«Τα πάντα ρει ουδέν μένει» (Ηράκλειτος)
Η διαλεκτική είναι μια μέθοδος σκέψης και ερμηνείας του κόσμου, τόσο της φύσης όσο και της κοινωνίας. Είναι ένας τρόπος αντίληψης του σύμπαντος, ο οποίος ξεκινάει από το αξίωμα πως τα πάντα είναι σε μια μόνιμη κατάσταση αλλαγής και κίνησης. Αλλά όχι μόνο αυτό. Η διαλεκτική εξηγεί πως η κίνηση και η αλλαγή εμπεριέχουν αντιθέσεις και μπορεί να πραγματοποιηθούν μόνο διαμέσου αντιθέσεων. Έτσι, στη θέση μιας ομαλής και αδιάκοπης γραμμής προόδου έχουμε μια γραμμή που διακόπτεται από ξαφνικές και εκρηκτικές περιόδους, στις οποίες οι αργές συσσωρευμένες αλλαγές (ποσοτικές αλλαγές) υφίστανται μια γοργή επιτάχυνση, όπου η ποσότητα μετασχηματίζεται σε ποιότητα. Η διαλεκτική είναι η λογική της αντίθεσης.
Οι νόμοι της διαλεκτικής ήταν ήδη επεξεργασμένοι λεπτομερώς από τον Χέγκελ αλλά στα γραπτά του εμφανίζονται με μια μυστικιστική και ιδεαλιστική μορφή. Ήταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς εκείνοι που έδωσαν πρώτοι μια επιστημονική βάση στη διαλεκτική, δηλαδή μια υλιστική βάση. «Ο Χέγκελ έγραψε πριν από τον Δαρβίνο και πριν από τον Μαρξ» έγραφε ο Τρότσκι. «Εξαιτίας της τρομερής ώθησης που δόθηκε στη σκέψη από τη Γαλλική Επανάσταση, ο Χέγκελ προέβλεψε τη λογική κίνησης της επιστήμης. Αλλά επειδή ήταν μόνο μια πρόβλεψη, αν και ήταν πράγματι μια μεγαλοφυής πρόβλεψη, πήρε από τον Χέγκελ ένα ιδεαλιστικό χαρακτήρα. Ο Χέγκελ λειτούργησε με ιδεολογικές σκιές, όπως η τελεολογική πραγματικότητα. Ο Μαρξ απέδειξε πως η κίνηση αυτών των ιδεολογικών σκιών δεν αντανακλούσε τίποτα άλλο παρά την κίνηση των υλικών σωμάτων»(1).
Στα γραπτά του Χέγκελ υπάρχουν πολλά εκπληκτικά παραδείγματα των νόμων της διαλεκτικής παρμένα από όλη την ιστορία και τη φύση. Αλλά ο ιδεαλισμός του Χέγκελ έδωσε αναγκαστικά στη διαλεκτική έναν πολύ αφηρημένο και αυθαίρετο χαρακτήρα. Για να κάνει τη διαλεκτική να υπηρετεί την «Απόλυτη Ιδέα», ο Χέγκελ αναγκάστηκε να επιβάλλει ένα σχήμα πάνω στη φύση και στην κοινωνία, σε πλήρη αντίθεση με την ίδια τη διαλεκτική μέθοδο, η οποία απαιτεί να καταλήγουμε στους νόμους ενός δεδομένου φαινομένου μέσα από μια σχολαστική και αντικειμενική μελέτη του υποκείμενου, όπως ο Μαρξ έκανε στο δικό του Κεφάλαιο. Έτσι, η μέθοδος του Μαρξ απείχε πολύ από το να είναι μια απλή αναμάσηση του διαλεκτικού ιδεαλισμού του Χέγκελ, αυθαίρετα επιβεβλημένη πάνω στην ιστορία και στην κοινωνία, όπως συχνά υποστηρίζουν οι κριτικοί του, αλλά ήταν ακριβώς το αντίθετο. Όπως εξηγεί ο ίδιος:
«Η διαλεκτική μου μέθοδος», έγραψε ο Μαρξ, «δεν είναι μόνο διαφορετική από εκείνη του Χέγκελ, αλλά είναι ακριβώς το αντίθετο της. Για το Χέγκελ, η διαδικασία της νόησης –που με το όνομα “Ιδέα” το μετατρέπει σε αυθύπαρκτο υποκείμενο– είναι ο δημιουργός του πραγματικού κόσμου και ο πραγματικός κόσμος αποτελεί μονάχα την εξωτερική φαινομενική μορφή της ιδέας. εμένα αντίθετα, το ιδεατό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο υλικός κόσμος όπως αντανακλάται στο ανθρώπινο μυαλό και μεταφράζεται σε μορφές σκέψης»(2).
Όταν αντικρίζουμε κατ’ αρχήν τον κόσμο γύρω μας, βλέπουμε μια απέραντη και καταπληκτική περιπλοκή μιας σειράς φαινομένων, ένα μπερδεμένο πλέγμα φαινομενικά ατελείωτων αλλαγών, αιτιών και αποτελεσμάτων, δράσης και αντίδρασης. Η κινητήρια δύναμη της επιστημονικής έρευνας είναι η επιθυμία κατάκτησης μιας λογικής, βαθιάς γνώσης μέσα σε αυτόν το συγχυσμένο λαβύρινθο, η επιθυμία να τον καταλάβουμε έτσι ώστε να τον κατακτήσουμε. Αναζητούμε νόμους οι οποίοι μπορούν να διαχωρίσουν το γενικό από το ειδικό, το τυχαίο από το αναγκαίο, και μας επιτρέπουν να καταλάβουμε τις δυνάμεις που γεννούν τα φαινόμενα τα οποία αντιμετωπίζουμε. Με τα λόγια του Άγγλου φυσικού και φιλόσοφου David Bohm:
«Στη φύση τίποτα δεν παραμένει σταθερό. Τα πάντα βρίσκονται σε μια ακατάπαυστη κατάσταση μετασχηματισμού, κίνησης και αλλαγής. Παρ’ όλα αυτά ανακαλύπτουμε πως τίποτα δεν αναδύεται απλά από το τίποτα χωρίς να έχει υπάρξει από τα πριν. Παρόμοια, τίποτα δεν εξαφανίζεται χωρίς ίχνος, με την έννοια πως δίνει στη θέση του σε ένα απόλυτο κενό που να υπάρχει μετά. Αυτό το γενικό χαρακτηριστικό του κόσμου μπορεί να εκφραστεί με όρους μιας αρχής, η οποία συνοψίζει ένα τεράστιο περιεχόμενο διαφορετικών ειδών εμπειριών, το οποίο δεν έχει ακόμα βρεθεί ποτέ σε αντίθεση με οποιαδήποτε παρατήρηση ή πειραματισμό, επιστημονικό ή άλλο. Αυτό σημαίνει ότι τα πάντα προέρχονται από άλλα πράγματα και δίνουν τη θέση τους σε άλλα πράγματα»(3).
Η θεμελιώδης πρόταση της διαλεκτικής είναι πως τα πάντα βρίσκονται σε μια σταθερή και μόνιμη διεργασία αλλαγής, κίνησης και ανάπτυξης. Ακόμα και όταν φαίνεται σε μας πως τίποτα δε συμβαίνει, στην πραγματικότητα η ύλη πάντα αλλάζει. Τα μόρια, τα άτομα και τα υποατομικά σωματίδια αλλάζουν συνεχώς θέση, βρίσκονται συνέχεια σε κίνηση. Η διαλεκτική συνεπώς είναι μια θεμελιώδης δυναμική ερμηνεία των φαινομένων και των διεργασιών, οι οποίες υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα, τόσο στην οργανική όσο και στην ανόργανη ύλη.
«Για τα μάτια μας, τα θνητά μας μάτια, τίποτα δεν αλλάζει», σημειώνει ο Αμερικανός φυσικός Richard P. Feymann, «αλλά, εάν μπορούσαμε να το δούμε με μεγέθυνση δισεκατομμυρίων φορών, θα βλέπαμε πως από τη δική του σκοπιά αλλάζει συνέχεια: μόρια εγκαταλείπουν την επιφάνεια και άλλα μόρια επιστρέφουν σε αυτή»(4).
Είναι τόσο θεμελιώδης αυτή η ιδέα για τη διαλεκτική, που ο Μαρξ και ο Ένγκελς θεώρησαν πως το πιο βασικό χαρακτηριστικό της ύλης είναι η κίνηση. Όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις, αυτή η διαλεκτική ιδέα είχε ήδη προβλεφθεί από τον Αριστοτέλη, ο οποίος έγραψε: «συνεπώς… η πρωτεύουσα και κατάλληλη σημασία της «φύσης» είναι η ουσία που τα πράγματα έχουν καθ’ αυτά… η αρχή της κίνησης»(5). Αυτή δεν είναι η μηχανιστική αντίληψη της κίνησης, σαν δηλαδή κάτι να μεταδίδεται σε μια αδρανή μάζα, μια εξωτερική «δύναμη», αλλά μια τελείως διαφορετική αντίληψη της ύλης ως αυτοκινούμενης. Γι’ αυτούς, η ύλη και η κίνηση (ενέργεια) ήταν ένα και το ίδιο πράγμα, δύο τρόποι για να εκφραστεί η ίδια ιδέα. Αυτή η ιδέα επιβεβαιώθηκε καταπληκτικά από τη θεωρία του Αϊνστάιν για την ισοδυναμία μάζας και ενέργειας. Ο Ένγκελς το εκφράζει με τον ακόλουθο τρόπο:
«Η κίνηση, με την πιο γενική της έννοια, γίνεται αντιληπτή ως ο τρόπος ύπαρξης, ως η έμφυτη ιδιότητα της ύλης που περιλαμβάνει όλες τις αλλαγές και τις διεργασίες που εμφανίζονται στο σύμπαν, από την απλή αλλαγή θέσης μέχρι τη σκέψη. Η διερεύνηση της φύσης της κίνησης έπρεπε, όπως ήταν φυσικό, να ξεκινήσει από τις χαμηλότερες, τις απλούστερες μορφές αυτής της κίνησης και να μάθει να τις καταλαβαίνει, πριν μπορέσει να επιτύχει οτιδήποτε στο δρόμο της ερμηνείας των υψηλότερων και περισσότερο πολύπλοκων μορφών»(6).
«Τα Πάντα Ρει»
Τα πάντα βρίσκονται σε μια μόνιμη κατάσταση κίνησης, από τα νετρίνο ως τα υπερ-σμήνη (super-clusters). Η ίδια η Γη κινείται συνεχώς στρεφόμενη γύρω από τον Ήλιο μία φορά το χρόνο και γύρω από το δικό της άξονα μια φορά την ημέρα. Ο Ήλιος με τη σειρά του περιστρέφεται γύρω από τον άξονα του μία φορά κάθε 26 ημέρες, και μαζί με όλα τα άλλα αστέρια στο Γαλαξία μας ταξιδεύει γύρω από το Γαλαξία μια φορά κάθε 230 εκατομμύρια χρόνια. Είναι πιθανό πως ακόμα και μεγαλύτερες δομές (γαλαξίες και γαλαξιακά σμήνη) έχουν επίσης κάποιο είδος γενικής περιστροφικής κίνησης. Αυτό φαίνεται να είναι ένα χαρακτηριστικό της ύλης μέχρι και το ατομικό επίπεδο, όπου τα άτομα τα οποία δημιουργούν μόρια στρέφονται το ένα γύρω από το άλλο με διάφορες ταχύτητες. Μέσα στο άτομο τα ηλεκτρόνια περιστρέφονται γύρω από τον πυρήνα με εκπληκτικές ταχύτητες.
Το ηλεκτρόνιο έχει μια ιδιότητα που είναι γνωστή ως εσωτερικό σπίν. Αυτό σημαίνει πως περιστρέφεται γύρω από το δικό του άξονα με μια ορισμένη ταχύτητα(7) και δεν μπορεί να σταματήσει ή να την αλλάξει, εκτός και αν καταστραφεί το ίδιο ως ηλεκτρόνιο. Εάν η στροφορμή του ηλεκτρονίου αυξηθεί, αλλάζει τόσο δραστικά τις ιδιότητες του ώστε προκύπτει μια ποιοτική αλλαγή, δημιουργώντας ένα τελείως διαφορετικό σωματίδιο. Η ποσότητα που είναι γνωστή ως στροφορμή -η συνδυασμένη μέτρηση της μάζας, του μεγέθους και της ταχύτητας ενός περιστρεφόμενου συστήματος- χρησιμοποιείται για να μετρήσει το εσωτερικό σπιν των στοιχειωδών σωματιδίων(8). Η αρχή της κβάντωσης της στροφορμής είναι θεμελιώδης σε υποατομικό επίπεδο, αλλά υπάρχει επίσης και στο μακροσκοπικό κόσμο.
Παρ’ όλα αυτά η επίδραση του είναι τόσο απειροελάχιστη που μπορεί να θεωρείται ως μηδενική. Ο κόσμος των υποατομικών σωματιδίων βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχούς κίνησης και αναβρασμού, στην οποία τίποτα δεν είναι ποτέ το ίδιο με τον εαυτό του. Τα σωματίδια μετατρέπονται συνεχώς στα αντίθετα τους. έτσι ώστε είναι αδύνατο ακόμα και να αναγνωρίσουμε την ταυτότητα τους σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή. Τα νετρόνια μετατρέπονται σε πρωτόνια και τα πρωτόνια σε νετρόνια σε μια ακατάπαυστη ανταλλαγή ταυτότητας.
Ο Ένγκελς ορίζει τη διαλεκτική ως «την επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης, της ανάπτυξης της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας, της σκέψης». Στο Αντι-Ντύρινγκ και στη Διαλεκτική της Φύσης ο Ένγκελς κάνει μια παρουσίαση των νόμων της διαλεκτικής, ξεκινώντας από τους τρεις πιο θεμελιώδεις:
1. Ο νόμος του μετασχηματισμού της ποιότητας σε ποσότητα και αντιθέτως
2. Ο νόμος της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων
3. Ο νόμος της άρνησης της άρνησης
Με μια πρώτη ματιά ένας τέτοιος ισχυρισμός μπορεί να εμφανιστεί υπερβολικά φιλόδοξος. Είναι πράγματι δυνατόν να επεξεργαστούμε νόμους οι οποίοι έχουν μια τόσο γενική εφαρμογή; Μπορεί πράγματι να υπάρχει ένα βαθύτερο υπόδειγμα το οποίο επαναλαμβάνεται στις λειτουργίες όχι μόνο της κοινωνίας και της σκέψης αλλά και της ίδιας της φύσης; Παρ’ όλες τις ενστάσεις αυτού τους είδους, γίνεται όλο και περισσότερο καθαρό πως τέτοια πρότυπα πράγματι υπάρχουν και επαναλαμβάνονται μόνιμα σε όλων των ειδών τα επίπεδα, με όλων των ειδών τους τρόπους. Και υπάρχει ένας όλο και αυξανόμενος αριθμός παραδειγμάτων, παρμένων από επίπεδα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όπως είναι τα ατομικά σωματίδια και οι πληθυσμιακές μελέτες, τα οποία δίνουν όλο και μεγαλύτερο βάρος στη θεωρία του διαλεκτικού υλισμού.
Το θεμελιώδες σημείο της διαλεκτικής σκέψης δεν είναι πως βασίζεται στην ιδέα της αλλαγής και της κίνησης, αλλά το ότι αντιλαμβάνεται την κίνηση και την αλλαγή ως φαινόμενα που βασίζονται στην αντίθεση. Ενώ η παραδοσιακή τυπική λογική προσπαθεί να εξαφανίσει την αντίθεση, η διαλεκτική σκέψη την περιλαμβάνει. Η αντίθεση είναι μια θεμελιώδης ιδιότητα όλων των υπάρξεων. Βρίσκεται στην ίδια την καρδιά της ύλης. Είναι η πηγή όλης της κίνησης, της αλλαγής και της ανάπτυξης. Ο διαλεκτικός νόμος ο οποίος εκφράζει αυτή την ιδέα είναι ο νόμος της ενότητας και αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων. Ο τρίτος νόμος της διαλεκτικής, η άρνηση της άρνησης, εκφράζει το νόημα της ανάπτυξης. Στη θέση ενός κλειστού κύκλου, όπου οι διεργασίες επαναλαμβάνονται συνεχώς, αυτός ο νόμος τονίζει πως η κίνηση μέσω επαναλαμβανόμενων αντιθέσεων στην πραγματικότητα οδηγεί στην ανάπτυξη από το απλό στο σύνθετο, από το χαμηλό στο υψηλότερο. Οι διεργασίες δεν επαναλαμβάνονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, παρότι φαίνεται να γίνεται το αντίθετο. Αυτοί, με μια πολύ σχηματική περιγραφή, είναι οι τρεις πιο θεμελιώδεις νόμοι της διαλεκτικής. Από αυτούς προέρχεται μια ολόκληρη σειρά επιπρόσθετων προτάσεων που εμπεριέχουν τη σχέση μεταξύ του όλου και του μέρους, της μορφής και του περιεχομένου, του άπειρου και του περατού, της έλξης και της άπωσης κτλ. Θα προσπαθήσουμε να ασχοληθούμε με όλα αυτά. Ας αρχίσουμε με την ποσότητα και την ποιότητα.
(1)Trotsky, In Defence of Marxism, σελ. 66.
(2)Marx, Capital, ΤόμοςΙ, σελ. 19.
(3)David Bohm, Causality and Chance in Modern Physics, σελ. 1.
(4) R. P. Feynman, Lectures on Physics, κεφάλαιοΙ, σελ. 8.
(5) Aristotle, ο.α., σελ. 9.
(6)Engels, Dialectics of Nature, σελ. 92.
(7) Η περιστροφή αυτή λαμβάνει χώρα ακόμη κι όταν θεωρούμε το σωματίδιο ακίνητο. Αυτός είναι άλλωστε και ένας εναλλακτικός ορισμός του εσωτερικού σπιν: η ιδιοπε-ριστροφή που εμφανίζει το σωματίδιο ακόμη κι όταν θεωρείται ακίνητο.
(8) Η στροφορμή ενός σώματος δίνεται από τη σχέση , όπου m η μάζα του, v η ταχύτητά του και r η διάστασή του (πχ, η ακτίνα του), και αποτελεί το αντίστοιχο της ορμής για την περιστροφική κίνηση – δηλαδή την “ποσότητα κίνησης”, σύμφωνα με το Νεύτωνα, για ένα σώμα που περιστρέφεται.