Μέρος Α´ | Μέρος Β´ | Μέρος Γ´
Σε όλο τον κόσμο, η μάστιγα του πληθωρισμού πλημμυρίζει με φόβο τόσο την εργατική τάξη όσο και την άρχουσα τάξη. Για τους εργαζόμενους, η γενική ανοδική τάση των τιμών – από την ενέργεια μέχρι τη στέγαση, τις μεταφορές, το φαγητό – οδηγεί σε ένα πανύψηλο κόστος ζωής.
Εξ ορισμού, ο πληθωρισμός σημαίνει την υποτίμηση του νομίσματος: με το ίδιο χρήμα αγοράζονται λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες απ’ ό,τι πριν. Έτσι, η αγοραστική δύναμη των μισθών έχει μειωθεί. Ακόμα και εκεί όπου οι εργαζόμενοι καταφέρνουν να κερδίσουν αυξήσεις, αυτές γενικά υπολείπονται των αυξήσεων στα νοίκια και τους λογαριασμούς, οδηγώντας σε μείωση των πραγματικών εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Την στιγμή που γράφουμε, ο πληθωρισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει φτάσει το 9%, το ψηλότερο επίπεδο εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Και προβλέπεται ότι θα μπορούσε να ανέβει πάνω από 10% αργότερα μέσα στο έτος. Παρόμοιους αριθμούς έχουμε επίσης δει στις ΗΠΑ, με τις τιμές να εκτοξεύονται κατά 8,5% τον Μάρτιο σε σύγκριση με πριν 12 μήνες. Στην Ευρώπη, ο αντίστοιχος αριθμός είναι 7,5%. Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του ΟΟΣΑ είναι 7,7%.
Για τους πολιτικούς και τους φορείς χάραξης πολιτικής, δεν είναι μόνο η κοινωνική και οικονομική αστάθεια τις οποίες προκαλεί ο πληθωρισμός που τους κρατούν ξύπνιους το βράδυ, αλλά και η ανησυχητική συνειδητοποίηση ότι έχουν λίγα διαθέσιμα μέτρα για να πολεμήσουν αυτή την πολύπλευρη ασθένεια. Και ακόμα χειρότερα, ότι η «θεραπεία» – ψηλότερα επιτόκια και μια νέα παγκόσμια ύφεση – μπορεί να είναι χειρότερη από την ίδια την ασθένεια.
Για τους εργαζόμενους που υποφέρουν από την πίεση του αυξανόμενου κόστους και τους στάσιμους μισθούς, το ζωτικό ερώτημα είναι: πώς να πολεμήσουμε αυτή την απειλή του πληθωρισμού; Για να απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση πρέπει πρώτα να καταλάβουμε τι είναι ο πληθωρισμός και από πού προέρχεται.
Μισθοί, τιμές και κέρδη
Παρ’ όλες τις φαινομενικές τους διαφορές, σε τελική ανάλυση, οι Κεϋνσιανοί και οι μονεταριστές συμφωνούν ότι η εργατική τάξη θα πρέπει να πληρώσει αυτήν την κρίση. Η «επιλογή» που παρουσιάζουν στους εργαζόμενους είναι μεταξύ θανάτου δι’ απαγχονισμού και θανάτου από χίλιες μαχαιριές. Καμία πλευρά δεν προσφέρει κάποια πραγματική λύση αφού η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στο ίδιο το σύστημα που υπερασπίζονται: τον καπιταλισμό.
Κοιτάζοντας πίσω από τις δήθεν διαφωνίες τους, βλέπουμε ότι αυτές οι δύο πτέρυγες της αστικής οικονομίας είναι στην παργματικότητα ενωμένες όσον αφορά το φάρμακο που συνταγογραφούν για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός: λιτότητα και επιθέσεις στους μισθούς των εργαζομένων.
Οι αστοί οικονομολόγοι όλων των «σχολών», στο συγκεκριμένο ζήτημα, σπεύδουν να κατηγορήσουν τους «ενοχλητικούς» συνδικαλιστές, με τις απαιτήσεις τους για ψηλότερους μισθούς, ως δήθεν υπεύθυνους για την ανοδική τάση στις τιμές. Με παρόμοιο τρόπο, είναι της μόδας αυτές τις μέρες για τους οικονομικούς σχολιαστές να προειδοποιούν ότι οι τιμές θα αυξηθούν εξαιτίας «των προσδοκιών του πληθωρισμού» – ένας ευφημισμός για τις προσπάθειες των εργαζομένων να ανταπεξέλθουν στο εκτοξευόμενο κόστος διαβίωσης.
Ωστόσο, τα πρόσφατα στοιχεία έχουν πλήξει σοβαρά αυτήν την αντιδραστική ανοησία. Με τη μέση αύξηση μισθού να παλεύει να συμβαδίσει με την αχαλίνωτη αύξηση στις τιμές, παρά τις συνεχιζόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε πολλές κρίσιμες βιομηχανίες και κλάδους, είναι ξεκάθαρο ότι οι εργαζόμενοι δεν είναι η αιτία του πληθωρισμού, αλλά τα θύματά του.
Πράγματι, όχι μόνο δεν βλέπουμε μια προς τα πάνω αλληλεπίδραση μισθών – τιμών προκαλούμενη από τους εργάτες, αλλά έχει εμφανιστεί μια προς τα πάνω αλληλεπίδραση κερδών – τιμών για τους καπιταλιστές – με τους τραπεζίτες να παίρνουν μπόνους – ρεκόρ, και τις μεγάλες επιχειρήσεις να συνεχίζουν να βγάζουν εξωφρενικά κέρδη, παρά τα αυξανόμενα κόστη.
Εκτός από αυτήν την εμπειρική κατάρριψη των δεξιών επιχειρημάτων, ο Καρλ Μαρξ από καιρό απάντησε και θεωρητικά σε αυτά. Στο βιβλίο του «Μισθός, Τιμή, Κέρδος» για παράδειγμα, βασισμένο σε μια σειρά ομιλιών που δόθηκαν προς την Πρώτη Διεθνή τον Ιούνιο του 1865, ο Μαρξ άσκησε κριτική κατά του «πολίτη» Τζον Γουέστον, ενός γνωστού ρεφορμιστή που ήταν επηρεασμένος από τις φιλελεύθερες ιδέες αστών οικονομολόγων όπως ο Άνταμ Σμιθ και ο Ντέιβιντ Ρικάρντο.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, η θέση του Γουέστον μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: «(1) ότι μια γενική αύξηση του ρυθμού των μισθών δεν θα ήταν ωφέλιμη για τους εργάτες· (2) ότι επομένως, κλπ. κλπ., τα συνδικάτα έχουν επιβλαβείς συνέπειες» [Ο Μαρξ προς τον Ένγκελς, αλληλογραφία 20 Μαΐου 1865].
Ο Μαρξ χρησιμοποίησε αυτή τη διαφωνία σαν μια ευκαιρία για να συνοψίσει τις δικές του οικονομικές ιδέες, ιδιαίτερα σχετικά με τον νόμο της αξίας, βασισμένο στην εργατική θεωρία της αξίας, και τη διαφορά μεταξύ αξίων και τιμών. Κεντρική ιδέα στην ανάλυση του Μαρξ είναι το ότι οι τιμές των εμπορευμάτων – των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται για ανταλλαγή στην αγορά – δεν είναι τυχαίες, ούτε αποφασίζονται από τα υποκειμενικά καπρίτσια των καπιταλιστών. Αντ’ αυτού, οι τιμές καθορίζονται από αντικειμενικούς νόμους και δυναμικές, που μπορούν να κατανοηθούν και να εξεταστούν.
Ο Μαρξ τόνισε ότι οι τιμές δεν καθορίζονται από την πρόσθεση των μισθών και των κερδών, όπως υποστήριζαν οι αστοί οικονομολόγοι. Αντ’ αυτού, γενικά μιλώντας, οι τιμές είναι η χρηματική έκφραση της αξίας των εμπορευμάτων.
Ο Μαρξ εξήγησε ότι οι τιμές αλλάζουν ανάλογα με την προσφορά και την ζήτηση. Όμως σε μια ελεύθερη αγορά, κάτω από την πίεση του ανταγωνισμού, αυτές οι τιμές πρέπει να κυμαίνονται γύρω από ένα μέσο όρο, την αξία ενός εμπορεύματος όπως αυτή καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός αγαθού. Με άλλα λόγια, είναι η εργατική τάξη που παράγει όλες τις νέες αξίες στην κοινωνία, προσθέτοντας αξία στα εμπορεύματα με την εφαρμογή της εργασίας της κατά την διαδικασία της παραγωγής. Και αυτή η αξία με τη σειρά της, μοιράζεται ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές με τη μορφή των μισθών και των κερδών, αντίστοιχα.
Είναι σημαντικό στοιχείο, υπογράμμισε ο Μαρξ, ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι πουλούν ένα εμπόρευμα στον καπιταλιστή: την εργατική τους δύναμη, δηλαδή την ικανότητα ή δυνατότητα να δουλέψουν μια συγκεκριμένη ώρα, μέρα, βδομάδα κλπ. Και ως αντάλλαγμα γι’ αυτό το εμπόρευμα παίρνουν ένα μισθό.
Στις περισσότερες πτυχές της, η εργατική δύναμη είναι σαν κάθε άλλο εμπόρευμα. Έχει μια αξία καθορισμένη από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί αυτό το εμπόρευμα. Για την εργατική δύναμη, αυτό σημαίνει τον μέσο όρο του χρόνου που χρειάζεται για να συντηρηθεί και να αναπαραχθεί η ίδια η εργατική τάξη, μέσω της τροφής, της ένδυσης, της στέγασης, της εκπαίδευσης, κ.ο.κ.
Η εργατική δύναμη έχει επίσης και μια τιμή: τον μέσο μισθό που παίρνουν οι εργάτες. Και όπως οι τιμές γενικά, έτσι και οι μισθοί, μπορούν επίσης να κυμαίνονται πάνω ή κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης λόγω της προσφοράς και της ζήτησης. Αντίθετα με τα υπόλοιπα εμπορεύματα όμως, αυτό δεν γίνεται μόνο εξαιτίας των δυνάμεων της αγοράς, αλλά και μέσω της ταξικής πάλης. Αυτό υπογραμμίζει το κύριο σημείο του Μαρξ. Όπως με τις τιμές, έτσι και τα κέρδη των καπιταλιστών δεν είναι τυχαία. Δεν αποκτούνται με κόλπα, «με το να αγοράζουν φτηνά και να πουλούν ακριβά». Οι νόμοι του ανταγωνισμού, γενικά, εμποδίζουν τους καπιταλιστές να υπερκοστολογήσουν τα εμπορεύματά τους.
Πράγματι, τώρα πολλές επιχειρήσεις – ειδικά οι πιο μικρές, χωρίς το μέγεθος και τη δύναμη να καθορίσουν τις τιμές όπως τα μεγάλα μονοπώλια – διαμαρτύρονται ότι δεν μπορούν απλά να μεταβιβάσουν το αυξανόμενο κόστος (ιδιαίτερα για την ενέργεια και τις μεταφορές) στους πελάτες, χωρίς να υπάρξει επίδραση στις πωλήσεις τους. Ακόμα κι αν μπορούσαν να καθορίσουν τις τιμές με τέτοιο τρόπο, ο Μαρξ σημείωσε ότι, οτιδήποτε κέρδιζαν οι καπιταλιστές με το ένα χέρι ως πωλητές, απλώς θα το έχαναν με το άλλο ως αγοραστές, καθώς το δικό τους κόστος παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των μισθών) θα αυξανόταν.
Επομένως, όπως αναλύει ο Μαρξ, τα κέρδη αντιπροσωπεύουν την απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης: την υπεραξία που παράγεται πάνω και πέρα από αυτή που πληρώνονται οι εργαζόμενοι για την εργατική τους δύναμη με τη μορφή των μισθών.
Ποιος ευθύνεται;
Συνοπτικά, η εργατική τάξη, κατά τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας, βδομάδας, ή χρόνου, παράγει μια συνολική αξία. Και όπως εξηγεί ο Μαρξ στο «Μισθός, Τιμή, Κέρδος», «αυτή η συγκεκριμένη αξία, καθορισμένη από το χρόνο της εργασίας του, είναι το μόνο ταμείο από το οποίο τόσο ο ίδιος όσο και ο καπιταλιστής πρέπει να πάρουν τα αντίστοιχα μερίσματα ή μετοχές τους, η μόνη αξία που μπορεί να μοιραστεί σε μισθούς και κέρδη…»
Έτσι, ο πληθωρισμός δεν κάνει την κοινωνία πλουσιότερη όσον αφορά τον πραγματικό πλούτο. Όμως, αναδιανέμει των πλούτο μεταξύ δανειστών και οφειλετών, και μετακινεί εισοδήματα μεταξύ καπιταλιστών και εργατών – κατά κανόνα εις βάρος των εργατών, αφού οι τιμές αυξάνονται γρηγορότερα από τους μισθούς.
Σε αυτή τη βάση, ο Μαρξ συνεχίζει:
«Αφού καπιταλιστής και ο εργάτης πρέπει να μοιραστούν μόνο αυτήν την αξία, δηλαδή την αξία που μετριέται από τη συνολική εργασία του εργάτη, όσο περισσότερο παίρνει ο ένας τόσο λιγότερο θα πάρει ο άλλος, και το αντίστροφο…
Αν μεταβληθούν οι μισθοί, τα κέρδη θα μεταβληθούν στην αντίθετη κατεύθυνση. Αν πέσουν οι μισθοί, τα κέρδη θα αυξηθούν, και αν αυξηθούν οι μισθοί θα πέσουν τα κέρδη».
Με άλλα λόγια, κάθε πραγματική αύξηση στους μισθούς, μπορεί να έρθει μόνο «βάζοντας χέρι» στα κέρδη της καπιταλιστικής τάξης. Και αυτός είναι ο λόγος, όπως βλέπουμε σήμερα, που τα αφεντικά – και οι υπηρέτες τους στα ΜΜΕ και το Γουέστμινστερ – εξαπολύουν τέτοια άγρια επίθεση ενάντια στους εργαζομένους κάθε φορά που, όπως ο Όλιβερ Τουίστ, τολμούν να ζητήσουν περισσότερα.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι οι εργαζόμενοι δεν ευθύνονται για τον πληθωρισμό, αλλά είναι διαρκώς αναγκασμένοι να πολεμήσουν για να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο μπροστά στα αυξανόμενα κόστη και την επίθεση των αφεντικών.
«Όλη η προηγούμενη Ιστορία αποδεικνύει ότι όποτε προκύπτει τέτοια υποτίμηση του χρήματος, οι καπιταλιστές είναι σε επιφυλακή για να αρπάξουν αυτή την ευκαιρία και να εξαπατήσουν τον εργάτη» σημειώνει ο Μαρξ στο «Μισθός, Τιμή, Κέρδος».
Όντως, με τις περισσότερες μεγάλες αγορές να ελέγχονται από μια χούφτα πανίσχυρα μονοπώλια, τα αφεντικά έχουν εκμεταλλευτεί καιροσκοπικά την πανδημία για να συμμετάσχουν σε ένα όργιο ανατιμήσεων και κερδοσκοπίας. Οι εταιρίες στον χρηματιστηριακό δείκτη S&P 500 για παράδειγμα, είδαν τα συνολικά τους έσοδα να αυξάνονται κατά περίπου 50% το 2021, με το περιθώριο κέρδους να διατηρείται στο επίπεδο – ρεκόρ του 13% καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ταυτόχρονα, κάποιοι αστοί αναλυτές εκτιμούν ότι αυξήσεις στις τιμές δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με τις όποιες αυξήσεις στα κόστη, είναι υπεύθυνες για πάνω από το 70% της συνολικής αύξησης των τιμών στην Αμερική από τα τέλη του 2019.
Γενικά, είναι οι εργάτες που «κυνηγούν» τις τιμές, και όχι το αντίστροφο. Όπως συνοψίζει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο»:
«Αν ήταν στις δυνατότητες των καπιταλιστών να αυξήσουν τις τιμές των εμπορευμάτων τους κατά βούληση, θα μπορούσαν και θα το έκαναν ακόμα και χωρίς καμία αύξηση στους μισθούς. Ούτε και θα αυξάνονταν οι μισθοί με την πτώση των τιμών των εμπορευμάτων. Η καπιταλιστική τάξη ποτέ δεν θα αντιτασσόταν στα συνδικάτα, αφού θα μπορούσαν πάντα και υπό όλες τις συνθήκες να κάνουν ότι κάνουν τώρα μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό κάποιες συγκεκριμένες, και κατά κάποιον τρόπο τοπικές, συνθήκες – δηλαδή να χρησιμοποιήσουν κάθε αύξηση στους μισθούς για να ανεβάσουν τις τιμές των εμπορευμάτων τους σε ένα πολύ ψηλότερο βαθμό, και έτσι να βγάλουν μεγαλύτερο κέρδος…
Όλη αυτή η αντίρρηση είναι ένας ανιπερισπασμός που χρησιμοποιούν οι καπιταλιστές και οι οικονομικοί απολογητές τους. Το αποτέλεσμα αντιμετωπίζεται ως η αιτία. Ωστόσο, οι μισθοί αυξάνονται (ακόμα κι αν αυτό είναι σπάνιο) μαζί με την αυξανόμενη τιμή των αναγκαίων μέσων διαβίωσης. Η αύξηση τους είναι το αποτέλεσμα της αύξησης στις τιμές των εμπορευμάτων, και όχι η αιτία της».
«Ένας αγώνας για αύξηση των μισθών ακολουθεί μόνο τον δρόμο προηγούμενων αλλαγών», τονίζει ο Μαρξ στο «Μισθός, Τιμή, Κέρδος» απαντώντας στον Πολίτη Γουέστον, «με λίγα λόγια, ως αντίδραση της εργατικής τάξης ενάντια στην προηγούμενη δράση των καπιταλιστών».
Πλασματικό κεφάλαιο
Για τον Μαρξ και τους μαρξιστές, λοιπόν, η απάντηση στα νομισματικά ερωτήματα πρέπει τελικά να αναζητηθεί στην κατανόηση της αξίας και των νόμων της· της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής και ανταλλαγής· και του συστήματος κέρδους που απορρέει από αυτήν. Μόνο εξοπλισμένοι με τη μαρξιστική κατανόηση της αξίας και των τιμών, όπως περιγράφηκε παραπάνω, μπορούμε να αρχίσουμε να κατανοούμε τις πραγματικές δυνάμεις και παράγοντες πίσω από τον πληθωρισμό – συμπεριλαμβανομένης και της παρούσας κρίσης.
Πρώτον, υπάρχει ο ρόλος αυτού που ο Μαρξ ανέφερε ως «πλασματικό κεφάλαιο»: η κυκλοφορία χρήματος στην οικονομία χωρίς να συνοδεύεται από κυκλοφορία αξίας· χρήμα που κυκλοφορεί ως κεφάλαιο – χρήμα που επιδιώκει να δημιουργήσει περισσότερο χρήμα – χωρίς καμία παραγωγή εμπορευμάτων που να σχετίζεται με αυτό.
Πριν πάμε παρακάτω, ωστόσο, πρέπει πρώτα να απαντήσουμε στην ερώτηση: τι είναι το χρήμα; Στην ουσία, εξηγεί ο Μαρξ, το χρήμα είναι ένα γενικό μέτρο της αξίας· μια τυπική μονάδα μέτρησης, που σε σύγκριση με αυτή μπορεί να εκφραστεί η αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων. Οι τιμές, με τη σειρά τους, είναι η χρηματική έκφραση της αξίας· η μονάδα μέτρησης για τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που αποκρυσταλλώνεται μέσα στα εμπορεύματα.
Το χρήμα προκύπτει οργανικά και ιστορικά παράλληλα με την ταξική κοινωνία και την ατομική ιδιοκτησία, από τις ανάγκες της εμπορευματικής παραγωγής, της ανταλλαγής και του εμπορίου. Αρχικά, αυτό παίρνει τη μορφή του χρηματικού εμπορεύματος: ένα εμπόρευμα που είναι πολύτιμο από μόνο του, με τον δικό του ενσωματωμένο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας· που μπορεί να ανταλλάσσεται με όλα τα άλλα εμπορεύματα· και που όλα τα άλλα εμπορεύματα μπορούν να συγκριθούν με αυτό, λειτουργώντας έτσι ως γενικό ισοδύναμο.
Αρχίζοντας γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ., για παράδειγμα, βλέπουμε την εμφάνιση της νομισματοκοπίας, με τη χρήση πολύτιμων μετάλλων – όπως ο χρυσός και το ασήμι – ως χρηματικό εμπόρευμα. Και μετά από αυτό, χρήματα με βάση το μέταλλο, σε διάφορες μορφές, κυριάρχησαν για χιλιετίες, μέχρι και τον 20ό αιώνα. Με τον καιρό, μέσω της μείωσης της αξίας τους, τα πολύτιμα μέταλλα που κυκλοφορούσαν ως χρήμα υποτιμήθηκαν. Η ονομαστική αξία των νομισμάτων, με άλλα λόγια, διαχωρίστηκε από την πραγματική αξία του μετάλλου που κυκλοφορούσε ως χρήμα.
Κατά την εξέλιξη αυτής της διαδικασίας, στη θέση ενός χρηματικού εμπορεύματος με τη δική του εγγενή αξία, το χρήμα – με τη μορφή των νομισμάτων, στη συνέχεια ως χαρτονιμίσματα, και τώρα ακόμη και ως απλά νούμερα σε μια οθόνη – έχει γίνει μια συλλογή από απλά σύμβολα, λειτουργώντας ως αναπαράσταση της αξίας.
Μια ορισμένη ποσότητα χρήματος, με άλλα λόγια, λειτουργεί ως σύμβολο για μια ορισμένη ποσότητα αξιών, που είναι ενσωματωμένες σε εμπορεύματα. Και οι τιμές, με τη σειρά τους, ποικίλλουν ανάλογα με την προσφορά χρήματος, την ποσότητα της αξίας σε κυκλοφορία και την «ταχύτητα» του χρήματος (ο ρυθμός ή η συχνότητα με την οποία πραγματοποιούνται οι ανταλλαγές εντός της οικονομίας). Αν παραμείνουν ως έχουν τα υπόλοιπα, επομένως, όταν το χρήμα που κυκλοφορεί στην οικονομία αυξάνεται χωρίς αντίστοιχη αύξηση των αξιών που κυκλοφορούν, με τη μορφή εμπορευμάτων που αγοράζονται και πωλούνται στην αγορά, αυτό σημαίνει ότι οι τιμές θα αυξηθούν ανάλογα.
Αυτό υπογραμμίζει την αστάθεια και τις πληθωριστικές τάσεις που είναι έμφυτες στη χρήση του χρήματος ως συμβόλου αξίας, εάν αυτό δεν συνδέεται με μια υλική βάση με όρους εμπορευμάτων με πραγματική αξία – όπως συμβαίνει σήμερα με τα γνωστά ως «κυμαινόμενα» (ή “fiat”) νομίσματα. Στην ουσία τους, είτε πρόκειται για χαρτονομίσματα είτε για ψηφιακές αναπαραστάσεις, αυτές οι «μάρκες» λειτουργούν ως «υποσχετικές πληρωμής» για τον κάτοχό τους· αντιπροσωπεύουν δυνητικά μια ποσότητα αξίας που βρίσκεται στην κατοχή του, αρκεί να υποστηρίζονται από εμπορεύματα με πραγματική αξία – είτε από την άποψη της πραγματικής παραγωγικής δραστηριότητας, είτε με τη μορφή ενός χρηματικού εμπορεύματος, πχ. χρυσού. Εάν όχι, αυτό θα οδηγήσει σε πληθωρισμό.
Τότε μπαίνει στην «εξίσωση» το πλασματικό κεφάλαιο: χρήμα που ρίχνεται στην κυκλοφορία (ως κεφάλαιο), χωρίς να έχει καμία υλική βάση με παραγόμενης αξίας (δηλαδή εμπορευμάτων). Αυτό μπορεί να παίρνει πολλές μορφές: κρατικά ομόλογα που αντιπροσωπεύουν εθνικά χρέη· μετοχές, τίτλους και άλλα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα που έχουν εφευρεθεί και πωλούνται σε επενδυτές· καθώς και κρατικές δαπάνες για μη παραγωγικά έργα, όπως όπλα ή δρόμοι προς το πουθενά.
Ο Μαρξ αντιπαραβάλλει αυτό το πλασματικό κεφάλαιο με το πραγματικό (παραγωγικό) κεφάλαιο, που επενδύεται σε μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη· και με το χρηματικό κεφάλαιο, δηλαδή τα πραγματικά ποσά που είναι διαθέσιμα για τους καπιταλιστές. Ενώ το πραγματικό κεφάλαιο επενδύεται για να αποφέρει μια πραγματική υπεραξία, εξηγούσε ο Μαρξ, το πλασματικό κεφάλαιο είναι μια απατηλή αξίωση για μελλοντικά κέρδη που δεν υπάρχουν ακόμη· «απλώς ένας τίτλος ιδιοκτησίας για το αντίστοιχο μέρος της υπεραξίας που αναμένεται να δημιουργηθεί [από το πραγματικό κεφάλαιο που επενδύθηκε]».
«Όλο αυτό το χαρτί», συνεχίζει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», «στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύει τίποτα περισσότερο από συσσωρευμένες αξιώσεις ή νομικούς τίτλους, για τη μελλοντική παραγωγή της οποίας το χρήμα ή η κεφαλαιακή αξία αντιπροσωπεύει είτε καθόλου κεφάλαιο, όπως στην περίπτωση των κρατικών χρεών, είτε ρυθμίζεται ανεξάρτητα από την αξία του πραγματικού κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει».
Όσο ίσχυε ο κανόνας του χρυσού – που εισήχθη και διαδόθηκε στις δεκαετίες που ακολούθησαν τους Ναπολεόντειους Πολέμους, ως απάντηση στις διογκωμένες τιμές εν καιρώ πολέμου και τα εθνικά χρέη – τα νομίσματα και χαρτονομίσματα που κυκλοφορούσαν παρέμεναν «δεμένα» με μια υλική, μεταλλική βάση, δηλαδή τον χρυσό. Αυτό απέτρεπε την πλήρη αποσύνδεση της προσφοράς χρήματος από την αξία που κυκλοφορούσε στην οικονομία.
Η κατάρρευση του κανόνα του χρυσού – αρχικά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και στη συνέχεια για τα καλά στη Μεγάλη Ύφεση – αφαίρεσε αυτόν τον περιορισμό. Και αυτό πήγε ακόμα παραπέρα με το τέλος του μεταπολεμικού νομισματικού συστήματος του Μπρέτον Γουντς το 1971. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Μπρέτον Γουντς, τα νομίσματα των χωρών ήταν συνδεδεμένα με το αμερικανικό δολάριο, το οποίο με τη σειρά του ήταν σταθερά συνδεδεμένο με τον χρυσό στην τιμή των 35 δολαρίων ανά ουγγιά χρυσού. Αυτό κατέστη δυνατό χάρη στη δύναμη του αμερικανικού καπιταλισμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στην ηγεμονική θέση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που αντικατοπτριζόταν στο γεγονός ότι τα δύο τρίτα των παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού βρίσκονταν στο Fort Knox. Το δολάριο, με άλλα λόγια, θεωρήθηκε ουσιαστικά ότι είναι «τόσο καλό όσο ο χρυσός».
Τις επόμενες δεκαετίες, ωστόσο, καθώς ο καπιταλισμός των ΗΠΑ υπέστη σχετική πτώση, η ισχύς του δολαρίου υπονομεύτηκε. Τα αμερικανικά πλεονάσματα στο ισοζύγιο πληρωμών μετατράπηκαν σε ελλείμματα. Και παίζοντας το ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα, στην Κορέα και το Βιετνάμ, για παράδειγμα, ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ ξόδεψε μια περιουσία σε όπλα, δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις που αποδυνάμωσαν περαιτέρω το δολάριο.
Τελικά οι εντάσεις έγιναν αφόρητες και η μετατρεψιμότητα των δολαρίων σε χρυσό με την προηγούμενη ισοτιμία έγινε μη βιώσιμη. Η συμφωνία του Μπρέτον Γουντς καταργήθηκε και γεννήθηκε η εποχή των κυμαινόμενων νομισμάτων. Έκτοτε, οι κυρίαρχες κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες (δηλαδή εκείνες με δικό τους ανεξάρτητο νόμισμα fiat) είναι ελεύθερες να εκτυπώνουν χρήματα χωρίς περιορισμούς – ένα προνόμιο που οι Κεϋνσιανοί εκμεταλλεύθηκαν συχνά τον τελευταίο αιώνα, επιφέροντας έτσι κάθε είδους φρικτές πληθωριστικές στρεβλώσεις στο καπιταλιστικό σύστημα.
Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Γεωργία Τζιρκαλλή, Γιάννης Νικολάκης