[nextpage title=”Μέρος 1ο” ]
Στις 25 Ιανουαρίου πραγματοποιούνται οι βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιθανόν να εκλεγεί πρώτο κόμμα. Αυτό θέτει στους Ευρωπαίους καπιταλιστές ένα σοβαρό δίλημμα, καθώς ένα μέρος του συστήματός τους, η αστική δημοκρατία, απειλεί να συγκρουστεί με ένα άλλο, το πρόγραμμα λιτότητας που έχει επιβληθεί πάνω στον ελληνικό λαό τα τελευταία 5 χρόνια. Η προοπτική αυτή θεωρείται σοβαρή απειλή στα σχέδια των ηγετών της Ευρώπης που θέλουν να βρουν διέξοδο από την κρίση μέσω μίας ολομέτωπης επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης.
Οι φόβοι της αστικής τάξης εκφράστηκαν ξεκάθαρα από τους Financial Times, το κύριο φερέφωνο των στρατηγών του Βρετανικού καπιταλισμού, στις 29 Δεκέμβρη σε ένα άρθρο με τίτλο «Oι ψηφοφόροι είναι ο πιο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης»:
«Ο αδύναμος κρίκος… [ήταν] ο κίνδυνος οι ψηφοφόροι να εξεγερθούν ενάντια στην οικονομική λιτότητα και να ψήφιζαν στις κάλπες “αντισυστημικά” κόμματα που απορρίπτουν την ευρωπαϊκή σύγκλιση σχετικά με το πώς θα διατηρηθεί το κοινό νόμισμα. Αν αυτή η σύγκλιση σπάσει, ολόκληρος ο εύθραυστος «πύργος από τραπουλόχαρτα» του χρέους και της λιτότητας θα αρχίσει να καταρρέει. Και αυτό είναι που βλέπουμε σήμερα στην Ελλάδα».
Ο τίτλος αυτού του άρθρου έχει αξία από 2 απόψεις. Πρώτον, απηχεί τη γνωστή φράση του Λένιν ότι ο καπιταλισμός σπάει στον πιο αδύναμο κρίκο του. Εκείνη την περίοδο ο πιο αδύναμος κρίκος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού ήταν η τσαρική Ρωσία. Σε αυτή τη φάση ο πιο αδύναμος κρίκος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού είναι αναμφίβολα η Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πριν από 5 χρόνια η κρίση του ευρώ ξεκίνησε στην Ελλάδα και δεν είναι τυχαίο που τώρα εμφανίζεται ξανά στην Ελλάδα. Για έξι χρόνια, η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης που απειλεί τα θεμέλια της Ευρώπης και που μπορεί να στείλει κύματα οικονομικής αστάθειας στην Αμερική και στην ευρύτερη παγκόσμια οικονομία. Γι’ αυτό το λόγο τα μάτια όλων είναι τώρα στραμμένα στην Αθήνα με αυξανόμενη ανησυχία.
Το δεύτερο στοιχείο του τίτλου αυτού του άρθρου είναι η υπονοούμενη ιδέα ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ευρωζώνη είναι ότι ο λαός θα ψηφίσει ενάντια στη λιτότητα. Από αυτό βγαίνει η σιωπηλή παραδοχή ότι τελικά η ίδια η δημοκρατία είναι υπεύθυνη για τα δεινά που περνά το ευρώ, ότι δεν μπορεί πλέον κανείς να εμπιστεύεται το λαό για να πάρει «υπεύθυνες αποφάσεις για την οικονομία» και ότι αυτό αντιπροσωπεύει τον αδύναμο κρίκο της όλης κατάστασης.
Σε αυτή τη διατύπωση αποκαλύπτονται οι πραγματικές σκέψεις των στρατηγών του κεφαλαίου. Η χαμογελαστή μάσκα της δημοκρατίας πέφτει για να αποκαλύψει το αποκρουστικό πρόσωπο της αντίδρασης που κρύβει.
Ψεύτικη αισιοδοξία
Στις αρχές του 2014 οι Ευρωπαίοι ηγέτες θριαμβολογούσαν για τη λεγόμενη οικονομική ανάκαμψη. Δημοσίευσαν αισιόδοξες εκθέσεις σχετικά με την προβλεπόμενη ανάκαμψη στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία και ακόμη προέβλεπαν την επιστροφή της ανάπτυξης στη Νότια Ευρώπη συμπεριλαμβανόμενης της Ελλάδας. Στο μάτι του κυκλώνα, ο καιρός φαίνεται να είναι καλός, αλλά αυτό είναι μόνο μια ψευδαίσθηση. Μακριά από το να έχουμε μία οικονομική ανάκαμψη, η κρίση στην Ευρώπη έχει εξαπλωθεί στη Γερμανία, την ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Τώρα, οι οικονομολόγοι και οι Κεντρικές Τράπεζες ανησυχούν για τις επιπτώσεις μιας κατάρρευσης της τιμής του πετρελαίου. Όταν αυτές οι ανησυχίες έφτασαν στα χρηματιστήρια μετατράπηκαν σε πανικό, καθώς οι τιμές των μετοχών σημείωσαν δραστική πτώση από το Λονδίνο μέχρι το Τόκιο. Όμως γιατί η πτώση της τιμής του πετρελαίου να προκαλέσει πανικό; Μια τέτοια πτώση δε θα έπρεπε να ενθαρρύνει την οικονομική ανάκαμψη μέσω της τόνωσης της ζήτησης και των παραγωγικών επενδύσεων;
Υπό διαφορετικές συνθήκες, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε συμβεί. Αλλά στα πλαίσια μιας στάσιμης παγκόσμιας οικονομίας, η πτώση της τιμής του πετρελαίου και των άλλων εμπορευμάτων αποτελούν έκφραση ακριβώς της έλλειψης ζήτησης, ή πιο σωστά, της χρόνιας υπερπαραγωγής. Οι καπιταλιστές δεν βλέπουν κανένα λόγο να επενδύσουν στην παραγωγή, όταν δεν υπάρχει ζήτηση για τα προϊόντα που παράγουν. Η άνθηση στις χρηματιστηριακές αγορές της τελευταίας περιόδου ήταν μια αντανάκλαση, όχι των παραγωγικών επενδύσεων, αλλά ενός μαζικού κερδοσκοπικού οργίου, το οποίο έχει φτάσει πλέον στα όριά του.
Η πτώση των τιμών του πετρελαίου και άλλων βασικών εμπορευμάτων, δεν θεωρείται μια βάση για την οικονομική ανάκαμψη, αλλά αντίθετα, ως μία ώθηση στον αποπληθωρισμό που απειλεί να σύρει την Ευρώπη σε μια νέα ακόμα βαθύτερη ύφεση. Με την προοπτική της περαιτέρω πτώσης των τιμών, οι καταναλωτές θα αναβάλουν την πραγματοποίηση αγορών, μειώνοντας τη ζήτηση ακόμη περισσότερο.
Αυτό δημιουργεί ένα κλίμα αβεβαιότητας μέσα στο οποίο καθίσταται αδύνατο για τους καπιταλιστές να υπολογίσουν τη ζήτηση, με αποτέλεσμα την αναβολή των σχεδίων για νέες επενδύσεις. Το αίτιο γίνεται αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα αίτιο. Η συνέπεια θα είναι περισσότερα κλεισίματα εργοστασίων, περισσότερη ανεργία και μια περαιτέρω μείωση της ζήτησης, σε ένα φαύλο κύκλο.
Η κρίση επιδεινώνεται περαιτέρω από πολιτικούς παράγοντες. Ως απάντηση στις οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλονται από τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους κατά τη διάρκεια της ουκρανικής κρίσης, η Ρωσία επέβαλε εμπάργκο στις εισαγωγές τροφίμων από την ΕΕ, τις ΗΠΑ και ορισμένες άλλες δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας, του Καναδά και της Νορβηγίας.
Το κλείσιμο της ρωσικής αγοράς (και μια επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας) έχει προκαλέσει αμέσως κατάρρευση της τιμής του γάλακτος, η οποία έχει ήδη οδηγήσει μεγάλο αριθμό Ευρωπαίων γεωργών σε πτώχευση. Από την άλλη πλευρά, η πτώση του ρουβλιού και η οικονομική κρίση στη Ρωσία, έπληξε τις δυτικές εξαγωγές, βαθαίνοντας περαιτέρω την κρίση της γερμανικής βιομηχανίας.
Ο Economist, στις 13 Δεκεμβρίου, κατέληξε ότι: «… η μακροπρόθεσμη απειλή για το ενιαίο νόμισμα έχει, αν μη τι άλλο, αυξηθεί. Η Ευρωζώνη φαίνεται να είναι παγιδευμένη σε έναν κύκλο βραδείας ανάπτυξης, υψηλής ανεργίας και επικίνδυνα χαμηλού πληθωρισμού.»
Αυτή η κατάσταση εκτροχιάζει τα σχέδια των ηγετών της ΕΕ. Είχαν στόχο ένα ποσοστό πληθωρισμού 2%, με την ελπίδα ότι αυτό θα ροκανίσει τα τεράστια χρέη στους ισολογισμούς των κυβερνήσεων. Το φάντασμα του αποπληθωρισμού κάνει τη δυνατότητα εξόφλησης των χρεών για τις κυβερνήσεις πολύ πιο δύσκολη. Αυτό επηρεάζει την Ελλάδα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Σκληρή λιτότητα
Τα τελευταία έξι χρόνια ο λαός της Ελλάδας έχει υποστεί μια δραματική πτώση του βιοτικού του επιπέδου. Οι ηγέτες της Ευρώπης επέβαλαν στο λαό της Ελλάδας την πιο αυστηρή τιμωρία για την υποτιθέμενη ασωτία του. Η Τρόικα επέβαλε μία σκληρή πολιτική περικοπών και λιτότητας, η οποία υποτίθεται ότι είναι ένα πικρό αλλά αναγκαίο φάρμακο για να θεραπεύσει το τεράστιο βουνό του ελληνικού χρέους. Ως άμεσο αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, η Ελλάδα έχει υποστεί μια σοβαρή οικονομική ύφεση, η οποία συνοδεύεται από μαζική ανεργία και μια κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, που δεν έχει ξανά υπάρξει μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τι έχει συμβεί σε αυτή την περίοδο; Η ανεργία έχει εκτοξευθεί πάνω από 26% (από τα προ της κρίσης επίπεδα που ήταν 7%). Όμως, ο επίσημος αριθμός δεν αποκαλύπτει την πραγματική σοβαρότητα της κατάστασης, ιδιαίτερα για τους νέους, όπου οι μισοί από τους κάτω των 25 ετών είναι χωρίς δουλειά. Επιπλέον, πολλοί από αυτούς που απασχολούνται επισήμως δεν πληρώνονται, ή πληρώνονται μόνο μετά από μεγάλες καθυστερήσεις.
Οι πολιτικές της λιτότητας κατέστρεψαν την ελληνική οικονομία. Οι δημόσιες δαπάνες έχουν περισταλεί και οι συντάξεις έχουν περικοπεί κατά 25%. Η Ελλάδα έχει χάσει το ένα πέμπτο της παραγωγής της. Σύμφωνα με τις πιο θετικές εκτιμήσεις, το βιοτικό επίπεδο μειώθηκε κατά 25% σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα. Το πιο αρνητικό (και πιο ρεαλιστικό) σενάριο είναι ότι το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων έχει μειωθεί κατά 50% σε σύγκριση με τα καλύτερα χρόνια που είχε βιώσει η χώρα από τότε που εντάχθηκε στην ευρωζώνη.
Πριν από την κρίση το βιοτικό επίπεδο στην Αθήνα δεν ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο στο Λονδίνο. Τώρα υπάρχουν σχολεία χωρίς βιβλία, νοσοκομεία και φαρμακεία χωρίς φάρμακα και πρώην ευημερούντες άνθρωποι περιφέρονται ψάχνοντας για φαΐ στους σκουπιδοτενεκέδες. Η φτώχεια έχει σημειώσει άνοδο από 23% πριν από τη κρίση στο 40,5% σήμερα και βασικές υπηρεσίες όπως η υγεία έχουν διαλυθεί από τις περικοπές, ακριβώς τη στιγμή που όλο και περισσότεροι άνθρωποι τις έχουν ανάγκη. Μια έκθεση στο διάσημο ιατρικό περιοδικό The Lancet κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι μία «τραγωδία για τη δημόσια υγεία».
Χρόνια άγριας λιτότητας έχουν προκαλέσει ανυπολόγιστες βλάβες στην ίδια τη δομή της οικονομικής ζωής. Η ανταλλακτική οικονομία έχει ξεπηδήσει, καθώς οι άνθρωποι προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα σε ένα διαλυμένο χρηματοοικονομικό σύστημα. Πολλοί άνθρωποι έχουν αποσύρει όλες τις οικονομίες τους από τις τράπεζες, εν μέρει επειδή δεν εμπιστεύονται πλέον το τραπεζικό σύστημα, αλλά κυρίως επειδή είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν τις αποταμιεύσεις τους για να ζήσουν. Αλλά τι θα συμβεί όταν οι αποταμιεύσεις εξαντληθούν;
Υπάρχει ένα γενικό αίσθημα αδυναμίας. Πολλοί άνθρωποι έχουν καταφύγει στην ύπαιθρο για να εξασφαλίσουν την επιβίωση ή μετανάστευσαν στο εξωτερικό, ενώ άλλοι έχουν βρει μία πιο τραγική διέξοδο. Ο ρυθμός των αυτοκτονιών έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που οι εφημερίδες δεν κάνουν πλέον τον κόπο να αναφέρουν παρά μόνο τις πιο δραματικές περιπτώσεις.
Αλλά κάτω από την επιφάνεια ένα αίσθημα οργής ενυπάρχει: οργή ενάντια στους πλούσιους, ενάντια στους τραπεζίτες και τους καπιταλιστές που δεν πληρώνουν φόρους ενώ απαιτούν όλοι οι άλλοι να κάνουν θυσίες «για να σωθεί η Ελλάδα», ενάντια στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο που παίζουν το ρόλο του βρικόλακα ρουφώντας το αίμα του ελληνικού λαού, καθώς και εναντίον των πολιτικών που οδήγησαν την Ελλάδα στην άβυσσο της χρεοκοπίας ενώ γέμιζαν τις τσέπες τους με τα εκατομμύρια του δημοσίου χρήματος που έχουν βρεί τώρα ασφαλές καταφύγιο σε μυστικούς τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία και το Λονδίνο.
Τι έχει επιλυθεί;
Αλλά τι έχει επιλυθεί μετά από τόσες θυσίες; Στην Ελλάδα το δημόσιο χρέος δεν έχει μειωθεί, αλλά αντίθετα, έχει διογκωθεί. Το 2010 το χρέος ανήλθε στο 125% του ΑΕΠ. Σήμερα είναι 175%. Αυτό είναι εν μέρει λόγω των τεράστιων ποσών που καταβλήθηκαν από την Ελλάδα στις πληρωμές τόκων. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ελληνικό ΑΕΠ έχει καταρρεύσει κατά 25%, ως αποτέλεσμα της λιτότητας. Έτσι, όλος ο πόνος και τα βάσανα που έχουν επιβληθεί στον ελληνικό λαό τα τελευταία έξι χρόνια ήταν όλα για το τίποτα.
Η λεγόμενη «ανάκαμψη» του 2014, με την Ελλάδα να έχει πρωτογενές πλεόνασμα (δηλαδή πλεόνασμα στον προϋπολογισμό όταν τα έξοδα για την αποπληρωμή του χρέους βγαίνουν από την εξίσωση), ωχριά όταν εξετάζεται υπό το φως της κατάρρευσης των παραγωγικών δυνάμεων ως αποτέλεσμα της λιτότητας. Η ανεργία των νέων είναι πάνω από 60%. Λιγότεροι από τους μισούς ικανούς για εργασία έχουν δουλειά, σύμφωνα με τα συνολικά στοιχεία για την απασχόληση. Μισή δεκαετία μετά, η κατάσταση του καπιταλισμού είναι πολύ χειρότερη στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Από το σύνολο των χρημάτων της λεγόμενης ελληνικής διάσωσης (227 δισεκατομμύρια ευρώ), μόνο το 5% χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνηση για να πληρώσει για τα τακτικά της έξοδα (συντάξεις, μισθούς κλπ), ενώ το μεγαλύτερο μέρος τους χρησιμοποιήθηκε για να εξοφλήσει τους πιστωτές, τις ελληνικές και ξένες τράπεζες και τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Τέσσερα χρόνια μετά την παρέμβαση της τρόικας οι παραπάνω είναι οι μόνοι που έχουν ωφεληθεί.
Κρίση της κυβέρνησης Σαμαρά
Τον Δεκέμβριο ο Έλληνας Πρωθυπουργός, ο Σαμαράς, αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, εξέπληξε τον κόσμο ανακοινώνοντας την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν είχε καμία υποχρέωση να το κάνει αυτό, δεδομένου ότι ο προηγούμενος Πρόεδρος είχε ακόμη 2 μήνες θητεία. Επιπλέον, ήταν μια ριψοκίνδυνη κίνηση, δεδομένου ότι η αδυναμία να πάρει 180 ψήφους στη βουλή θα σηματοδοτούσε αμέσως πρόωρες εκλογές.
Υπό κανονικές συνθήκες, η εκλογή του Έλληνα Προέδρου (ενός κύρια διακοσμητικού θεσμού με λίγες αρμοδιότητες) θα είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη. Αλλά αυτές δεν ήταν κανονικές συνθήκες και η ανακοίνωση προκάλεσε κάτι που έμοιαζε με πανικό. Προκλήθηκε μία απότομη πτώση στο Χρηματιστήριο Αθηνών, που ακολουθήθηκε από μια πτώση των τιμών των μετοχών σε άλλα ευρωπαϊκά Χρηματιστήρια.
Για το κίνητρο του Σαμαρά μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες. Το έκανε μήπως για να κερδίσει υποστήριξη για τον υποψήφιο του μέσω της τρομοκρατίας των βουλευτών πολλοί από τους οποίους θα έχαναν τις θέσεις τους μετά από πρόωρες εκλογές; Ή μήπως ήταν ένας τρόπος εξόδου από την δύσκολή θέση να περάσει ένα νέο πολύ πιο σκληρό πακέτο λιτότητας;
Πριν από αυτό είχε προσπαθήσει να πείσει την ΕΕ να μειώσει την πίεση που ασκεί στην Ελλάδα για να μπορέσει να βγει ξανά στις αγορές. Οι Βρυξέλλες όμως ήταν ανένδοτες: όχι μόνο απέρριψαν το αίτημα του, αλλά τον διέταξαν να εφαρμόσει περαιτέρω περικοπές, που περιελάμβαναν νέες μειώσεις στις συντάξεις, για να δώσουν την επόμενη δόση στην Ελλάδα.
Φαίνεται ότι ο Σαμαράς προσπάθησε να πάρει την πλειοψηφία μέσα από έναν συνδυασμό δωροδοκιών και απειλών. Ένας βουλευτής ισχυρίστηκε ότι του πρόσφεραν τρία εκατομμύρια ευρώ για να ψηφίσει “σωστά”. Όντας ένας άνθρωπος αρχών ωστόσο, θα πουλούσε τον εαυτό του σε πολύ υψηλή τιμή και επομένως τα 3 εκατομμύρια δεν ήταν αρκετά. Στο τέλος ο Σαμαράς δεν κατάφερε να αποκτήσει τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων και ως εκ τούτου, ανακοίνωσε νέες εκλογές για τις 25 Ιανουαρίου.
Αυτή η είδηση προκάλεσε αμέσως ένα νέο πανικό στο χρηματιστήριο της Αθήνας, το οποίο υποχώρησε κατά 5% σε μία ημέρα. Το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου αυξήθηκαν στο 9,5%, το υψηλότερο κατά το 2014. Αυτές είναι ενδείξεις της νευρικότητας με την οποία οι καπιταλιστές βλέπουν τα γεγονότα στην Ελλάδα. Δεν έχουν πίστη ότι ο ελληνικός λαός θα ψηφίσει “σωστά”.
Οι εργάτες στρέφονται ενάντια στο κατεστημένο
Από το 2008, χωρίς εξαίρεση οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη έχουν εγκαθιδρύσει καθεστώτα λιτότητας. Αυτό ισχύει τόσο για τα σοσιαλδημοκρατικά όσο και για τα αμιγώς αστικά κόμματα. Οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν ακολουθήσει τη λογική του ρεφορμισμού, των μπαλωμάτων σε ένα άρρωστο σύστημα. Αλλά υπό συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, δεν υπάρχει έδαφος για σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Η αστική τάξη είναι κάθετα αντίθετη στις μεταρρυθμίσεις που «δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά». Είναι μάλιστα ορκισμένοι να καταστρέψουν τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη κερδηθεί από την εργατική τάξη στο παρελθόν.
Παντού η ίδια ιστορία. Υπό την πίεση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, οι ρεφορμιστές έχουν γονατίσει μπροστά στις «αγορές» και έχουν υλοποιήσει τις διαταγές των αφεντικών τους. Οι ρεφορμιστές ηγέτες έχουν θυσιαστεί για την υπεράσπιση του καπιταλισμού. Ως αποτέλεσμα, τα κόμματα της Αριστεράς που έχουν αναλάβει την ευθύνη για την εφαρμογή περικοπών, έχουν τιμωρηθεί από το εκλογικό σώμα. Κάνουν τη βρώμικη δουλειά για την αστική τάξη, και η τελευταία, αφού τους χρησιμοποιήσει και τους έχει απαξιώσει, τους ξεφορτώνεται σαν βρώμικο ρούχο. Αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας: να κάμψει το ηθικό των μαζών και να προετοιμάσει το έδαφος για μια στροφή προς τα δεξιά. Το είδαμε αυτό στην Ισπανία και την Ιταλία και τώρα βλέπουμε το ίδιο πράγμα στη Γαλλία.
Δεν είναι διαφορετική ούτε η περίπτωση των ηγετών των συνδικάτων, οι οποίοι έχουν κληθεί να υπερασπιστούν το σύστημα. Στον ένα ή στον άλλο βαθμό, οι εργαζόμενοι της Ευρώπης επέδειξαν τεράστια αποθέματα αγωνιστικότητας και δύναμης κατά την προηγούμενη περίοδο με διαδηλώσεις, απεργίες και γενικές απεργίες. Σε κανονικές περιόδους μια τέτοια τεράστια επίδειξη δύναμης ήταν συχνά αρκετή για να κάνει μια κυβέρνηση να υποχωρήσει. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει πια.
Η κατάσταση είναι τόσο οξυμένη σήμερα, ώστε 24ωρες γενικές απεργίες και διαδηλώσεις δεν μπορούν να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι Έλληνες εργαζόμενοι έχουν κάνει πάνω από τριάντα γενικές απεργίες κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, χωρίς να καταφέρουν να αναγκάσουν την κυβέρνηση να εγκαταλείψει ή έστω να τροποποιήσει την πολιτική των περικοπών. Στη δεδομένη κατάσταση, το μόνο σωστό σύνθημα θα είναι μια γενική απεργία διαρκείας για να ρίξουν την κυβέρνηση. Αλλά αυτό θα έθετε άμεσα το ζήτημα της εξουσίας, και αυτό είναι μια προοπτική που τρομοκρατεί τους ρεφορμιστές ηγέτες των συνδικάτων.
Χωρίς τη συνεργασία των ηγετών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο καπιταλισμός θα ήταν τελειωμένος. Στην πραγματικότητα, χρησιμοποιούν την τακτική των συνεχών 24ωρων απεργιών και διαδηλώσεων ως μια βαλβίδα εκτόνωσης, η οποία ξεθυμαίνει την οργή των εργαζομένων και την κατευθύνει σε ασφαλή μονοπάτια. Οι 24ωρες απεργίες δεν γίνονται με σκοπό να προετοιμαστεί πιο σοβαρή δράση και έτσι μετασχηματίζονται σε τελετουργικά χωρίς νόημα που η κυβέρνηση μπορεί να αγνοήσει με ασφάλεια.
Η απουσία μιας ηγεσίας αντάξιας του ονόματός της έχει δημιουργήσει ένα κλίμα σκεπτικισμού και κούρασης στους εργαζόμενους. Βλέπουν ότι δεν υπάρχει λόγος να θυσιάσουν το μεροκάματο για ενέργειες που δεν οδηγούν πουθενά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να χάσουν τη δουλειά τους εάν απεργήσουν. Όπως ήταν αναμενόμενο, η συμμετοχή έχει μειωθεί καθώς οι εργαζόμενοι αναπόφευκτα απογοητεύονται από αυτές τις δράσεις.
Μπλοκαρισμένοι στον συνδικαλιστικό τομέα από τις οργανώσεις και τις ηγεσίες τους, οι εργαζόμενοι στρέφονται τώρα στο πολιτικό μέτωπο για μια διέξοδο. Αυτή η διαδικασία δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά στην Ελλάδα έχει προχωρήσει περισσότερο. Σε όλη την Ευρώπη εμφανίζονται κόμματα εναντίον του κατεστημένου, ως έκφραση της αηδίας που νιώθουν οι μάζες για το ρόλο που των ηγετών των παραδοσιακών εργατικών οργανώσεων.
Κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το PODEMOS στην Ισπανία, το SNP (Εθνικιστικό Κόμμα Σκωτίας) στη Σκωτία, το κίνημα Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, είναι όλα με διαφορετικούς τρόπους μια αντανάκλαση της δυσαρέσκειας και του θυμού που κοχλάζει στην κοινωνία. Είναι σαν τον αφρό στην κορυφογραμμή ενός τεράστιου κύματος λαϊκής δυσαρέσκειας.
[/nextpage]
[nextpage title=”Μέρος 2ο” ]
Ο ΣΥΡΙΖΑ
Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιθανό να αναδειχθεί στην κυβέρνηση στις 25 Ιανουαρίου. Αυτό θέτει στην ευρωπαϊκή άρχουσα τάξη ένα δίλημμα. Στις διαδοχικές εκλογές του Απριλίου και του Μαΐου του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε οριακά την εξουσία, έχοντας ένα πρόγραμμα που ακύρωνε το ελληνικό χρέος. Εκείνη τη στιγμή, όλες οι δυνάμεις της παλαιάς Ευρώπης συνωμότησαν για να αποτρέψουν μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, κινητοποιώντας κάθε μέσο που είχαν στη διάθεσή τους για να φοβίσουν το λαό της Ελλάδας με την ιδέα ότι αποκηρύσσοντας το χρέος θα σήμαιναν την εκδίωξή τους από την ΕΕ, που θα οδηγούσε στο χάος.
Ο εκβιασμός λειτούργησε και ο Σαμαράς εκλέχτηκε νόμιμα. Αλλά οι μάζες μαθαίνουν από την εμπειρία τους. Σήμερα, οι Έλληνες έχουν περάσει τρία χρόνια από το σχολείο της λιτότητας της Τρόικας και της ΕΕ, τις συνέπειες της οποίας έχουμε ήδη επισημάνει. Η στροφή προς το ΣΥΡΙΖΑ έχει ως εκ τούτου πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις από πριν. Αυτό συμβαίνει παρά την δεξιά μετατόπιση των ηγετών του, οι οποίοι έχουν δώσει τον καλύτερο εαυτό τους για να αποδείξουν στην αστική τάξη ότι είναι μετριοπαθείς και λογικοί άνθρωποι. Από το 2012, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα έχει μετατοπιστεί από την ιδέα της πλήρους διαγραφής του χρέους προς μια «επαναδιαπραγμάτευση».
Αλλά οι άνθρωποι στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο δεν εντυπωσιάζονται πολύ με τα λόγια. Η ελληνική και ευρωπαϊκή άρχουσα τάξη προβάλλει τρομερές προειδοποιήσεις για την ολέθρια καταστροφή που θα επέλθει για τον ελληνικό λαό αν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Στις 15 Δεκεμβρίου ο κορυφαίος οικονομικός αξιωματούχος της ΕΕ, Πιέρ Μοσκοβισί, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, προειδοποίησε: «Η ιδέα να μη συνεχιστεί η αποπληρωμή του χρέους είναι κατά την άποψή μου αυτοκτονική, με κίνδυνο τη χρεοκοπία. Δεν μιλάω εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Μιλάω υπέρ της πραγματικότητας». Ο Economist προσθέτει και τη δική του φωνή στην ολέθρια χορωδία: «Οι επενδυτές φαίνεται να στοιχηματίζουν ότι οι λαοί της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας θα κοιτάξουν με ρίγος το χάος στην Αθήνα και θα παραμείνουν υπό τη λιτότητα που η Άνγκελα Μέρκελ έχει συνταγογραφήσει για αυτούς.» Και ούτω καθεξής.
Τo πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ περιέχει μια αναίρεση των περικοπών στους μισθούς και στις δημόσιες δαπάνες, τη ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων και κούρεμα του χρέους. Έχει επιτεθεί στους ολιγάρχες, τους «διαπλεκόμενους» ή τους «νταβατζήδες».
Ο Γιώργος Σταθάκης, o σκιώδης υπουργός Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωσε στους Financial Times ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έθετε τέλος στην πρακτική των κυβερνήσεων να μοιράζουν δωρεάν τηλεοπτικές άδειες σε πολιτικούς φίλους. Ένας σύνδεσμος της αμερικανικής πρεσβείας που αποκαλύφθηκε από τα WikiLeaks παραδέχεται ότι: «Τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα ανήκουν σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που έχουν κάνει ή κληρονομήσει περιουσίες και οι οποίοι συνδέονται με δεσμούς αίματος, γάμου ή μοιχείας με πολιτικούς ή κρατικούς αξιωματούχους ή/και άλλα μέσα ενημέρωσης και μεγιστάνες επιχειρήσεων».
Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για 1 δις ευρώ που θα μπορούσε να συλλεχθεί από την «λίστα Λαγκάρντ», στην οποία αναφέρονται λεπτομερώς 2.000 Έλληνες με ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς που έχουν επισημανθεί από την ηγέτιδα του ΔΝΤ, πράγμα το οποίο δεν έχει διερευνηθεί ποτέ από την ελληνική κυβέρνηση. Ένας αγώνας κατά της διαφθοράς και του νεποτισμού είναι αναμφίβολα απαραίτητος. Αλλά δεν μπορεί να πετύχει αν δεν συνδέεται με την απαλλοτρίωση των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, αρχίζοντας από τις τράπεζες.
Ο Τσίπρας θέλει να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη, αλλά ταυτόχρονα θέλει να σταματήσει τις περικοπές δαπανών, τις αυξήσεις φόρων και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται από την ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ παράλληλα θέλει ένα δεύτερο πακέτο διάσωσης. Αλλά οι δύο στόχοι είναι ασυμβίβαστοι. Αν η Μέρκελ δεν ήταν διατεθειμένη να βοηθήσει το Σαμαρά, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί θα πρέπει να βοηθήσει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η θεμελιώδης αντίφαση δεν μπορεί να διαρκέσει. Η στιγμή της αλήθειας πλησιάζει και οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να πάρουν μια απόφαση.
Τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Ο Αλέξης Τσίπρας, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ , έχει υποσχεθεί να σκίσει τα μνημόνια που σωστά έχουν περιγραφεί ως βάρβαρες απαιτήσεις της ΕΕ και του ΔΝΤ. Ακριβώς αυτή η στάση τον έκανε δημοφιλή και αποτελεί εγγύηση για την νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Οι υποσχέσεις όμως, είναι όπως οι τραπεζικές επιταγές. Αργά ή γρήγορα πρέπει να βρουν αντίκρισμα σε πραγματικό χρήμα. Η εργατική τάξη και ο ελληνικός λαός περιμένουν αυτές οι υποσχέσεις να γίνουν πραγματικότητα.
Ένας από τους βασικούς νόμους της μηχανικής λέει ότι κάθε δράση έχει μία ίση και αντίθετη αντίδραση. Η νέα κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει μία πίεση χωρίς προηγούμενο από την Τρόικα, για να μην υποχωρήσει στην πίεση των μαζών αλλά να συνεχίσει το πρόγραμμα περικοπών και λιτότητας. Ο Τσίπρας μπορεί να ελπίζει ότι οι πιστωτές της Ελλάδας μπλοφάρουν και πως ό,τι και αν λένε δημοσίως, η ΕΕ και το ΔΝΤ δεν θα μπορούσαν να αντέξουν μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας.
Αληθεύει ότι μια καταστροφική χρεοκοπία ακολουθούμενη από την αναπόφευκτη έξοδο της Ελλάδας από τη Ευρωζώνη (και πιθανά και από την ΕΕ), θα αποτελούσε έναν σοβαρό κίνδυνο. Η κρίση θα εξαπλωνόταν γρήγορα στην περιφέρεια της Ευρωζώνης και το μέλλον του κοινού νομίσματος θα έμπαινε σε κίνδυνο. Θα μπορούσε η Άνγκελα Μέρκελ να πάρει το ρίσκο μιας εξόδου της Ελλάδας η οποία θα αποτελούσε την αρχή μιας αλυσιδωτής αντίδρασης, που πιθανόν θα οδηγούσε στη διάσπαση της ευρωζώνης;
Είναι ξεκάθαρο ότι κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε την πρώτη επιλογή της Μέρκελ. Η Γερμανίδα Καγκελάριος όμως, πρέπει να λάβει υπόψη της και άλλους παράγοντες, όπως το αυξανόμενο αντιευρωπαϊκό αίσθημα στη Γερμανία, καθώς και την αυξανόμενη εχθρότητα απέναντι στην ιδέα παροχής περισσότερων πακέτων διάσωσης. Θα ήταν ανόητο να στοιχηματίσει κανείς ότι η συμπεριφορά της απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι πιο φιλάνθρωπη συγκριτικά με αυτή που επέδειξε απέναντι στην κυβέρνηση Σαμαρά. Μάλλον το αντίθετο πρόκειται να συμβεί.
Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι μία νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγήσει σε άμεση σύγκρουση με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Οι στρατηγοί του κεφαλαίου είναι επιδέξιοι άνθρωποι και έχουν μακρά εμπειρία στο να δαμάζουν ανυπάκουες αριστερές κυβερνήσεις. Επιπρόσθετα, ορισμένοι οικονομολόγοι, ισχυρίζονται ήδη ότι η Γερμανία απαιτούσε να γίνουν πολλά σε μικρό χρονικό διάστημα από τις πιο αδύναμες περιφερειακές οικονομίες της Ευρώπης. Γι’ αυτό το λόγο μπορεί να υπάρξει κάποιος χώρος για μανούβρες αλλά αυτός είναι εξαιρετικά περιορισμένος.
Οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα επιθυμούσαν τίποτα καλύτερο από το να επιτύχουν μία συμφωνία με την Μέρκελ – εάν κάτι τέτοιο ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Ο Τσίπρας δεν αγκομαχεί τόσο καιρό να παρουσιάσει μια πιο μετριοπαθή και λογική εικόνα για το τίποτα. Για κάποιο χρονικό διάστημα (είναι αδύνατο να προσδιοριστεί το πόσο), η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ελπίζει σε μια περίοδο χάριτος από τις μάζες. Οι ηγέτες θα υποστηρίξουν ότι χρειάζονται χρόνο «για να ξεκαθαρίσουν το χαμό που τους άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση». Αυτό το επιχείρημα θα πείσει πολύ κόσμο που επιθυμεί αγωνιωδώς να εμπιστευτεί την καινούρια κυβέρνηση και που είναι πρόθυμος να περιμένει – μόνο για λίγο – έτσι ώστε να πραγματωθούν οι ελπίδες του.
Έστω ότι η Μέρκελ κάνει κάποιες παραχωρήσεις. Αυτές χωρίς αμφιβολία θα αφορούν δευτερεύοντα θέματα, θα είναι για το θεαθήναι, με μοναδικό στόχο την παραπλάνηση των μαζών. Έτσι με την επιστροφή του στην Αθήνα ο Τσίπρας θα πει: «Κοιτάξτε, διαπραγματευτήκαμε με τους Γερμανούς και αυτοί μας δώσανε αυτό κι εκείνο». Πολλοί θα αναστενάξουν με ανακούφιση, γιατί θα είναι τρομακτικό να αναλογιστούν την εναλλακτική επιλογή. Πάνω σε αυτή τη βάση η κυβέρνηση θα μπορέσει να κερδίσει λίγο χρόνο – αλλά για πόσο καιρό;
Θα ήταν εξαιρετικά αφελές να φανταστεί κανείς ότι οι ηγέτες της ΕΕ θα επιτρέψουν ποτέ να παραμεριστούν οι δεσμεύσεις για την δημοσιονομική λιτότητα (δηλαδή για περικοπές) και για «μεταρρύθμιση» (δηλαδή για αντιμεταρρύθμιση). Υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις ότι για το υπόλοιπο της ΕΕ έχουν εξαντληθεί τα όρια υπομονής προς την Ελλάδα. Οι διαπραγματεύσεις της τρόικας με την Αθήνα χαρακτηρίζονται από παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης. Το αίσθημα βέβαια είναι αμοιβαίο. Αυτή η κατάσταση θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε ανοιχτή σύγκρουση. Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι κάτι τέτοιο μπορεί να αποφευχθεί με ήπιες συνομιλίες, χαμόγελα και διπλωματικούς ελιγμούς.
Στο τέλος οι «Μέρκελ και Σία» θα βάλουν το πιστόλι πάνω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και θα πουν: «Τώρα διαλέξτε!» Εάν ο Τσίπρας δεν πράξει αναλόγως τότε θα κόψουν τον όποιο χρόνο ζωής που έχει απομείνει και συντηρεί την ελληνική οικονομία και η Ελλάδα θα βρεθεί εκτός Ευρωζώνης. Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι θα ήταν θετικό για την Ελλάδα να βγει από το Ευρώ. Η υποτίμηση ως συνέπεια της επιστροφής στη δραχμή, θα αποκαθιστούσε την ανταγωνιστικότητα. Αυτή εξάλλου είναι και η θέση του Λαφαζάνη και της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και άλλων τμημάτων της ελληνικής Αριστεράς. Η άποψη αυτή συνιστά όμως μια σοβαρή αυταπάτη.
Η επιστροφή στη δραχμή θα είχε ως επακόλουθο την ακραία πτώση της αξίας του νομίσματος, το οποίο κανένας δεν θα ήθελε να διατηρεί στην κατοχή του. Η κατάρρευση της δραχμής θα προκαλούσε χάος το οποίο θα είχε ως συνέπεια αβάσταχτο πόνο για τον ελληνικό λαό. Θα οδηγούσε σε πτώση του βιοτικού του επιπέδου, πολύ σοβαρότερη από αυτή που έχει βιώσει μέχρι στιγμής. Αυτό το οποίο αποκαλείται «άτακτη χρεοκοπία» θα κατέληγε στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος της χώρας, απειλώντας την πρόσβασή των ελληνικών τραπεζών στη διεθνή πίστωση. Η κατάσταση θα ήταν όμοια αυτής που βύθισε της γερμανική οικονομία το 1923.
Σε καπιταλιστική βάση, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην καταστροφή. Για την Ελλάδα δεν υφίσταται μέλλον, εντός ή εκτός Ευρώ, εάν δεν υπάρξει πλήρης ρήξη με τον καπιταλισμό. Η έξοδος από το ευρώ θα σήμαινε για την Ελλάδα θάνατο δια απαγχονισμού, η παραμονή όμως θα έμοιαζε με θάνατο από χίλιες μαχαιριές.
Κρίση
Ένας ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος παίρνει την εξουσία αλλά δεν τηρεί τις υποσχέσεις του και δεν προχωρά σε ουσιαστικές αλλαγές στο ζήτημα του ελληνικού χρέους, θα οδηγηθεί σε κρίση. Ένας ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος απαιτεί ουσιαστική αναδόμηση του χρέους, κινδυνεύει να βρεθεί εκτός Ευρωζώνης αθετώντας άλλη μια υπόσχεσή του. Ακριβώς αυτή η αντίφαση είναι που εκθέτει την ουτοπική-ρεφορμιστική φύση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ.
«… ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ βρεθεί στην εξουσία, είναι πιθανό ότι με το που αντικρίσει την άβυσσο της χρεοκοπίας, το κόμμα θα κάνει τα αιτήματά του πιο μετριοπαθή. Τίποτα δεν σοβαρεύει το μυαλό καλύτερα από τα άδεια κρατικά ταμεία.» (Financial Times 30 Δεκεμβρίου, Voters are the Eurozone’s weakest link.)
Στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel έχει αναφερθεί ότι η Καγκελάριος Μέρκελ προετοιμάζει την έξοδο της Ελλάδας εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλθει στην εξουσία και προβεί σε “μη αποδεκτά” για αυτήν αιτήματα:
«Το υπουργείο οικονομικών ανέφερε ότι δεν πρόκειται να σχολιάσει εικασίες. Αναφερόταν σε μία δήλωση του κυρίου Σόιμπλε η οποία δημοσιεύτηκε αμέσως μετά την προκήρυξη των ελληνικών εκλογών, στην οποία ανέφερε ότι δεν υφίσταται εναλλακτικός δρόμος για τις ελληνικές προσπάθειες για ανάκαμψη της οικονομίας, οι οποίες είναι καρποφόρες. Εάν η Ελλάδα επιλέξει διαφορετικό δρόμο τότε τα πράγματα θα γίνουν δύσκολα, πρόσθεσε ο κύριος Σόιμπλε, λέγοντας ότι οι εκλογές δεν έχουν αλλάξει το γεγονός ότι η Αθήνα θα πρέπει να τηρήσει τις υποσχέσεις της.» (Financial Times, 4 Ιανουαρίου).
Είναι αληθές το γεγονός ότι ένα τμήμα των αστών έχουν συνειδητοποιήσει ότι το σκληρό φάρμακο που υποδείχθηκε από το Βερολίνο ήταν αναποτελεσματικό . Οι περισσότεροι από αυτούς τους σχολιαστές όμως προέρχονται από χώρες οι οποίες δεν είναι εκείνες που πρέπει να πληρώσουν τον λογαριασμό. Όταν ο Μάριο Ντράγκι έδωσε την περίφημη υπόσχεση ότι η ΕΕ θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της προκειμένου να υπερασπιστεί το Ευρώ, γνώριζε πολύ καλά ότι για να τηρήσει τη υπόσχεσή του δεν θα έπρεπε ο ίδιος να βάλει το χέρι στην τσέπη του. Ως ένας καλός Ιταλός πατριώτης, είχε στο νου του φυσικά τους Γερμανούς. Οι τελευταίοι όμως έχουν τη δικές τους ιδέες για το πώς θα υπερασπιστούν το Ευρώ.
Η γερμανική αστική τάξη ποτέ της δεν αρεσκόταν ιδιαίτερα να δίνει λεφτά στους φτωχούς της γείτονες. Με τη γερμανική οικονομία να βρίσκεται σε κρίση, ο ενθουσιασμός της για τις ιδέες του Ντράγκι, ο οποίος δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ένθερμος, έχει σβήσει τελείως. Οι πολιτικές και οικονομικές αναγκαιότητες αλληλοκαθορίζονται. Με το φόβο της εξαφάνισης της από την πολιτική σκηνή, η φράου Μέρκελ, πρέπει να δείξει πυγμή απέναντι στους Έλληνες, γιατί διαφορετικά θα συνεχίσει να χάνει έδαφος από την ανερχόμενη αντι-ευρωπαϊκή δεξιά Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD). Εάν έχει να επιλέξει ανάμεσα στην επανεκλογή της και στο να διατηρήσει μια Ελλάδα με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εντός της ΕΕ, δεν είναι δύσκολο να προβλεφθεί η επιλογή της.
Ακόμα και αν οι όροι χαλάρωσης του ελληνικού χρέους γίνονταν δεκτοί από την τρόικα, δεν θα γίνουν αποδεκτοί λόγω του προηγουμένου που θα δημιουργήσουν. Η Ελλάδα αντιπροσωπεύει μόνο το 2% της ευρωπαϊκής οικονομίας. Αλλά με τους λαούς της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας να βρίσκονται σε ανάλογη θέση, τα αφεντικά της ΕΕ δεν μπορούν να ανεχθούν να δημιουργηθεί ένα τέτοιο προηγούμενο.
«Υπάρχουν επιπλέον και εξωτερικοί λόγοι να είναι η Γερμανία προσεκτική με τον χώρο που θα παραχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Μια διαγραφή χρέους της Ελλάδας μπορεί να είναι εφικτή – αλλά θα άνοιγε ξεκάθαρα το δρόμο για ανάλογες απαιτήσεις από την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, ακόμα και από τη Γαλλία. Είναι πολύ εύκολο να δει κανείς πώς μπορεί να εκτροχιαστεί η Ευρωζώνη». (Financial Times, 30 Δεκεμβρίου)
Γιατί οι αστοί μισούν τον Τσίπρα;
Οι αστοί φοβούνται τον Τσίπρα, τον οποίο αποκαλούν κομμουνιστή και επικίνδυνο ριζοσπάστη. Μάταια προσπαθεί να τους πείσει ότι δεν είναι τίποτα από τα δύο. Αυτό που η αστική τάξη φοβάται περισσότερο είναι οι ταξικές δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από τον Τσίπρα. Μία νίκη της Αριστεράς θα προκαλέσει αναμφίβολα αισθήματα ελπίδας σε εκατομμύρια ανθρώπους και όχι μόνο στην Ελλάδα. Η προοπτική μιας ήττας των υπερασπιστών της λιτότητας και των περικοπών γεμίζει τους εργαζόμενους σε όλη την Ευρώπη με ελπίδα. Μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην Ισπανία, όπου η άνοδος του Ποδέμος απειλεί την όλο και πιο αδύναμη και αντιλαϊκή κυβέρνηση του προέδρου Ραχόι. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο Ραχόι όσο και ο γενικός γραμματέας του Ποδέμος, Πάμπλο Ινγκλέσιας, παρεμβαίνουν άμεσα στις ελληνικές εκλογές.
Στην ίδια την Ελλάδα, η πτώση της μισητής κυβέρνησης Σαμαρά θα έχει μία ανάλογη επίδραση με την πτώση της μοναρχίας στην Ισπανία το 1931 ή την εκλογική νίκη του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου το 1936. Κεντρισμένοι από μία εκλογική νίκη, οι εργαζόμενοι θα περάσουν στην αντεπίθεση. Θα αγωνιστούν για να ανακτήσουν όλα όσα έχασαν τα σκοτεινά χρόνια της λιτότητας. Θα ασκήσουν πίεση στην Αριστερή κυβέρνηση να εφαρμόσει το πρόγραμμα της.
Το δίλημμα που μπαίνει σε μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ απλό: Θα συνεχίσει να ανέχεται να καθορίζεται το πεπρωμένο του ελληνικού λαού από μια χούφτα γραφειοκράτες και τραπεζίτες στις Βρυξέλλες και μια ντουζίνα πλούσιους Έλληνες εφοπλιστές και μεγιστάνες; Ή θα δράσει αποφασιστικά για να βάλει τέλος στη δικτατορία των τραπεζιτών και των καπιταλιστών και θα παλέψει για τα συμφέροντα των εκατομμυρίων που την εξέλεξαν.
Τα τελευταία χρόνια, μέσα από μία σκληρή εμπειρία ο λαός της Ελλάδας έχει μάθει να δυσπιστεί απέναντι στους πολιτικούς και τις υποσχέσεις τους. Αυτός ο σκεπτικισμός είναι βάσιμος. Θα βλέπουν την νέα κυβέρνηση με ένα μείγμα ελπίδας και άγχους. Θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ όσα έχει υποσχεθεί; Η θα συμπεριφερθεί όπως το ΠΑΣΟΚ; Αυτό είναι το κύριο ερώτημα.
Πολλοί στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, δικαίως έχουν αγανακτήσει από τις επιλογές υποψηφίων βουλευτών που περιλαμβάνουν πρώην βουλευτές του ΠΑΣΚΟΚ και ακόμη και του δεξιού ΑΝΕΛ. Βλέπουν αυτές τις επιλογές σαν μία περαιτέρω απόδειξη της δεξιάς στροφής της ηγεσίας.
Ο Τρότσκι είχε γράψει κάποτε ότι υπό ορισμένες συνθήκες οι ρεφορμιστές ηγέτες μπορεί να σπρωχτούν να πάνε πιο μακριά από ότι οι ίδιοι θα ήθελαν. Κάθε προσπάθεια να σαμποταριστεί η κυβέρνηση με φυγή κεφαλαίων (που ήδη έχει αρχίσει) πρέπει να απαντηθεί με απαλλοτριώσεις. Για να αντιπαλέψει τη δύναμη των τραπεζιτών και των καπιταλιστών ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να βασίζεται στις τυπικές εξουσίες του κοινοβουλίου, που θα αποδειχθούν γρήγορα ένα «αδειανό πουκάμισο», αλλά μόνο στη δύναμη της εργατικής τάξης. Μόνο έτσι μπορεί να δοθεί ένα πραγματικό παράδειγμα στους εργάτες της Ιταλίας , της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της υπόλοιπης Ευρώπης να βάλουν ένα τέλος στον καπιταλιστικό εφιάλτη.
Ο μόνος τρόπος για να αναιρεθούν οι περικοπές στους μισθούς και τις δημόσιες δαπάνες και για να βρουν οι άνεργοι δουλειά, είναι να αδράξουν την πραγματική οικονομική εξουσία. Αυτό μπορεί να γίνει με την μετωπική σύγκρουση με τους «νταβατζήδες» και τους ολιγάρχες όχι απλά με την φορολόγηση τους αλλά και με την απαλλοτρίωση τους μαζί με τα μεγάλα μονοπώλια και τις επιχειρήσεις της ελληνικής οικονομίας. Ο μόνος τρόπος να αντισταθεί στις πιέσεις της τρόικας και να σταματήσει η εκροή κεφαλαίων θα ήταν να απαλλοτριώσει τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις υπό τον έλεγχο και τη δημοκρατική διοίκηση των εργαζομένων, να κάνει έκκληση προς τους εργάτες να καταλάβουν τα εργοστάσια και να βγουν στους δρόμους να υποστηρίξουν την κυβέρνηση και να αφοπλίσουν την αντίδραση.
Ένα τέτοιο τολμηρό μέτρο θα προκαλέσει μαζική υποστήριξη, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παντού οι μάζες είναι εχθρικές απέναντι στις κυβερνήσεις τους. Ψάχνουν για ένα τολμηρό παράδειγμα που ποτέ δεν έρχεται. Μια πραγματική σοσιαλιστική κυβέρνηση στην Ελλάδα θα αποτελέσει μια πηγή έμπνευσης για εκατομμύρια ανθρώπους που απελπίζονται από την παρούσα κατάσταση. Θα έχει πολύ μεγαλύτερη απήχηση από ό,τι ακόμη και η Ρωσική Επανάσταση του 1917.
Αλλά, φυσικά, αυτό δεν είναι το μόνο σενάριο. Αν μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υποταχθεί στην πίεση των τραπεζιτών και των καπιταλιστών και απογοητεύσει το λαό, η πλάστιγγα θα ταλαντευτεί εξίσου απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η κυβέρνηση θα βρεθεί ανάμεσα σε 2 μυλόπετρες. Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση θα μπει σε βαθιά κρίση και η εκλογική της υποστήριξη θα εξανεμιστεί. Σε αυτές τις συνθήκες θα υπάρξει μια έντονη πόλωση τόσο προς τα δεξιά όσο και προς τα αριστερά, που πιθανά να πάρει τη μορφή μίας αυξημένης υποστήριξης στο ΚΚΕ στην Αριστερά και μία ισχυρή ώθηση στη δεξιά που συμπεριλαμβάνει και την ενίσχυση της Χρυσής Αυγής (που πιθανότατα να εμφανίζεται με ένα άλλο όνομα).
«Οι ψηφοφόροι είναι ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης»
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκπληρώσει τις ελπίδες που οι άνθρωποι έχουν επενδύσει σε αυτόν, δεν θα διαρκέσει στην εξουσία πολύ καιρό. Ποια θα είναι τότε η προοπτική; Οι επόμενες εκλογές θα φέρουν στην εξουσία μία ακόμη πιο δεξιά κυβέρνηση, ενδεχομένως με τη συμμετοχή της Χρυσής Αυγής. Όμως αυτή θα ήταν επίσης ανίκανη να λύσει οποιοδήποτε από τα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού. Θα ανοίξει μία νέα περίοδος πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας με ένα ακόμη μεγαλύτερο κύμα απεργιών, γενικών απεργιών ακόμη και εξεγέρσεων.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι μια πολυτέλεια που μπορεί να ανθίσει μόνο όταν η αστική τάξη διαθέτει επαρκείς πόρους για να κρατήσει τις μάζες υπό έλεγχο μέσω παραχωρήσεων και μεταρρυθμίσεων. Αλλά η βαθιά κρίση του οικονομικού συστήματος καθημερινά υπονομεύει την υλική βάση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ένα-ένα τα κόμματα που την στηρίζουν συντρίβονται: το ΠΑΣΟΚ έχει καταρρεύσει και η Νέα Δημοκρατία ετοιμάζεται να ακολουθήσει.
Στο «Κράτος και Επανάσταση», ο Λένιν έγραφε:
«Στην καπιταλιστική κοινωνία, με την προϋπόθεση ότι αναπτύσσεται όσο το δυνατό πιο ευνοϊκά, έχουμε στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα μια λίγο-πολύ πλήρη δημοκρατία. Η δημοκρατία αυτή όμως συμπιέζεται πάντοτε από τα στενά πλαίσια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και έτσι παραμένει πάντα στην ουσία δημοκρατία για τη μειοψηφία, μόνο για τις εύπορες τάξεις, μόνο για τους πλούσιους. Η ελευθερία της καπιταλιστικής κοινωνίας μένει πάντα στα περίπου ίδια, όπως ήταν η ελευθερία στις αρχαίες ελληνικές δημοκρατίες: ελευθερία για τους δουλοκτήτες. Οι σημερινοί μισθωτοί δούλοι, εξαιτίας τα όρων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, πιέζονται τόσο πολύ από την ανέχεια και την εξαθλίωση, που «δεν ενδιαφέρονται για τη δημοκρατία», «δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική» και μέσα στις συνθήκες της συνηθισμένης ειρηνικής ροής των γεγονότων η πλειονότητα του πληθυσμού παραμερίζεται από τη συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή(…)»
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η μακρά περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης που συνδυάστηκε από την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της εργατικής τάξης σήμαινε ότι η ιδέα της δημοκρατίας έχει βυθιστεί τόσο βαθιά στη συνείδηση των μαζών ώστε να αποκτήσει το χαρακτήρα μιας προκατάληψης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Ωστόσο, σήμερα δεν ζούμε πλέον σε μία “συνήθη, ειρηνική” εποχή, πολύ λιγότερο στην Ελλάδα.
Το πρόβλημα για την ευρωπαϊκή αστική τάξη είναι ότι ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων δεν τους επιτρέπει να κινηθούν άμεσα προς την κατεύθυνση της αντίδρασης όπως το έκαναν πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και όπως η ελληνική αστική το έκανε το 1967. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής ήταν χωρίς αμφιβολία μια προειδοποίηση. Αλλά η αστική τάξη υποχρεώθηκε να πάρει μέτρα για να χαλιναγωγήσει τα λυσσασμένα της σκυλιά υπό το φόβο ότι οι βίαιες προκλήσεις τους θα πυροδοτήσουν μια ανάλογη αντίδραση από την ελληνική εργατική τάξη, η οποία δεν έχει ξεχάσει την χούντα.
Η ελληνική αστική δεν μπορεί να εξαλείψει τη δημοκρατία χωρίς αγώνα, ο οποίος θα μπορούσε να καταλήξει σε ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο. Δεν θέλουν να πάνε προς αυτή την κατεύθυνση, όχι επειδή είναι συναισθηματικοί ειρηνιστές, αλλά επειδή δεν είναι σίγουροι ότι μπορούν να εξασφαλίσουν τη νίκη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υποχρεώθηκαν να πάρουν κάποια μέτρα κατά της Χρυσής Αυγής. Τώρα οι κυριότεροι ηγέτες της Χρυσής Αυγής παρακολουθούν την προεκλογική περίοδο πίσω από τα κάγκελα. Όμως, κατά την επόμενη περίοδο αυτό μπορεί να αλλάξει.
Ας θυμηθούμε ότι η δημοκρατία έχει ήδη ανασταλεί μια φορά στην Ελλάδα από την αρχή της κρίσης. Μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Παπανδρέου του ΠΑΣΟΚ, τον Νοέμβριο του 2011, η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν εκ των πραγμάτων σε αναστολή για έξι μήνες. Μια «τεχνοκρατική» κυβέρνηση, ένα περίεργο μείγμα ιμπεριαλιστικής διακυβέρνησης της ΕΕ συνδυασμένη με έναν ήπιας μορφής βοναπαρτισμό εγκαθιδρύθηκε από την Τρόικα με την μορφή της κυβέρνησης Παπαδήμου, με στόχο την επιβολή της λιτότητας που επέβαλε το πακέτο διάσωσης της Ελλάδας.
Ωστόσο, δεν είναι δυνατό η ελληνική άρχουσα τάξη να εγκαταστήσει ένα ανοιχτά βοναπαρτιστικό ή φασιστικό καθεστώς βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Όμως αν η εργατική τάξη δεν πάρει την εξουσία, αργά ή γρήγορα, η αστική τάξη θα καταλήξει. «Η κατάσταση είναι ανυπόφορη: πάρα πολλές απεργίες, πάρα πολλές διαδηλώσεις, πάρα πολύ χάος. Χρειαζόμαστε Τάξη. Απαιτούμε Τάξη».
Τελικά, το δίλημμα που τίθεται για την Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη και τον κόσμο είναι: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Έφτασε η ώρα της επιλογής.
Μετάφραση: Ηλίας Κυρούσης, Γερασιμίνα Τσιντή, Μαριάννα Σπηλιωτάκη
[/nextpage]