Εν μέσω της βαθύτερης οικονομικής κρίσης που εξελίσσεται παγκόσμια, όπως όλα δείχνουν και ενώ η ελληνική κοινωνία κάθε άλλο παρά έχει συνέλθει οικονομικά από την προηγούμενη κρίση και την βαθιά ύφεση που ακολούθησε, η Κυβέρνηση στις 27/8 κατέθεσε σε μια ακόμη προσχηματική διαβούλευση 15 ημερών (ολοκληρώθηκε στις 10/9/2020), όπως συνηθίζει, το Νομοσχέδιο για το νέο Πτωχευτικό Κώδικα. Ο νέος πτωχευτικός κώδικας θα αλλάξει σημαντικά τα δεδομένα για τις επιχειρήσεις, αλλά και τους πολίτες που βρίσκονται ή θα βρεθούν σε αδυναμία πληρωμών των υποχρεώσεων τους.
Ο στόχος είναι βέβαια, για άλλη μια φορά, να ενισχυθεί η θέση των Τραπεζών, να απαλλαγούν από το βάρος των κόκκινων δανείων αλλά και να μεγαλώσει η πίτα των κερδών, για τις τράπεζες και τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, που κερδοφορούν παρά την κρίση. Επίσης να γίνει ένα γρήγορο «ξεκαθάρισμα τοπίου» ιδιαίτερα για τις μικρές επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αδυναμία πληρωμής, με ρευστοποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων προς όφελος των πιστωτών.
Πτώχευση για όλους
Ο νέος πτωχευτικός κώδικας, περιλαμβάνει πολλές αλλαγές, που δεν είναι σκόπιμο να παρατεθούν αναλυτικά, σε ένα άρθρο σαν το παρόν. Η σημαντικότερη αλλαγή όμως , είναι ότι γίνεται υποκείμενο πτώχευσης, όχι μόνο όποιος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) έχει την εμπορική ιδιότητα, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα, αλλά κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δηλαδή, όποιος έχει χρέη και δεν μπορεί να τα εξυπηρετήσει, ανεξαρτήτως αν είναι επιχείρηση, μισθωτός, συνταξιούχος ή άνεργος. Και βεβαίως υφίσταται και τις συνέπειες της πτώχευσης, δηλαδή απαλλαγή από τα χρέη, με προϋπόθεση όμως, την απώλεια και ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του. Επίσης, με την νέα διάταξη, μπορούν να τεθούν σε πτώχευση και νομικά πρόσωπα που δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα, πχ σύλλογοι, σωματεία κλπ. (άρθρο 2).
Δεύτερη σημαντική αλλαγή, επέρχεται στο πότε υπάρχει αδυναμία πληρωμής. Ενώ μέχρι σήμερα προϋπόθεση για την πτώχευση ήταν, να τεκμαίρεται μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, με τις προβλέψεις του νομοσχεδίου, οι πιστωτές (τράπεζες – funds) θα μπορούν να οδηγήσουν τον οφειλέτη σε πτώχευση, εάν επί εξάμηνο δεν καταβάλει το 40% των ληξιπρόθεσμων οφειλών του (60% για πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου- φυσικών προσώπων) και εφόσον αυτές οι μη εξυπηρετούμενες υποχρεώσεις του υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) Ευρώ . Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι αίτηση για πτώχευση μπορεί να υποβάλει και ένας μόνος πιστωτής, σημαίνει ότι μία τράπεζα μόνο, μπορεί να οδηγήσει τον οφειλέτη σε πτώχευση, αν δεν εξυπηρετεί κανονικά τις δόσεις του για ένα εξάμηνο. Αν κάποιος λοιπόν, δεν μπορεί να πληρώσει το στεγαστικό του δάνειο, επί ένα εξάμηνο, επειδή για παράδειγμα, τέθηκε σε εκ περιτροπής εργασία, με τα νέα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας και έχασε το μισό εισόδημα του, θα μπορεί να τεθεί σε διαδικασία πτώχευσης από τους δανειστές του (άρθρα 3 και 5).
Τρίτη σημαντική αλλαγή, είναι ότι πλέον στην πτωχευτική περιουσία, στην οποία φυσικά εντάσσεται όλη η ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, ακόμα και η κύρια κατοικία, περιλαμβάνεται επίσης, «το μέρος του ετησίου εισοδήματός που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης». Δηλαδή, εφόσον ισχύει η πτώχευση και για φυσικά πρόσωπα, μπορούν να ενταχθούν στην πτωχευτική περιουσία και εισοδήματα όπως μισθοί και συντάξεις, εφόσον ξεπερνούν ένα ποσό, που καθορίζεται σήμερα περίπου στα 540 ευρώ ανά άτομο και 900 ευρώ για ζευγάρι, ενώ μέχρι σήμερα ο μισθός ήταν ακατάσχετος στο σύνολο του για χρέη προς ιδιώτες (όχι για το κράτος). Ο μισθός παραμένει βέβαια ακατάσχετος, αλλά με την συγκεκριμένη διατύπωση, εφόσον δεν εξαιρείται ρητά, μπορεί να ενταχθεί στην πτωχευτική περιουσία και έτσι με δικαστική απόφαση, μέρος του να κατευθύνεται υποχρεωτικά στους πιστωτές (άρθρο 18).
Τέταρτη σημαντική αλλαγή, είναι ότι καταργείται η διάταξη του ισχύοντος πτωχευτικού κώδικα (άρ. 71) που προέβλεπε ότι: «Ο εισηγητής [σ: του Πτωχευτικού Δικαστηρίου] μπορεί, με αιτιολογημένη διάταξή του, μετά από πρόταση του συνδίκου, να επιτρέπει την καταβολή του αναγκαίου χρηματικού ποσού (από τα εισοδήματα της υπό πτώχευση εταιρείας) προς τον οφειλέτη για τη στοιχειώδη διατροφή αυτού και της οικογένειάς του που περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή τους». Συνεπώς, ακόμα και το δικαίωμα στην ελάχιστη αξιοπρεπή διαβίωση του οφειλέτη, υποχωρεί μπροστά στα συμφέροντα των πιστωτών.
Η αποτυχημένη συνταγή του εξωδικαστικού μηχανισμού
Στον πτωχευτικό κώδικα, εντάσσεται σαν ξεχωριστό κεφάλαιο, με τίτλο «διαδικασίες πρόληψης αφερεγγυότητας» η ρύθμιση οφειλών μέσω του «εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών» που ίσχυσε για ορισμένο χρονικό διάστημα για επιχειρήσεις (Ν. 4469/2017) και επεκτείνεται πλέον και σε φυσικά πρόσωπα – οφειλέτες (άρ. 113-121). Βεβαίως, η συγκεκριμένη διαδικασία, δεν σημείωσε καμία ιδιαίτερη επιτυχία και πρακτικά έμεινε σε αχρησία, αφού εκτός από μια περίπλοκη και εξαιρετικά τεχνοκρατική και γραφειοκρατική διαδικασία ένταξης, προϋπέθετε τη συμφωνία της πλειοψηφίας των δανειστών για να υπάρξει ρύθμιση, χωρίς να προβλέπει κάποια διαδικασία αναγκαστικής ρύθμισης, σε περίπτωση που δεν συναινούσαν, όπως θα ήταν μια δικαστική απόφαση. Για παρόμοιους λόγους, όπως και λόγω εξαιρετικά αυστηρών κριτηρίων ένταξης, αποδείχτηκε φιάσκο και η λεγόμενη «Προστασία της Κύριας Κατοικίας» του Ν. 4605/2019, που προϋποθέτει ρύθμιση μέσω παρόμοιας πλατφόρμας, μετά την κατάργηση της σχετικής διάταξης του Νόμου Κατσέλη. Και στις δύο περιπτώσεις λίγες αιτήσεις έχουν προχωρήσει και έχουν γίνει τελικά δεκτές.
Η γενίκευση μιας παρόμοιας διαδικασίας στα πλαίσια του πτωχευτικού κώδικα, προϊδεάζει για την αποτυχία αυτής της προληπτικής διαδικασίας και την ανεξέλεγκτη εξάπλωση των πτωχεύσεων. Άλλωστε οι περισσότερες διατάξεις του νέου Κώδικα αποσκοπούν στην απλοποίηση και την επιτάχυνση της διαδικασίας της πτώχευσης, προς όφελος φυσικά κυρίως των Τραπεζών.
Οι τράπεζες πάνω απ’ όλα!
Άλλες σημαντικές αλλαγές που αφορούν κυρίως τις υπό πτώχευση επιχειρήσεις, είναι οι εξής:
– Στη διαδικασία διάσωσης – εξυγίανσης επιχειρήσεων τίθεται ως βασικός κανόνας ότι δεν θα χειροτερεύσει η θέση του πιστωτή (άρ. 122).
– Μειώνεται σε 50% το ποσοστό πιστωτών που απαιτείται να συναινέσουν για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης. Έτσι οι τράπεζες θα μπορούν κατά κανόνα να αποφασίζουν μόνες τους, εφόσον έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απαιτήσεων, παρακάμπτοντας τους μικρούς πιστωτές (άρ. 123).
– Όταν μια επιχείρηση εντάσσεται σε προπτωχευτικό καθεστώς εξυγίανσης, δεν απαιτείται απόφαση της συνέλευσης μετόχων ή εταίρων για τη μεταβίβαση μέρους ή ακόμα και του συνόλου της περιουσίας της (άρ. 124).
– Το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία γίνονται ουσιαστικά παρακολούθημα των τραπεζών στις συμφωνίες αναδιάρθρωσης – εξυγίανσης: Εάν οι απαιτήσεις τους είναι μέχρι 15 εκατ. ευρώ και αντιστοιχούν σε ποσό μικρότερο από τις οφειλές προς τους υπόλοιπους πιστωτές της επιχείρησης, θα συνυπογράφουν ό,τι αποφασίζουν οι υπόλοιποι πιστωτές κατά πλειοψηφία, δηλαδή κατά κανόνα οι τράπεζες (άρ. 124).
– Έμμεση χειροτέρευση της θέσης των εργαζόμενων, όπως και του Δημοσίου και ασφαλιστικών ταμείων και φυσικά, μικρότερων πιστωτών ( προμηθευτών κλπ), προς όφελος των Τραπεζών. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 97 του Νομοσχεδίου, προβλέπεται νέα διάταξη σύμφωνα με την οποία: «Προστίθενται ως πρώτη τάξη των γενικών προνομίων του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ. οι απαιτήσεις από χρηματοδοτήσεις οποιασδήποτε φύσεως προς την επιχείρηση του οφειλέτη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητας και των πληρωμών της, η διάσωσή της και η διατήρηση ή επαύξηση της περιουσίας της, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης του παρόντος κώδικα. Το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις προσώπων που, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης, συνεισέφεραν αγαθά ή υπηρεσίες προς το σκοπό συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης και των πληρωμών, για την αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που συνεισέφεραν. Επίσης, το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις από χρηματοδότηση κάθε φύσης και παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς την επιχείρηση του οφειλέτη που δίδονται για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου και γεννώνται κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης, το οποίο δύναται να απέχει έως έξι (6) μήνες, κατ` ανώτατο όριο, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης επικύρωσης».
Το άρθρο 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αναφέρεται, προβλέπει την σειρά κατάταξης των πιστωτών σε περίπτωση πλειστηριασμού (σε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη) ή πτώχευσης. Στο άρθρο αυτό, προηγούνται οι απαιτήσεις για έξοδα κηδείας, νοσήλια του οφειλέτη και έξοδα διατροφής μελών της οικογένειας του και αμέσως μετά έρχονται οι απαιτήσεις από δεδουλευμένα εργαζομένων, αποζημιώσεις απόλυσης, αμοιβές εξαρτημένων ελεύθερων επαγγελματιών και απαιτήσεις δημοσίου για ΦΠΑ και ασφαλιστικών ταμείων. Ήδη, η ικανοποίηση των χρεών προς εργαζόμενους, είχε γίνει πιο δύσκολη με την ένταξη στην ίδια τάξη των απαιτήσεων ασφαλιστικών ταμείων και Δημοσίου (η οποία είχε συμβεί με προηγούμενη νομοθετική αλλαγή), οι οποίες συνήθως λόγω όγκου, μείωναν πολύ το ποσοστό που κατέληγε σε εργαζόμενους. Όμως πλέον, με την νέα διάταξη, γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, καθώς μπαίνει σαν πρώτη τάξη προνομιούχων απαιτήσεων, οι οφειλές από χρηματοδοτήσεις προς την επιχείρηση κατά το στάδιο της εξυγίανσης, οι οποίες, όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, σχεδόν μόνο από τράπεζα μπορούν να προέρχονται. Έτσι λοιπόν, τα χρέη προς τους εργαζόμενους και λοιπές αμοιβές εργασίας γίνεται ακόμη πιο δύσκολο να ικανοποιηθούν, αφού μπαίνουν «σφήνα» οι τράπεζες που έδωσαν δανειοδότηση στην διάρκεια της εξυγίανσης.
Αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας
Ενώ στον μέχρι σήμερα ισχύον πτωχευτικό κώδικα, ο κανόνας ήταν η διατήρηση της ισχύος των συμβάσεων και η λύση τους μόνο με καταγγελία από τον σύνδικο, στον νέο κώδικα προβλέπεται αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων (και των συμβάσεων εργασίας) και συνέχιση τους μόνο με απόφαση του συνδίκου και εισηγητή (άρ. 29 και 35). Δηλαδή αντιστροφή της διαδικασίας. Οι συμβάσεις εργασίας, λοιπόν αντιμετωπίζονται ως περιττό βάρος για τις υπό πτώχευση επιχειρήσεις και θα πρέπει να ξεκαθαρίζει γρήγορα το τοπίο από αυτές.
Ως προς τις αποζημιώσεις απόλυσης, δεν θίγεται το δικαίωμα της αποζημίωσης, αλλά η καταβολή τους δεν αποτελεί προϋπόθεση για το κύρος της απόλυσης (όπως ίσχυε και με τον ισχύοντα κώδικα). Συνεπώς αν δεν καταβληθεί η αποζημίωση, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να διεκδικήσουν την ικανοποίηση των αξιώσεων τους ως πτωχευτικοί πιστωτές (όπως επίσης ίσχυε μέχρι τώρα), που σημαίνει ότι υπάρχουν μειωμένες πιθανότητες να ικανοποιηθούν πλήρως για τις αποζημιώσεις τους και τυχόν αξιώσεις για άλλες οφειλές, καθώς ήδη έχουν μπει στην ίδια τάξη με απαιτήσεις του Δημοσίου για ΦΠΑ και ασφαλιστικών ταμείων, ενώ προστίθενται και τα υπερπρονόμια των πιστωτών που τυχόν έχουν χρηματοδοτήσει την επιχείρηση στο στάδιο της εξυγίανσης.
Leasing αντί για προστασία κύριας κατοικίας
Ο Πτωχευτικός Κώδικας συμπληρώνεται με ειδικές ρυθμίσεις για τους δανειολήπτες που καλύπτονταν παλιότερα από το Νόμο Κατσέλη και μετά, μερικώς, από το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Προβλέπεται κρατικός φορέας απόκτησης – επαναμίσθωσης για τις πρώτες κατοικίες των φυσικών προσώπων που θα πτωχεύσουν και ο οποίος θα αποκτά την ιδιοκτησία αυτών των κατοικιών, αποπληρώνοντας τους πιστωτές και στη συνέχεια θα τα νοικιάζει στους οφειλέτες.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 166 προβλέπεται «Σε περίπτωση που ευάλωτος κηρυχθεί σε πτώχευση σύμφωνα με το πρώτο κεφάλαιο του Κώδικα Φερεγγυότητας και Δεύτερης Ευκαιρίας, ή σε περίπτωση που επισπεύδεται σε βάρος της κύριας κατοικίας του αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο πιστωτή, δύναται να υποβάλει αίτημα στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης για τη μεταβίβαση σε αυτόν της κύριας κατοικίας του και την μίσθωσή της από αυτόν».
Μάλιστα εδώ, πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ στο αρχικό προσχέδιο του Νόμου που είχε δοθεί στη δημοσιότητα από την «Καθημερινή» τον Απρίλιο του 2020 προβλεπόταν η δυνατότητα αυτή για όλους τους δανειολήπτες εφόσον πληρούσαν κάποια περιουσιακά και εισοδηματικά κριτήρια (οφειλέτης με αντικειμενική αξία α’ κατοικίας έως 200.000 ευρώ – προσαυξανόμενη κλιμακωτά έως 300.000 με σύζυγο και τρία τέκνα- και με μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα που δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένο κατά 70%), τελικά στο σχέδιο Νόμου που κατατέθηκε στη διαβούλευση, περιορίστηκε ακόμα περισσότερο το εύρος των δικαιούχων, καθώς, στην έννοια του ευάλωτου περιλαμβάνεται «φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα» και «στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται σωρευτικά τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και λοιπά κριτήρια που εκάστοτε ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4472/2017.», δηλαδή μόνο οι εκάστοτε δικαιούχοι του «επιδόματος στέγασης» όπως αυτοί προσδιορίζονται κάθε φορά με Υπουργική Απόφαση και με ανώτατο ατομικό εισοδηματικό όριο 9.600 ευρώ (685 ευρώ τον μήνα!).
Κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, ή με την λήξη αυτής, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει επέκταση της μίσθωσης για 20 χρόνια, με επαναπόκτηση της κύριας κατοικίας, πληρώνοντας ένα τίμημα επαναγοράς – εκτός από τα μισθώματα- που θα καθορίζεται με Υπουργικές Αποφάσεις (Υπουργείου Οικονομικών). Μετά τη λήξη της 20ετίας αποκτά την κυριότητα (σύμβαση τύπου leasing).
Ο «Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης» θα είναι ιδιωτική εταιρία, αφού σύμφωνα με την παρ. 11 του αρ. 166 «Το Δημόσιο παραχωρεί τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης σε νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα βάσει σύμβασης παραχώρησης με την οποία ο παραχωρησιούχος αναλαμβάνει την εκπλήρωση των σχετικών καθηκόντων και αρμοδιοτήτων.» Επίσης θα μπορεί να απολαμβάνει κρατικές εγγυήσεις (κεφαλαίου), να τιτλοποιεί τις απαιτήσεις του από ενοίκια και θα αναθέσει τη διαχείριση των κατασχεμένων σπιτιών σε εξειδικευμένη εταιρεία διαχείρισης.
Ουσιαστικά λοιπόν, το κράτος αναλαμβάνει να εγγυηθεί και πάλι, υπέρ των τραπεζών τα κόκκινα δάνεια, ως εξής: Αποκτώντας την – πολλές φορές δύσκολο να ρευστοποιηθεί ή αξιοποιηθεί – ιδιοκτησία των βεβαρυμμένων ακινήτων, αναλαμβάνει να αποπληρώσει τους πιστωτές του υπερχρεωμένου οφειλέτη στο ύψος της εμπορικής της αξίας, κατά τον χρόνο της πτώχευσης και στη συνέχεια, αφού οι τράπεζες έχουν πάρει τα λεφτά τους και δεν κινδυνεύουν από άγονους πλειστηριασμούς ο κρατικός φορέας αναλαμβάνει να εισπράξει το ποσό από τον οφειλέτη, ως ενοίκιο για μακροχρόνια μίσθωση. Αν ο οφειλέτης καταφέρει να ανταποκριθεί, μπορεί να πάρει πίσω το σπίτι του. Αν όχι, αυτό μένει στο Δημόσιο, το οποίο για να πάρει πίσω τα λεφτά του, ίσως αναγκαστεί να τα πουλήσει όσο – όσο, πάλι στις τράπεζες και τα fund για να τα αξιοποιήσουν. Αλλιώς θα μείνει με τα χαμηλής αξίας σπίτια στα χέρια και οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες βέβαια θα υποστούν έξωση.
Βεβαίως, για να αποκτά ρευστότητα, ο «Φορέας» θα αναγκάζεται να τιτλοποιεί απαιτήσεις από τα ενοίκια, άρα οι τράπεζες και τα fund θα βρίσκουν πάλι πεδίο κερδοσκοπίας, με τις απαιτήσεις αυτές. Με λίγα λόγια, οι τράπεζες εξασφαλίζονται με το μέγιστο της αξίας, που θα μπορούσαν να πάρουν από τα σπίτια το οποίο θα πληρώνει το Δημόσιο, ενώ το κόστος συντήρησης, ο κίνδυνος μείωσης της αξίας τους και γενικότερα το ρίσκο, μοιράζονται στον οφειλέτη και στο Δημόσιο.
Συμπερασματικά, ο νέος πτωχευτικός κώδικας που επεξεργάζεται η κυβέρνηση «δίνει το μαχαίρι και το πεπόνι» εξ ολοκλήρου στις τράπεζες, στοχεύει σε μια γρήγορη εκκαθάριση της αγοράς από τις προβληματικές επιχειρήσεις και βέβαια μεγάλη μερίδα μικρών επιχειρήσεων που συνθλίβονται από την κρίση, προς όφελος βέβαια των τραπεζών και των μεγάλων μονοπωλίων, σφίγγει ακόμη περισσότερο την θηλιά της υπερχρέωσης στο λαιμό των κατώτερων τάξεων, και περνάει τα σπασμένα στους εργαζόμενους, στους μικρούς πιστωτές και φυσικά στο Δημόσιο, άρα και πάλι, μέσω της φορολογίας, στα λαϊκά στρώματα.
Η απάντηση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς
Απέναντι σε όλα αυτά, το εργατικό κίνημα πρέπει να απαιτήσει και να επιβάλει την αυτοτελή νομοθετική προστασία της κύριας κατοικίας οφειλετών που αποδεδειγμένα δεν μπορούν σήμερα να ανταποκριθούν στις οφειλές τους. Πρέπει επιπλέον να διεκδικηθεί μία γενικευμένη σεισάχθεια, με πάγωμα των οφειλών για όσο διάστημα βρίσκεται κάποιος σε ανεργία και διαγραφή μεγάλου μέρους των οφειλών, ανάλογα με τα σημερινά εισοδήματα των οφειλετών, αλλά και διαγραφή οφειλών που δεν ανταποκρίνονται σήμερα σε πραγματική περιουσία, με την απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων που έχει στο μεταξύ μεσολαβήσει. Επίσης, σε περίπτωση που μια επιχείρηση που απασχολεί σημαντικό αριθμό εργαζομένων βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμής, ή κλείνει, πρέπει να κρατικοποιείται με αποζημίωση στους πιστωτές στη βάση των πραγματικών αναγκών και όχι άλλων προνομίων, με προτεραιότητα στους εργαζόμενους, τους μικρούς δανειστές και προμηθευτές. Στις μικρότερες επιχειρήσεις πρέπει να προβλεφθεί μια αντίστοιχη σειρά ικανοποίησης των δανειστών στη βάση των αναγκών τους.
Για να μπορούν ωστόσο να πραγματοποιηθούν αυτά στο σύνολο τους, πρέπει το εργατικό κίνημα να μπορεί να ελέγξει τους μοχλούς της οικονομίας, την κυβέρνηση και το τραπεζικό σύστημα και αυτό προϋποθέτει την εδραίωση μιας κυβέρνησης των εργαζομένων που θα κοινωνικοποιήσει τις τράπεζες και επαναδιαπραγματευτεί και διαγράψει τα δάνεια των οφειλετών στη βάση των σημερινών τους δυνατοτήτων και λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές βιοτικές τους ανάγκες με όρους αξιοπρέπειας. Ένας τέτοιος στόχος πρέπει να αποτελεί βασική αιχμή για το πρόγραμμα της κομμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αλλά οι διεκδικήσεις αυτές πρέπει να τεθούν ήδη από σήμερα και να γίνουν αντικείμενο διεκδίκησης ενός μαζικού κινήματος των εργαζόμενων τάξεων και των φτωχών υπερχρεωμένων δανειοληπτών.
Παναγιώτης Κολοβός