Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΜαρξισμός και εθνικό νόμισμα

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Μαρξισμός και εθνικό νόμισμα

Το ζήτημα του εθνικού νομίσματος βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος πολλών χιλιάδων αγωνιστών. Η ηγεσία του νέου αριστερού πολιτικού φορέα, της Λαϊκής Ενότητας, υπερασπίζει την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος σαν «προϋπόθεση για την άσκηση μιας προοδευτικής, αντιμνημονιακής πολιτικής». Στα κείμενα που ακολουθούν, αναπτύσσεται από τον σ. Σταμάτη Καραγιαννόπουλο η άποψη της Κομμουνιστικής Τάσης πάνω στο κρίσιμο αυτό θέμα. Είναι τέσσερα άρθρα και εκτεταμένα αποσπάσματα από κείμενά μας, παλιότερα και πρόσφατα, που δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα www.marxismos.com και δίνουν το βασικό στίγμα μιας μαρξιστικής προσέγγισης του ζητήματος.

 

Τι θα γίνει συγκεκριμένα με την ΕΕ και το ευρώ;

(Από το κείμενο με τίτλο «Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ» που δημοσιεύτηκε στις  8/6/2012)

 

Η αστική κλίκα που διοικεί την ΕΕ σύμφωνα με τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών και των ευρωπαϊκών πολυεθνικών δεν μπορεί να ανεχθεί την ακύρωση των Μνημονίων από την κυβέρνηση της Αριστεράς. Πόσο μάλλον, δεν μπορεί να ανεχθεί έστω και την υπόνοια εφαρμογής ενός σχεδίου εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας στην Ελλάδα. Από τη φύση της η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος έρχεται σε σύγκρουση με το οικοδόμημα της ΕΕ, που είναι φτιαγμένο σύμφωνα με τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού μεγάλου κεφαλαίου. Βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα και το γράμμα των ιδρυτικών πράξεων, των Συνθηκών, των κανόνων και των επίσημων συμφωνιών της ΕΕ που προασπίζουν τον καπιταλισμό και «την ελεύθερη αγορά». Η αποβολή της Ελλάδας από το ευρώ και την ΕΕ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, στο πλαίσιο μιας απόπειρας του διεθνούς κεφαλαίου να τιμωρήσει τους Έλληνες εργαζόμενους και την κυβέρνηση της Αριστεράς.

Για να νικήσει σε αυτόν τον πόλεμο με τον αντιδραστικό συνασπισμό του ευρωπαϊκού κεφαλαίου η αγωνιζόμενη εργατική τάξη της Ελλάδας, πρέπει να έχει από την αρχή μια διεθνιστική προοπτική. Πρέπει να γράψει στη σημαία του αγώνα της το σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης. Από την πρώτη στιγμή της θητείας της, η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να βροντοφωνάξει αυτό το σύνθημα σε ολόκληρη την Ευρώπη, κάνοντας μια δραστήρια διεθνή εκστρατεία με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της.

Αναπόφευκτα, η έκδοση ενός νέου νομίσματος από μια κυβέρνηση της Αριστεράς που ηγείται της ανατροπής του ελληνικού καπιταλισμού σαν αποτέλεσμα της εκδίωξης από την Ευρωζώνη και την ΕΕ, θα συνοδευτεί από μια τάση απαξίωσής του στην διεθνή αγορά και από μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις. Όμως η ίδια η κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία – ειδικά στην περίπτωση που θα συντριβούν άμεσα οι αντεπαναστατικές απόπειρες και το ευρωπαϊκό και βαλκανικό προλεταριάτο, θα δείξει έμπρακτη αλληλεγγύη στην επαναστατική Ελλάδα, αρχίζοντας ταυτόχρονα να εκδηλώνει την επαναστατική του πάλη – όπως ήδη αναφέραμε, θα αποτελεί εγγύηση για την προάσπιση ενός μίνιμουμ ανεκτής και ανθρώπινης διαβίωσης για όλους τους εργαζόμενους. Η έκδοση ενός νέου νομίσματος όμως, για να διαλύσει κάθε ψευδαίσθηση επιδίωξης ενός δρόμου «εθνικού απομονωτισμού», πρέπει να συνοδεύεται από μια σαφή έκκληση για τη δημιουργία μιας νέας αληθινά αλληλέγγυας και δίκαιης, σοσιαλιστικής οικονομικής ενοποίησης, γύρω από ένα νέο ευρώ, που θα συμβολίζει πλέον την ισχύ μιας πανευρωπαϊκά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας.

Ο δρόμος της κοινωνικής ευημερίας και δικαιοσύνης, ο δρόμος του σοσιαλισμού, περιλαμβάνει αναπόφευκτα θυσίες. Δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας καμία προοδευτική, επαναστατική, κοινωνική και πολιτική αλλαγή που να συντελέστηκε δίχως θυσίες. Ποια είναι όμως η μοναδική άλλη «επιλογή» για του εργαζόμενους; Είναι ο δρόμος της παθητικής αποδοχής της αυξανόμενης καπιταλιστικής βαρβαρότητας, των ατέλειωτων ανθρωποθυσιών εκατομμυρίων άνεργων και φτωχών, στο βωμό των κερδών μιας χούφτας καπιταλιστών – παρασίτων.

 

Μέσα ή έξω από το ευρώ; : ποια είναι η θέση των μαρξιστών

(Άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 26/03/2013)

 

Όπως έχουμε εξηγήσει επανειλημμένα σε κείμενα και άρθρα μας, το ενδεχόμενο της επιστροφής της Ελλάδας σε εθνικό νόμισμα είναι πολύ πιθανό, σαν αποτέλεσμα της κλιμάκωσης της κρίσης και της κίνησης προς μια ανοικτή χρεοκοπία. Ανεξάρτητα από την μορφή που θα πάρει η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα (συναινετική με τους δανειστές ή όχι, αποτέλεσμα άτακτης χρεοκοπίας), πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού θα έχει ολέθρια αποτελέσματα για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Το νέο νόμισμα, σύμφωνα με δεκάδες μελέτες που έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί (π.χ από μεγάλες διεθνείς τράπεζες όπως η Citigroup, η ING και η UBS) θα τείνει να απαξιωθεί από την αρχή και θα υποτιμηθεί ραγδαία, χάνοντας τουλάχιστον το μισό της αξίας του. Αυτό θα έχει σαν συνέπεια μια μεγάλη μείωση του εισοδήματος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ο πληθωρισμός θα γιγαντωθεί σαν αποτέλεσμα της διοχέτευσης πληθωριστικού χρήματος στην κυκλοφορία για αναγκαίες πληρωμές (χρήμα που δεν θα αντανακλά πραγματικές παραγόμενες αξίες), αλλά και της ακρίβειας των χιλιάδων αναγκαίων εισαγόμενων εμπορευμάτων. Το κρατικό χρέος – ακόμα και αν η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα συνοδευτεί από μια δραστική του περικοπή – θα πολλαπλασιαστεί πολύ γρήγορα, καθώς ο δανεισμός του κράτους (αλλά και των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων) λόγω των υποτιμήσεων και του πληθωρισμού, θα γίνει πανάκριβος. Η συνέπεια όλων αυτών θα είναι μια ακόμα μεγαλύτερη ύφεση, με μια νέα απότομη πτώση του ΑΕΠ.

Η αναγνώριση από τους μαρξιστές των συνθηκών που θα δημιουργηθούν με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, δεν ισοδυναμεί καθόλου με την υποστήριξη του ευρώ και των αντιδραστικών πολιτικών που συνοδεύουν την απόπειρα για τη διάσωσή του. Αυτό που πρέπει να έχουμε κατά νου, είναι ότι πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, σε τελική ανάλυση, είτε με ευρώ, είτε με εθνικό νόμισμα, η πτώση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης, θα διαφέρει κύρια στους ρυθμούς και τη μορφή και λιγότερο στην έκταση.

Η πιθανή επιστροφή της καπιταλιστικής Ελλάδας στο εθνικό νόμισμα, θα αποτελέσει κάποια στιγμή ένα «αναγκαίο κακό», που θα επιβληθεί στους έλληνες αστούς, από την ταχύτατη ανάπτυξη της κρίσης και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού. Οι έλληνες αστοί, μη έχοντας καμία πρόθεση να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού με σοβαρές επενδύσεις στη βιομηχανία, την τεχνολογία, την επιστήμη και την έρευνα, θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν την επιστροφή στο υποτιμημένο εθνικό νόμισμα για να αποκτήσουν ένα τεχνητό πλεονέκτημα στις εξαγωγές τους, τσακίζοντας έτσι επίσης, πιο αποτελεσματικά το εργατικό κόστος. Όμως καθώς το μεγαλύτερο τμήμα των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται σε χώρες της ΕΕ, οι ευρωπαίοι αστοί δεν πρόκειται να επιτρέψουν μια ανενόχλητη εισβολή φθηνών ελληνικών εμπορευμάτων στις αγορές τους. Έτσι, αναπόφευκτα η έξοδος από το ευρώ θα συνοδευτεί από μια σειρά μέτρων προστατευτισμού ενάντια στην Ελλάδα και πιθανότατα, από την έξωσή της και από την ίδια την Ε.Ε.

Οι υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ μέσα στην Αριστερά, επικαλούνται το παράδειγμα της Αργεντινής, η οποία έχοντας στα χέρια της το υποτιμημένο «πέσο», ανέκαμψε σχετικά γρήγορα μετά από την κατάρρευση του 2001. Όμως η οικονομία της Αργεντινής είχε ωφεληθεί τότε από την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη και την αυξανόμενη ζήτηση για τα αγροτικά της προϊόντα, κύρια από την Κίνα. Αντίθετα, μια ελληνική χρεοκοπία με υιοθέτηση εθνικού νομίσματος, θα λάβει χώρα μέσα σε εντελώς διαφορετικές διεθνείς συνθήκες, σε μια παγκόσμια ύφεση, με συρρικνωμένες αγορές και αυξανόμενο προστατευτισμό.

Οι Μαρξιστές δεν υποστηρίζουν τη μια ή την άλλη νομισματική πολιτική των αστών, το ένα ή το άλλο νόμισμα. Το καθήκον τους είναι να υπερασπίζουν την αναγκαιότητα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Η υπεράσπιση του ευρώ σημαίνει ταυτόχρονα και υπεράσπιση της μόνης πολιτικής που είναι εφικτή πάνω στο έδαφος της σημερινής καπιταλιστικής Ευρωζώνης, δηλαδή της άγριας λιτότητας. Η υπεράσπιση του ευρώ πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού δεν είναι καθόλου μια «διεθνιστική στάση». Ισοδυναμεί στην πράξη, με την υποστήριξη του ευρωπαϊκού κεφαλαίου ενάντια στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη.

Από την άλλη πλευρά, η υπεράσπιση του εθνικού νομίσματος σαν μέσου αντιμετώπισης της κρίσης σε καπιταλιστική βάση, ισοδυναμεί με την υπεράσπιση της αυταπάτης του εθνικού προστατευτισμού σαν λύση για τα προβλήματα της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, σημαίνει «ντε φάκτο» αποδοχή σαν αναγκαία λύση όλων των δεινών που θα φέρει για τις μάζες η νομισματική υποτίμηση και ο υπερπληθωρισμός. Αποτελεί πρακτικά, την υποστήριξη ενός πιο προχωρημένου σταδίου ανάπτυξης της καπιταλιστικής κρίσης έναντι του σημερινού.

Ασφαλώς μια επαναστατική σοσιαλιστική κυβέρνηση, θα υποχρεωθεί να τυπώσει νέο νόμισμα για να αντιμετωπίσει τη βέβαιη απόπειρα επιβολής «νομισματικής ασφυξίας» από την ΕΕ και να κάνει τις αναγκαίες πληρωμές. Όμως αυτή θα είναι μια αναγκαστική ενέργεια για να στηριχθεί το πρόγραμμα εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας. Η έκδοση νέου νομίσματος δεν θα πραγματοποιηθεί σαν ένα μέτρο αστικού, εθνικού προστατευτισμού, αλλά στην υπηρεσία των σκοπών της σοσιαλιστικής επανάστασης, ενταγμένη στην υπόθεση της εξάπλωσής της στην Ευρώπη, που προοπτικά συνεπάγεται την ενοποίηση της ηπείρου γύρω από ένα κοινό νόμισμα – σύμβολο της κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας.

 

Η «πανάκεια» του εθνικού νομίσματος

(Από το άρθρο με τίτλο «Η ολοκλήρωση της μνημονιακής προδοσίας, η προοπτική ίδρυσης νέου αριστερού κόμματος και η θέση των κομμουνιστών» που δημοσιεύτηκε στις  14/08/2015)

 

Μέσα σε αυτό το γενικό πολιτικό πλαίσιο, το νέο κόμμα είναι ανάγκη να αποφύγει να ταυτιστεί με την «πανάκεια» του εθνικού νομίσματος, που με συνέπεια υπερασπίζει τα τελευταία χρόνια η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας. Όπως εξηγεί ο μαρξισμός, η πραγματική και οριστική λύση στα προβλήματα της εργατικής τάξης είναι μόνο η κατάκτηση της εξουσίας από την ίδια και η έναρξη της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας.Αυτή η θεμελιώδης πολιτική – προγραμματική αρχή του μαρξισμού δεν είναι δυνατόν να επισκιάζεται από την υπεράσπιση της πανάκειας του εθνικού νομίσματος. Η εισαγωγή ενός εθνικού νομίσματος πάνω στο έδαφος του ελληνικού καπιταλισμού με σκοπό την υποτίμησή του για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του, θα εκφράζει την απόπειρα της ελληνικής άρχουσας τάξης να φορτώσει την κρίση στην εργατική τάξη και να ενισχύσει την θέση των μεγάλων εξαγωγικών της μονοπωλίων. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί την προγραμματική σημαία για την ίδρυση ενός ριζοσπαστικού αριστερού, εργατικού κόμματος.

Φυσικά η έκδοση εθνικού νομίσματος θα είναι μια τεχνικά υποχρεωτική μέθοδος για την απεξάρτηση από τον ασφυκτικό νομισματικό έλεγχο της ΕΚΤ, ένα αναγκαίο τεχνικό μέσο για να λειτουργήσει το μόνο αληθινά φιλολαϊκό, αντικαπιταλιστικό, σοσιαλιστικό οικονομικό μοντέλο της κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας. Όμως το ίδιο το αναγκαίο οικονομικό μοντέλο δεν μπορεί στη ρητορική, τα συνθήματα και το πρόγραμμα ενός αριστερού κόμματος να υποκαθίσταται από το τεχνικό μέσο που θα το υπηρετεί. Κάτι τέτοιο θα ταίριαζε σε μια πατριωτική πολιτική αίρεση και όχι σ’ ένα κόμμα φτιαγμένο για να προωθήσει τις ιδέες και τους σκοπούς του σοσιαλισμού.

Σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα, η Κομμουνιστική Τάση θα επιμένει να εκφράζει ειλικρινά και συντροφικά τη διαφωνία της με τις απόψεις που εκφράζουν τα ηγετικά στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας, χωρίς αυτό να εμποδίζει τη συνύπαρξή μας στο ίδιο κόμμα, όταν αυτό λάβει «σάρκα και οστά». Ένας από τους αποφασιστικής σημασίας λόγους γι’ αυτό, είναι ο υπαρκτός κίνδυνος η υπερπροβολή της πανάκειας του εθνικού νομίσματος να διευκολύνει την υστερική προπαγάνδα των αστικών ΜΜΕ που επιχειρούν υποτιμητικά να εμφανίσουν το υπό ίδρυση αριστερό κόμμα ως το «κόμμα της δραχμής», όπως επίσης και ο ακόμα σοβαρότερος κίνδυνος η ανάπτυξη και επιρροή αυτού του νέου κόμματος να απειληθεί από την προσέλκυση μικροαστικών, πατριωτικών πολιτικών τυχοδιωκτών και πάνω από όλα, να υπονομευθεί η ύπαρξη και απήχηση του νέου αριστερού κόμματος από την ίδια την οδυνηρή εμπειρία που θα έχει για τις εργατικές μάζες η αναπόφευκτη σε κάποιο στάδιο επιστροφή στο εθνικό νόμισμα πάνω στο εδάφος της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού.

 

Το εθνικό νόμισμα, ο διεθνισμός και η Ε.Ε

(Απόσπασμα από το άρθρο με τίτλο «Λαϊκή Ενότητα : πολιτικά καθήκοντα, πρόγραμμα και προοπτικές» που δημοσιεύτηκε στις  4/9/2015)

 

Βασικό στοιχείο της προγραμματικής διακήρυξης της Λαϊκής Ενότητας είναι η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα. Η αναπόφευκτη και αυτονόητη έκδοση εθνικού νομίσματος για να σταματήσει η νομισματική εξάρτηση από την ΕΚΤ, ένα ζήτημα τεχνικό, που θα έπρεπε να επισκιάζεται από τις αναγκαίες βασικές, αντικαπιταλιστικές – σοσιαλιστικές διεκδικήσεις του προγράμματος, καταλαμβάνει μια δυσανάλογη για τη σημασία του έκταση στη διακήρυξη. Φυσικά αυτό δεν είναι τυχαίο. Αντανακλά την άποψη που έχει διατυπωθεί από τα κύρια ηγετικά στελέχη της Λαϊκής Ενότητας εδώ και χρόνια, πως η εισαγωγή του ευρώ αποτέλεσε μια αποφασιστική αιτία για την κρίση και πως η άμεση επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, σε συνδυασμό με ορισμένα προοδευτικά και ριζοσπαστικά μέτρα, μπορεί να έχει θετική επίδραση στην οικονομία και στο βιοτικό επίπεδο των εργατικών μαζών.

Η διαφορετική άποψη της Κομμουνιστικής Τάσης πάνω σε αυτό το ζήτημα έχει επίσης εξηγηθεί και αναλυθεί επανειλημμένα. Η κρίση στην Ελλάδα είναι το αποτέλεσμα των δομικών αντιφάσεων του καπιταλισμού και της παρούσας διεθνούς φάσης του ιστορικού του αδιεξόδου. Το ευρώ δεν αποτελεί καθοριστική αιτία για την εμφάνιση της κρίσης. Αντίθετα, η ύπαρξη ενός ισχυρού ενιαίου νομίσματος αποτέλεσε ένα πλεονέκτημα για τον ευρωπαϊκό, αλλά και για τον ελληνικό καπιταλισμό, που παρέτεινε την ανάπτυξη για μια ολόκληρη περίοδο. Η μη ύπαρξη εθνικών νομισμάτων στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποτρέψει έναν κύκλο ανταγωνιστικών νομισματικών υποτιμήσεων, που θα μπορούσε να τη βυθίσει σε μια βαθύτερη ύφεση αμέσως μετά την κρίση του 2008. Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός όμως, δεν μπορεί να αποφύγει την ύφεση, ούτε και την όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, που αναπόφευκτα θα απειλήσει, όπως ήδη έχει συμβεί, τη συνοχή της Ευρωζώνης και την ίδια την ύπαρξη του ευρώ.

Έτσι η πολύ σωστή θέση που υπάρχει στην προγραμματική διακήρυξη ότι «δεν είμαστε νοσταλγοί της καπιταλιστικής Ελλάδας της δραχμής» θα πρέπει να συμπληρωθεί από μια θέση που θα τονίζει ξεκάθαρα πως για την κρίση ευθύνεται ο καπιταλισμός και όχι το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και ότι βασικός σκοπός της Λαϊκής Ενότητας είναι μια Ελλάδα σοσιαλιστική και όχι η καπιταλιστική Ελλάδα με κάποιο άλλο, εθνικό νόμισμα. Όσο αυτή η ξεκάθαρη θέση δεν συμπεριλαμβάνεται στον προγραμματικό λόγο της Λαϊκής Ενότητας, τόσο θα δημιουργείται βάσιμα η εντύπωση ότι υπερασπίζεται μια ανύπαρκτη, εναλλακτική «νομισματική» λύση πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, έστω σε συνδυασμό με την απόπειρα λήψης ορισμένων ριζοσπαστικών μέτρων, που όμως θα βρίσκονται κάτω από διαρκή απειλή και υπονόμευση από την εξουσία που θα συνεχίζει να ασκεί στην οικονομία και το κράτος η αστική τάξη.

Αυτή η εντύπωση ενισχύεται από την άποψη που περιέχεται στη διακήρυξη ότι η έκδοση εθνικού νομίσματος μπορεί να συντελέσει «στην ενίσχυση των εξαγωγών, στον περιορισμό και στη σταδιακή υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχώρια προϊόντα» και «στην ενδυνάμωση της παραγωγικής βάσης της χώρας». Αυτή η θέση είναι λαθεμένη, καθώς η μόνη λύση που πραγματικά μπορεί να διασφαλίσει τη σχεδιασμένη ενίσχυση των εξαγωγών, τη ρύθμιση εξαγωγών και εισαγωγών με κριτήριο των κοινωνικό όφελος και τη γενική ενδυνάμωση της παραγωγής δεν είναι το εθνικό νόμισμα, αλλά το κρατικό μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου και ο σχεδιασμός της οικονομίας, στη βάση της κοινωνικοποίησης των βασικών της μοχλών. Αυτά πρέπει να είναι τα βασικά, πρωταγωνιστικά στοιχεία του οικονομικού προγράμματος και όχι το τεχνικό τους συμπλήρωμα, το εθνικό νόμισμα.

Ο υπερτονισμός της σημασίας του εθνικού νομίσματος ασφαλώς είναι ένα σύμπτωμα, που αντανακλά μια συγκεκριμένη ιδεολογική και πολιτική τάση. Αυτή είναι η αντίληψη του πατριωτισμού, στην αριστερή του εκδοχή, όπως είναι βγαλμένη από τις πολιτικές παραδόσεις του σταλινισμού. Όμως ο μαρξισμός, με χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο σε αυτό το ζήτημα τον ίδιο τον Λένιν, ιστορικά αντιπαρατέθηκε με αυτές τις αντιλήψεις. Εξηγεί ότι ο πατριωτισμός έχει για την εργατική τάξη προοδευτικό περιεχόμενο μόνο όταν η «πατρίδα» γίνει σοσιαλιστική. Αλλά και σε αυτή ακόμα την περίπτωση, ο πατριωτισμός θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικός μόνο προς τα συμφέροντα των εχθρικών καπιταλιστικών κρατών και ούτε στο ελάχιστο προς τα συμφέροντα των εργατών αυτών των κρατών. Αντίθετα, θα είναι πλήρως υποταγμένος στην υπόθεση της ίδιας της διεθνούς νίκης του σοσιαλισμού και στα συμφέροντα του διεθνούς προλεταριάτου σαν σύνολο. Συνεπώς, σύμφωνα με τη γνήσια μαρξιστική αντίληψη, το αληθινά προοδευτικό και υπέρτατο πολιτικό καθήκον για την εργατική τάξη είναι πάντοτε ο προλεταριακός διεθνισμός και όχι ο πατριωτισμός.

Ο υπερτονισμός της σημασίας του εθνικού νομίσματος συνδέεται με τη διεκδίκηση της «εθνικής ανεξαρτησίας». Αυτή η διεκδίκηση, ευρισκόμενη παραδοσιακά στο επίκεντρο του αριστερού πατριωτισμού, διαπερνά την προγραμματική διακήρυξη και επιδιώκει με λάθος τρόπο, να εκφράσει το πραγματικό καθήκον για αποτίναξη της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης, που με άξονα το χρέος και τα Μνημόνια έχει λάβει στην Ελλάδα στοιχεία που μοιάζουν με την αποικιοκρατία. Αυτό το καθήκον όμως, δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού καπιταλισμού, όπου η ελληνική άρχουσα τάξη είναι όχι μόνο άρρηκτα συνδεδεμένη με τον δυτικό ιμπεριαλισμό, αλλά είναι και ίδια ιμπεριαλιστική σε περιφερειακό επίπεδο. Μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, σαν τμήμα της πάλης για τη διεθνή ανατροπή του καπιταλισμού.

Επίσης, ο υπερτονισμός της σημασίας του εθνικού νομίσματος, αντανακλά μια τάση να ταυτίζεται η σοσιαλιστική προοπτική και οικοδόμηση με τα εθνικά κράτη. Όμως όπως η πάλη ενάντια στον καπιταλισμό έχει διεθνή χαρακτήρα εξαιτίας των κοινών συμφερόντων που συνδέουν την παγκόσμια εργατική τάξη, έτσι και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, όπως απέδειξε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των υπολοίπων παραμορφωμένων εργατικών κρατών, είναι ένα διεθνές στο περιεχόμενό του καθήκον, που λόγω της μεγάλης αλληλοσύνδεσης της παγκόσμιας οικονομίας και της ανάπτυξης μέσω της παγκόσμιας αγοράς ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας που επιβάλλεται πάνω σε όλες τις «εθνικές» οικονομίες, απαιτεί τη συνεργασία πολλών εργατικών σοσιαλιστικών κρατών μέσα από ομοσπονδιακές δομές, στη βάση ενός κοινού σχεδιασμού των παραγωγικών δυνάμεων.

Ο διεθνισμός λοιπόν, που υπερασπίζουν οι μαρξιστές ενάντια στις λαθεμένες αντιλήψεις του αριστερού πατριωτισμού, δεν είναι μια ωραία ιδέα, αλλά εκφράζει μια ταξική, οικονομική και πολιτική αναγκαιότητα να δημιουργηθεί η απαιτούμενη βάση για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Από αυτή τη σκοπιά θα πρέπει να αναθεωρηθεί και να συμπληρωθεί ουσιαστικά η ενότητα με τίτλο «ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΟΤΙΜΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ», με τη διευκρίνηση ότι μια καπιταλιστική Ελλάδα δεν μπορεί να απολαμβάνει κανενός είδους επωφελή για το λαό «ισοτιμία» μέσα στον σημερινό καπιταλιστικό κόσμο. Το σωστό σύνθημα για τη «δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού κινήματος γύρω από στόχους που εκφράζουν τα κοινά συμφέροντα του κόσμου της εργασίας, ανεξαρτήτως εθνικότητας» θα πρέπει να συμπληρωθεί από το σύνθημα «Για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης», σαν τη μοναδική προοδευτική εναλλακτική λύση στην αντιδραστική, υπάρχουσα καπιταλιστική ενοποίηση.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να υποστηρίζεται ρητά το πολιτικό καθήκον της εξόδου από την καπιταλιστική ΕΕ, στη βάση της αντίληψης ότι η ΕΕ από την ίδρυση και τη φύση της είναι ένας αντιδραστικός οργανισμός που υπηρετεί τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Έτσι η αντιμετώπιση της ΕΕ σαν οργανισμού που υπέστη στη πορεία του «αντιδραστική μετάλλαξη» σύμφωνα με τη διατύπωση της διακήρυξης, αλλά και η υπεκφυγή της υποστήριξης ενός μελλοντικού δημοψηφίσματος για τη θέση της Ελλάδας σε αυτή, χωρίς να αναφέρεται σαφώς ποια θα είναι η θέση της Λαϊκής Ενότητας σε αυτό το δίλλημα, συνιστούν λαθεμένες και ελλιπείς θέσεις που πρέπει να αναθεωρηθούν.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα