα απειλήσουν την ίδια τη δομή του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Και παρά τα όσα λένε οι πολιτικοί για την ανάγκη να περιοριστεί το έλλειμμα, τα χρέη, στο βαθμό που έχουν δημιουργηθεί έως τώρα, δεν μπορούν να αποπληρωθούν. Η Ελλάδα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το μέλλον θα φέρει ακόμα βαθύτερες κρίσεις, πτώση του βιοτικού επιπέδου, επώδυνες προσαρμογές και αυξανόμενη φτώχεια για την πλειονότητα του λαού. Αυτή είναι μια δοκιμασμένη συνταγή για περαιτέρω αναταραχές και άνοδο της ταξικής πάλης σε ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο. Πρόκειται για μια συστημική κρίση του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα.

Η μόνη λύση φαίνεται ότι υπάρχει στην αναδιάρθρωση της οικονομίας και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Ορισμένοι σκεπτικιστές, όμως, αναρωτιούνται: αν ο σοσιαλισμός είναι αναπόφευκτος, τότε γιατί θα πρέπει κάποιος να αγωνιστεί για να τον πετύχει; Συνεπώς, είναι δυνατόν να είσαι ένας πεπεισμένος ντετερμινιστής και ακόμη να δεσμευτείς σε έναν ενεργό επαναστατικό ρόλο; Για παράδειγμα, στον δέκατο έβδομο αιώνα, οι καλβινιστές ήταν ντετερμινιστές με τον πιο κατηγορηματικό και απόλυτο τρόπο. Πίστευαν διακαώς ότι η μοίρα και η σωτηρία κάθε ανθρώπου προσδιορίζονται, πριν καν γεννηθεί.

Παρ’ όλα αυτά, αυτός ο ντετερμινισμός δεν εμπόδισε τους καλβινιστές να παίξουν έναν πιο επαναστατικό ρόλο στον αγώνα ενάντια στη σάπια φεουδαρχία και στην κύρια ιδεολογική της έκφραση, τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ακριβώς επειδή ήταν πεπεισμένοι για τη δικαιοσύνη και την αναπόφευκτη νίκη του αγώνα τους, πάλεψαν με τη μεγαλύτερη γενναιότητα για να επιταχυνθεί αυτή η νίκη.

Η πραγματικότητα δίνει την απάντηση. Η παλιά κοινωνία πεθαίνει και μια νέα κοινωνία παλεύει να γεννηθεί. Αλλά εκείνοι που έχουν αποκομίσει τεράστια πλούτη από την παλιά κοινωνία, δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχθούν το αναπόφευκτο του θανάτου της. Πριν τη δει να βυθίζεται στη λήθη, η άρχουσα τάξη θα προτιμούσε να σύρει το σύνολο της κοινωνίας προς τα κάτω. Η παράταση της αγωνίας του καπιταλισμού αποτελεί θανάσιμη απειλή για την ανθρώπινη κουλτούρα και τον πολιτισμό. Το καθήκον μας είναι να βοηθήσουμε στη γέννηση μιας νέας κοινωνίας, προκειμένου να εξασφαλίσουμε ότι θα υλοποιηθεί όσο πιο γρήγορα και ανώδυνα γίνεται, με το μικρότερο κόστος για την ανθρωπότητα.
Σ

ε αντίθεση με τις συκοφαντίες των εχθρών μας, οι μαρξιστές δεν υποστηρίζουμε τη βία, αλλά είμαστε ρεαλιστές και γνωρίζουμε ότι όλη η Ιστορία των τελευταίων δέκα χιλιάδων χρόνων αποδεικνύει ότι καμία άρχουσα τάξη ή κάστα δεν παραδίδει ποτέ τον πλούτο, την εξουσία και τα προνόμιά της χωρίς μάχη. Και αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα.
Είναι η παρακμή του καπιταλισμού που απειλεί να εξαπολύσει την πιο τρομερή βία στον κόσμο. Για να μειωθεί το ενδεχόμενο της βίας, για να μπει ένα τέλος στο χάος και στους πολέμους, για να εξασφαλιστεί η πιο ειρηνική και ομαλή μετάβαση προς το σοσιαλισμό, προϋπόθεση είναι η εργατική τάξη να κινητοποιηθεί και να είναι έτοιμη να παλέψει μέχρι τέλους.

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην καταστροφή

Σε αντίθεση με την παρήγορη εικόνα που χρησιμοποιείται προκειμένου να παρουσιαστεί το καπιταλιστικό σύστημα ότι προσφέρει ένα ασφαλές και ακμάζον μέλλον για όλους, βλέπουμε την πραγματικότητα ενός κόσμου, στον οποίον εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από τη φτώχεια και την πείνα, ενώ οι πολύ πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι κάθε μέρα. Οι άνθρωποι ζουν με τον συνεχή φόβο για ένα αβέβαιο μέλλον, το οποίο θα αποφασιστεί όχι από τις ορθολογικές αποφάσεις των ίδιων για τη ζωή τους, αλλά αποκλειστικά και μόνο από τους αδίστακτους γυρολόγους της αγοράς.

Οι οικονομικές κρίσεις, η μαζική ανεργία και οι συνεχείς κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές έχουν ανατρέψει πολλά πράγματα. Αυτό που φαίνεται να είναι σταθερό και μόνιμο διαλύεται εν μια νυκτί και οι άνθρωποι αρχίζουν να αμφισβητούν τα πράγματα τα οποία πάντα θεωρούσαν δεδομένα. Αυτή η κατάσταση διαρκούς αναταραχής είναι που προετοιμάζει ψυχολογικά το έδαφος για την επανάσταση, η οποία στο τέλος γίνεται η μόνη επιλογή που ρεαλιστικά μπορεί κανείς να φανταστεί. Για να το δει κανείς αυτό στην πράξη, αρκεί μόνο να κοιτάξει την κατάσταση στη σημερινή Ελλάδα.

Όλοι γνωρίζουν ότι το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση. Αλλά ποιο είναι το αντίδοτο στην κρίση; Αν ο καπιταλισμός είναι ένα αναρχικό και χαοτικό σύστημα το οποίο καταλήγει αναπόφευκτα σε κρίσεις, τότε πρέπει κανείς να συμπεράνει ότι, προκειμένου να εξαλειφθούν οι κρίσεις, είναι απαραίτητο να καταργηθεί το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Αν πεις «Α», θα πρέπει επίσης να προχωρήσεις και παρακάτω στο «Β», στο «Γ» και στο «Δ».

Αλλά αυτό είναι που οι αστοί οικονομολόγοι αρνούνται να κάνουν. Ας είμαστε όμως αντικειμενικοί και ας εξετάσουμε αν όντως υπάρχουν μηχανισμοί οι οποίοι θα μπορούσαν να επιτρέψουν τους αστούς να βγουν από την κρίση υπερπαραγωγής; Φυσικά υπάρχουν! Ένας τρόπος θα ήταν να μειωθεί το επιτόκιο δανεισμού, προκειμένου να ενισχυθούν τα περιθώρια κέρδους για τις επιχειρήσεις και η τόνωση των επενδύσεων. Όμως, το επιτόκιο είναι ήδη κοντά στο μηδέν. Με παραπάνω μείωση θα γινόταν λόγος πλέον για ένα αρνητικό επιτόκιο, δηλαδή οι τράπεζες θα πληρώνουν το λαό, για να δανειστεί χρήματα! Αυτό είναι εντελώς τρελό, αλλά οι αστοί ακόμα το συζητούν. Αυτό δείχνει ότι γίνονται ολοένα και πιο απελπισμένοι.

Η άλλη μέθοδος είναι να αυξηθούν οι κρατικές δαπάνες. Αυτή είναι η μέθοδος που επικροτούν οι κεϊνσιανοί και οι ρεφορμιστές. Κατ’ αρχάς, αυτό φέρνει στην επιφάνεια την ιδεολογική χρεοκοπία της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Ο ιδιωτικός τομέας είναι τόσο αδύναμος, υπέργηρος, τόσο πτωχευμένος, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, ώστε πρέπει να στηριχθεί στο κράτος, όπως ακριβώς ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει πόδια στηρίζεται στις πατερίτσες. Αλλά ακόμη και αυτή η επιλογή δεν προσφέρει διέξοδο.

Είναι προφανές γεγονός, πλέον, ότι οι τράπεζες και τα μεγάλα μονοπώλια είναι πλέον εξαρτημένα από το κράτος για την επιβίωσή τους. Από τη στιγμή που βρίσκονται σε δυσκολίες, οι ίδιοι άνθρωποι που χρησιμοποιούνται και επιμένουν ότι το κράτος δεν πρέπει να παίζει κανένα ρόλο στην οικονομία, τρέχουν προς την κυβέρνηση προτάσσοντας τα χέρια τους, ζητώντας τεράστια χρηματικά ποσά. Και η κυβέρνηση τους δίνει αμέσως λευκή επιταγή. Τρισεκατομμύρια δολάρια από το δημόσιο χρήμα έχουν δοθεί στις τράπεζες, αλλά η κρίση συνεχίζει να βαθαίνει.

Όπως προαναφέρθηκε, το μόνο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια είναι να μετατραπεί αυτό που ήταν μια μαύρη τρύπα στα οικονομικά των τραπεζών σε μια μαύρη τρύπα στα δημόσια οικονομικά. Για να σωθούν οι τραπεζίτες, όλοι αναμένεται να θυσιαστούν, αλλά από τους τραπεζίτες και τους καπιταλιστές δεν απαιτούνται θυσίες. Οι ίδιοι πληρώνονται με πλούσια μπόνους με τα χρήματα των φορολογουμένων. Αυτή είναι η ανεστραμμένη λογική του Ρομπέν των Δασών.

Η ύπαρξη τεράστιων ελλειμμάτων σημαίνει ότι το κεϊνσιανό επιχείρημα για την αύξηση των κρατικών δαπανών καταρρέει. Πώς μπορεί το κράτος να δαπανήσει χρήματα που δεν διαθέτει; Ο μόνος τρόπος είναι να τους τυπώνει χρήματα, τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση (QE). Η έγχυση μεγάλων ποσοτήτων του πλασματικού κεφαλαίου στην οικονομία υπόκειται στο νόμο της φθίνουσας απόδοσης. Έχει μια παρόμοια επίδραση με εκείνη ενός ναρκομανούς ο οποίος κάνει ενέσεις με μεγαλύτερες ποσότητες ενός ναρκωτικού, για να πάρει το ίδιο αποτέλεσμα. Είναι η ίδια διαδικασία, με την οποία οι αστοί δηλητηριάζουν το σύστημά τους και ο ναρκομανής υπονομεύει την υγεία του αντιστοίχως.

Αυτό είναι πραγματικά ένα μέτρο απελπισίας, το οποίο θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε αύξηση του πληθωρισμού. Με τον τρόπο αυτό, ετοιμάζονται για μια ακόμη βαθύτερη ύφεση κατά την προσεχή περίοδο. Αυτό είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι κατά την προηγούμενη περίοδο το καπιταλιστικό σύστημα πήγε πέρα από τα όριά του. Για να αναβληθεί μια ύφεση, χρησιμοποίησαν όλους τους μηχανισμούς που χρειάζονται προκειμένου να βγουν πρόσκαιρα από την παρούσα κρίση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κρίση είναι τόσο βαθιά και δυσεπίλυτη. Όπως εξηγεί ο Μαρξ, οι καπιταλιστές μπορούν να λύσουν τις κρίσεις τους «ανοίγοντας το δρόμο για πιο εκτεταμένες και καταστροφικές κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα με τα οποία οι κρίσεις προλαμβάνονται» («Κομμουνιστικό Μανιφέστο»).

Στις παλιές εποχές, η Εκκλησία έλεγε: «Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Τώρα, η αστική τάξη έχει ένα νέο σύνθημα: «Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην καταστροφή». Είναι αδιανόητο ότι μια κρίση ρίχνει όλο τον κόσμο στο χάος, καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία, τη φτώχεια και την απελπισία, στερεί από τους νέους το μέλλον και από την πλειονότητα των λαών την υγεία, τη στέγαση, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Και όλα αυτά ελπίζουν ότι μπορεί να συμβούν χωρίς να υπάρχει μια κοινωνική και πολιτική κρίση. Η κρίση του καπιταλισμού είναι στην ουσία η προετοιμασία των όρων για την επανάσταση παντού.

Αυτό δεν είναι πλέον μια θεωρητική πρόταση, αποτελεί ένα γεγονός. Αν πάρουμε ως παράδειγμα τα τελευταία χρόνια. Τι βλέπουμε; Επαναστατικά κινήματα έχουν συμβεί στη μια χώρα μετά την άλλη: στην Τυνησία, στην Αίγυπτο, στην Ελλάδα, στην Ισπανία. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαμε το κίνημα καταλήψεων (Οccupy) και τις πρόσφατες μαζικές διαδηλώσεις στο Ουισκόνσιν.

Τα δραματικά αυτά γεγονότα αποτελούν σαφή απόδειξη του γεγονότος ότι η κρίση του καπιταλισμού παράγει μια μαζική αντίδραση σε παγκόσμια κλίμακα και ότι ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων έχει αρχίσει να βγάζει επαναστατικά συμπεράσματα. Εφόσον μια μικρή μειονότητα (οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις) κρατά στα χέρια της τη μοίρα της ανθρωπότητας, θα συνεχίσει να λαμβάνει όλες τις σημαντικές αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν τη ζωή και την τύχη εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη.

Το αγεφύρωτο χάσμα που έχει αναπτυχθεί μεταξύ πλούσιων και φτωχών ασκεί μια αυξανόμενη πίεση στην κοινωνική συνοχή. Η βάση του παλιού σοσιαλδημοκρατικού ονείρου της ταξικής ειρήνης έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Το γεγονός αυτό συνοψίζεται από το σλόγκαν του κινήματος Occupy Wall Street: «Ένα πράγμα που όλοι έχουμε κοινό είναι ότι είμαστε το 99% που δεν θα ανεχτεί την απληστία και τη διαφθορά του 1%».
Το πρόβλημα είναι ότι το υπάρχον κίνημα διαμαρτυρίας βρίσκεται σε σύγχυση ως προς τους στόχους του. Στερείται ενός συνεκτικού προγράμματος και μιας τολμηρής ηγεσίας. Αλλά αντικατοπτρίζει μια γενική διάθεση θυμού, η οποία χτίζεται όλο και περισσότερο κάτω από την επιφάνεια και αυτός, αργά ή γρήγορα, πρέπει να βρει διέξοδο. Αλλά το κοινό χαρακτηριστικό των κινημάτων αυτών είναι σίγουρα η αντικαπιταλιστική τους διάθεση και, αργά ή γρήγορα, στη μια ή στην άλλη χώρα, το ζήτημα της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού θα τεθεί.

Στον καπιταλισμό, όπως εξήγησε ο Μαρξ, οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν βιώσει την πιο θεαματική ανάπτυξη στην Ιστορία. Ωστόσο, οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης, ακόμα και στην πιο επαναστατική εποχή της, βρίσκονται πολύ πιο πίσω από τις εξελίξεις στην παραγωγή, την τεχνολογία και την επιστήμη.

Απειλή για τον πολιτισμό

Η αντίθεση μεταξύ της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας και της επιστήμης από τη μια και της υπερβολικής καθυστέρησης στην ανάπτυξη της ανθρώπινης ιδεολογίας από την άλλη παρουσιάζεται με τον πιο σαφή τρόπο, στην πιο προηγμένη καπιταλιστική χώρα του κόσμου: στις ΗΠΑ. Αυτή είναι η χώρα, όπου η επιστήμη έχει επιτύχει τα πιο θεαματικά αποτελέσματά της. Η σταθερή πρόοδος της τεχνολογίας είναι η προϋπόθεση για την τελική απελευθέρωση του ανθρώπου, την κατάργηση της φτώχειας και του αναλφαβητισμού, της άγνοιας, της νόσου και της ανθρώπινης κυριαρχίας στη φύση, μέσα από τον συνειδητό σχεδιασμό της οικονομίας. Ο δρόμος είναι ανοιχτός για μεγάλα επιτεύγματα, όχι μόνο στη Γη αλλά και στο Διάστημα. Και, όμως, σε αυτή την τεχνολογικά προηγμένη χώρα, οι πιο πρωτόγονες δεισιδαιμονίες βασιλεύουν. Εννέα στους δέκα Αμερικανούς πιστεύουν στην ύπαρξη ενός θεϊκού όντος και επτά στους δέκα πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή.

Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1968, όταν ο πρώτος άνθρωπος πέταξε γύρω από το φεγγάρι, έπρεπε να διαλέξει ένα μήνυμα να μεταδώσει προς τον αμερικανικό λαό από το διαστημόπλοιό του, και από το σύνολο της παγκόσμιας λογοτεχνίας επέλεξε το πρώτο βιβλίο της «Γένεσης». Καθώς διέσχιζε το Διάστημα με ένα διαστημόπλοιο εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα εξαρτήματα, πρόφερε τις λέξεις: «Εν αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη».

Έχουν περάσει πάνω από 130 χρόνια από το θάνατο του Δαρβίνου. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στις ΗΠΑ οι οποίοι πιστεύουν ότι κάθε λέξη της Αγίας Γραφής είναι κυριολεκτικά σωστή, και οι οποίοι επιθυμούν τα σχολεία να διδάσκουν την έκδοση της ανθρώπινης προέλευσης που περιέχεται στη «Γένεση», παρά τη θεωρία της εξέλιξης με βάση τη φυσική επιλογή. Σε μια προσπάθεια να γίνει η Δημιουργία πιο αξιοσέβαστη, οι υποστηρικτές της την έχουν μετονομάσει σε «ευφυούς σχεδιασμού». Το ερώτημα που τίθεται αμέσως είναι το εξής: ποιος σχεδίασε τον ευφυή σχεδιαστή; Σε αυτή την απολύτως εύλογη ερώτηση, δεν έχουν καμία απάντηση. Ούτε μπορούν να απαντήσουν, γιατί ο ευφυής σχεδιαστής έχει κάνει τόσο κακότεχνη δουλειά, τοποθετώντας τον κόσμο στην πρώτη θέση.

Γιατί να σχεδιάσει έναν κόσμο με πράγματα όπως ο καρκίνος, η βουβωνική πανώλη, το AIDS, η έμμηνος ρύση και η ημικρανία; Γιατί να σχεδιάσει νυχτερίδες βαμπίρ, βδέλλες και επενδυτικούς τραπεζίτες; Σκεφτείτε το απλό, γιατί είναι κατασκευασμένα τα πιο πολλά από τα γονίδιά μας από άχρηστα σκουπίδια; Ο ευφυής σχεδιαστής μας αποδεικνύεται ότι δεν είναι τόσο έξυπνος τελικά. Σύμφωνα με τα λόγια του Αλφόνσου του Σοφού, βασιλιά της Καστίλλης (1221-1284): «Αν ήμουν παρών κατά τη Δημιουργία, θα είχα δώσει μερικές χρήσιμες συμβουλές για την καλύτερη λειτουργία του Σύμπαντος». Πράγματι, ένα εντεκάχρονο παιδί με μέση νοημοσύνη θα μπορούσε ίσως να είχε κάνει καλύτερη δουλειά.

Είναι αλήθεια ότι η αυθεντία της Εκκλησίας βρίσκεται σε ύφεση σε όλες τις δυτικές χώρες. Ο αριθμός των εν ενεργεία πιστών μειώνεται. Σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία, η Εκκλησία δυσκολεύεται να προσλάβει νέους ιερείς. Η μαζική συνάθροιση των πιστών έχει υποστεί μια απότομη πτώση τα τελευταία χρόνια, ιδιαιτέρως μεταξύ των νέων. Ωστόσο, η μείωση της επιρροής της Εκκλησίας έχει ανοίξει την πόρτα σε μια πραγματική μάστιγα θρησκευτικών αιρέσεων των πιο περίεργων ποικιλιών, καθώς και την ανθοφορία του μυστικισμού και των δεισιδαιμονιών όλων των ειδών. Η αστρολογία, το απομεινάρι της μεσαιωνικής βαρβαρότητας, είναι ξανά στη μόδα. Ο κινηματογράφος, η τηλεόραση και τα βιβλιοπωλεία είναι γεμάτα από έργα με βάση τον πιο ξεδιάντροπο μυστικισμό.

Αυτά είναι μόνο τα εξωτερικά σημάδια της σήψης ενός κοινωνικού συστήματος που έχει επιβιώσει, αλλά έχει παύσει να είναι μια ιστορικά προοδευτική δύναμη και έχει τεθεί οριστικά σε σύγκρουση με τις ανάγκες της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Με αυτήν την έννοια, η πάλη της εργατικής τάξης πέρα από το να συντομεύσει την αγωνία της αστικής κοινωνίας είναι επίσης ο αγώνας για την υπεράσπιση των επιτευγμάτων της επιστήμης και του πολιτισμού ενάντια στις σφετεριστικές δυνάμεις της βαρβαρότητας.

Οι μόνες εναλλακτικές λύσεις ανοιχτές στην ανθρωπότητα είναι σαφείς: είτε ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, η κατάργηση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας της αστικής τάξης και η έναρξη μιας νέας φάσης στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού, είτε η καταστροφή του πολιτισμού, ακόμη και της ίδιας της ζωής. Οι οικολόγοι γκρινιάζουν συνεχώς για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και προειδοποιούν για την απειλή που τίθεται για την ανθρωπότητα. Έχουν δίκιο. Αλλά μοιάζουν με έναν άπειρο γιατρό που βρίσκει τα συμπτώματα, αλλά δεν είναι σε θέση να διαγνώσει τη φύση της ασθένειας ή να προτείνει θεραπεία.

Ο εκφυλισμός του συστήματος γίνεται αισθητός σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στον οικονομικό τομέα, αλλά και στη σφαίρα της ηθικής, του πολιτισμού, της τέχνης, της μουσικής και της Φιλοσοφίας. Η ύπαρξη του καπιταλισμού επεκτείνεται εις βάρος της καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά επίσης υπονομεύει τον πολιτισμό, ενισχύοντας την εξαχρείωση και τη δημιουργία λούμπεν στρωμάτων της κοινωνίας, με καταστροφικές συνέπειες για το μέλλον. Τελικά, η ύπαρξη του καπιταλισμού θα έρθει σε ολομέτωπη σύγκρουση με την ύπαρξη ακόμα και των θεμελιωδών δημοκρατικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης.

Η αύξηση της εγκληματικότητας και της βίας, της πορνογραφίας, του αστικού εγωκεντρισμού και της βίαιης αδιαφορίας για τα βάσανα των άλλων, ο σαδισμός, η διάλυση της οικογένειας και η κατάρρευση της παραδοσιακής ηθικής, η τοξικομανία και ο αλκοολισμός, όλα εκείνα τα σύγχρονα προβλήματα που προκαλούν την υποκριτική οργή και την αγανάκτηση των αντιδραστικών, είναι μόνο τα συμπτώματα του γεροντικού εκφυλισμού του καπιταλισμού. Με τον ίδιο τρόπο, παρόμοια φαινόμενα συνόδευαν την περίοδο της παρακμής της δουλικής κοινωνίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο βάζει το κέρδος πριν από κάθε άλλη σκέψη, δηλητηριάζει τον αέρα που αναπνέουμε, το νερό που πίνουμε και το φαγητό που τρώμε. Το πρόσφατο σκάνδαλο της μαζικής νοθείας προϊόντων κρέατος στην Ευρώπη είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Αν αφήσουμε την κυριαρχία των μεγάλων τραπεζών και των μονοπωλίων να συνεχιστεί για άλλα πέντε χρόνια ή περισσότερο, είναι πιθανό η καταστροφή του πλανήτη να φτάσει σε ένα σημείο όπου να έχει γίνει μη αναστρέψιμη ζημιά και θα απειλήσει τη μελλοντική ύπαρξη της ανθρωπότητας. Ο αγώνας για την αλλαγή της κοινωνίας είναι, επομένως, θέμα ζωής ή θανάτου.

Η αναγκαιότητα της σχεδιασμένης οικονομίας

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουμε γίνει δέκτες μιας οικονομικής προπαγάνδας, η οποία μας λέει ότι η ιδεολογία μιας οργανωμένης σοσιαλιστικής οικονομίας έχει πεθάνει και ότι η αγορά έχει την ικανότητα αυτορρύθμισης και επίλυσης μόνη της του προβλήματος της ανεργίας, φέρνοντας παγκόσμια ειρήνη και ευημερία.

Με την έναρξη της κρίσης, το 2008, ο κόσμος κατανοεί σιγά-σιγά ότι η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων είναι ανίκανη να παράσχει τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες, όπως εργασία με σταθερό μισθό, κατοικία, αξιοπρεπή εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη, επαρκή σύνταξη, ασφαλές περιβάλλον, καθαρό νερό και αέρα για την πλειονότητα της ανθρωπότητας και όχι μόνο για τον Τρίτο Κόσμο.

Ένα τέτοιο σύστημα θα έπρεπε ξεκάθαρα να καταδικάζεται από κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει αποπροσανατολιστεί από την πληθώρα πλαστών επιχειρημάτων, τα οποία μόνο σκοπό έχουν να υπερασπιστούν το συμφέρον αυτών που ευημερούν μέσα στην παρούσα κατάσταση και δεν μπορούν να επιτρέψουν την κατάσταση να αλλάξει.
Το κεντρικό σημείο του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», από όπου και απορρέει και το επαναστατικό του μήνυμα, είναι ακριβώς ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν θα κρατήσει για πάντα. Αυτό είναι και το στοιχείο το οποίο οι συνήγοροι του παρόντος συστήματος δεν μπορούν να χωνέψουν. Φυσικά, είναι κοινή η αυταπάτη κάθε κοινωνικοοικονομικού συστήματος στην πορεία της Ιστορίας ότι αποτελεί το τελευταίο σκαλοπάτι της κοινωνικής προόδου. Κι όμως ακόμα και βάσει της κοινής λογικής μια τέτοια άποψη είναι προβληματική. Αν δεχτούμε ότι τα πάντα στη φύση είναι ευμετάβλητα, για ποιο λόγο η ίδια η κοινωνία να αποτελεί εξαίρεση;

Αυτά τα δεδομένα αποδεικνύουν ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει εξαντλήσει την προοδευτική του αποστολή. Κάθε έξυπνος άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι η ελεύθερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτεί την ενοποίηση των οικονομιών όλων των χωρών μέσω ενός κοινού σχεδιασμού, ο οποίος θα επιτρέπει την αρμονική εκμετάλλευση των πόρων του πλανήτη προς όφελος όλων.

Κάτι τέτοιο είναι τόσο προφανές που αναγνωρίζεται από επιστήμονες και ειδικούς οι οποίοι δεν έχουν να κάνουν με τις ιδέες του σοσιαλισμού, αλλά είναι αγανακτισμένοι με τις εφιαλτικές συνθήκες στις οποίες ζουν τα 2/3 του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ ταυτοχρόνως ανησυχούν για τα αποτελέσματα της καταστροφής του περιβάλλοντος. Δυστυχώς, οι καλοπροαίρετες συστάσεις τους δεν έχουν καμία ανταπόκριση, επειδή έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών, οι οποίες κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία και των οποίων οι υπολογισμοί δεν έχουν να κάνουν με την ευημερία της ανθρωπότητας ή το μέλλον του πλανήτη, αλλά με την απληστία και το κέρδος πάνω από όλα.

Η ανωτερότητα της οργανωμένης οικονομίας έναντι της καπιταλιστικής αναρχίας είναι κατανοητή ακόμα και από τους ίδιους τους αστούς, παρόλο που δεν μπορούν να το παραδεχτούν. Ενδεικτικά, το 1940, όταν ο στρατός του Χίτλερ ισοπέδωσε τη Γαλλία και η Βρετανία ήταν κολλημένη με την πλάτη στον τοίχο, δεν είπαν «ας αφήσουμε τις αγορές να αποφασίσουν». Όχι! Συγκέντρωσαν την οικονομία, εθνικοποίησαν τη βιομηχανία και εισήγαγαν κυβερνητικούς ελέγχους. Γιατί να επιλέξουν σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή τη συγκέντρωση και το σχεδιασμό; Για τον πολύ απλό λόγο ότι αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα.

Φυσικά, είναι αδύνατο να υπάρχει ένα σχεδιασμένο πρόγραμμα παραγωγής μέσα στον καπιταλισμό. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και αυτά τα μέτρα καπιταλιστικού σχεδιασμού τα οποία πήρε ο Τσόρτσιλ, ήταν ζωτικής σημασίας για την ήττα του Χίτλερ. Ακόμα πιο ενδεικτικό παράδειγμα είναι η Σοβιετική Ένωση. Στην πραγματικότητα, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας γιγαντιαίος αγώνας μεταξύ της Γερμανίας του Χίτλερ, με όλους τους πόρους της Ευρώπης στη διάθεσή του, και της Σοβιετικής Ένωσης από την άλλη.

Ήταν η Σοβιετική Ένωση που νίκησε το στρατό του Χίτλερ. Το λόγο για τη νίκη αυτή δεν πρόκειται να παραδεχτούν ποτέ οι υποστηρικτές του καπιταλισμού, αλλά είναι προφανής. Η ύπαρξη μιας εθνικά σχεδιασμένης οικονομίας έδωσε στη Σοβιετική Ένωση ένα τεράστιο πλεονέκτημα στον πόλεμο. Παρά τις εγκληματικές πολιτικές του Στάλιν, οι οποίες σχεδόν οδήγησαν την ΕΣΣΔ σε κατάρρευση, στην αρχή του πολέμου, η Σοβιετική Ένωση ήταν σε θέση να επανέλθει ταχύτατα και να ανακτήσει τη βιομηχανική και στρατιωτική της δύναμη.

Οι Ρώσοι πέτυχαν να αποσυναρμολογήσουν όλη τη βιομηχανία τους στη Δύση -1.500 εργοστάσια και ένα εκατομμύριο εργάτες- να τα βάλουν σε τρένα και να τα στείλουν ανατολικά των Ουραλίων, όπου ήταν εκτός της εμβέλειας των Γερμανών. Μέσα σε διάστημα μόλις κάποιων μηνών, η Σοβιετική Ένωση παρήγαγε περισσότερα τανκς, όπλα και αεροπλάνα από τους Γερμανούς. Αυτό φανερώνει, πέρα από κάθε αμφιβολία, την ανωτερότητα μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, ακόμα και υπό το γραφειοκρατικό καθεστώς του Στάλιν.

Η ΕΣΣΔ έχασε 27 εκατομμύρια ανθρώπους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο -τους μισούς από τους θανάτους παγκοσμίως. Η βιομηχανία και η γεωργία δέχθηκαν τρομερό πλήγμα. Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε μια δεκαετία όλα είχαν ανοικοδομηθεί, και χωρίς τα ατελείωτα ποσά ξένων χρημάτων, όπως συνέβη στη Δυτική Ευρώπη, από την Αμερική με το σχέδιο Μάρσαλ. Η Σοβιετική Ένωση, λοιπόν, και όχι η Γερμανία ή η Ιαπωνία είναι το πραγματικό οικονομικό θαύμα της μεταπολεμικής περιόδου.

Φυσικά, ο αληθινός σοσιαλισμός πρέπει να βασίζεται στη δημοκρατία. Όχι την κατ’ επίφαση δημοκρατία της Βρετανίας ή της Αμερικής, όπου ο καθένας μπορεί να πει ό,τι θέλει, φτάνει οι μεγάλες τράπεζες και τα μονοπώλια να αποφασίσουν τι θα συμβεί, αλλά μια γνήσια δημοκρατία βασισμένη στον έλεγχο και τη διαχείριση της κοινωνίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους.

Δεν υπάρχει τίποτα το ουτοπικό σε μια τέτοια ιδέα. Είναι βασισμένη στην ίδια την πραγματικότητα. Ας πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα. Είναι άξιο απορίας πώς ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια την ποσότητα της ζάχαρης, του ψωμιού και του γάλακτος που απαιτείται από μια περιοχή του Λονδίνου με δεκάδες χιλιάδες κατοίκους. Αυτό το πετυχαίνουν με έναν επιστημονικό σχεδιασμό, ο οποίος ποτέ δεν αποτυγχάνει. Αν ένας τέτοιος σχεδιασμός μπορεί να λειτουργήσει για ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ, γιατί να μην μπορούν οι ίδιες μέθοδοι σχεδιασμού να εφαρμοστούν για το σύνολο της κοινωνίας;

Σοσιαλισμός και διεθνισμός

Όποιος διαβάζει το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», μπορεί να διαπιστώσει ότι οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν προβλέψει αυτήν την κατάσταση περισσότερο από 150 χρόνια πριν. Εξήγησαν ότι ο καπιταλισμός πρέπει να αναπτυχθεί σε παγκόσμιο σύστημα. Σήμερα, η ανάλυση αυτή έχει επιβεβαιωθεί έξοχα από τα ίδια τα γεγονότα. Προς το παρόν, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη συντριπτική κυριαρχία της παγκόσμιας αγοράς. Είναι στην πραγματικότητα το πιο καθοριστικό φαινόμενο της εποχής στην οποία ζούμε.

Ωστόσο, όταν γράφτηκε το «Μανιφέστο», δεν υπήρχαν πρακτικά και εμπειρικά στοιχεία τα οποία να στηρίζουν αυτήν την υπόθεση. Η μόνη πραγματικά ανεπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία ήταν η Αγγλία. Οι νεοσύστατες βιομηχανίες της Γαλλίας και της Γερμανίας (η τελευταία δεν υπήρχε καν ως ενιαία οντότητα) ήταν ακόμα προστατευμένες πίσω από τους ψηλούς δασμολογικούς φραγμούς, γεγονός το οποίο βολικά ξεχνιέται σήμερα, καθώς οι δυτικές κυβερνήσεις και οι οικονομολόγοι παραδίδουν διαλέξεις στον υπόλοιπο κόσμο, κάνοντας έκκληση για άνοιγμα της οικονομίας.

Τα τελευταία χρόνια, οι οικονομολόγοι είχαν μιλήσει πολύ για την «παγκοσμιοποίηση» και φαντάζονταν ότι αυτή ήταν η πανάκεια που θα τους επέτρεπε να καταργήσουν εντελώς τον οικονομικό κύκλο του καπιταλισμού. Τα όνειρά τους όμως γκρεμίστηκαν το 2008.
Τότε, έγινε εμφανές ότι το φαινόμενο έχει σημαντικές επιπτώσεις για όλο τον κόσμο. Αυτό δείχνει την άλλη πλευρά της «παγκοσμιοποίησης». Στο βαθμό που το καπιταλιστικό σύστημα ανέπτυξε την παγκόσμια οικονομία, προετοίμασε επίσης τις προϋποθέσεις για μια καταστροφική παγκόσμια ύφεση. Μια κρίση σε οποιοδήποτε μέρος της παγκόσμιας οικονομίας επεκτείνεται με ταχείς ρυθμούς σε όλο τον πλανήτη. Μακριά από το να καταργήσει τον κύκλο ανάπτυξης-ύφεσης, η παγκοσμιοποίηση του έχει δώσει έναν ακόμη πιο σπασμωδικό και παγκόσμιο χαρακτήρα από κάθε άλλη περίοδο.

Το βασικό πρόβλημα είναι το ίδιο το σύστημα. Σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, «Το πραγματικό εμπόδιο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο» («Κεφάλαιο, τομ. 3, μέρος ΙΙΙ»). Οι οικονομικές αυθεντίες που υποστήριξαν ότι ο Μαρξ υπέπεσε σε λάθος και οι καπιταλιστικές κρίσεις ήταν φαινόμενα του παρελθόντος (το «νέο οικονομικό μοντέλο») έχουν οι ίδιοι αποδειχτεί ότι έκαναν λάθος. Η παρούσα ανάπτυξη διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του οικονομικού κύκλου που περιέγραψε ο Μαρξ πολύ παλιά. Η διαδικασία της συγκέντρωσης κεφαλαίου έχει φτάσει σε συγκλονιστικά επίπεδα. Υπάρχει ένα όργιο εξαγορών και διαρκής δημιουργία νέων μονοπωλίων.

Αυτό όμως δεν οδηγεί στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Αντίθετα, τα εργοστάσια παραμένουν κλειστά, σαν να ήταν αδειανά σπιρτόκουτα και χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους.

Οι οικονομικές θεωρίες του μονεταρισμού, η βίβλος του νεοφιλελευθερισμού, συνοψίστηκαν από τον Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ με τον ακόλουθο τρόπο: «Οι φτωχοί έχουν πάρα πολλά χρήματα, και οι πλούσιοι δεν έχουν αρκετά». Το ιστορικό ρεκόρ ανισότητας του πλούτου συνοδεύεται από ρεκόρ κερδοφορίας. Ο «Economist» τόνισε ότι «μια πραγματικά συνεχής τάση τα τελευταία 25 χρόνια ήταν η διαρκώς μεγαλύτερη συγκέντρωση του εισοδήματος στην κορυφή».

Μια μικρή μειονότητα είναι εξωφρενικά πλούσια, ενώ το μερίδιο των εργαζομένων στο εθνικό εισόδημα μειώνεται συνεχώς και τα φτωχότερα στρώματα βυθίζονται στη φτώχεια όλο και βαθύτερα. Ένα ακραίο περιβαλλοντικό φαινόμενο, ο τυφώνας «Κατρίνα», αποκάλυψε σε ολόκληρο τον κόσμο την ύπαρξη μιας υπο-τάξης άπορων πολιτών των ΗΠΑ οι οποίοι ζουν σε τριτοκοσμικές συνθήκες.

Στις ΗΠΑ, οι εργαζόμενοι παράγουν πλέον 30% περισσότερο από ό,τι πριν από δέκα χρόνια, αλλά οι μισθοί έχουν αυξηθεί ελάχιστα. Ο κοινωνικός ιστός έφτασε στα όριά του. Εμφανίζεται μια τεράστια αύξηση των εντάσεων στην κοινωνία, ακόμη και στην πλουσιότερη χώρα του πλανήτη. Αυτό προετοιμάζει το έδαφος για μια ακόμη μεγαλύτερη έκρηξη της ταξικής πάλης.

Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην περίπτωση των ΗΠΑ. Σε όλο τον κόσμο, η ανάπτυξη συνοδεύεται από υψηλή ανεργία. Οι μεταρρυθμίσεις και οι παραχωρήσεις καταργούνται. Για παράδειγμα, προκειμένου να γίνει ανταγωνιστική, στις παγκόσμιες αγορές, η Ιταλία θα πρέπει να απολύσει 500.000 εργαζόμενους και οι υπόλοιποι θα πρέπει να δεχθούν μείωση των μισθών τους κατά 30%.

Για μια περίοδο, ο καπιταλισμός είχε κατορθώσει να ξεπεράσεις τις αντιφάσεις του, με την αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου (παγκοσμιοποίηση). Για πρώτη φορά στην ιστορία, όλος ο κόσμος έχει συγχωνευθεί στην παγκόσμια αγορά. Οι καπιταλιστές βρήκαν νέες αγορές και λεωφόρους επενδύσεων στην Κίνα και σε άλλες χώρες. Αλλά αυτό έχει φτάσει πλέον στα όριά του.

Οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι καπιταλιστές δεν είναι πλέον τόσο ενθουσιώδεις για την παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο, όταν τα βουνά των φθηνών κινεζικών προϊόντων συσσωρεύονται στο κατώφλι τους. Στην αμερικανική Γερουσία ακούγονται πλέον φωνές προστατευτισμού και γίνονται όλο και πιο επίμονες. Ο συζητήσεις στην Ντόχα για το παγκόσμιο εμπόριο έχουν ανασταλεί και είναι τόσο μεγάλες οι αντιφάσεις μεταξύ των κρατών που δεν υπάρχει καμία σοβαρή πιθανότητα για συμφωνία.

Η παρούσα ασθενής οικονομική ανάπτυξη αρχίζει ήδη να «ξεμένει από ατμό». Η ανάπτυξη στις ΗΠΑ βασίζεται στην κατανάλωση, η οποία, ωστόσο, τροφοδοτείται από το δανεισμό και τα χαμηλά επιτόκια. Οι παράγοντες αυτοί θα μετατραπούν στο αντίθετό τους. Μια νέα κρίση βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας σε παγκόσμια κλίμακα. Έτσι, η παγκοσμιοποίηση αποκαλύπτεται ως μια παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού.

Υπάρχει εναλλακτική λύση;

Οι αστοί οικονομολόγοι είναι τόσο στενόμυαλοι, ώστε συνεχίζουν ακόμα να προσκολλώνται στο καπιταλιστικό σύστημα, παρόλο που είναι αναγκασμένοι να παραδεχτούν ότι είναι άρρωστο και τελικά καταδικασμένο να πεθάνει. Το να φανταστεί κανείς ότι η ανθρώπινη φυλή είναι ανίκανη να ανακαλύψει μια βιώσιμη εναλλακτική λύση σ’ αυτό το σάπιο, διεφθαρμένο και εκφυλισμένο σύστημα είναι ειλικρινώς προσβολή για την ανθρωπότητα.

Αληθεύει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό; Όχι, σε καμιά περίπτωση. Η εναλλακτική λύση είναι ένα σύστημα που βασίζεται στην παραγωγή για τις ανάγκες των πολλών και όχι το κέρδος των λίγων, ένα σύστημα που αντικαθιστά το χάος και την αναρχία με τον αρμονικό σχεδιασμό, που αντικαθιστά την εξουσία μιας μειονότητας πλούσιων παράσιτων με την εξουσία της πλειονότητας, η οποία παράγει όλο τον πλούτο της κοινωνίας.

Το όνομα αυτής της εναλλακτικής λύσης είναι σοσιαλισμός. Κάποιος μπορεί να διαφωνήσει με τις λέξεις, αλλά το όνομα αυτού του συστήματος είναι ο σοσιαλισμός, ο οποίος δεν είναι η γραφειοκρατική και ολοκληρωτική καρικατούρα που υπήρχε στη σταλινική Ρωσία, αλλά μια πραγματική δημοκρατία, βασισμένη στην κοινή ιδιοκτησία, τον έλεγχο και τη διαχείριση των παραγωγικών δυνάμεων από την εργατική τάξη. Είναι τόσο δύσκολο να γίνει κατανοητή αυτή η ιδέα; Είναι πραγματικά ουτοπικό να προτείνει κανείς ότι η ανθρωπότητα μπορεί να πάρει τη μοίρα στα χέρια της και να διοικήσει την κοινωνία στη βάση ενός δημοκρατικού σχεδιασμού της παραγωγής;

Η ανάγκη για μια σχεδιασμένη οικονομία, με σοσιαλιστικό τρόπο, δεν είναι εφεύρεση του Μαρξ ή οποιουδήποτε άλλου στοχαστή. Πηγάζει από την αντικειμενική αναγκαιότητα. Η δυνατότητα του παγκόσμιου σοσιαλισμού απορρέει από τις σημερινές συνθήκες του ίδιου του καπιταλισμού. Το μόνο που είναι απαραίτητο για την εργατική τάξη, η οποία αποτελεί τη συντριπτική πλειονότητα της ανθρωπότητας, είναι να αναλάβει τη λειτουργία της κοινωνίας, να απαλλοτριώσει τις τράπεζες και τα μονοπώλια-γίγαντες και να κινητοποιήσει το τεράστιο και αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό για την επίλυση των προβλημάτων της.

Ο Μαρξ έγραφε: «Καμιά κοινωνική τάξη δεν εξαφανίζεται ποτέ προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν αντικαθιστούν τις παλιές προτού οι υλικοί όροι για την ύπαρξή τους ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας» (Καρλ Μαρξ, «Συμβολή στην κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», εισαγωγή»). Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας νέας και ανώτερης μορφής ανθρώπινης κοινωνίας έχουν ήδη καθοριστεί από την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Τα τελευταία 200 χρόνια, η ανάπτυξη της βιομηχανίας, της γεωργίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας έχει αποκτήσει μια ταχύτητα και ένταση χωρίς ιστορικό προηγούμενο:

«Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί αδιάκοπα τα εργαλεία παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Αντίθετα, η αμετάβλητη διατήρηση του παλιού τρόπου παραγωγής αποτελούσε τον πρώτο όρο ύπαρξης όλων των προηγούμενων βιομηχανικών τάξεων. Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση διακρίνουν την αστική εποχή από όλες τις προηγούμενες». (Καρλ Μαρξ – Φρίντριχ Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», κεφάλαιο 1. Αστοί και προλετάριοι).

Πόσο αληθινά είναι αυτά τα λόγια του Μαρξ και πόσο επίκαιρα! Οι λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε έχουν ήδη βρεθεί. Κατά τα τελευταία 200 χρόνια, ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει μια τεράστια παραγωγική δύναμη. Αλλά δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αυτή τη δύναμη στο έπακρο. Η παρούσα κρίση είναι μόνο μια εκδήλωση του γεγονότος ότι η βιομηχανία, η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν αναπτυχθεί σε σημείο που δεν μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν εντός των στενών ορίων της ατομικής ιδιοκτησίας και του έθνους-κράτους.

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ειδικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε άνευ προηγουμένου στην ιστορία: η πυρηνική ενέργεια, η μικροηλεκτρονική, οι τηλεπικοινωνίες, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τα βιομηχανικά ρομπότ… σημαίνουν μια δραματική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σε επίπεδο πολύ υψηλότερο από ό,τι θα μπορούσαν να έχουν φανταστεί την εποχή του Μαρξ, μας δίνουν μια πολύ σαφή ιδέα για το τι θα είναι δυνατό στο μέλλον κάτω από το σοσιαλισμό, που βασίζεται σε μια σοσιαλιστική σχεδιασμένη οικονομία, πάνω απ’ όλα σε παγκόσμια κλίμακα. Η παρούσα κρίση είναι απλώς μια εκδήλωση της εξέγερσης των παραγωγικών δυνάμεων ενάντια σε αυτούς τους ασφυκτικούς περιορισμούς. Όταν η βιομηχανία, η επιστήμη και η τεχνολογία απαλλαγούν από τους ασφυκτικούς περιορισμούς του καπιταλισμού, οι παραγωγικές δυνάμεις θα είναι σε θέση να ικανοποιούν άμεσα όλες τις ανθρώπινες ανάγκες, χωρίς καμία δυσκολία. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, η ανθρωπότητα θα είναι ελεύθερη να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές της. Μια γενική μείωση των ωρών εργασίας θα παράσχει την υλική βάση για μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση. Ο πολιτισμός, η τέχνη, η μουσική, η λογοτεχνία και η επιστήμη θα φτάσουν σε δυσθεώρητα ύψη.

Ο μόνος δρόμος

Πριν από είκοσι χρόνια, ο Φράνσις Φουκουγιάμα μίλησε για το τέλος της Ιστορίας. Αλλά η Ιστορία δεν έχει τελειώσει. Στην πραγματικότητα, η πραγματική ιστορία του είδους μας θα αρχίσει μόνο όταν έχουμε βάλει ένα τέλος στη σκλαβιά της ταξικής κοινωνίας και ξεκινήσουμε να παίρνουμε τον έλεγχο για τη ζωή και την τύχη μας. Αυτό είναι στην ουσία ο σοσιαλισμός: άλμα της ανθρωπότητας από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.

Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, η ανθρώπινη φυλή βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Από τη μια πλευρά, τα επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης και της τεχνολογίας μάς έχουν δώσει τα μέσα για την επίλυση όλων των προβλημάτων που μας ταλανίζουν σε ολόκληρη την Ιστορία. Μπορούμε να εξαλείψουμε τις ασθένειες, τον αναλφαβητισμό, το φαινόμενο των αστέγων, να κάνουμε τις ερήμους να ανθίσουν.

Από την άλλη πλευρά, η πραγματικότητα φαίνεται να μπλοκάρει αυτά τα όνειρα. Οι ανακαλύψεις της επιστήμης χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τερατωδών όπλων μαζικής καταστροφής. Παντού υπάρχει φτώχεια, πείνα, αναλφαβητισμός και ασθένειες. Υφίσταται ανθρώπινη δυστυχία σε μαζική κλίμακα. Χυδαίος πλουτισμός ανθεί πλάι-πλάι με τη δυστυχία. Μπορούμε να στείλουμε άνθρωπο στο φεγγάρι, αλλά κάθε χρόνο οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν, μόνο και μόνο επειδή δεν έχουν αρκετά χρήματα για να ζήσουν. 100 εκατομμύρια παιδιά που γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν στους δρόμους, και δεν ξέρουν πώς είναι να έχουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους.

Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης είναι το χάος και η αναταραχή που πλήττουν ολόκληρο τον πλανήτη. Υπάρχει αστάθεια σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό.

Οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν μια βαθιά αποστροφή και αηδία γι’ αυτές τις βαρβαρότητες. Φαίνεται σαν ο κόσμος να έχει τρελαθεί. Ωστόσο, μια τέτοια εξήγηση του προβλήματος είναι άχρηστη και αντιπαραγωγική. Ο μαρξισμός μάς διδάσκει ότι η Ιστορία δεν είναι χωρίς νόημα. Η παρούσα κατάσταση δεν είναι μια έκφραση της τρέλας ή της έμφυτης κακίας των ανθρώπων. Ο μεγάλος φιλόσοφος Σπινόζα είπε κάποτε: «Ούτε να κλαίμε ούτε να γελάμε, αλλά να καταλαβαίνουμε»! Αυτό είναι μια πολύ καλή συμβουλή, γιατί, αν δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε, δεν θα είμαστε ποτέ σε θέση να τον αλλάξουμε.

Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραψαν το «Μανιφέστο», ήταν δύο νεαροί άνδρες, 29 και 27 ετών αντίστοιχα. Έγραφαν σε μια περίοδο μαύρης αντίδρασης. Η εργατική τάξη δεν κινητοποιούνταν. Το ίδιο το «Μανιφέστο» γράφτηκε στις Βρυξέλλες, όπου οι συντάκτες του είχαν αναγκαστεί να μετακινηθούν ως πολιτικοί πρόσφυγες. Και όμως, την ίδια στιγμή, όταν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας, τον Φεβρουάριο του 1848, η επανάσταση είχε ήδη ξεσπάσει στους δρόμους του Παρισιού, και κατά τους επόμενους μήνες είχε εξαπλωθεί σαν φωτιά στο σύνολο σχεδόν της Ευρώπης.

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, οι υπερασπιστές της παλιάς τάξης ήταν περιχαρείς. Μίλησαν για το τέλος του σοσιαλισμού και ακόμη για το τέλος της Ιστορίας. Μας υποσχέθηκαν μια νέα εποχή ειρήνης, ευημερίας και δημοκρατίας, χάρη στα θαύματα της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Τώρα, μόνο δεκαπέντε χρόνια αργότερα, αυτά τα όνειρα έχουν γίνει σκόνη. Ούτε πέτρα πάνω στην άλλη δεν μένει απ’ αυτές τις αυταπάτες.
Ποιο είναι το νόημα όλων αυτών; Βιώνουμε τη θανάσιμη αγωνία ενός κοινωνικού συστήματος το οποίο δεν αξίζει να ζει, αλλά, ωστόσο, αρνείται να πεθάνει. Αυτή είναι η πραγματική εξήγηση των πολέμων, της τρομοκρατίας, της βίας και του θανάτου, που αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής στην οποία ζούμε.

Αλλά είμαστε επίσης μάρτυρες της οδύνης της γέννησης μιας νέας κοινωνίας, μιας νέας και δίκαιης κοινωνίας, ενός κόσμου κατάλληλου για τους άνδρες και τις γυναίκες να ζήσουν. Μέσα απ’ αυτά τα αιματηρά γεγονότα, στη μια χώρα μετά την άλλη, μια νέα δύναμη γεννιέται, η επαναστατική δύναμη των εργατών, των αγροτών και της νεολαίας.

Στον ΟΗΕ ο πρόεδρος Τσάβες προειδοποίησε: «Ο κόσμος ξυπνάει. Και οι άνθρωποι στέκονται όρθιοι». Αυτά τα λόγια εκφράζουν μια βαθιά αλήθεια. Εκατομμύρια άνθρωποι αρχίζουν να αντιδρούν. Οι μαζικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Ιράκ κατέβασαν εκατομμύρια στους δρόμους. Αυτή ήταν μια ένδειξη των αρχών ενός ξυπνήματος. Αλλά από το κίνημα έλειπε ένα συνεκτικό πρόγραμμα για την αλλαγή της κοινωνίας. Αυτή ήταν η μεγάλη αδυναμία του.

Οι κυνικοί και οι σκεπτικιστές είχαν την ευκαιρία τους. Είναι καιρός να τους κάνουμε στην άκρη και να προχωρήσουμε τον αγώνα μας. Η νέα γενιά είναι διατεθειμένη να παλέψει για τη χειραφέτησή της. Ψάχνουν για μια σημαία, μια ιδέα και ένα πρόγραμμα που είναι σε θέση να τους εμπνεύσει και να τους οδηγήσει στη νίκη. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσα από την πάλη για το σοσιαλισμό σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Καρλ Μαρξ είχε δίκιο, η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε μια επιλογή: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα!
Λονδίνο, 2013

Σημειώσεις

Χάρολντ Ουίλσον (1): Βρετανός σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, στέλεχος της δεξιάς πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος Βρετανίας. Ηγήθηκε του κόμματος από το 1963 μέχρι το 1976. Η φράση αυτή είναι ειρωνική έναντι όσων θεωρούσαν επίκαιρες τις ιδέες του Μαρξ.

Χάιγκεϊτ» (2): Βορειανατολικό προάστιο του Λονδίνου, στο κοιμητήριο του οποίου ετάφη ο Μαρξ.

Γκόρντον Μπράουν (3): Πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος και πρωθυπουργός της Βρετανίας από το 2007 έως το 2010.

Άλαν Γουντς

Μετάφραση: Γερασιμίνα Τσιντή, Διονύσης Νεόφυτος, Λένα Περάκη, Ροδάνθη Λυράκη, Απόστολος Δαγρές, Ιάσονας Μικρώνης, Μέλπω Αργυρίου, Μάχη Κέντρου, Μαριάννα Σπηλιωτάκη, Ελένη Σπηλιωτάκη

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα