Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΓια το περί φασισμού σύγγραμμα του Βασίλη Λιόση

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Για το περί φασισμού σύγγραμμα του Βασίλη Λιόση

Κριτική στο πρόσφατο βιβλίο του Βασίλη Λιόση «Ναζισμός. Τα Αίτια Γέννησης και Γιγάντωσής του» (Αθήνα 2020, εκδ. ΚΨΜ) από τον Χρήστο Κεφαλή.

 

Σημείωση της «Ε»: Η παρακάτω κριτική εκφράζει πλήρως μόνο τις απόψεις του υπογράφοντα και όχι της συντακτικής επιτροπής της ιστοσελίδας μας. Παρότι συμφωνούμε με τον σ. Χρήστο Κεφαλή στα βασικότερα σημεία της κριτικής που ασκεί στο εν λόγω σύγγραμμα, οφείλουμε να σημειώσουμε τη διαφωνία μας με ορισμένες απόψεις του και κύρια στο ζήτημα της στάσης του Λέον Τρότσκι έναντι των Λαϊκών Μετώπων.

Για το περί φασισμού σύγγραμμα του Βασίλη Λιόση

Ή πώς, απαξιώνοντας το μαρξισμό, απαξιώνει κανείς τον εαυτό του

Εικόνα: vivliopoleiopataki.gr
Εικόνα: vivliopoleiopataki.gr

Η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος γνωρίζει όχι λίγες περιπτώσεις μαρξιστών οι οποίοι, προσπαθώντας να αποδείξουν την ανωτερότητά τους απέναντι σε όλους τους άλλους, πρότερους και συγχρόνους τους μαρξιστές, περιφρονούσαν και διέσυραν τις παραδόσεις του μαρξισμού. Οι σταλινικοί δογματιστές ήταν αναμφίβολα η πιο αντιπροσωπευτική ανάμεσά τους, με τη συκοφάντηση των κορυφαίων μαρξιστών της μετά τον Λένιν περιόδου, Τρότσκι, Μπουχάριν, Λούκατς, κ.ά., ως οπορτουνιστών ή ακόμη και προδοτών· μια παράδοση που συνέχισε επάξια στις μέρες μας ο νεοσταλινισμός, όπως εκφράστηκε μετά το 1990 από την ηγεσία του ΚΚΕ. Υπήρχαν, βέβαια, πολλοί ακόμη τέτοιοι φαντασμένοι, ιδιαίτερα στη μικροαστική, καθηγητική διανόηση. Το αποτέλεσμα για όσους υιοθετούσαν μια τέτοια στάση ήταν αδιάλειπτα να καταδικάζουν τον εαυτό τους στη γύμνια, την κατάπτωση και την ασημαντότητα. Η ύβρις ακολουθούνταν πάντα από τη νέμεση: αξιώνοντας τα πολλά, αποτύχαιναν να εκπληρώσουν ακόμη και εκείνα τα λίγα για τα οποία ήταν ικανοί και ξέπεφταν στην πιο άθλια, θλιβερή ακατανοησία.

Το πρόσφατο βιβλίο του Βασίλη Λιόση Ναζισμός. Τα Αίτια Γέννησης και Γιγάντωσής του (Αθήνα 2020, εκδ. ΚΨΜ) παρέχει ένα κλασικό δείγμα αυτής της υπερφίαλης ανωτερότητας που παραγνωρίζοντας τους πάντες καταλήγει τελικά να παραγνωρίζεται η ίδια. Με αυτό δεν θέλουμε να πούμε ότι το βιβλίο είναι μια συνειδητή εξάσκηση των παραπάνω ελαττωμάτων· απεναντίας, γράφτηκε με τις καλύτερες προθέσεις, ως μια συμβολή στο φώτισμα της φύσης του φασισμού/ναζισμού και στον αγώνα ενάντια στη φασιστική απειλή σήμερα. Άσχετα από προθέσεις όμως, και αν εξαιρέσουμε μερικά προφανή ζητήματα, όπως η σύνδεση του φασισμού με το μεγάλο κεφάλαιο, ο Λιόσης παρουσίασε μια παρωδία μελέτης που κακοποιεί το σύνολο σχεδόν των ζητημάτων με τα οποία καταπιάστηκε. Το βιβλίο περιέχει αναρίθμητα λάθη αναφορικά με στοιχειώδη γεγονότα, ονόματα, όρους, μεταφράσεις, συντακτικά, νοηματικά, κ.ά. Πέραν αυτού δε παρανοεί πλήρως τις πρότερες αναλύσεις των μαρξιστών για το φασισμό, αλλά και τα ζητήματα σχετικά με τους ιδεολογικούς προδρόμους του φασισμού, το Ολοκαύτωμα, τον ολοκληρωτισμό, κοκ, υποστηρίζοντας σε αυτά τα θέματα λαθεμένες, αντιμαρξιστικές θέσεις.

Ο Λιόσης αφιερώνει στο βιβλίο του ένα κεφάλαιο στο θέμα του ορισμού του φασισμού/ναζισμού1. Εκεί εξαίρει τον οικείο ορισμό του Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν, σύμφωνα με τον οποίο ο φασισμός «είναι η ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία των μεγάλου κεφαλαίου». Καταθέτει παραπέρα δυο δικούς του ορισμούς, ένα στενό και ένα ευρύ, που υποτίθεται τον συμπληρώνουν, διαπιστώνοντας την κατωτερότητα των άλλων απόψεων και ορισμών, μεταξύ άλλων του Τρότσκι και του Γκράμσι. Παρουσιάζει δε μια δική του, παρωδιακή εκδοχή για το ζήτημα του σοσιαλφασισμού, της καταστροφικής πολιτικής που εφάρμοσε η σταλινική ηγεσία στη Γερμανία στα 1929-33, σύμφωνα με την οποία η κύρια ευθύνη γι’ αυτή βάραινε τον Ζινόβιεφ, ακόμη τον Γκράμσι, εν μέρει αργότερα και τον Τρότσκι, και λιγότερο από όλους τον Στάλιν, και μια εξίσου εξωπραγματική αποτίμηση για το βοναπαρτισμό. Καταλήγει έτσι –ακόμη και αν δεν το επιδιώκει συνειδητά– να παραμερίζει τις σοβαρές μαρξιστικές επεξεργασίες για το φασισμό, ανυψώνοντας στην κορυφή τη λιγότερο σημαντική συμβολή του Δημητρόφ, για να βάλει τελικά τον εαυτό του στο κέντρο της εικόνας, ως τον αυθεντικό ερμηνευτή των κομμουνιστικών, αντιφασιστικών παραδόσεων.

Στο παρόν σημείωμα θα ασχοληθούμε μόνο με τον τρόπο που ο Λιόσης διασύρει και παρανοεί σε αυτό το μέρος τις καλύτερες μαρξιστικές αναλύσεις –συγκεκριμένα, εκείνες των Τρότσκι, Γκράμσι και Ζινόβιεφ– πάνω σε κεφαλαιώδη ζητήματα όπως ο ορισμός του φασισμού/ναζισμού, οι ιστορικές ευθύνες για τη θεωρία του σοσιαλφασισμού, η αντίθεση αστικής δημοκρατίας – φασισμού, η σχέση του φασισμού/ναζισμού με άλλες μορφές αστικής δικτατορίας όπως ο βοναπαρτισμός. Η νέμεση που υποχρεώθηκε να πληρώσει γι’ αυτές τις παραποιήσεις σε όλα τα υπόλοιπα μέρη του βιβλίου ο συγγραφέας θα μας απασχολήσει, αν χρειαστεί, σε μια μελλοντική περίσταση.

Για τον ορισμό του φασισμού/ναζισμού

Ας ξεκινήσουμε από το «στενό ορισμό» του φασισμού για να επεκταθούμε στα υπόλοιπα θέματα. Γράφει ο Λιόσης: «Ο Ναζισμός/Φασισμός αποτέλεσε την πιο επιθετική πολιτική των ισχυρότερων μονοπωλίων. Συνιστούσε υπέρβαση της αστικής δημοκρατίας και ένα καθεστώς απολυταρχίας υπό αστική καθοδήγηση, σχεδιασμό και κυριαρχία. Γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και επιβλήθηκε σε ιστορικές συγκυρίες που πληρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, αποτέλεσε μια ειδική πολιτική κατάσταση και την πιο ακραία εκδοχή της δικτατορίας του κεφαλαίου» (σελ. 412).

Κατ’ αρχή να σημειώσουμε ότι η πρόταση του Λιόση ότι ο ναζισμός/φασισμός «Γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και επιβλήθηκε σε ιστορικές συγκυρίες που πληρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις», ισχύει για όλα τα φαινόμενα της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης, που πάντα εμφανίζονται και αναπτύσσονται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, όταν φτιάχνουμε καφέ, αυτό προϋποθέτει να έχουμε καφέ, νερό, ζάχαρη, ένα μπρίκι και μια εστία για να τον ζεστάνουμε ή ένα σέικερ, κοκ· δεν μπορεί να συμβεί οπουδήποτε, ανεξαρτήτως συνθηκών και στην απουσία όλων ή μερικών από αυτές τις προϋποθέσεις. Επομένως εδώ ο Λιόσης καταθέτει μια πρόταση που μπορεί να ενσωματωθεί όχι μόνο στον ορισμό του φασισμού/ναζισμού, αλλά και στον ορισμό του ψησίματος καφέ και σε όλους γενικά τους ορισμούς.

Ο καθένας που θα μελετήσει λίγο το ζήτημα του φασισμού/ναζισμού, διαβάζοντας, ας πούμε, τα σχετικά κείμενα του Τρότσκι2, δεν θα αποτύχει να εκτιμήσει δυο σημεία. Το πρώτο είναι ότι ο φασισμός καταστρέφει όταν έρχεται στην εξουσία τις εργατικές οργανώσεις, κόμματα, συνδικάτα, συλλόγους. Ο Τρότσκι λέει ότι αυτό, η καταστροφή της «εργατικής δημοκρατίας», είναι η ουσιώδης αποστολή του φασισμού· η αναίρεση της αστικής δημοκρατίας είναι ένα παρεπόμενο. Και το δεύτερο –που απαντά στο ζήτημα των προϋποθέσεων– είναι ότι ο φασισμός ενισχύεται και έρχεται στην εξουσία σε συνθήκες οξείας κρίσης του συστήματος, όταν τα συνηθισμένα μέσα δεν αρκούν για να διατηρήσει η αστική τάξη την εξουσία της, ενώ η κρίση προσφέρει τη δυνατότητα να κινητοποιηθούν γι’ αυτό οι κατεστραμμένοι μικροαστοί (και συνεπώς ο φασισμός περιλαμβάνει ένα κίνημα). Αυτά τα δυο σημεία δεν θεωρούνται άξια από τον Λιόση να συμπεριληφθούν στο «στενό» ορισμό. Επιπλέον, αγνοεί το διακριτικό για το φασισμό ειδικά και την ιμπεριαλιστική αντίδραση γενικότερα γνώρισμα του παρασιτισμού (ένα γνώρισμα υπογραμμισμένο από τους Τρότσκι και Λούκατς), και ορίζει το φασισμό μόνο ως «πολιτική κατάσταση». Μόνο πολιτική, δεν είναι και κοινωνική;

Ο Λιόσης θεωρεί όπως φαίνεται τον εαυτό του «μετρ των ορισμών», που κατά την άποψή του πρέπει μάλιστα, ακολουθώντας το παράδειγμα του Λένιν στην μπροσούρα του για τον ιμπεριαλισμό, να δίνονται σε δυο δόσεις, ένα στενό, που να δίνει την ουσία, και έναν ευρύ, που να παραθέτει όλα τα κύρια γνωρίσματα του υπό μελέτη φαινομένου. Ξεχνά όμως ότι για να τα παρουσιάσουμε αυτά, πρέπει να τα έχουμε πρώτα αφομοιώσει κάπως.

Δεν είναι ο σκοπός μας εδώ να δώσουμε ένα δικό μας ορισμό του φασισμού. Αν ο Λιόσης ήθελε να επαναλάβει τον ορισμό του Δημητρόφ (που όπως ο δικός του αφήνει έξω το ρόλο του φασισμού σε σχέση με την εργατική τάξη) μπορούσε απλά να τον παραθέσει χωρίς να προσθέσει ένα σωρό αερολογίες. Αν πάλι ήθελε κανείς να συμπεριλάβει τη σύνδεση με την εργατική τάξη, με βάση τα κύρια σημεία του Τρότσκι θα μπορούσε να πει κάτι σαν το εξής:

«Ο φασισμός/ναζισμός είναι η ακραία, ανοικτή μορφή αστικής δικτατορίας, η οποία: α) επιβάλλεται σε συνθήκες οξείας κρίσης του καπιταλισμού, όταν η αστική τάξη δεν μπορεί να διασώσει αλλιώς το σύστημά της· β) έχει ως αποστολή την εξάλειψη των εργατικών οργανώσεων και παραπέρα της αστικής δημοκρατίας· και, γ) επιφέρεται και ασκείται από την πιο αντιδραστική μερίδα των μικροαστών, που κινητοποιούνται στο πλευρό του κεφαλαίου».

Η σαφήνεια είναι ένα αναγκαίο προσόν κάθε σωστού ορισμού, και αυτό θα ήταν πολύ πιο σαφές από φληναφήματα του στιλ ο φασισμός «αποτέλεσε μια ειδική πολιτική κατάσταση» κοκ. Φυσικά, αυτά τα γνωρίσματα θα μπορούσε να διατυπωθούν και αλλιώς και, δεδομένου ότι δεν εξαντλούν διόλου το περιεχόμενο του φασισμού/ναζισμού, θα μπορούσε και θα έπρεπε, στο πλαίσιο ενός «πλήρους» ορισμού, να προστεθούν και άλλα.

Το πρώτο και πιο περίοπτο που έρχεται εδώ στο μυαλό, π.χ., είναι ο ακραία ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του φασισμού/ναζισμού, η άμεση προετοιμασία και εξαπόλυση πολέμων μετά την επικράτησή του, κοκ. Ο Τρότσκι, την κατωτερότητα του οποίου δεν κουράζεται να διαπιστώνει και να «αποδείχνει» διαρκώς ο Λιόσης, είχε διατυπώσει αυτό το σημείο ήδη το Νοέμβρη του 1933: «Η αναγκαστική συγκέντρωση όλων των πόρων και όλων των μέσων του λαού σύμφωνα με τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού, που είναι η πραγματική ιστορική αποστολή της φασιστικής δικτατορίας, σημαίνει την προετοιμασία πολέμου… Το χρονικό διάστημα που μας χωρίζει από μια ευρωπαϊκή καταστροφή καθορίζεται από τον αναγκαίο χρόνο επανεξοπλισμού της Γερμανίας… Μερικά χρόνια θα είναι αρκετά για να συρθεί και πάλι η Ευρώπη στον πόλεμο αν ο Χίτλερ δεν εμποδιστεί έγκαιρα…»3.

Ένα άλλο πρόδηλο σημείο, που επισημαίνει επίσης ο Τρότσκι στο ίδιο κείμενό του, είναι ο πογκρομισμός, η τρομοκρατία (που εκφράστηκε αργότερα με το Ολοκαύτωμα, κοκ): «Το πογκρόμ γίνεται η μεγαλύτερη απόδειξη της ανωτερότητας της ράτσας… Κάθε τι που στην κανονική ανάπτυξη της κοινωνίας θα απορριχνόταν από τον εθνικό οργανισμό σαν έκκριμα του πολιτισμού, ξεπετιέται τώρα από το λαρύγγι: ο καπιταλιστικός πολιτισμός ξερνά μια βαρβαρότητα που δεν χωνεύτηκε»4.

Ο Λιόσης δεν ευδοκιμεί καλύτερα στον «ευρύ ορισμό» του, από τον οποίο απουσιάζει κάθε αναφορά και στα δυο παραπάνω στοιχεία. Τόσο η ιμπεριαλιστική-πολεμική επιθετικότητα όσο και ο πογκρομισμός, που εκφράστηκαν «μόνο» με 70 περίπου εκατομμύρια νεκρούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, λάμπουν δια της απουσίας τους και από τους δυο ορισμούς του, επειδή ίσως τα θεωρεί στοιχεία «ήσσονος σημασίας». Αντί αυτών, αφιερώνει στον «ευρύ» ορισμό τρία σημεία στις οικονομικές και ιδεολογικές αρχές του ναζισμού και λέει μόνο αόριστα ότι τον διέκρινε «η οργάνωση της κοινωνίας με βάση το στρατοκρατικό μοντέλο» (κάτι που είχε κάνει ήδη η αρχαία Σπάρτη, χωρίς να είναι γι’ αυτό το λόγο «φασιστική»)…

Όλα αυτά δεν μας πάνε πολύ μακριά. Το θέμα δεν βρίσκεται στους ορισμούς ως τέτοιους, που είναι γενικά απαραίτητοι, αλλά στην έλλειψη μέτρου του Λιόση, που προσεγγίζει με κομπαστικό, υπερφίαλο πνεύμα ζητήματα στα οποία η απλότητα και η σοβαρότητα θα αποτελούσαν προσόν. Και δυστυχώς η κατάσταση δεν είναι καλύτερη αλλά χειρότερη, όπως θα δούμε, στα άλλα ζητήματα που καταπιάνεται.

Η παραχάραξη των απόψεων του Τρότσκι

Ο Τρότσκι, και πλάι του ο Γκράμσι, είναι αναμφισβήτητα οι δυο κύριοι μαρξιστές ερευνητές του φασισμού, χωρίς αναφορά στο έργο των οποίων δεν είναι δυνατή καμιά μελέτη του φασισμού, τόσο στην κλασική του εκδοχή του Μεσοπολέμου, όσο και των νεοφασιστικών αναβιώσεών του σήμερα. Αν πιστέψουμε, ωστόσο, τον Λιόση, και οι δυο αυτοί επιφανείς μαρξιστές ήταν μπερδεμένοι και δεν καταλάβαιναν σωστά τη φύση του φασισμού. Ας δούμε, λοιπόν, πώς εξορμά ο ίδιος, με αυτά τα θεωρητικά του εφόδια, για να αποκαλύψει και να αναιρέσει τα «λάθη» του Τρότσκι.

Στο θέμα του φασισμού, διαβάζουμε, «Ο Τρότσκι δεν έχει μια ενιαία άποψη. Σε πρώτη φάση βλέπει την κοινωνική βάση του φασισμού να αποτελείται από μικροαστούς» κάτι που «δεν τον εμποδίζει να δει ότι η κεφαλαιοκρατία είναι αυτή που κινητοποιεί τις μικροαστικές μάζες». Αυτό λέγεται στη σελ. 385, σε ένα μέρος όπου ο συγγραφέας υποτίθεται ότι συζητά την προσέγγιση του κομμουνιστικού κινήματος στο ζήτημα του φασισμού στο Μεσοπόλεμο, αλλά ξεχνά το θέμα του και συζητά κυρίως το ζήτημα του σοσιαλφασισμού. Σε ένα άλλο μέρος τώρα, αφού επαναλαμβάνει ότι η αντίληψη του Τρότσκι «δεν είναι ενιαία», και ότι ο Τρότσκι «παρουσιάσει σε μια πρώτη φάση το φασισμό ως ένα κίνημα μικροαστών», παραθέτει παραπέρα ένα απόσπασμα όπου ο Τρότσκι αναφέρει ότι μέσω του φασισμού «η μικροαστική τάξη στρέφεται… προς την πλευρά της πιο ακραίας ιμπεριαλιστικής αντίδρασης» (σελ. 221, ο Λιόσης παραπέμπει παρεμπιπτόντως εδώ στο έργο του Τρότσκι Η Τρίτη Διεθνής Μετά τον Λένιν, εκδ. Αλλαγή, σελ. 47, όμως στη σελ. 47 του συγκεκριμένου βιβλίου, τόσο στον Α΄ όσο και στο Β΄ τόμο, δεν υπάρχει καμιά απολύτως αναφορά στο φασισμό). Και ποιο είναι το συμπέρασμα από όλο αυτό το «αξιόπιστο» επιχείρημα; Είναι ότι ο Τρότσκι δεν αντιλαμβανόταν ή υποτιμούσε τη σχέση του φασισμού με την αστική τάξη. «Σε αυτό το σημείο η άποψή του [του Τρότσκι, Χ.Κ.] δείχνει να παραλληλίζεται με κάποιες από τις απόψεις θεωρητικών της σοσιαλδημοκρατίας… ο φασισμός ορίζεται ως ένα εκρηκτικό κίνημα των μικροαστών, ενώ μοιάζει αποκομμένος από την αστική τάξη» (σελ. 221) – και άρα, κατά τον Λιόση, πρέπει να προτιμήσουμε τον ορισμό του Δημητρόφ, του μόνου που διέκρινε ξεκάθαρα αυτή τη σχέση.

Το πώς μια άποψη που βλέπει ότι η κεφαλαιοκρατία και η άκρα ιμπεριαλιστική αντίδραση είναι αυτή που κινητοποιεί τις μικροαστικές μάζες μοιάζει με μια άποψη που θεωρεί το φασισμό αποκομμένο από την αστική τάξη είναι ένα μυστήριο που ο Λιόσης δεν μπαίνει στον κόπο να μας το εξηγήσει. Και δεν μπορεί να το εξηγήσει, γιατί η παρουσίασή του διαστρεβλώνει κατάφωρα την άποψη του Τρότσκι, ο οποίος είχε υπογραμμίσει πολλές φορές τη σύνδεση του φασισμού με το μεγάλο κεφάλαιο. Στο άρθρο του «Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;», αφού παραθέτει ένα απόσπασμα από τον Μουσολίνι για το ότι τα μεσαία στρώματα δεν μπορεί σε καιρούς κρίσης να έχουν ανεξάρτητη πολιτική, ο Τρότσκι σχολιάζει:

«Ο γερμανικός φασισμός, όπως και ο ιταλικός, ανέβηκε στην εξουσία πατώντας στη ράχη της μικροαστικής τάξης, που τη μετέτρεψε σε κριό ενάντια στις οργανώσεις της εργατικής τάξης και τις οργανώσεις της δημοκρατίας. Αλλά ο φασισμός στην εξουσία είναι λιγότερο από κάθε τι άλλο κυβέρνηση της μικροαστικής τάξης. Αντίθετα είναι η δικτατορία η πιο αλύπητη του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ο Μουσολίνι είχε δίκιο: οι μεσαίες τάξεις είναι ανίκανες για μια ανεξάρτητη πολιτική. Στις περιόδους της μεγάλης κρίσης καλούνται να ωθήσουν στον παραλογισμό την πολιτική μιας από τις δυο βασικές τάξεις. Ο φασισμός πέτυχε να τις βάλει στην υπηρεσία του κεφαλαίου»5.

Πού είναι λοιπόν ο παραλληλισμός με τους θεωρητικούς της σοσιαλδημοκρατίας και ο φασισμός αποκομμένος από την αστική τάξη; Ο Λιόσης παραθέτει από το συγκεκριμένο άρθρο, παραλείποντας όμως αυτό το καίριο απόσπασμα. Ένας τέτοιος σχολιασμός των θέσεων του Τρότσκι αγγίζει τα όρια της παραχάραξης.

Να σημειωθεί ότι και η διαβεβαίωση του Λιόση πως ο Τρότσκι «αρχικά» συνέδεε το φασισμό με τους μικροαστούς –για να τεκμηριώσει αυτό το «αρχικά» ο Λιόσης παραθέτει κείμενα του 1930 και του 1933 (!)6– συνιστά χονδροειδή ανακρίβεια. Οι πρώτες κάπως αναλυτικές αναφορές του Τρότσκι στο φασισμό θα βρεθούν σε κείμενά του στα 1922 και εκεί συνδέει ισχυρότατα το φασισμό με την αστική τάξη. Για παράδειγμα, στην Έκθεσή του στο 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (28 Δεκέμβρη 1922) εκτιμά το φασισμό ως «την πιο αποφασιστική πτέρυγα της αστικής τάξης… οτιδήποτε παραμένει ακόμη ισχυρό στην αστυνομία και το στρατό… Η αστική τάξη», προσθέτει, «προώθησε τα φασιστικά αποσπάσματα στο προσκήνιο»7. Παρόμοια, στο λόγο του για την 5η επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Τρότσκι αναφέρεται στην πανευρωπαϊκή εξάπλωση του φασισμού, τον οποίο εκτιμά ως τις «σταθεροποιημένες αστικές και μικροαστικές συμμορίες… Ο φασισμός [στην Ιταλία] είναι η εκδίκηση που παίρνει η αστική τάξη για τον τρόμο που πέρασε στις μέρες του Σεπτέμβρη του 1920»8. Τέλος, η πιο εκτενής από όλες τις τοποθετήσεις του Τρότσκι, στα 1924, απηχεί το ίδιο πνεύμα: «Ο φασισμός είναι η μαχητική οργάνωση της αστικής τάξης στη διάρκεια και στην περίπτωση του εμφυλίου πολέμου… Ο φασισμός είναι ένας άμεσος στρατός κρούσης της αστικής τάξης όταν η τελευταία δεν βρίσκει επαρκή την παλιά κρατική μηχανή, παρεμποδιζόμενη από τη νομιμότητα και τη δημοκρατία, όταν χρειάζεται μια δύναμη για να συντρίψει την πίεση του προλεταριάτου και έτσι δημιουργεί ένα μαχητικό απόσπασμα, ποδοπατά τη δική της νομιμότητα και τη δική της δημοκρατία για να διατηρήσει την εξουσία»9.

Ο Τρότσκι συγκρίνει εδώ ουσιαστικά το φασισμό με τις μαύρες εκατονταρχίες, τις δολοφονικές συμμορίες του τσαρισμού μετά το 1905, όπως έκανε και ο Λένιν το 1922 στο 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν10. Αυτή είναι η αρχική του άποψη για το φασισμό, ότι είναι το δολοφονικό χέρι της ιμπεριαλιστικής αστικής αντίδρασης, όπως οι μαύρες εκατονταρχίες ήταν το δολοφονικό χέρι της τσαρικής αντίδρασης. Επομένως ο Λιόσης ανοητολογεί όταν βεβαιώνει ότι ο Τρότσκι «παρουσιάζει αρχικά το φασισμό σαν ένα κίνημα μικροαστών»· απεναντίας, τον παρουσιάζει σαν ένα εξάρτημα της αστικής τάξης. Και αυτό που συμβαίνει αργότερα είναι ότι, αντιλαμβανόμενος αρχικά από την ιταλική και παραπέρα από τη γερμανική εμπειρία ότι ο φασισμός, σε αντίθεση με τις παραστρατιωτικές συμμορίες, αποκτά μια μαζική βάση στους μικροαστούς, χωρίς να ακυρώνει τη σύνδεση με την αστική τάξη, δίνει μια έμφαση στο τελευταίο καίριο σημείο, στο γεγονός, δηλαδή, ότι η σύνδεση του φασισμού με την αστική τάξη, λόγω της ίδιας της ταξικής του απεύθυνσης, είναι ή γίνεται πιο «έμμεση», πιο συγκαλυμμένη και σύνθετη. Αυτό, που είναι ένας εμπλουτισμός της αρχικής ανάλυσης, ο Λιόσης το παρουσιάζει, με λαθεμένες μάλιστα παραπομπές, σαν εγκατάλειψη ή άρνηση της ταξικής άποψης, ώστε να εξάγει παραπέρα ταχυδακτυλουργικά ότι μόνο ο Δημητρόφ και αυτός «είδαν το φως το αληθινόν» – στα λόγια το «μαρξιστικό φως» ότι ο φασισμός συνδέεται με την πιο αντιδραστική αστική τάξη· στην πράξη, στην περίπτωση του Λιόση, το «φως» της έπαρσης και της ημιμάθειας.

Βέβαια ο Λιόσης δεν έρχεται πρώτος σε αυτά τα φληναφήματα. Τα περί «αγνόησης του ρόλου του μεγάλου κεφαλαίου» στην ανάλυση του Τρότσκι ήταν η τυπική κριτική των σταλινικών δημοσιολόγων στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ο Τρότσκι είχε αναιρέσει πειστικά αυτή την κριτική, την οποία απλά αναμασά με σπουδαιοφάνεια –και με 90 μόλις χρόνια καθυστέρηση και λάθος παραπομπές– ο Λιόσης: «Οι σταλινικοί», έγραφε, «θεωρούσαν ότι το “κύριο λάθος” μας ήταν να βλέπουμε στο φασισμό τη μικροαστική τάξη και όχι το χρηματιστικό κεφάλαιο. Και σε αυτή την περίπτωση, τοποθετούν αφηρημένες κατηγορίες στη θέση της διαλεκτικής των τάξεων. Ο φασισμός είναι ένα συγκεκριμένο μέσο κινητοποίησης και οργάνωσης της μικροαστικής τάξης προς τα κοινωνικά συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου. Στο δημοκρατικό καθεστώς, το κεφάλαιο προσπαθούσε αναπόφευκτα να μπολιάσει τους εργάτες με εμπιστοσύνη στη ρεφορμιστική και πασιφιστική μικροαστική τάξη. Το πέρασμα στο φασισμό, αντίθετα, είναι αδιανόητο χωρίς να διαποτιστεί προηγούμενα η μικροαστική τάξη με μίσος για το προλεταριάτο. Η κυριαρχία μιας και της αυτής τάξης, του χρηματιστικού κεφαλαίου, βασίζεται σε αυτά τα δύο συστήματα σε άμεσα αντίθετες σχέσεις των καταπιεσμένων τάξεων»11.

Είναι λάθος αυτή η απάντηση του Τρότσκι και γιατί; Να τι θα έπρεπε να είχε πει και τι θα πρέπει να πει ο Λιόσης, αν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του και το ρόλο του ως μαρξιστή δημοσιολόγου.

Ο ορισμός του Τρότσκι για το φασισμό, περιλαμβάνοντας το ρόλο των μικροαστών είναι έτσι πολύ πιο περιεκτικός και επεξηγηματικός από εκείνον του Δημητρόφ, ακριβώς γιατί δεν αρκείται να διαπιστώνει ότι «ο φασισμός είναι μορφή ταξικής κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου» αλλά απαντά και στο «πώς» αυτής της κυριαρχίας, φωτίζοντας την ειδική φύση της συγκεκριμένης μορφής, δηλαδή τις υποκείμενες σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις. Ο Λιόσης, υιοθετώντας τον ορισμό του Δημητρόφ ως πιο βαθύ και περιεκτικό, φτωχαίνει το μαρξιστικό ορισμό, δίνει προτίμηση σε έναν απλοϊκό και ελλιπή ορισμό, στη βάση του οποίου δεν είναι δυνατό να συλληφθούν επαρκώς τα συγκεκριμένα γνωρίσματα του ναζισμού, τόσο στην πρακτική όσο και στην ιδεολογία του.

Η απεύθυνση των ναζί στους μικροαστούς, για παράδειγμα, δεν σήμαινε μόνο ότι έπρεπε να ασκούν μια συστηματική πολιτική, ψευδοριζοσπαστική ή και δήθεν σοσιαλιστική, δημαγωγία, αλλά και ότι έπρεπε να ανεχτούν στις γραμμές τους ή και να στηριχτούν ακόμη σε στοιχεία που ήταν μεν μικροαστικά-αντιδραστικά, αλλά που η προοπτική τους δεν ήταν συμβατή με την κεντρική προοπτική των ναζί μετά την κατάληψη της εξουσίας (εξ ου και η εκκαθάριση αυτών των στοιχείων στη «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» το 1934). Αυτό καθόριζε μια αντιφατικότητα και αστάθεια στις γραμμές των ναζί, η οποία φάνηκε στις εκλογές του Νοέμβρη του 1932, όταν έχασαν 2 εκατομμύρια ψήφους, και την οποία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί με μια σωστή πολιτική ένα επαναστατικό κόμμα για να υποσκάψει τη συνοχή τους. Από την άλλη μεριά, ο ίδιος παράγοντας ανάγκαζε τους ναζί να επισπεύσουν την πραξικοπηματική τους κατάληψη της εξουσίας πριν αυτές οι αντιθέσεις πάρουν μεγάλη έκταση. Ο Τρότσκι στα γραπτά του αναλύει αυτές τις πτυχές· σημειώνει προβλεπτικά, το 1931, ότι «ο φασισμός περικλείνει τόσο τρομερές αντιθέσεις» που δεν μπορεί να αναμένει κανείς «ότι οι ναζί θα αυξαίνουν ασταμάτητα [κοινοβουλευτικά]» και συνεπώς «θα αναγκαστούν να καταφύγουν στο πραξικόπημα»12. Ο Λιόσης αντίθετα, μπουρδουκλώνει τα ίδια ζητήματα 90 χρόνια μετά, όταν η σωστή τους προσέγγιση είναι αναγκαία απέναντι στο νεοφασισμό των ημερών μας.

Περί σοσιαλφασισμού ο λόγος…

Ας δούμε τώρα πώς θέτει ο Λιόσης το ζήτημα του «σοσιαλφασισμού», της οικείας σταλινικής πολιτικής στα χρόνια της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία, η οποία εξίσωνε τους ναζί και τους σοσιαλδημοκράτες σαν δίδυμα αδέλφια. Όπως είναι ευρέως γνωστό, το σχήμα του σοσιαλφασισμού ήταν μια επινόηση του ίδιου του Στάλιν με την οποία υπέταξε την πολιτική της Κομιντέρν στις ανάγκες της σταλινικής γραφειοκρατίας για εσωτερική ηρεμία στην ΕΣΣΔ, διατηρώντας μια κάλπικη επαναστατική φρασεολογία σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Καθιερώθηκε για πρώτη φορά από τον Στάλιν στο 5ο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1924, όπου διακήρυξε ότι «η σοσιαλδημοκρατία είναι αντικειμενικά η μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού» και ότι φασισμός και σοσιαλδημοκρατία «δεν είναι αντίποδες, είναι δίδυμοι». Σε συνέχεια, στο 6ο Συνέδριο (1928) και ακόμη πιο ισχυρά από το Μάη του 1929 καθιερώθηκε το δόγμα του «σοσιαλφασισμού», η θέση δηλαδή ότι οι σοσιαλδημοκράτες ήταν ένα είδος φασιστών, η οποία αναπαράχθηκε σε ένα πλήθος αποφάσεων της Κομιντέρν13.

Ο Τρότσκι ιδιαίτερα έδειξε προβλεπτικά σε πλήθος άρθρα και μπροσούρες του στα 1929-33 ότι η πολιτική αυτή οδηγούσε αναγκαία στην καταστροφή του ΚΚ Γερμανίας και το θρίαμβο του Χίτλερ, γιατί εμπόδιζε τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου με τη σοσιαλδημοκρατία, ή έστω με ένα μέρος της. Οι δυνάμεις του ΚΚΓ δεν επαρκούσαν για να νικήσει μόνο του τους ναζί και χωρίς αυτό το μέτωπο, που θα έδινε τον αναγκαίο κρίσιμο όγκο δυνάμεων και το μέσο για την κινητοποίησή τους, η αρνητική έκβαση ήταν δεδομένη. Η φωνακλάδικη, «επαναστατικά» μεταμφιεσμένη επιμονή της σταλινικής ηγεσίας και του ίδιου του Στάλιν στο ότι η σοσιαλδημοκρατία ήταν ο κύριος εχθρός, όταν η απειλή από τη μεριά των ναζί είχε γίνει ολοφάνερη ακόμη και στα μικρά παιδιά, συγκάλυπτε τη γραφειοκρατική δειλία να αναληφθεί ένας σοβαρός αγώνας ενάντια στο φασισμό, τον πραγματικό κίνδυνο για το εργατικό κίνημα.

Ο Λιόσης δίνει μια τελείως διαφορετική εικόνα τού πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Αποδίδει την κύρια ευθύνη για τη θέση του σοσιαλφασισμού στον Ζινόβιεφ, ο οποίος στο 5ο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1924 διατύπωσε τη θέση «πως ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία είναι οι δυο πυλώνες στήριξης της αστικής τάξης… Τώρα εισάγεται το σχήμα του σοσιαλφασισμού από τον Ζινόβιεφ» (σελ. 383). Ο Τρότσκι επίσης, υποστηρίζει, μετά το 1933 άλλαξε κατεύθυνση, αρνήθηκε τη νέα γραμμή του 7ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, ώστε και αυτός κατέληξε βασικά στο σοσιαλφασισμό· «τυπική απόσταση υπάρχει στη νέα του άποψη από αυτήν του σοσιαλφασισμού» (σελ. 385). Αλλά και ο Γκράμσι φαίνεται δεν καταλάβαινε καλά το ζήτημα του φασισμού, συνέδεε «τον φασισμό με τα μικροαστικά στρώματα», αν και αργότερα έδωσε ένα καλύτερο ορισμό (σελ. 386). Μάλιστα, στο παλιότερο βιβλίο του για την Κομιντέρν, ο Λιόσης υποστηρίζει ότι ο Γκράμσι ταυτιζόταν με την άποψη του Μπορντίγκα, του σεκταριστή αρνητή του ενιαίου μετώπου στο ΚΚ Ιταλίας, προκρίνοντας μια σοσιαλφασιστική λογική. Στις «Θέσεις της Λυών», που παρουσίασε το 1926 ο Γκράμσι, όταν ήταν επικεφαλής του ΚΚ Ιταλίας, «δεν τίθεται καμία λογική ενιαίου μετώπου με διαλεκτικό τρόπο, υπερτονίζεται ο αντιδραστικός ρόλος των αντιφασιστικών σχηματισμών και υιοθετείται μια παραλλαγή της λογικής του σοσιαλφασισμού»14. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι στο 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν (1928) υιοθετήθηκε η γραμμή του σοσιαλφασισμού, αλλά τι να κάνουμε; Αφού όλοι, από τον Ζινόβιεφ και τον Τρότσκι ως τον Γκράμσι έκαναν το ίδιο λάθος, ε, δεν είναι δα και μεγάλο το φταίξιμο. Άλλωστε από το 1932 κιόλας στην Κομιντέρν «απορρίπτονται οι αριστερίστικες θεωρήσεις και η δημιουργία ενός πλατιού αντιφασιστικού μετώπου αποτελεί πρόταση». Έτσι επικρατεί θριαμβευτικά το 1935 ο ορισμός του Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο και το 1941 ο Στάλιν, «εφοδιασμένος πλέον με το πνεύμα του 7ου Συνεδρίου» επαναλαμβάνει τον ορισμό (Λιόσης, σελ. 384-386) – και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Εδώ ο Λιόσης παραποιεί ωμά την ιστορική αλήθεια.

Ότι ο Ζινόβιεφ υποβάθμιζε μερικές φορές, στο 5ο Συνέδριο του 1924 και αλλού, την αντίθεση ανάμεσα στο φασισμό και την αστική δημοκρατία έχει μια βάση και θα μπορούσε ασφαλώς να το αναφέρει. Όμως η παρατιθέμενη θέση του πως «ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία είναι οι δυο πυλώνες στήριξης της αστικής τάξης» –η κεντρική του θέση, την οποία υποστηρίζει στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων– δεν παραπέμπει διόλου στο σχήμα του σοσιαλφασισμού.

Κατ’ αρχήν, η έννοια του σοσιαλφασισμού δεν συνίσταται διόλου στην αναγνώριση ότι ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία είναι δύο πυλώνες του κεφαλαίου· αυτό είναι μια μαρξιστική θέση. Ο σοσιαλφασισμός συνίσταται στην ταύτιση του φασισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, τη διαβεβαίωση ακριβώς ότι είναι όχι δύο αλλά ένας πυλώνας, ότι είναι το ίδιο πράγμα. Αυτό ακριβώς ήταν η θέση του Στάλιν, η περίφημη πρότασή του ότι ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία είναι «δίδυμα αδέλφια», ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι «η μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού». Ακόμη και αν θα βρούμε στον Ζινόβιεφ 1-2 ανακριβείς διατυπώσεις, αυτό το πράγμα δεν υπάρχει κεντρικά στον Ζινόβιεφ, υπάρχει μόνο στον Στάλιν.

Κατά δεύτερο λόγο, για να αποδείξει κανείς μια σύνδεση και ευθύνη του Ζινόβιεφ για το καταστροφικό σχήμα του σοσιαλφασισμού δεν αρκεί –όπως νομίζει ο Λιόσης– να τραβά και να ξεχειλώνει από παντού 1-2 διατυπώσεις του Ζινόβιεφ για να εξάγει το ζητούμενο. Αυτά είναι σχολαστικές ασκήσεις για βρέφη. Θα έπρεπε ακόμη –και κυρίως– να αποδείξει ότι η Κομιντέρν στο συγκεκριμένο διάστημα ακολουθούσε συνολικά στην πολιτική της αυτή τη γραμμή, με επιμονή του ίδιου του Ζινόβιεφ που ήταν τότε επικεφαλής της. Και αυτό είναι κάτι που δεν αληθεύει.

Πέραν του ότι στα 1924-28 ο φασισμός δεν απασχολούσε ιδιαίτερα την Κομιντέρν, γιατί είχε υποχωρήσει με τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης, στην πράξη η γραμμή της έπαιρνε υπόψη τις διαφορές ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και την άκρα αντίδραση. Ο Ζινόβιεφ, ο οποίος ήταν σύμμαχος του Στάλιν ως τα 1925 και συχνά ταλαντευόταν σε διάφορα ζητήματα και προωθούσε εν μέρει επιλογές του Στάλιν (όπως η λεγόμενη «μπολσεβικοποίηση»), έδωσε παρ’ όλα αυτά μια σωστή κατεύθυνση, σύμφωνη με τη λενινιστική τακτική του ενιαίου μετώπου, σε αρκετές σημαντικές στιγμές.

Παρά ορισμένες λαθεμένες διατυπώσεις, στις αποφάσεις του 5ου Συνεδρίου η σοσιαλδημοκρατία δεν εξισώνεται με το φασισμό. Στην κύρια απόφαση του Συνεδρίου, αναφέρεται ότι «η σοσιαλδημοκρατία είναι η αριστερή πτέρυγα της αστικής τάξης», που είναι μια βασικά σωστή, σύμφωνη με τη λενινιστική παράδοση εκτίμηση. Ακόμη ασκείται κριτική στα αριστερά λάθη του ΚΚ Βουλγαρίας, που δεν αντέδρασε στο ακροδεξιό πραξικόπημα του Τσαγκόφ τον Ιούνη του 1923 ενάντια στη δημοκρατική κυβέρνηση Σταμπολίσκι, αλλά και στο σεκταρισμό της ηγεσίας Μπορντίγκα στην Ιταλία. Στην τελευταία περίπτωση εξαίρεται η εφαρμογή του ενιαίου μετώπου από τη νέα ηγετική ομάδα του Γκράμσι, με τη συνένωση του ΚΚ της Ιταλίας με τους «τριτοδιεθνιστές», την αριστερή πτέρυγα των σοσιαλιστών (τους «πιο επικίνδυνους σοσιαλφασίστες» σύμφωνα με τη μετέπειτα σταλινική ορολογία): «Η συγχώνευση των τριτοδιεθνιστών με το ΚΚΙ εξαλείφει ένα ζήτημα που προκαλούσε διαφορές ανάμεσα στο ΚΚΙ και την Κομιντέρν». Συνολικά, η Απόφαση υποστηρίζει το ενιαίο μέτωπο, αν και όχι με τη σαφήνεια των προηγούμενων συνεδρίων, ενώ και στο κρίσιμο θέμα των συνδικάτων ο Ζινόβιεφ, όπως παραθέτει και ο ίδιος ο Λιόσης στο βιβλίο του για την Κομιντέρν, είχε τονίσει εμφατικά στο 5ο Συνέδριο τη σημασία τού να παραμένουν οι κομμουνιστές στα αντιδραστικά συνδικάτα και να αγωνίζονται για να τα αποσπάσουν από την επιρροή των σοσιαλδημοκρατών15. Επιπλέον, στην πρακτική πολιτική της Κομιντέρν υπό την καθοδήγηση του Ζινόβιεφ, η αστική δημοκρατία ποτέ δεν ταυτιζόταν με τις ακραίες μορφές αντίδρασης όπως η μοναρχία ή μια ακροδεξιά δικτατορία. Απεναντίας, όταν εμφανίζονταν τέτοιες επιλογές και ακροδεξιοί κίνδυνοι, όπως έγινε στα 1924-28 σε διάφορες χώρες, τονιζόταν ισχυρά η διαφορά τους.

Το 1925, για να δώσουμε ένα καίριο παράδειγμα, στις προεδρικές εκλογές της Γερμανίας προέκυψε μια κατάσταση όπου η εκλογή προέδρου στο Β΄ γύρο εξαρτιόταν από την ψήφο του ΚΚΓ. Το δεξιό-μοναρχικό μπλοκ είχε λάβει 11,7 εκατ. ψήφους, η σοσιαλδημοκρατία με το Κέντρο 11,5 εκατ. και το ΚΚΓ με υποψήφιο τον Τέλμαν 1,9 εκατ. Το δεξιό-μοναρχικό μπλοκ όρισε υποψήφιο για τον Β΄ γύρο τον στρατάρχη Χίντεμπουργκ, μια εμβληματική μορφή της μοναρχικής αντίδρασης στη χώρα, επικεφαλής από τα 1916 του γερμανικού στρατού στο ιμπεριαλιστικό μακελειό του 1914-18. Στη συνεδρίαση του Προεδρείου της Κομιντέρν τον Απρίλη του 1925 ο Ζινόβιεφ κάλεσε το ΚΚΓ να υποστηρίξει τον σοσιαλδημοκράτη ή ρεπουμπλικάνο αστό υποψήφιο στο Β΄ γύρο, υπογραμμίζοντας ότι η αστική δημοκρατία και η μοναρχική αντίδραση δεν πρέπει να ταυτίζονται:

«Στο όνομα του ρωσικού πολιτικού γραφείου και της γερμανικής αντιπροσωπείας, θέλω να υπερασπιστώ τις ακόλουθες τακτικές προτάσεις. Δεν μπορούμε καθόλου να δεχτούμε την άποψη ότι η επιλογή, δημοκρατία ή μοναρχία, δεν έχει σημασία για μας… Η αστική δημοκρατία είναι γενικά πολύ πιο ευνοϊκή από τη μοναρχία για την ταξική μας πάλη, ακόμα κι αν αυτή η δημοκρατία είναι πολύ φτωχή… Τη στιγμή που το επαναστατικό κύμα μειώνεται, η διαφορά μεταξύ αστικής δημοκρατίας και μοναρχίας έχει μεγαλύτερη σημασία… Ο μοναρχικός κίνδυνος δεν είναι τόσο πολύ ότι οι Χοεντσόλερν μπορούν να επιστρέψουν· είναι ένας πιο περίπλοκος “μοναρχικό .” κίνδυνος, αλλά είναι κίνδυνος… Η κατάσταση είναι έτσι: οι Σοσιαλδημοκράτες έλαβαν οκτώ εκατομμύρια ψήφους, πήραμε δύο εκατομμύρια, οι εθνικιστές έντεκα εκατομμύρια. Το λεγόμενο ρεπουμπλικανικό μπλοκ έχει δεκατρία εκατομμύρια ψήφους, οι μοναρχικοί έντεκα έως έντεκα και μισό εκατομμύρια· όλα κρέμονται από μια κλωστή. Αν εκλεγεί ένας μοναρχικός υποψήφιος, οι σοσιαλδημοκράτες και η αστική τάξη θα προσπαθήσουν να ρίξουν σε μας την ευθύνη… Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι ευρέα στρώματα της εργατικής τάξης θα απομακρυνθούν από εμάς… Στις πρώτες εκλογές δοκιμάσαμε τις δυνάμεις μας· στις επαναληπτικές εκλογές, πρέπει να λάβουμε υπόψη το τελικό αποτέλεσμα… Μπορείτε να μάθετε αυτές τις τακτικές ξαναδιαβάζοντας τον Λένιν… Συναισθηματικά μπορεί κανείς να αντιταχθεί στην εκλογή του καταραμένου Ότο Μπράουν. Θα ψηφίζαμε τον Έμπερτ αν ήταν ζωντανός; Φυσικά, εναντίον του Γιάρες. Ως εργατικό κόμμα, δεν μπορούμε να πούμε ότι η σοσιαλδημοκρατία και η αστική τάξη, σε κάθε θέμα στο οποίο πρέπει να πάρουμε την πολιτική μας θέση, είναι εχθροί στο ίδιο επίπεδο. Πρέπει να αποφασίσουμε αν το ζήτημα είναι μεταξύ αστικής δημοκρατίας και μοναρχίας… Μόνο οι κομμουνιστές είναι αληθινοί δημοκράτες ως το τέλος. Μου λέτε ότι η Φορβέρτς θα χαρεί: η επανάσταση έχει τελειώσει… Μπορούμε να τους απαντήσουμε νηφάλια: λέτε ότι η παγκόσμια επανάσταση έχει διακοπεί. Τώρα μπορείτε να αποδεχτείτε τις προτάσεις μας για κοινή δράση ακόμα πιο εύκολα… Ζούμε περικυκλωμένοι από εχθρούς. Χρειαζόμαστε μυαλά. Αν ηττηθούμε, η εργατική τάξη θα πρέπει να υποστεί τον καπιταλιστικό ζυγό για είκοσι πέντε χρόνια ακόμη. Στη Βρετανία ψηφίσαμε τον ΜακΝτόναλντ· άνθρωποι όπως ο Ένγκελς και ο Λένιν είχαν μελετήσει εδώ και δεκαετίες το αγγλικό ζήτημα για να βρουν ένα δρόμο στη Βρετανία. Δεν καταλαβαίνετε τι είδους εχθρούς έχουμε»16.

Αυτή ήταν μια σωστή πολιτική γραμμή και μια έγκυρη μαρξιστική ανάλυση της διαφοράς μοναρχικής αντίδρασης – αστικής δημοκρατίας· ο Λένιν επίσης σε περιπτώσεις που οι τσαρικοί ήταν αντιμέτωποι με φιλελεύθερους ή δημοκράτες αστούς στο δεύτερο γύρο εκλογών στη Ρωσία είχε καλέσει σε υπερψήφιση των τελευταίων με παρόμοια επιχειρήματα. Ακυρώθηκε όμως από την ΚΕ του ΚΚΓ, υπό την επιρροή του Τέλμαν –του πιστού στον Στάλιν ΓΓ του κόμματος– ο οποίος αρεσκόταν να είναι προεδρικός υποψήφιος17. Το αποτέλεσμα ήταν να εκλεγεί ο Χίντεμπουργκ, μετατοπίζοντας όλο το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία δεξιά, ένα γεγονός που με την επανεκλογή του Χίντεμπουργκ το 1932, διευκόλυνε σημαντικά την άνοδο των ναζί στην εξουσία.

Αν ο Λιόσης ήθελε να βρει ένα κλασικό ανάλογο της λογικής του σοσιαλφασισμού σε αυτή την πρώιμη περίοδο, θα το βρει όχι στις διακηρύξεις του Ζινόβιεφ, αλλά στην πολιτική που ακολούθησε το ΚΚ Βουλγαρίας, με συμμετοχή και του προσφιλούς του Δημητρόφ, στις μεγάλες συγκρούσεις εκείνων των χρόνων στη Βουλγαρία. Όταν τον Ιούνιο του 1923 ξέσπασε στη Βουλγαρία το ακροδεξιό πραξικόπημα του Τσαγκόφ, με το οποίο ανατράπηκε η αστική δημοκρατική κυβέρνηση του αγροτιστή Σταμπολίσκι, το ΚΚΒ, το οποίο είχε τότε μεγάλη επιρροή στη χώρα, με εκλογικά ποσοστά της τάξης του 20%, δήλωσε ότι επρόκειτο για μια διαμάχη ανάμεσα σε αντιδραστικές αστικές μερίδες που δεν ενδιέφερε το λαό, καλώντας σε αποχή από τη σύγκρουση. Ουσιαστικά, δηλαδή, εξίσωσε το μικροαστικό, δημοκρατικό αγροτικό κόμμα με μια φασίζουσα ακροδεξιά αντίδραση, κάτι που και ο ίδιος ο Δημητρόφ χαρακτήρισε αργότερα «ιστορικό μοιραίο και αθεράπευτο λάθος». Στη συνέχεια, το Σεπτέμβρη του 1923, όταν η αντίδραση είχε εδραιωθεί, το ΚΚΒ οργάνωσε μια τυχοδιωκτική εξέγερση με αποτέλεσμα να εξοντωθούν περί τις 5000 μέλη του, δεκάδες χιλιάδες να φυλακιστούν και το ίδιο το κόμμα να τεθεί λίγο μετά εκτός νόμου. Το ΚΚΒ ουσιαστικά διαλύθηκε και δεν είχε έκτοτε ουσιαστική επιρροή στην πολιτική ζωή της χώρας.

Ο Ζινόβιεφ, από τη μεριά του, καταδίκασε τις επιλογές της ηγεσίας του ΚΚ Βουλγαρίας και κάλεσε το κόμμα να συνεργαστεί με τους αγροτιστές στην απόκρουση του πραξικοπήματος του Τσαγκόφ. Η ΕΕ της Κομιντέρν απηύθυνε μάλιστα έκκληση στο ΚΚΒ να διορθώσει την πολιτική του: «Οποιοσδήποτε πιστεύει λανθασμένα ότι η πάλη της θριαμβευτικής σήμερα λευκής κλίκας ενάντια στον Σταμπολίσκι είναι μια πάλη ανάμεσα σε δύο αστικές κλίκες στην οποία η εργατική τάξη μπορεί να μείνει ουδέτερη, τώρα θα πάρει ένα καλό μάθημα από την αιματηρή καταστολή των εργατικών οργανώσεων. Οι πραξικοπηματίες είναι τώρα ο εχθρός και πρέπει να ηττηθούν. Ενωθείτε για να αγωνιστείτε ενάντια στην λευκή τρομοκρατία όχι μόνο με τις μεγάλες μάζες της αγροτιάς αλλά και με τους ηγέτες του αγροτικού κόμματος»18.

Είναι σαφές ότι στην περίπτωση αυτή η Κομιντέρν, υπό την ηγεσία του Ζινόβιεφ, προειδοποίησε με σαφήνεια για τις συνέπειες της εξίσωσης της αστικής δημοκρατίας με μια μισο-φασιστική δικτατορία, συνέπειες που εκπλήρωσε αργότερα επαυξημένα στο έπακρο ο φασισμός. Η ηγεσία του ΚΚ της Βουλγαρίας, ωστόσο, στην οποία συμμετείχε και ο Δημητρόφ, απέρριψε την έκκληση της Κομιντέρν και επέμεινε στη λαθεμένη γραμμή της.

Ξέρει ο Λιόσης να πήρε ποτέ ο Στάλιν ανάλογες θέσεις και να παρενέβηκε θετικά στις εξελίξεις στη Γερμανία στα κρίσιμα χρόνια 1929-33, όταν ο ναζισμός βρισκόταν προ των πυλών; Όχι μόνο δεν υπάρχει ούτε μία τέτοια περίπτωση, αλλά όλες οι καταστροφικές επιλογές της περιόδου έφεραν τη δική του σφραγίδα. Συνεπώς η προσπάθεια του Λιόση να εμφανίσει τον Ζινόβιεφ ως πρωτεργάτη του σοσιαλφασισμού στερείται βάσης και παραχαράσσει τα ιστορικά γεγονότα.

Η γραμμή του σοσιαλφασισμού δεν ήταν μόνο η θέση για τη σοσιαλδημοκρατία και το φασισμό ως δίδυμα αδέλφια. Ήταν ένα πλέγμα εξωπραγματικών εκτιμήσεων, ότι η κατάσταση από το 1928 είχε γίνει άμεσα επαναστατική, ότι στις συνθήκες αυτές κυριαρχούσε η αντίθεση «τάξη ενάντια σε τάξη», ότι η σοσιαλδημοκρατία ήταν το κύριο εμπόδιο στην επαναστατική ανατροπή και συνεπώς το κύριο κτύπημα έπρεπε να στραφεί εναντίον της, ότι οι κομμουνιστές έπρεπε να αποσυρθούν από τα υπαρκτά συνδικάτα όπου κυριαρχούσαν οι σοσιαλδημοκράτες και να ιδρύσουν άλλα δικά τους, «ανεξάρτητα και ταξικά», ότι η αστική δημοκρατία γενικά και ο φασισμός ως συστήματα διακυβέρνησης δεν διαφέρουν σε τίποτα, ότι ο Μπρίνινγκ και ο Χίτλερ ήταν το ίδιο πράγμα, κοκ. Αυτά όλα καθορίστηκαν στο 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν (1928) και αργότερα, με την παρέμβαση του Στάλιν και των σταλινικών ηγετών που είχαν στο μεταξύ επιβληθεί στα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα. Ο Ζινόβιεφ είχε απομακρυνθεί τότε από την Κομιντέρν και δεν έπαιζε κανένα ρόλο στις αποφάσεις της, ενώ όταν ήταν επικεφαλής της, αν και έκανε μερικά σοβαρά λάθη, δεν είχε πάρει ποτέ τέτοιες θέσεις.

Το χειρότερο που μπορεί να πει κανείς για τον Ζινόβιεφ –που δεν έκανε μόνο λάθη– είναι ότι τα λάθη του, αν γενικεύονταν, θα οδηγούσαν στη γραμμή του σοσιαλφασισμού. Η γενίκευση αυτή όμως έγινε από τον Στάλιν, όχι από τον Ζινόβιεφ. Εμφανίζοντας τον Ζινόβιεφ ως πρωτεργάτη του «σοσιαλφασισμού» ο Λιόσης δεν βγάζει μόνο λάδι τον Στάλιν, αλλά πετά στα σκουπίδια θετικές συνεισφορές του Ζινόβιεφ κατά την περίοδο που καθοδηγούσε την Κομιντέρν, οι οποίες έχουν ιδιαίτερη αξία για το κίνημα σήμερα.

Δεν θα συζητήσουμε εδώ αναλυτικά την αστήρικτη θέση του Λιόση ότι ο Τρότσκι πέρασε στη θέση του σοσιαλφασισμού επειδή αντιτάχθηκε στα Λαϊκά Μέτωπα. Ο Τρότσκι επέκρινε τους όρους με τους οποίους έγιναν αυτά τα μέτωπα, με αποδοχή της απαίτησης των σοσιαλδημοκρατών για «αμοιβαία μη επίκριση», η οποία σήμαινε «απάρνηση της ελευθερίας της πολιτικής κριτικής, δηλαδή του κυριότερου καθήκοντος του επαναστατικού κόμματος»19. Αυτό ήταν μια σωστή κριτική· ο Λένιν επίσης, στις προτάσεις του προς το ΚΚ Βρετανίας για σύμπηξη ενός συνασπισμού με τους Εργατικούς το 1920 τόνιζε ότι αυτό προϋπέθετε να διατηρήσουν οι κομμουνιστές «απόλυτη ελευθερία ζύμωσης, προπαγάνδας, πολιτικής δράσης. Χωρίς αυτό τον τελευταίο όρο δεν μπορούμε βέβαια να κάνουμε συνασπισμό, γιατί αυτό θα είναι προδοσία»20.

Ο Τρότσκι ουσιαστικά με τα Λαϊκά Μέτωπα αρνήθηκε την κοινοβουλευτική συμμαχία με τους ρεφορμιστές, επειδή τέτοιου είδους συμμαχίες αποβαίνουν γενικά υπέρ τους. Σε αυτό, κατά τη γνώμη μας είχε λάθος· η συμμετοχή στα Λαϊκά Μέτωπα ήταν αναγκαία στην αρχική φάση τους ως προσωρινή τακτική όσο τα ζητήματα έμπαιναν ακόμη κοινοβουλευτικά. Και ήταν επίσης εντελώς δυνατό να πάρει κανείς μέρος διατηρώντας το δικαίωμα της κριτικής και ασκώντας κριτική, ώστε να συγκεντρωθούν δυνάμεις για το σπάσιμο με το ρεφορμισμό στην επόμενη, επαναστατική φάση. Αυτό έγινε στην Ισπανία από το ΠΟΥΜ, που μπόρεσε να μετατραπεί σε ένα μαζικό κόμμα, ενώ στις άλλες χώρες οι τροτσκιστικές ομάδες έμειναν στο περιθώριο. Το συγκεκριμένο λάθος του Τρότσκι πρέπει να επισημαίνεται, δεν σημαίνει όμως διόλου ότι ασπάστηκε την αντίληψη περί σοσιαλφασισμού. Συνδέεται ως τέτοιο με μια υποτίμηση της αντοχής του κοινοβουλευτισμού στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της ανάγκης για μια ευέλικτη τακτική που θα υπολογίζει αυτό τον παράγοντα, ο οποίος δεν είχε ανάλογο βάρος στην τσαρική Ρωσία.

Το να εμφανίζει κανείς τον Γκράμσι, όπως κάνει ο Λιόσης, ως υπέρμαχο περίπου της γραμμής του σοσιαλφασισμού και συγχυσμένο αναφορικά με τη φύση του φασισμού συνιστά ωμή παραχάραξη. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο δίνοντας έμφαση και διαστρεβλώνοντας κείμενά του στα 1920-22, όταν ο φασισμός ήταν ακόμη ένα νέο φαινόμενο και δεν είχε επαρκώς κατανοηθεί από το κομμουνιστικό κίνημα. Στα κείμενα αυτά ο Γκράμσι έκανε όντως μερικά λάθη στην ανάλυση του φασισμού, αλλά λέει και πολλά σωστά πράγματα. Τα κύρια λάθη αυτής της περιόδου βάραιναν την αριστερίστικη ηγεσία του Μπορντίγκα. Από το Γενάρη του 1924, όταν αναδείχτηκε στην ηγεσία του ΚΚ Ιταλίας, ο Γκράμσι ακολούθησε μια πορεία διόρθωσης των λαθών, με μια εύστοχη πολιτική ενιαίου μετώπου, η οποία εκφράστηκε με τη συνεργασία και συνένωση με τους αριστερούς σοσιαλδημοκράτες στις εκλογές του 1924. Ως αποτέλεσμα, το ΚΚ Ιταλίας, σε συνθήκες ουσιαστικά ωμής φασιστικής δικτατορίας, διατήρησε το εκλογικό του ποσοστό και αύξησε τις έδρες του στο κοινοβούλιο (οι σοσιαλιστές σε σύγκριση έχασαν το 60% της δύναμής του), και στην πορεία τριπλασίασε τον αριθμό των μελών του, από 8.700 το 1922 σε 24.800 το 1925. Οι Θέσεις της Λυών, κωδικοποιώντας αυτές τις κατευθύνσεις, έθεσαν έξοχα τα ζητήματα του ενιαίου μετώπου εκτιμώντας σωστά τη φύση του φασισμού21. Ο Λιόσης δεν έχει μέχρι τώρα να επιδείξει ανάλογες επιτυχίες και θα όφειλε να δείχνει λίγο σεβασμό.

Για τη σχέση φασισμού και βοναπαρτισμού

Ο Λιόσης καταπιάνεται και με το ερώτημα αν ο φασισμός είναι μια μορφή βοναπαρτισμού. Σε μια συγχυσμένη παράγραφο αναφέρει ότι η θεωρία του βοναπαρτισμού ή καισαρισμού προβλήθηκε στο 3ο Συνέδριο της Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς (της διαδόχου της Β΄ Διεθνούς), όπου ο φασισμός ορίστηκε ως «“προσωπική δικτατορία στην υπηρεσία της αστικής τάξης κατά του προλεταριάτου”… Η θεώρηση αυτή», εκτιμά, «παρουσιάζει κοινά στοιχεία με ανάλογες προσεγγίσεις του Τρότσκι… Η ιστορία εξηγείται με βάση την προσωπικότητα και όχι με βάση τις αντικειμενικές νομοτέλειες που γεννούν αυτή ή την άλλη προσωπικότητα του οποίου [sic!] τα κίνητρα δεν μπορεί να είναι μόνο ή κυρίως προσωπικά» (σελ. 389).

Είναι εντελώς σωστό ότι οι μαρξιστές πρέπει να εξηγούν τις «κοινωνικές νομοτέλειες» που φέρνουν στο προσκήνιο τη μια ή την άλλη προσωπικότητα. Ο Λιόσης ξεχνά όμως ότι και ο βοναπαρτισμός είναι ένα φαινόμενο που καθορίζεται από «κοινωνικές νομοτέλειες», τις οποίες ο ίδιος δυστυχώς παρανοεί στο έπακρο. Ας επιχειρήσουμε να του εξηγήσουμε πώς έχει αυτό το θέμα και πώς το προσέγγιζε ο Τρότσκι. Ο όρος βοναπαρτισμός καθιερώθηκε από τον Μαρξ για να περιγράψει τη δικτατορία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στη Γαλλία μετά το πραξικόπημά του που κατάργησε τη γαλλική δημοκρατία το 1852. Με αυτό ο Μαρξ είχε υπόψη μια κατάσταση όπου οι δυο βασικές τάξεις, η αστική τάξη και το προλεταριάτο, έχουν εξαντληθεί από τον επίμονο μεταξύ τους αγώνα και εξισορροπούνται αμοιβαία, επιτρέποντας έτσι στους μικροαστούς, κυρίως στην κρατική γραφειοκρατία, να αναλάβουν τα ηνία του κράτους και να ρυθμίζουν με το αζημίωτο τη μεταξύ τους ισορροπία. Η απολυταρχική εξουσία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη έγινε δυνατή ακριβώς από μια τέτοια κατάσταση, στην οποία ένας «ισχυρό . άνδρας» μπορούσε και έπρεπε να αναλάβει το ρόλο του επιδιαιτητή. Στην περίπτωση των ναζί μια τέτοια ισορροπία ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις δεν υπήρχε· απεναντίας η πλάστιγγα έγερνε 100% προς τη μεριά του κεφαλαίου. Γι’ αυτό ο Τρότσκι απέρριψε τη θέση του Ταλχάιμερ και άλλων ότι το καθεστώς του Χίτλερ ήταν «βοναπαρτιστικό», δείχνοντας ότι αυτού του είδους οι αναλογίες ήταν καθαρά τυπικές. Συνεπώς ο Λιόσης πάλι χάνει το στόχο όταν βρίσκει «κοινά στοιχεία» ανάμεσα στον Τρότσκι και τους αριστερούς σοσιαλδημοκράτες στο ζήτημα του βοναπαρτισμού.

Ο Τρότσκι χρησιμοποίησε τον όρο βοναπαρτισμός στα 1931-33 για να χαρακτηρίσει όχι τους ναζί αλλά το βασιζόμενο σε έκτακτα διατάγματα καθεστώς του Μπρίνινγκ, όταν η Γερμανία βρισκόταν στις παραμονές του αγώνα ανάμεσα στο φασισμό και την εργατική τάξη και υπήρχε σχετική ισορροπία ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα. Υποστήριξε όμως ότι, ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός βρισκόταν σε κρίση και οι δυο βασικές τάξεις δεν είχαν εξαντληθεί σε προηγούμενες συγκρούσεις, το καθεστώς του Μπρίνινγκ δεν ήταν ένας σταθερός βοναπαρτισμός, όπως εκείνος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη που κράτησε κοντά δυο δεκαετίες, αλλά ένας αδύναμος βοναπαρτισμός που δεν θα διαρκούσε πολύ. Θα παραμεριζόταν γρήγορα με τη νίκη είτε του φασισμού είτε της εργατικής τάξης. Αργότερα ο Τρότσκι εκτίμησε ότι το καθεστώς του Μπρίνινγκ ήταν προβοναπαρτιστικό και ο χαρακτηρισμός του βοναπαρτισμού έπρεπε να αποδοθεί κυρίως στις κυβερνήσεις των φον Πάπεν και Σλάιχερ22.

Η ανάλυση του βοναπαρτισμού ως μιας φάσης που προηγήθηκε της νίκης των ναζί στη Γερμανία από τον Τρότσκι παρουσιάζει μερικά συζητήσιμα σημεία. Η ταξική ισορροπία, το βασικό γνώρισμα του βοναπαρτισμού στο οποίο σωστά δίνει ο ίδιος έμφαση, υπήρχε σαφώς περισσότερο κατά τη διακυβέρνηση του Μπρίνινγκ, παρά επί Πάπεν και Σλάιχερ, όταν χάρη στην αδράνεια και τη λαθεμένη πολιτική του ΚΚΓ η πλάστιγγα έγερνε ήδη ισχυρά προς τη μεριά των ναζί. Η κυβέρνηση του Σλάιχερ ήταν μια προσπάθεια να επιβληθεί μια δικτατορία τύπου Παπαδόπουλου, που όμως δεν μπορούσε να τελεσφορήσει, γιατί η Ράιχσβερ, στην οποία στηριζόταν ο Σλάιχερ, υστερούσε απελπιστικά απέναντι στις παραστρατιωτικές δυνάμεις των ναζί. Επίσης, ο Τρότσκι εκτίμησε ότι μετά τη νίκη του το ναζιστικό καθεστώς θα άρχιζε ενδεχόμενα να αποκτά κάποια βοναπαρτιστικά χαρακτηριστικά, εξαιτίας μιας πιθανής αντίδρασης των μαζών και αντιθέσεων που θα αναπτύσσονταν εντός του. Ήταν μια πρόβλεψη που δεν επιβεβαιώθηκε· το ναζιστικό καθεστώς (σε αντίθεση με τον ιταλικό φασισμό) παρέμεινε σταθερό και χωρίς σοβαρές εσωτερικές πιέσεις ως το τέλος του. Οι αδυναμίες αυτές δείχνουν ότι ο Τρότσκι, ενώ τόνιζε σωστά τη σταθερότητα του φασισμού απέναντι στη σταλινική θέση ότι θα κατέρρεε από μόνος του και ο Χίτλερ θα άνοιγε το δρόμο στους κομμουνιστές, υποτιμούσε παρ’ όλα αυτά σε ένα μικρό βαθμό την ισχύ του φασισμού.

Πέρα όμως από αυτές τις λεπτομέρειες, η ανάλυση του προφασιστικού βοναπαρτισμού από τον Τρότσκι είναι πολύτιμη και πρωτοποριακή, κυρίως γιατί έδειξε ότι το πέρασμα από τον κανονικό κοινοβουλευτισμό στο φασισμό δεν συντελείται αιφνίδια, ως κεραυνός εν αιθρία. Μεσολαβείται από ένα ενδιάμεσο στάδιο υπονόμευσης του αστικού κοινοβουλευτισμού, που αντιπροσώπευαν ακριβώς στη Γερμανία οι αδύναμες βοναπαρτιστικές κυβερνήσεις των Μπρίνινγκ, Πάπεν και Σλάιχερ. Αργότερα, ο Λούκατς, με την έννοιά του της φασιστικοποίησης, συμπλήρωσε την ανάλυση του Τρότσκι, η οποία εστιάζει κυρίως στο πολιτικό εποικοδόμημα, με μια ανάλυση των αντίστοιχων διαδικασιών στο κοινωνικό επίπεδο (αποδυνάμωση των συνδικάτων, ακύρωση δημοκρατικών δικαιωμάτων όπως αυτό της απεργίας, κατάληψη θέσεων στον κρατικό μηχανισμό από φασίστες και ακροδεξιούς, προώθηση της ιδεολογικής τους ατζέντας, κοκ)23. Φυσικά, τίποτα δεν αποκλείει ο Λιόσης να διευκρινίσει ακόμη καλύτερα αυτά τα ζητήματα. Προϋπόθεση γι’ αυτό όμως είναι να γνωρίζει και να κατανοεί πρώτα τι έχουν πει σχετικά οι επιφανείς μαρξιστές του παρελθόντος.

Συμπερασματικά

Ήταν άραγε δύσκολο στον Λιόση να μελετήσει λίγο τις απόψεις των Τρότσκι, Ζινόβιεφ και Γκράμσι για το ναζισμό, το βοναπαρτισμό, κοκ, και να προσπαθήσει να τις καταλάβει; Όχι μόνο δεν ήταν δύσκολο –τα σχετικά γραπτά τους υπάρχουν στο Διαδίκτυο– αλλά, εφόσον ανέλαβε να μας διαφωτίσει γι’ αυτές, ήταν η πιο στοιχειώδης υποχρέωσή του. Αλλά εδώ είναι το πρόβλημα με τον Λιόση, ότι δεν θέλει να καταλάβει. Αντί γι’ αυτό φαντασιώνεται τον εαυτό του ως κορυφαίο μελετητή του ναζισμού και προσπαθεί σπασμωδικά να αποδείξει σε κάθε βήμα την ανωτερότητά του, πετυχαίνοντας το ακριβώς αντίθετο. Αυτό που πραγματικά προβάλλει από το βιβλίο του είναι η δειλή άρνηση να αντιμετωπίσει το ζήτημα του σταλινισμού ως φορέα αποσύνθεσης της επαναστατικής διαδικασίας στην ΕΣΣΔ και το υπόλοιπο κομμουνιστικό κίνημα και η συνεχής παρανόηση της πραγματικότητας ώστε να σκεπάζει και να ωραιοποιεί τις υπεκφυγές του.

Στην αρχή του παρόντος αναφερθήκαμε στην τάση του Λιόση να απαξιώνει τις παραδόσεις του μαρξισμού για να αποδώσει στον εαυτό του τα πρωτεία. Ο ίδιος μπορεί να φαντάζεται βέβαια ότι αποδεικνύει έτσι την «ανωτερότητά» του. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που κάνει είναι να καταδικάζει τον εαυτό του στη διανοητική ένδεια ή ακόμη χειρότερα σε μια δουλική εξάρτηση από τις αστικές απόψεις της μόδας. Δεν είναι ο μόνος που το κάνει – ο νεοσταλινικός δογματισμός του ΚΚΕ και πολλές σεκταριστικές, αριστερίστικες και διανοουμενίστικες τάσεις των ημερών μας ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Το ιδιαίτερο με τον Λιόση είναι ότι αξιώνοντας επίμονα την κορυφή κατάφερε να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και έπιασε πάτο, στα ζητήματα που συζητήσαμε αλλά και σε πολλά άλλα.

Ο ίδιος ο Λιόσης δεν φείδεται ισχυρών δηλώσεων για το άτομό του. «Προσπαθώ», λέει σε μια από αυτές, «να μην είμαι εγωιστής και όταν βλέπω το λάθος μου να το παραδέχομαι και μάλιστα δημόσια»24.

Αυτό είναι ασφαλώς μια πολύ αξιέπαινη στάση, που δεν συναντάται ευρέως στις μέρες μας. Ας μας επιτραπεί, λοιπόν, να τον ρωτήσουμε, δίνοντάς του μια ευκαιρία να το αποδείξει έμπρακτα: Έχει κάποιο λάθος να δει και να παραδεχτεί σε σχέση με τα ζητήματα που θέσαμε; Και αυτός που επικαλείται διαρκώς τα θύματα του αντιφασιστικού αγώνα, από τα 20 εκατομμύρια νεκρούς του Κόκκινου Στρατού ως τον Παύλο Φύσσα, έχει καμιά ευθύνη απέναντί τους;

Αν ο Λιόσης παίρνει σοβαρά τον εαυτό του ως μαρξιστή λόγιο χρωστά το λιγότερο μια απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα.

 

 

Χρήστος Κεφαλής

 

Σημειώσεις

  1. Βλέπε Β. Λιόσης, Ναζισμός. Τα Αίτια Γέννησης και Γιγάντωσής του, Αθήνα 2020, εκδ. ΚΨΜ, σελ. 379-414.
  2. Βλέπε την πλήρη συλλογή των γραπτών του Τρότσκι για το φασισμό στο Λ. Τρότσκι, The Struggle Against Fascism in Germany, Pathfinder Press, Νέα Υόρκη 1971, ιδιαίτερα π.χ. το άρθρο «Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;» και την μπροσούρα Και Τώρα;.
  3. Λ. Τρότσκι, «Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;», στο Γερμανία: ο Φασισμός και το Εργατικό Κίνημα, εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1978, σελ. 96-97.
  4. Στο ίδιο, σελ. 93, 94.
  5. Λ. Τρότσκι, Γερμανία: ο Φασισμός και το Εργατικό Κίνημα, εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1978, σελ. 94-95, επίσης σελ. 89-90 για το απόσπασμα του Μουσολίνι.
  6. Παραθέτει συγκεκριμένα από το «Η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η κατάσταση στη Γερμανία» (1930) και το «Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;» (1933). Βλέπε επίσης στο Β. Λιόσης, Τα Κοινωνικοπολιτικά Μέτωπα στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή, εκδ. ΚΨΜ, σελ. 246, όπου παραθέτει πάλι τα ίδια αποσπάσματα, αγνοώντας και εκεί τελείως τα πρότερα κείμενα του Τρότσκι.
  7. Λ. Τρότσκι, «Report on the Fourth World Congress», https://www.marxists.org/archive/trotsky/1924/ffyci-2/24b.htm.
  8. Λ. Τρότσκι, «The Fifth Anniversary of the October Revolution and the Fourth World Congress of the Communist International», https://www.marxists.org/archive/trotsky/1924/ffyci-2/18b.htm. Ο Τρότσκι αναφέρεται παραπέρα στο φασισμό ως «μια αντίγραφη, ανεπίσημη κυβέρνηση, στην οποία δίνει χώρο η επίσημη κυβέρνηση».
  9. Λ. Τρότσκι, «Through What Stage Are We Passing?», https://www.marxists.org/archive/trotsky/1924/06/stage.htm. Αυτή η ανάλυση οδηγούσε τότε τον Τρότσκι στη λαθεμένη πρόβλεψη ότι αφού ο φασισμός αφορούσε μια περίοδο εμφυλίου πολέμου, η ίδια η ιταλική αστική τάξη θα τον παραμέριζε στην πορεία αποκατάστασης της «αστικής ομαλότητας».
  10. Στην Εισήγησή του στο 4ο Συνέδριο ο Λένιν είχε συγκρίνει τους Ιταλούς φασίστες με τους Ρώσους μαυροεκατονταρχίτες, προβλέποντας ότι ο φασιστικός κίνδυνος θα βοηθούσε τους κομμουνιστές να αφυπνίσουν τις μάζες· «οι φασίστες της Ιταλίας», έλεγε, «… θα εξηγήσουν στους Ιταλούς… πως η χώρα τους δεν είναι ακόμη αρκετά εξασφαλισμένη από τον κίνδυνο των μαύρων εκατονταρχιών» (Λένιν, Άπαντα, τόμ. 45, σελ. 293).
  11. Λ. Τρότσκι, «Βοναπαρτισμός και φασισμός», https://www.marxists.org/archive/trotsky/germany/1934/340715.htm.
  12. Λ. Τρότσκι, «Ενιαίο εργατικό μέτωπο ενάντια στο φασισμό», στη συλλογή Γερμανία. Ο Φασισμός και το Εργατικό Κίνημα, εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1978, σελ. 58.
  13. Βλέπε Στάλιν, «Concerning the International Situation», https://www.marxists.org/reference/archive/stalin/works/1924/09/20.htm και Τζ. Ντέγκρας, The Communist International 1919-43. Documents, Routledge 1971, τόμ. 3, σελ. 28-30, 54-55, 60-62, 94, 97, 106-108, 123, 190-192, 200, 202, 224-228, κοκ, για τις σχετικές αποφάσεις της Κομιντέρν, όλες μετά το 1928.
  14. Β. Λιόσης, Τα Κοινωνικοπολιτικά Μέτωπα στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2014, σελ. 290, 291.
  15. 15. Βλέπε The Communist International 1919-1943. Documents, selected and edited by Jane Degras, volume II 1923-1928, σελ. 104, 105 και Β. Λιόσης, Τα Κοινωνικοπολιτικά Μέτωπα, σελ. 121-123.
  16. Παρατίθεται στο Ρ. Φίσερ, Stalin and German Communism, Harvard University Press, Κέιμπριτζ 1948, σελ. 421-422.
  17. Στο ίδιο, σελ. 422.
  18. «ECCI appeal to the workers and peasants of Bulgaria to oppose the new Bulgarian government», The Communist International, 1919-1943 documents, Volume II, 1923-1928, edited by Jane Degras, σελ. 50. Αργότερα ο Ζινόβιεφ έκανε ένα σημαντικό λάθος, όταν δεν αντιτάχτηκε και ενθάρρυνε μάλιστα την άκαιρη εξέγερση του ΚΚ Βουλγαρίας στα τέλη του 1923. Αυτό το λάθος δείχνει τις αδυναμίες και τα όρια του Ζινόβιεφ, όμως δεν συνδέεται άμεσα με το θέμα του σοσιαλφασισμού και τα άλλα ζητήματα που συζητά ο Λιόσης.
  19. Βλέπε Λ. Τρότσκι, ό.π., σελ. 79.
  20. Λένιν, Άπαντα, εκδ. ΣΕ, τόμ. 41, σελ. 71.
  21. Για τα ζητήματα αυτά βλέπε, Ρ. Ντάβιντσον, «Ανάμεσα στο Κόμο και τη φυλακή: ο πρώιμος λενινισμός του Γκράμσι», στη Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 25, σελ. 170-199.
  22. Εδώ ο Λιόσης οπισθοχωρεί σε σχέση με την παλιότερη μελέτη του για την Κομιντέρν, όπου αναγνώριζε ότι «η κριτική περί ταύτισης… φασισμού και βοναπαρτισμού… όσον αφορά τον Τρότσκι… δεν είναι ακριβής» (Τα Κοινωνικοπολιτικά Μέτωπα…, σελ. 247). Για τις απόψεις του Τρότσκι πάνω στο ζήτημα του προφασιστικού βοναπαρτισμού και τις σχέσεις φασισμού-βοναπαρτισμού, ο αναγνώστης μπορεί, μεταξύ άλλων, να δει: Λ. Τρότσκι, «Γερμανικός βοναπαρτισμός», https://www.marxists.org/archive/trotsky/germany/1932/321030.htm· Λ. Τρότσκι, «Βοναπαρτισμός και φασισμός», https://www.marxists.org/archive/trotsky/germany/1934/340715.htm. Λ. Τρότσκι, Και Τώρα;, εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, χ.χ., σελ. 31 κ.ε,, κ.λπ. Η κύρια, υποδειγματική εκτίμηση του Τρότσκι για το καθεστώς του Μπρίνινγκ έχει ως εξής: «Η δικτατορία του Μπρίνινγκ είναι μια καρικατούρα του βοναπαρτισμού. Αυτή η δικτατορία δεν είναι σταθερή, είναι ελάχιστα σίγουρη για τον εαυτό της και θα διαρκέσει λίγο. Δεν αποτελεί την αρχή μιας νέας κοινωνικής ισορροπίας, αλλά τον πρόλογο της προσεχούς κατάρρευσης της παλιάς ισορροπίας» (Και Τώρα;, σελ. 52).
  23. Βλέπε σχετικά τις «Θέσεις του Μπλουμ» του Λούκατς στο Γκ. Λούκατς, Κείμενα της Δεκαετίας του 1920, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2019, σελ. 325-381.
  24. Β. Λιόσης, «Ναι στις κάμερες!», https://www.kommon.gr/politiki/item/3163-nai-stis-kameres-tou-vasililiosi.

 

* Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα