Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΗ ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος

Η μεγαλειώδης ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος στο μεγάλο αφιέρωμα της Μαρξιστικής Τάσης.

Εισαγωγή: ο χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού

Η αιτία των σκληρών ταξικών συγκρούσεων, που χαρακτηρίζουν την ιστορία του εργατικού κινήματος στη χώρα μας από τη γέννηση του, είναι η καθυστέρηση του ελληνικού καπιταλισμού. Ήταν αυτή η καθυστέρηση, που δεν επέτρεπε τους αστούς να καθησυχάζουν το κίνημα με παροχές, αλλά αντίθετα τους ανάγκαζε να είναι αμείλικτοι καταπιεστές, για να διατηρήσουν τα μεροκάματα και τις τιμές που πλήρωναν στους αγρότες για τα προϊόντα τους σε χαμηλά επίπεδα.

Η αστική τάξη στη χώρα μας γεννήθηκε γερασμένη. Ο ελληνικός καπιταλισμός εδραιώθηκε οικονομικά και πολιτικά μετά το στρατιωτικό κίνημα του 1909 στο Γουδί, σε μια περίοδο κατά την οποία οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχανε ήδη μοιράσει ολόκληρο τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, ο καπιταλισμός παγκόσμια έμπαινε στην εποχή της επιθανάτιας αγωνίας του και το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη είχε ανδρωθεί και ετοιμαζόταν να διεκδικήσει την εξουσία.

Έτσι, λοιπόν, ο ελληνικός καπιταλισμός δε γνώρισε ποτέ την φυσιολογική νεανική πορεία ανάπτυξης, που γνώρισε ο καπιταλισμός στην αναπτυγμένη Ευρώπη, δηλαδή το σταδιακό πέρασμα από τη συντεχνία στη μανιφακτούρα, στη μικρή και τη μεγάλη βιομηχανία, που του έδωσαν την μεγάλη κοινωνική δύναμη και τον οδήγησαν στην επαναστατική ανατροπή του παλιού φεουδαρχικού καθεστώτος.

Τα πρώτα ελληνικά κεφάλαια συσσωρεύτηκαν την προηγούμενη περίοδο έξω από την χώρα, κύρια από Έλληνες εμπόρους, εφοπλιστές και τραπεζίτες, που σαν συνεργάτες των μεγάλων καπιταλιστικών οίκων της εποχής (Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας) κυριάρχησαν στην Αίγυπτο, την Μ. Ασία, τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι και τη Ρουμανία. Από τη δημιουργία τους, λοιπόν, οι Έλληνες καπιταλιστές ήταν μεσίτες, έμποροι και μεταπράτες εξαρτημένοι από το μεγάλο ξένο κεφάλαιο. Δε θέλησαν ποτέ να δημιουργήσουν μια σοβαρή βιομηχανική υποδομή και ό,τι έκαναν είχε έναν αρπαχτικό χαρακτήρα.

«Έτσι, παρά τις προσπάθειες του Χ.Τρικούπη (1882-1890) να αστικοποιήσει τη χώρα και με την βοήθεια μεγάλων δανείων από το εξωτερικό να δημιουργήσει μια υποδομή για την ανάπτυξη της ντόπια βιομηχανίας, το ελληνικό και ξένο κεφάλαιο που ήρθε προτίμησε τις τραπεζιτικές, τις μεταλλευτικές και τις ναυτικές επιχειρήσεις από τις οποίες έβγαιναν μεγάλα κέρδη» (Η ιστορίας της Ελληνικής κεφαλαιοκρατίας – Γ. Κορδάτος). Η πολιτική του Τρικούπη αποτυχαίνει και το 1893 το ελληνικό κράτος κηρύσσει χρεοκοπία και στάση πληρωμών του τεράστιων χρεών του.

Γι’ αυτούς τους λόγους, η ελληνική αστική τάξη ήταν ανίκανη να παίξει έναν επαναστατικό ρόλο ενάντια στο παλιό φεουδαρχικό καθεστώς, να δώσει ριζικές λύσεις στα αστικοδημοκρατικά προβλήματα και ιδιαίτερα στο μοίρασμα της γης στους χωρικούς και στο σπάσιμο της εξάρτησης από τους ξένους ιμπεριαλιστές και, γι’ αυτό το λόγο, συμβιβάζεται με τα τζάκια και το βασιλιά, πράγμα που την φέρνει σε σύγκρουση όχι μόνο με τους εργάτες, αλλά και με την αγροτιά και την κάνει από την αρχή εχθρική απέναντί της.

Είναι αυτές οι αιτίες για τις οποίες η αστική τάξη στη χώρα μας δεν μπόρεσε ποτέ να πιάσει βαθιές κοινωνικές ρίζες και λειτούργησε σαν ένα καρκίνωμα στον οργανισμό. Όπως εξηγεί ο Π. Πουλιόπουλος («Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα»), «η ελληνική αστική τάξη ίσαμε την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα προχώρησε δισταχτικά και σε διαρκείς συμβιβασμούς με τον παλιό κόσμο, την αυλή, φεουδαρχία και τον κλήρο. Όλα τα μεταρρυθμιστικά βήματα φέρνουνε τη σφραγίδα του μεσοβέζικου και διστακτικού πνεύματος, του φόβου της μπρος σε ριζοσπαστικές πληβειακές λύσεις».

Όπως έχει εξηγήσει ο Τρότσκι, όταν μια τάξη είναι ανίκανη να λύσει τα ιστορικά της καθήκοντα, τότε κάποια άλλη τάξη ή κοινωνική ομάδα αναλαμβάνει για λογαριασμό της να παίξει αυτό το ρόλο. Έτσι στην χώρα μας ο στρατός – η κάστα των αξιωματικών που έπαιζε από το 1843 σημαντικό ρόλο με την κινητοποίηση ενάντια στον Όθωνα για δημοκρατικό Σύνταγμα – ανέλαβε να παίξει για λογαριασμό της αστικής τάξης αυτό το ρόλο.

Το κίνημα του 1909 ήταν ουσιαστικά ένα αστικό κίνημα που επιβλήθηκε στην αστική τάξη από τη χρεοκοπία του βασιλικού καθεστώτος τόσο στα ζητήματα εσωτερικής πολιτικής όσο και σ’ αυτά της εξωτερικής. Ο αρχηγός του κινήματος Ζορμπάς γράφει στα απομνημονεύματά του ότι «τα αίτια ήταν κυρίως η βουλευτοκρατία και η συναλλαγή, η οικονομική δυσπραγία, η κακή απονομή της δικαιοσύνης και η έλλειψη δημόσιας ασφάλειας, ο ατυχής πόλεμος του 1897, το Κρητικό Ζήτημα και το απαράσκευο του κράτους για οποιαδήποτε πολεμική δράση».

Στην ουσία, η αστική τάξη κι οι νεαροί αξιωματικοί έβλεπαν να διογκώνεται η λαϊκή οργή των εργατών, των αγροτών και των μικροαστών ενάντια στην άνιση φορολογία, την τοκογλυφία και την καταπίεση των φεουδαρχών, του κλήρου και της Αυλής και να κινδυνεύουν και τα δικά τους πλούτη. Μετά την αστική επανάσταση των Νεότουρκων που ανέτρεψαν τον Σουλτάνο, διέβλεπαν ότι με την κοτσαμπάσικη πολιτική της «μικρής και περήφανης Ελλάδας» θα έχαναν πιθανά τη Μακεδονία και το ελληνικό εμπόριο και η ναυτιλία θα εκτοπιζόταν από τη Ν. Βαλκανική. Επιπλέον, οι «σύμμαχοι» Άγγλοι και Γάλλοι, που σχεδίαζαν τον διαμελισμό της Τουρκίας, ενίσχυαν τις εθνικές βλέψεις της αστικής τάξης για μια Μεγάλη Ελλάδα, για τους δικούς τους σκοπούς.

Το κίνημα ξεπέρασε κάθε προσδοκία των αξιωματικών. Στις 14 Σεπτέμβρη, 50.000 λαός συντάραξε την Αθήνα (τότε είχε πληθυσμό λιγότερο από 200.000), με αιτήματα που, ανάμεσα στα άλλα, περιλάμβαναν και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργατών και την κατάργηση της τοκογλυφίας. Το 1910, η Θεσσαλία και ο Βόλος συγκλονίστηκαν από τεράστιες αγροτικές κινητοποιήσεις με συνθήματα «κάτω οι τσιφλικάδες» και «απαλλοτρίωση» στα πλαίσια της περίφημης εξέγερσης στο Κιλελέρ.

Όταν, το 1910, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος εμπιστεύτηκε την πολιτική εξουσία στον Ελ. Βενιζέλο, η αστική τάξη δεν είχε ακόμα ένα οργανωμένο πολιτικό κόμμα, για να διεκδικήσει την κυβέρνηση. Το αστικό Φιλελεύθερο Κόμμα που θριάμβευσε στις εκλογές του 1910 ιδρύθηκε από τον Βενιζέλο, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές. Το ιστορικό σύνθημα που πρόβαλε ο Βενιζέλος στις ριζοσπαστικοποιημένες μάζες ύστερα από το Γουδί, στην περίοδο του μεγαλύτερου θριάμβου της αστικής τάξης, ήταν «Όχι Συντακτική αλλά Αναθεωρητική Βουλή». Δηλαδή, όχι επαναστατική δημοκρατική ανατροπή της μοναρχίας, αλλά ειρηνικό συμβιβασμό μαζί της. Όπως σωστά παρατηρεί ο Κ. Τσουκαλάς στο βιβλίο του «Η ελληνική τραγωδία», σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, «περιστάλησαν ορισμένα τυπικά προνόμια του μοναρχικού καθεστώτος, όμως οι ουσιαστικές αρμοδιότητες του βασιλιά δεν διασαφηνίστηκαν. Αυτό το γεγονός είχε αργότερα δυσάρεστες συνέπειες».

Παρά την αντίδραση των τσιφλικάδων, ο Βενιζέλος πέρασε στο νέο Σύνταγμα μια τροποποίηση που επέτρεπε την απαλλοτρίωση της γης, κατόπιν αποζημίωσης. Ωστόσο, στην πράξη, χάρις στους συμβιβασμούς της αστικής τάξης με το παλάτι, τα «τζάκια» διατήρησαν τα φέουδά τους. Όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος, «μόνο το 1917 ψηφίστηκε νόμος που κανόνιζε τις απαλλοτριώσεις  της τσιφλικάδικης ιδιοκτησίας, με αποζημίωση βέβαια» («Σελίδες από την ιστορία του αγροτικού κινήματος» – Γ. Κορδάτος).  Παρ’ όλα αυτά, οι αγρότες απεκτήσαν χωράφια μετά το 1922.

Βέβαια, ο Βενιζέλος πήρε μια σειρά σημαντικά μέτρα, για να κατοχυρώσει την εξουσία της αστικής τάξης στο κράτος και την οικονομία. Πήρε ακόμα και ορισμένα φιλεργατικά μέτρα κοινωνικής νομοθεσίας όπως: η καθιέρωση της Κυριακής ως αργία, η αναγνώριση εργατικών συλλογικών συμβάσεων, εργατικών ομοσπονδιών, η εκπόνηση σχεδίου γενικής ασφάλισης. Τα μέτρα αυτά που εκσυγχρόνιζαν σχετικά τις αστικές οικονομικές σχέσεις, λήφθηκαν την πρώτη περίοδο της νίκης των Φιλελεύθερων, λόγω της ανάγκης της νέας κυβέρνησης να εδραιωθεί στηριγμένη στους αγρότες και τους εργάτες. Πολύ σύντομα όμως ο Βενιζέλος, όταν κατάλαβε ότι έχασε τον έλεγχο των νέων συνδικάτων, έγινε στυγνός διώκτης της εργατικής τάξης.

Ο αστικός φιλελευθερισμός, γεννημένος σε μια επαναστατική για την ελληνική κοινωνία περίοδο, παρά το μεσοβέζικο και συμβιβαστικό χαρακτήρα του, που αντανακλούσε τη φύση του ελληνικού καπιταλισμού, κατάφερε να συσπειρώσει τις μάζες της αγροτιάς και της εργατιάς, γιατί έδωσε «κάτι», όταν οι άλλοι έπαιρναν τα πάντα. Έτεινε σε κάθε έφοδο των μαζών να γίνεται ο εκφραστής του, αλλά πάντα για να σώσει την αντίδραση. Ενισχύθηκε σημαντικά από τις επιτυχίες που σημείωσε στους Βαλκανικούς Πολέμους και κατάφερε να προωθήσει στις μάζες τον εθνικισμό και την προοπτική της «Μεγάλης Ιδέας». Αυτό όμως, κράτησε, μέχρις ότου η σκληρή πείρα των μαζών και η Μικρασιατική Καταστροφή τους επιτρέψει να αποβάλλουν τον εθνικισμό και να αγωνιστούν για τα δικά τους πια ταξικά συμφέροντα. Αυτό σήμανε την οριστική στροφή του φιλελευθερισμού στην αντίδραση, που ολοκληρώθηκε την περίοδο 1928-36 με το «Ιδιώνυμο» και την ανοιχτή υποστήριξη από τους Βενιζέλο, Σοφούλη και Πλαστήρα στη δικτατορία του βασιλιά Γεωργίου και του Μεταξά.

Η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου έδωσε από την αρχή απόλυτη προτεραιότητα στην ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων. Με δάνεια, εξοπλισμό και την καθοδήγηση των Βρετανών και των Γάλλων αναδιοργανώθηκε ο στρατός και το ναυτικό. Οι «σύμμαχοι» υποστήριξαν για τους δικούς τους λόγους, τις εθνικές φιλοδοξίες της αστικής τάξης για τη «Μεγάλη Ιδέα» και έτσι κατόρθωσαν να οδηγήσουν εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και αγρότες στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13), στο σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1917-18) και στην καταστροφική Μικρασιατική Εκστρατεία. Η ελληνική αστική τάξη, καθοδηγούμενη από τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, έφτασε μάλιστα να στείλει το 1918 στην Ουκρανία ένα εκστρατευτικό σώμα, μ’ επικεφαλής τον τότε συνταγματάρχη Πλαστήρα, για να πολεμήσει ενάντια στους μπολσεβίκους.

Ο ρόλος του στρατού στη χώρα μας, από τότε που γεννήθηκε, ήταν και είναι αποφασιστικός και καθοριστικός στις εξελίξεις. Δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε τον σχετικά προοδευτικό ρόλο που έπαιξε στην ενίσχυση του αστικού καθεστώτος, όσο και στη διεύρυνση της ελληνικής επικράτειας, ιδιαίτερα μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Αλλά, ακόμη και τότε, για να μην ξεχαστούμε, η στάση του απέναντι στο εργατικό κίνημα και τους αγρότες ήταν στάση σκληρής καταπίεσης.

Ο καθ’ όλα αντιδραστικός ρόλος των αξιωματικών του στρατού άρχισε να φαίνεται από την στιγμή που το προλεταριάτο έχτισε τις δικές του ανεξάρτητες οργανώσεις και ξεκίνησε να απειλεί την αστική εξουσία και ιδιαίτερα μετά την μικρασιατική καταστροφή, όπου καταποντίστηκαν μαζί με τη «Μεγάλη Ιδέα» οι «βενιζελικοί», καθώς και οι «βασιλικοί».

Βλέπουμε, λοιπόν, σ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, ο στρατός να εκφράζεται όχι μόνο με πραξικοπήματα, αλλά και στην πολιτική σκηνή. Βασικά πολιτικά πρόσωπα αστικών κομμάτων ήταν απόστρατοι αξιωματικοί (Πλαστήρας, Κονδύλης, Μεταξάς κ.ά.). Το φαινόμενο αυτό βέβαια φτάνει μέχρι και τέλος της δεκαετίας του ’70 (Παπάγος – «Βία και Νοθεία 1961-63», Δικτατορία των Συνταγματαρχών 1967-74).

Παράλληλα, όμως, δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για τη διάσπαση του στρατού και την συναδέλφωση των φαντάρων με τους αγωνιζόμενους εργάτες και τους αγρότες, όπως το 1923 και το 1936. Αυτό ήταν να αποφασιστικό γεγονός για τη νίκη του εργατικού κινήματος και την κατάληψη της εξουσίας.

Η πρώτη περίοδος: 1918–1923

Η  καθυστέρηση του ελληνικού καπιταλισμού επέδρασε αποφασιστικά πάνω στο χαρακτήρα και την οργανωτική και πολιτική διαμόρφωση της εργατικής τάξης στη χώρα μας. Επειδή ακριβώς η ελληνική αστική τάξη γεννήθηκε γερασμένη, οικονομικά αδύναμη, πολιτικά αντιδραστική και εξαρτημένη από το ξένο κεφάλαιο, το ελληνικό εργατικό κίνημα – που δε γνώρισε ποτέ μια μακρόχρονη «ειρηνική» περίοδο ανάπτυξης, όπως στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, από τα πρώτα του βήματα αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο του αγώνα και της επανάστασης. Ανδρώθηκε έτσι μέσα σ’ έναn αγώνα ύπαρξης, που θα του δώσει τη μαχητικότητα και την κινητικότητα που το χαρακτηρίζει σ’ όλη του την ιστορία και εξηγεί την έλλειψη ριζών του ρεφορμισμού. Συνδύασε την εκρηκτικότητα του χθεσινού αγρότη με την προλεταριακή αντοχή – κάτι που το έκανε ιδιαίτερα επικίνδυνο για την αστική εξουσία, παρά την οργανωτική αδυναμία που του επέβαλε η έλλειψη μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, η καταπίεση του κράτους και ο γρήγορος πολιτικός εκφυλισμός του νεαρού εργατικού κόμματος (ΣΕΚΕ-ΚΚΕ), που έχτισε με τόσους κόπους και θυσίες.

Τα πρώτα χρόνια του οργανωμένου συνδικαλιστικού και πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης, δηλαδή τα χρόνια 1919-23, είναι συνδυασμένα με δύο σημαντικά γεγονότα που έβαλαν μακροχρόνια τη σφραγίδα τους στην πορεία του. Το πρώτο ήταν η μεγάλη Ρωσική Επανάσταση του Οκτώβρη 1917 και το δεύτερο η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922.

Το Πρώτο Συνέδριο της ΓΣΕΕ έγινε τον Οκτώβρη του 1918. Σ’ αυτό, αντιπροσωπεύτηκαν 214 σωματεία, που είχαν περίπου 65.000 εργάτες μέλη (η Ελλάδα είχε τότε 5,5 εκ. πληθυσμό). Στο Συνέδριο αυτό, παρουσιάστηκαν από την αρχή οι δύο κύριες τάσεις μέσα στο εργατικό κίνημα, η φιλοβενιζελική, που ήταν κατά της πάλης των τάξεων και υποστήριζε ότι τα σωματεία πρέπει να μείνουν μακριά από κάθε πολιτική, και η σοσιαλιστική τάση. Παρ’ όλο που οι σοσιαλιστές κατόρθωσαν να περάσουν στο Συνέδριο τις δικές τους θέσεις, στη Διοίκηση της ΓΣΕΕ υπερίσχυσαν οι φιλοβενιζελικοί του Μαχαίρα με 6 μέλη έναντι 5 των σοσιαλιστών.

Μετά από μία βδομάδα – αρχές Νοέμβρη – έγινε στον Πειραιά το Πρώτο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο, το οποίο συσπείρωσε τις δυνάμεις των πρώτων σοσιαλιστικών ομάδων και κατέληξε στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΣΕΚ). Από τότε ουσιαστικά, η αστική τάξη και η κυβέρνηση Βενιζέλου – που τα προηγούμενα χρόνια είχε υποχείριους τους εργάτες στο κόμμα των Φιλελευθέρων – ξεκίνησε έναν ανοιχτό πια πόλεμο ενάντια στο εργατικό κίνημα, για να το διαφθείρει και να το διαλύσει.

Η Πρωτομαγιά του 1919 ήταν η αφορμή της πρώτης μεγάλης σύγκρουσης του οργανωμένου εργατικού κινήματος με την αστική τάξη. Η κυβέρνηση – που ήδη με τη σύμφωνη γνώμη των συμμάχων – προετοιμαζόταν να επέμβει στρατιωτικά στη Σμύρνη (2 Μαΐου), απαγόρευσε κάθε συγκέντρωση στην Αθήνα και τον Πειραιά και έστειλε τον στρατό με πολυβόλα, για να αποκλείσει τα γραφεία των συνδικάτων.

Η κατάσταση αυτή δημιούργησε τη πρώτη ανοιχτή ρήξη μέσα στη ΓΣΕΕ. Οι σοσιαλιστές καλούν τα συνδικάτα να κατέβουν στην απεργία της Πρωτομαγιάς σε κοινές εκδηλώσεις με το ΣΕΚ, ενώ οι βενιζελικοί ζητάνε να πειθαρχήσουν οι εργάτες στην κυβέρνηση. Ο Βενιζέλος, φοβούμενος την απεργία, διατάζει την σύλληψη των σοσιαλιστών ηγετών της ΓΣΕΕ και τους εξορίζει στην Φολέγανδρο. Παρά τις προσπάθειες του Μαχαίρα, τα εργατικά σωματεία μπρος σ’ αυτή την τρομοκρατική ενέργεια κατεβήκανε τον Ιούλη σε απεργία. Η κυβέρνηση αντιδρά με τον στρατιωτικό νόμο και τη λογοκρισία, για να χτυπήσει το κίνημα. Επιστρατεύει τους εργάτες, χωρίς να επιστρατεύσει τα εργοστάσια, επιτίθεται στα συνδικάτα, εξορίζει συνδικαλιστές. Οι τρομοκρατικές διώξεις δεν έκαμψαν όμως το ηθικό της εργατιάς, αντίθετα μάλιστα έσπρωξαν τους εργάτες προς τους σοσιαλιστές.

Τον Σεπτέμβρη του 1920, η Επιτροπή Αθηνών καλεί Συνέδριο της ΓΣΕΕ στην Αθήνα που θεωρείται το Δεύτερο Συνέδριο. Πήραν μέρος 137 σωματεία με 32.000 μέλη (ο αριθμός των εργατών το 1920 ήταν γύρω στις 104.000). Το σύνολο των σωματείων ήταν γύρω στα 280, από τα οποία τα 50 ήταν ανεξάρτητα (σιδηροδρομικοί, ταχυδρομικοί) και 50 κυβερνητικά σωματεία.

Λόγω των συνεχών πολέμων, οι τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης είχαν πενταπλασιαστεί (1914 -20), ή υπήρχαν μόνο στη μαύρη αγορά, ενώ τα μεροκάματα το ίδιο διάστημα μόνο τριπλασιάστηκαν. Την ίδια ώρα, οι εργάτες δούλευαν 10ωρο ή 12ωρο κάτω από σκληρές συνθήκες.

Έτσι, στις βουλευτικές εκλογές του Νοέμβρη του 1920, η φιλεργατική και αντιπολεμική πολιτική του ΣΕΚ (που στο Β΄ Συνέδριό του τον Απρίλη είχε προσχωρήσει στην Τρίτη Διεθνή και είχε αλλάξει το όνομά του σε «ΣΕΚΕ») ανταμείφθηκε από τους εργάτες. Στην προεκλογική συγκέντρωσή του στην Αθήνα, με κύριο σύνθημα «κάτω ο πόλεμος», συγκεντρώθηκαν 50.000 άτομα και στις εκλογές πήρε 100.000 ψήφους περίπου, πολύ μεγάλο αριθμό μέσα στις συνθήκες εκείνες, χωρίς όμως να βγάλει βουλευτή.

Οι Φιλελεύθεροι έχασαν τις εκλογές. Ο λαός είχε ήδη υποφέρει αφάνταστα από τους πολέμους και δεν πίστευε καθόλου στη «Μεγάλη Ιδέα» του Βενιζέλου. Οι οπαδοί του Βασιλιά Κωνσταντίνου  – που κατέβηκαν στις εκλογές με αντιπολεμικά συνθήματα – 3 βδομάδες αργότερα έκαναν δημοψήφισμα και έφεραν πίσω τον βασιλιά, ο οποίος συνέχισε τον πόλεμο κάτω από την πίεση των Άγγλων.

Ένα μόνο μήνα μετά τις εκλογές, το Δεκέμβρη, ξέσπασε ένα μεγάλο απεργιακό κύμα, που κατέληξε σε μία νέα πανελλαδική απεργία. Όμως, αυτή ήταν μόνο η αρχή. Όλο το 1921 σημαδεύτηκε από σοβαρές απεργίες και συγκρούσεις ενάντια στη δεξιά κυβέρνηση του Γούναρη. «Η οικονομική κρίση χειροτέρευσε. Σε ένα χρόνο (1920-21), ο τιμάριθμος ανέβηκε 30-50%. Η φορολογία από 480 εκ. έφτασε τα 632. Η εξαθλίωση των εργατών πλούτιζε την αστική τάξη. Μεταξύ 1919-21, οι Έλληνες εφοπλιστές αγόρασαν 200 νέα καράβια. Δεκαέξι ελληνικές τράπεζες αύξησαν τα κέρδη τους κατά 60% μέσα στο 1921. Μόνο η ΕΤΕ πρόσθεσε 494 εκ. δρχ. στα αποθεματικά της, δηλαδή όσο σχεδόν όλη τη φορολογία του ελληνικού λαού για ένα χρόνο. Οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις έπαιρναν περίπου το 25% της υπεραξίας που παρήγαγαν, ενώ οι μέτοχοι το 75%»! (Δημήτρης Λιβιεράτος, «Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-23»)

Γενικά, υπολογίζεται ότι μέσα στο 1921 έγιναν περίπου 50 μεγάλες απεργίες με συμμετοχή 40.000 εργατών. Στο Βόλο, η Πανεργατική Ένωση με συνθήματα κατά της ακρίβειας του ψωμιού συσπείρωσε τους εργάτες και τους αγρότες ενάντια στους τσιφλικάδες και τους αλευροβιομήχανους. Ο λαός ξεσηκώθηκε και για δύο μέρες οι εργάτες αποτελούσαν τη μόνη εξουσία μέσα στην πόλη. Στην Θεσσαλονίκη, την Πρωτομαγιά, οι εργάτες συναδελφώθηκαν με ένα σύνταγμα φαντάρων που προοριζόταν για το Μέτωπο και στασίασε ενάντια στην κυβέρνηση.

Το Νοέμβρη, ξέσπασε η μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών, που έμεινε στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Την 3η μέρα της απεργίας, η κυβέρνηση διέταξε την επιστράτευση των απεργών. Ο στρατιωτικός διοικητής Πειραιά συνέλαβε 2.000 εργάτες και τους οδήγησε με τη βία για κατάταξη. Παρ’ όλα αυτά, η απεργία διήρκεσε 11 μέρες, γιατί ακόμα και στους στρατώνες του Ρουφ οι σιδηροδρομικοί συνέχιζαν να αντιστέκονται. Η εντολή του Γούναρη για «πανστρατιά» απαντήθηκε με 90.000 περίπου λιποτάκτες στα μετόπισθεν…

Μπροστά σε μια τέτοια προεπαναστατική – κυριολεκτικά – κατάσταση, όπου το εργατικό κίνημα είχε εξεγερθεί και οι φαντάροι στασίαζαν και αυτομολούσαν, η ηγεσία του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ βρέθηκε πολιτικά συγχυσμένη και οργανωτικά απροετοίμαστη, για να εκμεταλλευτεί τα μεγάλα γεγονότα του 1921 και την κατάρρευση που ήρθε τον Αύγουστο του 1922.

Σε έκτακτη Συνδιάσκεψη του ΣΕΚΕ (Φλεβάρης 1922), η ηγεσία του κόμματος υιοθέτησε μια δεξιά σοσιαλδημοκρατική πολιτική, τη στιγμή ακριβώς που τα γεγονότα έβαζαν στους σοσιαλιστές το καθήκον να προετοιμαστούν για την εξουσία. Η απόφαση της Συνδιάσκεψης μιλάει για «ανάγκη μακράς νόμιμης ύπαρξης του κόμματος», τη στιγμή που σε λίγο τα πάντα θα κατέρρεαν. Δεν προέβλεψε την ήττα και την καταστροφή. Δεν έμαθε ότι οι φαντάροι στο μέτωπο ενώνονταν με τους Τούρκους φαντάρους. Δεν άκουσε την υπόκωφη βοή στο εσωτερικό, την αγανάκτηση και την οργή ενός λαού έτοιμου να εξεγερθεί ενάντια στον πόλεμο, τη δυστυχία και την εκμετάλλευση.

Οι διανοούμενοι – που αποτελούσαν κύρια την ηγεσία του κόμματος – κουράστηκαν από τις συνεχείς διώξεις και φυλακίσεις. Απογοητεύτηκαν από τις ήττες της επανάστασης στην Γερμανία και την Ουγγαρία και τη νίκη του Μουσολίνι στην Ιταλία. Κατάλαβαν μηχανικά τη θέση του Γ’ Συνεδρίου της Διεθνούς, η οποία αναφερόταν στη σχετική σταθεροποίηση του καπιταλισμού μετά το 1920. Βρέθηκαν έτσι απροετοίμαστοι, για να δώσουν μια σοσιαλιστική λύση, που θα προερχόταν μέσα από τα συντρίμμια της αστικής καταστροφής.

Η Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ) του ΣΕΚΕ συνελήφθη τελικά το 1922 πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ωστόσο, ακόμα και μέσα στη φυλακή, τα είχε κυριολεκτικά χαμένα. Έτσι, όταν ήρθε η κατάρρευση του Αυγούστου, το κόμμα και η εργατική τάξη βρέθηκαν ουσιαστικά χωρίς ηγεσία. Για μια ακόμα φορά, η πρωτοβουλία πέρασε σε μια άλλη αστική παράταξη που βρίσκει τους εκπροσώπους της ανάμεσα στους νεαρούς αγανακτισμένους αξιωματικούς του εκστρατευτικού σώματος της Μ. Ασίας. Ο συνταγματάρχης Πλαστήρας δημιουργεί στη Χίο μια Επαναστατική Επιτροπή και κηρύσσει «επανάσταση».

Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος τρομοκρατημένος αναθέτει στον Μεταξά να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Μεταξάς επισκέπτεται τις φυλακές Συγγρού και προτείνει στον Κορδάτο να λάβει μέρος στην κυβέρνηση το ΣΕΚΕ «για να μην τους σφάξουν όλους οι βενιζελικοί». Δυστυχώς, η αστική τάξη υπολόγιζε πιο σοβαρά τη δύναμη του κόμματος και της εργατικής τάξης απ’ ό,τι η ηγεσία του…

Τα μέλη του κόμματος ήταν πιο προχωρημένα από τους ηγέτες του και πιο κοντά στα γεγονότα, όπως έδειξε η συνεχής δραστηριότητά τους στο μέτωπο και στο εσωτερικό. Περίμεναν όμως καθοδήγηση από την ΚΕ. «Όταν οι κομμουνιστές φαντάροι επέστρεψαν από το μέτωπο, έτρεξαν αμέσως στο κόμμα να ρωτήσουν τι να κάνουν, γιατί οι φαντάροι ήθελαν να πάνε σπίτια τους κι όχι να μπλέξουν στις διαμάχες Βενιζέλου και Βασιλιά Κωνσταντίνου. Όμως, το μέλος της ΚΕ Σταυρίδης τους συμβούλευσε να μην κάνουν τίποτα που θα μπορούσε να απειλήσει τη δύναμη του Πλαστήρα» (Δημήτρης Λιβιεράτος, «Το Ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-23»). Ο Αβραάμ Μπεναρόγια, ηγετικό μέλος επίσης της ΚΕ του κόμματος, υποστήριξε ανοιχτά τον Πλαστήρα.

Η Επαναστατική Επιτροπή, που κατέλαβε την εξουσία μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου, προχώρησε τελικά μετά από πολλούς δισταγμούς – για να ξεφουσκώσει την απειλητική αγανάκτηση του λαού – στην εκτέλεση των «6» (5 δεξιών πολιτικών και του αρχιστράτηγου Χατζηανέστη), δείχνοντάς τους σαν τους κύριους υπεύθυνους για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Όμως, στο ζήτημα της βασιλείας, υιοθέτησε μια συντηρητική πολιτική συνεργασίας με το διάδοχο Γεώργιο το Β’.

Ήταν τέτοια η σύγχυση μέσα στο ΣΕΚΕ, που εκείνη την κρίσιμη στιγμή δεν πρόβαλε καν το ζήτημα της κατάργησης της βασιλείας. Ήταν ξανά η οργή του λαού και των φαντάρων (η οποία εκφράστηκε από μια άλλη μερίδα βενιζελικών με επικεφαλής τον Παπαναστασίου), που ανάγκασε τελικά την Επαναστατική Επιτροπή να διώξει το βασιλιά Γεώργιο και να προχωρήσει στην ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1924.

Ο ερχομός εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και η αποστρατεία δεκάδων χιλιάδων φαντάρων, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Λωζάνης (27 Ιούλη 1923), δημιούργησαν ξαφνικά ένα πρωτόγνωρο κύμα δυστυχίας και ανεργίας στη χώρα. Την ίδια ώρα, οι τιμές κάλπαζαν και η κυβέρνηση Γονατά επέβαλε σκληρά φορολογικά μέτρα ενάντια στους αγρότες και τους εργαζόμενους, για να πληρώσει ξανά ο λαός τα εγκλήματα της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών συμμάχων της.

Οι εργοδότες που θησαύρισαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, μπρος σ’ αυτή την κατάσταση και την έλλειψη μιας οργανωμένης αντίδρασης από το ΣΕΚΕ και τη ΓΣΕΕ, απαιτούν τώρα μείωση των ημερομισθίων. Παράλληλα, η «δημοκρατική» κυβέρνηση προγραμματίζει τη μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων. Πολλές επιχειρήσεις κλείνουν, για ν; απολύσουν τους εργάτες και ξανανοίγουν με πρόσφυγες και τις μισές αμοιβές. Τα μεροκάματα κατρακυλούν.

Η ΓΣΕΕ που ελέγχεται ακόμα από το ΣΕΚΕ, μαζί με το Ε.Κ. Αθήνας και το Ε.Κ. Πειραιά, δέχονται να μειωθούν τα μεροκάματα, αλλά με τον όρο να μειωθεί η τιμή του ψωμιού και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης. Δεν προβάλουν μάλιστα καθόλου την απειλή της απεργίας. Ενθαρρυμένοι τότε οι αντιπρόσωποι της κυβέρνησης απαιτούν γενική μείωση των ημερομισθίων κατά 25-30% !

Παρά τις υποχωρήσεις της ΓΣΕΕ, οι ναυτεργάτες δηλώνουν ότι δε θα δεχτούν καμία μείωση και ο Πλαστήρας τους απειλεί με επιστράτευση. Οι εργάτες του Λαυρίου κατεβαίνουν τον Ιούλη σε απεργία για 8ωρο και αύξηση ημερομισθίων. Το κλίμα σιγά-σιγά αρχίζει να αλλάζει από τα κάτω. Οι εργάτες σ’ όλη τη χώρα ξεκινάνε αγώνες ενάντια στη λυσσασμένη επίθεση των αστών και της κυβέρνησής τους.

Οι σιδηροδρομικοί, οι ναυτεργάτες, οι καπνεργάτες, οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό, οι αρτοποιοί και οι μυλλεργάτες κατεβαίνουνε στην απεργία. Η φιλελεύθερη αστική κυβέρνηση του Γονατά συγκροτεί έκτακτα στρατοδικεία και αναστέλλει την ισχύ όλων των εργατικών νόμων για 6 μήνες.

Τελικά, στις 20 Αυγούστου 1923, η ΓΣΕΕ αναλαμβάνει την ηγεσία των απεργιών. Η κυβέρνηση  διαλύει τα σωματεία και κατάσχει τις περιουσίες τους. Παρ’ όλα αυτά, η απεργία επεκτείνεται στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, το Βόλο και σε όλη την χώρα. Στις 23 Αυγούστου, η ΓΣΕΕ καλεί πανεργατική συγκέντρωση στο Πασαλιμάνι. Η κυβέρνηση διατάζει τη βίαιη διάλυσή της. Το βράδυ, θα βρει 11 εργάτες νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Χωρίς απώτερους στόχους και μπρος στη βία των όπλων, ο αγώνας από την επομένη κιόλας μέρα αρχίζει να εκφυλίζεται. Λίγο μετά, η ΓΣΕΕ δίνει εντολή να λυθεί η απεργία.

Η αποφασιστική μάχη που δόθηκε μέσα σε ευνοϊκές συνθήκες τον Αύγουστο του 1922, λόγω της έλλειψης προοπτικών και αποφασιστικότητας από την ηγεσία του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ, ξέσπασε αυθόρμητα από τα κάτω τον Αύγουστο του 1923 και εξελίχτηκε στις μεγαλύτερες απεργιακές συγκρούσεις, που γνώρισε η Ελλάδα εκείνα τα χρόνια. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε μια έμπειρη επαναστατική ηγεσία, όπως των μπολσεβίκων στη Ρωσία κι ούτε ένα πρόγραμμα που θα ένωνε τους αγώνες των εργατών με των αγροτών, των φαντάρων και των προσφύγων ενάντια στο αστικό καθεστώς και τη βασιλεία. Έτσι, οι «επαναστάτες» στρατηγοί της αστικής τάξης έσφαξαν για άλλη μια φορά το κίνημα. Με την ηρωική αυτή απεργία, κλείνει αιματηρά η πρώτη μεγάλη περίοδος χαμένων ευκαιριών για το εργατικό κίνημα της χώρας μας.

Η εξέγερση του Μάη του 1936

Η περίοδος 1924-29 ήταν η χρυσή περίοδος ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και ιδιαίτερα της βιομηχανίας. Βασισμένη στη σχετική σταθεροποίηση και άνοδο της παγκόσμιας οικονομίας, από τη μια πλευρά, και στην εξαθλίωση των εργατών μετά την ήττα του 1923 και τη μαζική ανεργία, από την άλλη, η βιομηχανία γνώρισε σημαντική άνοδο.

Το 1917 (ο πληθυσμός ήταν 4.8 εκ.), υπήρχαν 2.000 βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, με αξία εγκαταστάσεων 200 εκ. και βιομηχανικής παραγωγής επίσης 200 εκ. Το 1929 (πληθυσμός 6,2 εκ.), οι επιχειρήσεις είχαν διπλασιαστεί (4.000), η αξία των εγκαταστάσεων έφτασε τα 560 εκ. και της παραγωγής τα 480 εκ. Στην άνοδο αυτή αποφασιστικό ρόλο έπαιξε – ιδιαίτερα μετά το 1920- το ντόπιο και ξένο τραπεζιτικό κεφάλαιο (Τράπεζα «Χάμπρο»). Υπολογίζεται ότι το ξένο κεφάλαιο (εγγλέζικο και γαλλικό) είχε τοποθετήσει αυτή την περίοδο σε διάφορες επιχειρήσεις γύρω στα 375 εκατ. χρυσά φράγκα.

Η βιομηχανική αυτή ανάπτυξη έφερε όμως μαζί της και την αποφασιστική ενίσχυση της εργατικής τάξης. Υπολογίζεται ότι, ενώ το 1920 υπήρχαν περίπου 104.000 εργάτες σε μεσαίες και μεγάλες βιομηχανίες (με πάνω από 5 εργάτες), το 1928 ο αριθμός τους έφτασε τις 249.000, από τους οποίους οι 110.000 σε μεγάλες επιχειρήσεις (πάνω από 25 εργάτες). Η εξέλιξη αυτή συνέτεινε αποφασιστικά στο να επουλωθούν γρήγορα οι πληγές της ήττας του 1922-23. Η σκληρή εκμετάλλευση όμως της εργατιάς (το μέσο μεροκάματο το 1927 ήταν 6 φορές μεγαλύτερο από αυτό του 1914, ενώ ο τιμάριθμος είχε ανέβει 18 φορές), συσσώρευσαν αυτά τα χρόνια στα θεμέλια της κοινωνίας μια τεράστια εκρηκτική ύλη, που αναζωογόνησε το κίνημα και συγκλόνισε τους καπιταλιστές με τα πρώτα σημάδια της κρίσης του 1929-33.

Η ανάπτυξη όμως αυτή του ελληνικού καπιταλισμού ήταν, την ίδια ώρα, από τη φύση της μίζερη και ευκαιριακή. Συγκεντρώθηκε κύρια στην ελαφρά βιομηχανία και τη βιοτεχνία. Ήταν χωρίς υποδομή και χωρίς μακρόχρονες προοπτικές. Είχε ένα χαρακτήρα αρπακτικό, με αποτέλεσμα τα μεγάλα κέρδη του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου να τοποθετούνται για σιγουριά στο εξωτερικό.

Έτσι, η κρίση που συγκλόνισε τον καπιταλισμό παγκόσμια το 1929-31 αποκάλυψε και το σαθρό και εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Μεταξύ 1929 και 1934, οι εξαγωγές της χώρας μειώθηκαν κατά 70% και η επίσημη ανεργία έφτασε το 1934 τους 180.000. Το 1932, το εξωτερικό χρέος έφτασε στα 100 δολάρια κατά κεφαλή (περισσότερο από το ετήσιο εθνικό εισόδημα) και μόνο για την κάλυψη των τοκοχρεολυσίων χρειαζόταν το 40-50% του προϋπολογισμού. Τον ίδιο χρόνο, η Ελλάδα αναγκάστηκε τελικά να κηρύξει μερική χρεοκοπία.

«Η αστική δημοκρατία στην Ελλάδα», έλεγε ο Π. Πουλιόπουλος, «μοιάζει με ένα πρόωρα γερασμένο άνδρα που έζησε λίγο και πεθαίνει γρήγορα, δίχως να δώσει στο προλεταριάτο ούτε έστω καν τις δημοκρατικές ελευθερίες που γνώρισαν οι Ευρωπαίοι εργάτες». Κι αυτό, γιατί στην εποχή των ιμπεριαλιστικών πολέμων και της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού η αστική τάξη δεν μπορεί να ανεχτεί δικαιώματα και ελευθερίες των εργατών και γι’ αυτό καταφεύγει στα πραξικοπήματα και το φασισμό.

Ανάμεσα στο 1924 και 1928, μεσολάβησαν 3 γενικές εκλογές, 11 κυβερνήσεις, 11 πραξικοπήματα και 2 στρατιωτικές δικτατορίες, ενώ, από το 1932 μέχρι το 1936, 4 εκλογικές αναμετρήσεις και δημοψηφίσματα, 5 κυβερνήσεις, 1 κίνημα και 2 δικτατορίες. Η τρομερή αυτή πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα αντανακλά  ουσιαστικά την ανημποριά του ελληνικού καπιταλισμού να αντεπεξέλθει στη δίνη της κρίσης και τον πυρετό των μαζών, που εξεγείρονται αυθόρμητα κάτω από την προοδευτική χειροτέρευση της ζωής τους και την πολιτική καταπίεση. Η αδυναμία του ΚΚΕ να εκφράσει αυτή την κοινωνική παλίρροια διοχέτευσε τα λαϊκά ρεύματα προς τα υπάρχοντα αστικά κόμματα και διέσπασε, φέρνοντας σε σύγκρουση, τις διάφορες μερίδες τους.

Είναι χαρακτηριστικό πως η ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, μετά την ήττα του απεργιακού κινήματος το 1923, στράφηκε στο κοινοβουλευτικό πεδίο και βρήκε την έκφρασή της στην ίδρυση της «Δημοκρατικής Παράταξης», που προήλθε από διάσπαση του Φιλελεύθερου Κόμματος. Η «Δημοκρατική Παράταξη» στις εκλογές του Δεκέμβρη κέρδισε 120 βουλευτές έναντι 200 της δεξιάς πτέρυγας του Κόμματος των Φιλελεύθερων (οι βασιλικοί απείχαν, για να μην συντριβούν).

Ωστόσο, ο βαθιά κίβδηλος και συντηρητικός χαρακτήρας του ελληνικού αστικού φιλελευθερισμού στο πολιτικό πεδίο επηρέασε ανεπανόρθωτα και τους ριζοσπαστικούς εκπροσώπους της μικροαστικής δημοκρατίας (Παπαναστασίου). Έτσι, όταν «λύθηκε» το 1924 το ζήτημα της μοναρχίας, οι διαφορές των δύο πτερύγων του φιλελευθερισμού εξαφανίστηκαν. Οι ριζοσπάστες δεν είχαν να προσφέρουν πια τίποτα άλλο και ξεφούσκωσαν, για να καταλήξουν πάλι το 1928 σε αριστερό «δεκανίκι» του Βενιζέλου.

Ήταν, λοιπόν, η διαρκής αυτή κρίση και αβεβαιότητα του συστήματος, η αδυναμία των αστικών κομμάτων να σταθεροποιήσουν την κυριαρχία τους, ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, και η έλλειψη μιας επαναστατικής εναλλακτικής πολιτικής λύσης, που έδωσε τα περιθώρια στο στρατό να εμφανιστεί στη σκηνή σαν σωτήρας και διαιτητής ανάμεσα στις τάξεις. Τα πολιτικά κόμματα προσπαθούν να προσεταιριστούν τους αξιωματικούς με αποτέλεσμα να καταλήξουν όργανα των προσωπικών φιλοδοξιών τους, το ένα πραξικόπημα να διαδέχεται το άλλο, οι αντεκδικήσεις και οι εκκαθαρίσεις αντιπάλων έγιναν ο κανόνας της πολιτικής ζωής του τόπου.

Όμως, όταν τα πράγματα χειροτέρεψαν πραγματικά με την κρίση του 1929-31 και το εργατικό κίνημα άρχισε να εμφανίζεται πάλι δυναμικά στη σκηνή, οι διαμάχες ανάμεσα στα δύο αστικά κόμματα υποχώρησαν. Οι διαφωνίες ανάμεσα στην ολιγαρχία των μεγαλοτσιφλικάδων και στην ολιγαρχία της αστικής τάξης ξεπεράστηκαν μετά την απαλλοτρίωση της μεγάλης ιδιοκτησίας το 1923 και τη μετατροπή της παλιάς ολιγαρχίας σε κεφαλαιοκράτες. Οι δύο μερίδες της αστικής τάξης αναγνώρισαν ότι είχαν κοινά συμφέροντα και έπρεπε να προστατεύσουν την ιδιοκτησία τους απέναντι στην εργατική τάξη.

Όπως εξηγεί ο Π. Πουλιόπουλος, «εκείνο που απασχολεί σήμερα την άρχουσα τάξη είναι το ποια θα είναι η χρησιμότερη για τα συμφέροντά της μορφή απολυταρχικής εξουσίας». Όπως και το 1967, η διαφορά τους ήταν το δίλημμα «προεδρική ή αυλική δικτατορία του κεφαλαίου»…

Ήταν λοιπόν η κυβέρνηση του Βενιζέλου το 1928-32, που αποδείχτηκε ο πιο στυγνός στραγγαλιστής των εργατικών κατακτήσεων και ελευθεριών. Έτσι, ο φιλελευθερισμός, όπως σήμερα ο «σοσιαλισμός», πέρασε στη φάση των αντιμεταρρυθμίσεων. Τελικά, κατάφερε να διατηρηθεί για 4 χρόνια μόνο και μόνο εξαιτίας της έλλειψης μιας επαναστατικής ηγεσίας. Ψήφισε το «Νόμο για την προστασία του Κοινωνικού Καθεστώτος» (το γνωστό «Ιδιώνυμο») το 1929 ενάντια στους κομμουνιστές και δημιούργησε τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης για εργάτες και αριστερούς. Κατέπνιξε με πρωτοφανή σκληρότητα δεκάδες απεργίες και εξεγέρσεις αγροτών. Μόνο το 1932, έγιναν 12.000 συλλήψεις και 2.200 φυλακίσεις αγωνιστών. Όταν ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές του 1932 λόγω της αγανάκτησης του λαού, το «Λαϊκό Κόμμα» του Τσαλδάρη απλά συνέχισε το έργο του.

Ο ρόλος που έπαιξαν οι φιλελεύθεροι και δημοκρατικοί πολιτικοί και αξιωματικοί μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά ήταν αποκαλυπτικός. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, άνοιξαν το δρόμο στο Μεταξά. Του έδωσαν μάλιστα ψήφο εμπιστοσύνης τον Απρίλη του 1936 και το δικαίωμα να διοικεί με νομοθετικά διατάγματα. Ο Ε. Βενιζέλος, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και ο Πλαστήρας υποστήριξαν ανοιχτά το βασιλιά και τη δικτατορία και επαινούσαν με ενθουσιασμό το Μουσολίνι!

«Η ανεξάρτητη επέμβαση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της», έγραφε ο Π. Πουλιόπουλος τον Ιούλη του 1935 στο βιβλίο του «Βασιλεία –Δημοκρατία –Κομμουνισμός», «στο στίβο του πολιτικού αγώνα, που άρχισε, μπορεί να δώσει στη δυναμική του μια διαφορετική τροπή, ολότελα αναπάντεχη για την κυρίαρχη τάξη και να ανοίξει προοπτικές στο επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου, που δε θα τις φανταζόντουσαν ούτε οι πιο τολμηροί πρωτοπόροι του».

Πράγματι, η πτώση του Βενιζέλου το 1932 σήμανε το άνοιγμα μιας νέας επαναστατικής περιόδου και έδινε τη δυνατότητα οι κομμουνιστές να κερδίσουνε τη μεγάλη πλειοψηφία της αγανακτισμένης εργατικής τάξης και της οργισμένης αγροτιάς στη σημαία του σοσιαλισμού.

Είχαν περάσει 10 χρόνια από την ήττα του 1923. Το εργατικό κίνημα υπερδιπλασιάστηκε σε αριθμούς και, ήδη από το 1929, είχε ξεκινήσει μαζί με τους αγρότες νέους σκληρούς και αιματηρούς αγώνες ενάντια στη δυστυχία και την καταπίεση. Το ΚΚΕ έπρεπε να βρίσκεται σε μια ισχυρή θέση σε σύγκριση με κάθε άλλη περίοδο της ιστορίας του.

Τα λάθη της ηγεσίας του ΣΕΚΕ που οδήγησαν στην ήττα του 1923 μπορούμε να πούμε ότι οφείλονταν ακόμα στην πολιτική απειρία και σύγχυση της νέας ηγεσίας του Κόμματος και της ΓΣΕΕ μπροστά σε αποφασιστικά ιστορικά καθήκοντα. Ωστόσο, μετά το 1923, το ΚΚΕ όχι μόνο δεν συνήλθε και δεν έβγαλε τα αναγκαία συμπεράσματα, αλλά ακολούθησε δυστυχώς την αντίστοιχη πορεία εκφυλισμού του Ρωσικού ΚΚ και της Τρίτης Διεθνούς μετά το θάνατο του Λένιν, γεγονός που το εργατικό κίνημα της χώρας μας θα το πληρώσει με νέες σοβαρές ήττες.

Μετά από μια περίοδο συμβιβασμών και υποχωρήσεων, που οδήγησαν στην ήττα της γενικής απεργίας στη Βρετανία το 1926 και στη σφαγή της Κινεζικής Επανάστασης το 1927, το ΚΚΕ υιοθέτησε μια υπερ-αριστερή πολιτική (1928-33), που υποστήριζε ότι ήρθε το τέλος του καπιταλισμού. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την εγκληματική πολιτική διάσπασης του εργατικού κινήματος πάνω στη βάση του «όποιος δεν είναι κομμουνιστής είναι φασίστας»… Η πολιτική αυτή οδήγησε το ΚΚ Γερμανίας – το πιο δυνατό τμήμα της Τρίτης Διεθνούς – να αρνηθεί την συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες (Ενιαίο Μέτωπο) ενάντια στον Χίτλερ. Αντίθετα, προτίμησε να συνεργαστεί με τον Χίτλερ ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες…

Η νίκη του Χίτλερ το 1933 και η άνοδος του στην εξουσία, χωρίς τα κόμματα της εργατικής τάξης να δώσουν καν μάχη, άνοιξε το δρόμο για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τρομοκράτησε τον Στάλιν και τη ρωσική γραφειοκρατία. Αποφάσισαν ξαφνικά (1934) να αλλάξουν πάλι πολιτική και να επιδιώξουν αυτή τη φορά τη συνεργασία με τους «προοδευτικούς», τους «φιλελεύθερους» και «δημοκράτες» αστούς (Λαϊκό Μέτωπο) ενάντια στο φασισμό, με  αίτημα  την «ολοκλήρωση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης». Η στροφή αυτή έγινε στην 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Γενάρης 1934) και είχε καταστροφικές συνέπειες για το ΚΚΕ και για όλο το εργατικό κίνημα.

«Την άρνηση των επαναστατικών προοπτικών, που ξανοίγονταν για το εργατικό κίνημα στη χώρας μας, την ενσάρκωσε η ηγεσία του ΚΚΕ με την ευνοϊκή της στάση απέναντι στην “Τσαλδαροκονδυλική” δικτατορία τις μέρες του Μάρτη και από την άλλη, με την πολιτική του “Δημοκρατικού Συνασπισμού”, δηλαδή τη συμμαχία των κομμουνιστών με το δικτατορικό σχηματισμό της φιλελεύθερης μπουρζουαζίας. Χωρίς καμία εμπιστοσύνη στη δύναμη και τη μαχητικότητα των εργατών, οι ηγέτες του ΚΚΕ είχαν στην ουσία ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με το Λαϊκό Κόμμα της Δεξιάς με προοπτική να υποστηρίξουν 15 κομμουνιστές βουλευτές τον Τσαλδάρη στη Βουλή, για να σχηματίσει κυβέρνηση (στις εκλογές του Γενάρη 1936 το Λαϊκό Κόμμα έβγαλε 143 βουλευτές και οι Φιλελεύθεροι 141). Ενώ όμως το Λαϊκό Κόμμα είχε δεχτεί όλους τους άλλους όρους του ΚΚΕ, ο Τσαλδάρης δεν έκανε καμία δημόσια δήλωση ενάντια στην εκστρατεία των δεξιών εφημερίδων που απαιτούσαν να μη ληφθούν υπόψη οι ψήφοι των κομμουνιστών. Έτσι, ματαιώθηκε η συνεργασία Παλλαϊκού Μετώπου ΚΚΕ και Λαϊκού Κόμματος». (Σπύρος Λιναρδάτος, «Πώς φτάσαμε στην 4η Αυγούστου»).

Τελικά, το ΚΚΕ κατέληξε στην υπογραφή συμφωνίας με τους Φιλελεύθερους (Συμφωνία Σοφούλη–Σκλάβαινα) και ψήφισε τον Σοφούλη στη Βουλή. Οι Φιλελεύθεροι όμως, αντί να σχηματίσουν κυβέρνηση, έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, για να σχηματιστεί η κυβέρνηση Δερμετζή–Μεταξά, που ήταν ο προθάλαμος της δικτατορίας  Μεταξά.

Ενώ η αστική τάξη προετοίμαζε τη δικτατορία της και η ηγεσία του ΚΚΕ προσπαθούσε με συμφωνίες να πείσει τους αστούς να αντιταχθούν στους «κακούς δικτάτορες», το εργατικό κίνημα, βλέποντας τον κίνδυνο να πλησιάζει, προχώρησε το 1936 σε μια μεγαλειώδη αυθόρμητη εξέγερση, που με σύνθημα «Κάτω η κυβέρνηση Μεταξά» ζητούσε στην ουσία την ανατροπή του σάπιου καθεστώτος.

Το ξέσπασμα προετοιμαζόταν από το 1923. Το καμίνι έβραζε. Το 1932, ξεσπά ένα τεράστιο απεργιακό κύμα σε όλη τη χώρα με 200 περίπου απεργίες και 80.000 απεργούς. Το 1933, οι χωροφύλακες δολοφονούν 5 υφαντουργούς στη Νάουσα. Οι απεργίες έφτασαν τις 339. Οι καπνεργάτες της Καβάλας καταλαμβάνουν τα καπνομάγαζα και νικούν. Το 1935, οι απεργοί ξεπερνούν τις 200.000. Κάθε βδομάδα ξεσπούσαν μαχητικές πανελλαδικές και τοπικές απεργίες σε όλη τη χώρα. Χαρακτηριστικό αυτών των αγώνων είναι το πείσμα των εργατών που συγκρούονται τώρα πια ανοιχτά με την αστυνομία. Στο Ηράκλειο, το μήνα Αύγουστο, ο νομάρχης με τους χωροφύλακες, για να πνίξει την γενική απεργία διαρκείας, δολοφονεί 7 εργάτες. Η ενωτική ΓΣΕΕ (ΚΚΕ) καλεί 24ωρη πανελλαδική απεργία, ενώ οι απεργοί του Ηρακλείου οπλίζονται, για να εκδικηθούν. Η κυβέρνηση στέλνει μια μεραρχία, 3 πολεμικά και ένα σμήνος βομβαρδιστικών, για να πνίξει την εξέγερση στο αίμα. Στην Πελοπόννησο, στα τέλη του Αυγούστου, ξεσπάνε αγώνες των αγροτών ενάντια στην καταλήστευση του ΑΣΟ. Σε πολλές πόλεις, οι αγρότες κατεβαίνουν σε συλλαλητήρια με όπλα και δρεπάνια και δίνουν μάχη με τους χωροφύλακες.

Το 1936, το θερμόμετρο της ταξικής πάλης έχει πια φτάσει σε σημείο βρασμού. Μια επαναστατική κατάσταση ξεδιπλώνεται μέρα με την ημέρα. Η αγανάκτηση των εργατών και των αγροτών έχει πια ξεχειλίσει. Αφορμή ήταν η μαχητική πανελλαδική απεργία 40.000 καπνεργατών, που ξεκίνησε στις 29 και 30 Απρίλη. Ο αγώνας εξαπλώνεται με ενθουσιασμό και στο τελευταίο καπνομάγαζο στη χώρα, ενώ οι απεργοί οργανώνουν εργατικές φρουρές, για να προστατεύσουν την απεργία ενάντια στους μπράβους των εργοδοτών και τους χωροφύλακες. Στο μεταξύ, μέχρι τις 8 Μάη, ο ξεσηκωμός των εργατών απλώνεται από τα κάτω και σ’ άλλους κλάδους από πόλη σε πόλη. Ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης φουντώνει σε όλη τη χώρα. Επαγγελματίες, δήμοι και κοινότητες τάσσονται υπέρ του αγώνα, κηρύσσουν 24ωρες απεργίες συμπαράστασης στους απεργούς. Μπρος στην οργή και την μαχητικότητα των εργαζομένων, πολλά Εργατικά Κέντρα προχωρούν στην κήρυξη πανεργατικών και πανεπαγγελματικών απεργιών.

Στις 8 Μάη, η κυβέρνηση έντρομη αποφασίζει να χτυπήσει. Η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται από τους έφιππους χωροφύλακες σε πεδίο μάχης. Τραυματίζονται 70 απεργοί και συλλαμβάνονται 100. Ωστόσο, οι εργάτες και ο λαός της Θεσσαλονίκης δεν κάμφθηκαν καθόλου. Οι απεργοί έστησαν οδοφράγματα, οι εργάτριες έδειξαν άφταστο ηρωισμό, οι νοικοκυρές πέταγαν γλάστρες και τούβλα από τα μπαλκόνια ενάντια στους χωροφύλακες. Ήταν τέτοιο το πείσμα και ο ηρωισμός του λαού, που, όταν οι αξιωματικοί διέταξαν τους φαντάρους να επιτεθούν, αυτοί αρνήθηκαν να υπακούσουν.

Η 9η του Μάη έχει μείνει στην ιστορία του εργατικού κινήματος σαν μια μέρα εξέγερσης, ηρωισμού και θυσίας. Η ενωτική ΓΣΕΕ τελικά κάλεσε πανεργατική απεργία και η κυβέρνηση πολιόρκησε τη Θεσσαλονίκη, συγκρότησε έκτακτα στρατοδικεία και επιστράτευσε όλους τους απεργούς. Το εργατικό κίνημα και η νεολαία, χωρίς προετοιμασία, χωρίς καμία οργάνωση και χωρίς ηγεσία αποφασισμένη για μια σκληρή σύγκρουση, έδωσαν μια τεράστια μάχη με γυμνά χέρια ενάντια στους οπλισμένους χωροφύλακες και τους μπράβους, που δολοφόνησαν εκείνη την ημέρα 9 εργάτες, πλήγωσαν βαριά 32 και τραυμάτισαν ελαφρά άλλους 300.

Το αίμα όμως των αγωνιστών και η τρομοκρατία, αντί να κάμψει τους εργάτες και το κίνημα, λειτούργησε σαν λάδι στη φωτιά. Στη Θεσσαλονίκη, το απόγευμα της ίδιας μέρας, χιλιάδες λαού ξεχύνονται στους δρόμους με μαύρες σημαίες. Οι χωροφύλακες κλείνονται στα τμήματα και οι στρατιωτικοί περίπολοι ενώνονται με το λαό, δικαιώνοντας τη θέση ότι ο φαντάρος ακολουθεί τον εργάτη όταν τον βλέπει αποφασισμένο. Σε όλη την Ελλάδα, ξεσπάνε παλλαϊκές απεργίες και συλλαλητήρια. Στην Κοκκινιά, χιλιάδες εργατών με σύνθημα «εκδίκηση» συγκρούονται για 2 ώρες με την αστυνομία.

Ο Σοφούλης διαμαρτύρεται για το έγκλημα, συνεχίζει όμως να στηρίζει την κυβέρνηση Μεταξά. Η ηγεσία του ΚΚΕ μπρος στην εξέγερση απαιτεί τη δημιουργία κυβέρνησης Σοφούλη «που θα ικανοποιήσει τα πιο άμεσα οικονομικά και πολιτικά αιτήματα του λαού».

Από το απόγευμα της 9ης του Μάη, η εξουσία στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται στα χέρια των εργατών και του λαού. Στις 10 του Μάη, 150.000 λαού με συνθήματα «κάτω ο Μεταξάς», «Γενική Απεργία» και «Εκδίκηση» θάβει τους νεκρούς του. Στο δρόμο αφοπλίζουν χωροφύλακες, λιθοβολούν αστυνομικά τμήματα και ενώνονται με τους φαντάρους. Εργάτες και φαντάροι αγκαλιασμένοι με δάκρυα στα μάτια βαδίζουν στο νεκροταφείο. Ένας ταγματάρχης καταθέτει στεφάνι και διαβεβαιώνει το λαό πως «ο στρατός είναι στο πλευρό τους».

Την ίδια ώρα που οι στρατηγοί προετοιμάζουν το πραξικόπημα, οι φαντάροι ενώνονται ξανά με τους εργάτες. Η εξουσία για 36 ώρες είχε περάσει στα χέρια τους, όμως ούτε οι ίδιοι δεν το είχαν καταλάβει και χωρίς μια επαναστατική ηγεσία δεν ήξεραν τι να κάνουν.

Στις 12 Μάη 1936, η κυβέρνηση και η αστική τάξη έντρομες υποχωρούν και δέχονται τα περισσότερα οικονομικά αιτήματα των καπνεργατών, χωρίς όμως να υπόσχονται την απόλυση των συλληφθέντων και την τιμωρία των ενόχων. Η ενωτική ΓΣΕΕ υποχωρεί και δέχεται τη λύση της απεργίας, παραδίνοντας έτσι την εξουσία στο Μεταξά. Το ίδιο απόγευμα, εκμεταλλευόμενος την σύγχυση των εργατών, ο στρατιωτικός διοικητής καταλαμβάνει το Ε. Κ. Θεσσαλονίκης και συλλαμβάνει 600 εργάτες. Οι ένοπλοι χωροφύλακες βγαίνουν από τα τμήματα και αρχίζουν πάλι την τρομοκρατία και  τους ξυλοδαρμούς.

«Την άλλη μέρα, στις 13 Μάη, η ενωτική ΓΣΕΕ αναγκάζεται μπρος στην αντεπίθεση της κυβέρνησης να καλέσει μια 24ωρη πανελλαδική απεργία, η οποία είχε τεράστια επιτυχία. Απήργησαν 500.000 περίπου εργαζόμενοι. Όμως, η ηγεσία δεν έβαλε στα αιτήματα της απεργίας καν την παραίτηση της κυβέρνησης, το κύριο αίτημα των εργατών και του λαού» (Σπύρος Λιναρδάτος, «Πώς φτάσαμε στην 4η Αυγούστου»).

Σ’ αυτό το στάδιο του αγώνα, η ηγεσία του ΚΚΕ τον εγκατέλειψε. Οι απεργίες όμως δεν σταμάτησαν αλλά συνέχιζαν να ξεσπάνε αυθόρμητα σε όλη τη χώρα. Στο Βόλο, οι χωροφύλακες δολοφονούν έναν εργάτη. Οι απεργοί με μαύρες σημαίες ορμάνε σε οπλοπωλείο και αρπάζουν όπλα και σφαίρες.

Το αστικό καθεστώς συγκλονίστηκε, αλλά σώθηκε, γιατί το εργατικό κίνημα δεν ήξερε τη δύναμή του, δεν κατάλαβε ότι έφτασε στα πρόθυρα της εξουσίας. Έτσι, λοιπόν, ο δρόμος για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου βάφτηκε με το αίμα των εργατών.

Το 1975 – σαράντα χρόνια μετά – η ΚΟΜΕΠ (Κομμουνιστική Επιθεώρηση, θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΕ) του Μάη εξηγούσε ότι: «Η καθοδήγηση του κόμματος δεν κατανόησε στο βάθος τους τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Δε χρησιμοποίησε τα παλλαϊκά αυτά γεγονότα, που έτειναν να αγκαλιάσουν όλη τη Β. Ελλάδα, για να προσπαθήσει να ρίξει με μια πανελλαδική δράση τη κυβέρνηση Μεταξά με σύνθημα τη διενέργεια κοινοβουλευτικών εκλογών»… Αυτά κατάλαβε μόνο από την πανελλαδική επαναστατική εξέγερση του Μάη 1936 η ηγεσία του ΚΚΕ. Δυστυχώς, το ελληνικό εργατικό κίνημα αν και το άξιζε, δεν είχε μια ηγεσία αντάξια του Λένιν και του Τρότσκι.

1941–1949: Δυο επαναστάσεις και δυο αντεπαναστάσεις

Από το 1941 ως το 1949, η βαρβαρότητα του καπιταλισμού στοίχισε στην χώρα μας γύρω στους 650.000 νεκρούς (το 10% περίπου του πληθυσμού της). Εκατόν πενήντα χιλιάδες σκοτώθηκαν στον πόλεμο 1940-41, 250.000 πέθαναν από την πείνα, 100.000 εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και 150.000 περίπου χάθηκαν στον Εμφύλιο την περίοδο 1946-49.

Η Ελλάδα παρουσίαζε εικόνα βιβλικής καταστροφής και αφάνταστης δυστυχίας. Από τα 6.500 χωριά, τα 1600 είχαν ισοπεδωθεί, εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες είχαν ξεκληριστεί, η βιομηχανία, το οδικό δίκτυο, οι σιδηρόδρομοι και οι τηλεπικοινωνίες – τα πάντα είχαν καταστραφεί. Μαζί με την απελευθέρωση υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες άστεγοι, μαζική ανεργία, πείνα, υποσιτισμός, μεγάλος πληθωρισμός, για να προστεθούν σε αυτά σε λίγο τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα βασανιστήρια και 100.000 εξόριστοι… Για άλλη μια φορά, οι ιμπεριαλιστές κατέστρεφαν μαζικά στο σφαγείο του πολέμου εκατομμύρια ανθρώπους και παραγωγικές δυνάμεις με στόχο τη διατήρηση του σάπιου συστήματός τους.

Η δημιουργία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και η μαζική αντίσταση ενάντια στον κατακτητή το 1941-44 σημαδεύουν μια νέα επαναστατική εποχή για το εργατικό κίνημα στη χώρα μας, σε μια περίοδο που οι εργάτες σ’ όλη την Ευρώπη (Γαλλία, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία), εξαγριωμένοι από την σφαγή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και τη χιτλερική κατοχή, ξεσηκώνονται για να διώξουν τους φασίστες και την αστική τάξη που τους γέννησε και τους στήριξε.

Ο απίστευτος ηρωισμός δεκάδων χιλιάδων εργατών και αγροτών, ανδρών, γυναικών ακόμα και παιδιών, με τον οποίο έχτισαν από το τίποτα τον ΕΛΑΣ – έναν πανίσχυρο στρατό με 80.000 μαχητές, με δικούς του αξιωματικούς, τους «καπετάνιους», και ένα λαϊκό κίνημα, το ΕΑΜ, με 1,5 εκατομμύριο μέλη (η ΕΠΟΝ είχε 350.000 μέλη) – κατέλαβαν όλη την ύπαιθρο χώρα και καθήλωσαν 9 γερμανικές μεραρχίες με 150.000 άνδρες, έχει ήδη γραφτεί με αίμα στην περήφανη ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.

Ο αγώνας στα βουνά συνοδεύτηκε όμως και από μεγάλους αγώνες αντίστασης και απεργιακές κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης στις πόλεις. Η πείνα του χειμώνα 1941-42 ήταν η αφορμή για το ξέσπασμα των πρώτων αγώνων. Στις 12 Απρίλη 1942 ξεσπά ταυτόχρονα σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και Πάτρα γενική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων, που παρά την τρομοκρατία και τις συλλήψεις διάρκεσε 9 ημέρες και ανάγκασε την κυβέρνηση Τσολάκογλου να υποχωρήσει. Τον Αύγουστο, το Σεπτέμβριο και το Δεκέμβριο ξεσπάνε απεργίες σε εργοστάσια.

Στις 23 Φλεβάρη του 1943, γίνεται στην Αθήνα μια μαζική διαδήλωση ενάντια στα σχέδια των Γερμανών να επιστρατεύσουν τους εργαζόμενους και την απειλή αποστολής εργατών στη Γερμανία. Την επομένη, οι δρόμοι γεμίζουν λαό που ανατρέπει την επίθεση της αστυνομίας. Επεμβαίνουν τότε οι Γερμανοί και πυροβολούν «στο ψαχνό», σκοτώνοντας και τραυματίζοντας 100 περίπου αγωνιστές. Η κατάσταση στην Αθήνα παίρνει εκρηκτικό χαρακτήρα. Στις 5 Μάρτη, το ΕΑΜ καλεί γενική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων και παρά την απειλή των όπλων, 200.000 λαού, (το 1/4 του πληθυσμού της Αθήνας) διαδηλώνει στους δρόμους. Οι αστυνομικοί και οι Γερμανοί ρίχνουν χειροβομβίδες και πυροβολούν με αυτόματα πάνω στο λαό. Παρά το αίμα, οι διαδηλωτές άοπλοι κατευθύνονται στο υπουργείο Εργασίας, ορμάνε στα τανκ και το στρατό και γίνεται μάχη σώμα με σώμα, τους ανατρέπουν, βάζουν φωτιά και καίνε το υπουργείο. Δεκάδες οι νεκροί και εκατοντάδες οι τραυματίες.

Την άλλη μέρα, η κυβέρνηση υπόσχεται αυξήσεις στους δημοσίους υπαλλήλους και ο Γερμανός Διοικητής αναγγέλλει ότι δεν υπάρχει θέμα πολιτικής επιστράτευσης. Η νίκη αυτή ήταν μοναδική σε όλη την Ευρώπη.

Τον Οκτώβρη του 1944, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, η εξουσία βρίσκεται πια στα χέρια του ένοπλου ΕΛΑΣ. Τα όνειρα και οι πόθοι για εκδίκηση των δολοφόνων και το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, χωρίς άλλη αιματοχυσία. Όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ έχει άλλη άποψη. Έχει ήδη δεσμευτεί στο Λίβανο να υποτάξει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην αστική τάξη και τους Άγγλους.

Στις 6 Οκτώβρη, το Πολιτικό Γραφείο (Π.Γ.) του ΚΚΕ καλεί «όλους τους πατριώτες να επιδείξουν το πιο υψηλό βαθμό πειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης. Οι εγκληματίες πολέμου όποιοι και να είναι θα τιμωρηθούν, αλλά αυτό είναι έργο της Εθνικής Κυβέρνησης. Αποφεύγετε τις αυτοδικίες…». «Γίνετε τώρα πρωτομάστορες της δημόσιας τάξης… όλοι ενωμένοι, για να ολοκληρώσουμε μαζί με τον ΕΛΑΣ και τους συμμάχους μας την απελευθέρωση της Ελλάδας κάτω από την αιγίδα της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας».

Ο Τσώρτσιλ και η ελληνική αστική τάξη, έντρομοι μπροστά στο φόβο να καταλάβει ο ΕΛΑΣ ανενόχλητος την εξουσία, δεν μπορούσαν να πιστέψουν την καλή τους τύχη. Έγραφε  αργότερα ο Μακ Μίλλαν για κείνες τις μέρες του Οκτώβρη: «Εξωτερικά, η κατάσταση ήταν ήρεμη, αν και όλοι γνωρίζαμε ότι ήταν επικίνδυνη. Υπήρχαν όλοι οι κλασικοί όροι για μια επαναστατική κατάσταση. Η κυβέρνηση ήταν αδύνατη και επέστρεφε από μια μακριά εξορία, χωρίς εξουσία και κύρος. Η μάταιη και ανεδαφική αντιδικία μεταξύ των παλαιών κομμάτων είχε βλάψει σοβαρά το κύρος των δημοκρατικών κομμάτων προς όφελος των κομμουνιστών – κατάσταση που δεν παρέλειψαν να εκμεταλλευτούν. Το πρόβλημα της θέσεως του βασιλέως παρέμεινε ακόμα αρρύθμιστο. Στο μεταξύ, η Γερμανική Κατοχή, που ήταν ωμή και καταστροφική, είχε οδηγήσει στην πλήρη κατάρρευση του κοινωνικού οικοδομήματος».

Ωστόσο, παρά την απίστευτα τυφλή κι εγκληματική πολιτική της ηγεσίας που παρέδωσε κυριολεκτικά την εξουσία στους Άγγλους, το κίνημα δεν πτοήθηκε. Μετά την αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων εκατοντάδων χιλιάδων λαού κατά τα «Δεκεμβριανά», στη μάχη της Αθήνας, οι δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με απίστευτη αυτοθυσία και βοηθούμενες από γυναίκες και παιδιά κατέλαβαν στις 5 Δεκέμβρη την πόλη, εκτός από ένα μικρό τμήμα στο Κέντρο (το λεγόμενο «κράτος του Κολωνακίου»).

Οι ηγέτες όμως του ΚΚΕ αντί να καλέσουν ενισχύσεις, να καταλάβουν τις πόλεις και να ξεσηκώσουν όλο το λαό, έστειλαν στις 9 Δεκέμβρη τον Βελουχιώτη και τον Σαράφη μαζί με τις κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο, μακριά από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη! Επί 15 ημέρες ανέβαλαν κάθε επίθεση, ελπίζοντας σε συμφωνία με τους Άγγλους, μέχρι που ο Σκόμπυ πήρε αρκετές ενισχύσεις και πέρασε στην αντεπίθεση. Ο Άγγλος πρεσβευτής Λήπερ έγραψε αργότερα για κείνες τις κρίσιμες στιγμές: «Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της μάχης, οι βρετανικές δυνάμεις, που αριθμητικά υστερούσαν πολύ, ήταν περιορισμένες στο κέντρο της πόλεως. Αν ο ΕΛΑΣ είχε δείξει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και έσπευδε προς το κεντρικό τμήμα της πόλεως πιθανώς να είχε επιτύχει…. Ευτυχώς, δεν προσπάθησαν».

Ακόμα και μετά το 1946, παρά τη σύγχυση και την απογοήτευση των αγωνιστών και την ενίσχυση της αντίδρασης, ήταν δυνατή η νίκη του ΕΑΜ–ΕΛΑΣ. Η κυβέρνηση ήταν εντελώς ανυπόληπτη μέσα στο λαό. Ο Τσόρτσιλ έχασε τις εκλογές στη Βρετανία και οι Άγγλοι φαντάροι, κουρασμένοι από τον πόλεμο και συγκλονισμένοι από τα εγκλήματα ενάντια στους αγωνιστές και τα γυναικόπαιδα, γύρευαν να γυρίσουν σπίτια τους. Στη Γιουγκοσλαβία, οι αντάρτες του Τίτο είχαν καταλάβει την εξουσία και αρνήθηκαν να δεχτούν τις συμβουλές του Στάλιν για επαναφορά του βασιλιά. Στη Βουλγαρία, οι κομμουνιστές συνέλαβαν την αστυνομία και άρχισαν να φτιάχνουν Σοβιέτ, μέχρι που μπήκε ο ρωσικός στρατός και τους σταμάτησε.

Από το 1944 μέχρι το 1946, ξανά και ξανά, το εργατικό κίνημα και η αγροτιά ξεσηκώθηκαν και χωρίς να λογαριάζουν τις θυσίες πάλεψαν για την εξουσία. Μια επαναστατική ηγεσία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, όπως οι μπολσεβίκοι, η οποία θα απευθυνόταν στους εργάτες και τους αγρότες, στους Έλληνες και Άγγλους φαντάρους, στους Γιουγκοσλάβους και Βουλγάρους αγωνιστές, με συνθήματα της σοσιαλιστικής αλλαγής και της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας των Βαλκανίων, θα έπαιρνε την εξουσία και θα άλλαζε την πορεία των γεγονότων στην Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο.

Η ελληνική αστική τάξη και ο Μεταξάς – αφού κερδήθηκε παρά την θέλησή τους ο πόλεμος με τον Μουσολίνι χάρις στις απίστευτες θυσίες και τον ηρωισμό του λαού – εγκατέλειψαν τις μάχες ενάντια στους Γερμανούς και τους παρέδωσαν τη χώρα και τον στρατό. Έτσι, οι αστοί είτε ακολούθησαν τους Άγγλους και τον Βασιλιά στο Κάιρο, είτε, όσοι έμειναν πίσω, συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς ενάντια στο κίνημα και το αντάρτικο.

Όταν οι εργάτες και οι αγρότες ξεκίνησαν από το 1941 την αντίσταση στον κατακτητή, οι αστοί πολιτικοί και στρατιωτικοί συνωμοτούσαν με την υποστήριξη των Άγγλων ή των Γερμανών αφεντικών τους. Οι βασιλικοί ήταν ενάντια σε κάθε αντίσταση, γιατί κάτι τέτοιο θα γεννούσε ένα λαϊκό κίνημα που θα μπορούσε να αμφισβητήσει μεταπολεμικά την κυριαρχία τους. Οι φιλελεύθεροι πίστευαν ότι ήταν «πρόωρη» και «παράνομη» κάθε τέτοια σκέψη και χωρίς καμιά ελπίδα επιτυχίας. Μια άλλη μερίδα (Πάγκαλος, Γονατάς) με την έγκριση των Γερμανών σχεδίαζαν πραξικοπήματα μετά την αποχώρηση του κατακτητή. Και μια μικρή ομάδα «δημοκρατικών» με την ενίσχυση των Άγγλων προσπάθησαν να δημιουργήσουν κάποιες αντιστασιακές οργανώσεις (ΕΔΕΣ-ΕΚΚΑ), κύρια για να περιορίσουν τη δύναμη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Γι’ αυτό, γρήγορα κατέληξαν κι αυτοί μαζί με τους Άγγλους να συνεργάζονται με τον πρωθυπουργό της Κατοχής Ράλλη, τους ταγματασφαλίτες και τους Γερμανούς για μια ομαλή διαδοχή που θα εξασφάλιζε το «κοινωνικό καθεστώς».

«Το 1944, λίγο πριν από την αποχώρηση του γερμανικού στρατού, οι αστοί πολιτικοί ενέτειναν τις συνωμοσίες τους, για να αναρριχηθούν ξανά στην εξουσία. Η ομάδα Λαμπράκη, Ρέντη, Σιδέρη προετοίμαζαν μια δική τους δικτατορία. Οι Λαϊκοί Στράτος, Μαρκεζίνης, Τσαλδάρης συζητούσαν με υπουργούς του Ράλλη, με το παλάτι, με το Γρίβα και τα Τάγματα Ασφαλείας. Η κλίκα Γονατά με στελέχη του Πάγκαλου, Ράλλη και Πλαστήρα που είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς σχεδίαζαν άλλη δικτατορία» (Γ. Ανδρικόπουλος, «1944 – Κρίσιμη χρονιά»).

Μετά την απελευθέρωση, η αστική τάξη και σύσσωμοι οι αστοί πολιτικοί και στρατιωτικοί, κάτω από την καθοδήγηση της Βρετανίας και των ΗΠΑ, έβαψαν τα χέρια τους με το αίμα χιλιάδων αγωνιστών της Αντίστασης. Ο Γ. Παπανδρέου, ο Τσαλδάρης, ο Βενιζέλος, ο Σοφούλης, ο Πλαστήρας, ο Κανελλόπουλος, ο Παπάγος επιστάτησαν στις χιλιάδες εκτελέσεις και δολοφονίες και ίδρυσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα ξερονήσια. Αποκατέστησαν τους δοσίλογους και επικύρωσαν τη νομοθεσία των κυβερνήσεων της Κατοχής. Ο Γ. Παπανδρέου ονόμασε την σφαγή του Δεκέμβρη 1944 «θείο δώρο» και ο Π. Κανελλόπουλος το στρατόπεδο βασανιστηρίων στη Μακρόνησο «Νέο Παρθενώνα»…

«Η κυβέρνηση», έγραφε μια αμερικανική έκθεση για την Ελλάδα το 1947, «πρόσφερε προστασία και συμβόλαια σε πλούσιους δοσίλογους βιομηχάνους. Αγόραζαν τις προμήθειες που έστελνε η “Ουνρα” και τα μεταπουλούσαν με τεράστια κέρδη. Οι βιομήχανοι και οι επιχειρηματίες δεν επένδυαν χρήματα σε επιχειρήσεις που δεν έβγαζαν τουλάχιστον 40% κέρδη, γιατί μπορούσαν να κερδίσουν περισσότερα από την κερδοσκοπία στο ξένο συνάλλαγμα. Υπολογίζεται ότι χίλιες οικογένειες (0,5% του πληθυσμού) καρπώνονται το ήμισυ και πλέον του συνολικού εισοδήματος» (Κ.Τσουκαλάς, «Ελληνική τραγωδία»).

«Μία έρευνα αποκάλυψε ότι το 1946 ενώ εξήχθησαν 150 εκ. δολάρια, που προορίζονταν για εισαγωγές  εμπορευμάτων, εισήχθησαν μόνο 58 εκ. σε εμπορεύματα και τα υπόλοιπα δολάρια μεταφέρθηκαν σε τράπεζες του εξωτερικού. Η πιο συνταρακτική όμως υπόθεση του 1947 ήταν η παραχώρηση από τον υπουργό Εμπορικού Ναυτικού 109 “Λίμπερτις” σε 23 οικογένειες εφοπλιστών και σε 10 Ανώνυμες Εταιρείες υπό συνθήκες που χαρακτηρίστηκαν τεράστιο σκάνδαλο, ακόμα και από τον αμερικανικό Τύπο» (Ντομινίκ Εντ, «Οι Καπετάνιοι»).

Αυτούς τους σφαγείς και καταχραστές του ιδρώτα του λαού, η ηγεσία του ΚΚΕ πριν και κατά τη διάρκεια, ακόμα και μετά την αντίσταση και τον εμφύλιο τους αποκαλεί δημοκράτες, προοδευτικούς και εθνικούς ηγέτες, τους συμβουλεύει να μην παρασυρθούν από τους φασίστες και εκλιπαρεί τη συνεργασία, τους για να στηριχτεί η δημοκρατία.

Στο Λίβανο, την Καζέρτα και τη Βάρκιζα, η εκφυλισμένη ηγεσία του ΚΚΕ με την υποστήριξη του Στάλιν έθαψε την ελληνική επανάσταση. Βέβαια, μέσα στα επόμενα χρόνια μπρος στη συντριβή και τη γενική κατακραυγή, η ηγεσία αναγκάστηκε σιγά-σιγά να παραδεχτεί ότι έγιναν πολλά λάθη και να καταγγείλει διάφορα ηγετικά πρόσωπα σαν «προβοκάτορες και προδότες». Όμως, τα «λάθη» και οι «προδότες» αποδείχτηκαν τόσα πολλά και τόσο κοινά σε όλη την Ευρώπη, που γινόταν πια φανερό ότι δεν έφταιγαν κάποια μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά όλη πολιτική γραμμή του ΚΚΕ και της ηγεσίας της πρώην ΕΣΣΔ.

Το πρόβλημα ήταν ότι η ηγεσία του ΚΚΕ (και της πρώην ΕΣΣΔ) είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον καπιταλισμό και τους αστούς πολιτικούς απ’ ό,τι στο εργατικό κίνημα. Ήταν το πρόγραμμα του 1934, με το οποίο εγκαταλείφθηκε και στα λόγια πια ο αγώνας για την εξουσία και το σοσιαλισμό για χάρη της ολοκλήρωσης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, που έσπρωχνε την ηγεσία να ψάχνει με αγωνία να βρει αστούς συμμάχους στα πρόσωπα του Γ. Παπανδρέου, του Βενιζέλου και του Τσώρτσιλ. Αυτή η πολιτική έριξε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην θανάσιμη αγκαλιά τους. Η πολιτική των «Λαϊκών Μετώπων», της «Εθνικής Ενότητας» και αργότερα της «Νέας Δημοκρατίας» (δεκαετία ’70) και της «ριζικής αλλαγής» (δεκαετία ’80), μέσα στα πλαίσια του σάπιου καπιταλισμού, οδήγησε και οδηγεί την ηγεσία του ΚΚΕ στην υπονόμευση του εργατικού αγώνα και σε οδυνηρές ήττες του εργατικού κινήματος.

Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί πως, ενώ το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχε την εξουσία, ζητούσε από τους αστούς σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με τη συμμετοχή του ΚΚΕ, δίχως να απαιτεί καν την πρωθυπουργία. Στο Λίβανο ζήτησαν το 50% των υπουργείων, δέχτηκαν το 25% και τελικά αρκέστηκαν απλά στην ελπίδα αναγνώρισης της νομιμότητας του ΚΚΕ. Ο Σιάντος λίγες μέρες πριν από το Δεκέμβρη εξέφραζε την εμπιστοσύνη του στους Βρετανούς «που δεν ήταν δυνατόν να παρασυρθούν από τις εισηγήσεις των Ελλήνων φασιστών… και θα σταθούν προστάτες και βοηθοί του λαού μας». Ο «Ριζοσπάστης» την ίδια μέρα που ο Σκόμπι έδινε τελεσίγραφο στον ΕΛΑΣ να αποσυρθεί από την Αθήνα, χαιρέτιζε το σφαγέα Τσόρτσιλ σαν «ένα πρωταγωνιστή του πολέμου για την ελευθερία και την ανεξαρτησία των λαών», ενώ κατήγγειλε τις «αντιλαϊκές δυνάμεις που προσπαθούσαν να παρασύρουν το λαό σε αντι-αγγλικό δρόμο», ενώ ο Στάλιν, πιστός στις συμφωνίες του στη Γιάλτα, τις μέρες που ο ΕΛΑΣ μαχόταν στην Αθήνα, αναγνώριζε την κυβέρνηση Παπανδρέου κι έστελνε πρεσβευτή του!

Η ηγεσία του ΚΚΕ και της πρώην ΕΣΣΔ χρησιμοποίησαν στην ουσία τον ηρωικό αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του «Δημοκρατικού Στρατού» όχι για να καταλάβουν την εξουσία, αλλά σαν μέσο πίεσης στους αστούς και τους ιμπεριαλιστές, για να εξασφαλίσουν την αναγνώρισή τους, σαν φτωχούς συνεταίρους στο αστικό κοινοβούλιο, καθώς και τα στρατηγικά ρωσικά συμφέροντα. Έτσι εξηγείται πως στη Βάρκιζα όχι μόνο υπέγραψαν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, αλλά δέχτηκαν και μια αμνηστία που κάλυπτε μόνο τους ηγέτες του κόμματος, ενώ παρέδιδε στην εξολόθρευση και την εξορία όλους τους απλούς αγωνιστές και καπετάνιους.

Το ξεπούλημα του αγώνα δεν πέρασε στη βάση των αγωνιστών χωρίς αντιδράσεις. Ο Άρης, από το Νοέμβρη ακόμα του 1944, μόλις έμαθε τη «Συμφωνία της Καζέρτας» κάλεσε στη Λαμία με δική του πρωτοβουλία όλους τους καπετάνιους, για να βάλει το ζήτημα της «προετοιμασίας για να χτυπηθούμε τώρα με τους Εγγλέζους». Ο Σαράφης είχε ήδη διαφωνήσει στο Λίβανο για την υπαγωγή του ΕΛΑΣ κάτω από την αρχηγία του Σκόμπι και πρότεινε προληπτικά μέτρα για την πιθανή σύγκρουση. Οι καπετάνιοι όμως στην κρίσιμη αυτή στιγμή βρέθηκαν διασπασμένοι και με πολλές ακόμα αυταπάτες για την ηγεσία του ΚΚΕ.

Όταν όμως ανακοινώθηκε η υπογραφή της Βάρκιζας, οι αντάρτες και οι εργάτες βουβάθηκαν. Τέτοια ήταν η κατάπληξη και η απογοήτευση για τους ανθρώπους που είχαν πιστέψει, που η πειθαρχία λειτούργησε αυτόματα. Η δυσπιστία τους όμως για τη Συμφωνία τους έκανε τότε να μην παραδώσουν όλα τα όπλα, παρά μόνο τα παλιά. Παρ’ όλα αυτά, έκλαψαν πικρά, γιατί ήξεραν ότι παρέδιδαν τη δύναμή τους και την ίδια τη ζωή τους.

Οι αγωνιστές της βάσης είχαν βέβαια δίκιο. Μόλις παρέδωσαν τα όπλα και γύρισαν «ειρηνικά στα σπίτια τους», οι ταγματασφαλίτες, οι δοσίλογοι και οι φασίστες του Γρίβα σήκωσαν αμέσως κεφάλι και άρχισαν την τρομοκρατία και το ξεκαθάρισμα. Από τη «Συμφωνία της Βάρκιζας» (Φλεβάρης 1945) μέχρι το Μάρτη του 1946, έγιναν 1.300 δολοφονίες, 6.600 τραυματισμοί, 31.600 βασανισμοί, 600 απόπειρες φόνου, 300 βιασμοί, 18.800 φυλακίσεις και 85.000 συλλήψεις.

Σαν να μην έφτανε όμως η άγρια τρομοκρατία της αντίδρασης, οι ηγέτες του ΚΚΕ εξολόθρευσαν κάθε αγωνιστή που διαφωνούσε με την εγκληματική πολιτική, κατηγορώντας τους σαν «τροτσκιστές» ή «τιτοΐκούς». Άλλους τους εγκατέλειψαν κατασυκοφαντημένους στα χέρια των φασιστών, όπως τον «αποστάτη» Αρη Βελουχιώτη, και άλλους τους αναλάμβανε ο ΟΠΛΑ στην Ελλάδα, το Μπούλκες και την Τασκένδη, ακολουθώντας το παράδειγμα της GPU και των Δικών της Μόσχας του Στάλιν. Χρειάστηκε, έτσι, μια διπλή αιματηρή αντεπανάσταση, για να καμφθεί το ηθικό και η δύναμη των αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της εργατικής τάξης στη χώρα μας.

Το εργατικό κίνημα θα ξεπεράσει τη σκληρή ήττα και θα ξεσηκωθεί ξανά και ξανά. Το ΚΚΕ όμως θα παραμείνει στη συνείδηση ενός μεγάλου τμήματος της πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος σαν το κόμμα που παρέδωσε την εξουσία στους αστούς και θα μπει σε μια βαθιά και μακρόχρονη κρίση που διαρκεί μέχρι σήμερα.

1963-67: Το εργατικό κίνημα ξαναγεννιέται και «ξανασηκώνεται»

Τα χρόνια 1963-67 είναι επίσης μια αποφασιστική περίοδος στην ιστορία του εργατικού κινήματος της χώρας μας που επιβεβαιώνει τις επαναστατικές παραδόσεις των εργατών και αποδεικνύει ότι οι προηγούμενες μάχες δεν ήταν τυχαία γεγονότα.

Είναι άξια θαυμασμού για μια ακόμη φορά η φοβερή αντοχή και κινητικότητα του εργατικού κινήματος της χώρας μας. Το 1963, δεν απέχει παρά μόνο 13 χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου που κατέληξε με τη φοβερή συντριβή του εργατικού κινήματος. Και αυτά τα χρόνια στάθηκαν αρκετά, για να επουλώσει τις πληγές και να δημιουργήσει τη βάση για μια νέα έφοδο, που εκφράστηκε με την πτώση της σκληρής δεξιάς κυβέρνησης της ΕΡΕ.

Οι παράγοντες που συνετέλεσαν σe αυτή τη σχετικά γρήγορη αναγέννηση του εργατικού κινήματος ήταν η μεταπολεμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, που δημιούργησε νέες στρατιές εργατών και ιδιαίτερα οικοδόμων και βιομηχανικών εργατών και συνετέλεσε επίσης στη συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις, ιδιαίτερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ακόμα, το γεγονός ότι η ήττα στον Εμφύλιο ήρθε μόνο ύστερα από σκληρή μάχη με την αντίδραση, δηλαδή ότι το κίνημα δεν παραδόθηκε αμαχητί.

Παρά  τη νίκη της όμως, η Δεξιά δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς βία και νοθεία, ούτε την επαύριον της ήττας. Την πλειοψηφία στους ψήφους την κατείχε σχεδόν πάντα το Κέντρο με την Αριστερά. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το 1956 (6 μόλις χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου) στις εκλογές, η συνασπισμένη Δεξιά είχε πάρει 47,38% των ψήφων και το Κέντρο με την Αριστερά 48,15%. Βέβαια, με τα εκλογικά κόλπα, η Δεξιά πήρε 165 βουλευτές και 132 η Κεντροαριστερά. Αυτό, όμως, θορύβησε την CΙΑ και την αστική τάξη, γιατί έβλεπαν ότι μέσα απ’ αυτά τα αποτελέσματα το κίνημα θα συνειδητοποιούσε τη δύναμή του και θα ξανάμπαινε στο δρόμο του αγώνα. Ήδη, είχαν αρχίσει να ξεδιπλώνονται  απεργίες, παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις βρίσκονταν ακόμα κάτω από κρατικό έλεγχο.

«Στις αρχές του 1958 οι εγκέφαλοι της CΙΑ (ενόψει των εκλογών της 11ης Μαΐου 1958) κατέστρωσαν ένα πρόγραμμα τεχνητής ελάττωσης της δυνάμεως της Αριστεράς. Μια και… η Ουάσιγκτον είχε εκφράσει δυσφορία και ανησυχίες για την έλλειψη αποτελεσματικότητας των εφαρμοζομένων αστυνομικών μεθόδων στην καταπολέμηση του κομμουνισμού… επινόησαν μια διαδικασία (εκλογικό σύστημα) που θα ελάττωνε (δηλαδή θα εμφάνιζε ελαττωμένη) την κομμουνιστική επιρροή. Για την επιτυχία της συνωμοσίας, χρειαζόταν η συνεργασία της ηγεσίας του Κέντρου… Οι Γ. Παπανδρέου και Σ. Βενιζέλος, έπειτα από πολλές ταλαντεύσεις και πιέσεις, υπέκυψαν και συμφώνησαν στη διανομή της λείας». (Γ. Κάτρη, «Γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα»).

Αλλά έπεσαν, δυστυχώς γι’ αυτούς, στην παγίδα που οι ίδιοι έστησαν. Η ΕΡΕ ήρθε βέβαια πρώτο κόμμα και με το 41,7% των ψήφων πήρε το 57% των εδρών, δηλαδή 171, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη, η ΕΔΑ ήρθε δεύτερο κόμμα με 24,4% των ψήφων, πήρε 79 βουλευτές και έγινε Αξιωματική Αντιπολίτευση. Το Κέντρο καταποντίστηκε.

Η ΕΡΕ έχασε 6% και η ΕΔΑ τετραπλασίασε τους βουλευτές και τις ψήφους της. Αξίζει να σημειώσουμε το γεγονός ότι στα βασικά αστικά κέντρα, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Βόλο, Πάτρα, Καβάλα, Μυτιλήνη και σε άλλες πόλεις, η ΕΔΑ ξεπέρασε την ΕΡΕ και ήρθε πρώτο κόμμα! Αυτό το γεγονός, που μοιάζει με ανέκδοτο, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ιστορία δε γράφεται από τις διαθέσεις και τα σχέδια ούτε των μηχανισμών του κράτους, ούτε της CΙΑ ή  των ηγετών, αλλά από το εργατικό κίνημα, που αναδεικνύεται ξανά και ξανά ο πιο αποφασιστικός παράγοντας στις εξελίξεις. Όταν το κίνημα αρχίσει να κινείται, κανένας μηχανισμός δεν μπορεί να το σταματήσει, παρά μόνο η κούραση και η σύγχυση που σπέρνει η ηγεσία του.

Η μεγάλη αυτή φθορά της Δεξιάς ήρθε σαν αποτέλεσμα των αγώνων της εργατιάς και των άλλων καταπιεσμένων. Ενδεικτικά αναφέρουμε «ότι στο δεύτερο εξάμηνο του 1956, το 1957 και το 1958 αναπτύχθηκαν απεργιακοί αγώνες των εργαζομένων που αφορούσαν 1.000.100 εργάτες, αριθμός τριπλάσιος από το 1954, 1955 και το Α΄ εξάμηνο του 1956» (Α’ Συνέδριο ΕΔΑ – Πρακτικά).

Εάν είχαν απλώς θορυβηθεί το 1956 οι αστοί, το 1958 κυριολεκτικά φοβήθηκαν. Το αποτέλεσμα του 1958 άνοιγε το δρόμο για μια ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, που τίποτα δε θα μπορούσε να σταματήσει. Έτσι, η αντίδραση άρχισε να φτιάχνει νέα σχέδια πιο δραστικά από τα προηγούμενα.

Η αμερικανική στρατηγική στην Ελλάδα αυτή την περίοδο είχε δύο βασικές επιδιώξεις. Η πρώτη ήταν η εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ. Η δεύτερη ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου, αλλά μειοψηφούντος κόμματος του Κέντρου. «Χρειάζονταν ένα Κέντρο που θα ήταν αρκετά ισχυρό και αρκετά προοδευτικό, ώστε να προσφέρεται στους ψηφοφόρους σαν εναλλακτική λύση αντί της ΕΔΑ, αλλά και ένα Κέντρο με πρόγραμμα που δε θα αποτελούσε σοβαρή απειλή στη δομή εξουσίας που τόσο πολύ κόπιασαν να φτιάξουν» (Α. Παπανδρέου, «Η δημοκρατία στο απόσπασμα»).

Τα σχέδια των Αμερικανών τα αποδέχτηκαν και οι ηγέτες του Κέντρου και έτρεξαν να συνασπισθούν σε Ενιαίο Κόμμα – την «Ένωση Κέντρου» (ΕΚ) – κάτω από την ηγεσία του Γ. Παπανδρέου, με ένα συντηρητικό πρόγραμμα, που ελάχιστα διέφερε από αυτό της ΕΡΕ.

Αλλά, για να σιγουρέψουν την εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ, χρειάστηκε η εφαρμογή του Σχεδίου «ΠΕΡΙΚΛΗΣ» με το εκλογικό πραξικόπημα του 1961 και το αποκορύφωμα βίας και νοθείας, με τη συμμετοχή του στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας. Είναι γεγονός ότι στις εκλογές του 1961 πέτυχαν το αποτέλεσμα που ήθελαν. Όμως, η νίκη τους ήταν «πύρρεια», γιατί, ενώ πέτυχαν την εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ, δεν πέτυχαν την εξόντωση του εργατικού κινήματος, ούτε ανέστειλαν την ριζοσπαστικοποίησή του. Συγχρόνως, έκαναν την «Ένωση Κέντρου» από πειθήνια αντιπολίτευση εκφραστή της κίνησης των μαζών και πιο «αριστερή» από την ΕΔΑ.

Λόγω της κίνησης των μαζών, ο Γ. Παπανδρέου κατά την προεκλογική περίοδο αναγκάστηκε «…να καλέσει τον λαό σε άμυνα εναντίον των ενόπλων και αόπλων που στερούν το δικαίωμα να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του» (Α. Παπανδρέου, «Η δημοκρατία στο απόσπασμα»). Αναγκάζεται να μη νομιμοποιήσει το αποτέλεσμα, παρά τις πιέσεις των Αμερικανών και να καταγγείλει: «Η αναγνώρισης του αποτελέσματος των εκλογών της βίας και της νοθείας θ’ αποτελέσει προδοσίαν της Δημοκρατίας… το πολίτευμα έπαυσε να είναι Δημοκρατία και έμεινε μόνο Βασιλευόμενη (δηλαδή Μοναρχία). Η προστασία του Συντάγματος ανήκει πλέον εις τους πολίτας βάσει του τελευταίου άρθρου του Συντάγματος υπ’αριθ.114… η Κυβέρνησις της ΕΡΕ έχει μεταβληθεί εις εσωτερική κατοχή, ενώ η Ένωση Κέντρου εκπροσωπεί την Εθνική Αντίστασιν» (Γ. Κάτρης, σελ.123).

Αυτός ο συντηρητικός μέχρι τα μεδούλια αστός σύμμαχος και συνεργάτης των Αμερικανών για την «εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ» βρέθηκε επικεφαλής των ριζοσπαστικοποιημένων μαζών να κηρύττει δύο «Ανένδοτους Αγώνες» και να γίνεται ο στόχος της αντίδρασης. «Κερένσκι» της Ελλάδας τον αποκάλεσαν οι σκληροί του στρατού και τα επιτελεία της αντίδρασης δούλεψαν νυχθημερόν αρκετά χρόνια, για  να πετύχουν την πτώση του από την κυβέρνηση.

Το σχέδιο λοιπόν της αντίδρασης το 1961 ανατράπηκε όπως και  το 1958, ολοσχερώς. Όχι μόνο σε σχέση με την ΕΚ αλλά και με την ΕΡΕ, η οποία μετά από δύο χρόνια έπεσε, κάτω από το βάρος των χτυπημάτων των εργαζομένων.

Από το 1960 και πιο πριν ακόμη, το συνδικαλιστικό κίνημα άρχισε να περνάει στα χέρια της Αριστεράς. Το «Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα» (ΔΣΚ) και μετά η «Συντονιστική Επιτροπή Οργανώσεων 115» (ΣΕΟ 115), που δημιουργήθηκαν αυτή την περίοδο, γίνονται το κέντρο του συνδικαλιστικού κινήματος, παραμερίζοντας ουσιαστικά τη ΓΣΕΕ, η οποία βρισκόταν κάτω από κρατικό έλεγχο.

Στην προσπάθειά της να αναχαιτίσει δυναμικά τους αγώνες των εργαζομένων, η ΕΡΕ τους δίνει πολιτικό και επαναστατικό χαρακτήρα. Το 1960, βγαίνουν μπροστά οι οικοδόμοι στην πρώτη τους πανελλαδική απεργία, οργανωμένη από τη «Συντονιστική Επιτροπή των Σωματείων της Αθήνας», μιας και η Ομοσπονδία ήταν στα χέρια της Δεξιάς. Δίνουν σκληρή μάχη με την αστυνομία και απαντούν στις σφαίρες με οδοφράγματα και το ξήλωμα των πεζοδρομίων, ανοίγοντας έτσι την ιστορική περίοδο των «οικοδόμων». Επέβαλαν το 7ωρο και κέρδισαν μια σειρά σημαντικά αιτήματα, σε μάχες σώμα με σώμα με την αστυνομία κατά τη διάρκεια όλης της καραμανλικής περιόδου. Έτσι, δεν ήταν καθόλου χωρίς βάση η διαπίστωση ότι «οι οικοδόμοι έριξαν τον Καραμανλή».

Το 1961 λόγω εκλογών είχαμε μια μικρή πτώση των αγώνων, αλλά το 1962 ξαναφούντωσε το κίνημα των απεργιών με 185 απεργίες, από τις οποίες 34 διαρκείας και 19 πανελλαδικές. Το χαρακτηριστικό των απεργιών του 1962 είναι ότι το 44% του συνόλου είναι απεργίες με πολιτικά αιτήματα. Στους αγώνες αυτής της περιόδου αποφασιστική συμμετοχή είχε και η αγροτιά. Το 1961, γίνονται διαδηλώσεις στην Καρδίτσα και στο Ηράκλειο Κρήτης και το 1962 επαναλαμβάνονται με κατάληψη και καταστροφή της Νομαρχίας. Διαδηλώσεις είχαμε και στο Ξηρόμερο με ένα νεκρό και τραυματίες.

Όλα αυτά συσσώρευαν δυναμίτη στα θεμέλια της κοινωνίας, που έριξε την κυβέρνηση της ΕΡΕ σε δύο χρόνια και ανάγκασε το κατεστημένο να οδηγηθεί – για πρώτη φορά – σε σχετικά αδιάβλητες εκλογές. Και όταν λέμε «ανάγκασε το κατεστημένο» το εννοούμε συγκεκριμένα. Η αστική τάξη δεν υποχώρησε άμεσα, δεν άφησε εύκολα να φύγει από τα χέρια της Δεξιάς η κυβέρνηση.  Μόλις έπεσε ο Καραμανλής, σχημάτισαν κυβέρνηση με τον Πιπινέλη, που πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από την πλειοψηφία της ΕΡΕ (ΕΚ και ΕΔΑ τον καταψήφισαν) και από το Σ. Βενιζέλο ηγέτη της ΕΚ, τον οποίο ο Γ. Παπανδρέου αναγκάστηκε να διαγράψει. Με αυτή την κίνηση η αστική τάξη, όπως ομολογεί ο Γ. Παπανδρέου, βρέθηκε μπροστά στο φάσμα του Εμφυλίου Πολέμου: «Η στιγμή ήτο κρίσιμος. Και τα έπαιξα όλα για όλα. Δεν εδέχθην καμία υποχώρησιν. Και δεν σου κρύβω ότι την 26ην Σεπτεμβρίου εφοβήθην ότι οδηγούμεθα εις τραγικήν εθνικήν ανωμαλίαν. Την ημέρα εκείνην εδημοσιεύθη το Βασιλικόν Διάταγμα της διαλύσεως της Βουλής και της Προκηρύξεως των εκλογών δια την 3ην Νοεμβρίου. Και η Κυβέρνησις Πιπινέλη διετηρείτο…» (Γ. Κάτρης, σελ. 161).

Τότε αναγκάστηκε ο αστός πολιτικός να πει: «Καλώ τον ελληνικό λαό να υπερασπίσει τας δημοκρατικάς του ελευθερίας». Τότε, «αυθημερόν η αμερικάνικη πρεσβεία συμβούλευσε υποχώρηση. Η Φρειδερίκη και οι στρατηγοί παραμερίσθηκαν. Και ο Παύλος κάνοντας στροφή 180 μοιρών υποχρέωσε τον Πιπινέλη να παραιτηθεί».

Το εργατικό κίνημα άρχισε να κατανοεί  την δύναμή του. Γι’ αυτό και τα τανκς δεν μπορούσαν να βγουν το 1963, παρά  το γεγονός ότι στις εκλογές του Νοέμβρη η ΕΚ συγκέντρωσε μόνο το 42% και δεν μπορούσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση (η ΕΡΕ πήρε το 39,3% των ψήφων και η ΕΔΑ το 14,3%). Τα τανκς βγήκαν στους δρόμους το 1967 – παρά το γεγονός ότι η ΕΚ και η ΕΔΑ θα έπαιρναν κοντά το 70% των ψήφων – γιατί το κίνημα είχε τότε πια συγχυστεί και κουραστεί από τους συμβιβασμούς και τους αγώνες χωρίς προοπτική. Είναι για τον ίδιο λόγο που στις εκλογές του 1981 και στις Ευρωεκλογές του 1984 οι μηχανισμοί της αντίδρασης αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν. Γιατί η δύναμη του κινήματος είναι ο καθοριστικός παράγοντας στις εξελίξεις.

Η άρνηση της ΕΚ να στηριχτεί στους ψήφους της ΕΔΑ, για να σχηματίσει κυβέρνηση – λόγω των πιέσεων που δεχόταν από τους αστούς – οδήγησε την χώρα σε νέες εκλογές στις 16 Φλεβάρη 1964 και έδωσε μια συντριπτική νίκη στην ΕΚ με ποσοστό 52,7% (η ΕΡΕ έπεσε στο 35,2%  και η ΕΔΑ στο 11,8%), παρά το γεγονός ότι η προεκλογική περίοδος δεν ήταν καθόλου ειρηνική. Η αστική τάξη προσπάθησε να περιορίσει το ποσοστό της νίκης ή να αναβάλει τις εκλογές. Χρησιμοποίησε την κρίση στην Κύπρο και προσπάθησε να δημιουργήσει κλίμα ανασφάλειας και οικονομικής αποσταθεροποίησης με το σύνθημα «Η δραχμή σου κινδυνεύει», λόγω των παροχών που είχε εξαγγείλει η ΕΚ. Άρχισαν να αγοράζουν τεράστιες ποσότητες χρυσών λιρών, για να πετύχουν κατάσταση πανικού και την «κατάρρευση» της δραχμής (κάτι ανάλογο δεν τόλμησαν να κάνουν στο ΠΑΣΟΚ το 1981, γιατί ο συσχετισμός δύναμης ήταν σε βάρος τους). Όμως, απέτυχαν, γιατί αυτές οι παροχές προχώρησαν παραπέρα την συνείδηση των εργαζομένων ότι η κατάσταση αλλάζει και αποκάλυψαν το νέο συσχετισμό των δυνάμεων. Έτσι, δημιουργήθηκε η βάση για την αλματώδη άνοδο της ΕΚ μέσα σε δύο μήνες κατά 10%. Κάτι ανάλογο έγινε και στη Χιλή με τον Αλιέντε.

Ωστόσο, οι αστοί και οι ΗΠΑ δεν έπαψαν ούτε μια στιγμή να προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν την κατάσταση, για να ρίξουν την κυβέρνηση της ΕΚ. Η περίοδος 1964-65 χαρακτηρίζεται από μια συνεχή προσπάθεια υπονόμευσης της κυβέρνησης με κάθε τρόπο, παρά το γεγονός ότι η ΕΚ ήταν αστικό κόμμα και προωθούσε τα συμφέροντα της αστικής τάξης! Έτσι, λοιπόν, χρησιμοποιήθηκε το Κυπριακό, οι αμερικανικές επεμβάσεις, το παλάτι, η υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ», οι ανοιχτές επιθέσεις της ΕΡΕ, προβοκάτορες και τέλος η κλασική μέθοδος της αποστασίας, για να ρίξουν τελικά την κυβέρνηση μέσα σε 15 μήνες.

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε αυτή την κίνηση του κατεστημένου ενάντια σε μια αστική κυβέρνηση, είναι ανάγκη να δούμε σύντομα δύο ζητήματα. Πρώτον, την φύση και το χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και δεύτερον την φύση και το χαρακτήρα της ΕΚ.

Ο ελληνικός καπιταλισμός αδύνατος και καχεκτικός ακόμη, παρά τη σημαντική ανάπτυξή του μεταπολεμικά, δεν μπορούσε εκείνη την περίοδο που έκανε το άνοιγμα του στην παγκόσμια αγορά στηριγμένος στο ξένο κεφάλαιο να ανεχτεί οποιεσδήποτε παραχωρήσεις, είτε οικονομικές είτε πολιτικές προς το εργατικό κίνημα και να υπονομεύσει έτσι την ανταγωνιστικότητά του, που στηριζόταν κύρια στο χαμηλό μεροκάματο. Γιατί μόνο έτσι είχε το κίνητρο για επενδύσεις και τον εκσυγχρονισμό του, που θα του επέτρεπε να επιβιώσει σε αυτό του το άνοιγμα.

Η ΕΚ ήταν ένα αστικό κόμμα «ψυχή τε και σώματι» και αποτελείτο από αντιδραστικούς αστούς «μέχρι κόκαλο», αλλά βέβαια με φιλελεύθερη καταγωγή. Όμως, γεννήθηκε σε μια περίοδο παλίρροιας του εργατικού κινήματος και γι’ αυτό αναγκάστηκε να παρασυρθεί και να εκφράσει εντελώς άλλα πράγματα από τα σχέδια που είχαν στο μυαλό τους οι ιδρυτές της. Έμελλε να γεννηθεί σε μια περίοδο που η παραδοσιακή Αριστερά, τόσο λόγω του βάρους της ήττας στον Εμφύλιο, όσο και εξαιτίας της λανθασμένης συντηρητικής πολιτικής της, δεν μπορούσε να γίνει ο εμπνευστής αυτής της νέας εφόδου του εργατικού κινήματος.

Έτσι, έπεσε ο κλήρος στο γέροντα αστό φιλελεύθερο Γ. Παπανδρέου – σφαγέα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ το 1944 – και στο γεροντικό και ξεθωριασμένο φιλελευθερισμό της χώρας να κάνουν τις «νεανικές αταξίες τους» και να εκφράσουν την ριζοσπαστικοποίηση των μαζών στη δεκαετία του ’60. Αυτό είναι ένα σημαντικό μάθημα για την διαλεκτική εξήγηση των φαινομένων. Το κίνημα είχε ανάγκη να εκφράσει και πολιτικά την ριζοσπαστικοποίησή του. Το δικό του όμως κόμμα, χωρίς να έχει βγάλει τα διδάγματα και να αλλάξει πολιτική, ήταν ένα εργαλείο χωρίς ιδιαίτερη αξία που τo άφησε, για να δανειστεί από το στρατόπεδο των αστών τα πιο αδύνατα τους στοιχεία και να εκφραστεί μέσα από εκεί. Αυτό γίνεται και σε άλλες καθυστερημένες ή αναπτυσσόμενες χώρες, όπου αστικά κόμματα τείνουν να εκφράζουν τις ανοδικές φάσεις της πορείας του εργατικού κινήματος, όπως στην Αργεντινή το Περονικό Κόμμα, στο Πακιστάν το κόμμα του Μπούτο, κ.ά.

Ήταν η ανοδική πορεία του κινήματος που επέβαλε την ΕΚ στην κυβέρνηση και κατά συνέπεια αυτή η κυβέρνηση εξέφρασε όχι την δύναμη, αλλά την αδυναμία της αστικής τάξης. Γι’ αυτό και η αστική τάξη ρίχνοντας αυτή την κυβέρνηση, έβαζε τις βάσεις, για να χτυπήσει το κίνημα και να αλλάξει τον ταξικό συσχετισμό.

Ωστόσο, η ΕΚ, και ιδιαίτερα η ηγεσία της, δεν μπορούσε παρά παραμορφωμένα και μέσα σε ορισμένα όρια που καθόριζε η ταξική της φύση να εκφράσει την ανοδική πορεία του κινήματος και πολύ περισσότερο τα ιστορικά του καθήκοντα. Παρ’ όλα αυτά, άνοιξε το δρόμο για τους αγώνες και το προχώρημα της συνείδησης των εργαζομένων, που από ένα σημείο και μετά άφησαν πίσω την ηγεσία της ΕΚ και άρχισαν να συγκρούονται μαζί της για τους συμβιβασμούς της, τις υπαναχωρήσεις της, την προσπάθειά της να υπερασπίσει το καθεστώς, ακόμα και αυτό το βασιλιά. Έτσι, η ριζοσπαστικοποίηση των μαζών ανέβαινε ολοένα και σε υψηλότερα επίπεδα. Αυτό φάνηκε με την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, φάνηκε και στις Δημοτικές Εκλογές του 1964. Κάτι ανάλογο είχαμε στις Δημοτικές Εκλογές του 1982.

Ας δούμε έναν πίνακα των απεργιών της περιόδου 1963-66, για να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα:

ΕΤΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΕΡΓΩΝ ΑΠΕΡΓΙΕΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ
1963

744.000

56

1964

536.000

114

1965

964.000

75

1966

1.600.000

105

Βλέπουμε ότι ο αριθμός των απεργών του 1964 είναι κοντά σε αυτές του 1963, αλλά ο αριθμός των απεργιών και μάλιστα διαρκείας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και δείχνει ότι το εργατικό κίνημα δεν άφησε περιθώρια ανοχής στην κυβέρνηση της ΕΚ, όπως συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ, γιατί, από τη μια πλευρά, η οικονομική του κατάσταση ήταν άσχημη λόγω της σκληρής πολιτικής της ΕΡΕ και, από την άλλη, δεν ένιωθε δική του αυτή την κυβέρνηση. Επίσης, η πολιτική της ΕΚ ήταν πολιτική συμβιβασμών και υποχωρήσεων σε όλα τα επίπεδα, δεν προχώρησε στον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος σύμφωνα μ’ αυτά που υποσχέθηκε, δεν προχώρησε στην πλήρη αποκάλυψη των σκανδάλων της ΕΡΕ και την τιμωρία των ενόχων, ψήφισε μάλιστα τον Ιούνιο του 1965 την απαλλαγή της. Ο στρατός και τα Σώματα Ασφαλείας έμειναν ανέπαφα. Η κυβέρνηση πήρε ημίμετρα στο ζήτημα της αμνηστίας των πολιτικών κρατουμένων και αντιμετώπισε τους εργατικούς αγώνες με την αστυνομία. Όλα αυτά δημιούργησαν αγανάκτηση στους εργαζόμενους και τους έσπρωξαν σε κινητοποιήσεις, για να υλοποιήσουν οι ίδιοι την λύση των προβλημάτων τους.

Αυτή την αγανάκτηση των εργαζομένων προσπάθησε να επωφεληθεί η αστική τάξη, για να ρίξει την κυβέρνηση. Έτσι, στις 15 Ιούλη ανάγκασε τον Γ. Παπανδρέου να παραιτηθεί και ο βασιλιάς όρκισε κυβέρνηση από τους «αποστάτες» της ΕΚ, τους οποίους στήριξε η ΕΡΕ. Η άκαιρη και προκλητική όμως αυτή ενέργεια των αστών έβγαλε το κίνημα στους δρόμους, γιατί είδε στην ενέργεια αυτή έναν άμεσο κίνδυνο για τις κατακτήσεις του, έναν κίνδυνο για πισωγύρισμα. Το εργατικό κίνημα έγραψε στα χρόνια της δεκαετίας του ’60 μια νέα λαμπρή σελίδα στην ιστορία του.

Στην Αθήνα, που τότε είχε γύρω στους 2,5 εκ. κατοίκους, το 1 εκ. και πλέον είχε κατέβει στους δρόμους την ημέρα που ο Γ. Παπανδρέου πήγε στα ανάκτορα να υποβάλει την παραίτηση του. Όμως, αυτή η δύναμη έμεινε ανεκμετάλλευτη, τόσο από την ηγεσία της ΕΚ, όσο και από την ΕΔΑ. Αντί να στηριχτούν στην τεράστια δύναμη του λαού και να απαιτήσουν την παραίτηση του βασιλιά, γονάτισαν μπροστά στους θεσμούς. Είναι αλήθεια ότι οι «συνωμότες» είχαν προβλέψει κάποια αντίδραση του λαού και είχαν προετοιμαστεί για την εκτόνωσή του.

«Μια μικρή στρατιά από εδικούς ψυχολόγους στην υπηρεσία της CΙΑ μελετούσε μεθοδικά το χαρακτήρα και τις συναισθηματικές αντιδράσεις των Ελλήνων σε συσχετισμό με μεθόδους “εκτονώσεως”, που είχαν εφαρμοστεί στον Άγιο Δομίνικο και σε άλλες λατινοαμερικάνικες χώρες. Σύμφωνα με τους χρησμούς των ηλεκτρονικών εγκεφάλων, επαρκούσαν έξι μήνες για την εξάτμιση του “πάθους”. Είκοσι μήνες αργότερα στις παραμονές της δικτατορίας, οι σφυγμομετρήσεις της CΙΑ έδειχναν ότι ο λαϊκός πυρετός αντί να υποχωρεί, σημείωνε ανησυχητική άνοδο….»

«Στο διάστημα των σαράντα ημερών από το μοναρχικό πραξικόπημα είχαν πραγματοποιηθεί τετρακόσιες λαϊκές συγκεντρώσεις σε ανοιχτό χώρο. Ο ρυθμός δέκα μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων κάθε μέρα δεν νομίζω ότι έχει προηγούμενο στην ελληνική ιστορία» (Γ. Κάτρης). Εμείς θα συμπληρώσουμε ότι δεν υπήρχε προηγούμενο ούτε στην παγκόσμια ιστορία. Νύχτα–μέρα, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η Βουλή ήταν κυκλωμένη από διαδηλωτές.

Στις 29 Ιούλη, η Επιτροπή των «115» κηρύσσει Γενική Απεργία κατά πόλεις και όχι πανελλαδικά, η οποία είχε φοβερή επιτυχία. Εκδηλώσεις άσφαιρες όμως. Οι ηγέτες δεν υιοθετούσαν τα συνθήματα των μαζών: «Κάτω η Μοναρχία», «Δημοψήφισμα», «Δε σε θέλει ο λαός, πάρ’ τη μάνα σου και μπρος», αλλά ζητούσαν από το βασιλιά να σεβαστεί το σύνταγμα και να δώσει εκλογές.

Ήταν τέτοια η λαϊκή αγανάκτηση που χρειάστηκαν τρεις μήνες και τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις, μέχρι να βρεθεί ο ικανός αριθμός αποστατών, για να σχηματίσει μαζί με τους ψήφους της ΕΡΕ  βιώσιμη κυβέρνηση.

Το βασιλικό πραξικόπημα άνοιξε μια περίοδο αστάθειας και αβεβαιότητας. Οι κυβερνήσεις ανεβοκατέβαιναν στη Βουλή, οι μάζες ξεχύνονταν στους δρόμους. Το 1966 έγινε το πρώτο μεταπολεμικό έτος σε αριθμό απεργιών (1.600.000 απεργοί). Αυτό που έσωσε το καθεστώς για άλλη μια φορά ήταν η ηγεσία του εργατικού κινήματος.

Ο Γ. Παπανδρέου κήρυξε τον «Δεύτερο Ανένδοτο», για να συμβιβαστεί όμως αμέσως μετά με το βασιλιά το Δεκέμβρη του 1966 και να δεχτεί να ψηφίσει την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, μια κυβέρνηση καθαρά ανακτορική, με στελέχη ακόμη και αυτής της μεταξικής δικτατορίας. Συμφώνησε επίσης για μια κυβέρνηση συνασπισμού ΕΚ και ΕΡΕ, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών.

Τότε, η λαϊκή δυσαρέσκεια εκφράστηκε με τη δημιουργία της Κεντροαριστεράς μέσα στην ΕΚ, μιας δύναμης 40-50 βουλευτών με επικεφαλής τον Α.Παπανδρέου, που διαχώρισε την θέση του από τον πατέρα του. Όμως, και αυτός από τότε έδειξε την τάση του να μην τραβάει τη σύγκρουση ως το τέλος της. Τελικά, συμβιβάζεται και ψηφίζει και αυτός την κυβέρνηση Παρασκευοπούλου…

Η επίθεση της αστικής τάξης με το βασιλικό πραξικόπημα δεν πέτυχε το σκοπό της. Αντίθετα, έσπρωξε το κίνημα πιο αριστερά. Έτσι, στις εκλογές του Μάη του 1967 ήταν σίγουρο ότι η ΕΚ θα νικούσε και μάλιστα με μεγαλύτερη πλειοψηφία και με πιο ριζοσπαστική ηγεσία μια και ο Γ. Παπανδρέου «είχε το ένα πόδι στον τάφο». Το πραξικόπημα ήταν η τελευταία λύση για τους αστούς. Η «φωτισμένη» και «δημοκρατική» μερίδα της αστικής τάξης (Κανελλόπουλος, Παπαληγούρας, Λαμπράκης) μεθόδευαν την αναβολή των εκλογών, μέχρι να μπορέσουν να επιβάλλουν την ΕΡΕ και τους αποστάτες με εκλογές ή, διαφορετικά, μέχρι να γίνει ένα πραξικόπημα από το βασιλιά και τους στρατηγούς. Και η «σκληρή» μερίδα, με την υποστήριξη της CΙΑ και των συμμάχων, ετοίμαζε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Όλα έδειχναν τις προετοιμασίες προς αυτή την κατεύθυνση. Αποκαλύψεις γίνονταν καθημερινά στον Τύπο. Η ηγεσία όμως της ΕΚ και της ΕΔΑ κούραζαν κι αποκοίμιζαν τις μάζες, χωρίς καμία ουσιαστική προετοιμασία. Στις 21 Απρίλη 1967, όλοι οι ηγέτες πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο και τους πήγαν στα κρατητήρια με τις πυτζάμες..

Η δικτατορία τολμήθηκε από τους αξιωματικούς, λόγω της κούρασης της εργατικής τάξης. Το εργατικό κίνημα, έχοντας ξεκινήσει από το 1958 να δίνει σκληρές μάχες, είχε ξοδέψει τρομερή ενέργεια χωρίς συγκεκριμένη προοπτική. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να βρίσκεται αιώνια στους δρόμους. Ο ξεσηκωμός της διήρκεσε σχεδόν 10 χρόνια και για άλλη μια φορά προδόθηκε από την ηγεσία της. Ακόμα και μια μέτρια επαναστατική ηγεσία θα μπορούσε με μόνο τα δημοκρατικά συνθήματα που υιοθετούσε ο λαός και με αγώνες μαζικούς και συντονισμένους να έπαιρνε την εξουσία και να άνοιγε το δρόμο προς το σοσιαλισμό.

Με το σύνθημα «Κάτω η Μοναρχία» μπορούσε να ζητήσει εκλογές για «Συντακτική Συνέλευση», για ένα δημοκρατικό σύνταγμα. Το πολιτειακό ζήτημα θα συνδεόταν με τα σκάνδαλα της 8ετίας της ΕΡΕ και τα προηγούμενα, θα άνοιγε ο φάκελος των αποικιακών συμβάσεων με το ξένο κεφάλαιο και η εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας θα μπορούσε να γίνει χωρίς κόπο. Το ζήτημα της Κύπρου και η «Συμφωνία της Ζυρίχης» μαζί με τα εγκλήματα της ΕΟΚΑ θα ήταν ένα ακόμη χτύπημα στο κατεστημένο και την ίδια ώρα θα κέρδιζε τη συμπάθεια των Κυπρίων και των Τούρκων εργαζομένων. Όμως, ο Γ. Παπανδρέου γονάτισε μπρος στο παλάτι, τους Αμερικανούς και την αστική τάξη και μαζί του και η ΕΔΑ που είχε γίνει ουρά του, ανίκανη να αξιοποιήσει τη δύναμη που της έδωσε πάλι το κίνημα το 1958. Η απόφαση του 9ου Συνεδρίου του ΚΚΕ το 1974 είναι αποκαλυπτική:

«Τα λάθη, που διαπράχτηκαν στην περίοδο 1961-67, συνδέονται με ορισμένες θέσεις του 8ου Συνεδρίου, στις οποίες στηρίχθηκε η δράση του Κόμματος. Ενώ το Πρόγραμμα καθόριζε σωστά το χαρακτήρα της επανάστασης, χαρακτήριζε τη μη μονοπωλιακή αστική τάξη σαν “εθνική αστική τάξη” και τη συμπεριλάμβανε στις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης, έκανε μια μηχανιστική μεταφορά στη χώρα του ρόλου που παίζει η εθνική αστική τάξη σε άλλες χώρες. Αυτό το λάθος οδήγησε σε οπουρτουνιστικές διαστρεβλώσεις και σε πολιτική ουράς με την Ένωση Κέντρου. Το Πρόγραμμα καθόριζε επίσης, λαθεμένα, ότι η επανάσταση θα γίνονταν κυρίως με τον ειρηνικό δρόμο, πράγμα που έτρεφε τη νομιμότητα. Τέλος, το Συνέδριο υιοθέτησε την απόφαση της 8ης Ολομέλειας του 1958. για τη διάλυση των κομματικών οργανώσεων στο εσωτερικό, πράγμα που αποτέλεσε θεμελιακό λάθος. Όλα αυτά ήταν λάθη δεξιού λικβινταριστικού χαρακτήρα, που αποπροσανατόλιζαν το κίνημα, εμπόδιζαν την πραγματοποίηση του στρατηγικού σκοπού».

Το ντοκουμέντο αυτό μαζί και όλη η αιματηρή ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος επιβεβαίωσαν με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης, που ανέπτυξε ο Λ. Τρότσκι από το 1906 και απέδειξε η ίδια η προλεταριακή επανάσταση του 1917. «Η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης σημαίνει ότι η πλήρης και γνήσια λύση των αστικοδημοκρατικών καθηκόντων στις χώρες με καθυστερημένη αστική ανάπτυξη, της πραγματοποίησης της δημοκρατίας και της εθνικής απελευθέρωσης, μπορεί να νοηθεί μόνο δια μέσου της δικτατορίας του προλεταριάτου, σαν ηγεσία του έθνους και πάνω απ’ όλα των αγροτικών μαζών».

Η συνεργασία της ελληνικής αστικής τάξης με τα «τζάκια» και το παλάτι και η αδυναμία της να λύσει τα βασικά δημοκρατικά καθήκοντα, όπως η ανάπτυξη μιας ισχυρής βιομηχανίας και οικονομίας, η παραχώρηση των βασικών δημοκρατικών ελευθεριών και το σπάσιμο  της εξάρτησης από  τους ιμπεριαλιστές, ανάγκασαν και το ελληνικό προλεταριάτο από την πρώτη περίοδο γέννησης των οργανώσεών του να μπει επικεφαλής, πρωτοπορία στους αγώνες (1923, 1936, 1941-44, 1963-67), καθοδηγώντας τους φτωχούς αγρότες, τους νεολαίους, τους φαντάρους, ακόμα και τους μικροεπαγγελματίες.

Ο γραφειοκρατικός όμως εκφυλισμός της ηγεσίας της ΕΣΣΔ, η αντικατάσταση της πάλης για τη σοσιαλιστική επανάσταση με τη θεωρία της συνεργασίας με τους «αστούς φιλελεύθερους» και την «εθνική αστική τάξη» (τα λεγόμενα «Λαϊκά Μέτωπα», «Δημοκρατικός Συνασπισμός», «Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή», «Νέα Δημοκρατία», «Πραγματική Αλλαγή»), έσπρωξαν το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, στην Κίνα, την Ισπανία και σε τόσες άλλες χώρες στη σφαγή, πολλές φορές από τους ίδιους τους αστούς «συνεταίρους» (Τσαγκ-Και-Σεκ, Γ .Παπανδρέου, κ.ά.)…

1974-84: Μια νέα επαναστατική περίοδος – το φαινόμενο του ΠΑΣΟΚ

Η δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967 έγινε, για να σταματήσει την αγωνιστική πορεία και την ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού κινήματος. Βασικός της στόχος ήταν να εμποδίσει μια νέα νίκη της ΕΚ με μια πιο ριζοσπαστική ηγεσία, ώστε να αφήσει τον ελληνικό καπιταλισμό ανενόχλητο να εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη. Ήταν πλέον η τελευταία λύση, για να μπορέσει η αστική τάξη να πετύχει αυτό που δεν κατάφερε μέσα σε «κοινοβουλευτικά» πλαίσια το βασιλικό πραξικόπημα του 1965.

Τίποτα όμως δεν μπορεί να εμποδίσει την εργατική τάξη να μπει ξανά και ξανά στον αγώνα. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε το 1973 συγκλόνισε τον ασθενικό ελληνικό καπιταλισμό, αποκάλυψε τη μεγάλη δύναμη του εργατικού κινήματος και είχε σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση ή την ανατροπή όλων των δικτατορικών καθεστώτων στη Νότια Ευρώπη (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα).

Οι ριζοσπαστικές διεργασίες στην ελληνική κοινωνία είχαν ξεκινήσει από το 1973 με μαχητικές απεργίες από την πλευρά των εργαζομένων. Το Πολυτεχνείο – η κορυφαία αυτή μάχη της νεολαίας – δεν ήταν παρά η βαρομετρική ένδειξη της αλλαγής του κοινωνικού κλίματος και του ταξικού συσχετισμού.

Η χούντα, νιώθοντας το έδαφος να τρέμει, προσπάθησε με μια θεαματική εξωτερική επιτυχία (όπως ο Γκαλτιέρι στα Φόκλαντ) να παρατείνει τη ζωή της. Επιχείρησε το πραξικόπημα του Σαμψών στην Κύπρο με στόχο την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα. Τα σχέδιά της όμως ναυάγησαν χάρις στην ένοπλη ηρωική αντίσταση των Κυπρίων και δημιουργήθηκε μια κατάσταση αστάθειας και αβεβαιότητας, που μπορούσε να εξελιχτεί σε εξέγερση ή εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους. Τότε, η τουρκική αστική τάξη και η κυβέρνηση Ετσεβίτ άρπαξαν την ευκαιρία, για να δώσουν διέξοδο στα δικά τους εσωτερικά προβλήματα και, με τις ευλογίες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, κατάφεραν μια σίγουρη στρατιωτική νίκη, με το πρόσχημα της ανάγκης σταθεροποίησης στο νησί.

Η επέμβαση αυτή βρήκε απήχηση στον τουρκοκυπριακό πληθυσμό, που αντιμετώπισε με δέος το πραξικόπημα του Σαμψών και την απειλή των φασιστικών συμμοριών, οι οποίες επανειλημμένα είχαν δολοφονήσει Τουρκοκύπριους αγωνιστές και γυναικόπαιδα. Η επέμβαση αυτή μπορεί να σταμάτησε κάθε πιθανότητα εξέγερσης στην Κύπρο, αλλά επιτάχυνε την πτώση της δικτατορίας στην Ελλάδα, που δεν τόλμησε καν να οπλίσει τους επιστρατευμένους Έλληνες φαντάρους.

Η πτώση της δικτατορίας άνοιξε μια νέα επαναστατική περίοδο στη χώρα μας, ανάλογη με αυτή της Ισπανίας το 1931 μετά την πτώση του δικτάτορα Πρίμο Ντε Ριβέρα, με αυτή της περιόδου που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1923 και με εκείνη μετά την αποχώρηση των Γερμανών το 1944. «Η κατάρρευση της χούντας δημιούργησε ένα απόλυτο κενό εξουσίας. Τις στιγμές εκείνες όλα ήταν δυνατά. Θα μπορούσαμε να εμπλακούμε σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο που θα προκαλούσαν οι ανταγωνισμοί για την κατάληψη της εξουσίας ή και για την εκκαθάριση λογαριασμών. Θα μπορούσε δηλαδή να γίνει κάτι ανάλογο με αυτό που έγινε το 1944 μετά την απελευθέρωση». (Δήλωση Κ. Καραμανλή, 25/07/1984).

Τα συμπεράσματα της αστικής τάξης ξαφνιάζουν, αν τα συγκρίνει κανείς με τα λόγια και τις πράξεις των ρεφορμιστών ηγετών, που δεν κουράζονται να αποδεικνύουν το «αδύνατο» της επανάστασης. «Τα ισχυρότερα ιστορικά κλονίσματα», έγραφε ο Τρότσκι, «είναι οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις. Ακριβώς για το λόγο αυτό, η εργατική τάξη συχνά καταλαμβάνεται εξ’ απρόοπτου από τον πόλεμο και την επανάσταση. Αλλά ακόμα και στις περιπτώσεις όπου η παλιά ηγεσία έχει αποκαλύψει την εσωτερική διαφθορά της, η τάξη δεν μπορεί να παρουσιάσει αμέσως μια νέα ηγεσία, ιδιαίτερα αν δεν έχει κληρονομήσει από την προηγούμενη περίοδο ισχυρά επαναστατικά στελέχη, ικανά να χρησιμοποιήσουν και να στηριχτούν πάνω στην κατάρρευση της παλιάς ηγεσίας».

Αν υπήρχε ένα επαναστατικό κόμμα εκείνη την περίοδο, η ελληνική επανάσταση θα μπορούσε να είχε νικήσει και να αλλάξει την πορεία των γεγονότων στην Πορτογαλία, την Ισπανία και στην Ευρώπη ολόκληρη. Όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ, στο όνομα του «αντιφασιστικού» αγώνα, ακολούθησε και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας την ίδια εγκληματική πολιτική της ουράς των αστών πολιτικών και οδήγησε το εργατικό κίνημα στην ήττα και το ΚΚΕ στην διάσπαση του 1968. Η αστική τάξη – που είδε ξανά «το χάρο με τα μάτια της» – κατόρθωσε συσπειρωμένη (Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, Καραμανλής-Μαύρος) να συνέλθει και να ανασυνταχθεί. Ήταν όμως αδύνατη για να γυρίσει αποφασιστικά το ρολόι της ιστορίας προς τα πίσω.

Η δύναμη του εργατικού κινήματος, η αδυναμία της αστικής τάξης, η βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και η έλλειψη ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος είναι οι κύριοι παράγοντες που συνέθεσαν μια παρατεταμένη προεπαναστατική περίοδο, στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα από το 1974 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Η νίκη της ΝΔ με 54% το 1974 απέδειξε ότι δεν υπάρχει τίποτα το αυτόματο στη διαμόρφωση της συνείδησης της εργατικής τάξης. Αντίθετα, η συνείδηση διαμορφώνεται με ένα εξαιρετικά αντιφατικό και διαλεκτικό τρόπο. Διαφορετικά στρώματα της εργατικής τάξης φτάνουν στα σωστά συμπεράσματα, σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές. Αν ένας επαναστατικός παράγοντας δεν υπάρχει, μια επαναστατική κατάσταση μπορεί να περάσει σε μια κατάσταση αδράνειας και σύγχυσης, μέχρι που οι μάζες, μέσα από τις εμπειρίες τους και ιδιαίτερα τα νέα στρώματα της εργατικής τάξης, να ξανακινηθούν προς τα αριστερά.

Μη βλέποντας οι εργάτες μια αποφασιστική εναλλακτική λύση από τις ηγεσίες της Αριστεράς, διάλεξαν τον πιο εύκολο δρόμο που θα εξασφάλιζε τη «δημοκρατία», δηλαδή τον Καραμανλή, απέναντι στην «επιστροφή των τανκς».

Ωστόσο, τα εκλογικά αποτελέσματα είναι πάντα μια παραμορφωμένη αντανάκλαση των διεργασιών που συντελούνται στην κοινωνία. Η αστική τάξη, παρά τη νίκη της στις εκλογές, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο Καραμανλής – η επιλογή των ΗΠΑ – απέσυρε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, έκλεισε στη φυλακή τους ηγέτες της δικτατορίας και νομιμοποίησε το ΚΚΕ. Την ίδια ώρα, για να διασφαλίσει μακροπρόθεσμα την κυριαρχία του, ψήφισε το αντιδραστικό Σύνταγμα του 1975.

Όμως, το πιο αποφασιστικό γεγονός, που σημάδεψε τη νέα επαναστατική κίνηση του ελληνικού εργατικού κινήματος, ήταν η γέννηση και η δημιουργία του ΠΑΣΟΚ και η είσοδος – για πρώτη φορά μετά το 1934 – στην ημερήσια διάταξη της ιστορίας, του ζητήματος του σοσιαλισμού.

Η γέννηση και η δημιουργία του ΠΑΣΟΚ ήταν το αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της κίνησης των μαζών προς τα αριστερά, μετά  την κατάρρευση της δικτατορίας. Το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν και δεν είναι «ένα δημιούργημα του Α. Παπανδρέου». Όπως δεν ήταν ποτέ ο ρόλος του Α. Παπανδρέου που καθόρισε την εξέλιξη της ταξικής πάλης και την πορεία του κόμματος. Ήταν το σκληρό χτύπημα της δικτατορίας, οι εκρηκτικές δυνάμεις που σιγά-σιγά συσσωρεύτηκαν στα θεμέλια της κοινωνίας και η διάθεση της εργατικής τάξης και της νεολαίας για μια ριζική αλλαγή στη ζωή τους, που μετακίνησαν τον Α. Παπανδρέου από τον χώρο του αστικού ριζοσπαστισμού και τον έφεραν στον χώρο του κεντρισμού, επικεφαλής ενός μαζικού αριστερού εργατικού κόμματος.

Δεν πρέπει καθόλου να ξεχνάμε ότι η δημιουργία του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν μεμονωμένο φαινόμενο, όπως θέλει να πιστεύει η ηγεσία του Κινήματος. Αντίθετα, συνοδεύτηκε σε ανάλογες συνθήκες από τη δημιουργία και τη μαζική ανάπτυξη μιας σειράς νέων σοσιαλιστικών κομμάτων (Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Κύπρος κ.ά.).

Οι γενεσιουργές αιτίες αυτού του σημαδιακού ιστορικού φαινομένου που πήρε και το όνομα «Ευρωσοσιαλισμός», δεν ήταν οι πρωτοβουλίες ή οι διαθέσεις κάποιων ηγετών, αλλά η ριζοσπαστικοποίηση των εργαζομένων και της νεολαίας, σαν αποτέλεσμα της παγκόσμιας κρίσης του 1974-75 και η αδυναμία των παραδοσιακών Κομμουνιστικών Κομμάτων να δώσουν έκφραση σε αυτή την ξαφνική στροφή της κοινωνίας προς τα αριστερά. Η εγκληματική πολιτική και οι ήττες που οδήγησαν το ΚΚΕ στη διάσπαση, η στενή σύνδεση του ΚΚΕ με την πρώην ΕΣΣΔ, η δεξιά ρεφορμιστική πολιτική του ΚΚΕ (εσωτ.), που έφτασε να προτείνει «αντιδικτατορική» ενότητα με τον Καραμανλή και η γραφειοκρατική λειτουργία τους δεν τους επέτρεπαν να συγκινήσουν τους νέους πρωτοπόρους εργάτες, τη νεολαία και τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού.

Τα νέα αυτά σοσιαλιστικά κόμματα, παρά τις ιδιορρυθμίες τους, ακολούθησαν ένα γενικά παρόμοιο ρυθμό ανάπτυξης και πορείας, με αποτέλεσμα λίγα μόλις χρόνια μετά τη  δημιουργία τους, τέσσερα από τα πέντε κόμματα να γίνουν κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ, PSOE στην Ισπανία, Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Πορτογαλίας).

Η νίκη της ΝΔ στις εκλογές του 1974 συνοδεύτηκε από το ξεκίνημα μιας τεράστιας εφόδου του εργατικού κινήματος, της αγροτιάς και της νεολαίας, για να πάρουν πίσω αυτά που έχασαν στα 7 χρόνια της δικτατορίας. Ένα μεγάλο απεργιακό κύμα σάρωσε την χώρα. Οι απεργοί, από 352.000 το 1975, έφτασαν τους 1.289.000 το 1976. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν οι απεργίες διαρκείας (πάνω από 1 μήνα), με πιο σημαντική την πολιτική πανελλαδική απεργία του Μάη, ενάντια στον «Νόμο 330». Οι οργανώσεις των εργατών και οι κατακτήσεις τους δε χαρίστηκαν από κανέναν, χτίστηκαν μέσα από σκληρούς αγώνες και μάχες.

Αυτό το προχώρημα του εργατικού κινήματος αντανακλάστηκε σε οργανωτικό επίπεδο με τη δημιουργία των εργοστασιακών σωματείων – «τη σιδερένια γροθιά του εργατικού κινήματος». Τα γεγονότα της «ΑΜΙΑΝΤΙΤ», της «ΚΕΡΑΦΙΝΑ», της «ΘΕΣΣΑΛΙΚΗΣ» και η δημιουργία των Συντονιστικών Επιτροπών κατά κλάδο, πόλη και περιφέρεια – μια εμβρυακή μορφή σοβιέτ – επιβεβαίωσαν την προεπαναστατική περίοδο και τη δύναμη του εργατικού κινήματος.

Όλη αυτή την περίοδο, οι ηγεσίες της Αριστεράς αρνούνταν να συντονίσουν και να ενώσουν τους αγώνες του εργατικού κινήματος πανελλαδικά και κρύβονταν πίσω από το πρόσχημα ότι τη ΓΣΕΕ και τα βασικά Εργατικά Κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά) τα έλεγχε η Δεξιά. Όμως, παρά τη διάσπαση, τον κατακερματισμό και την αδυναμία της ηγεσίας του, το εργατικό κίνημα συνέχισε την επίθεση του με μια αντοχή και διάρκεια, που όμοιά της σπάνια συναντάμε στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.

Σε αποφασιστικούς αγώνες κινήθηκε και η αγροτιά, που αυθόρμητα από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της χώρας προχώρησε στη δημιουργία προλεταριακών μορφών οργάνωσης – των «Αγροτικών Συλλόγων» – παραμερίζοντας ελεγχόμενους από τη Δεξιά και τις Τράπεζες Συνεταιρισμούς.

Τρία χρόνια μετά, το 1977, η «πανίσχυρη» κυβέρνηση του 54%, φοβούμενη ότι θα έχανε τον έλεγχο, κατέφυγε σε πρόωρες εκλογές, συγκέντρωσε μόνο το 42% των ψήφων και ξαναβγήκε χάρις στο εκλογικό σύστημα. Την ίδια ώρα, το ΠΑΣΟΚ διπλασίαζε τις δυνάμεις του, φτάνοντας στο 25%. Παράλληλα, η κοινωνική πόλωση, που βάθαινε, εξαφάνισε ουσιαστικά τα κόμματα του Κέντρου, μιας και τα μικροαστικά στρώματα άρχισαν να κινούνται προς τα αριστερά.

Η κυβέρνηση του 42% κατόρθωσε να εξαντλήσει τη τετραετία και να χτυπήσει σκληρά το εργατικό κίνημα εξαιτίας της πολιτικής του «ήπιου κλίματος», το οποίο επέβαλε η ηγεσία των κομμάτων της Αριστεράς. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η δημιουργία και η διάλυση των ΣΑΔΕΟ τον Σεπτέμβρη του 1979, μπρος στο φόβο της επιτυχίας που είχε η συγκέντρωση που κάλεσαν και τα καθήκοντα της συντονισμένης μάχης ενάντια στη Δεξιά που τέθηκαν σε αυτή.

Όταν η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε να περάσει σκληρά στην επίθεση, το εργατικό κίνημα διπλασίασε τη μαχητικότητά, του φτάνοντας τους απεργούς σε 3.000.000! Παρά τα ΜΑΤ, τα δικαστήρια, τους 15.000 απολυμένους συνδικαλιστές, τους εκατοντάδες τραυματίες, η εργατική τάξη συνέχισε να δίνει σκληρές μάχες. Στην επέτειο για τα 10 χρόνια (;;;) της «Δημοκρατίας», η Αθήνα έζησε μια κατάσταση μισοεξέγερσης, όταν πάνω από 80.000  νεολαίοι και εργάτες έδιναν μάχες όλη μέρα στα οδοφράγματα, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο δακρυγόνα, αλλά και σφαίρες. Χρειάζεται να μνημονεύσουμε επίσης τις τρομερές μάχες των οικοδόμων και την κατάσταση πολιορκίας στο «ΜΑΔΕΜ-ΛΑΚΟ» με τους εργάτες με τους δυναμίτες μέσα στις στοές.

Τα σκληρά χτυπήματα της ΝΔ ενάντια στους εργάτες δεν έσωσαν την Δεξιά, γιατί οι ήττες λειτούργησαν σαν μαστίγιο που ριζοσπαστικοποίησε και πολιτικοποίησε ακόμα περισσότερο τις μάζες. Έτσι, την «επιτυχία» της να παρατείνει τη ζωή της, την πλήρωσε με τη σκληρή ήττα το 1981. Ήταν τα 15 εκ. απεργών από το 1974 μέχρι το 1981 (η εργατική τάξη αριθμούσε μόνο 1,5 εκ.), που επέβαλαν την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και αποκάλυψαν τη δύναμη του κινήματος σαν τον πιο αποφασιστικό παράγοντα στις εξελίξεις.

Η προεπαναστατική κατάσταση στη χώρα μας εξελίχθηκε στη βάση της βαθιάς κρίσης του ήδη αδύναμου και εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού. Βασικό στοιχείο της κρίσης ήταν η απειλητική τάση αποβιομηχανοποίησης της οικονομίας, που ξεκίνησε το 1974. Οι επενδύσεις στη βιομηχανία το 1983 (σε σταθερές τιμές) ήταν μόνο 12 δισ. δραχμές, χαμηλότερες και από το 1972 (13 δισ.). Οι Έλληνες βιομήχανοι δεν έκαναν – ούτε και τώρα κάνουν – νέες επενδύσεις. Προτιμούν να παίζουν τα κέρδη τους στα χρηματιστήρια ή να τα διασφαλίζουν στις Τράπεζες της Ελβετίας, παρά να επενδύσουν στα εργοστάσιά τους στην Ελλάδα. Έκφραση αυτής της κατάστασης τη δεκαετία του ’80 ήταν το φαινόμενο της μαζικής χρεοκοπίας και το κλείσιμο εκατοντάδων βιομηχανικών επιχειρήσεων (προβληματικές), οι οποίες χρωστούσαν στις κρατικές τράπεζες πάνω από 300 δισ. δραχμές.

Η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 και η γρήγορη κατάργηση των δασμών άνοιξαν το δρόμο στα προϊόντα της ΕΟΚ, με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί η χρεοκοπία της ελληνικής βιομηχανίας, η οποία δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τα ευρωπαϊκά προϊόντα.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση σηματοδότησε μια νέα ιστορική περίοδο. Σε αυτή την Ελλάδα που γνωρίσαμε στις προηγούμενες σελίδες, δηλαδή, της «βίας και νοθείας», των συνεχών επεμβάσεων του κράτους, το εργατικό κίνημα ανέβασε στην κυβέρνηση ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα, έστω ρεφορμιστικό. Οι ρεφορμιστές δεν κουράζονται να «αποδεικνύουν» την ανωριμότητα των συνθηκών και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης. Με έναν συνειδητό τρόπο προσπαθούν να κάνουν την εργατική τάξη να μην καταλάβει τη δύναμή της. Η νίκη, όμως, του ΠΑΣΟΚ άνοιξε το δρόμο για το εργατικό κίνημα, παρά και ενάντια στη θέληση της ηγεσίας του.

Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, η Αριστερά παίρνει 60%. Ένα ποσοστό ρεκόρ και για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Για πρώτη φορά μετά από 64 χρόνια όλα τα Εργατικά Κέντρα της χώρας είναι στα χέρια της Αριστεράς. Οι Ομοσπονδίες, τα Εργοστασιακά Σωματεία, οι Δήμοι, ακόμα και οι Κοινότητες είναι στα χέρια της Αριστεράς στην συντριπτική τους πλειοψηφία.

Το ποσοστό οργάνωσης του εργατικού κινήματος έφτασε σε ποσοστό ρεκόρ στη μέχρι τότε ιστορία του (600.000 εργαζόμενοι οργανωμένοι). Είναι αξιοσημείωτο ότι στις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις – που ελέγχουν όλη την οικονομική ζωή της χώρας – το ποσοστό οργάνωσης στα εργοστασιακά Σωματεία έφτασε στο 90-100% και μάλιστα κάτω από τον έλεγχο της Αριστεράς. Για τους ηγέτες της Αριστεράς, τους διανοούμενους και τους τεχνοκράτες, όλα αυτά ήταν μόνο αριθμοί. Δεν κατάλαβαν την τεράστια επαναστατική δύναμη που κρύβεται πίσω από τα νούμερα της οργάνωσης και τους αριθμούς των απεργών, την τεράστια εκπαιδευτική και επαναστατική σημασία μιας απεργίας και το ρόλο που αυτή παίζει στο να αισθανθούν οι εργάτες σαν τάξη. Η συμμετοχή στην απεργία, η ένταση, η σύγκρουση με τον εργοδότη και με το κράτος, οι κίνδυνοι και οι φρουρές σφίγγουν τους δεσμούς της τάξης, αναπτύσσουν την συνείδησή της, την σκληραίνουν και την εκπαιδεύουν.

«Κάθε απεργία ξυπνάει στους εργάτες την ανάγκη του σοσιαλισμού», έγραφε ο Λένιν το 1889. Οι μικρές απεργίες προετοιμάζουν τις μεγάλες απεργίες. Και η κίνηση των νέων, φρέσκων στρωμάτων της εργατικής τάξης είναι ο προάγγελος της κίνησης των βαριών μεραρχιών του προλεταριάτου. Και μέσα σε αυτές τις μάχες, η τάξη δοκιμάζει τους παλιούς ηγέτες της και το κυριότερο εκπαιδεύει και ατσαλώνει νέους. Αυτό το στρώμα  των νέων εργατών, αυτοί οι νέοι εργάτες που έδωσαν το παρόν σε όλες τις μάχες χωρίς να μιλάνε πολλές φορές, αυτές οι νέες εργάτριες που έδωσαν την ψυχή τους και αίμα τους είναι το αλάτι της γης. Είναι το υλικό που πάνω θα μπορούσαν να ξαναζωντανέψουν και να χτιστούν οι πιο επαναστατικές παραδόσεις του ελληνικού εργατικού κινήματος και οι ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού.

Τα συνθήματα που υιοθέτησε το εργατικό κίνημα αυτή την περίοδο ήταν τα πιο προχωρημένα στην ιστορία του: «Κοινωνικοποίηση», «Αυτοδιαχείριση», «Εθνικοποίηση», «Εργατικός Έλεγχος». Το εργατικό κίνημα ήταν ώριμο και παντοδύναμο. Η ηγεσία του όμως ήταν ξανά ανώριμη.

Μια ακόμα ένδειξη των τεράστιων ευκαιριών αυτής της περιόδου για τη δημιουργία ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος ήταν το γεγονός ότι το εργατικό κίνημα υιοθέτησε αυτά τα συνθήματα, παρά και ενάντια στην θέληση της ηγεσίας του. Κάτι που έδειξε την αναζήτηση μιας άλλης εναλλακτικής πολιτικής λύσης, μιας άλλης ηγεσίας. Παρά την «ανάπαυλα» που ακολούθησε την νίκη του ΠΑΣΟΚ, το εργατικό κίνημα δεν σταμάτησε. Το βάθεμα της κρίσης και η χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού το έσπρωξαν ξανά στον αγώνα, για να κάνει πράξη τις υποσχέσεις που του έδωσαν.

Η εξέλιξη των απεργιών έδειξε με έναν ανάγλυφο τρόπο την κίνηση της συνείδησης του εργατικού κινήματος. Χρειάζεται να μάθουμε να τη διαβάζουμε. Το έτος 1981, ο αριθμός των απεργών πέφτει από τα 3.000.000 περίπου στα 1.300.000. Το κίνημα άφησε τις απεργίες στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις, για να δώσει την μάχη σε πολιτικό επίπεδο. Συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στο συγκεκριμένο στόχο, με την αυταπάτη ότι με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ θα εξασφάλιζε τη λύση των προβλημάτων του. Το κίνημα έδωσε περιθώρια ανοχής στη νέα κυβέρνηση. Το 1982 ο αριθμός των απεργών έπεσε στους 825.000 (ο μικρότερος αριθμός στα τελευταία 7 χρόνια), για να ανέβει, όμως, ξανά τον επόμενο χρόνο στους 1.687.000 και να φτάσει μόνο το Α΄ τετράμηνο του 1984 στους 1.623.000, καταφέρνοντας να σπάσει την εισοδηματική πολιτική που υπέγραψε η ΓΣΕΕ.

Το εργατικό κίνημα μέσα στη βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού ανακάλυπτε τα αδιέξοδα της πολιτικής της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και απέρριπτε τις ανέλπιστες ρεφορμιστικές προσδοκίες των ηγετών του, προσπαθώντας να πάρει στα χέρια την λύση των προβλημάτων του.

Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ από την αρχή της εξουσίας του παρέπαιε πότε εδώ, πότε εκεί, σαν φελλός στα κύματα, από αδιέξοδο σε αδιέξοδο, ανίκανη να δώσει λύση είτε στα προβλήματα των αστών, είτε στα προβλήματα της εργατικής τάξης.

Κορυφαίο παράδειγμα του αντεπαναστατικού ρόλου των ρεφορμιστών και σταλινικών ηγετών ήταν η αισχρή συμφωνία που έσπευσε να υπογράψει η ΓΣΕΕ το 1984 και ο ρόλος φρένου που έπαιξαν, για να γλιτώσουν τους αστούς από την επέλαση του εργατικού κινήματος.

Το ΠΑΣΟΚ στις προγραμματικές του δηλώσεις υποσχέθηκε ότι δε θα κάνει κοινωνικοποιήσεις, αναγκάστηκε, όμως, κάτω από την πίεση των εργατών και τη χρεοκοπία της βιομηχανίας, να προχωρήσει σε τέτοια μέτρα, ώστε ο δημόσιος τομέας το 1984 να αποτελεί το 47% των παγίων της βιομηχανίας από το 6% που είχε το 1981!

Όπως ο ενθουσιασμός για τη δημιουργία του ΠΑΣΟΚ και την αριστερή πολιτική της ηγεσίας του την πρώτη περίοδο (1974-75) είχε δημιουργήσει τεράστιες αυταπάτες για το ρόλο του κόμματος, έτσι και την περίοδο 1981-85 η γρήγορη δεξιά στροφή της κυβέρνησης άρχισε να δημιουργεί σοβαρή απογοήτευση και σύγχυση  για τον χαρακτήρα και την προοπτική του. Δε θα πρέπει να ξεχάσουμε καθόλου ότι η περίοδος των σκληρών εσωκομματικών συγκρούσεων του 1976 και της ήττας της Αριστεράς μέσα στο κόμμα, οδήγησε και τότε πολλούς αριστερούς αγωνιστές της βάσης να βγάλουν εμπειρικά το συμπέρασμα ότι το ΠΑΣΟΚ ξέφυγε πια από τη σοσιαλιστική πορεία του και έγινε μικροαστικό ή ακόμα και αστικό κόμμα, που θα διαλυόταν. Με αποτέλεσμα χιλιάδες μέλη να αποχωρήσουν ή όσοι διαγράφτηκαν, να διακόψουν κάθε σχέση με το Κίνημα.

Η Τάση μας ήταν η μόνη μέσα στο ΠΑΣΟΚ που κατόρθωσε ειδικά την δύσκολη εκείνη περίοδο να διατηρήσει τον προσανατολισμό της προς το Κίνημα και να προβλέψει από τότε την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Και αυτό χάρις στην κατανόηση των προοπτικών της εξέλιξης της ταξικής πάλης στη χώρα και παγκόσμια, την κατανόηση της αριστεροποίησης της κοινωνίας και τη γνώση του κεντριστικού χαρακτήρα που είχε το ΠΑΣΟΚ από τη δημιουργία του.

Το ΠΑΣΟΚ από τη δημιουργία του προσέλκυσε στις γραμμές του ποικίλα στοιχεία και στρώματα, που το καθένα μετέφραζε τις γενικές αρχές της «Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη», όπως αυτό ήθελε. Έτσι, λοιπόν, προσχώρησαν στο ΠΑΣΟΚ μικροαστοί καριερίστες και αστοί φιλελεύθεροι, πολιτικοί της «Ενωσης Κέντρου», εργάτες, αγρότες, νεολαίοι και αριστεροί αγωνιστές που είδαν στο ΠΑΣΟΚ, μέσα από την αυτοοργάνωση, τη δυνατότητα να διαμορφώσουν ένα πραγματικό σοσιαλιστικό και μαρξιστικό κόμμα. Αυτός είναι και ο λόγος που η εσωκομματική πάλη στο ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε αμέσως με τη δημιουργία του.

Την πρώτη περίοδο της  ίδρυσής του, που οι μάζες μετά την πτώση της δικτατορίας κινήθηκαν πολύ γρήγορα προς τα αριστερά, για να ριζώσει και να αναπτυχθεί το ΠΑΣΟΚ ως ένα νέο κόμμα, χρειαζόταν να εκφραστεί αριστερά και μάλιστα αριστερότερα από το παραδοσιακό ΚΚΕ, γιατί αλλιώς δε θα είχε λόγο ύπαρξης. Ήταν λοιπόν μέσα σε αυτές τις συνθήκες που ο Α. Παπανδρέου σπρώχτηκε να εκφράσει τη ριζοσπαστική διάθεση των εργαζομένων για ριζική αλλαγή στη ζωή τους, καθώς και την πάλη της αριστερής βάσης μέσα στο κόμμα ενάντια στον αστικό παλαιοκομματισμό. Μάλιστα, η αριστερή αυτή πορεία του κόμματος και της ηγεσίας, έφθασε γρήγορα να αναδείξει το ΠΑΣΟΚ την περίοδο αυτή, σαν το πιο αριστερό σοσιαλιστικό κόμμα της Ευρώπης.

Ωστόσο, η αναγνώριση του μαρξισμού και η υιοθέτηση μιας σειράς αριστερών θέσεων και εκτιμήσεων στα εθνικά ζητήματα, την οικονομία και το κράτος δε σήμαινε βέβαια ότι η ηγεσία του Κινήματος και το κόμμα έγιναν, από τη μια στιγμή στην άλλη, επαναστάτες και μαρξιστές. Γιατί οι θέσεις αυτές δεν ήταν αποτέλεσμα της κατανόησης της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και του μαρξισμού, όπως εκφράστηκε επιστημονικά από τους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Τρότσκι, αλλά μια εμπειρική και εκλεκτική επιλογή ορισμένων μαρξιστικών θέσεων, σε συνδυασμό με μια σειρά ρεφορμιστικές θεωρίες (όπως της «μητρόπολης και περιφέρειας», του «ειρηνικού περάσματος» και των «μη προνομιούχων»). Έτσι, το ΠΑΣΟΚ από την ίδρυσή του σχηματίστηκε και αναπτύχθηκε σαν ένα κεντριστικό κόμμα.

Ο κεντρισμός είναι μια εργατική ιδεολογία (όπως και ο ρεφορμισμός) που αντανακλά την κίνηση της εργατικής τάξης από το ρεφορμισμό προς το μαρξισμό και αντίστροφα. Εκφράζει με μια επαναστατική φρασεολογία τα επαναστατικά συμπεράσματα που βγάζει η εργατική τάξη εμπειρικά μέσα από την πάλη της. Την ίδια ώρα όμως προσαρμόζεται στις κοινοβουλευτικές και ρεφορμιστικές αυταπάτες των εργαζομένων και με ένα μικροαστικό τρόπο προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα ταξικά συμφέροντα. Αυτό φαίνεται κύρια στο ρεφορμιστικό τρόπο αντιμετώπισης του καίριου ζητήματος, δηλαδή της κατάκτησης της εξουσίας (κοινοβουλευτική αλλαγή, ειρηνικό πέρασμα), καθώς και στη βαθιά υποτίμηση του αποφασιστικού και πρωτοπόρου ρόλου της εργατικής τάξης.

Ο κεντριστής ηγέτης μπορεί εύκολα να λέει μεγάλα και επαναστατικά λόγια όσο βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Όσο όμως το εργατικό κίνημα τον σπρώχνει προς την κυβέρνηση είναι υποχρεωμένος πια να κινηθεί είτε προς την κατάληψη της εξουσίας και σπάσιμο με τον καπιταλισμό, είτε να γυρίσει πίσω και να γίνει υπηρέτης του καπιταλισμού. Όταν λοιπόν το ΠΑΣΟΚ άρχισε να εδραιώνεται στη συνείδηση των εργαζομένων, να αναπτύσσεται γρήγορα και να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, τότε η επαναστατική φρασεολογία της ηγεσίας άρχισε σιγά-σιγά να μετατρέπεται σε «ρεαλισμό».

Η διαγραφή της Αριστεράς το 1976 και η επικράτηση στην ηγεσία της συμμαχίας των παλαιοκομματικών, σοσιαλδημοκρατών  και παπανδρεϊκών άνοιξε πια το δρόμο για την πιο γρήγορη κίνηση της πολιτικής του Κινήματος από τον αριστερό κεντρισμό της πρώτης περιόδου στο δεξιό κεντρισμό την περίοδο 1976-77, στον αριστερό ρεφορμισμό της περιόδου 1978-82 και τελικά στο δεξιό ρεφορμισμό, τη λιτότητα και τις αντιμεταρρυθμίσεις.

Ο ρεφορμισμός, όμως, που προσπαθεί να «εκσυγχρονίσει» και να «νοικοκυρέψει» τον καπιταλισμό σε μια περίοδο κρίσης, είναι γρήγορα αναγκασμένος από την ίδια τη λογική του συστήματος να προσπαθήσει να περάσει σε αντιμεταρρυθμίσεις και λιτότητα σε βάρος της εργατικής τάξης. Είναι υποχρεωμένος να έρθει σε σύγκρουση με τους εργαζόμενους και να φθάσει μέχρι την ανοιχτή προδοσία των συμφερόντων τους (σοσιαλδημοκρατία–σταλινισμός).

Ωστόσο, ο ταξικοί και πολιτικοί χαρακτηρισμοί πάντα είχαν μια ιδιαίτερη σημασία για τους μαρξιστές. Ο ρεφορμισμός, όπως ο κεντρισμός, ο σταλινισμός και οι διάφορες αποχρώσεις του είναι ιδεολογίες του εργατικού κινήματος που αντανακλούν την επιρροή των αστικών ιδεών του καπιταλιστικού συστήματος και τα συμφέροντα προνομιούχων στρωμάτων των εργαζομένων ή μικροαστικών στρωμάτων. Βασιζόμενοι σ’ αυτή την ανάλυση, λοιπόν, δεν μπορούμε να πούμε ότι το ΠΑΣΟΚ και ο Α. Παπανδρέου, όταν μιλούσε με επαναστατικά λόγια, «κορόιδευε». Ήταν η βαθιά κρίση του καπιταλισμού, η όξυνση της ταξικής πάλης και ο χαρακτήρας του κόμματος και της ηγεσίας του, που τον οδήγησε να ακολουθήσει αυτή την αντιφατική πορεία, δηλαδή από τον κεντρισμό στο ρεφορμισμό και τις αντιμεταρρυθμίσεις. Η θεωρία αυτή επιβεβαιώνεται και από την ανάλογη πορεία των άλλων σοσιαλιστικών ηγετών και κομμάτων στην Ευρώπη, που πήραν την εξουσία.

Όμως, η ιστορία του ΠΑΣΟΚ δεν τελειώνει εδώ, όπως δεν τελειώνει και η ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Νέες αλλαγές, νέες αναταράξεις προς τα δεξιά και τα αριστερά βρίσκονται μπροστά μας, στη βάση της καταλυτικής επίδρασης της παγκόσμιας ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού πάνω στον αδύναμο ελληνικό καπιταλισμό.

Η ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού δείχνει ότι είναι οργανικά ανίκανος να αναπτύξει αποφασιστικά τις παραγωγικές δυνάμεις και να λύσει τα βασικά προβλήματα της κοινωνίας. Κι η ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, αντίστοιχα, φανερώνει διαχρονικά τον ηρωικό και μαχητικό του χαρακτήρα, που είναι καταδικασμένο να τον αποδεικνύει ξανά και ξανά. Χρέος μας είναι, αφομοιώνοντας τα διδάγματα που βγαίνουν από την πλούσια σε θυσίες αλλά και προδοσίες ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, να αγωνιστούμε μέσα στις μαζικές οργανώσεις και τα κόμματά του, για τη δημιουργία μιας μαρξιστικής ηγεσίας, ικανής να οδηγήσει τον αγώνα του μέχρι την τελική νίκη και το χτίσιμο μιας πραγματικά σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα