Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΜαρξισμός, φεμινισμός και «πολιτική των ταυτοτήτων» – Μέρος 3ο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Μαρξισμός, φεμινισμός και «πολιτική των ταυτοτήτων» – Μέρος 3ο

Η στάση του μαρξισμού έναντι της γυναικείας καταπίεσης, του φεμινισμού και της μικροαστικής υστερίας της «πολιτικής των ταυτοτήτων».

«Ριζοσπαστισμός στην ορολογία»

Αντί για έναν πραγματικό αγώνα για ισότητα, αυτό που μας προσφέρεται είναι «θετικές διακρίσεις». Αντί για τον αγώνα για απελευθέρωση μέσω μιας επαναστατικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας, μας προσφέρεται η «πολιτική ορθότητα». Αυτό ουσιαστικά οδηγεί σε ατέλειωτες συζητήσεις σχετικά με τις λέξεις και τη σημασία τους: την αδυναμία χρήσης εκείνης ή της άλλης λέξης, την ανάγκη αλλαγής της «γλώσσας με βάση το φύλο» κ.ο.κ.

Φέρνοντας στο προσκήνιο το αληθινό πνεύμα της μεταμοντέρνας «αφήγησης» που υποκαθιστά την Πράξη με τον Λόγο, έχει σπαταληθεί τεράστια ενέργεια σε ορισμένες χώρες όπου οι άνθρωποι που περιγράφουν τους εαυτούς τους ως «αριστερούς» ή ακόμα και «μαρξιστές», εκτελούν λεκτικούς ακροβατισμούς για να διαστρεβλώσουν τις διαφορετικές γλωσσικές μορφές, καταλήγοντας σε βαρβαρότητες όπως το «compañeras» στα ισπανικά, το «compagn*» στα ιταλικά (ΣτΜ. πρόκειται για όρους που σημαίνουν «σύντροφος» αλλά περιλαμβάνουν και τα δύο γραμματικά φύλα) κ.ο.κ. Αυτό το είδος του παιχνιδιού με τις λέξεις δεν κάνει τίποτα για να προωθήσει τον αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών, των μαύρων ή οποιουδήποτε άλλου. Είναι φετιχισμός του πιο σκληρού και γελοίου είδους.

Στη «Γερμανική Ιδεολογία», ο Μαρξ και ο Ένγκελς ασχολήθηκαν ήδη με την αντίληψη ότι μέσω της αλλαγής της συνείδησης των ατόμων μπορείς να αλλάξεις τις υλικές συνθήκες και ότι για να έχεις μια επανάσταση πρέπει πρώτα να «εκπαιδεύσεις» τους ανθρώπους: «Τόσο για τη μαζική παραγωγή αυτής της κομμουνιστικής συνείδησης, όσο και για την επιτυχία του ίδιου του επαναστατικού σκοπού, η αλλαγή στη συνείδηση των ανθρώπων σε μαζική κλίμακα είναι, αναγκαστικά, μια αλλαγή που μπορεί να γίνει μόνο μέσα σε ένα πρακτικό κίνημα, μια επανάσταση. Αυτή η επανάσταση είναι αναγκαία όχι μόνο επειδή η κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί να ανατραπεί με κανέναν άλλο τρόπο, αλλά και επειδή η τάξη της ανατροπής μπορεί μόνο σε μια επανάσταση να επιτύχει να απαλλαγεί από βάρη του παρελθόντος και να είναι σε θέση να δημιουργήσει μια κοινωνία εκ νέου.»

Η μεταμοντέρνα εμμονή με τη γλώσσα πιάνει το θέμα από την ανάποδη. Η αλλαγή της γλώσσας δεν θα αλλάξει το παραμικρό από την πραγματικότητα της καταπίεσης. Το να υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο αποκαλύπτει μια εντελώς ιδεαλιστική προσέγγιση. Η γλώσσα αλλάζει και εξελίσσεται, αντικατοπτρίζοντας τις αλλαγές στον πραγματικό κόσμο, αλλά το αντίστροφο είναι προφανώς αναληθές.

Οι άνευ σημασίας μάχες για τις λέξεις είναι μια τάση χαρακτηριστική των πανεπιστημιακών σεμιναρίων, όπου υπάρχει άφθονος χρόνος διαθέσιμος για να αφιερώσουν ατέρμονα επιχειρήματα για πράγματα αφηρημένα, όπως ένα σκυλί που κυνηγάει την ουρά του. Ο Γερμανός ποιητής Γκαίτε έγραψε: «Εν αρχήν ήν η Πράξη». Αυτό που απαιτείται για να πετύχει η χειραφέτηση των γυναικών είναι δράση για την καταπολέμηση της καταπίεσης και των διακρίσεων. Αλλά η προϋπόθεση για μια επιτυχημένη μαζική δράση είναι ακριβώς η μαχητική ενότητα γυναικών και ανδρών της εργατικής τάξης κατά των αφεντικών, η εξουσία των οποίων βασίζεται στην κοινή υποδούλωση όλων των εργαζομένων, ανδρών και γυναικών.

Φαίνεται ότι οι «ριζοσπαστικοποιημένοι» μικροαστοί πρέπει πάντα να έχουν κάτι για να κάνουν θόρυβο, όπως η αποκαλούμενη θεωρία «Κουήρ». Εδώ δεν είναι το μέρος για να αναλύσουμε αυτή τη θεωρία σε βάθος. Αυτό μπορεί να γίνει σε ξεχωριστά κείμενα και άρθρα. Αρκεί να πούμε ότι αυτή είναι μια απόλυτα αντιδραστική ιδέα ριζωμένη στον φιλοσοφικό ιδεαλισμό στην χειρότερη μορφή του. Σπέρνει τη διχόνοια υποσκάπτοντας τον αγώνα ενάντια στην καταπίεση και αναπόφευκτα πέφτει στα χέρια της αντίδρασης, άσχετα με τις προθέσεις αυτών που την υπερασπίζονται.

Ο μαρξισμός βασίζεται στον φιλοσοφικό υλισμό – τη μοναδική πραγματικά επιστημονική μέθοδο για την ανάλυση της φύσης, της κοινωνίας και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Είτε αρέσει σε κάποιον είτε όχι, το φύλλο στον κόσμο των ζώων (συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων ζώων) είναι μια φυσιολογική μέθοδος αναπαραγωγής. Άφυλη αναπαραγωγή υπάρχει στον κόσμο των ζώων, για παράδειγμα σε γεωσκώληκες και ορισμένα ψάρια. Αλλά εξαφανίζεται στην πορεία της εξέλιξης και είναι εντελώς απούσα μεταξύ των θηλαστικών.

Το φύλο δεν είναι κάτι που οι άνθρωποι έχουν συνειδητά καθορίσει ή εφεύρει. Ήταν προϊόν της εξέλιξης. Η ιδέα ότι το φύλο μπορεί να προσδιοριστεί τεχνητά από την ανθρώπινη βούληση είναι αυθαίρετη και φιλοσοφικά και επιστημονικά ψευδής. Ο θεμελιώδης σεξουαλικός διαχωρισμός είναι μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Αυτό καθορίζεται φυσικά από την αναπαραγωγική διαδικασία. Αυτό με τη σειρά του φέρνει μέσα του τα σπέρματα του καταμερισμού της εργασίας, ο οποίος σε ένα ορισμένο στάδιο έγινε η βάση του ταξικού κατακερματισμού της κοινωνίας. Η υποταγή των γυναικών στους άνδρες, εκφρασμένη σε πατριαρχικές οικογενειακές σχέσεις, συμπίπτει με τις αρχές της ταξικής κοινωνίας, και τελικά θα εξαλειφθεί μετά την κατάργηση της ίδιας της ταξικής κοινωνίας.

Οι μαρξιστές μάχονται για την πραγματική χειραφέτηση των γυναικών και όλων των άλλων καταπιεσμένων τμημάτων της κοινωνίας. Αλλά η χειραφέτηση δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη φαντασίωση ότι δεν υπάρχει το φύλο. Κάποιος μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να είναι ότι του αρέσει. Αλλά στο τέλος, κάποιος αναγκάζεται να αποδεχθεί την υλική πραγματικότητα πέρα από τις διανοητικές περιπλανήσεις του φιλοσοφικού ιδεαλισμού.

Μεταξύ των αναρίθμητων παράξενων και υπέροχων παραλλαγών της θεωρίας Κουήρ (στην πραγματικότητα δεν πρέπει να την αντιμετωπίζουμε ως θεωρία) φαίνεται να υπάρχει ένα κοινό νήμα: πρώτον, παρουσιάζει το φύλο ως ένα καθαρά κοινωνικό κατασκεύασμα, αρνούμενη όλες τις βιολογικές και υλικές πτυχές του θέματος. Το επόμενο βήμα είναι να δημιουργηθεί στη φαντασία μια σχεδόν άπειρη ποικιλία φύλων, από την οποία ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει την επιλογή του. Δεν αρνούμαστε το γεγονός ότι εκτός από τα αρσενικά και τα θηλυκά υπάρχουν ενδιάμεσες μορφές, οι οποίες είναι γνωστές εδώ και πολύ καιρό. Στην προ-Κολομβιανή Αμερική, οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνταν ως μια ειδική κοινωνική ομάδα και αντιμετωπίζονταν με σεβασμό.

Η σύγχρονη επιστήμη επιτρέπει στους ανθρώπους να αλλάξουν το φύλο τους και αυτό πρέπει να είναι προσιτό σε οποιοδήποτε το επιθυμεί. Είναι αυτονόητο ότι είμαστε εντελώς αντίθετοι σε κάθε μορφή διάκρισης και μισαλλοδοξίας προς τους τρανσέξουαλ. Ούτε έχουμε φυσικά αντίρρηση ο καθένας να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει. Ωστόσο, με το να παρουσιάζεται αυτή η δυνατότητα ως μέσο για την αλλαγή της κοινωνίας, καταλήγουμε στην ιδέα (που είναι ιδιαίτερα βολική για την άρχουσα τάξη) ότι η χειραφέτηση είναι καθαρά ένα ζήτημα προσωπικής επιλογής και τρόπου ζωής.

Βλέπουμε τις αρνητικές επιπτώσεις αυτού του είδους των ιδεών στις αποκρουστικές διασπάσεις και τους τσακωμούς ανάμεσα σε ορισμένες πτέρυγες των φεμινιστριών και των ακτιβιστών για τα δικαιώματα των τρανσέξουαλ. Τέτοιες εξελίξεις δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι υπηρετούν τον αγώνα ενάντια στην καταπίεση κάθε μορφής ή περιεχομένου. Είναι εντελώς αντιδραστικές και πρέπει να καταπολεμηθούν ως τέτοιες.

Οι «Πολιτικές Ταυτοτήτων» στο εργατικό κίνημα

Οι μαρξιστές αγωνίζονται για τη χειραφέτηση των γυναικών και θα υπερασπίσουν κάθε προοδευτικό μέτρο, ανεξάρτητα από το πόσο μερικό είναι, που τείνει να βελτιώσει την κατάσταση των γυναικών ακόμη και μέσα στα όρια του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος. Αλλά θα διεξάγουμε αυτόν τον αγώνα με τις δικές μας μεθόδους, δηλαδή με τις μεθόδους της προλεταριακής ταξικής πάλης.

Επισημαίνουμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, η πραγματική και πλήρης χειραφέτηση των γυναικών μπορεί να εδραιωθεί μόνο στη βάση ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, δηλαδή με μια σοσιαλιστική επανάσταση. Αλλά η προϋπόθεση για αυτό είναι ότι η εργατική τάξη πρέπει να είναι ενωμένη και να συνειδητοποιεί τα επαναστατικά της καθήκοντα.

Οι μαρξιστές αντιτίθενται σε κάθε είδους καταπίεση ή διάκριση. Αλλά ενώ πολεμάμε την καταπίεση και τις διακρίσεις, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι κύριος στόχος μας είναι ο αγώνας για το σοσιαλισμό και αυτό σημαίνει πάνω από όλα την υπεράσπιση της ενότητας της εργατικής τάξης. Υποστηρίζουμε την πλήρη ενότητα της εργατικής τάξης, πάνω από κάθε διάκριση φύλου, εθνότητας, γλώσσας ή θρησκείας. Οτιδήποτε χρησιμεύει για τη διατήρηση της ενότητας των εργαζομένων και την αύξηση της ταξικής τους συνείδησης είναι προοδευτικό. Ό,τι τείνει να χωρίσει τους εργαζόμενους για οποιοδήποτε λόγο είναι αντιδραστικό και πρέπει να καταπολεμηθεί. Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε. Η καταπίεση των γυναικών – και ιδιαίτερα των γυναικών της εργατικής τάξης – όπως και οι άλλες μάστιγες του καπιταλισμού, όπως η καταστροφή του περιβάλλοντος και η εθνική καταπίεση, αποτελούν συστατικά του μέρη. Δε μπορείς να έχεις ένα καπιταλιστικό σύστημα χωρίς την οικιακή σκλαβιά ή το «διπλό βάρος» που καλούνται να σηκώσουν οι γυναίκες της εργατικής τάξης. Δεν μπορείς να έχεις ένα καπιταλιστικό σύστημα χωρίς την καταστροφή του πλανήτη εξαιτίας της δίψας για κέρδος από τις μεγάλες πολυεθνικές. Δε μπορείς να έχεις ένα καπιταλιστικό σύστημα χωρίς την υποδούλωση των μικρών κρατών από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ώστε να λεηλατήσουν τις πρώτες ύλες τους και να διασφαλίσουν την ηγεμονία τους απέναντι στις άλλες δυνάμεις. Γι’ αυτό, ο μόνος πραγματικός τρόπος να εξαφανιστούν όλες αυτές οι μάστιγες είναι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης.

Η γραφειοκρατία του εργατικού κινήματος έχει μάθει να χρησιμοποιεί διαφορετικές ομάδες εργαζομένων τη μία εναντίον της άλλης, επιτρέποντας μισθολογικές διαφορές μεταξύ διαφορετικών ομάδων εργαζομένων. Οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αναζητώντας μια εύκολη ζωή και έναν συμβιβασμό με τα αφεντικά, ξεπουλούν ορισμένες ομάδες εργαζομένων σε αντάλλαγμα παραχωρήσεων υπέρ άλλων. Οι «θετικές διακρίσεις» χρησιμοποιούνται συστηματικά από τη γραφειοκρατία για να γεμίσει ηγετικές θέσεις στο εργατικό κίνημα με καριερίστικα στοιχεία που χρησιμοποιούν το φύλο ή την εθνικότητά τους για να ωθούνται προς τα εμπρός, βοηθούμενα και σε συνέργεια με τη δεξιά γραφειοκρατία, ώστε να απομακρύνουν τους αριστερούς υποψηφίους.

Οι γραφειοκράτες επιθυμούν να δημιουργήσουν «ποσοστώσεις» για γυναίκες, μαύρους, κλπ., για τους δικούς τους λόγους. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία χρησιμοποιεί συγκεκριμένα αυτό το μέσο για να ελέγξει τη σύνθεση των εκλεγμένων σωμάτων. Στηρίζονται σε ομάδες γραφειοκρατών καριεριστών οι οποίοι υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν «ειδικές ομάδες» και οι οποίοι έτσι ανεβαίνουν τα σκαλιά προς την ηγεσία. Και είναι ευτυχείς να στηρίξουν την ηγεσία, εφόσον τους δοθεί αυτονομία για να προωθήσουν τα «ζητήματα» τους. Αντί να εξασφαλίζεται «εκπροσώπηση» σε αυτές τις «ειδικές ομάδες», αυτό που επιτυγχάνεται είναι μια ακόμα λιγότερο αντιπροσωπευτική ηγεσία, που δεν εκλέγεται με βάση τις πραγματικές πολιτικές θέσεις της, αλλά απλώς για να ικανοποιεί τις ποσοστώσεις και ούτω καθεξής.

Η επιμονή με το φύλο ή την εθνικότητα ως το κυριότερο ζήτημα τείνει να διαιρέσει τους ανθρώπους, όχι με βάση την τάξη, αλλά με άλλα ζητήματα. Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος είναι εξαιρετικά αρνητικές για την εργατική τάξη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δεξιόστροφοι ηγέτες των συνδικάτων, οι ρεφορμιστές και οι αριστεροί ρεφορμιστές ειδικότερα, χρησιμοποιούν παντού την «πολιτική ορθότητα» και τις «πολιτικές ταυτότητας» για να αποσπούν την προσοχή από την ταξική πάλη και από τα πραγματικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη. Επικεντρώνονται στα ζητήματα της γλώσσας και όχι στην καταπολέμηση της καταπίεσης με αγωνιστική ταξική πάλη.

Αυτές οι κακοήθεις ιδέες είναι όπλα στα χέρια των πιο αντιδραστικών τμημάτων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, ο κύριος ρόλος της οποίας είναι η αστυνόμευση της εργατικής τάξης και ο περιορισμός του εύρους και της αποτελεσματικότητας της ταξικής πάλης. Στο παραδοσιακό οπλοστάσιο των αστυνομικών μεθόδων της γραφειοκρατίας, όπως την απειλή πειθαρχικών μέτρων, την εκδίωξη των πιο αγωνιστικών συνδικαλιστών, τις διαγραφές κ.λπ., προστίθεται τώρα μια νέα μέθοδος: ο εκφοβισμός και το κυνήγι των αγωνιστών από τους φανατικούς της «πολιτικής ταυτοτήτων».

Σε ένα συνδικαλιστικό συνέδριο στη Βρετανία οι υποστηρικτές της «πολιτικής των ταυτοτήτων» προώθησε ένα ψήφισμα που ανέφερε ότι το σωματείο θα πρέπει να αποδέχεται αυτόματα ως αληθινή κάθε κατηγορία που γίνεται από γυναίκα για παρενόχληση της από έναν άντρα, χωρίς άλλη απόδειξη πέρα από τα λεγόμενα της γυναίκας. Ένας άνδρας εκπρόσωπος στο συνέδριο, αμφισβήτησε το ψήφισμα αυτό ως εξής: «Είμαι συνδικαλιστής. Φανταστείτε ότι έχω μια γυναίκα επόπτη που θέλει να απαλλαγεί από μένα. Μπορεί να το κάνει πανεύκολα: απλώς θα με κατηγορούσε για παρενόχληση και θα απολυόμουν αμέσως και το σωματείο δεν θα μπορούσε να με υπερασπιστεί». Στην περίπτωση αυτή, το ψήφισμα ηττήθηκε. Αλλά οι κίνδυνοι αυτών των πολιτικών είναι προφανείς.

Ο λόγος για τον οποίο δεν αμφισβητούνται σοβαρά τέτοιου είδους ψηφίσματα δεν είναι επειδή έχουν κερδίσει σε επίπεδο επιχειρημάτων, αλλά επειδή οι άνθρωποι φοβούνται μήπως στοχοποιηθούν από τους υποστηρικτές της «πολιτικής ταυτοτήτων». Όποιος τολμά να διαμαρτύρεται, χαρακτηρίζεται αμέσως ως ρατσιστής, μισογύνης ή οποιοδήποτε άλλο πολύχρωμο επίθετο μπορούν να φανταστούν. Αυτό έχει οδηγήσει σε συκοφαντίες που στρέφονται εναντίον των αριστερών συνδικαλιστών και ένα κυνήγι μαγισσών. Οι διαφορετικές απόψεις αμέσως πνίγονται από τα ουρλιαχτά της συμμορίας της «πολιτικής ταυτοτήτων» που δεν διστάζουν να εκτοξεύσουν τις πιο σκανδαλώδεις προσβολές και κακοποιητικά σχόλια εναντίον των αντιπάλων τους.

Η αρχή των ποσοστώσεων είναι στην πραγματικότητα το πιο κραυγαλέο είδος εκλογικής νοθείας. Πολλοί από αυτούς έχουν εκλεγεί με την δικαιολογία ότι αντιπροσωπεύουν τη μία ή την άλλη μειονοτική ομάδα. Ωστόσο, όλοι μένουν σιωπηλοί για τη νοθεία αυτή, επειδή φοβούνται ότι θα καταγγελθούν ότι φέρονται να υπερασπίζονται τις διακρίσεις.

Στη Βρετανία ο Τόνι Μπλερ ήταν πρόθυμος να χρησιμοποιήσει εκλογικές λίστες αποτελούμενες μόνο απο γυναίκες για να επιλέξει καριερίστες βουλευτές και να κατατροπώσει τους αριστερούς στο Κόμμα. Κατά ειρωνικό τρόπο, ήταν οι μοντέρνοι «Αριστεροί» που προώθησαν αρχικά αυτές τις ιδέες ως μέρος του προγράμματος θετικών διακρίσεων. Έτσι ουσιαστικά παρέδωσαν το παιχνίδι στα χέρια της δεξιάς. Η δεξιά πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος χρησιμοποίησε το εθνικό ζήτημα για να υπονομεύσει τον Κόρμπιν, προτείνοντας δύο επιπλέον έδρες στην Εκτελεστική Επιτροπή, ένα από την Ουαλία και ένα άλλο από τη Σκωτία, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να εκπροσωπούνται τα διάφορα «έθνη». Κατά μια περίεργη σύμπτωση τόσο το Σκωτσέζικο όσο και το Ουαλικό Εργατικό Κόμμα ελέγχονται από τη δεξιά πτέρυγα.

Οι αριστεροί ρεφορμιστές, πάντα πρόθυμοι να παρουσιαστούν ως οι πιο φεμινιστές, επιμένουν πιο σθεναρά σε αυτό. Επιμένουν σε ποσοστώσεις και ειδική μεταχείριση για γυναίκες και άλλες κατηγορίες. Το Ποδέμος, το Momentum και άλλοι προχωρούν πολύ περισσότερο σε αυτά τα ζητήματα από το παραδοσιακό εργατικό κίνημα, γεγονός που αντικατοπτρίζει την ασήμαντη επιρροή του στις οργανώσεις αυτές. Μία από τις αντιδραστικές συνέπειες των ποσοστώσεων είναι ότι εμβαθύνουν τον διαχωρισμό και ανταγωνισμό μέσα στην εργατική τάξη. Τη σημερινή περίοδο της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, με όλες τις κυβερνήσεις να ακολουθούν προγράμματα περικοπών και λιτότητας, μια σειρά από συντηρητικές ιδέες μπορούν να βρουν απήχηση στα πιο «καθυστερημένα» τμήματα της εργατικής τάξης, που μπορούν να βγάλουν το αντιδραστικό συμπέρασμα ότι τα προβλήματα μας δεν προέρχονται από τον ίδιο τον καπιταλισμό, αλλά από την ύπαρξη εθνικών μειονοτήτων και μεταναστών, από τις γυναίκες που αγωνίζονται για τα δικαιώματα τους κτλ. Αυτή είναι η βάση της προπαγάνδας των φασιστών και των πιο αντιδραστικών δεξιών κινημάτων: δεν έχουμε αρκετές θέσεις εργασίας ή παιδικούς σταθμούς, ή έχουμε περιορισμένη πρόσβαση στα πανεπιστήμια και στα κοινωνικά επιδόματα κτλ. εξαιτίας των ποσοστώσεων που υπάρχουν για τις εθνικές μειονότητες, για τα φύλα κτλ. Όλα αυτά συνεισφέρουν στη διάδοση του δηλητηρίου του ρατσισμού και της διάσπασης στην εργατική τάξη. Επίσης, όλοι αυτοί που έχουν εκλεγεί με βάση τις ποσοστώσεις θεωρούνται πάντα σαν δεύτερου επιπέδου και πολλές φορές οι θέσεις που υποστηρίζουν απορρίπτονται εύκολα με το επιχείρημα ότι δεν έχουν εκλεγεί κανονικά, αλλά επειδή είναι γυναίκες/μαύροι/ομοφυλόφιλοι ή εξαιτίας οποιασδήποτε άλλης ποσόστωσης.

Στη Βραζιλία, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Σχεδόν ολόκληρη η Αριστερά έχει υποκύψει στην πρόταση να διαιρεθεί ολόκληρος ο πληθυσμός σε εθνικές γραμμές, προκειμένου να εισαχθούν τότε ποσοστώσεις σε πανεπιστήμια κλπ. – κάτι που οι Βραζιλιάνοι σύντροφοί μας αρνήθηκαν. Υποστήριξαν ότι πρέπει να αγωνιστούμε για εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη, στέγαση κ.λπ. – ένας απόλυτα επιτεύξιμος στόχος δεδομένου του πλούτου που υπάρχει στην κοινωνία – αντί να έχουμε την αντίληψη ότι υπάρχει έλλειψη πόρων και να παλεύουμε για τον καταμερισμό τους.

Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι με τις αποκαλούμενες θετικές διακρίσεις, τις ποσοστώσεις στην εκπροσώπηση και όλα τα υπόλοιπα. Ο τρόπος διασφάλισης της μέγιστης συμμετοχής των γυναικών και των μαύρων στο εργατικό κίνημα είναι να αποδείξουμε με δράσεις, όχι λόγια, ότι αγωνιζόμαστε ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση και διάκριση, για εργασία για όλους, ίσους μισθούς για εργασία ίσης αξίας κλπ. Μόνο με βάση ένα πρόγραμμα μάχης θα επιτύχουμε να κερδίσουμε τα πιο καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας. Αλλά αυτό σημαίνει ότι η ηγεσία πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των καλύτερων αγωνιστών, άσχετα αν είναι άνδρες ή γυναίκες, μαύροι ή άσπροι, στρέιτ ή γκέι.

Αυτός ο κενός φετιχισμός εισήχθη στο εργατικό κίνημα πρώτα μέσω των συνδικαλιστικών ενώσεων των λευκών κολάρων (μη χειρονακτική εργασία) που βασίζονται στα επαγγέλματα της μεσαίας τάξης. Ήταν πιο κοντά στους διανοούμενους και τους σπουδαστές της μεσαίας τάξης. Ως αποτέλεσμα της αποβιομηχάνισης και συγχωνεύσεων συνδικαλιστικών οργανώσεων, αυτά τα στρώματα απέκλεισαν τους χειρωνακτικούς εργάτες. Οι πιο μεσοαστικοί τύποι που είναι πιο ικανοί στο λόγο (ή τουλάχιστον φωνάζουν δυνατότερα) ήταν σε θέση να μολύνουν το κίνημα με τις νέες «τάσεις», τις κατάφεραν να καθιερώσουν ως τον αποδεκτό κανόνα.

Αυτό έχει επηρεάσει όλα τα συνδικάτα στον ένα ή τον άλλο βαθμό. Έτσι έχουμε ποσοστώσεις και ειδικές έδρες για γυναίκες, LGBT, μαύρους, άτομα με ειδικές ανάγκες, και άλλα. Έχουν τις δικές τους ξεχωριστές διασκέψεις, επιτροπές κ.λπ., με τη δική τους γραφειοκρατία. Επιμένουν ότι μόνο αυτοί μπορούν να αποφασίσουν για αυτά τα θέματα. Και εφόσον δεν ενοχλούν την υπόλοιπη γραφειοκρατία των συνδικάτων, τους επιτρέπεται να έχουν το δικό τους μικρό φέουδο. Οι αριστεροί ρεφορμιστές και οι σεχταριστές αποδέχονται αυτήν την κατάσταση, επειδή οι ιδέες και οι πολιτικές τους είναι και αυτές μικροαστικού χαρακτήρα.

Αντίδραση κατά του φιλελεύθερου φεμινισμού

Οι γυναίκες της μεσαίας τάξης φωνάζουν για περισσότερες ευκαιρίες σταδιοδρομίας: να γίνουν γυναίκες τραπεζίτες, διευθύνοντες σύμβουλοι, επίσκοποι – ή ακόμα και Πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρόκειται για μια νέα παραλλαγή του παλιού ρητού των ρεφορμιστών: «Είμαι υπέρ της βελτίωσης των συνθηκών της εργατικής τάξης – για κάθε ένα ξεχωριστά, ξεκινώντας από τον εαυτό μου».

Ακριβώς με ποιο τρόπο η είσοδος των γυναικών στις αίθουσες συνεδριάσεων των τραπεζών βοηθά στα δικαιώματα των εργαζομένων γυναικών είναι κάτι που ακόμα περιμένουμε να μας αποκαλύψουν. Είναι οι γυναίκες προϊστάμενοι καλύτεροι εργοδότες από τους άνδρες; Το ιστορικό προηγούμενο δεν είναι πολύ ενθαρρυντικό από την άποψη αυτή. Και κατά πόσο οι επιτυχίες της Θάτσερ, της Άνγκελα Μέρκελ ή της Τερέζα Μέι βοήθησαν τους αγώνες των γυναικών στα εργοστάσια είναι ένα μυστήριο που παραμένει ακόμα προς επίλυση.

Σταδιακά, ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτικά συνειδητών γυναικών έχει καταλάβει τις αρνητικές πτυχές του φεμινισμού. Θεωρούν ότι αντί να καταπολεμήσει τον καπιταλισμό ως εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό σύστημα, ο φεμινισμός ενθαρρύνει τις γυναίκες να σκέφτονται το κίνημα μόνο στο βαθμό που οδηγεί σε ατομικά κέρδη για ένα συγκεκριμένο στρώμα γυναικών.

Στο βιβλίο της «Γιατί δεν είμαι φεμινίστρια», η Τζέσα Κρίσπιν έχει περιγράψει τον φεμινισμό ως ένα αυτο-εξυπηρετικό εμπορικό σήμα που διαδόθηκε από διευθύνοντες συμβούλους και εταιρείες ομορφιάς, ως έναν «αγώνα για να συμμετάσχουν εξίσου οι γυναίκες στην καταπίεση των αδύναμων και των φτωχών». Δεν είναι λανθασμένος ο ορισμός, αν και κάποιος μπορεί να δει ότι, παρά τον τίτλο του βιβλίου, η Τζέσα Κρίσπιν εξακολουθεί να περιγράφει τον εαυτό της ως… φεμινίστρια.

Οι New York Times σχολιάζουν: «Το “Γιατί δεν είμαι φεμινίστρια” έρχεται σε μια εποχή που ένα μέρος των φιλελεύθερων γυναικών στην Αμερική φαίνεται έτοιμο για μια μεγάλη μετατόπιση – με κατεύθυνση, ξαφνικά, προς ένα σύστημα πεποιθήσεων που δεν μεταφράζει τους δείκτες επιτυχίας μέσα στον πατριαρχικό καπιταλισμό … τα χρήματα και την εξουσία», όπως το θέτει η ίδια η Κρίσπιν. Υπάρχει, φαίνεται, μια αυξανόμενη ζήτηση για έναν φεμινισμό που αφορά περισσότερο τις ζωές των γυναικών με χαμηλό εισόδημα παρά με αυτές των γυναικών που δουλεύουν ως διευθύνοντες σύμβουλοι.»

«Η αντίθετη άποψη που λέει ότι ο φεμινισμός όχι μόνο είναι ευρέως συμβατός με τον καπιταλισμό, αλλά ότι στην πραγματικότητα εξυπηρετείται από αυτόν έχει ήδη απολαύσει το μερίδιο της δόξας της. Πρόκειται για το μήνυμα που έχει περάσει η συντριπτική πλειοψηφία των αυτοαποκαλούμενων φεμινιστικών τύπων συμπεριφοράς τα τελευταία δέκα χρόνια: ότι ο φεμινισμός αφορά σε μεμονωμένες γυναίκες που παίρνουν αρκετά χρήματα για να κάνουν ό,τι θέλουν. Η Κρίσπιν είναι αδίστακτη στην αποδόμηση αυτής της μορφής φεμινισμού που δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την εξαγορά της απελευθέρωσης μιας γυναίκας της από την καταπίεση, την οποία στη συνέχεια φροντίζει να διαιωνίζει. Αγκαλιάζει το πατριαρχικό μοντέλο ευτυχίας, η οποία εξαρτάται από τη δυνατότητα να “έχεις κάποιον άλλο που να υπόκειται στη δική σου θέληση”. Οι γυναίκες, θύματα εκμετάλλευσης εδώ και αιώνες, υποσυνείδητα είναι πρόθυμες να εκμεταλλεύονται άλλους, πιστεύει η Κρίσπιν. «Μόλις καταφέρουμε να γίνουμε μέρος του συστήματος και να επωφελούμαστε από αυτό στο ίδιο επίπεδο με τους άνδρες, δεν θα νοιαζόμαστε για τον ποιον εκμεταλλευόμαστε με τη σειρά μας».

Η κρίση του φεμινισμού βρίσκει την αντανάκλαση της στη ταχεία αριστερή στροφή της πολιτικής στις ΗΠΑ προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού και του αντικαπιταλισμού, ιδιαίτερα μετά την εκλογή του Ντόναλτ Τραμπ. Ο αντιδραστικός χαρακτήρας της πολιτικής ταυτοτήτων εκδηλώθηκε με σαφήνεια στις εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ, όταν η Χίλαρι Κλίντον, η πιο γνήσια εκπρόσωπος της Γουολ Στριτ και της τάξης των δισεκατομμυριούχων, ξεκίνησε την εκστρατεία της με το σύνθημα: «Ψηφίστε με: είμαι γυναίκα!»

Η πρώην υπουργός Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ, εκείνη η σκληρή αντιδραστική πολεμόχαρη, που παρουσίασε τη Χίλαρι Κλίντον σε μια εκδήλωση στο Νιου Χάμσαϊρ, είπε στο πλήθος και στους ψηφοφόρους εν γένει: «Υπάρχει ένα ιδιαίτερο μέρος στην κόλαση για τις γυναίκες που δεν βοηθούν η μία την άλλην!» Στην περίπτωση αυτή όμως, εκατομμύρια Αμερικανίδες απέρριψαν αυτήν την έκκληση για «πολιτική με βάση το φύλο» και γύρισαν την πλάτη τους στις Κλίντον και Ολμπράιτ, ψηφίζοντας τον Σάντερς. Αυτό ήταν μία πραγματική κλοτσιά στα δόντια για τους υποστηρικτές της «πολιτικής ταυτοτήτων».

Αυτό έδειξε ότι οι γυναίκες των ΗΠΑ όταν ψηφίζουν για υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές θεωρούν τις πολιτικές και τις ιδέες ενός υποψηφίου πολύ πιο σημαντικές από το φύλο του. Ήταν αρκετά σωστή η θέση, αν και ήταν ατυχές ότι η μοναδική εναλλακτική λύση πέρα από αυτούς ήταν ο αρχιαντιδραστικός Ντόναλτ Τραμπ ο οποίος εμφανίστηκε δημαγωγικά ως ο αντικαθεστωτικός υποψήφιος. Εάν ο Μπέρνι Σάντερς είχε κατέβει στις εκλογές, πολλοί θα τον είχαν ψηφίσει. Αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση.

Η κληρονομιά που υπερασπιζόμαστε

Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι οι μαρξιστές κατηγορούνται ότι παραμελούν ή αγνοούν τα προβλήματα των γυναικών. Αλλά οι μαρξιστές υποστήριξαν από τη πρώτη στιγμή την γενικευμένη ψήφο ανδρών και γυναικών στο πρόγραμμά τους, πριν από τις σουφραζέτες. Η Ελέονορ Μαρξ πολέμησε στο βρετανικό συνδικαλιστικό κίνημα για την ίση αμοιβή για τις γυναίκες. Ήδη από το 1848, ο Μαρξ και ο Ένγκελς έθεσαν το αίτημα για την κατάργηση της αστικής οικογένειας, αν και αναγνώρισαν ότι αυτό δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εν μία νυκτί.

Μόλις το Μπολσεβίκικο Κόμμα ανέλαβε την εξουσία στη Ρωσία το 1917, πραγματοποίησε το πιο σαρωτικό πρόγραμμα για την χειραφέτηση των γυναικών στην ιστορία, καθώς και την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, σε πολύ πιο προχωρημένο επίπεδο από ό, τι υπήρχε στον καπιταλιστικό κόσμο εκείνη την περίοδο. Οι Μπολσεβίκοι απέδειξαν στην πράξη ότι η ανατροπή του καπιταλισμού ήταν σε θέση να εγγυηθεί στις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους πολύ περισσότερα δικαιώματα από κάθε είδους λεκτική αψιμαχία σχετικά με την καταπίεση εν γένει.

Όπως τόνισε ο Τρότσκι:

«Η επανάσταση έκανε μια ηρωική προσπάθεια να καταστρέψει τη λεγόμενη «οικογενειακή εστία» – ένα αρχαϊκό, αρτηριοσκληρωμένο και στάσιμο όργανο στο οποίο η γυναίκα με καταγωγή από τις εργαζόμενες τάξεις εργάζεται από την παιδική ηλικία μέχρι το θάνατο. Ο χώρος της οικογένειας με τη μορφή μιας μικρής επιχείρησης έπρεπε να αντικατασταθεί, σύμφωνα με τα σχετικά σχέδια, από ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής φροντίδας και στέγασης: μαιευτήρια, βρεφονηπιακούς σταθμούς, νηπιαγωγεία, σχολεία, κοινωνικές τραπεζαρίες, κοινωνικά πλυντήρια, σταθμοί πρώτων βοηθειών, νοσοκομεία, σανατόρια, αθλητικές οργανώσεις , κινηματογραφικές αίθουσες κλπ. Η πλήρης απορρόφηση των οικιακών λειτουργιών της οικογένειας από τα ιδρύματα της σοσιαλιστικής κοινωνίας, η οποία ενώνει όλες τις γενιές μέσω της αλληλεγγύης και της αμοιβαίας βοήθειας, κατάφερε να φέρει στη γυναίκα και επομένως στο αγαπημένο ζευγάρι μια πραγματική απελευθέρωση από μια χιλιόχρονη καταπίεση.

«(…) Αποδείχθηκε αδύνατο να νικηθεί η μορφή της παλιάς οικογένειας με τη βία – όχι επειδή υπήρχε ελλιπής βούληση, ούτε επειδή η οικογένεια ήταν τόσο σταθερά ριζωμένη στις καρδιές των ανθρώπων. Αντίθετα, μετά από μια σύντομη περίοδο δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση και τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, τα νηπιαγωγεία και τα παρόμοια ιδρύματα της, οι εργαζόμενες γυναίκες και μετά από αυτές οι πιο προχωρημένοι αγρότες, εκτιμούσαν τα ανυπολόγιστα πλεονεκτήματα της συλλογικής φροντίδας των παιδιών καθώς και την κοινωνικοποίηση της οικογενειακής οικονομίας. Δυστυχώς όμως, η κοινωνία ήταν πολύ φτωχή και με υπανάπτυκτη κουλτούρα. Οι πραγματικοί πόροι του κράτους δεν αντιστοιχούσαν στα σχέδια και τις προθέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος. Δεν μπορούμε να «καταργήσουμε» την οικογένεια, πρέπει να την αντικαταστήσουμε. Η πραγματική απελευθέρωση των γυναικών είναι αδύνατη στην βάση μίας «γενικευμένης έλλειψης». Αποδείχθηκε αυτή η αυστηρή αλήθεια που ο Μαρξ είχε διατυπώσει ογδόντα χρόνια πριν.» (Η Προδομένη Επανάσταση, Κεφάλαιο 7).

Απόσπασμα από κείμενο της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT) με τίτλο «Μαρξισμός εναντίον Διαθεματικότητας»

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα