Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΕλληνοτουρκική σύγκρουση: Η πιθανότητα πολέμου και η επείγουσα ανάγκη για αντιπολεμικές πρωτοβουλίες

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ελληνοτουρκική σύγκρουση: Η πιθανότητα πολέμου και η επείγουσα ανάγκη για αντιπολεμικές πρωτοβουλίες

Η αντιδραστική σύγκρουση ελληνικής και τουρκικής άρχουσας τάξης και τα επείγοντα αντιπολεμικά καθήκοντα του εργατικού κινήματος και των κομμουνιστών.

Οι έρευνες του σεισμικού ερευνητικού πλοίου Ορούτς Ρέις έχουν πυροδοτήσει την σοβαρότερη κρίση των τελευταίων χρόνων στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Η διαρκής κλιμάκωση της έντασης φέρνει την απειλή ενός σοβαρού θερμού επεισοδίου όλο και πιο κοντά όπως έδειξε η κινητοποίηση των στόλων των δύο χωρών, η σύγκρουση ανάμεσα σε μία ελληνική για τουρκική φρεγάτα, αλλά και φερόμενη επιδίωξη του Ερντογάν για ένα θερμό επεισόδιο σύμφωνα με ρεπορτάζ σε γερμανικό περιοδικό.

Όπως είχαμε εξηγήσει σε παλιότερο άρθρο μας ένας από τους βασικούς λόγους για την όξυνση των αντιπαραθέσεων στην ευρύτερη περιοχή είναι ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο των μεγάλων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Νοτιοανατολική (ΝΑ) Μεσόγειο και η έναρξη εξορύξεων από μεγάλες πολυεθνικές.

Η ελληνική και η τουρκική αστική τάξη, καθώς και τα άλλα κράτη της περιοχής, ανταγωνίζονται για την χάραξη Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) για να διεκδικήσουν μερίδιο από την εκμετάλλευση αυτών των πόρων. Το μέγεθος των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της περιοχής έχει υπολογιστεί από τη Γεωλογική Υπηρεσία των ΗΠΑ το 2010 στα 1,7 εκατ. βαρέλια πετρελαίου και περίπου 227 τρισ. κυβικά πόδια φυσικού αερίου. Υπολογίζεται ότι μόνο τα κοιτάσματα φυσικού αερίου έχουν αξία μεγαλύτερη των 700 δισ. δολαρίων.

Επίσης, σημαντικό ρόλο στην παρούσα σύγκρουση παίζει η σχετική αποδυνάμωση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και η στροφή της προσοχής του από τη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο στον Ειρηνικό και στον κύριο αντίπαλου του, την Κίνα. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν παίζουν πλέον το ρόλο χωροφύλακα, με τον τρόπο που το έκαναν στο παρελθόν, αφήνει ανοιχτό το πεδίο για την όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα σε περιφερειακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όπως είδαμε να γίνεται στη Μέση Ανατολή, στη Λιβύη κλπ.

Το μοίρασμα της πίτας των κερδών από τους υδρογονάνθρακες θα καθοριστεί σε τελική ανάλυση από το συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή. Αυτός είναι ένα άλλος βασικός λόγος για την παρούσα κρίση, καθώς η Τουρκία, η οποία τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει γνωρίσει μία γρήγορη οικονομική ανάπτυξη (κάτι που έχει εκφραστεί σε μία ποιοτική και ποσοτική ισχυροποίηση του στρατού και του ναυτικού της) επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική της δύναμη για να διεκδικήσει μία μερίδα του λέοντος από τους υδρογονάνθρακες της ΝΑ Μεσογείου.

Ένας ακόμη βασικός παράγοντας για την παρούσα αντιπαράθεση είναι φυσικά το βάθεμα της κρίσης του καπιταλισμού και η ανάγκη των αστικών τάξεων όχι μόνο να αγωνιστούν πιο λυσσασμένα για την πίτα των κερδών αλλά και να εκτρέψουν την οργή των των μαζών στον «εξωτερικό εχθρό». Η «δραστήρια» εξωτερική πολιτική του καθεστώτος του Ερντογάν, με την επέμβαση σε Λιβύη, Συρία, Ιράκ κλπ πέρα από τα οφέλη που επιδιώκει να κερδίσει, αποτελεί μία προσπάθεια εκτροπής της προσοχής των μαζών από τα πιεστικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

Οι επιδιώξεις της τουρκικής αστικής τάξης

Η τουρκική αστική τάξη, πέρα από την εκμετάλλευση των υδρογονονθρακών, επιδιώκει να παίξει ένα συνολικά αναβαθμισμένο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, που θα αντανακλά την ισχυροποίηση της οικονομίας και του στρατού της τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτές οι επιδιώξεις αποκρυσταλλώνονται στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», που στοχεύει μεταξύ άλλων στο μοίρασμα των ΑΟΖ μόνο με αφετηρία τις ηπειρωτικές ακτές των δύο χωρών και όχι τα νησιά, αλλά και στην πρόθεση για τροποποίηση της Συνθήκης της Λωζάνης που καθόρισε τα σύνορα του σύγχρονου τουρκικού κράτους σε μία περίοδο που ήταν πολύ πιο αδύναμο. Σε καμία περίπτωση, η τουρκική αστική τάξη, δεν πρόκειται να αποδεχθεί διεκδικήσεις των ελλήνων αστών που περιορίζουν την τουρκική ΑΟΖ σε μία πολύ στενή λωρίδα στα παράλια της Τουρκίας.

Το καθεστώς του Ερντογάν δεν έμεινε μόνο σε συμβολικές ενέργειες. Τους τελευταίους μήνες, πέρα από τις σεισμικές έρευνες του Ορούτς Ρέις, έχει προχωρήσει σε στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη και το Ιράκ. Στη Λιβύη μάλιστα έχει καταφέρει να παραγκωνίσει, προσωρινά, τους αντιπάλους της αλλάζοντας το συσχετισμό δύναμης προς όφελος της κυβέρνησης της Τρίπολης. Ο στρατάρχης Χαφτάρ, που στηρίζεται από τη Ρωσία, την Αίγυπτο και τη Γαλλία, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Επιπρόσθετα, στις 17 Ιουνίου, ο τουρκικός στρατός επενέβη για πρώτη φορά στο Βόρειο Ιράκ, πλήττοντας θέσεις μαχητών του PKK στην ημιαυτόνομη κουρδική περιοχή.

Οι ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις της τουρκικής αστικής τάξης όμως στηρίζονται σε «πήλινα πόδια». Η τουρκική οικονομία βυθίζεται στην ύφεση, σημειώνονταν μείωση 10% του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2020, ενώ οι εκτιμήσεις μιλούν για συρρίκνωση 5 % του ΑΕΠ για το 2020. Επίσης τα συναλλαγματικά αποθέματα του τουρκικού κράτους εξαντλούνται και η τουρκική λίρα έχει χάσει 20% της αξίας της από τις αρχές του έτους.

Όπως εξηγήσαμε, οι λεονταρισμοί του καθεστώτος του Ερντογάν στο εξωτερικό αποτελούν μία προσπάθεια εκτροπής της προσοχής των μαζών από τα προβλήματα στο εσωτερικό. Η ανεργία ξεπερνά το 12,9% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία και η αύξηση του πληθωρισμού ροκανίζει το λαϊκό εισόδημα. Το καθεστώς του Ερντογάν χάνει την υποστήριξη που απολάμβανε παλαιότερα όπως έδειξαν οι πρόσφατες δημοτικές εκλογές, αλλά και δημοσκοπήσεις που δείχνουν το κόμμα του στα χαμηλότερα ποσοστά από το 2002.

Η συσσωρευμένη αγανάκτηση θα μπορούσε να έρθει στην επιφάνεια με ένα εκρηκτικό τρόπο, ανά πάσα στιγμή. Προσπαθώντας να αποφύγει κάτι τέτοιο, το καθεστώς Ερντογάν καλλιεργεί με ζήλο τον εθνικισμό αυξάνοντας τις πολεμικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή. Όμως αυτή η πολιτική μπορεί να καθυστερήσει μόνο το αναπόφευκτο. Οι μάζες θα έρθουν αργά η γρήγορα στο προσκήνιο και το καθεστώς του Ερντογάν θα περιέλθει σε σοβαρή κρίση

Η υποκρισία της ελληνικής αστικής τάξης

Από τη δική της πλευρά, η ελληνική αστική τάξη δεν βρίσκεται καθόλου στην πλευρά του «αμυνόμενου» απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, ούτε υπερασπίζεται, όπως ισχυρίζεται, το Διεθνές Δίκαιο έναντι της Τουρκίας που υποτίθεται το καταπατά. Όπως εξηγήσαμε σε παλαιότερο άρθρο μας και οι δύο πλευρές βασίζονται σε διαφορετικές ερμηνείες του Διεθνούς Δικαίου το οποίο, σε τελική ανάλυση, είναι αποκρυστάλλωση του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων.

Ο καθορισμός ΑΟΖ καθορίζεται από τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα κράτη και όχι από κάποιους προδιαγεγραμμένους κανόνες (η ελληνική αστική τάξη υποστηρίζει ότι η ΑΟΖ πρέπει να καθοριστεί ως το μέσο της απόστασης ανάμεσα στα ακριτικά νησιά και τα παράλια της Τουρκίας, ενώ η τουρκική αστική τάξη δεν αποδίδει ΑΟΖ στα νησιά και δέχεται ως όριο το μέσο από τις ακτές των παραλίων από την ηπειρωτική χώρα).

Η ίδια η ελληνική αστική τάξη αναγνώρισε έμπρακτα αυτό το γεγονός (δηλαδή πως η χάραξη των ΑΟΖ δεν γίνει με βάση προκαθορισμένους κανόνες, αλλά είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης) με τη χάραξη ΑΟΖ με την Ιταλία αλλά και με την Αίγυπτο (που υπογράφηκαν 9 Ιουνίου και 6 Αυγούστου αντίστοιχα). Με την Αίγυπτο δεν καθορίστηκε ΑΟΖ με βάση το μέσο της απόστασης των ελληνικών νησιών και των ακτών της Αιγύπτου αλλά με μία αναλογία που δίνει το 55% της ΑΟΖ στην σε Αίγυπτο και 45% στην Ελλάδα.

Επιπρόσθετα δεν αναγνωρίστηκε καμία ΑΟΖ στο Κουφονήσι κάτι που σύμφωνα με την ελληνική αστική τάξη θα έπρεπε να αποτελεί μία κατάφωρη παραβίαση του «Διεθνούς Δικαίου». Από την άλλη πλευρά στη συμφωνία που υπογράφηκε με την Ιταλία, στα νησιά του Ιονίου αναγνωρίστηκε περιορισμένη επήρεια στον καθορισμό της ΑΟΖ που έφτανε από το 70% μέχρι το 32%.

Η ελληνική αστική τάξη δεν υπερασπίζει τα «εθνικά δίκαια» ή την «εδαφική ακεραιότητα» αλλά μόνο τα κέρδη που ελπίζει ότι θα αποκομίσει από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Σε αυτό της το στόχο προσπαθεί να αξιοποιήσει τις αντιπαραθέσεις του τουρκικού καπιταλισμού με την ΕΕ και τις ΗΠΑ παρουσιαζόμενη ως ο πιο σταθερός και αξιόπιστος σύμμαχος του δυτικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή (όπως έδειξε με την αμυντική συμφωνία που υπέγραψε με τις ΗΠΑ).ελληνοτουρκικά

Τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι ΕΕ βέβαια δεν δείχνουν μεγάλη προθυμία να υποστηρίξουν σοβαρά τις αξιώσεις των Ελλήνων καπιταλιστών στην περιοχή. Για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό το τουρκικό κράτος αποτελεί ένα πολύ σημαντικό σύμμαχο, που σε καμία περίπτωση δεν θέλει να τον ωθήσει οριστικά στην «αγκαλιά» του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Η δήλωση Στέιτ Ντιπάρτμεντ που καλούσε να σταματήσουν οι έρευνες σε «αμφισβητούμενα νερά» νότια του Καστελόριζου (τα οποία η ελληνική αστική τάξη τα θεωρεί δικά της) αποτελούν μία επιβεβαίωση της πρόθεσης των ΗΠΑ να κρατήσουν ίσες αποστάσεις.

Η ΕΕ από την άλλη πλευρά, και ιδιαίτερα η Γερμανία δεν θέλει να έρθει σε μία μετωπική σύγκρουση με τον Ερντογάν, ο οποίος μπορεί να ανοίξει τους «ασκούς του Αιόλου» του προσφυγικού, αφήνοντας εκατοντάδες χιλιάδες κατατρεγμένους πρόσφυγες να περάσουν τα ευρωπαϊκά σύνορα. Οπότε η εναντίωση στο καθεστώς του Ερντογάν παραμένει τις περισσότερες περιπτώσεις στο επίπεδο φραστικών καταγγελιών ή επιμέρους κυρώσεων.

Μόνη εξαίρεση αποτελεί η Γαλλία που έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ των διεκδικήσεων του ελληνικού κράτους στέλνοντας στην περιοχή πολεμικά πλοία, συμμετάσχοντες σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και πωλώντας στο ελληνικό κράτος σύγχρονα οπλικά συστήματα. Ένας από τους βασικούς λόγους γι’ αυτό το έμπρακτο ενδιαφέρον του Γαλλικού ιμπεριαλισμού είναι το γεγονός πως η γαλλική πολυεθνική Total έχει συνάψει ήδη κερδοφόρα συμβόλαια για την εξόρυξη υδρογονανθρακών στην περιοχή και μία αλλαγή στις ΑΟΖ της περιοχής θα μπορούσε να τις στερήσει αυτά τα συμβόλαια σε βάρος των ανταγωνιστών της.

Η ελληνική αστική τάξη έχει παίξει επίσης ενεργό ρόλο στη σύναψη στρατιωτικών και οικονομικών συμμαχιών στην περιοχή με την πρόθεση να περιορίσουν αποφασιστικά της διεκδικήσεις και την αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας. Συγκεκριμένα, το 2019 δημιουργήθηκε το East Med Forum για την εκμετάλλευση υδρογονονθρακών στην ΝΑ Μεσόγειο και στο οποίο δεν συμπεριλήφθηκε η Τουρκία. Επιπρόσθετα έχουν ήδη συναφθεί στρατιωτικές συμφωνίες και διεξαχθεί στρατιωτικές ασκήσεις ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και την Αίγυπτο, το Ισραήλ, την Κύπρο και τη Σ. Αραβία. Η ελληνική αστική τάξη εκδήλωσε την πρόθεση της ακόμη και να στείλει στρατό στη Λιβύη και εξέφρασε την στήριξη της στον αντιδραστικό στρατάρχη Χαφτάρ.

Η πιθανότητα του πολέμου και τα καθήκοντα του εργατικού κινήματος

Όπως έχουμε εξηγήσει σε παλαιότερα άρθρα, η προοπτική ενός γενικευμένου πολέμου ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα δεν είναι η πιο πιθανή προοπτική σε αυτή τη φάση καθώς καμία από τις αστικές τάξεις των δύο χωρών δεν το επιδιώκει. Ένας πόλεμος θα ήταν οικονομικά καταστροφικός και για τις δύο χώρες αλλά και θα εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για την σταθερότητα του συστήματος. Ωστόσο, τα επικίνδυνα παιχνίδια των δύο αστικών τάξεων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρό, θερμό επεισόδιο. Αν συμβεί κάτι τέτοιο υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χάσουν τον έλεγχο της κατάστασης και να συρθούν σε μία πολεμική αναμέτρηση. Επίσης, με το βάθεμα της κρίσης των αστικών καθεστώτων στις δύο χώρες, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο, μία από τις δύο άρχουσες τάξεις να επιδιώξει να σταθεροποιήσει το καθεστώς της μέσα από μία στρατιωτική επιτυχία σε μία πολεμική αναμέτρηση. Ακόμη όμως δεν βρισκόμαστε σε αυτή τη φάση και οι αστικές τάξεις των δύο χωρών επιθυμούν να αποφύγουν το ενδεχόμενο του πολέμου.

Η ελληνική αστική τάξη, για να αποφύγει μία πολεμική αναμέτρηση, θα κάτσει αργά η γρήγορα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και θα κάνει αναπόφευκτα παραχωρήσεις από τις σημερινές της διεκδικήσεις που της παρουσιάζει ως εκπορευόμενες από το Διεθνές Δίκαιο. Η δήλωση του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ για έναρξη τεχνικών συζητήσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, παρά την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης, δεν είναι τυχαίες και υποδηλώνουν μυστικές διαπραγματεύσεις που προετοιμάζουν κάποια συμφωνία.

Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και μία συμφωνία στον τομέα των ΑΟΖ, θα μειώσει μόνο προσωρινά τις εντάσεις στην περιοχή, δεν θα τις εξαφανίσει. Το βάθεμα της κρίσης του καπιταλισμού, σημαίνει την ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε παγκόσμιο επίπεδο και περιφερειακά. Οι ανταγωνισμοί για τους ενεργειακούς πόρους, τις αγορές και τους εμπορικούς δρόμους, όπως και η αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή θα φέρνουν ξανά και ξανά στην επιφάνεια την αντιπαράθεση ανάμεσα στο ελληνικό και το τουρκικό αστικό κράτος και μαζί με αυτή τον κίνδυνο για μία μία πραγματική πολεμική αναμέτρηση. Οι αστικές τάξεις της περιοχής προετοιμάζονται γι’ αυτό με την αύξηση των δαπανών για εξοπλιστικά προγράμματα (όπως η αγορά σύγχρονων πολεμικών αεροσκαφών από τη Γαλλία) που θα ζητηθεί φυσικά να τα πληρώσουν με αιματηρές περικοπές οι εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της περιοχής.

Η εργατική τάξη και η νεολαία δεν έχουν κανέναν λόγο να στηρίξουν αυτόν τον αδυσώπητο ανταγωνισμό των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας για τους υδρογονάνθρακες. Όταν η ελληνική αστική τάξη μιλά για την «υπεράσπιση της πατρίδας» μιλά για την υπεράσπιση των κερδών της και τίποτα άλλο. Καλούν τον εργαζόμενο λαό, που πασχίζει για ειρήνη, να είναι σε ετοιμότητα για να χύσει το αίμα του για τα κέρδη που ευελπιστούν να βγάλουν από τους υδρογονάνθρακες. Δεν χρειάζεται καν να αναφέρουμε ότι τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν έχουν να ελπίζουν σε καμία βελτίωση στο βιωτικό τους επίπεδο από τις εξορύξεις. Μία ματιά σε μεγάλες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες (Ιράκ, Νιγηρία, Λιβύη) είναι αρκετή για να δείξει πως μόνο μία μικρή μειοψηφία θα επωφεληθεί απ’ αυτές.

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική αστική αστική τάξη είναι πέρα για πέρα αντιδραστικός. Πίσω από την υποκριτική υπεράσπιση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» και του «Διεθνούς Δικαίου», που μόνο στόχο έχουν την εξαπάτηση των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, κρύβεται το κυνήγι των καπιταλιστικών κερδών.

Το καθήκον των ηγεσιών του εργατικού κινήματος είναι να αποκαλύψουν αυτή την απάτη στους εργαζόμενους και να τους δείξουν τα πραγματικά αίτια του πολέμου. Δυστυχώς οι ηγεσίες του ελληνικού εργατικού κινήματος συντάσσονται πλήρως με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης στην αντιπαράθεση με την τουρκική αστική τάξη, μία στάση που ο Λένιν αποκαλούσε σοσιαλ-σωβινισμό. «Το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο του οπορτουνισμού και του σοσιαλσωβινισμού» έγραφε ο Λένιν « είναι ένα και το ίδιο: συνεργασία των τάξεων αντί πάλη των τάξεων, άρνηση των επαναστατικών μέσων πάλης, βοήθεια στην κυβέρνηση “τους”, που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αντί χρησιμοποίηση των δυσκολιών της για την επανάσταση» (Λένιν, Σοσιαλιστές και Πόλεμος, εκδόσεις Σοσιαλισμος, σελ 28). Όπως έχει γίνε ξανά στην Ιστορία, οι ηγεσίες του εργατικού κινήματος που προβάλουν το σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας», όχι μόνο θα καλέσουν την εργατική τάξη να χύσει το αίμα της για τα κέρδη των καπιταλιστών σε καιρό πολέμου αλλά θα στηρίξουν και την αστική τάξη την περίοδο προετοιμασίας για τον πόλεμο, στηρίζοντας την λιτότητα για την αγορά στρατιωτικών εξοπλισμών και επιβάλλοντας την «ταξική ειρήνη» στους χώρους δουλειάς για να είναι νικηφόρος ο πόλεμος. Θα δέσουν δηλαδή χειροπόδαρα το εργατικό κίνημα στο άρμα της αστικής τάξης.

Απέναντι στην όξυνση του εθνικισμού και τον κίνδυνο μίας μελλοντικής πολεμικής αντιπαράθεσης, το ελληνικό εργατικό κίνημα μπορεί να βρει αξιόπιστους συμμάχους μόνο στο εργατικό κίνημα της Τουρκίας και των υπόλοιπων χωρών της ΝΑ Μεσογείου. Φρένο στα πολεμικά σχέδια και τους ανταγωνισμούς μπορεί να βάλει μια γνήσια προλεταριακή διεθνιστική πολιτική, που θα περιλαμβάνει πρωτοβουλίες για συνδιασκέψεις και κοινές μορφές πάλης των μαζικών εργατικών οργανώσεων της ΝΑ Μεσογείου. Το καθήκον αυτό βαραίνει κύρια τη μεγαλύτερη δύναμη που μιλάει στο όνομα του κομμουνισμού στο εργατικό κίνημα, δηλαδή το ΚΚΕ. Για να γίνει κάτι τέτοιο όμως είναι απαραίτητο να εγκαταλειφθεί η πολιτική της «υπεράσπισης της πατρίδας» που ακολουθεί η ηγεσία και να παρθούν ευρύτερες πρωτοβουλίες για διεθνιστική δράση όπως σωστά έκανε με την κοινή ανακοίνωση με το ΚΚ Τουρκίας.

Σε τελική ανάλυση όμως, το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί μακροπρόθεσμα την ειρήνη και την ευημερία στην περιοχή είναι η νίκη του σοσιαλισμού. Όσο το γερασμένο καπιταλιστικό σύστημα συνεχίζει να υπάρχει, μία πολεμική αναμέτρηση στο μέλλον είναι όχι μόνο πιθανή αλλά και αναπόφευκτη.

Ηλίας Κυρούσης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα