Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΜαρξισμός, χρήμα, πληθωρισμός – Μέρος Γ΄

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Μαρξισμός, χρήμα, πληθωρισμός – Μέρος Γ΄

Το τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου για το φαινόμενο του πληθωρισμού και τον ρόλο του χρήματος στον καπιταλισμό.

Μέρος Α´ | Μέρος Β´ | Μέρος Γ´

Σοκ στις αλυσίδες εφοδιασμού

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι το πλασματικό κεφάλαιο – με τη μορφή των κρατικών ενισχύσεων και της ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες – είναι τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνο για την επιδημία του πληθωρισμού που εμφανίστηκε επιπρόσθετα στην επιδημία της COVID-19.

Αλλά η εκτόξευση της ζήτησης είναι μόνο η μία πλευρά της εξίσωσης. Η άλλη είναι τα προβλήματα στην προσφορά, που διαλύουν την παγκόσμια οικονομία, με την εμφάνιση σημείων συμφόρησης στις αλυσίδες εφοδιασμού και τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού να περιορίζουν την παραγωγή πολλών βασικών αγαθών.

Οι αλυσίδες τροφοδοσίας «ξεχειλώνονται» πέρα από τα όριά τους. Τα δίκτυα και οι κόμβοι στις μεταφορές προβλέπεται να εμφανίζουν συμφόρηση για μήνες, ακόμα και χρόνια. Και οι επιχειρήσεις σε πολλούς τομείς εξακολουθούν να δυσκολεύονται να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας.

Την ίδια στιγμή,τα προβλήματα σε έναν τομέα μπορούν να προκαλέσουν ισχυρούς κραδασμούς στην ευρύτερη οικονομία. Η αύξηση της ζήτησης για μικροτσίπ, για παράδειγμα, οδήγησε σε διακοπές της παραγωγής άλλες βιομηχανίες, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία.

Σε αυτό το χάος προστίθεται και το γεγονός ότι μια σειρά κραδασμοί εμπόδισαν τη διοχεύτευση στην παγόσμια οικονομία μεγάλων προμηθειών βασικών εμπορευμάτων.

Πολύ σημαντικός είναι και ο αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία και των κυρώσεων της Δύσης κατά του καθεστώτος Πούτιν, στην προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η Ουκρανία και η Ρωσία είναι επίσης βασικοί εξαγωγείς σιταριού, ενώ η τελευταία είναι σημαντική παραγωγός πρώτων υλών όπως το αλουμίνιο, το παλλάδιο και τα λιπάσματα.

Ομοίως, υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την πολιτική «μηδενικής ανοχής» για την COVID της Κίνας, η οποία έχει επιφέρει αυστηρά λοκντάουν σε βιομηχανικές περιοχές της χώρας που αποτελούν κομβικά σημεία για την παγκόσμια παραγωγή και το εμπόριο.

Και πάλι, κατανοώντας τη σχέση μεταξύ αξίας, τιμών και χρήματος, γίνεται προφανές το πώς αυτή η διαδικασία έχει επίσης προκαλέσει πληθωρισμό.

Οι τιμές αυξάνονται ως απάντηση στις μεγάλες ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Αυτό το φαινόμενο γίνεται ιδιαίτερα έντονο σε ζωτικούς τομείς της παραγωγής και της διανομής, όπως η ενέργεια και οι μεταφορές. Και αυτό προκαλεί ένα «ντόμινο» αυξήσεων στις τιμές παντού, κάνοντας τον πληθωρισμό γενικευμένο.

Στις περισσότερες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, για παράδειγμα, οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας είναι αυτές που ευθύνονται για ένα σημαντικό ποσοστό (πάνω από το μισό) των επίσημων ποσοστών πληθωρισμού. Στην Ευρωζώνη, σχεδόν τα τρία τέταρτα του πληθωρισμού αφορούν την ενέργεια και τα τρόφιμα.

Ενώ όμως οι τιμές αυξάνονται, οι αξίες σε πολλές περιπτώσεις δεν αυξάνονται. Ο κοινωνικά απαραίτητος χρόνος εργασίας που απαιτείται για την εξόρυξη πετρελαίου στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, δεν έχει επηρεαστεί πραγματικά από τις απαγορεύσεις εισαγωγών ρωσικού αργού.

Ως αποτέλεσμα, τα μεγάλα μονοπώλια ορυκτών καυσίμων καταγράφουν υπερκέρδη, εκμεταλλευόμενα την κρίση για να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους τους, αντί να επενδύουν για να παρέχουν οικονομικά προσιτή, καθαρή ενέργεια για όλους.

Η αναρχία της αγοράς

Έχοντας ακλόνητη πίστη στη δύναμη της αγοράς, οι επιφανείς εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης πίστευαν ότι αυτές οι διαταραχές θα περνούσαν γρήγορα και ότι η αρμονία και η ισορροπία θα επανέρχονταν σύντομα.

Η ζήτηση θα μειωνόταν σύντομα έπειτα από μια αρχική αύξηση μετά τα λοκντάουν. Η προσφορά θα έφτανε να εξισορροπήσει τα επίπεδα της ζήτησης καθώς η πανδημία θα υποχωρούσε, και η οικονομία θα επέστρεφε στην «κανονικότητα». Ο πληθωρισμός, ήλπιζαν, δεν θα ήταν παρά ένας εφήμερος πυρετός.

Αλλά οι τομείς που αναφέρθηκαν παραπάνω κυριαρχούνται κυρίως από μονοπώλια και καρτέλ, όπως ο ΟΠΕΚ (οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες), που τις περισσότερες φορές προτιμούν να ανταποκρίνονται στην αύξηση των τιμών αυξάνοντας τα κέρδη τους, παρά την παραγωγή.

Τα ποσά που απαιτούνται για την είσοδο σε αυτές τις αγορές, παράλληλα, καθιστούν σχεδόν αδύνατη την εμφάνιση νέων προμηθευτών, εμποδίζοντας έτσι τον ανταγωνισμό και διατηρώντας τις τιμές τεχνητά διογκωμένες.

Ταυτόχρονα, με την παγκοσμιοποίηση έχει επέλθει ένα τεράστιο επίπεδο μονοπωλιοποίησης και εξειδίκευσης. Ορισμένες κρίσιμες βιομηχανίες – όπως η παραγωγή μικροτσίπ πυριτίου – συγκεντρώνονται πλέον σε μία ή δύο μόνο χώρες. Και αν αυτές αποκοπούν από τον υπόλοιπο κόσμο, τότε οι εύθραυστες αλυσίδες εφοδιασμού και οι παγκόσμιες αγορές μπορούν εύκολα να αρχίσουν να εμφανίζουν ρωγμές.

Στη ρίζα τους, όλα αυτά είναι αποτελέσματα της αναρχίας του καπιταλισμού: ενός συστήματος ατομικής ιδιοκτησίας και παραγωγής με σκοπό το κέρδος.

Για δεκαετίες, υποχρεωμένα από τον ανταγωνισμό, τα αφεντικά επιδίωξαν μεθόδους παραγωγής «τόσο-όσο». Αυτό σήμαινε τη δραστική μείωση οποιουδήποτε «λίπους», την εξάλειψη κάθε περιττού στοιχείου, και το «ξεχείλωμα» των αλυσίδων εφοδιασμού – όλα αυτά για χάρη της απομύζησης ολοένα και μεγαλύτερων κερδών.

Παρόμοια, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες έχει αναδειχθεί μια απουσία μακροπρόθεσμων επενδύσεων στη βιομηχανία και τις υποδομές, προς όφελος της βραχυπρόθεσμης χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας.

Αλλά αυτή η μυωπική προσέγγιση έχει κάνει ιδιαίτερα εύθραυστο το σύστημα, κάνοντας τις οικονομίες ευάλωτες απέναντι σε «ατυχήματα» όπως οι πόλεμοι, οι πανδημίες και οι φυσικές καταστροφές.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το φυσικό αέριο. Τα τελευταία χρόνια, η ικανότητα αποθήκευσης φυσικού αερίου στο Ηνωμένο Βασίλειο μειώθηκε από ποσοστό πάνω από το 10% της ετήσιας ζήτησης σε λιγότερο από το 2%. Ακόμη και μικρές διακυμάνσεις στην εγχώρια ζήτηση ή στις διαθέσιμες εισαγωγόμενες ποσότητες, επομένως, μπορούν να οδηγήσουν σε ανησυχητικές ελλείψεις και μαζικές αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας – όπως έχει παρατηρηθεί τον τελευταίο χρόνο.

Αντίστοιχα και με το πετρέλαιο. Η εμφάνιση της πανδημίας έφερε μια τεράστια κατάρρευση στη ζήτηση πετρελαίου, με αποτέλεσμα να προκύψουν αρνητικές τιμές στις ΗΠΑ για πρώτη φορά στην Ιστορία. Δύο χρόνια αργότερα, καθώς τα λοκντάουν τελειώνουν και η ζήτηση επιστρέφει, τα γεωτρύπανα και οι αντλίες, που μέχρι πρότινως αδρανούσαν, μπαίνουν τώρα σε πυρετώδεις ρυθμούς δραστηριότητας.

Σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της σύγκρουσης στην Ουκρανία, αυτό οδήγησε σε διαρκώς αυξημένη τιμή του αργού πετρελαίου Μπρεντ, σε πάνω από 100 δολάρια το βαρέλι, τους τελευταίους μήνες, με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να εκλιπαρεί τώρα τους πετρελαιοπαραγωγούς να κάνουν εξορύξεις όσο το δυνατό ταχύτερα.

Η ίδια θεμελιώδης διαδικασία μπορεί να παρατηρηθεί σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία. Το αόρατο χέρι δεν μπορεί να συμβαδίσει με τις βίαιες μεταβολές της προσφοράς και της ζήτησης· ούτε με το αδιάκοπο σφυροκόπημα που δέχεται το καπιταλιστικό σύστημα με τις διακοπές προμηθειών μιας σειράς βασικών αγαθών και πρώτων υλών.

«Ένα σοκ τέτοιου βάθους και εύρους δεν έχει προηγούμενο», αναφέρει ο Economist σε ένα πρόσφατο άρθρο σχετικά με τον αντίκτυπο του πολέμου στην παγκόσμια προσφορά βασικών εμπορευμάτων. «Η επαναφορά της ισορροπίας, επομένως, φαίνεται ανέφικτη χωρίς μια υποχρεωτική μείωση της ζήτησης». Με άλλα λόγια: επιστροφή στο δελτίο.

Η αγορά λοιπόν έχει αποτύχει. Όχι απλά δεν μπορεί να προσφέρει μια αποτελεσματική κατανομή των πόρων, αλλά έχει αποδειχθεί ανίκανη να παρέχει τις βασικά αναγκαία για τη ζωή. Στη θέση του καπιταλιστικού χάους, χρειαζόμαστε τον σοσιαλιστικό σχεδιασμό της παραγωγής.

Η παγκοσμιοποίηση υποχωρεί

Πλάι στο πλασματικό κεφάλαιο και τα σοκ στις εφοδιαστικές αλυσίδες, το άλλο σημαντικό στοιχείο στη σημερινή πληθωριστική κρίση είναι η πραγματική αύξηση του κόστους παραγωγής.

Ενώ οι δύο πρώτοι παράγοντες αντανακλούν την αυξανόμενη πίεση των δυνάμεων της αγοράς στις τιμές, λόγω ανισορροπιών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, αυτό το τρίτο συστατικό του πληθωρισμού σηματοδοτεί μια σχετική αύξηση των αξιών – δηλαδή του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή και τη διανομή ορισμένων εμπορευμάτων.

Σήμερα, αυτό συνδέεται πρωτίστως με το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης και του προστατευτισμού.

Τις τελευταίες δεκαετίες, όπως προαναφέρθηκε, η παγκοσμιοποίηση – παράλληλα με την αυτοματοποίηση και τις επιθέσεις στην εργατική τάξη – έχει πιέσει ισχυρά προς τα κάτω τις τιμές.

Καθώς η Κίνα, η Ρωσία και η Ανατολική Ευρώπη ανοίχθηκαν προς την παγκόσμια αγορά, νέες πηγές φθηνού εργατικού δυναμικού και πόρων έγιναν προσιτές στο δυτικό κεφάλαιο.

Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η δημιουργία παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, με την ανάπτυξη των επικοινωνιών και των μεταφορών, οδήγησε σε συγκέντρωση της παραγωγής, με τη μορφή γιγάντων πολυεθνικών μονοπωλίων σε πολλούς τομείς. Και μαζί με αυτό ήρθαν βελτιώσεις στην παραγωγικότητα που βοήθησαν στη μείωση του κόστους.

Τώρα, ωστόσο, αυτή η διαδικασία αρχίζει να επιβραδύνεται, και ακόμα και να αντιστρέφεται.

Οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των καπιταλιστικών δυνάμεων οξύνουν τις αντιθέσεις στην παγκόσμια οικονομία. Η παγκοσμιοποίηση υποχωρεί· ο οικονομικός εθνικισμός ανθίζει· και οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού αρχίζουν να «ξεχαρβαλώνονται» – με όλα αυτά να επιταχύνονται ως αποτέλεσμα της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία, και των επακόλουθων κυρώσεων κατά της Ρωσίας.

Το αποτέλεσμα είναι μια αποσύνθεση του διεθνούς εμπορίου, το οποίο, για δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σταθερά επεκτεινόταν σε σύγκριση με την παγκόσμια παραγωγή.

Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη «βαλκανοποίηση» του καπιταλισμού, τoν κατακερματισμό της παγκόσμιας αγοράς, τη μείωση της αποδοτικότητας της παραγωγής, και την αύξηση των τιμών (σε σχέση με τους μισθούς, δηλαδή την τιμή της εργατικής δύναμης).

Ο Τζο Μπάιντεν, για παράδειγμα, προβάλλει τώρα το μότο «Made in America» («Κατασκευασμένο στην Αμερική»), καθώς προσπαθεί να αναζωογονήσει την παραγωγή στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, αυτό σημαίνει τη δημιουργία νέων φραγμών στο εμπόριο – που θα επιφέρει πρόσθετο κόστος στους παραγωγούς.

Αυτό αποκαλύπτει τον σοβαρό αντίκτυπο των πολιτικών αποφάσεων της άρχουσας τάξης στον πληθωρισμό: της πολιτικής «Πρώτα η Αμερική» του Ντόναλντ Τραμπ, του Brexit του Μπόρις Τζόνσον, του παρατεταμένου πολέμου δι’ αντιπροσώπων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού με τη Ρωσία στην Ουκρανία, για να αναφέρουμε μόνο μερικές. Πρόκειται για αποφάσεις που λαμβάνονται ως απάντηση στην κρίση και τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, αλλά που με τη σειρά τους απειλούν να ρίξουν λάδι σε μια ήδη μαινόμενη φωτιά.

Και πάνω από όλα, αναδεικνύεται για άλλη μια φορά πώς το εθνικό κράτος, μαζί με την ατομική ιδιοκτησία, λειτουργεί ως το θεμελιώδες εμπόδιο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

«Στασιμοπληθωρισμός»

Το συνολικό αποτέλεσμα είναι ότι η παγκόσμια οικονομία οδεύει τώρα προς το εφιαλτικό σενάριο της αύξησης του πληθωρισμού με ταυτόχρονη επιβράδυνση της ανάπτυξης – ενός δολοφονικού συνδυασμού που αποκαλείται από τους αστούς οικονομικούς σχολιαστές «στασιμοπληθωρισμός».

Αντιμέτωπη με μια τέτοια προοπτική, η άρχουσα τάξη δεν έχει διαθέσιμο στο οπλοστάσιό της κανένα από τα όπλα στα οποία θα βασιζόταν συνήθως.

Τα επιτόκια, για παράδειγμα, είναι ένα αιχμηρό εργαλείο, που στοχεύει στη συγκράτηση της ζήτησης μέσω του περιορισμού της προσφοράς χρήματος. Ωστόσο, η καταναλωτική ζήτηση μειώνεται εξαιτίας των αυξανόμενων τιμών, με τα εισοδήματα και τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών να μην επαρκούν για να καλύψουν τους διογκούμενους λογαριασμούς – εξού και οι προβλέψεις για βραδύτερη ανάπτυξη, με τις ελπίδες για μια ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία να έχουν πλέον εξανεμιστεί.

Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων εντείνει επίσης το βαρίδι του χρέους, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού. Και στο τρέχον πλαίσιο των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, επιχειρήσεων και κρατών, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει απότομη ύφεση.

Έτσι, η παρούσα κατάσταση εμφανίζει ομοιότητες με τη δεκαετία του 1970: την τελευταία φορά που οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αντιμετώπισαν «στασιμοπληθωρισμό», με παρόμοια (ή χειρότερα) επίπεδα πληθωρισμού ταυτόχρονα με οικονομική ύφεση και υψηλή ανεργία.

Τότε, οι πληθωριστικές πιέσεις σχετίζονταν τόσο με το πλασματικό κεφάλαιο όσο και με σοκ στον εφοδιασμό, όπως η πετρελαϊκή κρίση του 1973, οι τιμές της ενέργειας εκτοξεύθηκαν στα ύψη ως αποτέλεσμα του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ» (σ.: Τέταρτος Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος) και του επακόλουθου πετρελαϊκού εμπάργκο.

Προς το τέλος της δεκαετίας η κατάσταση είχε βγει εκτός ελέγχου, με το ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού στις ΗΠΑ να ξεπερνά το 13% τον Δεκέμβριο του 1979.

Την ίδια χρονιά, ο Δημοκρατικός Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ διόρισε τον αυτοαποκαλούμενο «πρακτικό μονεταριστή» Πολ Βόλκερ ως πρόεδρο της Fed. Με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Βόλκερ αμέσως προχώρησε σε αύξηση των βασικών επιτοκίων της Fed από περίπου 10% σε 20%.

Ο στόχος της Fed ήταν να προκαλέσει τεχνητά μια ύφεση περιορίζοντας τον δανεισμό, με την ελπίδα να ωθήσει την ανεργία προς τα πάνω και τους μισθούς προς τα κάτω – έναν στόχο που ο Βόλκερ και η άρχουσα τάξη πράγματι πέτυχε.

Αυτή η κίνηση, ωστόσο, επέφερε τεράστιες παράπλευρες απώλειες, με τις επιπτώσεις να γίνονται αισθητές σε όλη την κοινωνία. Ακόμα και σήμερα, ο αντίκτυπος είναι ορατός στην αποβιομηχάνιση στη «Ζώνη της Σκουριάς».

Όπως κάθε αναλογία, όμως, αυτός ο ιστορικός παραλληλισμός έχει όρια. Το 2022 δεν είναι το 1980. Και οι δύο πληθωριστικές κρίσεις μοιράζονται ορισμένες ομοιότητες – με πιο αξιοσημείωτη το ότι επήλθαν μετά από μια δέκα ή και περισσότερα χρόνια οικονομικής, κοινωνικής και πολιτική αστάθειας. Υπάρχουν όμως και σημαντικές διαφορές.

Πρώτον, η άρχουσα τάξη εισέρχεται στη σημερινή κρίση με πολύ μεγαλύτερα επίπεδα χρέους και πλασματικού κεφαλαίου διάχυτα στην οικονομία.

Το παγκόσμιο χρέος έφτασε το 2020 στο ιστορικό υψηλό του 360% του ΑΕΠ, εκτοξευόμενο κατά 28 ποσοστιαίες μονάδες ως αποτέλεσμα των κρατικών δαπανών που σχετίζονταν με την πανδημία. Στις ΗΠΑ, το ομοσπονδιακό χρέος ανέρχεται πλέον στο σχεδόν 140% του ΑΕΠ. Αντίθετα, ο Λευκός Οίκος μπήκε στη δεκαετία του 1980 με ιστορικά χαμηλά χρέη, μόλις στο 32% του ΑΕΠ.

Το ίδιο ισχύει γενικά για όλες τις χώρες. Ποτέ παλιότερα ο κόσμος δεν έχει υπάρξει με τόσο μεγάλο χρέος. Επομένως, μια άνοδος των επιτοκίων αυτή τη στιγμή θα προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή από ό,τι την εποχή του Βόλκερ, προκαλώντας μαζικές χρεοκοπίες κρατών, επιχειρήσεων και οικογενειών.

Αντίστοιχα, η παγκόσμια οικονομία είναι σήμερα πολύ πιο αλληλοσυνδεδεμένη από ό,τι τότε. Αυτό σημαίνει ότι ο αντίκτυπος των αποφάσεων της Fed θα αντηχεί πλέον σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η πρόσφατη ντε φάκτο χρεοκοπία της Σρι Λάνκα και τα πανικόβλητα σκαμπανεβάσματα στο χρηματιστήριο αποτελούν προάγγελο του τι θα ακολουθήσει.

Τέλος, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1980, το καπιταλιστικό σύστημα σήμερα δεν βρίσκεται στα πρόθυρα μιας μεγάλης ανάπτυξης. Τότε, η εποχή της παγκοσμιοποίησης μόλις ξεκινούσε, με την επέκταση του διεθνούς εμπορίου να λαμβάνει σημαντική ώθηση καθώς πρώτα η Κίνα, και μετά η Ανατολική Ευρώπη και η Ρωσία, άρχισαν να ανοίγουν τις οικονομίες τους στην παγκόσμια αγορά. Αυτό παρείχε νέα πεδία κερδοφόρων επενδύσεων για τους καπιταλιστές, βοηθώντας στην άμβλυνση της παρακμής στη Δύση.

Αντίθετα, όπως αναλύθηκε προηγουμένως, η παγκοσμιοποίηση τώρα αρχίζει να καταρρέει. Και όχι μόνο δεν επέρχεται μια περίοδος οικονομικής ανόδου, αλλά εισερχόμαστε σε μια περίοδο στασιμότητας και κρίσης, με κορεσμένες αγορές και τον οικονομικό εθνικισμό σε άνοδο.

Ενώ λοιπόν η ύφεση που προκλήθηκε από τον Βόλκερ ήταν σύντομη και απότομη, μια πτώση σήμερα θα είναι πολύ πιο ανώμαλη και παρατεταμένη – ερχόμενη αμέσως μετά την ύφεση του 2008 και του κραχ του κορωνοϊού και με άλυτες όλες τις αντιφάσεις που επέφεραν αυτές οι κρίσεις.

Από την άλλη πλευρά, αν οι κυβερνήσεις συνεχίσουν τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων και οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν λάβουν μέτρα για να περιορίσουν την προσφορά δανείων και χρήματος, τότε αυτό θα αυξήσει τα χρέη και θα τροφοδοτήσει ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό, οδηγώντας σε περαιτέρω πτώση των πραγματικών μισθών και του βιοτικού επιπέδου για τους εργαζόμενους και τους φτωχούς ανθρώπους.

Επομένως, όποια απόφαση και να πάρει η άρχουσα τάξη θα οδηγήσει σε καταστροφή: είτε άμεσα, είτε προετοιμάζοντας τις συνθήκες για ακόμη πιο βαθιές κρίσεις στη συνέχεια. Στη βάση του καπιταλισμού, με άλλα λόγια, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην καταστροφή.

Και είτε μέσω της λιτότητας είτε μέσω του πληθωρισμού, είτε μέσω και των δύο, η εργατική τάξη είναι εκείνη που θα κληθεί να πληρώσει το λογαριασμό. Έτσι, μπαίνουν οι βάσεις για σκληρούς ταξικούς αγώνες παντού.

Ο ένοχος είναι ο καπιταλισμός

Μπορεί να φαίνεται, λοιπόν, ότι ο πληθωρισμός είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, το οποίο περιλαμβάνει την αλληλεπίδραση ενός μεγάλου αριθμού παραγόντων, διαδικασιών και δυναμικών. Αλλά με όποιον τρόπο και να το εξετάσει κάποιος, η ευθύνη για την ύπαρξή του δεν είναι των εργαζομένων. Ο πραγματικός ένοχος είναι ο καπιταλισμός και οι αντιφάσεις του.
Η άρχουσα τάξη και οι εκπρόσωποί της είναι που έριξαν απερίσκεπτα γιγάντιες ποσότητες χρήματος στην παγκόσμια οικονομία από το 2008 (και καθ’ όλο τον περασμένο αιώνα), σαν εμπρηστής που κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια φλεγόμενη κόλαση.

Οι καπιταλιστές είναι αυτοί που επωφελήθηκαν από τις ελλείψεις: κερδοσκόπησαν και αποθησαύρισαν, αντί να επενδύσουν στην πραγματική παραγωγή.

Τα πολυεθνικά μονοπώλια είναι αυτά που έχουν τεντώσει τις εφοδιαστικές αλυσίδες στα όριά τους και έχουν περικόψει κάθε περιθώριο ευελιξίας, σε μια προσπάθεια να εξάγουν κέρδη χωρίς προηγούμενο.

Είναι τα αφεντικά και οι δισεκατομμυριούχοι που συστηματικά μείωσαν τους μισθούς και χειροτέρευσαν τις εργασιακές συνθήκες, οδηγώντας σε μείωση των πραγματικών εισοδημάτων ταυτόχρνα με ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε ζωτικής σημασίας βιομηχανίες.

Οι αστικές κυβερνήσεις είναι εκείνες που, για να προασπίσουν τα συμφέροντα των δικών τους εθνικών αστικών τάξεων, έχουν πάρει το δρόμο του προστατευτισμού: επιβάλλουν δασμούς, επαναπατρίζουν παραγωγικές δραστηριότητες, και προχωρούν σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των νομισμάτων τους – όλα αυτά για να εξάγουν την κρίση αλλού, με το κόστος να επιβαρύνει τους εργαζόμενους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Και είναι οι ιμπεριαλιστές πολεμοκάπηλοι αυτοί που έχουν σπαταλήσει τον πλούτο της κοινωνίας σε όπλα, και που επέβαλαν βάρβαρες κυρώσεις προκαλώντας μια πρωτοφανή «εξάρθρωση» της οικονομίας και εκτοξεύοντας την τιμή του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και άλλων σημαντικών εμπορευμάτων – όλα για χάρη της επέκτασης των αγορών και των σφαιρών επιρροής τους.

Πάνω απ’ όλα, ευθύνεται το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα: ένα εγγενώς άναρχο σύστημα, στο οποίο οι ζωές και το μέλλον μας αφήνονται στα αόρατα χέρια της αγοράς. Ένα σύστημα στο οποίο οι άφθονοι πόροι της κοινωνίας σπαταλούνται για τα κέρδη των αφεντικών, αντί να χρησιμοποιούνται ορθολογικά για την κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων και του πλανήτη.

Σε τελική ανάλυση, ο πληθωρισμός είναι σύμπτωμα της αναρχίας και της παρακμής του καπιταλιστικού συστήματος. Μια πανούκλα που θα θεραπευτεί πραγματικά μόνο αν απαλλαγούμε από την οικονομία της αγοράς, παίρνοντας την παραγωγή από τα χέρια των ιδιωτών και θέτοντας την υπό κοινωνική ιδιοκτησία και εργατικό έλεγχο.

«Η εργατική τάξη», έγραφε ο Μαρξ στο «Αξία, Τιμή και Κέρδος», «δεν πρέπει να ξεχνά ότι παλεύει ενάντια στα αποτελέσματα, αλλά όχι ενάντια στις αιτίες αυτών των αποτελεσμάτων· ότι καθυστερεί την καθοδική κίνηση, αλλά δεν αλλάζει την κατεύθυνσή της· ότι εφαρμόζουν καταπραϋντικά, αλλά δεν θεραπεύουν την ασθένεια».

Η μόνη πραγματική και μόνιμη λύση για την εργατική τάξη, επομένως, είναι η απαλλοτρίωση των δισεκατομμυριούχων και ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός της οικονομίας.

Αυτό είναι το επαναστατικό καθήκον που έχουμε μπροστά μας. Καπιταλισμός σημαίνει χάος και κρίση. Αυτό το άρρωστο σύστημα δεν μπορεί να γιατρευτεί. Πρέπει να ανατραπεί.

Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Ηλίας Κυρούσης, Πάτροκλος Ψάλτης

Μέρος Α´ | Μέρος Β´ | Μέρος Γ´

 

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα