Α’ – ΓΕΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Η ανταλλαγή των εμπορευμάτων γέννησε το χρήμα, το χρήμα με τη σειρά του γεννάει το κεφάλαιο.
Αναλύοντας τη μορφή της ανταλλαγής των εμπορευμάτων διά μέσου του χρήματος, είδαμε ότι η κίνηση μπορούσε να εκφραστεί με τον τύπο: Ε—Χ—Ε, δηλ. ότι ένα εμπόρευμα ανταλλάχτηκε πρώτα με χρήμα, το όποιο με τη σειρά του ανταλλάχτηκε με ένα άλλο εμπόρευμα. Ο κάτοχος υφάσματος θέλει να αγοράσει μια Βίβλο – πουλάει πρώτα το ύφασμα για ένα ποσό χρημάτων και έπειτα ανταλλάσσει αυτό το χρήμα με μια Βίβλο. Η μορφή της κίνησης του κεφαλαίου είναι διαφορετική με το χρήμα ο κεφαλαιοκράτης αγοράζει εμπορεύματα κι ύστερα τα ξαναπουλάει για να πάρει πάλι χρήμα. Η κίνηση μπορεί λοιπόν να εκφραστεί με τον τύπο Χ—Ε—Χ.
Στον τομέα της ανταλλαγής, ο σκοπός της πράξης ήταν να δώσει ένα εμπόρευμα για να αποχτήσει, με τη μεσολάβηση του χρήματος, ένα άλλο. Στην κίνηση του κεφαλαίου ο σκοπός είναι να δώσει χρήμα για να πετύχει περισσότερο χρήμα.
Στην ανταλλαγή, η πράξη είναι ικανοποιητική, αν τα εμπορεύματα που ανταλλάσσονται είναι της ίδιας αξίας. Στην κίνηση του κεφαλαίου, αν η ποσότητα του χρήματος που αποκτάται στο τέλος της πράξης είναι η ίδια που δόθηκε στην αρχή, η πράξη είναι ανώφελη και δεν έχει νόημα.
Στην ανταλλαγή ο κάτοχος υφάσματος θέλει μια αξία χρήσης, μια Βίβλο όταν την πετύχει, είναι ικανοποιημένος κι η επιχείρηση έχει τελειώσει. Το χρήμα ήλθε για μια στιγμή στα χέρια του, όταν πούλησε το ύφασμα άλλα αργότερα απαλλάχτηκε από αητό για να αγοράσει τη Βίβλο δεν είναι λοιπόν παρά ένα μέσο κι όχι ένας σκοπός. Ο σκοπός είναι να αποκτήσει μια ορισμένη αξία χρήσης.
Αντίθετα, στην κίνηση του κεφαλαίου ο σκοπός είναι η απόκτηση χρήματος, δηλ. όχι μια ειδική αξία χρήσης, αλλά η ενσάρκωση της αξίας. Σκοπός δεν είναι η αξία χρήσης, αλλά η αξία. Ο κεφαλαιοκράτης δεν ενδιαφέρεται προσωπικά για την αξία χρήσης των εμπορευμάτων που παράγει, άλλα για τη μεταμόρφωση τους σε χρήμα, δηλ. για την αξία τους. Με άλλα λόγια, για τον καπιταλιστή η ποσότητα χρήματος που αποκτάει στο τέλος της επιχείρησης πρέπει να είναι μεγαλύτερη απ’ την αξία που έχει πληρώσει. Το Ε πρέπει να γίνει «Ε+ε». Αυτή η ποσότητα χρήματος που προστίθεται είναι που δίνει νόημα στην κίνηση του κεφαλαίου και που αποτελεί την υπεραξία.
Ένας κεφαλαιοκράτης αγοράζει 100 φρ. μπαμπάκι και το ξαναπουλάει 110 φρ: η υπεραξία που πέτυχε είναι 10 φρ. Αν η επιχείρηση σταματήσει μετά απ’ αυτή την πώληση, τα 110 φρ. δεν μπορούν να δώσουν υπεραξία. Για να πετύχει νέα υπεραξία, πρέπει να ξαναρίξει τα χρήματα στην κυκλοφορία. Έτσι, το κεφάλαιο δεν μπορεί να σταματήσει την κίνηση του για το φόβο του να μην ξαναλειτουργήσει σαν κεφάλαιο.
«Η κυκλοφορία του χρήματος σαν κεφάλαιο αποτελεί έναν καθαυτό σκοπό, κι η αξιοποίηση της αξίας δεν γίνεται παρά με αυτή την αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη κίνηση. Η κίνηση του κεφαλαίου είναι λοιπόν απεριόριστη, κι έχοντας συνείδηση της κίνησης ο κάτοχος χρήματος γίνεται κεφαλαιοκράτης»1.
Όταν διατυπώνουμε τον τύπο Χ—Ε—Χ το μυαλό μας πάει αμέσως στο εμπορικό κεφάλαιο. Πράγματι, ο έμπορος αγοράζει εμπορεύματα για να τα ξαναπουλήσει με κέρδος. Όμως ο τύπος ταιριάζει και στο βιομηχανικό κεφάλαιο. Όποιες κι αν είναι οι μεταβολές που γίνονται στη διάρκεια της διαδικασίας της παραγωγής, ο βιομήχανος αγοράζει καταρχήν διάφορα εμπορεύματα με χρήμα, κι ύστερα ξαναπουλάει τα εμπορεύματα για να αποκτήσει περισσότερα χρήματα ο τύπος είναι πάντα ο ίδιος. Τέλος, στο τοκοφόρο κεφάλαιο βλέπουμε χρήμα που ανταλλάσσεται με περισσότερο χρήμα. Ο τύπος εδώ είναι Χ—Χ. Είναι κατά κάποιο τρόπο ο συγκομμένος τύπος του Χ—Ε—Χ, άλλο ο σκοπός παραμένει ο ίδιος: να πετύχει με το χρήμα μια επιπλέον ποσότητα χρήματος, μια υπεραξία.
Β’ – Η ΥΠΕΡΑΞΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΕΛΘΕΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ
Από πού λοιπόν προέρχεται αυτή η υπεραξία; Αρκετοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η ανταλλαγή είναι μια πράξη που κυριαρχούν οι δύο αντισυμβαλλόμενοι: ο ένας πουλάει κρασί που δεν χρειάζεται ή που μπορεί να στερηθεί κι αγοράζει στάρι που του χρειάζεται, ο άλλος είναι ευτυχής να παίρνει κρασί και να παραχωρεί στάρι που του περισσεύει. Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος στηρίζεται στη σύγχυση ανάμεσα σε αξία χρήσης κι ανταλλακτική αξία. Από άποψη αξίας χρήσης οι αντισυμβαλλόμενοι μπορεί να πιστεύουν ότι κάτι κέρδισαν με τη συναλλαγή, αλλά, αν υποθέσουμε ότι η ανταλλαγή έγινε ανάμεσα σε ίσες αξίες, ότι οι ποσότητες του κρασιού και του σιταριού που ανταλλάχτηκαν άξιζαν 50 φρ. η καθεμιά, η αγορά, παρόλο που ικανοποιεί τον αγοραστή και τον πωλητή, δεν προκάλεσε καμιά αύξηση πλούτου.
Οι τάσεις να παρουσιάσουμε την κυκλοφορία των εμπορευμάτων σαν πηγή υπεραξίας υποκρύπτουν συνήθως μια παρανόηση, μια σύγχυση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία Α.
Αν υποθέσουμε τώρα ότι ο πωλητής μπορεί γι’ άγνωστους λόγους να πουλήσει 110 φρ. αυτό που αξίζει 100 φρ, θα έχει πετύχει μια υπεραξία 10 φρ. Όμως, όταν θα γίνει από πωλητής αγοραστής, όταν π.χ. θα ανανεώσει το στοκ των εμπορευμάτων του, θα ξαναχάσει αυτό που κέρδισε στην πρώτη επιχείρηση, αν ο πωλητής που έχει μπροστά του έχει το ίδιο προνόμιο να πουλάει 10% πάνω απ’ την αξία.
Απ’ όποια πλευρά κι αν εξετάσει κανείς το θέμα είναι εύκολο να καταλάβει ότι η ανταλλαγή δεν μπορεί να γεννήσει υπεραξία. Για να μπορούσαν οι πωλητές να πουλάνε πάντα πάνω απ’ την αξία, θα έπρεπε να φανταστούμε μια τάξη που δεν θα την αποτελούσαν παρά αγοραστές κι απέναντι της μια τάξη που δεν θα περιλάμβανε παρά πωλητές. Όμως, λέει ο Μαρξ, το χρήμα, με το οποίου θα αγόραζε η τάξη των αγοραστών θα έπρεπε από κάπου να προέρχεται, θα έπρεπε λοιπόν να υποθέσουμε ότι οι πωλητές δίνουν στους αγοραστές το χρήμα, με το οποίο εκείνοι αγοράζουν τα προϊόντα. Έτσι όμως, θα χάνανε το κέρδος που μπορούσαν να πετύχουν απ’ την πώληση.
Τελικά, αν εξετάσει κανείς την κοινωνία στο σύνολο της, είναι φανερό ότι οι απώλειες των αγοραστών και των πωλητών θα εξισώνονταν και κατά συνέπεια, ακόμη κι αν τα εμπορεύματα δεν ανταλλάσσονται στην αξία τους θα μπορεί αυτό να μεταβάλει την κατανομή της αξίας αλλά όχι το σύνολο της.
«Ό,τι κι αν κάνει κανείς, τα πράγματα παραμένουν τα ίδια. Αν κανείς δεν ανταλλάσσει παρά ίσες αξίες δεν δημιουργείται υπεραξία αν κανείς ανταλλάσσει άνισες αξίες δεν δημιουργείται πολλώ δε μάλλον υπεραξία. Η κυκλοφορία ή η ανταλλαγή των εμπορευμάτων δεν παράγουν υπεραξία»1.
Αυτή η επιχειρηματολογία είναι η απαραίτητη προετοιμασία γι’ αυτή τη θεμελιώδη αντίληψη του μαρξισμού, ότι δηλ. μόνο η παραγωγική εργασία δημιουργεί πλούτο, θα ανακαλύψουμε το σχηματισμό της υπεραξίας στην περιοχή της παραγωγής και μόνον εκεί. Στη συνέχεια θα δούμε πώς, ξεκινώντας απ’ αυτήν την περιοχή, η υπεραξία κατανέμεται σ’ άλλους κοινωνικούς τομείς.
Εφόσον δεν θα μπορούσαμε να βρούμε την πηγή της υπεραξίας στην περιοχή της κυκλοφορίας, πρέπει να αφήσουμε προς τον παρόν στην άκρη τη μελέτη του εμπορικού και του τοκοφόρου κεφαλαίου που δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά, παρά όταν διαφωτιστεί η παραγωγή της υπεραξίας απ’ το βιομηχανικό κεφάλαιο. Αναμφίβολα, το εμπορικό και το τοκοφόρο κεφάλαιο παρουσιάστηκαν στην ιστορία πριν απ’ το βιομηχανικό: μολαταύτα είναι παράγωγες μορφές του όπως θα δούμε πάρα κάτω.
«Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο πρέπει να στηρίζεται στους σταθερούς νόμους της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, με τρόπο που να έχει γι’ αφετηρία την ανταλλαγή ίσων άξιων. Ο κάτοχος χρημάτων, που δεν υπάρχει πια παρά μόνον στην κατάσταση της καπιταλιστικής χρυσαλίδας, οφείλει να αγοράσει τα εμπορεύματα στην αξία τους και να τα ξαναπουλήσει, ώστε στο τέλος να αποσπάσει περισσότερη αξία απ’ όση είχε ρίξει στην κυκλοφορία. Η μεταμόρφωση της χρυσαλίδας σε πεταλούδα πρέπει να γίνει ταυτόχρονα στη σφαίρα της κυκλοφορίας και έξω απ’ αυτή την ίδια σφαίρα. Να ποια είναι τα δεδομένα του προβλήματος»1.
Γ’ – Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ
Αφού η αύξηση της αξίας δεν μπορεί να γίνει στην αγορά του εμπορεύματος ούτε στην πώληση πρέπει να επιτευχθεί στο ίδιο το εμπόρευμα. Με άλλα λόγια ί κάτοχος χρήματος πού θέλει να δώσει αξία σ’ αυτό το χρήμα, πρέπει να βρει στην αγορά ένα εμπόρευμα του όποιου η ιδιαίτερη ιδιότητα, η αξία χρήσης, είναι να δημιουργεί μόνο του υπεραξία. Αυτό το εμπόρευμα υπάρχει πράγματι, είναι ή εργατική δύναμη.
Ο Μαρξ δίνει στην εργατική δύναμη τον ακόλουθο σημαντικό ορισμό.
«Εργατική δύναμη, εννοούμε το σύνολο όλων των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, τη ζωντανή προσωπικότητα κάθε άνθρωπου, και που τις βάζει σ’ ενέργεια κάθε φορά που παράγει μια αξία χρήσης»1.
Ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορεί ο καπιταλιστής να βρει στην αγορά αυτό το ιδιόρρυθμο εμπόρευμα: την εργατική δύναμη; Πρέπει πρώτα ο κάτοχος αυτού του εμπορεύματος, ο εργάτης δηλ. να μπορεί να διαθέτει ελεύθερα την εργατική δύναμη που κατέχει. Με άλλα λόγια, να μην είναι ούτε δούλος ούτε δουλοπάροικος. Σύμφωνα με τους νόμους της ανταλλαγής, που έχουμε ήδη μελετήσει, ο κάτοχος χρήματος κι ο κάτοχος εργασίας είναι δύο ίσα από νομική άποψη πρόσωπα που βάνουν με τη θέληση τους ένα συμβόλαιο: ό ένας πουλάει την εργατική δύναμη κι ό άλλος την αγοράζει.
Εξάλλου, για να είναι αναγκασμένος ο κάτοχος της εργατικής δύναμης να πουλήσει αυτό το Ιδιόρρυθμο εμπόρευμα, πρέπει να μην έχει τίποτα καλύτερο να πουλήσει. “Αν μπορούσε να πουλήσει σίδερο ή στάρι ή ύφασμα, δεν θα πούλαγε τη χρήση του μυαλού του ή των χεριών του. Αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να κατέχει μέσα παραγωγής. Κατά συνέπεια πρέπει πρώτα να στερηθεί απ’ τα εργαλεία παραγωγής που θα του εξασφάλιζαν την ανεξαρτησία του. Είδαμε ότι η αρχική συσσώρευση είναι ακριβώς το προτσές που επέτρεψε να αφαιρεθούν απ’ τους παραγωγούς τα εργαλεία παραγωγής τους
Το πρόβλημα που μπαίνει τώρα είναι λοιπόν να προσδιορίσουμε την αξία αυτού του εμπορεύματος της εργατικής δύναμης. Ο Μαρξ λέει:
«Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται, όπως και κάθε εμπορεύματος, απ’ τον απαραίτητο για την παραγωγή του χρόνο εργασίας και κατά συνέπεια και για την αναπαραγωγή αυτού του ειδικού αντικειμένου»1.
Το άτομο για να συντηρηθεί, δηλ. για να διατηρήσει ακέραιη την εργατική δύναμη, πρέπει να καταναλώσει μια ορισμένη ποσότητα προϊόντων. Η αξία των αναγκαίων για τη συντήρηση της εργατικής δύναμης προϊόντων αποτελεί την αξία της εργατικής δύναμης.
«Ο χρόνος εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή της εργατικής δύναμης περιορίζεται λοιπόν στον χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή των μέσων συντήρησης με άλλα λόγια, η αξία της εργατικής δύναμης είναι η αξία των απαραίτητων για τη συντήρηση του κατόχου της μέσων συντήρησης»2.
Η ανάλωση της εργατικής δύναμης απαιτεί μια μυϊκή και νευρική φθορά που πρέπει να αντικατασταθεί απ’ τα ανάλογα μέσα συντήρησης. “Όσο μεγαλύτερη είναι ή ανάλωση τόσο περισσότερα προϊόντα απαιτεί ή ανάκτηση της εργατικής δύναμης. Αυτό μπορεί να κάνει την αξία της εργατικής δύναμης να ποικίλλει. Απ’ την άλλη μεριά, παρεμβάλλονται ιστορικά στοιχεία. Ανάλογα με το βαθμό του πολιτισμού της κοινωνίας τα απαραίτητα για την ανάκτηση εργατικής δύναμης εμπορεύματα μπορούν να είναι περισσότερο ή λιγότερο πολύπλοκα. Οι κλιματικές συνθήκες μπορεί επίσης να παρεμβάλλονται και να κάνουν να ποικίλλει η αξία της εργατικής δύναμης (π.χ. περισσότερα ρούχα και τροφή στα κρύα κλίματα). Γι’ αυτό λέει ο Μαρξ:
«Αντίθετα με τα άλλα εμπορεύματα, για τον καθορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης παρεμβάλλονται λοιπόν και ιστορικά και ηθικά στοιχεία. Άλλα, για δεδομένη χώρα κι εποχή, το μέσο ποσόν των απαραίτητων εμπορευμάτων για τη συντήρηση είναι αμετάβλητο»11.
Πρέπει να προσθέσουμε σ’ αυτόν τον υπολογισμό κι άλλα στοιχεία. Ο εργάτης δεν είναι αιώνιος. Όταν πεθαίνει κι όταν είναι πολύ γέρος πρέπει να αντικατασταθεί απ’ τα παιδιά του. Πρέπει λοιπόν για να υπολογίσουμε την αξία της εργατικής δύναμης να προσθέσουμε την αξία των αναγκαίων για τη συντήρηση της οικογένειας μέσων συντήρησης.
Τέλος, αυτοί οι υπολογισμοί οδηγούν στην αξία της απλής εργατικής δύναμης, άλλα υπάρχει επίσης σύνθετη εργασία δηλ. εργασία που δεν μπορεί να εκτελεστεί παρά μετά από ένα μεγαλύτερο η μικρότερο διάστημα προπαρασκευής. Οι δαπάνες που έγιναν για τη δημιουργία του σύνθετου εργάτη, απ’ αυτόν κι απ’ εκείνους πού τον δημιούργησαν, προστίθενται για να υπολογίσουμε την αξία της σύνθετης εργατικής δύναμης. Γνωρίζοντας ότι η σύνθετη εργασία δεν είναι ποτέ παρά ένα πολλαπλάσιο της απλής, υποθέτουμε, για την καλύτερη διασάφηση του θέματος, ότι δεν έχουμε να κάνουμε παρά με απλή εργασία.
Οι κεφαλαιοκράτες δεν αγαπάνε τους υπολογισμούς της αξίας της εργατικής δύναμης, που σήμερα έχει πάρει τη μορφή του απόλυτα απαραίτητου μίνιμουμ, γιατί πολύ συχνά αυτοί οι υπολογισμοί δείχνουν ότι το μίνιμουμ των αναγκαίων δαπανών για μια εργατική οικογένεια είναι μεγαλύτερο απ’ το ποσό που πληρώνεται για την αγορά της εργατικής δύναμης, δηλ. απ’ τον μισθό.
Θα υποθέσουμε σ’ αυτό το σημείο, πάντα για να διευκολύνουμε την ανάλυση, ότι η εργατική δύναμη αγοράζεται στην αξία της, δηλ. ότι το ύψος του μισθού κι η αξία της εργατικής δύναμης είναι μεγέθη με ίση άξια. “Όταν η εργατική δύναμη πληρώνεται κάτω απ’ την αξία της, αυτό προκαλεί αναγκαστικά έναν προοδευτικό μαρασμό των κατόχων εργατικής δύναμης, δηλ. της εργατικής τάξης.
Δ’ – Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ
Αφήνουμε τώρα την περιοχή της κυκλοφορίας για να μπούμε στην περιοχή της παραγωγής.
Για να εξασφαλίσει την παραγωγή ο καπιταλιστής οφείλει να αγοράσει κι άλλα αγαθά εκτός από εργατική δύναμη. Πρέπει πράγματι να της προμηθεύσει ένα σύνολο από μέσα παραγωγής που τα αποτελούν τα μηχανήματα, τα κτίρια που περιέχουν αυτά τα μηχανήματα οι πρώτες ύλες κι οι βοηθητικές ύλες όπως το λάδι για το γρασάρισμα των μηχανών, το κάρβουνο για τη θέρμανση, το ηλεκτρικό για τον φωτισμό κ.λ.π.
Στη διαδικασία της παραγωγής, όλα αυτά τα εμπορεύματα προσφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Μερικά, οι πρώτες κι οι βοηθητικές ύλες, καταναλώνονται εντελώς στη διαδικασία της παραγωγής, με άλλα λόγια η αξία τους περνάει κατ’ ευθείαν στο προϊόν. Άλλα δεν χρησιμοποιούνται παρά σιγά – σιγά όπως τα μηχανήματα και τα κτίρια. Σε κάθε προϊόν δεν θα βρούμε παρά ένα μέρος της αξίας τους. Θα ξανάρθουμε σ’ αυτό το πρόβλημα άλλα προς το παρόν.
Δεν θα λάβουμε υπόψη μας αυτές τις διαφορές και θα εξετάσουμε μόνο το μέρος της αξίας των παραγωγικών μέσων που μεταβιβάζεται στο προϊόν στη διάρκεια της διαδικασίας της παραγωγής.
Ο καπιταλιστής αγόρασε στην αξία τους εργατικές δυνάμεις ένα ποσό π.χ. 100 και τους προμήθεψε όλα τα αναγκαία μέσα παραγωγής. Ο χαρακτήρας της εργασίας είναι διπλός: σαν συγκεκριμένη εργασία, δηλ. εργασία ενός ορισμένου είδους, η εργασία μεταβιβάζει στο προϊόν ένα μέρος των μέσων παραγωγής που της παρέχονται ταυτόχρονα όμως, καθώς η εργασία είναι μια ανάλωση ενέργειας, είναι συγχρόνως και δημιουργός αξίας. Αυτή η αξία ενσωματώνεται επίσης στο προϊόν της εργασίας.
Σε 4 ώρες π.χ. ο εργάτης μεταβίβασε στο προϊόν της εργασίας του μια αξία ίση με 400 (δηλ. την άξια των διαφόρων μέσων παραγωγής που καταναλώθηκαν στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας). Απ’ την άλλη μεριά, αυτός ο ίδιος με την παραγωγική εργασία του δημιούργησε μιαν αξία που την υποθέτουμε ίση με 100, δηλ. ίση με την αξία της εργατικής δύναμης. Αυτή η αξία προστίθεται φυσικά στα 400 που έχουν ήδη μεταβιβαστεί, ώστε η αξία του προϊόντος να ναι 400+100=500. Ο καπιταλιστής είχε ξοδέψει 400 για τα μέσα παραγωγής και 100 για την εργατική δύναμη, και ξαναβρίσκει τώρα ένα εμπόρευμα που αξίζει 500. Δεν έχει λοιπόν ούτε χάσει ούτε κερδίσει τίποτα. Όμως ο καπιταλιστής, αγοράζοντας την εργατική δύναμη, δεν υποχρεώνεται να τη χρησιμοποιήσει μόνον 4 ώρες αντίθετα την μισθώνει για 8 ώρες κι αγοράζει τα αναγκαία μέσα παραγωγής ώστε η εργάσιμη ήμερα να μπορεί να παρατείνεται αποτελεσματικά για 8 ώρες. Έτσι ο εργάτης θα συνεχίζει να δημιουργεί αξία, που αυτή τη φορά δεν θα έχει αντίκρισμα σ’ αυτό που θα πάρει για μισθό, δηλ. για πληρωμή της εργατικής του δύναμης. Δημιουργεί άρα μια συμπληρωματική αξία που ξεπερνάει την αξία της εργατικής του δύναμης (δηλ. την αξία των αναγκαίων για τη συντήρηση του αντικειμένων). Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος της ημέρας ο εργάτης έχει ακόμη μεταβιβάσει μια αξία 400 που αντιστοιχεί στα μέσα παραγωγής που χρησιμοποιήθηκαν κι έχει προσθέσει μια αξία 100 απ’ την ίδια του την εργασία. Η αξία των εμπορευμάτων που παραχθήκαν σ’ αυτό το δεύτερο μέρος της ημέρας εργασίας είναι φυσικά 500, αλλά αυτή τη φορά ο καπιταλιστής δεν χρειάστηκε να ξοδέψει παρά 400 γιατί η ήμερα του εργάτη πληρώθηκε μια μόνον φορά με 100. Έτσι λοιπόν, αυτή την υπεραξία των 100 τη δημιουργημένη απ’ τον εργάτη, την ιδιοποιείται δωρεάν ο καπιταλιστής. Εφόσον αυτός πλήρωσε την εργατική δύναμη στην αξία της, έχει το δικαίωμα να ιδιοποιηθεί τα προϊόντα που δημιούργησε αυτή η εργατική δύναμη.
1 – 2 Κ. Μαρξ: Το κεφάλαιο, τόμος Α’.
Ε’ – ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ
Έτσι, η ανάλυση της υπεραξίας, μας δείχνει ότι η ήμερα εργασίας του μισθωτού στην πραγματικότητα διαιρείται σε δύο μέρη, παρόλο που η διαίρεση αυτή είναι αόρατη μέσα στη διαδικασία της εργασίας. Στο πρώτο μέρος, ο εργάτης δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ το να κερδίζει την αξία την εμπορευμάτων που είναι απαραίτητα για τη συντήρηση του. Αυτό το μέρος της ημέρας ο Μαρξ το ονομάζει χ ρ όνο αναγκαίας εργασίας. Όμως, στο δεύτερο μέρος, ο εργάτης δημιουργεί μια συμπληρωματική αξία κι ο Μαρξ ονομάζει αυτό το μέρος της ημέρας χρόνο υπερεργασίας ή και χρόνο δωρεάν εργασίας. Η σχέση ανάμεσα στο χρόνο υπερεργασίας και αναγκαίας εργασίας εκφράζει το ποσοστό της υπεραξίας ή το ποσοστό της εκμετάλλευσης. Στο παράδειγμα μας η σχέση ήταν 4/4 δηλ. 100%. Αν η ήμερα ήταν των 10 ωρών, με αμετάβλητους τους άλλους παράγοντες, η τιμή τής υπεραξίας θα ήταν 6/4 δηλ. 150 %. Αν στην ήμερα των 8 ωρών ο χρόνος αναγκαίας εργασίας ήταν μόνο 3 ώρες, η τιμή της υπεραξίας θα ήταν 5/3 περίπου 166%.
Φυσικά ό καπιταλιστής δεν μετράει. Έτσι θα πει: έχω ξοδέψει 800 σε μέσα παραγωγής και 100 σε μισθούς, δηλ. 900. Έχω στη διάθεση μου εμπορεύματα που αξίζουν 1.000. Το κέρδος μου είναι 100 για έξοδα 900. Σχετίζει φυσικά τα 100 της υπεραξίας με το σύνολο του κεφαλαίου του και νομίζει ότι είναι αυτό το κεφάλαιο που το έδωσε το κέρδος. Όμως, αυτός ο τρόπος υπολογισμού δεν τον αφήνει να δει καθαρά το πρόβλημα τις υπεραξίας συγχέει δύο ξεχωριστές πράξεις που είναι η μεταβίβαση της αξίας (αξίας των μέσων παραγωγής που περνάει στα εμπορεύματα στη διάρκεια της διαδικασίας της παραγωγής) και η δημιουργία αξίας απ’ την ανάλωση ενέργειας του εργάτη.
ΣΤ’ – ΣΤΑΘΕΡΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Όπως είπαμε λίγο πιο πάνω τα διάφορα μέσα παραγωγής δεν κάνουν τίποτα άλλο από να μεταβιβάζουνε την αξία τους στο προϊόν στη διάρκεια της διαδικασίας της παραγωγής. Άλλα μεν (βοηθητικές ύλες) εξαφανίζονται εντελώς άλλα (πρώτες ύλες) αλλάζουν μορφή, τέλος τα μηχανήματα και τα κτίρια εξακολουθούν να υπάρχουν έξω απ’ τα προϊόντα και δεν ξοδεύονται παρά σιγά – σιγά. Αυτά τα στοιχεία του κεφαλαίου έχουν έναν κάποιον χαρακτήρα μονιμότητας δηλ. διάρκειας κι αποτελούν το πάγιο κεφάλαιο αντίθετα με τα άλλα στοιχεία του κεφαλαίου που ανήκουν στην κατηγορία του κυκλοφοριακού κεφαλαίου. Αυτή η διάκριση ανάμεσα σε πάγιο και κυκλοφοριακό κεφάλαιο είναι σημαντική για τον υπολογισμό των κερδών θα την ξανασυναντήσουμε, άλλα κρύβει το φαινόμενο της παραγωγής της αξίας. Για να καταλάβουμε το φαινόμενο πρέπει να κάνουμε μια άλλη διάκριση πρέπει να ξεχωρίσουμε το κεφάλαιο που αλλάζει ύψος αξίας στη διάρκεια της διαδικασίας της παραγωγής κι εκείνο που απλώς διατηρεί την αξία του. Εφόσον όλα τα τμήματα του κεφαλαίου που αναφέραμε (πρώτες ύλες, βοηθητικές ύλες, κτίρια, μηχανήματα) απλώς μεταβιβάζουν αργά ή γρήγορα την αξία τους στα προϊόντα, το μέγεθος αυτού του τμήματος του κεφαλαίου δεν αλλάζει, άλλα μένει σταθερό- αποτελεί λοιπόν το σταθερό κεφάλαιο.
Αντίθετα το τμήμα του κεφαλαίου που είναι αφιερωμένο στην αγορά εργατικής δύναμης δηλ. χρησιμοποιείται με τη μορφή μισθού, επιτρέπει να δημιουργεί μια υπεραξία. Στο τέλος της διαδικασίας της παραγωγής, αυτό το τμήμα του κεφαλαίου μεγάλωσε, το αρχικό του ύψος άλλαξε: αποτελεί λοιπόν μεταβλητό κεφάλαιο.
Να πώς εκφράζεται ο Μαρξ:
«Το μέρος του κεφαλαίου που μετατρέπεται σε μέσα παραγωγής, δηλ. σε πρώτες ύλες, βοηθητικές ύλες και μέσα εργασίας, δεν μεταβάλλει το ύψος της αξίας του στη διαδικασία της παραγωγής. Το ονομάζω λοιπόν σταθερό μέρος του κεφαλαίου ή απλούστερα σταθερό κεφάλαιο.
Αντίθετα το μέρος του κεφαλαίου που μετατρέπεται σε εργατική δύναμη μεταβάλλει την αξία του στη διαδικασία της παραγωγής. Αναπαράγει το Ισάξιο του κι ένα πλεόνασμα, μια υπεραξία που μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη. Από σταθερό μέγεθος αυτό το μέρος μετατρέπεται συνεχώς σε μεταβλητό μέγεθος. Το ονομάζω λοιπόν μεταβλητό μέρος του κεφαλαίου ή απλούστερα μεταβλητό κεφάλαιο»1 .
Η ανάλυση του Μαρξ έχει το ολοφάνερο πλεονέκτημα ότι αποκαλύπτει γεγονότα που ενδιαφέρουν εξαιρετικά τους εργάτες. Αποδείχνει ότι αυτοί είναι εκείνοι που δημιουργούν τη μάζα των συμπληρωματικών άξιων (την υπεραξία) , που καταναλώνουν ή συσσωρεύουν οι μη παραγωγικές κοινωνικές δυνάμεις, ενώ οι ίδιοι δεν μπορούν να ελπίζουν τίποτε περισσότερο από το να παίρνουν, στην καλύτερη περίπτωση, ένα μισθό που θα τους επιτρέψει να επιζήσουν. Αυτοί και μόνο δημιουργούν την υπεραξία, κι όμως αυτή η υπεραξία τους ξεφεύγει εντελώς.
Θα φέρει ίσως κανείς την αντίρρηση ότι η αξία που δημιουργείται απ’ την εργασία ενός μηχανικού είναι φυσικά ανώτερη απ’ την αξία που παράγει ένας χειρώνακτας εργάτης. Αυτό είναι σωστό άλλα εξηγείται τέλεια απ’ την έννοια που είδαμε της απλής και σύνθετης εργασίας. Η απλή εργασία είναι η εργασία που εκτελείται από έναν εργάτη που δεν διαθέτει καμιά ξεχωριστή ειδίκευση. Η αξία της εργατικής δύναμης που εκτελεί απλή εργασία εκφράζεται όπως είπαμε στην απαίτηση για το απόλυτα απαραίτητο μίνιμουμ. Όμως, ο ειδικευμένος εργάτης – και πολύ περισσότερο ο μηχανικός – αποτελεί μια εργατική δύναμη που έχει μεγαλύτερη αξία, γιατί πρέπει να προσθέσουμε στα απαραίτητα για τη συντήρηση έξοδα και τα έξοδα για τη δημιουργία της (δαπάνες σπουδών κλπ.) Αυτή η σύνθετη εργατική δύναμη έχει μεγαλύτερη αξία και παράγει περισσότερη αξία αυτό εκφράζεται στις διαβαθμίσεις των διαφόρων μισθών. Μολαταύτα, δεν είναι βέβαιο ότι το κεφάλαιο πληρώνει πάντα την πραγματική αξία αυτής της εργατικής δύναμης.
Ζ’ – Η ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Στις κοινωνίες που στηρίζονται στη δουλεία και τη δουλοπαροικία, οι δούλοι και οι δουλοπάροικοι οφείλουν να παρέχουν συμπληρωματική εργασία ή υπερεργασία. Όμως, γενικά τα όρια αυτής της υπερεργασίας καθορίζονται απ’ τις ανάγκες των κυρίων. Με άλλα λόγια, ζητούν απ’ τους δούλους και τους δουλοπάροικους να παράγουν αντικείμενα χρήσιμα για την ικανοποίηση των κυρίων τους. Είναι η αξία χρήσης που κατευθύνει εδώ την υπερεργασία. Όταν πρόκειται να παραγάγουν αξία ανταλλαγής, η απαιτούμενη υπερεργασία δεν έχει πλέον όρια γι’ αυτό και στην αρχαιότητα οι δούλοι που χρησιμοποιούνταν στα ορυχεία χρυσού κι αργύρου ήταν οι πιο δυστυχισμένοι, οι πιο σκληρά εκμεταλλευόμενοι. Στις ΗΠΑ, όσο εργασία των δούλων είχε κατ’ αρχήν για σκοπό την ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών των κυρίων τους, η διαβίωση τους ήταν σχετικά ήπια. Όταν όμως επρόκειτο να παραγάγουν για την αγορά, όταν ο κύριος ενδιαφέρθηκε κυρίως για την αξία των προϊόντων κι όχι πια για την αξία χρήσης, απαίτησαν απ’ τους δούλους μια πιο σκληρή εργασία.
Απ’ την ίδια της τη φύση, ή δίψα για υπερεργασία στο καπιταλιστικό σύστημα είναι ακατάπαυστη. Ο Μαρξ ονομάζει απόλυτη υπεραξία την υπεραξία που επιτυγχάνεται με την παράταση τής εργάσιμης ημέρας, ενώ οι όροι εργασίας παραμένουν οι ίδιοι.
Ο κεφαλαιοκράτης έχει τέτοια τάση να μεγαλώνει την εργάσιμη ήμερα, όταν τον αφήνουν ελεύθερο, που κάνει μια τρομαχτική κατανάλωση ανθρώπινων ζωών. Όπως οι φυτείες της Αμερικής γίνανε οι τάφοι εκατομμυρίων νέγρων, έτσι και τα μοντέρνα εργοστάσια στην αρχή της ανάπτυξης της μεγάλης βιομηχανίας απαίτησαν εργατικό δυναμικό που να ανανεώνεται συνέχεια και στρατολόγους σύγχρονους δουλεμπόρους, που πάνε να ψάξουν για εργατικές δυνάμεις στο ύπαιθρο και σ’ όλες τις χώρες. Είδαμε μελετώντας τη μηχανοποίηση και τη μεγάλη βιομηχανία, ότι η μηχανή ήταν στην αρχή ένα ακαταμάχητο μέσο για να μεγαλώσει την εργάσιμη μέρα και κατά συνέπεια να αυξήσει την απόλυτη υπεραξία. Ηκατανάλωση χειρωνακτικής εργασίας που έγινε απ’ τη μεγάλη βιομηχανία δεν εμπόδισε το κεφάλαιο να βρει γενικά μπροστά του ένα πλεόνασμα πληθυσμού για εκμετάλλευση, χάρις προπάντων στη μαζική χρησιμοποίηση γυναικών και παιδιών.
Φυσικά, ένα τέτοιο σύστημα φέρνει την παρακμή της ζωτικής δύναμης του λαού. Ο κεφαλαιοκράτης σκέφτεται: «Μετά από έμενα η καταστροφή» και αν ακόμη δεν σκεφτόταν έτσι θα τον έσπρωχναν να εφαρμόσει αυτούς τους όρους εργασίας οι παντοδύναμοι νόμοι του ελεύθερου συναγωνισμού.
Αυτό εξηγεί γιατί ό καθορισμός μιας νόμιμης εργάσιμης ημέρας είναι μια ζωτική ανάγκη για την κοινωνία.
Αυτός ο καθορισμός ήταν το αποτέλεσμα ενός άγριου αγώνα που έκαναν οι εργάτες. Οι πρώτες επιτυχίες σ’ αυτόν τον τομέα σημειώθηκαν στη Γαλλία στην αρχή της επανάστασης του 1848 και στην Αγγλία με τα Factory Acts του 1850. Είναι το συνέδριο της Α’ Διεθνούς του 1866 που έβαλε στην πρώτη γραμμή των διεκδικήσεων του τον αγώνα για το οκτάωρο. Η απόφαση του συνεδρίου έλεγε: «Θεωρούμε τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας σαν την πρωταρχική προϋπόθεση για την επιτυχία όλων των άλλων προσπαθειών για την χειραφέτηση… Προτείνουμε να καθοριστεί το νόμιμο όριο της εργάσιμης ημέρας σε 8 ώρες».
Η’ – Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Όμως υπάρχει ένας άλλος τρόπος για να αυξήσει ο καπιταλιστής την υπεραξία να αλλάξει τους όρους παραγωγής. Έτσι πετυχαίνει κανείς μια ιδιαίτερη μορφή υπεραξίας που ο Μαρξ ονομάζει σχετική υπεραξία. Στην απόλυτη υπεραξία υποθέσαμε ότι το μέρος της εργάσιμης ημέρας που αποτελούσε τον αναγκαίο χρόνο (αυτόν στη διάρκεια του οκταώρου ο εργάτης παράγει μια αξία ίση με την εργατική του δύναμη), ήταν ίνα σταθερό μέγεθος. Μεταβαλλόταν μόνο ο συμπληρωματικός χρόνος ανάλογα με την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας. Όμως τα πράγματα δεν συμβαίνουν πάντα έτσι. Ο αναγκαίος χρόνος μπορεί κι αυτός να ποικίλλει, υποθέτοντας πάντα ότι ο καπιταλιστής πληρώνει την εργατική δύναμη στην αξία της.
Ας υποθέσουμε ότι η αξία μιας ώρας απλής εργασίας αντιπροσωπεύει 40 φρ. κι ότι η παραγωγή όλων των απαραίτητων για τη συντήρηση της εργατικής δύναμης μέσων συντήρησης απαιτεί 6 ώρες απλής εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι η αξία της εργατικής δύναμης είναι 40X6=240 φρ. Ο εργάτης δουλεύει 10 ώρες. Εφόσον ο χρόνος της αναγκαίας εργασίας είναι 6 ώρες θα έχουμε 4 ώρες υπερεργασία. Το ποσοστό της υπεραξίας θα είναι 4/6 ή 66 2/3 περ. %.
Για να περιοριστεί ο χρόνος αναγκαίας εργασίας πρέπει τα απαραίτητα για τη διατήρηση της εργατικής δύναμης μέσα συντήρησης να μπορούν να παραχθούν π.χ. σε 5 ώρες αντί για 6, με άλλα λόγια να πέσει η αξία της εργατικής δύναμης. Σ’ αυτή την περίπτωση ή αξία της εργατικής δύναμης δεν αντιπροσωπεύεται πια από 6 ώρες απλής εργασίας, άλλα από 5 ώρες δεν είναι πια 240 φρ. άλλα 200.
Αφού ο αναγκαίος χρόνος περιορίστηκε σε 5 ώρες το ποσοστό της υπεραξίας περνάει απ’ τα 4/6 σε &/5 ή 100%. Παρόλο που ο χρόνος της εργάσιμης ημέρας δεν άλλαξε η τιμή και ταυτόχρονα το σύνολο της υπεραξίας αυξήθηκαν.
Για να πέσει η αξία των μέσων συντήρησης πρέπει να αλλάξουν οι όροι παραγωγής τους. Π.χ. για να πέσει η αξία των παπουτσιών πρέπει ο παπουτσής να φτιάχνει ίνα ζευγάρι παπούτσια σε μικρότερο χρονικό διάστημα. Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί αν η μέθοδος ή τα μέσα εργασίας του παπουτσή αλλάξουν. Η πτώση της αξίας των εμπορευμάτων προϋποθέτει λοιπόν μια μετατροπή στους όρους παραγωγής: πρέπει να γίνει αύξηση της παραγωγικής δύναμης (παραγωγικότητας) της εργασίας.
«Λέγοντας αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας εννοούμε εδώ μια αλλαγή στη διαδικασία της εργασίας, χάρη στην οποία να μειωθεί ο χρόνος της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας για την παραγωγή ενός εμπορεύματος, ώστε μια μικρότερη ποσότητα εργασίας να παράγει ίνα μεγαλύτερο σύνολο αξίας χρήσης».1
Χωρίς αμφιβολία ο καπιταλιστής που ρίχνει την τιμή των παπουτσιών ή των πουκαμίσων δεν σκέφτεται κάνοντας κάτι τέτοιο να ρίξει τη γενική αξία της εργατικής δύναμης μολαταύτα ενεργώντας έτσι συμβάλλει στη γενική ύψωση της τιμής της υπεραξίας. Παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ένα βιομήχανο μαντηλιών. Οι εργάτες του δουλεύουν 10 ώρες. Η αξία που παράγεται από μια ώρα εργασίας είναι 40 φρ. Ο μισθός που αντιστοιχεί στην αξία της εργατικής δύναμης είναι 200 φρ. Η αξία που παράγεται σε 10 ώρες απ’ τον εργάτη είναι 40X10=400 φρ. Το ποσοστό της εκμετάλλευσης είναι λοιπόν 100^.
Ένας εργάτης κατασκευάζει 10 μαντήλια την ημέρα υπάρχει λοιπόν σε κάθε κομμάτι μια αξία 40 φρ. προερχόμενη απ’ την εργασία. Απ’ την άλλη μεριά, ή αξία των μέσων παραγωγής (μηχανήματα, πρώτες ύλες) που ενσωματώνεται σε κάθε μαντήλι είναι επίσης 40 φρ. Η αξία ενός μαντηλιού είναι λοιπόν 40+40=80 φρ. Το μαντήλι πουλήθηκε στην αξία του δηλ. 80 φρ.
Όμως ο καπιταλιστής μας τροποποιεί τις μεθόδους και τα μέσα εργασίας (τα μηχανήματα π.χ.) που χρησιμοποιούν οι εργάτες του, ώστε ένας εργάτης χωρίς μεγαλύτερη ανάλωση ενέργειας κατασκευάζει 20 μαντήλια αντί για 10 την ήμερα. Ή αξία που παράγεται απ’ την εργασία του εργάτη σε 10 ώρες είναι πάντα 400 φρ. που μοιράζονται αυτή τη φορά σε20 κομμάτια αντί για 10. Με άλλα λόγια ο εργάτης έβαλε σε κάθε μαντήλι μια πρόσθετη αξία 20 φρ. Για να το πούμε απλούστερα: υποθέτουμε ότι η αξία, των μέσων εργασίας που έχουν ενσωματωθεί σε κάθε μαντήλι είναι πάντα 40 φρ. Η αξία ενός μαντηλιού είναι λοιπόν 40+20= 60 φρ.
Μολαταύτα αυτός ο υπολογισμός δεν είναι σωστός παρά μόνο για τον καπιταλιστή μας. Στην πραγματικότητα η αξία προσδιορίζεται απ’ το χρόνο της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας κι όχι της ατομικά αναγκαίας. Υποθέτουμε λοιπόν ότι ο καπιταλιστής μας είναι ο μόνος που έχει εφαρμόσει αυτή τη νέα μέθοδο παραγωγής: όλοι οι άλλοι κατασκευαστές μαντηλιών συνεχίζουν να εργάζονται ακολουθώντας την παλιά μέθοδο, έτσι που ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας δεν έχει αλλάξει ακόμη. Στην αγορά το μαντήλι αξίζει πάντα 80 φρ.
Αν ο καπιταλιστής μας πουλάει τα μαντήλια του 80 φρ. το κομμάτι ενώ γι’ αυτόν δεν εμπεριέχουν παρά 60 φρ. αξία, θα πραγματοποιεί μια εξαιρετική υπεραξία 20 φρ. Παράγοντας φτηνότερα και σε μεγαλύτερες ποσότητες ο καπιταλιστής θα μπορεί να φτάσει, για να διοχετεύσει αυτό το πλεόνασμα προϊόντων ή για να επιβληθεί στους συναγωνιστές του, να πουλάει τα μαντήλια του 70 φρ. αντί για 80. Θα πραγματοποιεί έτσι ακόμη μια εξαιρετική υπεραξία 10 φρ. Αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί μέχρι τη στιγμή που η νέα τεχνική θα γενικευτεί και που ο χρόνος της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας θα κατέβει στο επίπεδο του χρόνου που ισχύει στην πιο προχωρημένη βιομηχανία. Τότε τα μαντήλια θα πρέπει να πουληθούν στη νέα αξία τους, δηλ. 60 φρ.
Έτσι ο κάθε καπιταλιστής αλλάζοντας τις συνθήκες εργασίας μπορεί να ιδιοποιείται μια εξαιρετική υπεραξία που διατηρείται ενόσω οι άλλοι καπιταλιστές δεν έχουν υιοθετήσει τις ίδιες μεθόδους εργασίας. Τότε, αυτή ή εξαιρετική σχετική υπεραξία που πέτυχε ο μεμονωμένος καπιταλιστής εξαφανίζεται, μέχρι την ήμερα που θα εφαρμόσει νέες μεθόδους εργασίας πιό παραγωγικές.
Όμως, απ’ την άλλη μεριά, όταν οι αλλαγές που πραγματοποιούνται στην παραγωγή μέσων συντήρησης κάνουν να πέφτει ή αξία διαφόρων προϊόντων αναγκαίων στον εργάτη για τη συντήρηση του είναι η ίδια η αξία της εργατικής δύναμης «συ πέφτει, και είναι το σύνολο των καπιταλιστών που επωφελείται απ’ την αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Υπάρχουν λοιπόν ουσιαστικά δύο είδη σχετικής υπεραξίας: αυτή που πετυχαίνουν παροδικά οι μεμονωμένοι καπιταλιστές, όταν εφαρμόζουν καινούργιες μεθόδους παραγωγής, κι αυτή που πετυχαίνεται απ’ όλους μαζί τους καπιταλιστές με την πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης. Θα παρατηρήσει κανείς ότι η αύξηση της παραγωγικής δύναμης στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς δεν έχει άλλο σκοπό παρά να αυξήσει τη σχετική υπεραξία κι όχι να ελαττώσει τη διάρκεια της ημέρας εργασίας.
Αυτός ο αγώνας για την αύξηση της σχετικής υπεραξίας διά μέσου της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας είναι ένα αδιάκοπο προτσές στο σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής. Όταν μελετήσαμε την εξέλιξη αυτού του συστήματος απ’ την εποχή της χειροτεχνίας μέχρι τη σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία, είδαμε ότι αυτό το κυνήγι της υπεραξίας μεταφραζόταν σε μια αδιάκοπη αναταραχή στους όρους παραγωγής. Ο συναγωνισμός δεν επιτρέπει στον καπιταλιστή να σταματήσει στη μέση του δρόμου κάθε καπιταλιστής έχει ατομικό συμφέρον να παράγει φτηνότερα και γι’ αυτό, να αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας. Η μηχανή, όπως είδαμε, είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο για να πετύχει αυτό τω αποτέλεσμα. Αυτή η αδιάκοπη ώθηση των παραγωγικών δυνάμεων αναπτύσσει τα στοιχεία που τείνουν να καταστρέψουν ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα.
1. Κ. Μαρξ: Το κεφάλαιο, τόμος Α’.