Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΜαρξισμός, χρήμα, πληθωρισμός – Μέρος Β΄

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Μαρξισμός, χρήμα, πληθωρισμός – Μέρος Β΄

Το δεύτερο από τα τρία μέρη του άρθρου για το φαινόμενο του πληθωρισμού και τον ρόλο του χρήματος στον καπιταλισμό.

Μέρος Α´ | Μέρος Β´ | Μέρος Γ´

Τα όρια του Κεϋνσιανισμού

Κατά ειρωνικό τρόπο, ο ίδιος ο Κέινς δεν ήταν οπαδός του πληθωρισμού. Απλώς, ως αυτοαποκαλούμενος υπέρμαχος της «μορφωμένης αστικής τάξης», έβλεπε τα επεκτατικά μέτρα ως αναγκαίο κακό για τη διάσωση του καπιταλισμού – σε περιόδους κρίσης – από τους κινδύνους της ύφεσης και του αποπληθωρισμού.

Η διαφορά του Κέινς με τους μονεταριστές δεν ήταν ως προς την υπάρξη της απειλής του πληθωρισμού, αλλά για το πώς θα πρέπει να καταπολεμηθεί. Ενώ οι αντίπαλοί του, οπαδοί της απόλυτα ελεύθερης αγοράς, επικεντρώθηκαν στον έλεγχο της προσφοράς χρήματος, εκείνος τόνισε την ανάγκη διαχείρισης από την πλευρά της ζήτησης ώστε να δαμαστούν οι τιμές. Κατά κύριο λόγο, για τον Άγγλο οικονομολόγο, αυτό σήμαινε περιορισμό των μισθών των εργαζομένων.

Για παράδειγμα, έχοντας πρώτα υποστηρίξει την ανάγκη κρατικών δαπανών για την τόνωση της ζήτησης στη Μεγάλη Ύφεση, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Κέινς πρότεινε μια πολιτική «αναβαλλόμενης αμοιβής» προκειμένου να περιοριστεί η ζήτηση εν καιρώ πολέμου και έτσι να μειωθούν οι τιμές.

Σήμερα, ωστόσο, οι Κεϋνσιανές πολιτικές (ελλειμματικοί προϋπολογισμοί και κρατικές επιδοτήσεις) είναι συνώνυμες με τον πληθωρισμό. Την ίδια στιγμή, οι σύχρονοι μαθητές του Κέινς – συμπεριλαμβανομένων των αριστερών ρεφορμιστών, που έχουν ασπαστεί ολόψυχα το δόγμα του – είναι επικίνδυνα απαθείς ως προς τους πληθωριστικούς κινδύνους που ενυπάρχουν στις προτάσεις τους.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η άρχουσα τάξη φαινόταν να είναι αδιάφορη για την απειλή του πληθωρισμού. Όσο η οικονομία αναπτυσσόταν, με χαρά έκλειναν τα μάτια στις αντιφάσεις που υποδαύλιζαν ο φτηνός δανεισμός, το πλασματικό κεφάλαιο και τα κυμαινόμενα νομίσματα. Και όταν ο καπιταλισμός μπήκε σε κρίση, «κλώτσησαν τη μπάλα παραπέρα», παίρνοντας απελπισμένα μέτρα για το άμεσο μέλλον ενώ μακροπρόθεσμα οδηγούνταν σε βαθύτερο αδιέξοδο.

Από αυτή την άποψη, η Κεϋνσιανή απάντηση της άρχουσας τάξης στην κρίση του κορωνοϊού βοήθησε αναμφίβολα να αναζωπυρωθούν οι φλόγες του πληθωρισμού, ρίχοντας άλλη μια γερή δόση πλασματικού κεφαλαίου στην παγκόσμια οικονομία.

Καθώς ο ιός εξαπλωνόταν, η κοινωνία μπήκε σε λοκντάουν· κεντρικοί δρόμοι άδειασαν· και η παραγωγή «μπήκε στη ναφθαλίνη» σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η παγκόσμια οικονομία μπήκε σε ελεύθερη πτώση. Έτσι, η άρχουσα τάξη προχώρησε σε μια άνευ προηγουμένου κρατική παρέμβαση για να αποτρέψει την κατάρρευση του συστήματος.

Μέχρι σήμερα, περίπου 16 τρισεκατομμύρια δολάρια έχουν δοθεί παγκοσμίως ως δημοσιονομική στήριξη, μέσω κρατικών δαπανών και επιδοτήσεων. Άλλα 10 τρισεκατομμύρια δολάρια διοχετεύθηκαν στην οικονομία από τις κεντρικές τράπεζες, με τη μορφή της ποσοτικής χαλάρωσης και της νομισματικής χρηματοδότησης: χρησιμοποιώντας δηλαδή φρεσκοτυπωμένο χρήμα για τη χρηματοδότηση του κρατικού δανεισμού.

Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, τα διαδοχικά πακέτα που σχετίζονται με την πανδημία αθροίζονται σε ένα συνολικό ποσό ίσο με περίπου 25% του ΑΕΠ· δηλαδή, κρατικές δαπάνες ισοδύναμες σε αξία με το ένα τέταρτο του πλούτου που παράγει η χώρα – η πλουσιότερη στον κόσμο – σε ένα χρόνο.

Έχοντας ενεργοποιήσει τα εικονικά τυπογραφεία τους, παράλληλα, οι κεντρικές τράπεζες στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες έχουν βρεθεί τώρα φορτωμένες με κρατικά χρέη.

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και η Τράπεζα της Αγγλίας κατέχουν περίπου το 40% και 30%, αντίστοιχα, των κρατικών ομολόγων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιαπωνία είναι 44%. Ως μέτρο σύγκρισης, πριν από την κρίση του 2008 η Fed κατείχε μόλις το 7% των ομολόγων της χώρας, αξίας περίπου 3% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Ομοίως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατέχει πλέον τίτλους αξίας άνω του 60% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, έναντι 20% πριν το 2008.

Αυτό δίνει μια εικόνα της τρομακτικής κλίμακας των ποσών πλασματικού κεφαλαίου που ρίχτηκαν στην παγκόσμια οικονομία ως απάντηση στο κραχ του COVID.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη, μέρος αυτής της κρατικής ενίσχυσης προοριζόταν για την επιδότηση των μισθών των εργαζομένων σε αναστολή. Αλλά αντί να λειτουργήσει ως ενίσχυση της οικονομίας, αυτό απλά αντιστάθμισε την κατάρρευση της ζήτησης που θα εμφανιζόταν αν είχε επικρατήσει μαζική ανεργία.

Στις ΗΠΑ, αντίθετα, η κυβέρνηση έδωσε «επιδόματα κορωνοΐου» αξίας 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε εκατομμύρια νοικοκυριά, σε μια προσπάθεια τόνωσης της κατανάλωσης, παράλληλα με την παροχή προσωρινής αύξησης στα επιδόματα ανεργίας.

Αλλά με τεράστια τμήματα της οικονομίας – όπως η φιλοξενία και ο τουρισμός – να έχουν ακόμα πολύ περιορισμένη «ζωτικότητα», μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων αποταμιεύτηκαν, δεν δαπανήθηκαν. Σύμφωνα με μια έρευνα στις ΗΠΑ, δαπανήθηκε το 42%, το 27% αποταμιεύθηκε και το υπόλοιπο 31% χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή χρεών.

Το αποτέλεσμα είναι ότι, καθώς καταργήθηκαν οι περιορισμοί για τον COVID, ένα κύμα ζήτησης που βρισκόταν «καταπιεσμένη» απελευθερώθηκε στην οικονομία. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, αυτές οι συσσωρευμένες προσωπικές αποταμιεύσεις έφταναν το 10% του ΑΕΠ σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο (αν και ήταν πολύ άνισα μοιρασμένες στον πληθυσμό).

Σε συνδυασμό με τις κρατικές επιδοτήσεις και την ποσοτική χαλάρωση της κεντρικής τράπεζας, αυτό οδήγησε σε μια εκτόξευση της ευρύτερης προσφοράς χρήματος, και συνεπώς και της καταναλωτικής ζήτησης. Η παραγωγή, ωστόσο, που ασφυκτιά από τις σχετιζόμενες με την πανδημία διακοπές και ελλείψεις, δεν έχει καταφέρει να ανταποκριθεί. Αυτό αντανακλά την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής και της αγοράς.

Με άλλα λόγια, η μειωμένη κυκλοφορία αξιών (εμπορευμάτων) στην παγκόσμια οικονομία αντιπροσωπεύεται πλέον από μια αυξημένη κυκλοφορία χρήματος, οδηγώντας σε γενικευμένη αύξηση των τιμών.

Αυτή η αναταραχή, παράλληλα, έχει μεγεθυνθεί περαιτέρω με την αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών. Αυτό σημαίνει ότι οι ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης είναι πολύ πιο έντονες σε ορισμένους τομείς από άλλους, οδηγώντας σε δραματικές αυξήσεις τιμών σε αυτούς τους κλάδους καθώς ανακατανέμονται οι πόροι.

Αυτό καταδεικνύει ξεκάθαρα τα όρια του Κεϋνσιανισμού και όλων των προσπαθειών διαχείρισης του καπιταλισμού. Προσπαθώντας να σώσει το σύστημά της βραχυπρόθεσμα, η άρχουσα τάξη απλώς επιδείνωσε όλες τις αντιφάσεις στην παγκόσμια οικονομία, οδηγώντας σε εκτίναξη των τιμών, βουνά χρέους και ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια στην παγκόσμια αγορά.

Όλα τα μέτρα που πήραν οι καπιταλιστές για να αποτρέψουν τις κρίσεις και να τροφοδοτήσουν μια οικονομική άνθιση, τώρα «γυρνάνε μπούμερανγκ» – μετατρέπονται στο αντίθετό τους και προετοιμάζουν τις συνθήκες για μια πολύ βαθύτερη κρίση: οικονομική, κοινωνική και πολιτική.

Οι εξοπλιστικές δαπάνες

Το πλασματικό κεφάλαιο, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, μπορεί επίσης να εμφανιστεί με άλλες μορφές – χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κρατικές δαπάνες για εξοπλισμούς.
Οι κατασκευαστές όπλων δεν παράγουν σταθερό κεφάλαιο, με τη μορφή εργοστασίων, μηχανών ή υποδομών για παραγωγική χρήση. Αλλά ούτε παράγουν καταναλωτικά αγαθά, τα οποία προορίζονται για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης – δηλαδή της εργατικής τάξης.

Η δραστηριότητα αυτού του κλάδου, με άλλα λόγια, δεν συμβάλλει παραγωγικά στην αύξηση των αξιών σε κυκλοφορία. Ταυτόχρονα, η βιομηχανία όπλων και οι εργαζόμενοί της πρέπει να πάρουν μερίδιο από το συνολικό οικονομικό προϊόν, με τη μορφή μισθών και κερδών.

Επομένως, από την οπτική του καπιταλιστικού συστήματος στο σύνολό του, οι κρατικές δαπάνες για όπλα είναι μια μορφή μη παραγωγικής κατανάλωσης· μια τεράστια αποστράγγιξη της οικονομίας – παρόμοια, όπως πρότεινε ο Κέινς, με το να πληρώνεις εργάτες για να σκάβουν απλά τρύπες στο έδαφος.

Αυτό, ουσιαστικά, είναι απλά πλασματικό κεφάλαιο με άλλη αμφίεση. Ο Τεντ Γκραντ το εξήγησε αυτό στο κείμενό του «Θα υπάρξει ύφεση;»: μια απάντηση στους αυτοαποκαλούμενους «μαρξιστές», που, κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής ανάπτυξης, παραδόθηκαν στον Κεϋνσιανισμό, πιστεύοντας ότι οι κρατικές δαπάνες για όπλα θα μπορούσαν να επιλύσουν την αντίφαση της υπερπαραγωγής.

Στην πραγματικότητα, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, αυτές οι εξοπλιστικές δαπάνες ενέτειναν τις αντιφάσεις του συστήματος, συμβάλλοντας στις τριβές που τελικά διέλυσαν το Μπρέτον Γουντς. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε στο να εκραγούν οι συσσωρευμένες και μέχρι τότε ανεκδήλωτες πληθωριστικές πιέσεις, σε όλο τον κόσμο.

Επιστρέφοντας στο σήμερα, είναι σαφές ότι οι υποσχέσεις για αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και τους συμμάχους του θα οδηγήσουν και πάλι στην αύξηση των τιμών σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία.

Η Ουάσιγκτον, για παράδειγμα, ενέκρινε την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας αξίας 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ουκρανία, επιπλέον των 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε δωρεές που έχουν ήδη αποσταλεί από την έναρξη της σύγκρουσης.

Τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, παράλληλα, έξι άλλα μέλη του ΝΑΤΟ δεσμεύτηκαν να αυξήσουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους κατά συνολικά 133 δισεκατομμύρια δολάρια, με τα 100 από αυτά να αφορούν μόνο τη Γερμανία.

Συνολικά, οι στρατιωτικές δαπάνες των χωρών του ΝΑΤΟ ανέρχονται σε περίπου 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως (70% εκ των οποίων είναι από το αμερινκανικό Πεντάγωνο). Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο κατά 2% σε σύγκριση με 12 μήνες πριν.

Το συνολικό ποσό των στρατιωτικών δαπανών παγκοσμίων είναι πάνω από 2,1 τρισεκατομμύρια δολάρια – ισοδύναμο με το 2,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ: ένα τερατώδες βάρος πάνω στην κοινωνία, που εκτρέπει την παραγωγική ικανότητα και τους πόρους μακριά από την κάλυψη βασικών αναγκών, προς καταστροφικούς πολέμους ή χωματερές.

Το «νομισματικό φαινόμενο»

Οι μονεταριστές προειδοποιούν επίσης για τους κινδύνους των παρεμβατικών πολιτικών, κατηγορώντας τις απερίσκεπτες κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες πως προκαλούν πληθωρισμό, χρησιμοποιώντας Κεϋνσιανές μεθόδους και πλημμυρίζοντας την αγορά με χρήμα μέσω του φτηνού δανεισμού.

Ειδικότερα, αυτοί οι δεξιοί οικονομολόγοι και πολιτικοί, συχνά επισημαίνουν καταστροφικά ιστορικά παραδείγματα υπερπληθωρισμού – όπως η Γερμανία την περίοδο της Βαϊμάρης ή η Βενεζουέλα και η Ζιμπάμπουε πιο πρόσφατα – για να τονίσουν ότι δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από μια κρίση τυπώνοντας χρήμα.

Οι μονεταριστές έχουν δίκιο σε αυτή την επισήμανση. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η διοχέτευση χρήματος στην κυκλοφορία χωρίς αντίστοιχη αύξηση των αξιών (δηλαδή των εμπορευμάτων που παράγονται) ανοίγει το δρόμο για ανεξέλεγκτες αυξήσεις τιμών.
Ωστόσο, η ανάλυσή τους για το χρήμα και τον πληθωρισμό, όπως συμβαίνει με όλες τις αστικές οικονομικές σχολές, υποφέρει από το ότι είναι εξαιρετικά υπερβολική, μονόπλευρη και μηχανιστική.

Και η προτεινόμενη θεραπεία τους – η αποπληθωριστική λιτότητα και οι επιθέσεις στους μισθούς – είναι ένα «πικρό χάπι» που θέλουν να επιβάλουν στην εργατική τάξη, όταν το πραγματικό πρόβλημα είναι το ίδιο το παρηκμασμένο καπιταλιστικό σύστημα.

«Ο πληθωρισμός είναι πάντα και παντού ένα νομισματικό φαινόμενο» υποστήριξε ο Μίλτον Φρίντμαν, μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της οικονομικής σχολής του Σικάγο, διάσημης για την επιρροή της σε αντιδραστικούς πολιτικούς όπως ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν, η Συντηρητική πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Χιλιανός δικτάτορας Στρατηγός Πινοσέτ.

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Φρίντμαν και τους μονεταριστές, σε όλες τις περιπτώσεις είναι απλώς οι αυξήσεις της προσφοράς χρήματος που βρίσκονται πίσω από τον πληθωρισμό.

Αλλά αυτή είναι μια εξήγηση που στην πραγματικότητα δεν εξηγεί τίποτα. Είναι, όπως το ονόμασε ο Μαρξ, «φετιχισμός του χρήματος»: ιδεαλιστικά εμποτίζει το χρήμα και την προσφορά χρήματος με μια μυστικιστική δύναμη, το χωρίζει και το ανυψώνει πάνω από τους πραγματικούς, αντικειμενικούς, διαλεκτικούς νόμους που διέπουν τη δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος.

Το αποτέλεσμα είναι η αντιστροφή αιτίου και αποτελέσματος, η οποία οδηγεί σε μια φοβερή σύγχυση, όπως εξήγησε ο Τεντ Γκραντ:

«[Οι μονεταριστές] παίρνουν τη στοιχειώδη αλήθεια ότι μία δεδομένη ποσότητα χρήματος θα ήταν απαραίτητη για τη μετακίνηση μιας δεδομένης ποσότητας αγαθών σε μια καπιταλιστική οικονομία, με μια σταθερή ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος· και ότι, εάν υπό αυτές τις συνθήκες, για παράδειγμα, η ποσότητα των χαρτονομισμάτων διπλασιαζόταν, οι τιμές θα διπλασιαζόταν κι αυτές.

Στη συνέχεια καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σε μια κατάσταση πληθωρισμού, εάν μειωθεί η «προσφορά χρήματος» – δηλαδή η παροχή χρήματος και δανεισμού – αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μια ανάλογη πτώση των τιμών, ή τουλάχιστον θα σταματούσε τη συνεχή τους άνοδο. Φαντάζονται ότι η απομάκρυνση του συμπτώματος θα θεράπευε την ασθένεια».

Στην ουσία του, αυτό είναι καθαρός αναγωγισμός. Ενώ ο μαρξισμός επιδιώκει να αναλύσει τα φαινόμενα διαλεκτικά, ολόπλευρα, οι αστοί οικονομολόγοι (τόσο της μονεταριστικής όσο και της Κεϋνσιανής ποικιλίας) απομονώνουν μόνο ένα μέρος ενός πολύπλοκου συνόλου και έτσι μετατρέπουν μια σχετική αλήθεια σε χονδροειδές λάθος.

Το «πάρα πολύ χρήμα» είναι σίγουρα μια πτυχή του ζητήματος. Αλλά πρώτα πρέπει να αναρωτηθούμε: αν η υπερβολική προσφορά χρήματος προκαλεί πληθωρισμό, τι καθορίζει την προσφορά χρήματος;

Και δεύτερον, το να λέμε ότι ο πληθωρισμός προκαλείται απλώς από το ότι «πάρα πολύ χρήμα κυνηγά πολύ λίγα αγαθά» δεν είναι απάντηση. Τι είναι το «πάρα πολύ» χρήμα; Και γιατί υπάρχουν «πολύ λίγα» αγαθά;

Η ποσότητα του χρήματος στην οικονομία παρουσιάζεται από τους μονεταριστές ως μια βρύση, ελεγχόμενη από το κράτος, που μπορεί κανείς να ανοίξει και να κλείσει κατά βούληση. Ομοίως, το μέγεθος της παραγωγής παρουσιάζεται ως σταθερή ποσότητα.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ούτε η προσφορά χρήματος ούτε η το μέγεθος της παραγωγής είναι σταθερές ή ανεξάρτητες μεταβλητές. Αντίθετα, στον καπιταλισμό, και οι δύο υπόκεινται στην ίδια κινητήρια δύναμη: τη δημιουργία κέρδους.

Οι μονεταριστές ρίχνουν όλη την ευθύνη στις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες. Αλλά όπως εξηγεί ο Μαρξ σε διάφορα σημεία στους τρεις τόμους του «Κεφαλαίου», το κράτος δεν έχει τον πλήρη έλεγχο της προσφοράς χρήματος στον καπιταλισμό.

Αντίθετα, καθώς αναπτύσσεται ο καπιταλισμός, βλέπουμε την πίστη – κυρίως με τη μορφή δανεισμού χρημάτων από μονοπωλιακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως οι τράπεζες – να διαδραματίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο, λειτουργώντας ως ζωτικός μοχλός για την επέκταση της παραγωγής.

Τι καθορίζει, λοιπόν, πρωτίστως το επίπεδο του πιστωτικού χρήματος σε κυκλοφορία; Συνοπτικά: η δημιουργία κέρδους. Οι καπιταλιστές δεν δανείζονται χρήμα απλά επειδή είναι φθηνό, αλλά για να επενδύσουν και να βγάλουν κέρδος.

Στον καπιταλισμό, σημειώνει ο Μαρξ, το χρήμα μοιάζει ως «πρωτεύων μοχλός» και «μόνιμη κινητήρια δύναμη» της οικονομίας. Και είναι ασφαλώς αλήθεια ότι τα γρανάζια του καπιταλισμού λαδώνονται με χρήμα απ’ άκρη σ’ άκρη, με ένα πλήθος συναλλαγών – αγορών και πωλήσεων – που όλες βασίζονται στη διαρκή μετακίνηση χρήματος από χέρι σε χέρι.

Αλλά αυτό, τονίζει ο Μαρξ, είναι μόνο η επιφανειακή εικόνα. Στην πραγματικότητα, είναι η δυναμική του κεφαλαίου – της παραγωγής και διανομής εμπορευμάτων με σκοπό το κέρδος – που καθορίζει τη ζήτηση χρήματος: ιδιαίτερα με τη μορφή πίστωσης, αλλά και ως μετρητά.

Ο πληθωρισμός, με άλλα λόγια, μπορεί πράγματι να είναι ένα «νομισματικό φαινόμενο», όπως δήλωσε ο Φρίντμαν. Αλλά τα ίδια τα νομισματικά φαινόμενα είναι μια αντανάκλαση των νόμων της αξίας – των νόμων που διέπουν το καπιταλιστικό σύστημα: ένα σύστημα γενικευμένης παραγωγής και ανταλλαγής εμπορευμάτων, ένα σύστημα παραγωγής με σκοπό το κέρδος.

Η ποσοτική χαλάρωση

Επομένως, η προσφορά χρήματος δεν είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας για τον πληθωρισμό. Το χρήμα δεν είναι η κινητήρια δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος. Και η νομισματική πολιτική δεν είναι παντοδύναμη. Εν συντομία, το κράτος δεν μπορεί να επιλύσει τις αντιφάσεις του καπιταλισμού.

Η απόδειξη των παραπάνω ήρθε μετά το κραχ του 2008. Με τα επιτόκια ήδη σχεδόν στο μηδέν, και τα κρατικά χρέη σε πανύψηλα επίπεδα, η άρχουσα τάξη είχε ουσιαστικά ξεμείνει από πυρομαχικά για να καταπολεμήσει την κρίση. Παρά τις καλύτερες προσπάθειές τους, οι επενδύσεις και η ανάπτυξη παρέμειναν σε αναιμικά επίπεδα.

Ως εκ τούτου, οι κεντρικές τράπεζες των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών διοχέτευσαν τρισεκατομμύρια στην παγκόσμια οικονομία με τη μορφή της ποσοτικής χαλάρωσης, σε μια προσπάθεια να αυξήσουν τη ρευστότητα και να τονώσουν τον δανεισμό από τις ιδιωτικές τράπεζες.

Μέσα σε λίγα χρόνια, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είχε επεκτείνει τον ισολογισμό της κατά 4,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Τράπεζα της Αγγλίας δημιούργησε περίπου 375 δισεκατομμύρια λίρες μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης. Και ακόμη και η ΕΚΤ μπήκε στο παιχνίδι, αγοράζοντας περιουσιακά τίτλους αξίας άνω του ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ.

Σύμφωνα με τους μονεταριστες και την «ποσοτική τους θεωρία του χρήματος», μια τέτοια σπατάλη θα έπρεπε σίγουρα να είχε οδηγήσει σε εκτεταμένο πληθωρισμό. Άλλωστε, όπως συζητήθηκε παραπάνω, φαίνεται στοιχειώδες ότι – με όλα τα άλλα στοιχεία σταθερά – αν κάποιος διπλασιάσει την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί, τότε αυτό απλά θα διπλασιάσει την τιμή των πάντων.

Αλλά όλα τα άλλα στοιχεία δεν είναι σταθερά. Και αυτός ο πολυσυζητημένος πληθωρισμός δεν εμφανίστηκε. Πράγματι, στην Ευρώπη και αλλού, ο μεγαλύτερος φόβος σε όλη εκείνη την περίοδο ήταν αυτός του υφεσιακού αποπληθωρισμού.

Αυτό οφειλόταν σε μια σειρά παραγόντων. Από τη μία πλευρά, για δεκαετίες πριν από την πανδημία, διάφορες δυνάμεις ενεργούσαν ασκώντας πίεση προς τα κάτω στις τιμές.

Το πιο σημαντικό, μακριά από την «υπερθέρμανση» της παγκόσμιας οικονομίας εκείνη την περίοδο, είχαμε την παγκόσμια υπερπαραγωγή (που αντανακλάστηκε σε μια αφθονία προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση) που πίεζε τις τιμές προς τα κάτω.

Επιπλέον, η παγκοσμιοποίηση συνέβαλε στη συγκράτηση του κόστους παραγωγής, παρέχοντας φθηνότερες πηγές εργατικού δυναμικού και πρώτων υλών, καθώς και μεγαλύτερη αποδοτικότητα για τις οικονομίες που είχαν το αναγκαίο μέγεθος για να την εκμεταλλευτούν. Ομοίως, η τεχνολογική πρόοδος (ιδιαίτερα όσον αφορά τους υπολογιστές) βοήθησε στη μείωση του κόστους του κεφαλαίου.

Από την άλλη πλευρά, μεγάλο μέρος αυτής της τεράστιας εισροής χρήματος από την ποσοτική χαλάρωση δεν βρήκε ποτέ πραγματικά τον δρόμο του για τις τσέπες των καταναλωτών – δηλαδή για την πραγματική οικονομία, την πραγματική κυκλοφορία.

Αντί να διοχετεύσουν χρήματα απευθείας στο σύστημα, με τη μορφή «ρίψης μετρητών με ελικόπτερο» στα χέρια των απλών ανθρώπων, οι κεντρικές τράπεζες δημιούργησαν νέο χρήμα με σκοπό να αγοράσουν τίτλους (όπως ομόλογα κλπ.) από ιδιωτικά τραπεζικά ιδρύματα. Αυτό με τη σειρά του, έλπιζαν ότι θα ενθάρρυνε αυτές τις τράπεζες να παρέχουν φθηνή πίστωση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Αντίθετα όμως, οι τραπεζίτες μείωσαν τον δανεισμό τους και αύξησαν τα κέρδη τους. Οι επιχειρήσεις κάθονταν πάνω σε βουνά μετρητών που δεν αξιοποιούσαν και οι επενδυτές χρησιμοποίησαν αυτό το εύκολο χρήμα για μια φρενίτιδα κερδοσκοπίας, τροφοδοτώντας φούσκες σε μετοχές, στην αγορά ακινήτων, και στα κρυπτονομίσματα.

Και ενώ οι κεντρικές τράπεζες άνοιγαν τις στρόφιγγες από τη μια άκρη, οι κυβερνήσεις απομυζούσαν τη ζήτηση από την άλλη, με τη μορφή της λιτότητας και των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες. Η χαλαρή νομισματική πολιτική, με άλλα λόγια, συνοδεύτηκε από αυστηρή δημοσιονομική πολιτική.

Ταυτόχρονα, με κορεσμένες αγορές και πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, οι επενδύσεις παρέμειναν στάσιμες, πράγμα που σήμαινε ότι υπήρχε μικρή ζήτηση για πίστωση από τις τράπεζες.

Αυτό, με τη σειρά του, σήμαινε ότι, ενώ το κράτος δημιουργούσε μαζικά νέο χρήμα, η συνολική προσφορά χρήματος – δηλαδή η ποσότητα του χρήματος που πραγματικά βρισκόταν στην κυκλοφορία – ελάχιστα άλλαξε σε σχέση με την γενικότερη τάση που ήδη είχε.

Οι κύριες πηγές πραγματικής ζήτησης, επομένως, ήταν όλες είτε υποτονικές είτε σε πτώση. Η κατανάλωση των νοικοκυριών περιοριζόταν λόγω των πενιχρών αυξήσεων ή τη στασιμότητα των πραγματικών μισθών. Οι κρατικές δαπάνες περικόπτονταν. Και οι ιδιωτικές επενδύσεις ήταν στάσιμες. Ο καπιταλισμός είχε «κολλήσει».

Όλα αυτά υπογραμμίζουν τα όρια του τι μπορεί να επιτευχθεί μέσω της νομισματικής πολιτικής. Οι καπιταλιστές παράγουν για να βγάλουν κέρδη. Εάν δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, τότε η παραγωγή και οι επενδύσεις θα σταματήσουν. Και, όπως δείχνει αυτό το πρόσφατο παράδειγμα, κανένα χρηματικό ποσό δεν θα τους πείσει για το αντίθετο.

Ο φετιχισμός του χρήματος

Από την άλλη πλευρά της συζήτησης μεταξύ των αστών οικονομολόγων, οι νεο-Κεϋνσιανοί κήρυκες της «Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας» (ΜΜΤ) πέφτουν στην ίδια παγίδα με τους μονεταριστές που επικρίνουν, υιοθετώντας τη μηχανιστική και συγχυσμένη προσήλωσή τους στη δύναμη του χρήματος – τον φετιχισμό του χρήματος.

Οι υποστηρικτές της MMT, ωστόσο, αναποδογυρίζουν το επιχείρημα των αντιπάλων τους. Όπως οι μονεταριστές, έτσι και αυτοί κάνουν το λάθος να βλέπουν το χρήμα ως την «κινητήρια δύναμη» στον καπιταλισμό. Αλλά αντί να ζητούν αυστηρή νομισματική πολιτική, καταλήγουν στο αντίθετο συμπέρασμα: αφελώς και ψευδώς πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να τονώσουν την παραγωγή τυπώνοντας χρήμα.

Το θέμα είναι ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υποταχθεί σε κάποια διαχείριση – ούτε της νομισματικής πολιτικής, ούτε των μέτρων αύξησης της φορολογίας και των κρατικών δαπανών. Στην πραγματικότητα, οι «λύσεις» που υποστηρίζουν οι θιασώτες της MMT, όπως τονίστηκε ήδη, είναι μια σίγουρη συνταγή για πληθωρισμό, όπως φαίνεται σήμερα αλλά και σε όλη την Ιστορία, με τους εργαζόμενους να πληρώνουν το τίμημα.

Τόσο οι μονεταριστές όσο και οι Κεϋνσιανοί, λοιπόν, κάνουν λάθος εστιάζοντας όλη τους την προσοχή στην προσφορά χρήματος και φετιχοποιώντας τη δύναμη του χρήματος στον καπιταλισμό.

Αντίθετα, όπως ο Μαρξ, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην αποκάλυψη των πραγματικών, αντικειμενικών νόμων που διέπουν τις κινήσεις των τιμών και τη δυναμική του καπιταλισμού. Μόνο τότε μπορούμε να έχουμε μια πραγματικά επιστημονική κατανόηση του καπιταλιστικού συστήματος: μία απαραίτητη προϋπόθεση για να δείξουμε την έξοδο από αυτήν την κρίση.

Όπως και με το χρήμα στον καπιταλισμό, δεν είναι μόνο το αίμα που δίνει ζωντάνια στο ανθρώπινο σώμα. Η υγιής παροχή αίματος είναι σίγουρα απαραίτητη για τη μεταφορά οξυγόνου και άλλων σημαντικών θρεπτικών συστατικών σε διάφορα όργανα και ιστούς. Αλλά δεν είναι μόνη της υπεύθυνη για την υγεία – το κυκλοφορικό σύστημα δεν ορίζει καλά καλά τον ίδιο τον όγκο του και την ταχύτητα κυκλοφορίας του αίματος.

Οι μονεταριστές, από αυτή την άποψη, είναι σαν εκείνους που προσπαθούσαν στο Μεσαίωνα να θεραπεύσουν ασθενείς με βδέλες οι οποίες θα τους ρουφούσαν πλεονάζον αίμα. Οι Κεϋνσιανοί, από την άλλη πλευρά, προτείνουν μια μετάγγιση αίματος και ένα τραυμαπλάστ για να θεραπευτεί μια βαθιά μολυσμένη πληγή.

Καμία από αυτές τις σχολές ωστόσο δεν ασχολείται με την υποκείμενη ασθένεια: τον ίδιο τον καπιταλισμό.

Ένα παρηκμασμένο σύστημα

Για τους μονεταριστές, όπως προαναφέρθηκε, η λύση στον πληθωρισμό βρίσκεται στη «σφιχτή» νομισματική πολιτική. Ορισμένοι ζητούν ακόμη και την επιστροφή στον κανόνα του χρυσού: την αυστηρή σύνδεση της προσφοράς χρήματος με ένα απτό εμπόρευμα, όπως ο χρυσός.

Κοιτάζοντας την ιστορία του πληθωρισμού στον καπιταλισμό, υπάρχει μια λογική σε αυτή την πρόταση. Άλλωστε, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι τιμές έχουν εκτοξευθεί δραματικά από τότε που εγκαταλείφθηκε ο κανόνας του χρυσού την περίοδο του μεσοπολέμου, δίνοντας στις κεντρικές τράπεζες λευκή επιταγή να τυπώνουν χρήμα.

Σύμφωνα με μια ανάλυση οικονομολόγων της Τράπεζας της Αγγλίας, για παράδειγμα, οι τιμές στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκαν κατά 20 φορές μεταξύ 1948 και 1994, έναντι ενός απλού τριπλασιασμού των τιμών κατά την περίοδο τριών σχεδόν αιώνων από την ίδρυση της Τράπεζας το 1694 μέχρι το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Και το μεγαλύτερο μέρος αυτού του προγενέστερου πληθωρισμού στην πραγματικότητα συνέβη σε τρεις περιόδους πολέμου, όταν ο κανόνας του χρυσού ήταν σε μεγάλο βαθμό ανενεργός: στους Ναπολεόντειους Πολέμους, στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ωστόσο, οι μονεταριστές πάλι μπερδεύουν την αιτία και το αποτέλεσμα. Ο κανόνας του χρυσού (και αργότερα η ρύθμιση του Μπρέτον Γουντς) κατέρρευσε όχι εξαιτίας κάποιου πολιτικού λάθους, αλλά λόγω των αφόρητων αντιφάσεων που είχαν συσσωρευτεί στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.

Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εγκατέλειψαν αρχικά τον κανόνα του χρυσού με την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου, καθώς προσπαθούσαν να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές τους προσπάθειες τυπώνοντας χρήμα. Και στη συνέχεια το έκαναν ξανά τη δεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια της βαθύτερης κρίσης στην ιστορία του καπιταλισμού, καθώς ακολούθησαν επεκτατικές νομισματικές πολιτικές για να τονώσουν την οικονομία, να χρηματοδοτήσουν τα κρατικά ελλείμματα και να προσφέρουν ρευστότητα σε καταρρέουσες τράπεζες.

Στην ουσία, αυτή η κρίση του νομισματικού συστήματος ήταν μια αντανάκλαση της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, μια εξέγερση των παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στα εμπόδια της ατομικής ιδιοκτησίας και του εθνικού κράτους.

Ο πληθωρισμός από τότε μέχρι σήμερα, δεν είναι σύμπτωμα της ύπαρξης απερίσκεπτων κυβερνήσεων αλλά του γεγονότος ότι βρισκόμαστε στην εποχή του ιμπεριαλισμού, την εποχή της γεροντικής παρακμής του καπιταλισμού. Όπως εξήγησε ο Λέον Τρότσκι στις ομιλίες του στην Κομμουνιστική Διεθνή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι ένα σημάδι της επιδείνωσης της υγείας του συστήματος, το οποίο μπορεί να διατηρηθεί ζωντανό μόνο με μια σταθερή ροή τυπωμένου χρήματος και χρέους.

Μέχρι πρόσφατα, οι αστοί πίστευαν ότι είχαν πετύχει να καταργήσουν τον πληθωρισμό. Οι μονεταριστές, για παράδειγμα, υπερηφανεύονταν ότι – υπό την «καθοδήγηση» τους – οι τιμές είχαν τεθεί υπό έλεγχο τις τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα μια εποχή σχετικά χαμηλού πληθωρισμού και ταυτόχρονα χαμηλής ανεργίας στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες.

Όπως ήδη εξηγήθηκε, ωστόσο, αυτή η περίοδος υποτονικού πληθωρισμού δεν προέκυψε εξαιτίας των μονεταριστικών μεθόδων, αλλά ήταν προϊόν αντικειμενικών παραγόντων – όπως η υπερπαραγωγή, η παγκοσμιοποίηση, η αυτοματοποίηση και άλλοι – που συνδυάστηκαν οδηγώντας σε συγκράτηση των τιμών.

Είναι αλήθεια ότι η άρχουσα τάξη έχει προωθήσει αποπληθωριστικές πολιτικές λιτότητας και περικοπών μισθών τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970. Αλλά το αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν μια οικονομική και κοινωνική καταστροφή, η οποία (εν μέρει) μετριάστηκε μόνο από μια μαζική επέκταση του δανεισμού.

Και το τίμημα γι’ αυτό ήταν τα γιγαντιαία χρέη που συσσωρεύτηκαν από κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και νοικοκυριά σε όλο τον κόσμο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου – εντείνοντας τις συσσωρευμένες αντιφάσεις που τελικά εκδηλώθηκαν με το κραχ του 2008.

Οι κρίσεις πληθωρισμού και τα αυξανόμενα χρέη, από αυτή την άποψη, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και οι δύο αντικατοπτρίζουν το αδιέξοδο του καπιταλισμού, που απαιτεί ολοένα μεγαλύτερες ενέσεις πλασματικού κεφαλαίου για να επιβιώσει. Αλλά όλα αυτά απλά αυξάνουν τις αντιφάσεις, ανοίγοντας το δρόμο για ακόμη μεγαλύτερες, πιο εκρηκτικές κρίσεις στη συνέχεια.

Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Γιάννης Νικολάκης, Ηλίας Κυρούσης

Μέρος Α´ | Μέρος Β´ | Μέρος Γ´

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα