Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΗ σύγκρουση Ελλάδας - Τουρκίας και τα καθήκοντα του εργατικού κινήματος

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η σύγκρουση Ελλάδας – Τουρκίας και τα καθήκοντα του εργατικού κινήματος

Ανάλυση για την εκατέρωθεν αντιδραστική σύγκρουση ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.

Η όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ελληνικό και τουρκικό καπιταλισμό δεν αποτελεί μόνο ένα περιφερειακό φαινόμενο αλλά εντάσσεται στη συνολικότερη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών παγκοσμίως. Καθώς η παγκόσμια οικονομία βαδίζει σε μία νέα ύφεση και καθώς η «πίτα» των κερδών μειώνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για πρώτες ύλες, αγορές και εμπορικούς δρόμους γίνεται όλο και πιο σκληρός. Η αντιπαράθεση στη Νοτιοανατολική (ΝΑ) Μεσόγειο δεν αποτελεί κάποιο ιδιαίτερο φαινόμενο. Αντίστοιχους ανταγωνισμούς βλέπουμε σε Ειρηνικό, Αφρική, Ασία και γενικά σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Σημαντικό επίσης ρόλο στην όξυνση των συγκρούσεων παίζει η σχετική αποδυνάμωση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, οικονομικά και στρατιωτικά, σε σχέση με την περίοδο πριν από 30 χρόνια (είναι χαρακτηριστικό ότι το 1960 αναλογούσε στις ΗΠΑ το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ ενώ το 2017 το 24,06%) και η ταυτόχρονη ισχυροποίηση ιμπεριαλιστικών δυνάμεων όπως η Ρωσία και η Κίνα. Η αποδυνάμωση του ρόλου των ΗΠΑ ως παγκόσμιου χωροφύλακα δίνει περισσότερο χώρο σε τοπικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να παίξουν ένα πιο ανεξάρτητο ρόλο. Γενικότερα οι αντίπαλοι των ΗΠΑ γίνονται πιο θαρραλέοι στην διεκδίκηση των συμφερόντων τους (όπως για παράδειγμα είδαμε να συμβαίνει με τη Ρωσία σε Ουκρανία και Συρία). Από την άλλη πλευρά, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ γίνονται όλο και λιγότερο σταθεροί, στο βαθμό που ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να εξασφαλίσει ή να εγγυηθεί τα συμφέροντά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Τουρκία, η οποία έφτασε στα όρια της ρήξης με τις ΗΠΑ λόγω της στήριξης των κουρδικών πολιτοφυλακών από την τελευταία στη Συρία.

Προς το παρόν, το ξέσπασμα ενός παγκόσμιου πολέμου αποκλείεται λόγω της τεράστιας ισχύος των μέσων μαζικής καταστροφής και του φόβου της αστικής τάξης για τις ακραία αποσταθεροποιητικές για το σύστημα και εν δυνάμει επαναστατικές επιπτώσεις που θα είχε κάτι τέτοιο. Όμως η αύξηση της αστάθειας και η όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων θα οδηγήσει σε περισσότερους περιφερειακούς πολέμους. Και στο βαθμό που η εργατική τάξη δεν θα ανατρέψει την κυριαρχία του κεφαλαίου στις δύο χώρες, η προοπτική ενός περιφερειακού πολέμου Ελλάδας – Τουρκίας θα είναι πάντοτε πιθανή.

Τα αίτια της αντιπαράθεσης ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης

Η διαχρονική αντιπαράθεση ανάμεσα στον ελληνικό και τον τούρκικο καπιταλισμό αποκλιμακώθηκε μετά το θερμό επεισόδιο των Ιμίων το 1996. Βασικοί λόγοι γι’ αυτό ήταν η επέμβαση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που δεν είχε συμφέρον από μία τέτοια πολεμική σύγκρουση, η ανάπτυξη μιας πιο στενής οικονομικής συνεργασίας με εμπορικές συμφωνίες ανάμεσα στα δύο κράτη, καθώς και η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, απ’ την οποία η τουρκική αστική τάξη προσέβλεπε σε σημαντικά οφέλη.

Ωστόσο, κανένα από τα βασικά ζητήματα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον τούρκικο και τον ελληνικό καπιταλισμό δεν επιλύθηκε. Το Κυπριακό ζήτημα, το μειονοτικό ζήτημα της Θράκης και ο ανταγωνισμός στο Αιγαίο για χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) παρέμειναν ανεπίλυτα.

Όλα αυτά τα πεδία ανταγωνισμού επανήλθαν με ένταση στο προσκήνιο. Ο βασικός λόγος είναι η ανακάλυψη υδρογονανθράκων στη ΝΑ Μεσόγειο και το γεγονός ότι βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για την αξιοποίησή τους από τις πολυεθνικές εταιρείες, από τις οποίες τόσο η ελληνική όσο και η τουρκική αστική τάξη ευελπιστούν να λάβουν ένα «ενοίκιο». Για την τουρκική αστική τάξη οι ενεργειακοί πόροι της NA Μεσογείου έχουν μεγάλη σημασία καθώς είναι απόλυτα εξαρτημένη από εισαγωγές πετρελαίου από Ιράν και Ρωσία.

Από την άλλη πλευρά, η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ έχει απομακρυνθεί (αν όχι εξαλειφθεί), οπότε η ελληνική αστική τάξη δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την προοπτική ένταξης στην ΕΕ ως διαπραγματευτικό χαρτί. Επίσης, το ημι-βοναπαρτιστικό καθεστώς του Ερντογάν γίνεται όλο και πιο αδύναμο όσο η τουρκική οικονομία βουλιάζει και το βιοτικό επίπεδο καταρρέει και γι’ αυτό έχει ανάγκη να κλιμακώνει την εθνικιστική υστερία και να οξύνει το πολεμικό κλίμα για να εκτρέπει την προσοχή των μαζών στο εξωτερικό.

Οι λεονταρισμοί της τουρκικής αστικής τάξης δεν σημαίνουν ότι το ελληνικό αστικό κράτος είναι στη θέση του αμυνόμενου. Ο ισχυρισμός των Ελλήνων αστών ότι αυτοί σέβονται το διεθνές δίκαιο ενώ αντίθετα μόνο η Τουρκία το παραβιάζει είναι ένα τρανταχτό ψέμα. Και οι δύο αστικές τάξεις ερμηνεύουν το Διεθνές Δίκαιο σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντιπαράθεση για χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα, και ΑΟΖ. Οι νομικοί αυτοί όροι καθορίστηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν και άρχισε να αναπτύσσεται η τεχνολογία για την αξιοποίηση πρώτων υλών από το βυθό της θάλασσας. Τα χωρικά ύδατα αρχικά καθορίστηκαν ως η απόσταση 3 ναυτικών μιλίων (ν.μ.) από την ακτή ενός κράτους και ορίστηκαν κυρίως για λόγους άμυνας. Από το 1936 επεκτάθηκε στα 6 ν.μ. και από το 1992 ορίστηκε η δυνατότητα να καθοριστεί στα 12 ν.μ. Ως υφαλοκρηπίδα ορίστηκε η έκταση 200 ν.μ. από την ακτή ενός κράτους, όπου το κράτος έχει δικαίωμα στην εκμετάλλευση του υπεδάφους και του βυθού. Η ΑΟΖ ορίστηκε μόλις το 1982 και περιλαμβάνει ανάλογη έκταση με την υφαλοκρηπίδα (200 ν.μ.) ωστόσο περιλαμβάνει πέρα από την εκμετάλλευση του βυθού, την αξιοποίηση των υπερκείμενων υδάτων αλλά και δίνει την δυνατότητα εξόρυξης υδρογονανθράκων. Γι’ αυτό, αποτελεί το πιο σοβαρό πεδίο αντιπαράθεσης στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Όταν η απόσταση ανάμεσα στις ακτές 2 κρατών είναι μικρότερη των 400 ν.μ., όπως ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, τότε η ΑΟΖ πρέπει να καθοριστεί μέσα από ειδική συμφωνία αυτών των κρατών, κάτι που δεν έχει γίνει από το ελληνικό και τουρκικό κράτος.

Η ελληνική αστική τάξη επιδιώκει η ΑΟΖ να καθοριστεί με αφετηρία τις ακτές των ακριτικών νησιών που συνορεύουν με την Τουρκία. Αν σε αυτό συμπεριληφθεί και το Καστελόριζο η ΑΟΖ που θα έχει η Τουρκία θα περιορίζεται σε μία εξαιρετικά λεπτή μικρή υδάτινη λωρίδα κοντά στα παράλιά της, αποκλείοντάς την πρακτικά εντελώς από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου.

Η ελληνική αστική τάξη έχει προχωρήσει σε μία οικονομική και στρατιωτική συμμαχία με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο σε μία προσπάθεια να πετύχει ακριβώς αυτόν τον αποκλεισμό ή τουλάχιστον να περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό τις διεκδικήσεις της τουρκικής αστικής τάξης στην ΝΑ Μεσόγειο.

Από την πλευρά της, η τουρκική αστική τάξη επιδιώκει να καθοριστεί η ΑΟΖ με βάση τα ηπειρώτικα παράλια των δύο χωρών και όχι τα νησιωτικά. Δεν αποδέχεται επίσης με κανένα τρόπο να την εμποδίσει το να ορίσει ΑΟΖ στην ΝΑ Μεσόγειο ένα μικρό νησί μερικών εκατοντάδων κατοίκων όπως το Καστελόριζο. Για να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους, χρησιμοποιούν την δική τους «ερμηνεία» του Διεθνούς Δικαίου. Για παράδειγμα, η ΑΟΖ που καθορίστηκε ανάμεσα σε Γαλλία και Βρετανία δεν έλαβε υπόψη τα μικρά βρετανικά νησιά που βρίσκονται κοντά στη Γαλλία αλλά μόνο την ηπειρωτική ακτογραμμή των δύο χωρών. Επίσης, η ΑΟΖ που ανακηρύχθηκε ανάμεσα σε Μάλτα και Λιβύη καθορίστηκε με βάση την έκταση της ακτογραμμής των δύο χωρών και όχι το μέσο της απόστασης. Δηλαδή δόθηκε πολύ περισσότερος χώρος στη Λιβύη.Σύγκρουση Ελλάδας Τουρκίας

Σε τελική ανάλυση όμως το Διεθνές Δίκαιο δεν αποτυπώνει υπέρ-ιστορικούς νόμους αλλά μόνο τον εκάστοτε συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στα κράτη. Και εδώ πρέπει να αναφερθούμε σε έναν ακόμα παράγοντα όξυνσης της έντασης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, τον αλλαγμένο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στο ελληνικό και τουρκικό καπιταλισμό τα τελευταία 20 χρόνια. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στις αρχές του 2000 η Τουρκία είχε το διπλάσιο ΑΕΠ από την Ελλάδα. Τώρα, λόγω της παρατεταμένης κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού και της ανάπτυξης που γνώρισε μέχρι πριν από 2 χρόνια ο τουρκικός καπιταλισμός, έχει τετραπλάσιο ΑΕΠ από την Ελλάδα.

Αυτό βέβαια αντανακλάται και στο χάσμα στρατιωτικής ισχύος ανάμεσα στις δύο χώρες που έχει μεγαλώσει σημαντικά. Το τουρκικό κράτος δεν έχει μόνο μεγαλύτερο αριθμό στρατιωτικού προσωπικού, αρμάτων, ελικοπτέρων και άλλων εξοπλισμών. Η Τουρκία διαθέτει πλέον ένα στρατό με μεγαλύτερη πολεμική εμπειρία (που αποκτήθηκε στους πολέμους σε Κουρδιστάν και Συρία) καθώς και σειρά καλύτερων τεχνολογικά εξοπλισμών (σύγχρονα drone, S 400). Πάνω από όλα, έχει μεγαλύτερη ικανότητα για διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων, καθώς το 65% των εξοπλισμών της παράγεται εγχώρια και αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο χαμηλής τεχνολογίας εξοπλισμό αλλά και ελικόπτερα, τεθωρακισμένα και drone δικής της κατασκευής. Αντίθετα, το ελληνικό κράτος εισάγει από το εξωτερικό σχεδόν το σύνολο του εξοπλισμού του. Ο στρατός της Τουρκίας είναι στην 9η θέση σε μία λίστα 137 χωρών, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην 23η θέση.

Η τουρκική αστική τάξη θέλει να αξιοποιήσει αυτόν τον αλλαγμένο συσχετισμό για να αποκομίσει απτά οφέλη στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην ΝΑ Μεσόγειο. Η ελληνική αστική τάξη από τη δική της πλευρά ελπίζει να καλύψει την αδυναμία της αξιοποιώντας τον ανταγωνισμό Τουρκίας – ΗΠΑ, προχωρώντας στην αναβάθμιση του ρόλου της στο ΝΑΤΟ με την πρόσφατη «αμυντική» συμφωνία με τις ΗΠΑ. Προσπαθεί επίσης να αξιοποιήσει την αντιπαράθεση ΕΕ και Τουρκίας και προσχώρησε επίσης σε μία οικονομική και στρατιωτική συμμαχία με Ισραήλ, Αίγυπτο και Κύπρο για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων στη ΝΑ Μεσόγειο, αποκλείοντας την Τουρκία.

Ωστόσο, αυτές οι κινήσεις δεν φαίνεται να έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα για τους Έλληνες αστούς. Η σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία έχει όρια. Η Τουρκία είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ειδικά τώρα που οι ανταγωνισμοί στη Μέση Ανατολή οξύνονται. Ελπίζουν φυσικά σε μία αλλαγή καθεστώτος που θα είναι πιο φιλοαμερικανικό και μέχρι τότε θα ασκούν πιέσεις στον Ερντογάν, αλλά δε σκοπεύουν να έρθουν σε οριστική ρήξη με την τουρκική αστική τάξη. Ενδεικτική αυτής της στάσης των ΗΠΑ ήταν η αποτυχία του Μητσοτάκη να αποκομίσει έστω και μία δήλωση στήριξης από τον Τραμπ για τις διεκδικήσεις της ελληνικής αστικής τάξης κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ουάσιγκτον.

Παρά τους σκληρούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούν πολλές φορές αξιωματούχοι της ΕΕ και παρά ορισμένες (αναιμικές) οικονομικές και άλλες κυρώσεις, δεν μπορούν να έρθουν σε μετωπική σύγκρουση με την Τουρκία. Και αυτό γιατί ο Ερντογάν κρατάει το πολύ ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί των προσφυγικών ροών, με το οποίο απειλεί ανοιχτά την Ευρώπη. Το ζήτημα αυτό βαραίνει πολύ περισσότερο στις τελικές αποφάσεις που θα λάβουν οι Ευρωπαίοι αστοί από τα «κυριαρχικά δικαιώματα» της ελληνικής αστικής τάξης.

Ο αγωγός East Med

Η ελληνική αστική τάξη προσπαθεί επίσης να αξιοποιήσει στον ανταγωνισμό της με την τουρκική τους αγωγούς φυσικού αεριού και συγκεκριμένα, την απόπειρα της ΕΕ να μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, η οποία αγγίζει σχεδόν το 40% των αναγκών της (αυτός παρεμπιπτόντως είναι και ο λόγος για τις επενδύσεις των Ευρωπαίων αστών σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας και όχι κάποια περιβαλλοντική ευαισθησία).

Embed from Getty Images

Καρπός αυτής της προσπάθειας είναι το σχέδιο για τη δημιουργία του αγωγού Εast Med που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από την Κύπρο στην Ελλάδα και την Ιταλία και θα κοστίζει 6,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Το μήκος του αγωγού θα είναι 900 χιλιόμετρα και θα μπορούσε να καλύψει το 4% των αναγκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, ακόμα δεν έχει πραγματοποιηθεί η τελική μελέτη για να διαπιστωθεί αν θα είναι οικονομικά βιώσιμο αυτό το σχέδιο. Σε κάθε περίπτωση, η πραγματοποίησή του θα εξαρτηθεί από το αν θα είναι αρκετά ψηλά οι τιμές του φυσικού αερίου.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι θα ήταν εξαιρετικά πιο φθηνό, φιλικό προς το περιβάλλον και βιώσιμο αν ο αγωγός αυτός περνούσε μέσα από την Τουρκία και συνδέονταν με υπάρχοντες αγωγούς. Αλλά βασικό κριτήριο εδώ είναι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και συγκεκριμένα η προσπάθεια να παρακαμφθεί η Τουρκία που βρίσκεται πιο κοντά στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας σε αυτή τη φάση. Επίσης, αντίστοιχους υπολογισμούς κάνει η ρωσική ολιγαρχία προχωρώντας στη δημιουργία του Nord Stream και του Τurkish Stream που έχουν ως σκοπό να παρακάμψουν την Ουκρανία που βρίσκεται στην σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ.

Η σύγκρουση στη Λιβύη και η σημασία του «μνημονίου κατανόησης» Λιβύης – Τουρκίας

Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα στη Λιβύη έχει τις ρίζες της στο επαναστατικό κίνημα του 2011 που ήταν τμήμα της μεγάλης Αραβικής Επανάστασης. Όπως συνέβη και στη Συρία, το κίνημα δεν κατάφερε να ανατρέψει το καθεστώς του Καντάφι. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν μπήκε αποφασιστικά στο προσκήνιο, όπως έγινε σε Τυνησία και Αίγυπτο. Το καθεστώς ανασυντάχθηκε και προχώρησε στο αιματοκύλισμα της επανάστασης.

Όπως και στη Συρία, έτσι και στη Λιβύη, οι ιμπεριαλιστές επενέβησαν με το πρόσχημα της βοήθειας των επαναστατών στην ανατροπή του δικτάτορα Καντάφι (με τον οποίο μέχρι τότε είχαν άψογη συνεργασία). Και όπως και στη Συρία, το αποτέλεσμα αυτής της επέμβασης ήταν η μετατροπή μιας σχετικά ανεπτυγμένης χώρας, με υψηλό βιοτικό επίπεδο, σε ένα ζωντανό εφιάλτη, με φαινόμενα βαρβαρότητας όπως το εμπόριο σκλάβων.

Η χώρα κατακερματίστηκε σε ντόπιους πολέμαρχους που υποστηρίζονται από διαφορετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Οι κύριες δυνάμεις είναι η κυβέρνηση του Σάρατζ που ελέγχει την Τρίπολη και μία μικρή περιοχή γύρω από αυτήν και οι δυνάμεις του Χαφτάρ που ελέγχουν σχεδόν το σύνολο της χώρας.

Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναγνωρίστηκε επίσημα από τον ΟΗΕ αυτό δεν απέτρεψε διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να υποστηρίξουν ανοιχτά τον Χαφτάρ. Στη συγκεκριμένη αναμέτρηση, πέρα από την αρχική υποστήριξη στην κυβέρνηση της Τρίπολης, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν έπαιξε τον αποφασιστικό ρόλο. Η κυβέρνηση της Τρίπολης στηρίζεται από Τουρκία, Κατάρ και Ιταλία ενώ οι δυνάμεις του Χαφτάρ από Γαλλία, Αίγυπτο, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ρωσία η οποία έχει στείλει 1500 μισθοφόρους.

Embed from Getty Images

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τον λόγο για το συνωστισμό των ιμπεριαλιστών για την στήριξη των 2 πολέμαρχων. Η Λιβύη είναι η 11η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στην οποία δραστηριοποιούνται μεγάλες πολυεθνικές όπως η γαλλική Total και η ιταλική Eni. Από τη Λιβύη γίνεται μεγάλη τροφοδοσία πετρελαίου στην ενεργειακά εξαρτημένη Ευρώπη. Το 2018 η Λιβύη κάλυψε το 6,7% των αναγκών της ΕΕ σε πετρέλαιο.

Επίσης, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του Καντάφι, η Λιβύη έγινε βασικό πέρασμα προς την Ευρώπη για τους πρόσφυγες από Αφρική. Η ΕΕ έχει δώσει από το 2014 πάνω από 330 εκατομμύρια ευρώ στην κυβέρνηση της Τρίπολης για να μετατρέψει την πρωτεύουσα σε ένα μεγάλο στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων, όπου συνωστίζονται σε απάνθρωπες συνθήκες πάνω από 700.000 πρόσφυγες. Πέρα από το ζήτημα της ενέργειας, οι Γερμανοί καπιταλιστές ενδιαφέρονται να σταθεροποιήσουν την κατάσταση στη χώρα για να περιορίσουν τις μεταναστευτικές ροές και αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που κάλεσαν στη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη χωρίς όμως να δώσουν κάποια λύση αφού οι εχθροπραξίες άρχισαν αμέσως μετά τη διάσκεψη, παρά την απόφαση για εκεχειρία.

Ο τουρκικός καπιταλισμός έχει παρουσία στη Λιβύη από την εποχή του Καντάφι με τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες να αναλαμβάνουν έργα πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του Καντάφι, ο Ερντογάν είδε μία χρυσή ευκαιρία στην συμμετοχή στη λεηλασία της πλούσιας σε πετρέλαιο χώρας.

Η υπογραφή του Μνημονίου Κατανόησης ανάμεσα σε Λιβύη και Τουρκία προβλέπει τη δημιουργία κοινής ΑΟΖ ανάμεσα στις δύο χώρες (που δεν λαμβάνει υπόψη το Καστελόριζο και περνά πολύ κοντά στην Κρήτη) και την παροχή στρατιωτικής βοήθειας από μέρους της Τουρκίας στην κυβέρνηση της Τρίπολης.

Στην πρόσφατη Διάσκεψη για τη Λιβύη στο Βερολίνο δεν έγινε αποδεκτό το συγκεκριμένο Μνημόνιο. Αυτό όμως δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για την αστική τάξη της Τουρκίας. Ο Ερντογάν ενδιαφέρεται περισσότερο να χρησιμοποιήσει αυτή τη συμφωνία ως διαπραγματευτικό χαρτί στη σύγκρουση για τον έλεγχο των υδρογονανθράκων στην ΝΑ Μεσόγειο και να βάλει ένα φρένο στο σχέδιο δημιουργίας του αγωγού East Med, καθώς, αν το Μνημόνιο Λιβύης – Τουρκίας αναγνωριστεί, τότε ο αγωγός δεν θα μπορεί να κατασκευαστεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας γιατί περνάει μέσα από ΑΟΖ της Τουρκίας.

Η ελληνική αστική τάξη από την πλευρά της δέχθηκε μία ακόμα ψυχρολουσία, καθώς δεν κλήθηκε καν στη Διάσκεψη του Βερολίνου, παρότι η σύναψη του Μνημονίου την αφορά άμεσα. Σε μία προσπάθεια να καλύψει την αδυναμία της κάλεσε τον Χαφτάρ στην Αθήνα και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αποστολής στρατού στη Λιβύη. Με την ελπίδα επίσης να πάρει κάποια στήριξη από ΗΠΑ και ΕΕ στον ανταγωνισμό με την Τουρκία, δέχθηκε να εμπλακεί πιο άμεσα στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην Μ. Ανατολή αποδεχόμενη να στείλει μία αντιαεροπορική συστοιχία «Patriot» στα στενά του Ορμούζ.

Υπάρχει προοπτική ελληνοτουρκικού πολέμου;

Όπως έχουμε τονίσει σε παλαιότερα άρθρα μας, η προοπτική μιας γενικευμένης σύρραξης ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα δεν είναι πιθανή στην παρούσα φάση, καθώς θα εξέθετε σε σοβαρούς κινδύνους τα συμφέροντα της αστικής τάξης και στις δύο χώρες. Μία εκτεταμένη πολεμική αναμέτρηση, θα είχε μεγάλο κόστος αφού θα κλόνιζε τόσο την οικονομία, όσο και την παρούσα ισορροπία στις σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις, που και στις δύο χώρες είναι εξαιρετικά εύθραυστη.

Ο τουρκικός καπιταλισμός γνώρισε μία σοβαρή οικονομική κρίση το 2018 από την οποία δεν έχει ανακάμψει. Ιδιαίτερα τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομία βαδίζει σε μία νέα ύφεση, μία πολεμική αναμέτρηση θα οδηγούσε την τουρκική οικονομία σε κατάρρευση. Επιπρόσθετα, παρά την επιφανειακή εικόνα κοινωνικής ηρεμίας, στα θεμέλια της τουρκικής κοινωνίας υπάρχουν τρομακτικές ταξικές αντιθέσεις. Η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών σε έναν γενικευμένο πόλεμο, καθώς και το άλυτο κουρδικό εθνικό ζήτημα θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε μαζικά κινήματα. Η αστική τάξη της Τουρκίας κατανοεί αυτό το σοβαρό ενδεχόμενο και θα σκεφτεί πολύ σοβαρά πριν προχωρήσει σε μία πολεμική αναμέτρηση που μπορεί να φέρει πιο κοντά την προοπτική μιας επανάστασης.

Για την ελληνική αστική τάξη η γενικευμένη πολεμική αναμέτρηση επίσης ισοδυναμεί με μία άμεση οικονομική καταστροφή. Με την ελληνική οικονομία να γνωρίζει μία αναιμική ανάκαμψη μετά από 9 χρόνια συνεχόμενης ύφεσης, με το κρατικό χρέος στο 180% του ΑΕΠ, μία τέτοια πολεμική αναμέτρηση θα ισοδυναμούσε με αναπόφευκτη κρατική χρεοκοπία. Από την άλλη πλευρά, η «κοινωνική ειρήνη» που εξασφάλισε για κάποια χρόνια, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με την προδοσία της, δεν έχει εξαφανίσει τους λόγους που γέννησαν τα μεγάλα κινήματα που γνωρίσαμε την προηγούμενη περίοδο στην Ελλάδα. Η ελληνική αστική τάξη θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο την πολεμική αναμέτρηση που θα φέρει ξανά στο προσκήνιο την οικονομική κατάρρευση και την προοπτική της επανάστασης.

Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι ότι δε θα έχουμε άμεσα μία εκτεταμένη πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Ωστόσο, παρά τη θέληση της αστικής τάξης και στις δύο χώρες θα μπορούσαμε να έχουμε ένα «θερμό επεισόδιο», δηλαδή μια τοπικής κλίμακας και περιορισμένου χρόνου στρατιωτική εμπλοκή λόγω της αυξανόμενης έντασης μεταξύ των δυο ενόπλων δυνάμεων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις εντεινόμενες επικίνδυνες αερομαχίες στο Αιγαίο, την απόπειρα διεμβόλισης σκάφους του λιμενικού από τουρκικό πολεμικό πλοίο κ.ά.

Το γεγονός ότι μία γενικευμένη πολεμική αναμέτρηση αποκλείεται σε αυτή τη φάση δεν σημαίνει ότι ο ελληνοτουρκικός πόλεμος αποκλείεται μακροπρόθεσμα. Για παράδειγμα, σε μια μελλοντική φάση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στις δύο χώρες, σε συνθήκες μιας ακόμα βαθύτερης κρίσης των αστικών καθεστώτων που θα μπορούσε να αναδείξει σε κάποια από τις δυο χώρες ένα ακόμα πιο ανοικτά βοναπαρτιστικό και συνάμα ακόμα πιο ασταθές καθεστώς από το σημερινό του Ερντογάν, θα μπορούσαμε να έχουμε μια ανοιχτή πολεμική αναμέτρηση, ως ένα απελπισμένο μέσο για να εκτραπεί η προσοχή των μαζών και να ανακοπεί η οξυμένη ταξική πάλη. Σε τελική ανάλυση, η προοπτική του ελληνοτουρκικού πολέμου θα έρχεται όλο και πιο πολύ στο προσκήνιο όσο ο καπιταλισμός και στις δυο χώρες συνεχίζει να σαπίζει, χωρίς να ανατρέπεται από την εργατική τάξη. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία για το ότι μόνο ο κοινός αντικαπιταλιστικός και διεθνιστικός αγώνας της ελληνικής και τουρκικής εργατικής τάξης μπορεί να εγγυηθεί ένα ειρηνικό μέλλον για τους λαούς της περιοχής.

Η αναγκαία στάση του εργατικού κινήματος και των κομμουνιστών

Αξίζει να το τονίσουμε για μια ακόμα φορά: η πολεμική ένταση που καλλιεργείται από τις αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας – αν και όπως είπαμε το πιθανότερο είναι να μην οδηγήσουν άμεσα σε πόλεμο – γίνονται για τα κέρδη από τους υδρογονάνθρακες, γίνονται στα πλαίσια ευρύτερων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και με αυτή την έννοια, ένας τέτοιος πόλεμος θα είναι αντιδραστικός και από τις δύο πλευρές.

Η αποκάλυψη του αντιδραστικού χαρακτήρα του πολέμου είναι το στοιχειώδες πολιτικό καθήκον των κομμουνιστών στην Ελλάδα, που οφείλουν να μην τοποθετούνται από τη σκοπιά της υπεράσπισης της «δικής τους» αστικής πατρίδας και της εδαφικής της «ακεραιότητας».

Embed from Getty Images

Οι κομμουνιστές και των 2 χωρών πρέπει να εξηγήσουν στην εργατική τάξη ότι δεν έχει να κερδίσει τίποτα από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Από την εκμετάλλευση αυτή θα πλουτίσουν μόνο μία χούφτα καπιταλιστές και τα μονοπώλια. Αρκεί να ρίξει κάποιος μία ματιά σε μεγάλες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες (όπως Σ. Αραβία, Ιράν, Αλγερία, Νιγηρία κ.ά.) για να καταλάβει ότι από την εκμετάλλευση του πετρελαίου και φυσικού αερίου θησαυρίζει μία ολιγάριθμη ολιγαρχία ενώ τα φτωχά λαϊκά στρώματα ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης.

Επιπρόσθετα, οι επιπτώσεις για το περιβάλλον σε μία κλειστή θάλασσα όπως αυτή της Μεσογείου θα είναι καταστροφικές. Η εξόρυξη πετρελαίου από τη θάλασσα καταγράφει κάθε χρόνο παγκόσμια εκατοντάδες «ατυχήματα» που μολύνουν τις θάλασσες με πετρέλαιο.

Οι κομμουνιστές στην Ελλάδα οφείλουν να παλέψουν με όλες τους τις δυνάμεις, για να αποκαλύψουν τον αντιδραστικό χαρακτήρα της σύγκρουσης ανάμεσα σε ελληνική και τουρκική αστική τάξη, να δημιουργήσουν διεθνιστικούς δεσμούς με το τουρκικό εργατικό κίνημα και το εργατικό κίνημα της Μέσης Ανατολής στη βάση συγκεκριμένων και επειγουσών πρωτοβουλιών και να παλέψουν από κοινού ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό. Η μόνη τελική εγγύηση για την αποτροπή του πολέμου είναι η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης και στις δύο χώρες.

Δυστυχώς όμως, οι ηγεσίες του εργατικού κινήματος, λιγότερο ή περισσότερο, ταυτίζονται με την ελληνική αστική τάξη και το σύνθημά της για «εθνική ενότητα» και «υπεράσπιση της πατρίδας».

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει ταυτιστεί πλήρως με τις κατευθύνσεις της ελληνικής αστικής τάξης παίρνοντας τη θέση του συμβούλου για την επιδίωξη των συμφερόντων της και έχοντας ήδη ως κυβέρνηση αναβαθμίσει το ρόλο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και ενισχύσει την συμμαχία με Ισραήλ και Αίγυπτο.

Οι θέσεις του ΜέΡΑ25 για τα ελληνοτουρκικά παρουσιάστηκαν εν συντομία σε συνέντευξη που έδωσε το καλοκαίρι ο γ.γ. του ΜέΡΑ25, Γ. Βαρουφάκης, σε εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου, λέγοντας ότι «Το ΜέΡΑ25 τίθεται κατά της εξόρυξης και συνεκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο…Το μέλλον της ανθρωπότητας απαιτεί άμεσο τερματισμό της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα, ενώ η συνεκμετάλλευση υδρογονανθράκων με προβληματικά καθεστώτα θα αύξανε τις γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή, εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων.»

Φυσικά η εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων είναι αναγκαία και επιτακτική ανάγκη για την αναστροφή των καταστροφικών επιπτώσεων στο περιβάλλον. Επιπρόσθετα υπάρχει η τεχνολογική δυνατότητα, μέσα σε λίγα χρόνια, να απεξαρτηθούμε εντελώς από τα ορυκτά καύσιμα. Ο λόγος που αυτό δεν γίνεται πραγματικότητα είναι γιατί οι μεγάλες πολυεθνικές και οι πετρελαιοβιομηχανίες έχουν ακόμα να απομυζήσουν πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια κερδών από αυτές τις εξορύξεις. Ο μόνος τρόπος να τερματιστεί η εξάρτηση της ανθρωπότητας από τα ορυκτά καύσιμα είναι να εθνικοποιηθούν οι πετρελαιοβιομηχανίες και οι βασικοί κορμοί της οικονομίας, να γίνουν μαζικές επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στα πλαίσια ενός ορθολογικού σχεδίου με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες. Δηλαδή η επικράτηση του σοσιαλισμού.

Επίσης, οι γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή δεν μπορούν να περιοριστούν με την παραίτηση από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Αυτός είναι μόνο ένας παράγοντας της όξυνσης της αντιπαράθεσης ανάμεσα στα αστικά κράτη και τους ιμπεριαλιστές στην περιοχή. Οι ανταγωνισμοί αφορούν αγορές, εμπορικούς δρόμους, πρώτες ύλες κ.ά., και καθώς η κρίση του καπιταλισμού θα βαθαίνει, οι ανταγωνισμοί αυτοί θα οξύνονται.

Πάνω απ’ όλα όμως, στο κρίσιμο ερώτημα, ποια θα είναι η στάση του ΜέΡΑ25 σε περίπτωση παραβίασης της «εθνικής ακεραιότητας» της χώρας, ο γραμματέας του κόμματος υποστήριξε τον πόλεμο. Συγκεκριμένα, σε ερώτηση του Νίκου Μπογιόπουλου κατά τη διάρκεια της παραπάνω εκπομπής «Κι αν Τουρκικά πλοία τύπου Πορθητή έρθουν στις θάλασσές μας και τρυπήσουν με τα γεωτρύπανά τους τον βυθό μας, τί προτείνει το ΜέΡΑ25 ότι πρέπει να κάνουμε;», ο γγ. του ΜέΡΑ25 απάντησε πως «αν έρθουν στις θάλασσές μας και τρυπήσουν με τα γεωτρύπανά τους τον βυθό μας, θα το θεωρήσουμε casus belli.»

Από την πλευρά της η ηγεσία του ΚΚΕ έλαβε μία σημαντική πρωτοβουλία προχωρώντας σε κοινή ανακοίνωση με το ΚΚ Τουρκίας. Αυτό είναι ένα βήμα που βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση του προλεταριακού διεθνισμού. Ωστόσο, αυτή η πρωτοβουλία δεν μπορεί παρά να μείνει ένα κενό γράμμα όσο η ηγεσία του ΚΚΕ υιοθετεί την ρητορική της ελληνικής αστικής τάξης για υπεράσπιση των συνόρων, της εθνικής ακεραιότητας και της αστικής πατρίδας.

Σε παλαιότερη ομιλία του στο Σύνταγμα το 2018iv, ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος δήλωσε ότι: «Οι κομμουνιστές, όπως πάντα στην ηρωική 100χρονη Ιστορία μας, θα πρωτοστατήσουμε στον αγώνα για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, για να συντριβεί ο όποιος ξένος εισβολέας, εάν τολμήσει και επιτεθεί στην Ελλάδα».

Αμέσως μετά βέβαια, συμπληρώνει: «Ταυτόχρονα όμως επισημαίνουμε από τώρα ότι δε θα δείξουμε καμιά εμπιστοσύνη στην αστική κυβέρνηση που θα κάνει τον πόλεμο. Καμιά ανοχή στην άρχουσα τάξη που συμμετέχει στον πόλεμο για την προώθηση των δικών της οικονομικών συμφερόντων, βάζοντας το λαό μας να χύνει το αίμα του».

Αυτές οι φράσεις βρίσκονται σε πλήρη αντίφαση μεταξύ τους. Γιατί ο πόλεμος για την υπεράσπιση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων μας» (ποια κυριαρχικά δικαιώματα έχουν στην καπιταλιστική Ελλάδα οι εργάτες;) σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα καλείται όχι μόνο να συμμετάσχει με το όπλο στο χέρι σε έναν αντιδραστικό πόλεμο στο μέτωπο, αλλά και στα μετόπισθεν θα πρέπει να απέχει από κάθε μορφή ταξικής πάλης, τις απεργίες και κάθε είδους ενέργεια, που θα μπορούσε να σαμποτάρει τον «εθνικό» αγώνα. Και βέβαια, η λογική προέκταση αυτής της θέσης σημαίνει ότι το προλεταριάτο πρέπει να παραιτηθεί από την ταξική πάλη ακόμα και κατά την προπαρασκευαστική περίοδο για τον πόλεμο, που είναι εξίσου σημαντική για την έκβαση του πολέμου με την περίοδο των πολεμικών επιχειρήσεων.

Η αστική τάξη, όπως έκανε πάντα ιστορικά, θα χρησιμοποιήσει το σύνθημα για την υπεράσπιση της πατρίδας, για να παραλύσει και να διαλύσει το εργατικό κίνημα, τις οργανώσεις και τα κόμματά του. Οι ηγεσίες του εργατικού κινήματος, που αποδέχονται αυτό το σύνθημα, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να δένουν το εργατικό κίνημα στο άρμα της αστικής τάξης, όπως έκαναν οι σοσιαλσοβινιστές ηγέτες της Δεύτερης Διεθνούς στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αποτελεί στοιχειώδες γεγονός για τους μαρξιστές ότι τα 2 αποφασιστικά εμπόδια για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την πρόοδο της ανθρωπότητας σήμερα είναι, από τη μία πλευρά, η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και από την άλλη πλευρά τα σύνορα και το έθνος – κράτος. Γι’ αυτό το λόγο, το σύνθημα για την υπεράσπιση των συνόρων και της αστικής πατρίδας είναι αντιδραστικό σύνθημα.

Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραφαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο – την εποχή που ακόμα το έθνος – κράτος ήταν σχετικά προοδευτικό – δήλωναν: «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα». Ο Καρλ Λίμπκνεχτ συμπύκνωνε τη θέση των κομμουνιστών σε καιρό πολέμου λέγοντας ότι «ο κύριος εχθρός κάθε λαού βρίσκεται στην ίδια του τη χώρα»! Ο Λένιν έγραφε για το σύνθημα της υπεράσπισης της πατρίδας: «Η αστική τάξη και οι οπαδοί της στο εργατικό κίνημα, οι γκρυτλιανοί (σ.σ: Ελβετοί ρεφορμιστές), βάζουν συνήθως το ζήτημα έτσι: ή καταρχήν αναγνωρίζουμε το χρέος της υπεράσπισης της πατρίδας ή αφήνουμε τη χώρα μας ανυπεράσπιστη. Μια τέτοια θέση είναι ριζικά λαθεμένη. Στην πραγματικότητα το ζήτημα τίθεται έτσι: ή θα σκοτωνόμαστε για τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης ή θα προετοιμάζουμε συστηματικά την πλειοψηφία των εκμεταλλευομένων και τους εαυτούς μας, ώστε με μικρότερες θυσίες να πάρουμε τις τράπεζες, να απαλλοτριώσουμε την αστική τάξη, για να βάλουμε γενικά τέρμα και στην ακρίβεια και στους πολέμους». (Β. Ι. Λένιν: «Σχετικά με την τοποθέτηση του ζητήματος της υπεράσπισης της πατρίδας», «Άπαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 223.)

Ποια πρέπει όμως να είναι η θέση των κομμουνιστών σε περίπτωση που ξεσπάσει ο πόλεμος; Ο Κλαούζεβιτς έγραψε εύστοχα ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Η αστική τάξη πάει στον πόλεμο για να συνεχίσει το κυνήγι κερδοφορίας, αγορών και πρώτων υλών. Οι κομμουνιστές πάνε στον πόλεμο για να συνεχίσουν τον αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Αν το εργατικό κίνημα αποτύχει να αποτρέψει ένα τέτοιο πόλεμο, τότε το καθήκον των κομμουνιστών είναι να ακολουθήσουν τα ταξικά τους αδέρφια στο μέτωπο, όχι όμως για την «υπεράσπιση της πατρίδας», αλλά για να κάνουν επαναστατική δουλειά μέσα στον στρατό, να χτίσουν κομμουνιστικούς πυρήνες και να προετοιμάσουν το κέρδισμα των φαντάρων και των κατώτερων αξιωματικών στην υπόθεση της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού.

Οι εργαζόμενοι λαοί της ΝΑ Μεσογείου δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους!

 
Όχι στον καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, το εθνικιστικό μίσος και την πολεμική ένταση στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο!

 
Τερματισμός των εξοπλιστικών προγραμμάτων – χρήματα για υγεία, παιδεία, και κοινωνικές παροχές.

 
Έξω ο αμερικάνικος και ο δυτικοευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός από την περιοχή!

 
Άμεση έξοδος Ελλάδας και Τουρκίας από τους πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς θεσμούς και μηχανισμούς ΝΑΤΟ, ΕΕ κ.ά.!

 
Επαναστατικός αγώνας για την ανατροπή των πατριδοκάπηλων αστικών τάξεων σε Ελλάδα και Τουρκία. Για μια σοσιαλιστική ομοσπονδία των δύο χωρών ως τμήμα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης, της Μ. Ανατολής και ολόκληρου του κόσμου.

 
Αλληλέγγυος-συντονισμένος αγώνας της εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό σε Ελλάδα, Τουρκία, Κύπρο και ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο – ο μόνος δρόμος για μόνιμη ειρήνη και σταθερή ευημερία!

Ηλίας Κυρούσης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα