Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΗ Κομμουνιστική Διεθνής του Λένιν για το Ενιαίο Μέτωπο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η Κομμουνιστική Διεθνής του Λένιν για το Ενιαίο Μέτωπο

Διαβάστε το Μανιφέστο της Κομμουνιστικής Διεθνούς της περιόδου κατά την οποία ηγούνταν ο Λένιν και ο Τρότσκι, με θέμα το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο ενάντια στην ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου. Είναι ένα εξαιρετικά επίκαιρο ντοκουμέντο, που δυστυχώς βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη σημερινή τακτική των ηγεσιών του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος και ιδιαίτερα, της ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία επικαλείται το «Λενινισμό», αλλά δυστυχώς δεν εφαρμόζει βασικές αρχές της διδασκαλίας του Λένιν.

ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ
ΤΟΥ 3ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ

Γράφτηκαν: το 1921, 1922 (4ο Συνέδριο ) και 1932 αντίστοιχα
Πηγή: «Αποφάσεις του 3ου Παγκόσμιου Συνέδριου της Κόμιντερν», Μετφρ. Γιάννης Χαραμής, Εκδόσεις «Σοσιαλισμός», «Και Τώρα;», Μτφρ. Θ.Θωμαδάκης,
Σύνταξη-Επιμέλεια: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης– Γ. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, Φλεβάρης 2006

ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΤΕ ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΜΕΤΩΠΟ!
Για μια νέα εργασία!
Για νέους αγώνες!
Στους προλετάριους, άντρες και γυναίκες, όλων των χωρών!

Το 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς τελείωσε, η μεγάλη επισκόπηση του κομμουνιστικού προλεταριάτου όλου του κόσμου τερματίστηκε. Έδειξε ότι μέσα στο χρόνο που πέρασε ο κομμουνισμός έγινε, σε μια σειρά χώρες όπου βρισκόταν στο ξεκίνημα του, ένα μεγάλο κίνημα που κεντρίζει τις μάζες και απειλεί την εξουσία του κεφαλαίου. Η Κομμουνιστική Διεθνής που, στο ιδρυτικό της Συνέδριο, δεν αντιπροσώπευε έξω από τη Ρωσία παρά μόνο μικρές ομάδες συντρόφων, η Διεθνής αυτή που στο 2ο Συνέδριό της τον περασμένο χρόνο αναζητούσε ακόμα το δρόμο της, διαθέτει σήμερα όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στη Γερμανία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Νορβηγία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία κόμματα που γύρω από τη σημαία τους συγκεντρώνονται αδιάκοπα ολοένα και μεγαλύτερες μάζες.

Το 3ο Συνέδριο απευθύνεται στους κομμουνιστές όλου του κόσμου για να τους καλέσει να ακολουθήσουν το δρόμο που έχουν πάρει και να κάνουν ό,τι μπορούν για να συγκεντρώσουν στις γραμμές της Κομμουνιστικής Διεθνούς νέα εκατομμύρια εργατών και εργατριών. Γιατί η εξουσία του κεφαλαίου δεν θα τσακιστεί παρά μόνο αν η ιδέα του κομμουνισμού γίνει η δύναμη που κεντρίζει τη μεγάλη πλειοψηφία του προλεταριάτου καθοδηγούμενου από μαζικά κομμουνιστικά κόμματα.

«Προς τις μάζες», να η πρώτη μαχητική κραυγή του 3ου Συνεδρίου προς τους κομμουνιστές όλου του κόσμου

Για νέους μεγάλους αγώνες

Οι μάζες έρχονται πλημμύρα σε μας, γιατί ο παγκόσμιος καπιταλισμός τούς δείχνει ολοένα και πιο καθαρά ότι δεν μπορεί πια να παρατείνει την ύπαρξη του παρά μόνο, καταστρέφοντας ολοένα και περισσότερο την κοινωνική κατάσταση, αυξάνοντας το χάος τη δυστυχία και την υποδούλωση των μαζών. Μπροστά στην παγκόσμια οικονομική κρίση, που ρίχνει εκατομμύρια εργάτες στο δρόμο, τα ξεφωνητά των λακέδων του καπιταλισμού σοσιαλδημοκρατών δεν βρίσκουν απήχηση· η έκκληση που η αστική τάξη απευθύνει από χρόνια στους εργάτες «Δουλεύετε, δουλεύετε αδιάκοπα», αυτή η κραυγή σταματάει, γιατί η κραυγή «δουλειά» γίνεται κραυγή μάχης της εργατικής τάξης και δεν θα ικανοποιηθεί παρά μόνο στα ερείπια του καπιταλισμού, παρά μόνο αν το προλεταριάτο πάρει στα χέρια του τα μέσα παραγωγής που δημιούργησε το ίδιο.

Ο καπιταλιστικός κόσμος βρίσκεται μπροστά στην άβυσσο νέων κινδύνων πολέμου. Οι αμερικανο-ιαπωνικοί, αγγλο-αμερικανικοί, αγγλο-γαλλικοί, γαλλο-γερμανικοί, πολωνό-γερμανικοί ανταγωνισμοί, οι ανταγωνισμοί στην Εγγύς και Άπω Ανατολή σπρώχνουν τον καπιταλισμό σε αδιάκοπους εξοπλισμούς. Θέτουν το γεμάτο αγωνία ερώτημα: «Η Ευρώπη ξαναπήρε το δρόμο του παγκόσμιου πολέμου;». Οι καπιταλισμοί δεν φοβούνται το μακελειό εκατομμυρίων ατόμων. Μετά τον πόλεμο κιόλας, με την πολιτική τους, με τον αποκλεισμό της Ρωσίας, παραδόσανε στο θάνατο από πείνα, εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις. Αυτό που φοβούνται είναι μήπως ένας καινούργιος πόλεμος σπρώξει οριστικά τις μάζες στις γραμμές του στρατού της παγκόσμιας επανάστασης, μήπως ένας καινούργιος πόλεμος οδηγήσει στην τελική εξέγερση του παγκόσμιου προλεταριάτου.

Ζητάνε λοιπόν, όπως έκαναν και προπολεμικά, να δημιουργήσουν μια χαλάρωση με ραδιουργίες και διπλωματικές κομπίνες. Χαλάρωση όμως σε ένα σημείο, σημαίνει ένταση σε άλλα. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Αγγλίας και Αμερικής στο ζήτημα του περιορισμού των ναυτικών εξοπλισμών τούς δημιουργούν αναγκαστικά κι ένα μέτωπο εναντίον της Ιαπωνίας. Η γαλλο-αγγλική προσέγγιση παραδίνει τη Γερμανία στη Γαλλία και την Τουρκία στην Αγγλία. Το αποτέλεσμα των προσπαθειών του παγκόσμιου καπιταλισμού που ζητάει να βάλει κάποια τάξη στο παγκόσμιο χάος, δεν είναι η ειρήνη, αλλά η αναταραχή που ολοένα και μεγαλώνει και η ολοένα και μεγαλύτερη υποδούλωση των ηττημένων λαών στο κεφάλαιο των νικητών.

Ο Τύπος του παγκόσμιου κεφαλαίου μιλάει τώρα για ηρεμία και χαλάρωση στην παγκόσμια πολιτική επειδή η γερμανική μπουρζουαζία υποτάσσεται στους όρους που της υπαγόρευσαν οι Σύμμαχοι και επειδή για να σώσει την εξουσία της παρέδοσε το γερμανικό λαό στα τσακάλια του Χρηματιστηρίου του Παρισιού και του Λονδίνου.
Σύγχρονα όμως ο Τύπος του Χρηματιστηρίου είναι γεμάτος με νέα για την επιδείνωση της οικονομικής καταστροφής της Γερμανίας, για τους τεράστιους φόρους που θα πέσουν όπως το χαλάζι το φθινόπωρο πάνω στις καταδικασμένες σε ανεργία μάζες, φόρους που συντελούν στην αύξηση της ακρίβειας των τροφίμων και των ειδών ιματισμού. Η Κομμουνιστική Διεθνής που για τον καθορισμό της πολιτικής της ξεκινάει από την αμερόληπτη και αντικειμενική μελέτη της παγκόσμιας κατάστασης –γιατί το προλεταριάτο δεν θα μπορέσει να νικήσει παρά μόνο αν έχει καθαρή και αντικειμενική εικόνα του πεδίου μάχης– λέει στο προλεταριάτο όλου του κόσμου: ο καπιταλισμός αποδείχτηκε ανίκανος ως σήμερα να εξασφαλίσει την τάξη στον κόσμο ακόμα και σε επίπεδο προπολεμικό. Αυτό που σήμερα επιχειρεί δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια σταθεροποίηση, σε μια καινούργια τάξη, θα παρατείνει μόνο τα βάσανα σας και τη δική του αγωνία. Η παγκόσμια επανάσταση προχωρεί. Παντού οι βάσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι κλονισμένες.

Η δεύτερη κραυγή του Παγκόσμιου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς προς τους προλετάριους όλου του κόσμου είναι τούτη: «Προχωρούμε σε μεγάλους αγώνες, εξοπλιστείτε για τις καινούργιες μάχες».

Δημιουργήστε το Ενιαίο Μέτωπο

Η παγκόσμια μπουρζουαζία είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στους εργάτες δουλειά, ψωμί, κατοικία και ρουχισμό· δείχνει όμως μεγάλες ικανότητες στην οργάνωση του πολέμου εναντίον του παγκόσμιου προλεταριάτου. Από τότε που κατανίκησε την αρχική διστακτικότητά της, από τότε που κατόρθωσε να ξεπεράσει το φόβο που της προκαλούσαν οι εργάτες που γύριζαν από τον πόλεμο, από τότε που κατάφερε να τους κάνει να ξαναγυρίσουν στα εργοστάσια, να συντρίψει τις πρώτες τους εξεγέρσεις, να ξανα-αποκαταστήσει τη συμμαχία που έκλεισε κατά τον πόλεμο με τους σοσιαλδημοκράτες και τους προδότες του σοσιαλισμού εναντίον του προλεταριάτου και έτσι να το διαιρέσει, χρησιμοποίησε πάντοτε τις δυνάμεις της για να οργανώσει τους λευκούς φρουρούς εναντίον του προλεταριάτου και για να το αφοπλίσει.

Εξοπλισμένη ως τα δόντια, η παγκόσμια μπουρζουαζία είναι έτοιμη όχι μόνον να αντιταχθεί με τα όπλα σε κάθε εξέγερση του προλεταριάτου, άλλα ακόμα και αν χρειαστεί να προκαλέσει τέτοιες πρόωρες εξεγέρσεις του προλεταριάτου, που προετοιμάζεται για τον αγώνα· θέλει έτσι να το συντρίψει πριν αυτό δημιουργήσει το ακατανίκητο ενιαίο του μέτωπο. Η Κομμουνιστική Διεθνής πρέπει να αντιτάξει τη στρατηγική της στη στρατηγική της παγκόσμιας μπουρζουαζίας. Ενάντια στα χρηματοκιβώτια του παγκόσμιου κεφαλαίου που στο οργανωμένο προλεταριάτο αντιτάσσει ένοπλες συμμορίες, η Κομμουνιστική Διεθνής διαθέτει ένα πιστό όπλο: τις μάζες του προλεταριάτου, το ενιαίο και σταθερό μέτωπο του προλεταριάτου. Οι πονηριές και η βία της μπουρζουαζίας δεν θα έχουν καμιά επιτυχία αν εκατομμύρια εργάτες προχωρήσουν σε πυκνές γραμμές στη μάχη. Γιατί τότε οι σιδηρόδρομοι με τους οποίους η μπουρζουαζία μεταφέρει τους λευκούς φρουρούς της εναντίον του προλεταριάτου θα σταματήσουν· η τρομοκρατία θα επικρατήσει μέσα στους ίδιους τους κόλπους των λευκοφρουρών και από ένα μέρος τους το προλεταριάτο θα αποσπάσει τα όπλα για να αγωνιστεί εναντίον των άλλων ομάδων των λευκοφρουρών.

Αν γίνει δυνατό να οδηγηθεί το προλεταριάτο στον αγώνα σε ενιαίο μέτωπο, το κεφάλαιο, γενικά η μπουρζουαζία θα χάσει τις πιθανότητες της νίκης, την πίστη στη νίκη που μόνο η προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας, η διαίρεση της εργατικής τάξης μπορούν να της εξασφαλίσουν. Η νίκη εναντίον του παγκόσμιου κεφαλαίου, ή καλύτερα ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτή τη νίκη, είναι να καταχτήσει τις καρδιές της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης.

Το 3ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς καλεί τα κομμουνιστικά κόμματα όλου του κόσμου, τους κομμουνιστές που δουλεύουν στα συνδικάτα, να εντείνουν τις προσπάθειες τους και όλες τους τις δυνάμεις για να αποσπάσουν τις πιο μεγάλες εργατικές μάζες από την επίδραση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και της προδότρας συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Αυτός ο σκοπός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο αν οι κομμουνιστές σε όλες τις χώρες αναδειχτούν σε μαχητές της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης σε τούτη τη δύσκολη εποχή, όπου κάθε καινούργια μέρα φέρνει στις εργατικές μάζες νέες στερήσεις και νέα εξαθλίωση, παρά μόνο αν μπουν επικεφαλής του αγώνα για ένα κομμάτι ψωμί πάρα πάνω, για την ανακούφιση από τα ολοένα και πιο αφόρητα βάρη που φορτώνονται στις πλάτες των μαζών.

Πρέπει να δείξουμε στην εργατική μάζα ότι μόνο οι κομμουνιστές αγωνίζονται για τη βελτίωση της θέσης της και ότι η σοσιαλδημοκρατία καθώς και η αντιδραστική συνδικαλιστική γραφειοκρατία έχουν όλη τη διάθεση να αφήσουν το προλεταριάτο να ψοφήσει μάλλον από την πείνα παρά να το οδηγήσουν στον αγώνα. Δεν μπορεί κανείς να νικήσει τους προδότες του προλεταριάτου, τους πράκτορες της μπουρζουαζίας με θεωρητικές συζητήσεις για τη δημοκρατία και τη δικτατορία· μόνο στα ζητήματα του ψωμιού, του μεροκάματου, του ιματισμού και της κατοικίας μπορεί κανείς να τους συντρίψει. Το πρώτο πεδίο μάχης και το πιο σημαντικό, στο οποίο μπορεί κανείς να τους νικήσει, είναι το ζήτημα του συνδικαλιστικού κινήματος· θα νικηθούν στον αγώνα που θα κάνουμε εναντίον της κίτρινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς του Άμστερνταμ και υπέρ της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς. Είναι ο αγώνας για την κατάχτηση των εχθρικών θέσεων μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο μας· είναι το ζήτημα της δημιουργίας ενός μετώπου μάχης που θα αντιτάξουμε στο παγκόσμιο κεφάλαιο. Διατηρήστε τις γραμμές σας καθαρές από κάθε τάση κεντριστική, διατηρήστε το μαχητικό πνεύμα στους κόλπους σας.

Μόνο στον αγώνα για τα πιο απλά, τα πιο στοιχειώδη συμφέροντα των εργατικών μαζών μπορούμε να συγκροτήσουμε ένα ενιαίο μέτωπο του προλεταριάτου εναντίον της μπουρζουαζίας. Μόνο σ’ αυτό τον αγώνα μπορούμε να τερματίσουμε τις διαιρέσεις στους κόλπους του προλεταριάτου, διαιρέσεις που αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία η μπουρζουαζία μπορεί να παρατείνει την ύπαρξη της. Αυτό όμως το μέτωπο του προλεταριάτου δεν θα γίνει ισχυρό και κατάλληλο για τον αγώνα παρά μόνο αν στηριχτεί στα κομμουνιστικά κόμματα που το πνεύμα τους πρέπει να είναι ενιαίο και ακλόνητο και η πειθαρχία σταθερή και αυστηρή. Γι’ αυτό και το 3ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ρίχνοντας στους κομμουνιστές όλου του κόσμου το σύνθημα «Στις μάζες!», «Σχηματίστε το ενιαίο μέτωπο του προλεταριάτου!», τους συνιστά: «Διατηρήστε τις γραμμές σας καθαρές από τα στοιχεία που είναι ικανά να καταστρέψουν το ηθικό και την πειθαρχία μάχης των στρατευμάτων εφόδου του παγκόσμιου προλεταριάτου, των κομμουνιστικών κομμάτων».

Το Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς επιδοκιμάζει και επιβεβαιώνει τον αποκλεισμό του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιταλίας, αποκλεισμό που πρέπει να διατηρηθεί ως τη στιγμή που το κόμμα αυτό θα κόψει τις σχέσεις του με τους ρεφορμιστές και θα τους διώξει από τις γραμμές του.

Το Συνέδριο εκφράζει έτσι την πεποίθηση του ότι αν η Κομμουνιστική Διεθνής θέλει να οδηγήσει εκατομμύρια εργάτες στη μάχη, δεν πρέπει να ανεχθεί στις γραμμές της ρεφορμιστές που σκοπό τους δεν έχουν το θρίαμβο της επανάστασης του προλεταριάτου, αλλά τη συμφιλίωση με τον καπιταλισμό και τη μεταρρύθμισή του. Στρατοί που ανέχονται στην ηγεσία τους αρχηγούς που αποβλέπουν στη συμφιλίωση με τον εχθρό, είναι καταδικασμένοι να προδοθούν και να πουληθούν στον εχθρό από τους ίδιους τους αρχηγούς τους.

Η Κομμουνιστική Διεθνής πρόσεξε ότι σε μια σειρά κόμματα από τα οποία ωστόσο οι ρεφορμιστές αποκλείστηκαν, υπάρχουν ακόμα τάσεις που δεν μπόρεσαν να κατανικήσουν οριστικά το ρεφορμιστικό πνεύμα· αν αυτές οι τάσεις δεν εργάζονται για τη συμφιλίωση με τον εχθρό, δεν καταπιάνονται ωστόσο με αρκετή ενεργητικότητα στη ζύμωση και την προπαγάνδα τους με την προετοιμασία του αγώνα εναντίον του καπιταλισμού, δεν εργάζονται αρκετά ενεργητικά και με την απαιτούμενη αποφασιστικότητα για να επαναστατικοποιήσουν τις μάζες. Κόμματα που δεν είναι σε θέση, με την καθημερινή επαναστατική τους δουλειά, να γίνουν ένα είδος επαναστατικής πνοής της μάζας, που δεν είναι σε θέση να ενισχύουν καθημερινά, με πάθος και ορμή τη θέληση για αγώνα των μαζών, θα αφήσουν οπωσδήποτε να τους διαφύγουν καταστάσεις ευνοϊκές για τον αγώνα, θα αφήσουν να καταποντιστούν μεγάλοι αυθόρμητοι αγώνες του προλεταριάτου, όπως αυτό έγινε με την κατάληψη των εργοστασίων στην Ιταλία και την απεργία του Δεκέμβρη στην Τσεχοσλοβακία.

Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να διαμορφώσουν το μαχητικό τους πνεύμα, πρέπει να γίνουν το επιτελείο το ικανό να συλλάβει αμέσως τις ευνοϊκές καταστάσεις για τον αγώνα και να επωφεληθούν από όλα τα δυνατά πλεονεκτήματα με μια θαρραλέα καθοδήγηση των αυθόρμητων κινημάτων του προλεταριάτου.

«Γίνετε πρωτοπορία των εργατικών μαζών που κινητοποιούνται, γίνετε η καρδιά και ο εγκέφαλός τους!». Αυτή είναι η κραυγή του 3ου Παγκόσμιου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς προς τα κομμουνιστικά κόμματα. Να είσαι πρωτοπορία σημαίνει να βαδίζεις επικεφαλής των μαζών, σαν το πιο γενναίο, το πιο συνετό και το πιο διορατικό τμήμα τους. Μόνο αν τα κομμουνιστικά κόμματα γίνουν μια τέτοια πρωτοπορία θα μπορέσουν όχι μόνο να συγκροτήσουν το ενιαίο μέτωπο του προλεταριάτου, αλλά ακόμα, διευθύνοντάς το, και να νικήσουν τον εχθρό.

Αντιτάξτε τη Στρατηγική του Προλεταριάτου
στη Στρατηγική του Κεφαλαίου,
Προετοιμάστε τους Αγώνες σας!

Ο εχθρός είναι ισχυρός, γιατί έχει πίσω του αιώνες άσκησης της εξουσίας που του έχουν δημιουργήσει τη συνείδηση της δύναμής του και τη θέληση να διατηρήσει την εξουσία του. Ο εχθρός είναι ισχυρός γιατί ολόκληρους αιώνες έμαθε πώς να διαιρεί τις προλεταριακές μάζες και πώς να τις καταπιέζει και να τις νικάει. Ο εχθρός ξέρει πώς πρέπει να διευθύνεται ένας νικηφόρος εμφύλιος πόλεμος και γι’ αυτό το 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς συμβουλεύει τα Κομμουνιστικά Κόμματα όλου του κόσμου να προσέξουν τον κίνδυνο που αποτελεί η έμπειρη στρατηγική της κυρίαρχης τάξης και τα μειονεκτήματα της στρατηγικής της εργατικής τάξης για την κατάχτηση της εξουσίας, στρατηγικής που τώρα διαμορφώνεται.

Τα γεγονότα του Μάρτη στη Γερμανία έδειξαν τον μεγάλο κίνδυνο που δημιουργείται αν αφήσουμε τον εχθρό να σπρώξει στον αγώνα με τις πονηριές του τις πρώτες γραμμές της εργατικής τάξης, την κομμουνιστική πρωτοπορία του προλεταριάτου, πριν οι μεγάλες μάζες μπουν σε κίνηση.

Η Κομμουνιστική Διεθνής χαιρέτισε με χαρά το ότι εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες της Γερμανίας έτρεξαν να βοηθήσουν τους εργάτες της Κεντρικής Γερμανίας που απειλούνταν από παντού. Σ’ αυτό το πνεύμα της αλληλεγγύης, σ’ αυτή την εξέγερση του προλεταριάτου όλου του κόσμου για την υπεράσπιση ενός μέρους του που κινδυνεύει, βλέπει η Διεθνής το δρόμο που οδηγεί στη νίκη. Χαιρέτισε το ότι το Ενοποιημένο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας μπήκε επικεφαλής των εργατικών μαζών που έτρεξαν να υπερασπίσουν τα αδέρφια τους που απειλούνταν.

Σύγχρονα όμως η Κομμουνιστική Διεθνής θεωρεί καθήκον της να πει ειλικρινά και καθαρά στους εργάτες όλου του κόσμου: ακόμη κι όταν η πρωτοπορία δεν μπορεί να αποφύγει τους αγώνες, ακόμα κι όταν αυτοί οι αγώνες μπορούν να επιταχύνουν την κινητοποίηση όλης της εργατικής τάξης, η πρωτοπορία δεν πρέπει να παρασυρθεί μόνη, ξεμοναχιασμένη, σε αποφασιστικούς αγώνες, ότι, κι όταν αναγκαστεί να προχωρήσει απομονωμένη στον αγώνα, πρέπει να αποφύγει την ένοπλη σύγκρουση με τον εχθρό, γιατί εκεί που στηρίζεται η νίκη του προλεταριάτου ενάντια στους ένοπλους λευκούς φρουρούς, είναι η μάζα του. Αν η πρωτοπορία δεν προχωρεί κατά μάζες κυριαρχώντας πάνω στον εχθρό, πρέπει να αποφύγει, αφού είναι άοπλη μειοψηφία, να μπλεχτεί σε ένοπλο αγώνα μαζί του.

Οι αγώνες του Μάρτη πρόσφεραν ένα ακόμα δίδαγμα το οποίο η Κομμουνιστική Διεθνής καλεί τους προλετάριους όλου του κόσμου να το προσέξουν. Πρέπει να προετοιμάζουμε τις εργατικές μάζες για τους αγώνες που πρόκειται να ξεσπάσουν, με αδιάκοπη, καθημερινή, έντονη και πλατιά επαναστατική ζύμωση· πρέπει να μπαίνουμε στη μάχη με συνθήματα καθαρά και κατανοητά από τις μεγάλες προλεταριακές μάζες. Στη στρατηγική του εχθρού πρέπει να αντιτάξουμε μια διορατική και μελετημένη στρατηγική του προλεταριάτου. Η μαχητική διάθεση των γραμμών της πρωτοπορίας, το θάρρος τους και η σταθερότητα τους δεν αρκούν. Ο αγώνας πρέπει να είναι προετοιμασμένος, οργανωμένος με τρόπο που να φαίνεται στις εργαζόμενες μάζες σαν αγώνας για τα πιο ουσιαστικά συμφέροντά τους ώστε να τις κινητοποιεί αμέσως. Όσο περισσότερο το παγκόσμιο κεφάλαιο θα νιώθει ότι κινδυνεύει τόσο περισσότερο θα προσπαθήσει να κάνει αδύνατη τη μελλοντική νίκη της Κομμουνιστικής Διεθνούς, απομονώνοντας τις πρώτες γραμμές από το υπόλοιπο των πλατιών μαζών και νικώντας τες έτσι.

Σ’ αυτό το σχέδιο και σ’ αυτόν τον κίνδυνο πρέπει να αντιτάξουμε μια έντονη και πλατιά ζύμωση μέσα στις μάζες, καθοδηγούμενη από τα κομμουνιστικά κόμματα, μια εργασία ενεργητικής οργάνωσης μέσω της οποίας αυτά τα κόμματα εξασφαλίζουν την επιρροή τους πάνω στις μάζες, μια ψυχρή εκτίμηση της κατάστασης της μάχης, μια ταχτική μελετημένη που επιδιώκει να αποφύγει τον αγώνα με ανώτερες δυνάμεις του εχθρού και να περάσει στην επίθεση σε καταστάσεις που ο εχθρός είναι διαιρεμένος και η μάζα ενωμένη.

Το 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς ξέρει ότι η εργατική τάξη δεν θα κατορθώσει να φτιάξει κόμματα ικανά να πέσουν σαν κεραυνός πάνω στον εχθρό τη στιγμή που αυτός είναι σε δύσκολη θέση, και να το αποφύγουν αυτό όταν εκείνος βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, παρά μόνο μετά από την πείρα που θα συγκεντρώσει από τους αγώνες. Καθήκον επομένως των προλετάριων όλου του κόσμου είναι να καταλάβουν και να χρησιμοποιήσουν όλα τα διδάγματα και όλη την πείρα που με μεγάλες θυσίες συγκεντρώνεται από την εργατική τάξη μιας χώρας.

Διατηρήστε την Πειθαρχία του Αγώνα

Τα κομμουνιστικά κόμματα όλου του κόσμου και η εργατική τάξη δεν πρέπει να προετοιμάζονται για μια περίοδο ζύμωσης και οργάνωσης, αλλά αντίθετα για τους μεγάλους αγώνες που το κεφάλαιο θα επιβάλει σε λίγο στο προλεταριάτο για να το τσακίσει και να του φορτώσει όλο το βάρος της δικής του πολιτικής. Σ’ αυτόν τον αγώνα, τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να εφαρμόσουν πειθαρχία αλύγιστη· και αυστηρή. Οι κεντρικές επιτροπές αυτών των κομμάτων πρέπει να μελετήσουν ψύχραιμα και με σύνεση, όλα τα διδάγματα του αγώνα, πρέπει να παρατηρήσουν το πεδίο της μάχης, να κατευθύνουν με τη μεγαλύτερη περίσκεψη τη μεγάλη ορμή των μαζών. Πρέπει να προετοιμάσουν το σχέδιο μάχης, την ταχτική τους, με όλο το κομματικό πνεύμα λαβαίνοντας πάντοτε υπόψη τους τις κριτικές των συντρόφων. Όλες όμως οι οργανώσεις του Κόμματος πρέπει να ακολουθήσουν χωρίς δισταγμό τη γραμμή που έχει καθορίσει το κόμμα. Κάθε λέξη, κάθε μέτρο των κομματικών οργανώσεων πρέπει να υποτάσσονται σ’ αυτό το σκοπό. Οι κοινοβουλευτικές φράξιες, ο τύπος του κόμματος, οι οργανώσεις πρέπει χωρίς δισταγμό να ακολουθούν την εντολή της διεύθυνσης του κόμματος.

Η παγκόσμια επισκόπηση των γραμμών της κομμουνιστικής πρωτοπορίας τελείωσε. Έδειξε ότι ο Κομμουνισμός είναι μια παγκόσμια δύναμη. Έδειξε ότι η Κομμουνιστική Διεθνής πρέπει ακόμα να διαμορφώσει και να διαπαιδαγωγήσει μεγάλους στρατούς του προλεταριάτου, έδειξε ότι οι στρατοί αυτοί αντιμετωπίζουν άμεσα μεγάλους αγώνες, ανάγγειλε τη νίκη σ’ αυτούς τους αγώνες, έδειξε στο προλεταριάτο πώς πρέπει να προετοιμάζεται και να κερδίζει αυτή τη νίκη. Είναι καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων όλου του κόσμου να ενεργήσουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι αποφάσεις των Συνεδρίων, που πηγάζουν από την πείρα του παγκόσμιου προλεταριάτου, να γίνουν ένα είδος γενικής συνείδησης των κομμουνιστών όλου του κόσμου, για να μπορέσουν οι κομμουνιστές προλετάριοι, άντρες και γυναίκες, να ενεργήσουν στους μελλοντικούς αγώνες σαν ηγέτες χιλιάδων προλεταρίων που δεν είναι κομμουνιστές.

Ζήτω η Κομμουνιστική Διεθνής!
Ζήτω η Παγκόσμια Επανάσταση!
Εμπρός στη Δουλειά για την Προετοιμασία και την Οργάνωση της Νίκης!

Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς:

Γερμανία: Χέκερτ, Φρέλιχ. Γαλλία: Σουβαρίν. Τσεχοσλοβακία: Μπούριαν, Κρέμπιτζ. Ιταλία: Τερατσίνι, Τζενάρι. Ρωσία: Ζινόβιεφ, Μπουχάριν, Ράντεκ, Λένιν, Τρότσκι. Ουκρανία: Τσούμσκι. Πολωνία: Βάρσκι. Βουλγαρία: Ποπόφ. Γιουγκοσλαβία: Μάρκοβιτς. Νορβηγία: Σέφλο. Αγγλία: Μπέλ. Αμερική: Μπόλντουιν. Ισπανία: Μερίνο, Γκράτσια. Φινλανδία: Σιρόλα. Ολλανδία: Γιάνσεν. Βέλγιο: Βαν Οβερστράτεν. Σουηδία: Τσίλμπουμ. Λετονία: Στούτσκα. Ελβετία: Άρνολντ. Αυστρία: Κοριτσόνερ. Ουγγαρία: Μπελά Κουν.
Η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς των Νέων:
Μίντσενμπεργκ, Λεκέ.
Μόσχα, 17 Ιούλη 1921

Λεόν Τρότσκι
ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ
ΜΕΤΩΠΟ
Λέον Τρότσκι
ΚΑΙ ΤΩΡΑ; [Αποσπάσματα]
ΕΝΙΑΙΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΣΤΑ ΣΟΒΙΕΤ
Ο Γραφειοκρατικός Τελεσιγραφισμός

…Όταν οι εφημερίδες του νέου Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (SAP) κριτικάρουν «τον κομματικό εγωισμό» της Σοσιαλδημοκρατίας και του Κομμουνιστικού Κόμματος, όταν ο Σάιντεβιτς μας βεβαιώνει ότι γι’ αυτόν «τα συμφέροντα της τάξης είναι πάνω από τα συμφέροντα του κόμματος» –πέφτουν απλά σε μια πολιτική αισθηματολογία ή, πράγμα που είναι χειρότερο, προσπαθούν με αισθηματικές φράσεις να καλύψουν τα συμφέροντα του δικού τους κόμματος. Και αυτή είναι μια μέθοδος που δεν αξίζει τίποτε. Όταν η αντίδραση απαιτεί τα συμφέροντα του «έθνους» να τοποθετηθούν πάνω από τα συμφέροντα της τάξης, εμείς, οι μαρξιστές, εξηγούμε ότι, κάτω από τη μορφή του «γενικού» συμφέροντος, η αντίδραση υπερασπίζει τα συμφέροντα της τάξης των εκμεταλλευτών. Τα συμφέροντα του έθνους μπορούν να διατυπωθούν μόνο από την άποψη της κυρίαρχης τάξης, ή της τάξης που διεκδικεί την εξουσία. Τα συμφέροντα της τάξης δεν μπορούν να διατυπωθούν παρά με τη μορφή ενός προγράμματος. Και δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε ένα πρόγραμμα παρά με τη δημιουργία ενός κόμματος.

Η τάξη, παρμένη καθεαυτή, δεν είναι παρά υλικό για εκμετάλλευση. Το προλεταριάτο αποκτά έναν ανεξάρτητο ρόλο μόνο τη στιγμή που, από μια κοινωνική τάξη καθεαυτή γίνεται μια πολιτική τάξη διεαυτήν –για τον εαυτό της. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μέσα από ένα κόμμα. Το κόμμα είναι το ιστορικό αυτό όργανο διαμέσου του οποίου η τάξη γίνεται τάξη συνειδητή. Το να λέμε ότι «η τάξη στέκεται πιο ψηλά από το κόμμα», είναι σαν να βεβαιώνουμε ότι η τάξη στην πρωτόγονή της κατάσταση στέκεται πιο ψηλά από την τάξη που βρίσκεται στο δρόμο της ταξικής της συνείδησης. Αυτό δεν είναι μόνο λαθεμένο, αλλά και αντιδραστικό. Για να δικαιολογήσουμε την αναγκαιότητα του ενιαίου μετώπου, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να καταφύγουμε στη χοντροκομμένη αυτή θεωρία.

Η πρόοδος μιας τάξης προς την ταξική συνείδησή της, η οικοδόμηση δηλαδή ενός επαναστατικού κόμματος που ηγείται του προλεταριάτου, είναι ένα σύνθετο και αντιφατικό προτσές. Η ίδια η τάξη δεν είναι ομοιογενής. Τα διάφορα τμήματά της φτάνουν στην ταξική συνείδηση από διαφορετικούς δρόμους και σε διαφορετικούς χρόνους. Η μπουρζουαζία συμμετέχει ενεργητικά σ’ αυτό το προτσές. Δημιουργεί τους δικούς της θεσμούς μέσα στην εργατική τάξη ή χρησιμοποιεί τους θεσμούς που ήδη υπάρχουν, αντιτάσσοντας ορισμένα στρώματα εργατών σε άλλα. Μέσα στο προλεταριάτο δρουν ταυτόχρονα διάφορα κόμματα. Γι’ αυτό παραμένει πολιτικά διασπασμένο κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ιστορικής του πορείας. Το πρόβλημα του ενιαίου μετώπου –που γεννιέται σε ορισμένες περίοδες μεγάλης οξύτητας– έχει εδώ την πηγή του.

Τα ιστορικά συμφέροντα του προλεταριάτου βρίσκουν την έκφρασή τους στο κομμουνιστικό κόμμα –όταν η πολιτική του είναι σωστή. Το καθήκον του κομμουνιστικού κόμματος είναι να κερδίσει την πλειοψηφία του προλεταριάτου: και μόνο έτσι γίνεται δυνατή η σοσιαλιστική επανάσταση. Το κομμουνιστικό κόμμα δεν μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή του αν δεν διαφυλάξει, πλήρως και χωρίς όρους, την πολιτική και οργανωτική του ανεξαρτησία απέναντι σε όλα τα άλλα κόμματα και τις οργανώσεις που υπάρχουν μέσα και έξω από την εργατική τάξη. Η παραβίαση της βασικής αυτής αρχής της μαρξιστικής πολιτικής είναι το πιο φρικτό έγκλημα ενάντια στα συμφέροντα του προλεταριάτου σαν τάξης. Η Κινέζικη Επανάσταση του 1925-1927 συντρίφτηκε ακριβώς γιατί η Κομμουνιστική Διεθνής, κάτω από την ηγεσία των Στάλιν και Μπουχάριν, ανάγκασε το Κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα να μπει στο Κουόμινταγκ, το κόμμα αυτό της κινέζικης μπουρζουαζίας, και να υποταχθεί στην πειθαρχία του. Η εμπειρία που βγαίνει από την εφαρμογή της σταλινικής πολιτικής απέναντι στο Κουόμινταγκ θα μείνει για πάντα στην ιστορία σαν παράδειγμα ολέθριου σαμποτάζ της επανάστασης από τους ηγέτες της. Η σταλινική θεωρία των «διταξικών κομμάτων εργατών και χωρικών» για την Ανατολή δεν είναι παρά η γενίκευση και η κωδικοποίηση του πειράματος που έγινε με το Κουόμινταγκ. Η εφαρμογή αυτής της θεωρίας στην Ιαπωνία, την Ινδία, την Ινδονησία, την Κορέα, υπονόμευσε το κύρος της Κομμουνιστικής Διεθνούς και καθυστέρησε την επαναστατική ανάπτυξή τους για πολλά χρόνια. Η ίδια πολιτική –κακόπιστη στην ουσία της– εφαρμόστηκε, αν και με λιγότερο κυνισμό, στις Ενωμένες Πολιτείες, στην Αγγλία και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης μέχρι το 1928.

Η πάλη της Αριστερής Αντιπολίτευσης για τη διατήρηση της πλήρους και χωρίς όρους ανεξαρτησίας του κομμουνιστικού κόμματος και της πολιτικής του, κάτω απ’ όλες τις ιστορικές συνθήκες και σ’ όλα τα στάδια ανάπτυξης του προλεταριάτου, τέντωσε τις σχέσεις ανάμεσα στην Αντιπολίτευση και τη σταλινική φράξια σε σημείο σπασίματος στην περίοδο της συμμαχίας της με τον Τσιαγκ Κάι-σεκ, τον Βαγκ Τσιν-βέι, τον Πάρσελ, τον Ράντιτς, τον Λαφολέτ κλπ. Είναι εντελώς περιττό να υπενθυμίσουμε ότι τόσο οι Τέλμαν και Ρέμελε όσο και οι Μπράντλερ και Ταλχάιμερ, στη διάρκεια αυτού του αγώνα, στάθηκαν στο πλευρό του Στάλιν ενάντια στους Μπολσεβίκους-Λενινιστές. Δεν είμαστε, λοιπόν, εμείς εκείνοι που πρέπει να πάμε στο σχολείο και να μάθουμε από τον Στάλιν και τον Τέλμαν για την ανεξαρτησία της πολιτικής του κομμουνιστικού κόμματος!

Αλλά το προλεταριάτο κινείται προς την επαναστατική του συνείδηση περνώντας όχι από τις τάξεις του σχολείου, αλλά μέσα από την πάλη των τάξεων, που δεν επιδέχεται διακοπές. Για να παλέψει, το προλεταριάτο έχει ανάγκη από την ενότητα των γραμμών του. Και αυτό ισχύει τόσο για τις επιμέρους οικονομικές συγκρούσεις, μέσα στα τέσσερα ντουβάρια ενός εργοστασίου, όσο και για τους «εθνικούς» πολιτικούς αγώνες, όπως είναι η απόκρουση του φασισμού. Κατά συνέπεια, η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν είναι κάτι το συμπτωματικό, δεν είναι κάτι το τεχνητό –μια δόλια μανούβρα– καθόλου, βγαίνει ολοκληρωτικά και ολόκληρη από τις αντικειμενικές συνθήκες που διέπουν την ανάπτυξη του προλεταριάτου. Τα λόγια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου που βεβαιώνουν ότι οι κομμουνιστές δεν αντιτίθενται στο προλεταριάτο, ότι δεν έχουν άλλα, ξέχωρα συμφέροντα από τα συμφέροντα του προλεταριάτου σαν όλο, σημαίνουν ότι η πάλη του κόμματος να κερδίσει την πλειοψηφία της τάξης σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ’ρθεί σε αντίθεση με την ανάγκη των εργατών να διατηρήσουν την ενότητα των γραμμών τους μέσα στη μάχη.

Η «Ρότε Φάνε» είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένη όταν καταδικάζει όλες τις συζητήσεις για «τα συμφέροντα της τάξης που μπαίνουν πάνω από τα κομματικά συμφέροντα». Στην πραγματικότητα, τα συμφέροντα της τάξης, κατανοημένα σωστά, ταυτίζονται με τους σωστά διατυπωμένους στόχους του κόμματος. Όσο η συζήτηση περιορίζεται στην ιστορικό-φιλοσοφική αυτή διαβεβαίωση, η θέση της «Ρότε Φάνε» είναι ακαταμάχητη. Τα πολιτικά, όμως, συμπεράσματα που βγάζει από αυτήν δεν είναι παρά μια γελοιοποίηση του μαρξισμού.

Η καταρχήν ταυτότητα των συμφερόντων του προλεταριάτου και των στόχων του κομμουνιστικού κόμματος δεν σημαίνει ούτε ότι το προλεταριάτο, στο σύνολό του, έχει, από σήμερα κιόλας, συνείδηση των ταξικών του συμφερόντων ούτε ότι το κόμμα, κάτω απ’ όλες τις συνθήκες, τα εκφράζει με σωστό τρόπο. Η ίδια η ανάγκη του κόμματος απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι το προλεταριάτο δεν γεννιέται με έμφυτη την κατανόηση των ιστορικών του συμφερόντων. Το καθήκον του κόμματος συνίσταται στο να μαθαίνει, από την εμπειρία που βγάζει από την πάλη του, πώς να αποδείχνει στο προλεταριάτο το δικαιωμά του να είναι ηγεσία. Ενώ η σταλινική γραφειοκρατία έχει, αντίθετα, την άποψη ότι μπορεί να απαιτεί την εν λευκώ υποταγή του προλεταριάτου απλά στη δύναμη του κομματικού διαβατηρίου, που είναι σφραγισμένο με τη βούλα της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Κάθε ενιαίο μέτωπο που δεν είναι από τα πριν τοποθετημένο κάτω από την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, επαναλαμβάνει η «Ρότε Φάνε», στρέφεται ενάντια στα συμφέροντα του προλεταριάτου. Όποιος δεν αναγνωρίζει την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν είναι παρά ένας «αντεπαναστάτης». Ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να εμπιστεύεται προκαταβολικά την κομμουνιστική οργάνωση, στο λόγο της τιμής του. Από την καταρχήν ταυτότητα των στόχων του κόμματος και της τάξης, ο υπάλληλος συμπεραίνει το δικαιωμα του να διατάζει την τάξη. Το πραγματικό ιστορικό πρόβλημα που το κομμουνιστικό κόμμα έχει ακόμα να λύσει –να ενοποίηση κάτω από τη σημαία του τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατών– η γραφειοκρατία το μεταβάλλει σε τελεσίγραφο, σ’ ένα ρεβόλβερ ακουμπισμένο στον κρόταφο της εργατικής τάξης. Η φορμαλιστική, διοικητική και γραφειοκρατική σκέψη έχει αντικαταστήσει τη διαλεκτική σκέψη.

Το ιστορικό πρόβλημα που πρέπει να λυθεί παίρνεται σαν ήδη λυμένο. Η εμπιστοσύνη που μένει να κατακτηθεί θεωρείται κιόλας κατακτημένη. Δε χρειάζεται να πούμε, ότι αυτός είναι ο εύκολος δρόμος. Αλλά, έτσι, τα πράγματα δεν πάνε και πολύ μακριά. Στην πολιτική πρέπει να ξεκινάει κανείς από τα πράγματα όπως αυτά είναι, και όχι απ’ αυτά που ήθελε να είναι ή που θα γίνουν ίσως κάποτε. Η θέση της σταλινικής γραφειοκρατίας, τραβηγμένη μέχρι την τελευταία συνέπειά της, είναι, στην πραγματικότητα, η άρνηση του Κόμματος: ποιό είναι το αποτέλεσμα όλου του ιστορικού έργου του, αν το προλεταριάτο πρέπει να δεχτεί προκαταβολικά την ηγεσία των Τέλμαν και Ρέμελε;

Από τον εργάτη που θέλει να μπει στις γραμμές του κομμουνισμού, το Κόμμα έχει το δικαιωμα να απαιτήσει: πρέπει να δεχτείς το πρόγραμμά μας, να τηρείς τις καταστατικές μας αρχές και να υπακούεις στην καθοδήγηση των εκλεγμένων οργάνων μας. Αλλά είναι παράλογο και εγκληματικό να θέτουμε από τα πριν τις ίδιες αυτές απαιτήσεις, ή και ακόμα ένα μέρος τους στις μάζες των εργατικών οργανώσεων όταν τίθεται το ζήτημα της ενιαίας δράσης για καθορισμένους στόχους πάλης. Έτσι υποσκάπτονται τα πραγματικά θεμέλια του Κόμματος. Το Κόμμα μπορεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του μόνο αν διατηρεί σωστές σχέσεις με την τάξη. Αντί να στέλνει τέτοιου είδους μονόπλευρα τελεσίγραφα, που ερεθίζουν και προσβάλουν τους εργάτες, το Κόμμα πρέπει να προτείνει ένα καθορισμένο πρόγραμμα για ενιαία δράση: αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για την κατάκτηση της πραγματικής ηγεσίας.

Ο τελεσιγραφισμός είναι μια απόπειρα να εκβιάσουν την εργατική τάξη, όταν αποτυχαίνουν να την πείσουν: εργάτες, αν δεν δεχτείτε την ηγεσία των Τέλμαν-Ρέμελε-Νόιμαν, δεν θα σας επιτρέψουμε να δημιουργήσετε το ενιαίο μέτωπο. Ο χειρότερος εχθρός της δεν θα μπορούσε να επινοήσει δυσκολότερη κατάσταση απ’ αυτήν που δημιουργεί για τον εαυτό της η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για την καταστροφή.

Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας σπρώχνει τον τελεσιγραφισμό της στην πιο απαίσιά του μορφή, με τις σοφιστικές περιφράσεις στις διακηρύξεις της: «δεν σας ζητάμε να παραδεχτείτε από τα πριν τις κομμουνιστικές μας αντιλήψεις». Αυτό ακούγεται σαν δικαιολογία για μια πολιτική που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Όταν το Κόμμα διακηρύσσει την άρνησή του να αρχίσει οποιουδήποτε είδους διαπραγματεύσεις με άλλες οργανώσεις, αλλά καλεί τους σοσιαλδημοκράτες εκείνους εργάτες, που θέλουν να σπάσουν τις σχέσεις τους με την οργάνωσή τους, να μπουν κάτω από την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να αποκαλούν τον εαυτό τους κομμουνιστή, τότε το Κόμμα χρησιμοποιεί τη γλώσσα του πιο καθαρού τελεσιγραφισμού. Η επιφύλαξη που αφορά τις «κομμουνιστικές μας αντιλήψεις» είναι πέρα για πέρα γελοία. Ο εργάτης που είναι αυτή ακριβώς τη στιγμή έτοιμος να σπάσει τους δεσμούς του με το κόμμα του και να συμμετάσχει, κάτω από την κομμουνιστική ηγεσία, στον αγώνα, δεν θα εμποδιστεί από το γεγονός ότι πρέπει να αποκαλεί τον εαυτό του κομμουνιστή. Οι ταχυδακτυλουργίες με τις ετικέτες και οι διπλωματικές υπεκφυγές είναι ξένες προς τον εργάτη. Βλέπει την πολιτική και την οργάνωση όπως ακριβώς είναι. Παραμένει στη Σοσιαλδημοκρατία όσο δεν έχει εμπιστοσύνη στην κομμουνιστική ηγεσία. Μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών εργατών μένουν στο Κόμμα τους όχι γιατί έχουν εμπιστοσύνη στη ρεφορμιστική ηγεσία, αλλά γιατί δεν έχουν ακόμα εμπιστοσύνη στην κομμουνιστική ηγεσία. Θέλουν, όμως, από τώρα να παλέψουν εναντίον του φασισμού. Δείχνοντάς τους το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνει σ’ έναν κοινό αγώνα, θα απαιτήσουν από την οργάνωσή τους να κάνει αυτό το βήμα. Αν η οργάνωσή τους το αρνηθεί, τότε μπορεί να φτάσουν μέχρι τη ρήξη μαζί της.

Αντί να βοηθήσει τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες να βρουν, μέσα από την πείρα, το δρόμο τους, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος βοηθάει τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες εναντίον των εργατών. Οι Βελς και οι Χίλφερντιγκ είναι ικανοί να καλύψουν με επιτυχία τη δική τους απροθυμία και το φόβο τους για τον αγώνα, την ανικανότητά τους να παλέψουν, παραθέτοντας την απέχθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος να συμμετάσχει σ’ έναν κοινό αγώνα. Η επίμονη, ηλίθια και ανόητη απόρριψη απομέρους του Κομμουνιστικού Κόμματος της πολιτικής του ενιαίου μετώπου προσφέρει, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, μια πολύ σημαντική πολιτική βοήθεια στη Σοσιαλδημοκρατία. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η Σοσιαλδημοκρατία –με τον εγγενή παρασιτισμό που τήν χαρακτηρίζει– γαντζώνεται από την κριτική μας στην τελεσιγραφική πολιτική των Στάλιν και Τέλμαν.

Οι επίσημοι ηγέτες της Κομμουνιστικής Διεθνούς φλυαρούν τώρα με πολύ σοβαρό ύφος για την ανάγκη εξύψωσης του θεωρητικού επιπέδου του Κόμματος και για τη μελέτη της «ιστορίας του Μπολσεβικισμού». Στην πραγματικότητα το «επίπεδο» πέφτει συνεχώς, τα μαθήματα του Μπολσεβικισμού έχουν ξεχαστεί, έχουν παραμορφωθεί, έχουν τσαλαπατηθεί. Στο μεταξύ, δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς στην ιστορία του ρωσικού Κόμματος τον πρόδρομο της σημερινής πολιτικής της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας: είναι ο μακαρίτης ο Μπογκντάνοφ, ο ιδρυτής του τελεσιγραφισμού (ή του οτζοβισμού). Από το 1905 κιόλας, θεωρούσε αδύνατη τη συμμετοχή των μπολσεβίκων στο Σοβιέτ της Πετρούπολης, αν το Σοβιέτ δεν αναγνώριζε από τα πριν τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία. Κάτω από την επίδραση του Μπογκντάνοφ, το γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων στην Πετρούπολη υιοθέτησε τον Οκτώβρη του 1905 την εξής απόφαση: να προβάλει στο Σοβιέτ της Πετρούπολης το αίτημα να αναγνωρίσει την ηγεσία του Κόμματος. Και σε περίπτωση άρνησης, να αποσυρθούν από το Σοβιέτ. Ο Κρασίκοφ, ένας νεαρός δικηγόρος, μέλος της μπολσεβίκικης Κεντρικής Επιτροπής εκείνης της εποχής, διάβασε αυτό το τελεσίγραφο στην ολομέλεια του Σοβιέτ. Οι εργάτες αντιπρόσωποι, ανάμεσά τους και οι μπολσεβίκοι, αλληλοκοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι και πέρασαν στις εργασίες της ημερήσιας διάταξης. Κανείς δεν εγκατέλειψε το Σοβιέτ. Σε λίγο έφτασε ο Λένιν από το εξωτερικό και συγύρισε για τα καλά τους τελεσιγραφιστές: «Δεν μπορείτε, τους δίδαξε, ούτε εσείς ούτε οποιοσδήποτε άλλος, με τη βοήθεια τελεσιγράφων να υποχρεώσετε τις μάζες να πηδήξουν πάνω από τις αναγκαιες φάσεις της ίδιας της πολιτικής τους ανάπτυξης».

Ο Μπογκντάνοφ, ωστόσο, δεν απαρνήθηκε τη μέθοδό του και δημιούργησε στη συνέχεια μια ολόκληρη φράξια «τελεσιγραφιστές» ή «οτζοβιστές»[1]: αυτό το παρατσούκλι τους δόθηκε γιατί είχαν την τάση να «αποσύρουν» τους μπολσεβίκους απ’ όλες τις οργανώσεις που αρνούνταν να δεχτούν το τελεσίγραφο που τους στελνόταν από τα πάνω: «πρέπει πρώτα να αναγνωρίστε την ηγεσία μας». Οι τελεσιγραφιστές προσπάθησαν να επιβάλουν την πολιτική τους όχι μονάχα στα Σοβιέτ, αλλά και στον κοινοβουλευτικό τομέα και στα συνδικάτα, με δυο λόγια, σε όλες τις νόμιμες και μισονόμιμες οργανώσεις της εργατικής τάξης.

Η πάλη του Λένιν ενάντια στον τελεσιγραφισμό ήταν μια πάλη για σωστές σχέσεις ανάμεσα στο Κόμμα και την τάξη. Οι τελεσιγραφιστές δεν έπαιξαν ποτέ έστω και τον πιο μικρό ρόλο μέσα στο παλιό Μπολσεβίκικο Κόμμα, αλλιώς η νίκη του Μπολσεβικισμού θα ήταν αδύνατη. Η δύναμη του Μπολσεβικισμού βρισκόταν στις προσεγμένες και ευαίσθητες σχέσεις του με την τάξη. Ο Λένιν συνέχισε την πάλη του ενάντια στον τελεσιγραφισμό ακόμα και όταν βρισκόταν στην εξουσία, ιδιαίτερα στη συμπεριφορά απέναντι στα συνδικάτα. «Ακόμα και τώρα στη Ρωσία, έγραφε, αν, ύστερα από δυόμισι χρόνια πρωτοφανέρωτες νίκες ενάντια στην αστική τάξη της Ρωσίας και της Αντάντ, βάζαμε σαν όρο εγγραφής στα συνδικάτα την “αναγνώριση της δικτατορίας”, θα κάναμε ανοησία, θα καταστρέφαμε την επιρροή μας στις μάζες, θα βοηθούσαμε τους μενσεβίκους. Γιατί όλο το καθήκον των κομμουνιστών είναι ακριβώς να ξέρουν να πείθουν τους καθυστερημένους, να ξέρουν να δουλεύουν ανάμεσα τους και όχι να απομονώνονται απ’ αυτούς με επινοημένα, παιδιάστικα “αριστερά” συνθήματα», (Ν.Λένιν: «Άπαντα», τόμ. 41, Ο «Αριστερισμός», η Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού, σελ. 37-38). Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, που δεν αντιπροσωπεύουν παρά μια μειοψηφία της εργατικής τάξης.

Στη διάρκεια, όμως, των λίγων τελευταίων χρόνων η κατάσταση στην ΕΣΣΔ έχει ριζικά αλλάξει. Ο εξοπλισμός του Κομμουνιστικού Κόμματος με την εξουσία, σημαίνει την εισαγωγή ενός νέου στοιχείου στις σχέσεις ανάμεσα στην πρωτοπορία και την τάξη: στη σχέση αυτή έχει μπει το στοιχείο της βίας. Η πάλη του Λένιν ενάντια στη γραφειοκρατία του Κόμματος και των Σοβιέτ ήταν στην ουσία της μια πάλη όχι ενάντια στη λαθεμένη οργάνωση των υπηρεσιών, ούτε ενάντια στο χαρτοβασίλειο και τις ανεπάρκειες τους, αλλά ενάντια στην υποταγή της τάξης στο μηχανισμό, ενάντια στη μεταμόρφωση της γραφειοκρατίας του Κόμματος σε μια καινούρια «κυρίαρχη» κλίκα. Η συμβουλή του Λένιν, λίγο πριν το θάνατό του, για τη δημιουργία μιας Εργατικής Επιτροπής Ελέγχου, ανεξάρτητης από την Κεντρική Επιτροπή, και για την απομάκρυνση του Στάλιν και της φράξιας του από τον κομματικό μηχανισμό, κατευθυνόταν ενάντια στον γραφειοκρατικό εκφυλισμό του Κόμματος. Για διάφορους λόγους, που δεν μπορούμε να τους εκθέσουμε εδώ, το Κόμμα αγνόησε αυτή τη συμβουλή. Τα τελευταία χρόνια, ο γραφειοκρατικός εκφυλισμός του Κόμματος έχει φτάσει στο ακρότατο όριο του. Ο σταλινικός μηχανισμός δεν κάνει άλλο από το να διατάζει. Η γλώσσα της διαταγής είναι η γλώσσα του τελεσιγραφισμού. Κάθε εργάτης πρέπει αναγκαστικά και άμεσα να δεχτεί σαν αλάνθαστες όλες τις αποφάσεις, παλιές, τωρινές και μελλοντικές, της Κεντρικής Επιτροπής. Όσο πιο λαθεμένη γίνεται η πολιτική της, τόσο πιο μεγάλες είναι οι αξιώσεις της για το αλάθητο των πράξεών της.

Αφού συγκέντρωσε στα χέρια της το μηχανισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η σταλινική φράξια μετέφερε, φυσικά, και τις μέθοδές της στα ξένα τμήματα, δηλαδή στα κομμουνιστικά κόμματα των καπιταλιστικών χωρών. Η πολιτική των γερμανών ηγετών είναι ο σωσίας της πολιτικής της μοσχοβίτικης ηγεσίας. Ο Τέλμαν βλέπει με ποιο τρόπο ηγείται η σταλινική γραφειοκρατία που καταδικάζει σαν αντεπαναστάτες όλους εκείνους που δεν αναγνωρίζουν το αλάθητό της. Σε τι είναι χειρότερος ο Τέλμαν από τον Στάλιν; Αν η εργατική τάξη δεν τοποθετείται πρόθυμα κάτω από την ηγεσία του, είναι απλά γιατί η εργατική τάξη είναι αντεπαναστατική. Δυο φορές αντεπαναστάτες είναι εκείνοι που του δείχνουν με το δάκτυλο τις καταστροφικές συνέπειες του τελεσιγραφισμού. Τα «Άπαντα» του Λένιν είναι ανάμεσα στα πιο αντεπαναστατικά βιβλία. Δεν είναι χωρίς λόγο που ο Στάλιν τα υποβάλλει σε μια τόσο αυστηρή λογοκρισία, και ιδιαίτερα την έκδοσή τους στις ξένες γλώσσες.

Ο τελεσιγραφισμός είναι ολέθριος κάτω απ’ όλες τις συνθήκες –αν στην ΕΣΣΔ διασπάθισε το ηθικό κεφάλαιο του Κόμματος, για τα Κόμματα της Δύσης, που μόλις αρχίζουν να συσσωρεύουν τα ηθικά τους κεφάλαια, είναι διπλά καταστροφικός. Στη Σοβιετική Ένωση η νικηφόρα επανάσταση δημιούργησε, τουλάχιστον, τις υλικές προϋποθέσεις για τον γραφειοκρατικό τελεσιγραφισμό με τη μορφή ενός μηχανισμού καταπίεσης. Ενώ στις καπιταλιστικές χώρες, και δω περιλαμβάνεται και η Γερμανία, ο τελεσιγραφισμός μετατράπηκε σε μια αδύναμη καρικατούρα που εμποδίζει την πορεία του Κομμουνιστικού Κόμματος προς την εξουσία. Πάνω απ’ όλα, ο τελεσιγραφισμός των Τέλμαν και Ρέμελε είναι γελοίος. Και οτιδήποτε είναι γελοίο είναι μοιραίο, προπαντός όταν αφορά το επαναστατικό κόμμα.

Ας μεταφέρουμε για μια στιγμή το πρόβλημα στη Βρετανία, όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα (ύστερα από τα ολέθρια σφάλματα της σταλινικής γραφειοκρατίας) εξακολουθεί να είναι ένα ασήμαντο τμήμα του προλεταριάτου. Αν δεχτεί κανείς τη θεωρία ότι κάθε τύπος ενιαίου μετώπου, πέρα από τον κομμουνιστικό, είναι «αντεπαναστατικός», είναι τότε ολοφάνερο ότι το βρετανικό προλεταριάτο πρέπει να αναβάλει την επαναστατική του πάλη μέχρι τη στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα θα είναι ικανό να μπει επικεφαλής του. Αλλά το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν μπορεί να μπει επικεφαλής της τάξης παρά μονάχα στη βάση της δικιάς του επαναστατικής εμπειρίας. Η πείρα του, όμως, μπορεί να πάρει επαναστατικό χαρακτήρα μόνο μ’ έναν τρόπο: με το τράβηγμα στην πάλη εκατομμυρίων. Και δεν μπορούμε να τραβήξουμε στην πάλη τις μη κομμουνιστικές μάζες, και προπαντός τις οργανωμένες μάζες, παρά μονάχα πάνω στη βάση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου. Θα πέσουμε σ’ έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο δεν υπάρχει διέξοδος, αν ακολουθήσουμε το δρόμο του γραφειοκρατικού τελεσιγραφισμού. Αλλά η επαναστατική διαλεκτική έχει από πολύ πριν δείξει τη διέξοδο και την έχει εξηγήσει με αναρίθμητα παραδείγματα στους πιο διαφορετικούς τομείς: συνδυασμός της πάλης για εξουσία με την πάλη για μεταρρυθμίσεις, με τη διατήρηση της πλήρους ανεξαρτησίας του Κόμματος και τη διαφύλαξη της συνδικαλιστικής ενότητας, με τον αγώνα εναντίον του αστικού καθεστώτος και την ταυτόχρονη χρησιμοποίηση των ίδιων του των θεσμών, με την ανελέητη κριτική του κοινοβουλευτισμού από το ύψος του κοινοβουλευτικού βήματος, με την εξαπόλυση ενός αμείλικτου πολέμου ενάντια στο ρεφορμισμό και τις ταυτόχρονες πρακτικές συμφωνίες με τους ρεφορμιστές στους επιμέρους αγώνες.

Στη Βρετανία, η ακαταλληλότητα του τελεσιγραφισμού βγάζει μάτι λόγω της εξαιρετικής αδυναμίας του Κόμματος. Στη Γερμανία τα ολέθρια αποτελέσματα του τελεσιγραφισμού καλύπτονται κάπως από τη σημαντική αριθμητική δύναμη του Κόμματος και από την ανάπτυξή του. Αλλά το γερμανικό Κόμμα αναπτύσσεται χάρη στην πίεση των γεγονότων και όχι χάρη στην πολιτική της ηγεσίας του: όχι εξαιτίας, αλλά παρά τον τελεσιγραφισμό. Επιπλέον, η αριθμητική ανάπτυξη του Κόμματος δε θα παίξει τον αποφασιστικό ρόλο. Αυτό που αποφασίζει είναι ο πολιτικός συσχετισμός ανάμεσα στο Κόμμα και την τάξη. Πάνω σ’ αυτή τη γραμμή, που είναι θεμελιακή, η κατάσταση δεν βελτιώνεται, γιατί το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας έχει τοποθετήσει ανάμεσα στον εαυτό του και την τάξη το αγκαθωτό συρματόπλεγμα του τελεσιγραφισμού.

Τα Ζικ Ζακ των Σταλινικών στο Ζήτημα του Ενιαίου Μετώπου

Η πρώην σοσιαλδημοκράτισσα Τόρσορς (από το Ντίσελντορφ) που πέρασε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, μίλησε εκμέρους του Κόμματος, στα μέσα του Γενάρη, στη Φρανκφούρτη. Στην επίσημη έκθεσή της είπε: «Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έχουν αποκαλυφθεί αρκετά, και είναι χαμένος κόπος να συνεχίζουμε τις προσπάθειες μας προς αυτήν την κατεύθυνση για την ενότητα από τα πάνω». Παραθέτουμε από την κομμουνιστική εφημερίδα της Φρανκφούρτης που επαινεί πολύ αυτή την έκθεση. «Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έχουν αποκαλυφθεί αρκετά». «Αρκετά» για την ίδια την ομιλήτρια, που πέρασε από τη Σοσιαλδημοκρατία στον Κομμουνισμό (πράγμα, βέβαια, που είναι προς τιμήν της), αλλά καθόλου «αρκετά» για τα εκατομμύρια εκείνα των εργατών που ψηφίζουν τη Σοσιαλδημοκρατία και στηρίζουν τη ρεφορμιστική γραφειοκρατία των συνδικάτων.

Δεν είναι, ωστόσο, ανάγκη να αναφερθούμε σε μια απομονωμένη έκθεση. Στη διακήρυξη της τελευταίας «Ρότε Φάνε» που πήρα (28 του Γενάρη 1932), γράφουν γι’ άλλη μια φορά ότι το ενιαίο μέτωπο δεν μπορεί να γίνει παρά ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, και χωρίς αυτούς. Η απόδειξη; «Κανείς από αυτούς που έζησαν και έχουν την πείρα από τη δουλειά αυτών των ηγετών τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια δε θα τους πιστέψει». Και τι θα γίνει, ρωτάμε εμείς, με κείνους που συμμετέχουν στην πολιτική λιγότερα από δεκαοχτώ χρόνια ή κι ακόμα λιγότερους από δεκαοχτώ μήνες; Από το τέλος του πολέμου μεγάλωσαν πολλές πολιτικές γενιές που πρέπει να αποκτήσουν την πείρα της παλιάς γενιάς, έστω και σε μια πολύ περιορισμένη κλίμακα. «Το ζήτημα είναι, δίδασκε ο Λένιν τους υπεραριστερούς, να μην παίρνουμε αυτό που έχει παλιώσει για μας σαν να έχει παλιώσει και για την τάξη, για τις μάζες».

Επιπλέον, ακόμα και η παλιά γενιά, εκείνη που έζησε την πείρα των δεκαοχτώ αυτών χρόνων, δεν έχει καθόλου σπάσει τις σχέσεις της με τους ηγέτες. Αντίθετα, είναι ακριβώς η Σοσιαλδημοκρατία που κρατάει ακόμα πολλούς «παλαίμαχους», δεμένους με το Κόμμα αυτό με μακρόχρονες παραδόσεις. Είναι λυπηρό, φυσικά, που οι μάζες μαθαίνουν τόσο αργά. Αλλά σε ένα μεγάλο βαθμό την ευθύνη γι’ αυτό την έχουν οι κομμουνιστές «παιδαγωγοί» που στάθηκαν ανίκανοι να ξεσκεπάσουν καθαρά και ξάστερα την εγκληματική φύση του ρεφορμισμού. Το ελάχιστο που πρέπει να κάνουμε τώρα είναι να χρησιμοποιήσουμε τη νέα κατάσταση, και, ταυτόχρονα, όταν η προσοχή των μαζών είναι εξαιρετικά τεταμένη από τον θανάσιμο κίνδυνο, να υποβάλουμε τους ρεφορμιστές σε μια καινούρια και, ίσως, αυτή τη φορά, αληθινά αποφασιστική δοκιμασία.

Χωρίς να κρύψουμε τίποτε ή να μαλακώσουμε τη γνώμη μας για τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, μπορούμε και πρέπει να πούμε στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες: Αφού, από τη μια μεριά, θέλετε να παλέψετε μαζί μας, και, από την άλλη, δεν θέλετε ακόμα να σπάσετε τους δεσμούς με τους ηγέτες σας, νά τι σας προτείνουμε: υποχρεώσετε τους ηγέτες σας να ενωθούν μαζί μας σ’ έναν κοινό αγώνα γι’ αυτόν και για τον άλλο πρακτικό σκοπό, μ’ αυτόν ή με κείνον τον τρόπο. Όσο για μας, εμείς, οι κομμουνιστές, είμαστε ήδη έτοιμοι. Τι πιο απλό, πιο καθαρό, πιο πειστικό μπορεί να ειπωθεί;

Με αυτήν ακριβώς την έννοια –και με τη συνειδητή πρόθεση να προκαλέσω την ειλικρινή φρίκη των ξεροκέφαλων και την υποκριτική αγανάκτηση των τσαρλατάνων– έγραψα ότι στον πόλεμο ενάντια στο φασισμό είμαστε έτοιμοι να συνάψουμε πρακτικές στρατιωτικές συμφωνίες με τον διάβολο και με τη γιαγιά του, ακόμα και με τον Νόσκε και με τον Τσέργκιμπελ[2].

Το ίδιο το επίσημο κόμμα παραβιάζει, σε κάθε βήμα, τη θνησιγενή πολιτική του. Στις εκκλήσεις του για το «Κόκκινο Ενιαίο Μέτωπο» (με τον εαυτό του) προβάλλει ανελλιπώς τη διεκδίκηση για την «χωρίς όρους ελευθερία του προλεταριακού Τύπου και το δικαιωμα της διαδήλωσης, της συγκέντρωσης και της οργάνωσης». Το σύνθημα αυτό είναι πέρα για πέρα σωστό. Αλλά στο μέτρο που το Κομμουνιστικό Κόμμα μιλάει για εφημερίδες, συγκεντρώσεις κλπ., προλεταριακές και όχι μονάχα κομμουνιστικές, προβάλλει στην πραγματικότητα το σύνθημα του ενιαίου μετώπου με την ίδια τη Σοσιαλδημοκρατία που εκδίδει εργατικές εφημερίδες, οργανώνει συγκεντρώσεις κλπ. Το να προωθείς πολιτικά συνθήματα, που κλείνουν μέσα τους την ιδέα του ενιαίου μετώπου με τη Σοσιαλδημοκρατία και να απορρίπτεις πρακτικές συμφωνίες μαζί της για να παλέψεις γι’ αυτά τα συνθήματα –αυτό είναι το άκρον άωτον του παραλογισμού.

Ο Μίντσενμπεργκ, που η περιστασιακά πρακτική κοινή λογική του ήρθε σε σύγκρουση με «τη γενική γραμμή», έγραψε το Νοέμβρη στην «Κόκκινη Ανοικοδόμηση»: «Είναι αλήθεια ότι ο Εθνικοσοσιαλισμός είναι η πιο αντιδραστική, η πιο σοβινιστική και η πιο κτηνώδης πτέρυγα του φασιστικού κινήματος στη Γερμανία και ότι όλοι οι πραγματικά Αριστεροί (!) κύκλοι έχουν ζωτικό συμφέρον να εμποδίσουν τη διόγκωση της επιρροής και της δύναμης αυτής της πτέρυγας του γερμανικού φασισμού». Αν το κόμμα του Χίτλερ είναι «η πιο αντιδραστική και η πιο κτηνώδης πτέρυγα», τότε το καθεστώς Μπρίνιγκ είναι, τουλάχιστον, λιγότερο κτηνώδες και λιγότερο αντιδραστικό. Ο Μίντσενμπεργκ, εδώ, ερωτοτροπεί λαθραία με τη θεωρία του «μικρότερου κακού». Για να σώσει τα προσχήματα της ορθοδοξίας ο Μίντσενμπεργκ διακρίνει διάφορα είδη φασισμού: τον ελαφρό, το μέτριο και το βαρύ, σαν να επρόκειτο για τούρκικο ταμπάκο. Αλλά αν όλοι οι «Αριστεροί κύκλοι» (δεν έχουν όνομα;) ενδιαφέρονται για τη νίκη ενάντια στο φασισμό, τότε δεν είναι επιτακτικό να υποβάλουμε αυτούς τους κύκλους στη δοκιμασία της δράσης;

Δεν είναι φανερό πως θά ’πρεπε να έχουμε αρπάξει και με τα δυο χέρια τη διπλωματική και διφορούμενη προσφορά του Μπράιτσαϊντ, και ότι από τη δική μας πλευρά θά ’πρεπε να έχουμε υποβάλλει ένα συγκεκριμένο και καλομελετημένο λεπτομερειακό πρακτικό πρόγραμμα για μια ενωμένη πάλη ενάντια στο φασισμό και νά ’χουμε ζητήσει μια κοινή σύνοδο των Εκτελεστικών Επιτροπών των δυο Κομμάτων με τη συμμετοχή της Εκτελεστικής Επιτροπής των ανεξάρτητων συνδικάτων; Ταυτόχρονα θά ’πρεπε να έχουμε ενεργήσει δραστήρια για να διεισδύσει το ίδιο αυτό πρόγραμμα στη βάση, σ’ όλα τα στρώματα των δυο κομμάτων και στις μάζες. Οι διαπραγματεύσεις θα έπρεπε να γίνονται ανοικτά, μπροστά στα μάτια όλου του έθνους: Τα καθημερινά πρακτικά αυτών των διαπραγματεύσεων, θά ’πρεπε να δημοσιεύονται στον Τύπο χωρίς διαστρεβλώσεις και παράλογα κατασκευάσματα. Μια τέτοια αγκιτάτσια, με την οξύτητα και την ευθύτητά της θα μιλούσε στους εργάτες πολύ πιο αποτελεσματικά από τους ασταμάτητους θορύβους για τον «σοσιαλφασισμό». Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η Σοσιαλδημοκρατία δεν θα μπορούσε να κρυφτεί ούτε μια μόνο μέρα πίσω από τη χάρτινη πομπή του «Σιδερένιου Μετώπου».

Καθένας θα πρέπει να διαβάσει την μπροσούρα του Λένιν: Ο «Αριστερισμός», η Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού. Σήμερα είναι το πιο επίκαιρο βιβλίο. Αναφερόμενος ακριβώς σε καταστάσεις όμοιες με αυτήν της σημερινής Γερμανίας, ο Λένιν –παραθέτω κατά λέξη– γράφει: «Η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το Κομμουνιστικό του Κόμμα, να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυραίων. Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτή την τακτική έτσι που να ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη», (όπ.π., σελ. 59).

Αλλά το Κομμουνιστικό Κόμμα τι κάνει; Κάθε μέρα επαναλαμβάνει στις εφημερίδες του ότι το μόνο «ενιαίο μέτωπο που δέχεται είναι αυτό που κατευθύνεται ενάντια στους Μπρίνιγκ, Σέβεριγκ, Λάιπαρτ, Χίτλερ και στους όμοιούς τους». Είναι αναμφισβήτητο ότι, μπροστά σε μια προλεταριακή εξέγερση, δεν θα υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους Μπρίνιγκ, Σέβεριγκ, Λάιπαρτ και Χίτλερ. Ενάντια στην μπολσεβίκικη εξέγερση του Οκτώβρη, οι Σοσιαλεπαναστάτες και οι Μενσεβίκοι ενώθηκαν με τους Καντέτους[3] και τους κορνιλοφικούς. Ο Κερένσκι έστελνε στην Πετρούπολη τις Μαύρες Εκατονταρχίες και τους Κοζάκους του στρατηγού Κράσνοφ. Οι Μενσεβίκοι υποστήριζαν τον Κερένσκι και τον Κράσνοφ. Οι Σοσιαλ-Επαναστάτες οργάνωναν την εξέγερση των γιούγκερς κάτω από την ηγεσία μοναρχικών αξιωματικών.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει καθόλου ότι ο Μπρίνιγκ, ο Σέβεριγκ, ο Λάιπαρτ και ο Χίτλερ ανήκουν πάντα και κάτω απ’ όλες τις συνθήκες στο ίδιο στρατόπεδο. Ακριβώς τώρα τα συμφέροντά τους είναι διαφορετικά. Στη δοσμένη στιγμή το ζήτημα που τίθεται μπροστά στη Σοσιαλδημοκρατία είναι όχι τόσο να υπερασπίσει τις βάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση όσο να υπερασπίσει το μισοκοινοβουλευτικό αστικό σύστημα ενάντια στο φασισμό. Το να αρνηθείς να χρησιμοποιήσεις αυτό τον ανταγωνισμό θα ήταν μια πράξη μνημειώδους βλακείας.

«Να κάνεις πόλεμο, έγραφε ο Λένιν στον Αριστερισμό, για την ανατροπή της διεθνούς αστικής τάξης… και να παραιτείσαι προκαταβολικά από τους ελιγμούς, από την εκμετάλλευση της αντίθεσης των συμφερόντων (έστω και προσωρινής) μεταξύ των εχθρών, από τις συμφωνίες και τους συμβιβασμούς με τους ενδεχόμενους (έστω προσωρινούς, ασταθείς, ταλαντευόμενους, συμβατικούς) συμμάχους –δεν είναι πράγμα σε αφάνταστο βαθμό γελοίο», (όπ.π., σελ. 54). Παραθέτουμε πάντα τα αποσπάσματα κατά λέξη –οι λέξεις μέσα στις παρενθέσεις είναι υπογραμμισμένες από τον Λένιν.

Και λίγο πιο κάτω: «Μπορείς να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο, μόνο εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις και χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά, με την πιο μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα κάθε, έστω και την ελάχιστη, “ρωγμή” ανάμεσα στους εχθρούς», (όπ.π., σελ. 55).

Τι κάνουν, όμως, οι Τέλμαν και Ρέμελε κάτω από την καθοδήγηση του Μανουίλσκι; Με όλες τους τις δυνάμεις, με θεωρία το σοσιαλφασισμό και πρακτική το σαμποτάζ του ενιαίου μετώπου, προσπαθούν να κλείσουν το ρήγμα –και τι ρήγμα!– ανάμεσα στη Σοσιαλδημοκρατία και το φασισμό.

Ο Λένιν απαιτούσε να χρησιμοποιούμε «κάθε ευκαιρία για να κερδίσουμε έναν μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό». «Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, έγραφε, δεν κατάλαβε ούτε ένα γιώτα από το μαρξισμό και από τον επιστημονικό, σύγχρονο σοσιαλισμό γενικά», (όπ.π.). Ξεβουλώστε τ’ αυτιά σας, προφήτες της νέας σταλινικής σχολής. Εδώ γράφει καθαρά και ξάστερα ότι δε έχετε καταλάβει τίποτε από το μαρξισμό. Είναι ο Λένιν που σας μιλάει. Repondez s’il vous plait! (Απαντήστε, παρακαλώ!).

Και οι σταλινικοί απαντούν: χωρίς τη νίκη ενάντια στη Σοσιαλδημοκρατία, η νίκη ενάντια στο φασισμό είναι αδύνατη. Είναι αλήθεια αυτό; Με μια ορισμένη έννοια, είναι. Αλλά και το αντίστροφο θεώρημα είναι επίσης αληθινό: χωρίς μια νίκη ενάντια στον ιταλικό φασισμό, η νίκη ενάντια στην ιταλική Σοσιαλδημοκρατία είναι αδύνατη. Και ο φασισμός και η Σοσιαλδημοκρατία είναι όργανα στα χέρια της μπουρζουαζίας. Όσο κυριαρχεί το κεφάλαιο, ο φασισμός και η Σοσιαλδημοκρατία θα υπάρχουν σε διάφορους συνδυασμούς. Έτσι, όλα τα ζητήματα ανάγονται σ’ έναν και τον ίδιο πάντα παρονομαστή: το προλεταριάτο πρέπει να ανατρέψει το αστικό καθεστώς.

Αλλά τώρα ακριβώς, που το καθεστώς αυτό τρικλίζει στη Γερμανία, ο φασισμός τρέχει να το στηρίξει. Για να συλλάβουμε τον στυλοβάτη του χρειάζεται, λένε, να τελειώνουμε πρώτα με τη Σοσιαλδημοκρατία… Έτσι τα νεκρά σχήματα μας οδηγούν σ’ έναν φαύλο κύκλο. Η μόνη κατανοητή διέξοδος είναι ο τομέας της δράσης. Και ο χαρακτήρας αυτής της δράσης δεν καθορίζεται από τις ταχυδακτυλουργίες των αφηρημένων κατηγοριών, αλλά από τον πραγματικό συσχετισμό των ζωντανών ιστορικών δυνάμεων.

Όχι, όχι!, ξαναλένε οι υπάλληλοι με τυμπανοκρουσίες, θέλουμε «πρώτα» να διαλύσουμε τη Σοσιαλδημοκρατία. Πώς; Είναι πολύ απλό: δίνοντας διαταγή στις οργανώσεις του Κόμματος να στρατολογήσουν μέχρι μια ορισμένη ημερομηνία εκατό χιλιάδες καινούρια μέλη. Στη θέση της πολιτικής πάλης –η αφηρημένη προπαγάνδα. Στη θέση της διαλεκτικής στρατηγικής –το γραφειοκρατικό σχέδιο. Και αν η πραγματική ανάπτυξη της πάλης των τάξεων θέτει, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, μπροστά στην εργατική τάξη το ζήτημα του φασισμού σαν ένα ζήτημα ζωής και θανάτου; Τότε η εργατική τάξη πρέπει να στρίψει το τιμόνι της, να γυρίσει την πλάτη σ’ αυτό το ζήτημα. Πρέπει να τήν αποκοιμίσουμε, πρέπει να τήν πείσουμε ότι το καθήκον της πάλης εναντίον του φασισμού είναι δευτερεύον καθήκον, ότι μπορεί να περιμένει και θα λυθεί μόνο του, ότι ο φασισμός στην πραγματικότητα κυριαρχεί ήδη, ότι ο Χίτλερ δεν θα φέρει τίποτε το καινούριο, ότι δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τον Χίτλερ, ότι ο Χίτλερ απλά θα ανοίξει το δρόμο για τους κομμουνιστές.

Μήπως υπερβάλουμε; Όχι, αυτή είναι η συγκεκριμένη και αναμφισβήτητη σκέψη που κατευθύνει τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Δεν τήν σπρώχνουν πάντα μέχρι την τελική της συνέπεια. Στην επαφή τους με τις μάζες, συνήθως υποχωρούν οι ίδιοι μπροστά στο έσχατο συμπέρασμα. Φτιάχνουν ένα πολιτικό συνονθύλευμα, συγχύζοντας τον εαυτό τους και τους εργάτες. Αλλά σε όλες τις περιπτώσεις που προσπαθούν να ενώσουν τις δυο άκρες, ξεκινάνε από την αντίληψη ότι η νίκη του φασισμού είναι αναπόφευκτη.

Στις 14 του Οκτώβρη 1931, ο Ρέμελε, ένας από τους τρεις επίσημους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, έλεγε στο Ράιχσταγκ: «Ο κ. Μπρίνιγκ το είπε πολύ καθαρά: όταν αυτοί (οι φασίστες) θα είναι στην εξουσία, τότε το ενιαίο μέτωπο του προλεταριάτου θα εγκαθιδρυθεί και θα σαρώσει τα πάντα (θύελλα χειροκροτημάτων από τη μεριά των κομμουνιστών)». Ο Μπρίνιγκ, με μια τέτοια προοπτική, φοβερίζει την μπουρζουαζία και τη Σοσιαλδημοκρατία –και αυτό είναι ευνόητο: έτσι προστατεύει τη θέση του. Αλλά ο Ρέμελε –είναι αίσχος να παρηγορεί τους εργάτες με μια τέτοια προοπτική. Έτσι, προετοιμάζει το δρόμο για την κυριαρχία του Χίτλερ, γιατί η προοπτική αυτή είναι στο σύνολό της βαθιά λαθεμένη και φανερώνει την πλήρη ανικανότητά του να κατανοήσει την ψυχολογία των μαζών και τη διαλεκτική της επαναστατικής πάλης.

Αν το γερμανικό προλεταριάτο, που μπροστά στα μάτια του εξελίσσονται τώρα ανοιχτά όλα τα γεγονότα, επέτρεπε στους φασίστες να φτάσουν στην εξουσία, αν έδειχνε, δηλαδή, μια τέτοια εγκληματική στραβομάρα και παθητικότητα, τότε δεν θα υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να ελπίζουμε ότι μετά την άνοδο των φασιστών στην εξουσία, το ίδιο αυτό προλεταριάτο θα τίναζε άμεσα από πάνω του την παθητικότητά και «θα σάρωνε τα πάντα»: για την ώρα δεν το έχουμε δει αυτό στην Ιταλία. Ο Ρέμελε σκέφτεται ακριβώς όπως οι γάλλοι μικροαστοί φρασεοκόποι του 19ου αιώνα που αποδείχτηκαν πέρα για πέρα ανίκανοι να καθοδηγήσουν τις μάζες, αλλά που, παρ’ όλα αυτά, ήταν πεπεισμένοι, εντελώς σίγουροι, ότι αν ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης καθόταν στο σβέρκο της Δημοκρατίας, ο λαός θα σηκωνόταν αμέσως για να τήν υπερασπίσει και «θα σάρωνε τα πάντα». Όμως, ο λαός που είχε επιτρέψει στον τυχοδιώκτη Λουδοβίκο Βοναπάρτη να καταλάβει την εξουσία, αποδείχτηκε, όπως είναι αυτονόητο, ανίκανος να τον σαρώσει μετά. Πριν απ’ αυτό, χρειάστηκαν καινούρια μεγάλα γεγονότα, ιστορικοί σεισμοί, ακόμα και ένας πόλεμος.

Το ενιαίο μέτωπο του προλεταριάτου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί –σύμφωνα μ’ αυτά που μας λέει ο Ρέμελε– παρά μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Μπορεί να υπάρξει πιο αξιοθρήνητη ομολογία για την ίδια του τη χρεοκοπία; Αφού εμείς, οι Ρέμελε και Σία, είμαστε ανίκανοι να ενώσουμε το προλεταριάτο, φορτώνουμε αυτό το καθήκον στους ώμους του Χίτλερ. Όταν ο Χίτλερ θά ’χει πια ενώσει, για μας, το προλεταριάτο, τότε κι εμείς θα φανούμε σε όλο μας το μεγαλείο. Και ο Ρέμελε συνεχίζει με μια μεγαλόστομη διακήρυξη: «Είμαστε οι αυριανοί νικητές και δεν μπαίνει πια ζήτημα: ποιος θα νικήσει ποιόν; Το ζήτημα αυτό είναι ήδη λυμένο (χειροκροτήματα από τους κομμουνιστές). Μένει μονάχα το ζήτημα να μάθουμε: “Ποια στιγμή θα ανατρέψουμε την μπουρζουαζία”…». Ακριβώς έτσι! Αυτό εμείς στη Ρωσία το λέμε: να απλώνεις ένα δάχτυλο και να τρυπάς τον ουρανό. Είμαστε οι νικητές της αύριο. Εκείνο που μας λείπει σήμερα είναι το ενιαίο μέτωπο. Θα μας το προσφέρει αύριο ο Χίτλερ, όταν θά ’ρθει στην εξουσία. Μα αυτό σημαίνει ότι ο νικητής της αύριο δεν θά ’ναι ο Ρέμελε αλλά ο Χίτλερ. Και τότε μπορείτε να χαράξετε βαθιά μέσα στο μυαλό σας τούτο δω: η στιγμή της νίκης των κομμουνιστών δεν θα έρθει τόσο γρήγορα.

Ο Ρέμελε αισθάνεται και ο ίδιος ότι η αισιοδοξία του κουτσαίνει από το αριστερό της πόδι και προσπαθεί να τήν στηρίξει. «Οι κύριοι φασίστες δεν μας φοβίζουν. Θα χρεοκοπήσουν πιο γρήγορα από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση. (“Πολύ σωστά”!, ακούγεται από τα έδρανα των κομμουνιστών)». Και να η απόδειξη: οι φασίστες θέλουν τον πληθωρισμό, και αυτό σημαίνει καταστροφή για τις λαϊκές μάζες. Όλα, συνεπώς, θα στραφούν προς το καλύτερο. Έτσι, ο ρητορικός πληθωρισμός του Ρέμελε ξεστρατίζει τους γερμανούς εργάτες.

Έχουμε μπροστά μας τον προγραμματικό λόγο ενός επίσημου ηγέτη του Κόμματος, που κυκλοφόρησε σ’ έναν τεράστιο αριθμό αντιτύπων για τις ανάγκες της κομμουνιστικής στρατολόγησης: στο λόγο επισυνάπτεται ένα δελτίο προσχώρησης στο Κόμμα. Και ο προγραμματικός αυτός λόγος στηρίζεται πέρα για πέρα στη συνθηκολόγηση μπροστά στο φασισμό. «Εμείς, δεν φοβόμαστε», τον ερχομό του Χίτλερ στην εξουσία. Τι είναι αυτό, αν όχι μια φόρμουλα της ανανδρίας αναποδογυρισμένη; «Εμείς», δεν θεωρούμε τον εαυτό μας ικανό να εμποδίσει τον Χίτλερ να φτάσει στην εξουσία. Ακόμα χειρότερα: «Εμείς», οι γραφειοκράτες, είμαστε τόσο σάπιοι που δεν τολμάμε να σκεφτούμε στα σοβαρά τον αγώνα εναντίον του Χίτλερ. Γι’ αυτό «δεν φοβόμαστε». Τι δεν φοβόμαστε: την πάλη εναντίον του Χίτλερ; Όχι, όχι!, δεν φοβούνται… τη νίκη του Χίτλερ. Δεν φοβούνται να αρνηθούν την πάλη. Δεν φοβούνται να ομολογήσουν τη δειλία τους. Αίσχος!

Σ’ ένα από τα προηγούμενα φυλλάδιά μου έγραφα ότι η σταλινική γραφειοκρατία θέλει να στήσει στον Χίτλερ μια παγίδα –με τη μορφή της κρατικής εξουσίας. Οι δημοσιογράφοι που πηγαινοέρχονται από τον Μίντσενμπεργκ[4] ως τον Ουλστάιν και από τον Μόσε ως τον Μίντσενμπεργκ ανακοίνωσαν αμέσως ότι «ο Τρότσκι συκοφαντεί το Κομμουνιστικό Κόμμα». Δεν είναι πράγματι ολοφάνερο ότι, από το μίσος του προς τον κομμουνισμό, από την αντιπάθειά του προς το γερμανικό προλεταριάτο, από τη φλογερή του επιθυμία να σώσει τον γερμανικό καπιταλισμό –ναι, ο Τρότσκι φορτώνει στη σταλινική γραφειοκρατία ένα σχέδιο συνθηκολόγησης; Στην πραγματικότητα, δεν έκανα τίποτε περισσότερο από το να συνοψίσω τον προγραμματικό λόγο του Ρέμελε και το θεωρητικό άρθρο του Τέλμαν. Πού είναι, λοιπόν, η συκοφαντία;

Πέρα απ’ αυτό, τόσο ο Τέλμαν όσο και ο Ρέμελε είναι απλά προσηλωμένοι στο σταλινικό ευαγγέλιο. Ας θυμηθούμε γι’ άλλη μια φορά πώς εκφραζόταν ο Στάλιν το φθινόπωρο του 1923, όταν καθετί στη Γερμανία στηριζόταν –όπως και σήμερα– στην κόψη του ξυραφιού: «Αν οι κομμουνιστές, έγραφε ο Στάλιν στον Ζινόβιεφ και τον Μπουχάριν, προσπαθήσουν (στο δοσμένο στάδιο) να καταλάβουν την εξουσία χωρίς τους σοσιαλδημοκράτες, είναι αρκετά ώριμοι για να το κάνουν; Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το ζήτημα… Αν σήμερα η εξουσία στη Γερμανία, ας πούμε, έπεφτε, και οι κομμουνιστές την καταλάβαιναν, θα κατάρρεαν παταγωδώς. Αυτό στην “καλύτερη” περίπτωση. Και στη χειρότερη θα συντρίβονταν και θα ρίχνονταν πίσω… Βέβαια, οι φασίστες δεν κοιμούνται, αλλά μας συμφέρει να επιτεθούν πρώτοι: αυτό θα συσπειρώσει ολόκληρη την εργατική τάξη γύρω από τους κομμουνιστές… Κατά τη γνώμη μου, οι Γερμανοί πρέπει να συγκρατηθούν και όχι να ενθαρρύνονται», (Λ. Τρότσκι: Η Τρίτη Διεθνής μετά τον Λένιν, τόμ. 1ος, σελ. 249-250, εκδόσεις «ΑΛΛΑΓΗ»).

Στην μπροσούρα του «Η Γενική Απεργία», ο Λάγκνερ γράφει: «Η διαβεβαίωση (του Μπράντλερ) ότι η πάλη τον Οκτώβρη (του 1923) θα είχε καταλήξει απλά σε μια “αποφασιστική ήττα” δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να συγκαλύψει τα οπορτουνιστικά λάθη και την οπορτουνιστική συνθηκολόγηση χωρίς μάχη», (σελ. 101). Αυτό είναι πέρα για πέρα σωστό. Αλλά ποιος ήταν ο ηθικός αυτουργός της «συνθηκολόγησης χωρίς μάχη»; Ποιος «συγκρατούσε» αντί να «ενθαρρύνει»; Το 1931, ο Στάλιν δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναπτύσσει τη φόρμουλά του, του 1923: αν οι φασίστες καταλάβουν την εξουσία, το μόνο που θα κάνουν είναι να μας ανοίξουν το δρόμο. Φυσικά είναι λιγότερο επικίνδυνο να επιτίθεται κανείς στον Μπράντλερ παρά στον Στάλιν: οι Λάγκνερ το ξέρουν αυτό πολύ καλά…

Είναι αλήθεια ότι, τους δυο τελευταίους μήνες –όχι χωρίς την επίδραση ειλικρινών διαμαρτυριών από την Αριστερά– έχει συμβεί μια ορισμένη αλλαγή: το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν λέει πια ότι ο Χίτλερ πρέπει να φτάσει στην εξουσία για να χρεοκοπήσει γρήγορα. Τώρα τονίζει περισσότερο την αντίθετη πλευρά του ζητήματος. Η πάλη ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί να αναβληθεί μέχρι την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η πάλη πρέπει να διεξαχθεί τώρα, ξεσηκώνοντας τους εργάτες εναντίον των διαταγμάτων του Μπρίνιγκ, πλαταίνοντας και βαθαίνοντας τη σύγκρουση στην οικονομική και πολιτική αρένα. Αυτά είναι ολότελα σωστά. Ό,τι ειπώθηκε, μέσα σ’ αυτά τα όρια, από τους αντιπροσώπους του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι αναμφισβήτητο. Ως εδώ δεν υπάρχουν διαφωνίες ανάμεσά μας. Αλλά παραμένει ακόμα το πιο σημαντικό ζήτημα: πώς θα περάσουμε από τα λόγια στην πράξη;

Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του Κόμματος όπως και ένα σημαντικό μέρος από τα στελέχη του θέλουν ειλικρινά –δεν αμφιβάλλουμε καθόλου γι’ αυτό– τον αγώνα. Αλλά πρέπει να αντικρίζουμε ανοικτά την πραγματικότητα: ο αγώνας αυτός δε γίνεται και δε βλέπουμε κανένα σημάδι που να δείχνει ότι έρχεται. Τα διατάγματα του Μπρίνιγκ πέρασαν ατιμώρητα. Η χριστουγεννιάτικη ανακωχή δεν έσπασε. Η πολιτική των τμηματικών αιφνιδιαστικών απεργιών, αν κρίνουμε από τον απολογισμό στον ίδιο τον κομμουνιστικό Τύπο, δεν ολοκληρώθηκε με σοβαρές επιτυχίες. Οι εργάτες το βλέπουν αυτό. Κανείς δεν μπορεί να τους πείσει με ξεφωνητά.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα ρίχνει στους ώμους της Σοσιαλδημοκρατίας την ευθύνη για την παθητικότητα των μαζών. Με μια ιστορική έννοια αυτό είναι αναμφισβήτητο. Αλλά εμείς δεν είμαστε ιστορικοί, είμαστε επαναστάτες πολιτικοί. Το καθήκον μας δεν είναι να κάνουμε ιστορικές έρευνες, αλλά να αναζητούμε μια διέξοδο.

Το SAP (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα), που από την αρχή της ύπαρξής του έθεσε τυπικά το ζήτημα της πάλης ενάντια στο φασισμό (κυρίως με τα άρθρα των Ρόζενφελντ και Σάιντεβιτς), έκανε ένα ορισμένο βήμα προς τα μπρος, προτείνοντας να συμπέσει η αντεπίθεση με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ο Τύπος του ζητάει τώρα να αρχίσει αμέσως η πάλη για την απόκρουση του φασισμού, με την κινητοποίηση των εργατών ενάντια στην πείνα και τον αστυνομικό ζυγό. Δεχόμαστε πρόθυμα ότι η αλλαγή στην πολιτική του ΣΕΚ έγινε κάτω από την επίδραση της κομμουνιστικής κριτικής: ένα από τα καθήκοντα του κομμουνισμού είναι ακριβώς να σπρώχνει τον κεντρισμό μπροστά, κριτικάροντας τη διπλή φύση του. Αλλά από μόνη της αυτή η κριτική είναι ανεπαρκής: πρέπει να χρησιμοποιήσουμε πολιτικά τους καρπούς της κριτικής αυτής, προτείνοντας στο ΣΕΚ να περάσει από τα λόγια στην πράξη. Πρέπει να υποβάλουμε το ΣΕΚ σε μια δημόσια και συγκεκριμένη δοκιμασία: όχι με την ανάλυση απομονωμένων τσιτάτων –αυτό δεν είναι αρκετό– αλλά προτείνοντάς του μια συμφωνία πάνω σε συγκεκριμένα πρακτικά βήματα ενάντια στον εχθρό. Αν το ΣΕΚ αποκαλύψει τη γύμνια και την ανικανότητά του, το κύρος του Κομμουνιστικού Κόμματος θα ανέβει περισσότερο και το ενδιάμεσο κόμμα θα διαλυθεί γρηγορότερα. Τι έχει να φοβηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα;

Δεν είναι, ωστόσο, αλήθεια ότι το ΣΕΚ δε θέλει να παλέψει στα σοβαρά. Υπάρχουν μέσα του διάφορες τάσεις. Για την ώρα, στο μέτρο που το ζήτημα περιορίζεται στην αφηρημένη προπαγάνδα για το ενιαίο μέτωπο, οι εσωτερικές του αντιφάσεις αμβλύνονται. Όταν αρχίσει η πάλη, θα ξεπηδήσουν στην επιφάνεια. Και μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί να ωφεληθεί απ’ αυτό.

Αλλά μένει ακόμα το πιο σημαντικό ζήτημα. Το ζήτημα του Σοσιαλ-Δημοκρατικού Κόμματος. Αν απορρίψει τις πρακτικές αυτές προτάσεις που αποδέχεται το ΣΕΚ, θα δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση. Οι κεντριστές που θα προτιμούσαν να μένουν καβάλα στο φράκτη ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Σοσιαλδημοκρατία, για να κατηγορούν πρώτα τον ένα και μετά τον άλλο και να δυναμώνουν σε βάρος και των δυο (μια τέτοια φιλοσοφία αναπτύχθηκε από τον Ούρμπανς), θα έμεναν αιωρούμενοι γιατί θα γινόταν αμέσως φανερό ότι είναι η Σοσιαλδημοκρατία που σαμποτάρει την επαναστατική πάλη. Δεν είναι αυτό ένα σοβαρό κέρδος; Οι εργάτες του ΣΕΚ θα στρέφονταν από τη στιγμή εκείνη, και με τρόπο αποφασιστικό, προς το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Αλλά η άρνηση των Βελς και Σία να δεχτούν το πρόγραμμα της ενωμένης δράσης που υιοθέτησε το ΣΕΚ δε θα περνούσε ατιμώρητα ούτε για την ίδια τη Σοσιαλδημοκρατία. Το «Φόρβαϊρτς» θά ’χανε αμέσως το πλεονέκτημα που έχει να παραπονιέται για την παθητικότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η έλξη των σοσιαλδημοκρατών εργατών προς το ενιαίο μέτωπο θα μεγάλωνε αμέσως και αυτό θα ισοδυναμούσε με έλξη προς το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν είναι καθαρό αυτό;
Σε κάθε έναν από τους σταθμούς και τις στροφές αυτές, το Κομμουνιστικό Κόμμα θά ’βρισκε καινούριες πηγές. Αντί να επαναλαμβάνει μονότονα πάντα τις ίδιες ολοέτοιμες φόρμουλες μπροστά στο ίδιο πάντα ακροατήριο, θα γινόταν ικανό να θέσει σε κίνηση καινούρια στρώματα, να τα διαπαιδαγωγήσει πάνω στη βάση μιας ζωντανής πείρας, να τα ατσαλώσει και να στεριώσει την ηγεμονία του μέσα στην εργατική τάξη.

Σύγχρονα, ούτε για μια στιγμή δεν πρέπει κανείς να υποθέσει ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί να αρνηθεί την ανεξάρτητη ηγεσία του στις απεργίες, στις διαδηλώσεις και στις πολιτικές καμπάνιες. Διατηρεί την πλήρη ελευθερία του στη δράση. Δεν περιμένει κανέναν. Αλλά πάνω στη βάση των νέων του δραστηριοτήτων, κάνει μια ενεργητική πολιτική ελιγμών σε σχέση μ’ όλες τις άλλες εργατικές οργανώσεις, ανατινάζει όλα τα φράγματα του συντηρητισμού μέσα στους εργάτες, παρουσιάζει γυμνές τις αντιφάσεις του ρεφορμισμού και του κεντρισμού και επιταχύνει την επαναστατική αποκρυστάλλωση στους κόλπους του προλεταριάτου.

Ιστορική Υπόμνηση πάνω στο Ενιαίο Μέτωπο

Τα επιχειρήματα τα σχετικά με την πολιτική του ενιαίου μετώπου απορρέουν από τόσο θεμελιακές και αδυσώπητες ανάγκες της πάλης τάξη ενάντια σε τάξη (με τη μαρξιστική και όχι με τη γραφειοκρατική έννοια αυτών των λέξεων) που δεν μπορεί κανείς να διαβάσει τις αντιρρήσεις της σταλινικής γραφειοκρατίας χωρίς να κοκκινίσει από ντροπή και αγανάκτηση. Μπορεί κανείς να εξηγεί καθημερινά τις πιο στοιχειώδεις ιδέες στους πιο καθυστερημένους και πιο αμόρφωτους εργάτες και αγρότες, χωρίς να δοκιμάζει την παραμικρή κούραση –γιατί σ’ αυτή την περίπτωση έχει να κάνει με τη διαφώτιση φρέσκων στρωμάτων. Αλίμονο, όμως, σε κείνον που είναι υποχρεωμένος να εξηγήσει και να αποδείξει τις στοιχειώδεις αυτές ιδέες σε ανθρώπους που το μυαλό τους έχει ισοπεδωθεί από τη γραφειοκρατική πρέσα! Τί μπορεί να κάνει κανείς με «ηγέτες» που δεν έχουν στη διάθεσή τους λογικά επιχειρήματα, μα που, αντίθετα, κρατάνε στα χέρια τους ένα εγχειρίδιο με διεθνείς βρισιές; Οι θεμελιώδεις θέσεις του μαρξισμού καταπολεμούνται με μια και την ίδια πάντα λέξη: «αντεπανάσταση»! Αυτή η λέξη έχει φοβερά ξεπέσει στο στόμα εκείνων που μέχρι τώρα με κανέναν τρόπο δεν έχουν ακόμα αποδείξει την ικανότητά τους να κάνουν μια επανάσταση. Παρ’ όλα αυτά, τι θα γίνει με τις αποφάσεις των τεσσάρων πρώτων Συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς; Η σταλινική γραφειοκρατία τις δέχεται; Ναι ή όχι;

Τα ντοκουμέντα υπάρχουν και διατηρούν ακόμα και σήμερα όλη τους τη σπουδαιότητα. Από τον μεγάλο αριθμό αυτών των ντοκουμέντων, διάλεξα τις θέσεις που εγώ ο ίδιος έχω επεξεργαστεί ανάμεσα στο 3ο και το 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς για το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας. Οι θέσεις αυτές εγκρίθηκαν από το Πολιτικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης και από την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, και δημοσιεύτηκαν κείνη την εποχή σε διάφορες κομμουνιστικές εκδόσεις του εξωτερικού. Παρακάτω αναδημοσιεύουμε κατά λέξη το μέρος εκείνο των θέσεων που είναι αφιερωμένο στη διατύπωση και την υπεράσπιση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου:

«… Αλλά είναι ολοφάνερο ότι η ταξική πάλη του προλεταριάτου δε σταματάει στην περίοδο της προετοιμασίας της επανάστασης. Οι συγκρούσεις με τους βιομηχάνους, με την μπουρζουαζία, με το κράτος, με την πρωτοβουλία πότε της μιας και πότε της άλλης πλευράς, αναδύονται με απαράλλακτη κανονικότητα. Σ’ αυτές τις συγκρούσεις, στο μέτρο που αγκαλιάζουν τα ζωτικά συμφέροντα ολόκληρης της εργατικής τάξης, ή της πλειοψηφίας της, ή και ενός οποιουδήποτε μέρους αυτής της τάξης, οι εργατικές μάζες αισθάνονται την ανάγκη της ενότητας στη δράση… Ένα κόμμα που θα αντιταχθεί μηχανικά σ’ αυτή την ανάγκη… θα καταδικαστεί αμετάκλητα στη συνείδηση των εργατών…

Το πρόβλημα του ενιαίου μετώπου –παρά το αναπόφευκτο σχίσμα, στη σημερινή περίοδο, ανάμεσα στις πολιτικές οργανώσεις που στηρίζονται στην εργατική τάξη– πηγάζει από την επείγουσα ανάγκη να εξασφαλιστεί στην εργατική τάξη η δυνατότητα ενός ενωμένου μετώπου στην πάλη της ενάντια στον καπιταλισμό. Για κείνον που δεν κατανοεί αυτό το πρόβλημα, το κόμμα είναι ένας σύλλογος, και όχι μια οργάνωση για μαζική δράση…

Αν το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε σπάσει οριστικά και αμετάκλητα από τη Σοσιαλδημοκρατία, δε θα είχε γίνει ποτέ το κόμμα της προλεταριακής επανάστασης… Αν το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν αναζητούσε οργανωτικά μέσα με στόχο να κάνει δυνατές, σε κάθε δοσμένη στιγμή, κοινές δραστηριότητες πάνω σε αμοιβαίες συμφωνίες ανάμεσα σε κομμουνιστικές και μη κομμουνιστικές (μαζί και τις σοσιαλδημοκρατικές) εργατικές μάζες, θα απόδειχνε μ’ αυτό και μόνο την ανικανότητά του να κερδίσει –στη βάση της μαζικής δράσης– την πλειοψηφία της εργατικής τάξης…

Δεν είναι αρκετό, αφού χωρίσουμε τους κομμουνιστές από το ρεφορμισμό, να τους δέσουμε με την πειθαρχία. Είναι επίσης ανάγκη να εκπαιδευτεί η οργάνωση στο πώς να καθοδηγεί όλες τις συλλογικές δραστηριότητες του προλεταριάτου, σε όλες τις σφαίρες της ζωτικής του πάλης. Αυτό είναι το δεύτερο γράμμα του κομμουνιστικού αλφάβητου.

Το ενιαίο μέτωπο απλώνει έτσι ώστε να περιλαμβάνει μόνο τις εργατικές μάζες ή περιλαμβάνει και τους οπορτουνιστές ηγέτες; Ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο τίθεται το ερώτημα είναι αποτέλεσμα μιας παρανόησης. Αν μπορούσαμε απλά να ενώσουμε τις εργατικές μάζες γύρω από τη σημαία μας… εξαλείφοντας τα ρεφορμιστικά κόμματα ή τις συνδικαλιστικές οργανώσεις –αυτό θα ήταν, βέβαια, το καλύτερο απ’ όλα. Αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση, το πραγματικό ζήτημα που ενιαίου μετώπου δε θα υπήρχε στη σημερινή του μορφή…

Αντίθετα, πέρα από κάθε άλλο υπολογισμό, ενδιαφερόμαστε να βγάλουμε τους ρεφορμιστές από τα καταφύγιά τους και να τους στήσουμε δίπλα μας επικεφαλής των αγωνιζομένων μαζών. Με μια σωστή τακτική, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι προς όφελός μας. Ο κομμουνιστής που αμφιβάλλει ή φοβάται γι’ αυτό, μοιάζει με τον κολυμβητή που θα είχε εγκρίνει θέσεις για τον καλύτερο τρόπο κολύμβησης, αλλά δε θα διακινδύνευε να ριχτεί στο νερό…

Κλείνοντας συμφωνίες με άλλες οργανώσεις, δεσμευόμαστε, φυσικά, σε μια ορισμένη πειθαρχία στη δράση. Αλλά αυτή η πειθαρχία δεν πρέπει να πάρει έναν απόλυτο χαρακτήρα. Στην περίπτωση που οι ρεφορμιστές αρχίσουν να φρενάρουν τον αγώνα, καθαρά σε βάρος του κινήματος και σε αντίφαση με την κατάσταση και τις διαθέσεις των μαζών, εμείς, σαν ανεξάρτητη οργάνωση, διατηρούμε πάντα το δικαιωμα να καθοδηγήσουμε την πάλη μέχρι το τέλος, χωρίς τους προσωρινούς μισοσυμμάχους μας.
Το να βλέπει κανείς σ’ αυτή την πολιτική μια συγχώνευση με τους ρεφορμιστές, αυτό δεν μπορεί να είναι παρά η άποψη ενός δημοσιογράφου, που νομίζει ότι έχει απομακρυνθεί από τον ρεφορμισμό επειδή τον κριτικάρει στα λόγια, χωρίς να βγει από το γραφείο της σύνταξης, αλλά που φοβάται να τον αντιμετωπίσει μπροστά στις εργατικές μάζες, και να τους δόσει έτσι τη δυνατότητα να συγκρίνουν τον κομμουνιστή και τον ρεφορμιστή κάτω από ίσους όρους μέσα στη μαζική πάλη. Πίσω από τον φαινομενικά επαναστατικό αυτό φόβο μιας «συγχώνευσης», στην πραγματικότητα, είναι κρυμμένη μια πολιτική παθητικότητα που θέλει να διατηρήσει μια τέτοια τάξη πραγμάτων μέσα στην οποία οι κομμουνιστές όπως και οι ρεφορμιστές θα έχουν ο καθένας την αυστηρά οροθετημένη σφαίρα της επιρροής τους, τα ακροατήριά τους, τον Τύπο τους –πράγμα που τους φτάνει για να δημιουργούν και οι δυο την αυταπάτη μιας σοβαρής πολιτικής πάλης…

Στο ζήτημα του ενιαίου μετώπου, όπως αυτό αναδύεται, παρατηρούμε μια τάση παθητική και χωρίς νεύρα που καλύπτεται με μια αδιάλλακτη φρασεολογία. Από την πρώτη στιγμή χτυπάει στα μάτια το εξής παράδοξο: τα δεξιά στοιχεία του Κόμματος, με τις κεντριστικές και πασιφιστικές τους τάσεις…, βγαίνουν μπροστά σαν οι πιο ασυμφιλίωτοι αντίπαλοι του ενιαίου μετώπου… Και, από την άλλη πλευρά, τα στοιχεία εκείνα που στις πιο δύσκολες στιγμές κράτησαν τις θέσεις τους ολοκληρωτικά στο πλευρό της 3ης Διεθνούς, τώρα έρχονται μπροστά υπέρ της τακτικής του ενιαίου μετώπου. Αυτή είναι η πραγματική κατάσταση σήμερα –οι οπαδοί της τακτικής της παθητικότητας και οι καιροσκόποι δρουν σήμερα πίσω από τη μάσκα της ψευτοεπαναστατικής αδιαλλαξίας», (Λεόν Τρότσκι: Τα Πέντε Χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, σελ. 345-378 της ρωσικής έκδοσης).

Δε σας φαίνεται ότι οι γραμμές αυτές έχουν γραφτεί σήμερα ενάντια στους Στάλιν, Μανουίλσκι, Τέλμαν, Ρέμελε, Νόιμαν; Στην πραγματικότητα, γράφτηκαν πριν από δέκα χρόνια ενάντια στους Φροσάρ, Κασέν, Σαρλ Ράποπορ, Ντανιέλ Ρενού και τους άλλους γάλλους οπορτουνιστές που είχαν μεταμφιεστεί σε υπεραριστεριστές. Ρωτάμε ευθέως τη σταλινική γραφειοκρατία: οι θέσεις που παραθέσαμε πιο πάνω ήταν μήπως «αντεπαναστατικές» ακόμα και την εποχή που εκφράζανε τη θέση του ρωσικού Πολιτικού Γραφείου, με τον Λένιν επικεφαλής, και προσδιόριζαν την πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς; Ας μην τολμήσουν να απαντήσουν ότι, στην περίοδο που πέρασε, οι συνθήκες άλλαξαν: δεν πρόκειται εδώ για ζητήματα συγκυρίας, αλλά, όπως τονίζεται μέσα στο ίδιο το κείμενο, για το άλφα-βήτα του μαρξισμού.

Έτσι, πριν από δέκα χρόνια, η Κομμουνιστική Διεθνής εξηγούσε ότι η ουσία της πολιτικής του ενιαίου μετώπου βρίσκεται στο εξής: το Κομμουνιστικό Κόμμα αποδείχνει στις μάζες και τις οργανώσεις τους ότι είναι έτοιμο να αγωνιστεί μαζί τους, ακόμα και για τα πιο μέτρια αιτήματα, αν τα αιτήματα αυτά βρίσκονται στο δρόμο της ιστορικής εξέλιξης του προλεταριάτου. Σ’ αυτή την πάλη το Κομμουνιστικό Κόμμα υπολογίζει την πραγματική κατάσταση της εργατικής τάξης σε κάθε δοσμένη στιγμή. Δεν απευθύνεται μονάχα στις μάζες, αλλά και στις οργανώσεις που η ηγεσία τους είναι αναγνωρισμένη από τις μάζες. Μπροστά στα μάτια των μαζών, φέρνει σε αντιπαράθεση τις ρεφορμιστικές οργανώσεις με τα πραγματικά προβλήματα της ταξικής πάλης. Αποκαλύπτοντας καθαρά ότι δεν είναι ο σεκταρισμός του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά το συνειδητό σαμποτάζ των ηγετών της Σοσιαλδημοκρατίας που υποσκάπτει την κοινή πάλη, η πολιτική του ενιαίου μετώπου επιταχύνει την επαναστατική ανάπτυξη της τάξης. Είναι απόλυτα καθαρό ότι αυτές οι αντιλήψεις δεν μπορούν με κανένα τρόπο να παλιώσουν.

Πώς να εξηγήσουμε τότε την απόρριψη της πολιτικής του ενιαίου μετώπου από την Κομμουνιστική Διεθνή; Με τα τερατουργήματα και τις αποτυχίες αυτής της πολιτικής στο παρελθόν. Αν αυτές οι αποτυχίες, που οι αιτίες τους δε βρίσκονται στην ίδια την πολιτική, αλλά στους πολιτικούς, είχαν επισημανθεί, αναλυθεί και μελετηθεί έγκαιρα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας θα είχε θαυμάσια εξοπλιστεί, από την άποψη της στρατηγικής και της τακτικής για τη σημερινή κατάσταση. Αλλά η σταλινική γραφειοκρατία ενεργεί σαν τη μυωπική μαϊμού του μύθου που έβαλε στην ουρά της τα γυαλάκια της και αφού τα έγλειψε χωρίς αποτέλεσμα, αποφάνθηκε πως δεν αξίζουν τίποτε και τά ’σπασε. Πείτε ότι θέλετε, αλλά το λάθος δεν είναι στα γυαλιά.

Τα λάθη που έγιναν στην πολιτική του ενιαίου μετώπου ανήκουν σε δυο κατηγορίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα καθοδηγητικά όργανα του Κομμουνιστικού Κόμματος απευθύνθηκαν στους ρεφορμιστές με την πρόταση να παλέψουν μαζί για ριζοσπαστικά συνθήματα που δεν απέρρεαν από την κατάσταση και δεν έβρισκαν ανταπόκριση στις μάζες. Οι προτάσεις αυτές έμοιαζαν με πυροβολισμούς στον αέρα. Οι μάζες παρέμειναν απαθείς. Οι ρεφορμιστές ηγέτες εξηγούσαν τις προτάσεις αυτές των κομμουνιστών σαν ραδιουργίες που είχαν για στόχο την καταστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, επρόκειτο για μια καθαρά τυπική, διακοσμητική εφαρμογή της πολιτικής του ενιαίου μετώπου, τη στιγμή που, από την ίδια της την ουσία, η πολιτική του ενιαίου μετώπου δεν μπορεί να είναι γόνιμη παρά μόνο στη βάση μιας ρεαλιστικής εκτίμησης της κατάστασης και των διαθέσεων των μαζών. Με τη συχνή και ταυτόχρονα κακή χρήση του, το όπλο των «ανοικτών επιστολών» αχρηστεύτηκε και αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν.

Ο δεύτερος τύπος διαστρέβλωσης είχε έναν πολύ πιο μοιραίο χαρακτήρα. Στα χέρια της σταλινικής γραφειοκρατίας, η πολιτική του ενιαίου μετώπου κατάντησε μια κούρσα για το κέρδισμα συμμάχων, σε βάρος της ανεξαρτησίας του Κομμουνιστικού Κόμματος. Έχοντας την υποστήριξη της Μόσχας και θεωρώντας τον εαυτό τους παντοδύναμο, οι υπάλληλοι της Κομμουνιστικής Διεθνούς νόμισαν στα σοβαρά ότι μπορούν να διατάζουν τις τάξεις, να τους υποδείχνουν δρομολόγια, να συγκρατούν τα απεργιακά και αγροτικά κινήματα στην Κίνα και να εξαγοράζουν τη συμμαχία με τον Τσιαγκ Κάι-σεκ με τίμημα την εγκατάλειψη της ανεξάρτητης πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος, να επανεκπαιδεύουν τη γραφειοκρατία των Τρέιντ-Γιούνιονς, το κύριο αυτό στήριγμα του βρετανικού ιμπεριαλισμού, με εκπαιδευτικά μαθήματα σε συμπόσια στο Λονδίνο ή σε κάποια λουτρόπολη του Καυκάσου, να μεταμορφώνουν τους κροάτες αστούς, τύπου Ράντιτς, σε κομμουνιστές, κτλ., κτλ. Όλα αυτά, βέβαια, επιχειρούνταν με τις καλύτερες προθέσεις: για να επιταχύνουν τις εξελίξεις, εκπληρώνοντας για τις μάζες αυτό που οι ίδιες οι μάζες δεν ήταν ακόμα ώριμες να κάνουν. Δεν είναι ανώφελο να υπενθυμίσουμε ότι, σε μια σειρά χώρες, ιδιαίτερα στην Αυστρία, οι υπάλληλοι της Κομμουνιστικής Διεθνούς δοκίμασαν την ταχύτητα των δακτύλων τους στην περίοδο που πέρασε, δημιουργώντας τεχνητά και «από τα πάνω» μια «αριστερή» Σοσιαλδημοκρατία –που θα χρησίμευε σαν γέφυρα προς τον κομμουνισμό. Και απ’ αυτήν επίσης τη μασκαράτα δε βγήκαν παρά αποτυχίες. Τα αποτελέσματα αυτών των πειραμάτων και αυτών των τυχοδιωκτισμών αποδείχτηκαν αμετάβλητα καταστροφικά. Το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα ρίχτηκε πίσω για πολλά χρόνια.

Τότε ο Μανουίλσκι αποφάσισε να σπάσει τα γυαλιά του, και ο Κούουσινεν –αυτός, για να αποφύγει παραπέρα λάθη, ανακήρυξε όλον τον κόσμο, εκτός από τον εαυτό του και τους φίλους του, φασίστες. Τώρα όλα έγιναν πολύ απλά και πολύ καθαρά, δεν είναι πια δυνατόν να γίνουν τέτοια λάθη. Τι ενιαίο μέτωπο μπορεί να γίνει με τους «σοσιαλφασίστες» ενάντια στους εθνικοφασίστες, ή με τους «αριστερούς σοσιαλφασίστες» ενάντια στους δεξιούς σοσιαλφασίστες; Έτσι, αφού έκανε πάνω από τα κεφάλια μας μια στροφή 180 μοιρών, η σταλινική γραφειοκρατία βρέθηκε αναγκασμένη να απορρίψει τις αποφάσεις των τεσσάρων πρώτων Συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς σαν αντεπαναστατικές.

Τα Μαθήματα της Ρωσικής Εμπειρίας

Σ’ ένα από τα προηγούμενα κεφάλαιά μας αναφερθήκαμε στην μπολσεβίκικη εμπειρία της πάλης ενάντια στον Κορνίλοφ. Οι επίσημοι ηγέτες μάς απάντησαν με μουγκανητά αποδοκιμασίας. Ας επαναλάβουμε γι’ άλλη μια φορά τα κύρια γεγονότα, για να δείξουμε πιο καθαρά και με περισσότερες λεπτομέρειες το πώς η σταλινική σχολή αντλεί μαθήματα από το παρελθόν.

Από τον Ιούλη ως τον Αύγουστο του 1917, ο Κερένσκι, επικεφαλής τότε της κυβέρνησης, εφάρμοσε στην πραγματικότητα το πρόγραμμα του αρχιστράτηγου Κορνίλοφ: επανέφερε στο μέτωπο τα στρατοδικεία και την ποινή του θανάτου, απαγόρευσε ρητά κάθε επιρροή των εκλεγμένων Σοβιέτ πάνω στις κυβερνητικές υποθέσεις, καταπίεσε τους χωρικούς, διπλασίασε την τιμή του ψωμιού (έχοντας στα χέρια του το κρατικό μονοπώλιο του εμπορίου στο στάρι), προετοίμασε την εκκένωση της επαναστατικής Πετρούπολης, συγκέντρωσε, σε συμφωνία με τον Κορνίλοφ, όλα τα αντεπαναστατικά στρατεύματα γύρω από την πρωτεύουσα, υποσχέθηκε στους Συμμάχους να εγκαινιάσει μια καινούρια επίθεση στο μέτωπο κτλ. Αυτό ήταν το γενικό πολιτικό τοπίο.

Στις 26 του Αυγούστου, ο Κορνίλοφ ήρθε σε σύγκρουση με τον Κερένσκι, λόγω των ταλαντεύσεων του τελευταίου, και έριξε το στρατό του ενάντια στην Πετρούπολη. Το Κόμμα των Μπολσεβίκων βρισκόταν σε μια μισοπαράνομη κατάσταση. Οι ηγέτες του, αρχίζοντας από τον Λένιν, βρίσκονταν στην παρανομία ή ήταν στη φυλακή, κατηγορούμενοι για επαφές με το Γενικό Επιτελείο των Χοεντσόλερν. Οι μπολσεβίκικες εφημερίδες είχαν κατασχεθεί. Και όλες αυτές οι διώξεις προέρχονταν από την κυβέρνηση Κερένσκι, που υποστηριζόταν από τα αριστερά από το συνασπισμό των σοσιαλεπαναστατών και των μενσεβίκων βουλευτών.

Ποιά ήταν η στάση του Μπολσεβίκικου Κόμματος; Δε δίστασε ούτε στιγμή να συνάψει μια πρακτική συμμαχία πάλης ενάντια στον Κορνίλοφ με τους δεσμοφύλακές του –τους Κερένσκι, Τσερετέλι, Νταν κτλ. Παντού οργανώθηκαν επιτροπές επαναστατικής άμυνας, μέσα στις οποίες οι μπολσεβίκοι μπήκαν σαν μειοψηφία. Αυτό δεν εμπόδισε τους μπολσεβίκους να αναλάβουν ηγετικό ρόλο: στις συμφωνίες που γίνονται για μαζικές επαναστατικές δραστηριότητες κερδίζει πάντα το πιο συνεπές και το πιο τολμηρό επαναστατικό κόμμα. Οι μπολσεβίκοι βρέθηκαν στις πρώτες γραμμές, έσπασαν τα φράγματα που τους χώριζαν από τους μενσεβίκους εργάτες και προπαντός από τους σοσιαλεπαναστάτες στρατιώτες, και τους τράβηξαν πίσω τους.

Μήπως οι μπολσεβίκοι ακολούθησαν αυτή την πορεία δράσης απλά γιατί βρέθηκαν απροετοίμαστοι; Όχι. Τους προηγούμενους μήνες, οι μπολσεβίκοι είχαν προτείνει δεκάδες και εκατοντάδες φορές στους μενσεβίκους να ενωθούν σ’ έναν κοινό αγώνα ενάντια στην αντεπανάσταση που είχε κινητοποιήσει τις δυνάμεις της. Ακόμα και στις 27 του Μάη, όταν ο Τσερετέλι ξεφώνιζε, ζητώντας καταπιεστικά μέτρα ενάντια στους μπολσεβίκους ναύτες, ο Τρότσκι διακήρυξε σε μια συνεδρίαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης: «Όταν έρθει η ώρα και ο αντεπαναστάτης στρατηγός θα δοκιμάσει να ρίξει τη θηλιά στο λαιμό της επανάστασης, οι Καντέτοι θα περάσουν το σαπούνι στο σκοινί, αλλά οι ναύτες της Κρονστάνδης θά ’ρθουν να παλέψουν και να πεθάνουν πλάι πλάι με μας». Τα λόγια αυτά επιβεβαιώθηκαν κατά γράμμα. Στα μέσα της εκστρατείας του Κορνίλοφ, ο Κερένσκι κάλεσε τους ναύτες του καταδρομικού «Αβρόρα», παρακαλώντας τους να αναλάβουν την υπεράσπιση των Χειμερινών Ανακτόρων. Οι ναύτες αυτοί ήταν όλοι, χωρίς εξαίρεση, μπολσεβίκοι. Μισούσαν τον Κερένσκι. Αυτό, όμως, δεν τους εμπόδισε από το να φρουρήσουν άγρυπνα τα Χειμερινά Ανάκτορα. Οι αντιπρόσωποί τους ήρθαν στις φυλακές του «Κρέστι» να συζητήσουν με τον Τρότσκι που ήταν κλεισμένος εκεί. Τον ρώτησαν: «Γιατί δε συλλαμβάνουμε τον Κερένσκι;». Αλλά η ερώτηση αυτή είχε ένα χαρακτήρα μισοαστείο: οι ναύτες καταλάβαιναν ότι ήταν πρώτα αναγκαιο να συντρίψουν τον Κορνίλοφ και ύστερα να κανονίσουν τους λογαριασμούς τους με τον Κερένσκι. Χάρη σε μια σωστή πολιτική ηγεσία, οι ναύτες του «Αβρόρα» καταλάβαιναν περισσότερα από την Κεντρική Επιτροπή του Τέλμαν.

Την ιστορική μας υπόμνηση, η «Ρότε Φάνε» την χαρακτηρίζει «απατηλή». Γιατί; Μάταιη ερώτηση. Πώς μπορεί να περιμένει κανείς λογικές αναιρέσεις από αυτούς τους ανθρώπους; Με την ποινή της απόλυσης, τους έχουν διατάξει από τη Μόσχα να ουρλιάζουν μόλις προφέρει κανείς το όνομα του Τρότσκι. Εκτελούν τη διαταγή όσο καλύτερα μπορούν. Ο Τρότσκι έκανε, λένε –παραθέτουμε τα λόγια τους: «μια απατηλή σύγκριση ανάμεσα στην πάλη των μπολσεβίκων στη διάρκεια της αντεπαναστατικής ανταρσίας του Κορνίλοφ, στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1917 –την εποχή που οι μπολσεβίκοι πάλευαν με τους μενσεβίκους για την πλειοψηφία στους κόλπους των Σοβιέτ, αμέσως πριν από μια οξεία επαναστατική κατάσταση, την εποχή που οι μπολσεβίκοι εξοπλισμένοι στην πάλη εναντίον του Κορνίλοφ, συνέχιζαν ταυτόχρονα με μια έμμεση επίθεση στον Κερένσκι– με τη σημερινή “πάλη” του Μπρίνιγκ “εναντίον” του Χίτλερ. Με τον τρόπο του, ο Τρότσκι παρουσιάζει έτσι την υποστήριξη του Μπρίνιγκ και της πρωσικής κυβέρνησης σαν το “μικρότερο κακό”…», («Ρότε Φάνε», 22 του Δεκέμβρη 1931).

Είναι δύσκολο να ανασκευάσει κανείς αυτό το σωρό από λόγια. Προφασίζονται ότι συγκρίνω την πάλη των μπολσεβίκων ενάντια στον Κορνίλοφ με την πάλη του Μπρίνιγκ ενάντια στον Χίτλερ. Δεν υπερεκτιμώ τις πνευματικές ικανότητες των συντακτών της «Ρότε Φάνε», αλλά οι κύριοι αυτοί δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να μην καταλαβαίνουν τι γράφω. Την πάλη του Μπρίνιγκ ενάντια στον Χίτλερ, τη συγκρίνω με την πάλη του Κερένσκι ενάντια στον Κορνίλοφ. Την πάλη των μπολσεβίκων εναντίον του Κορνίλοφ, τη συγκρίνω με την πάλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας εναντίον του Χίτλερ. Σε τι είναι η σύγκριση αυτή «απατηλή»; Οι μπολσεβίκοι, λέει η «Ρότε Φάνε», πάλευαν κείνη την εποχή ενάντια στους μενσεβίκους για την πλειοψηφία μέσα στα Σοβιέτ. Αλλά το ίδιο κάνει και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Παλεύει εναντίον της Σοσιαλδημοκρατίας για την πλειοψηφία μέσα στη γερμανική εργατική τάξη. Στη Ρωσία βρέθηκαν αντιμέτωποι με «μια οξεία επαναστατική κατάσταση». Πολύ σωστά! Αν, ωστόσο, οι μπολσεβίκοι είχαν, τον Αύγουστο του 1917, υιοθετήσει τη θέση του Τέλμαν, τότε αντί με μια επαναστατική κατάσταση θα μπορούσαν να είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με μια αντεπαναστατική κατάσταση.

Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, ο Κορνίλοφ είχε συντριβεί, στην πραγματικότητα, όχι από τη δύναμη των όπλων, αλλά απλά από την ομοφωνία των μαζών. Αμέσως μετά, στις 3 του Σεπτέμβρη, ο Λένιν πρότεινε διαμέσου του Τύπου ένα συμβιβασμό στους Σοσιαλεπαναστάτες και τους Μενσεβίκους. Αποτελείται την πλειοψηφία μέσα στα Σοβιέτ, τους έλεγε. Πάρτε την εξουσία και εμείς θα σας στηρίξουμε ενάντια στην μπουρζουαζία. Εγγυηθείτε μας την πλήρη ελευθερία αγκιτάτσιας και θα σας εξασφαλίσουμε μια ειρηνική πάλη για την πλειοψηφία μέσα στα Σοβιέτ. Να τι οπορτουνιστής υπήρξε ο Λένιν! Οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες απέρριψαν αυτό το συμβιβασμό, δηλαδή τη νέα πρόταση ενιαίου μετώπου ενάντια στην μπουρζουαζία. Αυτή η άρνηση έγινε το πιο ισχυρό όπλο στα χέρια των μπολσεβίκων για την προετοιμασία της ένοπλης εξέγερσης, που επτά βδομάδες αργότερα σάρωσε τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες.

Μέχρι τώρα δεν έγινε παρά μια μονάχα νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στον κόσμο. Δεν ισχυρίζομαι καθόλου πως δεν κάναμε κανένα λάθος στο δρόμο μας προς τη νίκη. Πιστεύω, ωστόσο, ότι η πείρα μας έχει κάποια αξία για το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Παρέθεσα την πιο κοντινή και την πιο ενδεδειγμένη ιστορική αναλογία. Πώς απάντησαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας; Με βρισιές.

Μόνο μια υπεραριστερή ομάδα από το «Ρότερ Κέμπφερ» («Κόκκινος Αγωνιστής»), οπλισμένη με όλη της τη σοφία, δοκίμασε στα «σοβαρά» να ανασκευάσει τη σύγκρισή μας. Νομίζει ότι οι μπολσεβίκοι συμπεριφέρθηκαν σωστά τον Αύγουστο «γιατί ο Κορνίλοφ ήταν ο ηγέτης της τσαρικής αντεπανάστασης, πράγμα που σημαίνει ότι διεξήγαγε την πάλη της φεουδαρχικής αντίδρασης εναντίον της αστικής επανάστασης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο συνασπισμός τακτικής των εργατών με την μπουρζουαζία και τα μενσεβικικo-σοσιαλεπαναστατικά της μπιχλιμπίδια, ήταν όχι μόνο σωστός, αλλά αναγκαιος και αναπόφευκτος, γιατί τα συμφέροντα των δύο τάξεων συμπίπτανε στην πάλη εναντίον της φεουδαλικής αντεπανάστασης». Και μια και ο Χίτλερ δεν αντιπροσωπεύει τη φεουδαρχική αλλά την αστική αντεπανάσταση, η Σοσιαλδημοκρατία που υποστηρίζει την μπουρζουαζία δεν μπορεί να βαδίσει εναντίον του Χίτλερ. Να γιατί δεν υπάρχει στη Γερμανία το ενιαίο μέτωπο. Να γιατί η σύγκριση του Τρότσκι είναι λαθεμένη.

Όλα αυτά δείχνουν να είναι βαρυσήμαντα. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει σ’ αυτά ούτε μια λέξη αληθινή. Τον Αύγουστο του 1917, η ρωσική μπουρζουαζία δε συγκρούστηκε καθόλου με τη φεουδαρχική αντίδραση: όλοι οι γαιοκτήμονες υποστήριζαν το κόμμα των Καντέ, που πάλευε εναντίον της απαλλοτρίωσης των τσιφλικάδων. Ο Κορνίλοφ, αυτοαποκαλούνταν ρεπουμπλικάνος, ήταν «ο γιος ενός αγρότη», οπαδός της αγροτικής μεταρρύθμισης και της Συντακτικής Συνέλευσης. Όλη η μπουρζουαζία υποστήριζε τον Κορνίλοφ. Η συμμαχία των Μπολσεβίκων με τους Σοσιαλεπαναστάτες και τους Μενσεβίκους έγινε δυνατή μόνο γιατί οι συμφιλιωτές σπάσανε για μια στιγμή με την μπουρζουαζία: και αναγκάστηκαν να το κάνουν αυτό κάτω από την απειλή του Κορνίλοφ. Οι εκπρόσωποι αυτών των Κομμάτων ήξεραν ότι με τη νίκη του Κορνίλοφ η μπουρζουαζία δε θα τους είχε πια ανάγκη, και θα επέτρεπε στον Κορνίλοφ να τους στραγγαλίσει. Μέσα σ’ αυτά τα όρια υπάρχει, όπως βλέπουμε, μια πλήρη αναλογία με το συσχετισμό ανάμεσα στη Σοσιαλδημοκρατία και το φασισμό.

Η διάκριση δεν υπάρχει καθόλου εκεί που την βλέπουν οι θεωρητικοί του «Ρότερ Κέμπφερ». Στη Ρωσία, οι μάζες της μικρομπουρζουαζίας, και, πάνω απ’ όλα, οι αγρότες, κλίνανε προς τα αριστερά και όχι προς τα δεξιά. Ο Κορνίλοφ δε στηριζόταν στη μικροαστική τάξη. Και ακριβώς γι’ αυτό, το κίνημά του δεν ήταν φασιστικό. Ήταν μια αστική, και καθόλου μια «φεουδαρχική» αντεπανάσταση, που αποπειράθηκε ο συνωμότης στρατηγός. Σ’ αυτό βασικά βρισκόταν η αδυναμία του. Ο Κορνίλοφ βασιζόταν στην ηθική υποστήριξη ολόκληρης της μπουρζουαζίας και στη στρατιωτική υποστήριξη των αξιωματικών και των γιούνκερς, δηλαδή στη νέα γενιά της ίδιας της μπουρζουαζίας. Αποδείχτηκε ότι όλα αυτά ήταν ανεπαρκή. Αλλά αν η πολιτική των Μπολσεβίκων ήταν λάθος, η νίκη του Κορνίλοφ δε θα μπορούσε να αποκλειστεί.

Όπως βλέπουμε, τα επιχειρήματα του «Ρότερ Κέμπφερ» ενάντια στο ενιαίο μέτωπο στη Γερμανία βασίζονται στο γεγονός ότι οι θεωρητικοί του δεν καταλαβαίνουν ούτε τη ρωσική κατάσταση, ούτε την κατάσταση στη Γερμανία[5].

Μια και δεν αισθάνεται ασφαλής στον ολισθηρό πάγο της ρωσικής ιστορίας, η «Ρότε Φάνε» δοκιμάζει να πλησιάσει το ζήτημα από την αντίθετη πλευρά: «Για τον Τρότσκι, μόνο οι Εθνικοσοσιαλιστές είναι φασίστες. Η κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η δικτατορική υποτίμηση των μισθών, η ντε φάκτο απαγόρευση των απεργιών… όλα αυτά δεν είναι φασισμός για τον Τρότσκι. Όλα αυτά πρέπει να τα ανεχθεί το Κόμμα μας». Οι άνθρωποι αυτοί σχεδόν μας αφοπλίζουν με την αδυναμία της κακοβουλίας τους. Πού και πότε πρότεινα σ’ οποιονδήποτε «να ανεχτεί» την κυβέρνηση Μπρίνιγκ; Και τι ακριβώς σημαίνει «να ανεχτεί»; Αν αυτό είναι ένα ζήτημα κοινοβουλευτικής ή εξωκοινοβουλευτικής υποστήριξης της κυβέρνησης Μπρίνιγκ, τότε θα πρέπει να ντρεπόμαστε που ένα τέτοιο θέμα μπαίνει για συζήτηση ανάμεσα σε κομμουνιστές. Αλλά με μια άλλη και ιστορικά πιο πλατιά έννοια, εσείς, κύριοι φωνακλάδες, είστε, παρ’ όλα αυτά, αναγκασμένοι «να ανέχεστε» την κυβέρνηση Μπρίνιγκ, γιατί δεν έχετε τις δυνάμεις να την ανατρέψετε.

Όλα τα επιχειρήματα που η «Ρότε Φάνε» στρέφει εναντίον μου σχετικά με τη γερμανική κατάσταση, θα μπορούσαν, με τις ίδιες δικαιολογίες, να στραφούν και εναντίον των μπολσεβίκων στα 1917. Θα μπορούσε να πει κανείς: «Για τους μπολσεβίκους ο κορνιλοφισμός υπάρχει μόνο με τον Κορνίλοφ. Αλλά ο Κερένσκι δεν είναι κορνιλοφικός; Η πολιτική του δεν αποβλέπει στο στραγγάλισμα της επανάστασης; Δεν τσακίζει τους χωρικούς με τις εκστρατείες τιμωρίας; Δεν οργανώνει λοκ – άουτ; Ο Λένιν δε βρίσκεται στην παρανομία; Και όλα αυτά πρέπει να τα ανεχτούμε;». Απ’ ότι θυμάμαι, δε βρέθηκε ούτε ένας μπολσεβίκος που να τόλμησε να χρησιμοποιήσει τέτοια επιχειρήματα. Αλλά αν είχε βρεθεί έστω και ένας, θα του είχαμε απαντήσει με τον εξής περίπου τρόπο: «Κατηγορούμε τον Κερένσκι γιατί προετοιμάζει και διευκολύνει τον ερχομό του Κορνίλοφ στην εξουσία. Αλλά μήπως αυτό μας απαλλάσσει από το καθήκον να σπεύσουμε και να αποκρούσουμε την επίθεση του Κορνίλοφ; Κατηγορούμε το θυρωρό γιατί άφησε την πόρτα μισάνοιχτη στο ληστή. Αλλά μήπως αυτό σημαίνει ότι εμείς πρέπει να σηκώσουμε τους ώμους και να αφήσουμε ανοικτή την πόρτα;». Επειδή, χάρη στην ανοχή της Σοσιαλδημοκρατίας, η κυβέρνηση Μπρίνιγκ έχει σπρώξει κιόλας το προλεταριάτο μέχρι τα γόνατα στη συνθηκολόγηση με το φασισμό, καταλήγετε στο συμπέρασμα: τι μέχρι τα γόνατα, τι μέχρι τη μέση, τι πάνω από το κεφάλι, το ίδιο δεν είναι; Όχι, υπάρχει κάποια διαφορά. Κείνος που μπήκε μέχρι τα γόνατα σ’ ένα βάλτο, μπορεί ακόμα να βγει. Κείνος που βούτηξε μέχρι το κεφάλι, δε θα ξαναγυρίσει ποτέ.

Ο Λένιν έγραφε για τους υπεραριστερούς: «Λένε πολλά κολακευτικά πράγματα για μας, τους μπολσεβίκους. Μερικές φορές, αισθάνεται κανείς την επιθυμία να τους πει: “παινεύετέ μας λιγότερο, και δοκιμάστε να ερευνήσετε κάπως καλύτερα την τακτική των μπολσεβίκων, μελετήστε την περισσότερο”».

Τα Μαθήματα από την Ιταλική Εμπειρία

Ο ιταλικός φασισμός ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της προδοσίας της εξέγερσης του ιταλικού προλεταριάτου από τους ρεφορμιστές. Από τότε που τέλειωσε ο πόλεμος, υπήρχε στην Ιταλία μια ανοδική τάση του επαναστατικού κινήματος, που, το Σεπτέμβρη του 1920, κατέληξε στην κατάληψη των εργοστασίων και των βιομηχανιών από τους εργάτες. Η δικτατορία του προλεταριάτου ήταν τώρα μια πραγματικότητα και το μόνο που έλειπε ήταν να την οργανώσουν και να βγάλουν απ’ αυτήν όλα τα αναγκαια συμπεράσματα. Η σοσιαλδημοκρατία τρόμαξε και τό ’βαλε στα πόδια. Ύστερα από τις τολμηρές και ηρωικές προσπάθειες του, το προλεταριάτο βρέθηκε μπροστά σε ένα κενό. Η κατάρρευση του επαναστατικού κινήματος έγινε ο πιο σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξη του φασισμού. Το Σεπτέμβρη, το επαναστατικό προχώρημα του προλεταριάτου σταμάτησε. Και το Νοέμβρη κιόλας είδαμε την πρώτη μεγάλη επίδειξη των φασιστών (την κατάληψη της Μπολόνια).

Η αλήθεια είναι ότι το προλεταριάτο, ακόμα και μετά την καταστροφή του Σεπτέμβρη, ήταν ικανό να δόσει αμυντικές μάχες. Αλλά η Σοσιαλδημοκρατία ενδιαφερόταν για ένα και μόνο πράγμα: να αποσύρει τους εργάτες από τη μάχη, με κόστος τη μια παραχώρηση μετά την άλλη. Οι Σοσιαλδημοκράτες ελπίζανε ότι η πειθήνια συμπεριφορά των εργατών θα αφύπνιζε την «κοινή γνώμη» της κεφαλαιοκρατίας εναντίον των φασιστών. Και όχι μόνο αυτό: οι ρεφορμιστές βάσιζαν τις ελπίδες τους ακόμα και στη βοήθεια του βασιλιά Βίκτορ Εμμανουήλ. Μέχρι την τελευταία στιγμή, συγκρατούσαν τους εργάτες με όλες τους τις δυνάμεις για να μην έρθουν σε σύγκρουση με τις συμμορίες του Μουσολίνι. Αλλά αυτό δεν τους ωφέλησε σε τίποτα. Το Στέμμα, μαζί με τα ανώτερα στρώματα της μπουρζουαζίας, μετακινήθηκε προς την πλευρά του φασισμού. Πεπεισμένοι την τελευταία στιγμή ότι ο φασισμός δεν μπορεί να εμποδιστεί με την πειθώ, οι Σοσιαλδημοκράτες κυκλοφόρησαν ένα κάλεσμα προς τους εργάτες για γενική απεργία. Αλλά η έκκλησή τους κατέληξε σ’ ένα φιάσκο. Οι ρεφορμιστές είχαν τόσο μουλιάσει το μπαρούτι, από το φόβο μήπως εκραγεί, ώστε όταν, τελικά, με χέρι τρεμάμενο, πλησίασαν το αναμμένο σπίρτο, το μπαρούτι δεν πήρε φωτιά.

Δυο χρόνια μετά την εμφάνισή του, ο φασισμός ήταν στην εξουσία. Και εδραιώθηκε χάρη στο γεγονός ότι η πρώτη περίοδος της κυριαρχίας του συνέπεσε με την ευνοϊκή οικονομική συγκυρία που διαδέχτηκε την ύφεση του 1921-1922. Οι φασίστες, με την επιθετική δύναμη της μικροαστικής τάξης, συντρίψανε το προλεταριάτο που υποχωρούσε. Αλλά και αυτό δεν έγινε με ένα και μόνο χτύπημα. Ακόμα και ύστερα από την άνοδο του στην εξουσία, ο Μουσολίνι ακολούθησε την πορεία του με τη δέουσα φρόνηση: δεν είχε ακόμα ένα ολοέτοιμο μοντέλο. Στα δυο πρώτα χρόνια, το Σύνταγμα δεν είχε ακόμα αλλάξει. Η φασιστική κυβέρνηση είχε το χαρακτήρα μιας συμμαχίας. Στο μεταξύ, οι συμμορίες των φασιστών δούλευαν εντατικά με τα γκλόμπς, με τα μαχαίρια και με τα ρεβόλβερ. Έτσι μόνο δημιουργήθηκε σιγά σιγά το φασιστικό κράτος, που σήμαινε ολοκληρωτικό στραγγάλισμα όλων των ανεξάρτητων μαζικών οργανώσεων.

Ο Μουσολίνι έφτασε σ’ αυτό με κόστος τη γραφειοκρατικοποίηση του ίδιου του φασιστικού κόμματος. Αφού χρησιμοποίησε την επιθετική δύναμη της μικροαστικής τάξης, ο φασισμός την στραγγάλισε κι αυτήν με την τανάλια του αστικού κράτους. Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, γιατί η απογοήτευση των μαζών που είχε ενώσει γύρω του μετατρέπονταν μπροστά του στον πιο άμεσο κίνδυνο. Ο γραφειοκρατικοποιημένος φασισμός πλησίαζε πάρα πολύ τις άλλες μορφές αστυνομικοστρατιωτικής δικτατορίας. Δεν είχε πια το προηγούμενο κοινωνικό του στήριγμα. Η κύρια εφεδρεία του φασισμού –η μικροαστική τάξη– είχε εξαντληθεί. Μόνο η ιστορική αδράνεια επιτρέπει στη φασιστική κυβέρνηση να κρατάει το προλεταριάτο σε κατάσταση διασκορπισμού και αδυναμίας. Ο συσχετισμός των δυνάμεων έχει αλλάξει αυτόματα υπέρ του προλεταριάτου. Η αλλαγή αυτή πρέπει να οδηγήσει σε μια επανάσταση. Η κατάρρευση του φασισμού θα είναι ένα από τα πιο καταστροφικά γεγονότα στην ευρωπαϊκή ιστορία. Αλλά όλα αυτά τα προτσές, όπως μας το δείχνουν τα γεγονότα, χρειάζονται χρόνο. Το φασιστικό κράτος υπάρχει κιόλας εδώ και δέκα χρόνια. Πόσον καιρό θα κρατήσει ακόμα; Χωρίς να ριψοκινδυνέψει κανείς σε προβλέψεις με προθεσμίες, μπορεί να πει με σιγουριά: η νίκη του Χίτλερ στη Γερμανία θα είναι μια νέα και μεγάλη παράταση στη ζωή του Μουσολίνι. Η συντριβή του Χίτλερ θα είναι η αρχή του τέλους για τον Μουσολίνι.

Στην πολιτική της απέναντι στον Χίτλερ, η Σοσιαλδημοκρατία της Γερμανίας δε στάθηκε ικανή να προσθέσει ούτε μια λέξη: επαναλαμβάνει με τον πιο χοντροκομμένο τρόπο αυτά που έλεγαν, στον καιρό τους, με πολύ περισσότερο ταμπεραμέντο, οι ρεφορμιστές της Ιταλίας. Οι τελευταίοι εξηγούσαν το φασισμό σαν μια μεταπολεμική ψύχωση. Η Σοσιαλδημοκρατία της Γερμανίας βλέπει στο φασισμό την ψύχωση των «Βερσαλλιών» ή την ψύχωση της κρίσης. Και στις δυο περιπτώσεις, οι ρεφορμιστές κλείνουν τα μάτια μπροστά στον οργανικό χαρακτήρα του φασισμού, σαν ενός μαζικού κινήματος που γεννήθηκε από την κατάρρευση του καπιταλισμού.

Τρομοκρατημένοι από την επαναστατική κινητοποίηση των εργατών, οι ιταλοί ρεφορμιστές τοποθέτησαν όλες τους τις ελπίδες στο «κράτος». Το σύνθημά τους ήταν: «Βοήθεια! Βίκτορ Εμμανουήλ, επέμβα!». Η Σοσιαλδημοκρατία της Γερμανίας δε διαθέτει έναν τέτοιο δημοκρατικό κυματοθραύστη, ένα μονάρχη πιστό στο Σύνταγμα. Έτσι, πρέπει να αρκεστεί σ’ έναν πρόεδρο: «Βοήθεια! Χίντεμπουργκ, επέμβα!».

Ενώ έδιναν τη μάχη εναντίον του Μουσολίνι, ενώ δηλαδή υποχωρούσαν μπροστά του, ο Τουράτι εκτόξευσε το καμουφλαρισμένο σύνθημα του: «Πρέπει να έχει κανείς το θάρρος να είναι δειλός». Οι γερμανοί ρεφορμιστές είναι λιγότερο επιπόλαιοι με τα συνθήματά τους. Αυτοί χρειάζονται: «Θάρρος για να υποφέρουν την αντιδημοτικότητα (Mut zur Unpopularitat)». Είναι το ίδιο πράγμα. Δεν πρέπει να φοβάται κανείς την αντιδημοτικότητα που οφείλεται στην άνανδρη υποταγή στον εχθρό.

Οι ίδιες αιτίες προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα. Αν η πορεία των γεγονότων εξαρτιόταν από την ηγεσία του Σοσιαλ-Δημοκρατικού Κόμματος, η καριέρα του Χίτλερ θα ήταν εξασφαλισμένη.

Πρέπει, ωστόσο, να δεχτούμε ότι και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, έχει επίσης λίγα πράγματα μάθει από την ιταλική εμπειρία.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας γεννήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με το φασισμό. Αλλά οι ίδιες συνθήκες της επαναστατικής αμπώτιδας που έφεραν το φασισμό στην εξουσία, χρησίμευσαν σαν φρένο στην ανάπτυξη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έλαβε υπόψη του την πλήρη έκταση του φασιστικού κινδύνου, το αποκοίμισαν οι επαναστατικές αυταπάτες, ήταν ασυμφιλίωτα εχθρικό στην πολιτική του ενιαίου μετώπου, με δυο λόγια, προσβλήθηκε απ’ όλες τις παιδικές αρρώστιες. Δε μας εκπλήσσει το γεγονός! Ήταν μόλις δυο χρονών. Στα μάτια του ο φασισμός δεν ήταν παρά μια «καπιταλιστική αντίδραση». Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φασισμού, που πήγαζαν από την κινητοποίηση της μικροαστικής τάξης εναντίον του προλεταριάτου, το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ανίκανο να τα διακρίνει. Οι ιταλοί σύντροφοι με πληροφορούν ότι, με μόνη εξαίρεση τον Γκράμσι, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν παραδεχόταν ούτε καν τη δυνατότητα της κατάληψης της εξουσίας από τους φασίστες. Αφού η προλεταριακή επανάσταση είχε ηττηθεί, αφού ο καπιταλισμός είχε μπορέσει να αντισταθεί και η αντεπανάσταση είχε θριαμβεύσει, τι είδους αντεπαναστατική αναστάτωση θα μπορούσε να γίνει ακόμα; Πώς είναι δυνατόν η μπουρζουαζία να ξεσηκωθεί εναντίον του εαυτού της! Αυτή ήταν η ουσία του πολιτικού προσανατολισμού του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός ότι ο ιταλικός φασισμός ήταν τότε ένα καινούριο φαινόμενο και μάλιστα στη διαδικασία της διαμόρφωσής του. Θα ήταν δύσκολο καθήκον, ακόμα και για ένα πιο έμπειρο κόμμα, να προσδιορίσει τα ειδικά χαρακτηριστικά του.

Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας επαναλαμβάνει σήμερα σχεδόν κατά γράμμα τη θέση από την οποία ξεκίνησε ο ιταλικός κομμουνισμός: ο φασισμός δεν είναι παρά μια καπιταλιστική αντίδραση. Από την άποψη του προλεταριάτου, η διαφορά ανάμεσα στους διάφορους τύπους της καπιταλιστικής αντίδρασης είναι χωρίς σημασία. Ο χυδαίος αυτός ριζοσπαστισμός δεν μπορεί να συγχωρεθεί εύκολα γιατί το γερμανικό Κόμμα είναι πολύ πιο παλιό απ’ όσο ήταν το ιταλικό Κόμμα στην αντίστοιχη περίοδο. Και επιπλέον ο μαρξισμός έχει σήμερα εμπλουτιστεί με την τραγική εμπειρία της Ιταλίας. Το να επιμένει κανείς στο ότι ο φασισμός έχει ήδη νικήσει, ή το να αρνείται τη δυνατότητα της ανόδου του στην εξουσία, πολιτικά είναι ένα και το ίδιο πράγμα. Η άγνοια της ειδικής φύσης του φασισμού αναπόφευκτα παραλύει τη θέληση για αγώνα εναντίον του.

Το κύριο βάρος της μομφής πέφτει φυσικά στην ηγεσία της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Οι ιταλοί κομμουνιστές, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους, είχαν κεντρικό καθήκον να υψώσουν τη φωνή τους και να καλέσουν σε συναγερμό. Αλλά ο Στάλιν, με τον Μανουίλσκι, τους υποχρέωσαν να αποκηρύξουν τα πιο σημαντικά μαθήματα από την ίδια τους τη συντριβή. Έχουμε ήδη σημειώσει με πόση δουλική προθυμία ο Έρκολι πέρασε στη θέση του σοσιαλφασισμού, δηλαδή, στη θέση της παθητικής αναμονής της φασιστικής νίκης στη Γερμανία.

Για πολύν καιρό, η διεθνής Σοσιαλδημοκρατία παρηγορούνταν με την αντίληψη ότι ο Μπολσεβικισμός είναι νοητός μονάχα για τις καθυστερημένες χώρες. Αργότερα κατέφυγε στην ίδια παρηγοριά όσον αφορά το φασισμό. Η Σοσιαλδημοκρατία της Γερμανίας είναι τώρα υποχρεωμένη να δοκιμάσει πάνω στην ίδια της την πλάτη την ψευτιά της παρηγορητικής αυτής αντίληψης. Οι μικροαστοί συνοδοιπόροι της πέρασαν και περνούν στο στρατόπεδο του φασισμού, οι εργάτες την εγκαταλείπουν για να πλησιάσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μόνο τα δυο αυτά κινήματα: ο φασισμός και ο μπολσεβικισμός, αναπτύσσονται στη Γερμανία. Ακόμη και αν η Ρωσία, από τη μια μεριά, και η Ιταλία, από την άλλη, είναι χώρες ασύγκριτα πιο καθυστερημένες από τη Γερμανία, παρ’ όλα αυτά, και η μια και η άλλη χρησιμεύσανε σαν στίβοι για την ανάπτυξη πολιτικών κινημάτων που σαν τέτοια είναι εγγενή του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Η προχωρημένη Γερμανία πρέπει να ανακεφαλαιώσει τα προτσές που εκπληρώθηκαν στη Ρωσία και στην Ιταλία. Το θεμελιώδες πρόβλημα της εξέλιξης στη Γερμανία μπορεί σήμερα να διατυπωθεί έτσι: ποια είναι η διέξοδος –ο δρόμος της Ρωσίας ή ο δρόμος της Ιταλίας;

Όπως είναι φανερό, αυτό δε σημαίνει ότι η υψηλή ανάπτυξη της κοινωνικής δομής της Γερμανίας είναι χωρίς σημασία από την άποψη της εξέλιξης των πεπρωμένων του μπολσεβικισμού και του φασισμού. Η Ιταλία είναι μια χώρα μικροαστών και χωρικών, σε βαθμό πολύ πιο μεγάλο απ’ ότι είναι η Γερμανία. Είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε ότι στη Γερμανία στα 9,8 εκατομμύρια άτομα που εργάζονται στην αγροτική και δασική οικονομία, αντιστοιχούν 18,5 εκατομμύρια που απασχολούνται στη βιομηχανία και το εμπόριο, δηλαδή σχεδόν τα διπλάσια. Ενώ στην Ιταλία, στα 10,3 εκατομμύρια άτομα που δουλεύουν στην αγροτική και δασική οικονομία, αντιστοιχούν 6,4 εκατομμύρια που απασχολούνται στη βιομηχανία και το εμπόριο. Τα ξερά αυτά σύνολα δεν αρκούν για να δόσουν μια σωστή απεικόνιση του σχετικά κυρίαρχου βάρους του προλεταριάτου στη ζωή του γερμανικού έθνους. Ακόμα και ο γιγάντιος αριθμός των ανέργων δεν είναι παρά μια απόδειξη, από την ανάποδη, της κοινωνικής δύναμης του γερμανικού προλεταριάτου. Το όλο ζήτημα συνίσταται στο πώς θα μεταφράσουμε αυτή τη δύναμη στη γλώσσα της επαναστατικής πολιτικής.

Η τελευταία μεγάλη ήττα του γερμανικού Κόμματος, που μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια ιστορική κλίμακα με τις μέρες του Σεπτέμβρη στην Ιταλία, είναι η ήττα του 1923. Στην περίοδο των οχτώ χρόνων που έχουν κυλήσει από τότε, πολλές πληγές επουλώθηκαν, και μια καινούρια γενιά σηκώθηκε στα πόδια της. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας αντιπροσωπεύει μια δύναμη ασύγκριτα πιο μεγάλη από τη δύναμη των ιταλών κομμουνιστών στα 1922. Το ειδικό βάρος του προλεταριάτου, το σημαντικό διάστημα που το χωρίζει από την τελευταία ήττα, η σοβαρή δύναμη του Κομμουνιστικού Κόμματος –αυτά είναι τα τρία πλεονεκτήματα που έχουν μια τεράστια σημασία για τη γενική εκτίμηση της κατάστασης και τις προοπτικές.

Αλλά για να χρησιμοποιήσει κανείς αυτά τα πλεονεκτήματα πρέπει να τα καταλάβει. Και αυτό ακριβώς λείπει. Η θέση του Τέλμαν στα 1932 αναπαράγει τη θέση του Μπορντίγκα στα 1922. Και απ’ αυτήν την άποψη ο κίνδυνος αποχτάει έναν ιδιαίτερα οξύ χαρακτήρα. Αλλά εδώ επίσης υπάρχει ένα συμπληρωματικό πλεονέκτημα που δεν υπήρχε πριν δέκα χρόνια. Στις επαναστατικές γραμμές της Γερμανίας υπάρχει μια Μαρξιστική Αντιπολίτευση που στηρίζεται στην πείρα της δεκαετίας που πέρασε. Η Αντιπολίτευση αυτή είναι αριθμητικά αδύνατη, αλλά η πορεία των γεγονότων προσθέτει στη φωνή της εξαιρετική δύναμη. Κάτω από ορισμένες συνθήκες, ένας ελαφρός κλονισμός μπορεί να γίνει χιονοστιβάδα. Ο κλονισμός από την κριτική της Αριστερής Αντιπολίτευσης μπορεί να βοηθήσει να γίνει μια έγκαιρη αλλαγή στην πολιτική της προλεταριακής πρωτοπορίας. Αυτό είναι σήμερα το καθήκον μας!

Με το Ενιαίο Μέτωπο προς τα Σοβιέτ
σαν τα Ανώτατα Όργανα του Ενιαίου Μετώπου

Οι λεκτικές υποκλίσεις στα Σοβιέτ είναι τόσο διαδεδομένες μέσα στους κύκλους της «Αριστεράς» όσο είναι και η έλλειψη κατανόησης του ιστορικού τους ρόλου. Τις περισσότερες φορές, τα Σοβιέτ προσδιορίζονται σαν όργανα πάλης για την εξουσία, σαν όργανα εξέγερσης και, τέλος, σαν όργανα της δικτατορίας. Τυπικά οι ορισμοί αυτοί είναι σωστοί, αλλά δεν εξαντλούν καθόλου τον ιστορικό ρόλο των Σοβιέτ. Πρώτα απ’ όλα, δεν εξηγούν γιατί, στην πάλη ακριβώς για την εξουσία, τα Σοβιέτ είναι αναγκαία. Η απάντηση σ’ αυτό το ζήτημα είναι η ακόλουθη: όπως το συνδικάτο είναι η στοιχειώδης μορφή του ενιαίου μετώπου στην οικονομική πάλη, έτσι και το Σοβιέτ είναι η ανώτερη μορφή του ενιαίου μετώπου, μέσα στις συνθήκες όπου το προλεταριάτο μπαίνει στην εποχή της πάλης για την εξουσία.

Το Σοβιέτ από μόνο του δεν κατέχει καμιά θαυματουργή δύναμη. Είναι η ταξική εκπροσώπηση του προλεταριάτου, με όλα τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του. Αλλά είναι ακριβώς αυτό, και μόνο αυτό, που κάνει το Σοβιέτ ικανό να παρέχει στους εργάτες των διαφόρων πολιτικών τάσεων μια οργανωτική ευκαιρία να ενώσουν τις προσπάθειές τους στην επαναστατική πάλη για την εξουσία. Στο σημερινό προεπαναστατικό περιβάλλον, είναι καθήκον των πιο προχωρημένων εργατών της Γερμανίας να κατανοήσουν πιο καθαρά τον ιστορικό ρόλο των Σοβιέτ ως όργανα του ενιαίου μετώπου.

Αν, στη διάρκεια της προπαρασκευαστικής εποχής, το Κομμουνιστικό Κόμμα πετύχαινε, σπρώχνοντας όλα τα άλλα κόμματα έξω από τις γραμμές των εργατών, να ενώσει κάτω από τη σημαία του τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατών, τότε δε θα υπήρχε καμιά ανάγκη για Σοβιέτ. Αλλά η ιστορική πείρα μαρτυράει ότι δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος για να πιστεύουμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί να πετύχει, έστω και σε μια μόνο χώρα –στις χώρες με τον παλιό καπιταλιστικό πολιτισμό ακόμα λιγότερο απ’ ότι στις καθυστερημένες χώρες– να κατακτήσει μια τέτοια αναμφισβήτητη και απόλυτα κυρίαρχη θέση μέσα στις γραμμές των εργατών πριν το προλεταριάτο κατακτήσει την εξουσία.

Σήμερα ακριβώς η Γερμανία μας δείχνει ότι το προλεταριάτο είναι αντιμέτωπο με το καθήκον της απευθείας και άμεσης πάλης για την εξουσία πολύ πριν ενωθεί ολοκληρωτικά κάτω από τη σημαία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η ίδια η επαναστατική κατάσταση –αν την προσεγγίσουμε στο πολιτικό επίπεδο– αναδύεται από το γεγονός ότι όλες οι ομάδες και όλα τα στρώματα του προλεταριάτου, ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία τους, κατέχονται από μια παρόρμηση να ενώσουν τις προσπάθειές τους για να αλλάξουν το υπάρχον καθεστώς. Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, ότι όλοι καταλαβαίνουν με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό, και, ακόμη λιγότερο, ότι είναι όλοι έτοιμοι, απ’ αυτήν κιόλας τη στιγμή, να σπάσουν από τα κόμματα τους και να περάσουν στις γραμμές των κομμουνιστών. Η πολιτική συνείδηση της τάξης δεν ωριμάζει τόσο μεθοδικά και τόσο ομοιόμορφα. Βαθιές εσωτερικές διαφορές παραμένουν ακόμα και στην επαναστατική εποχή, όπου όλα τα προτσές αναπτύσσονται με άλματα και τραντάγματα. Αλλά, την ίδια στιγμή, η ανάγκη για μια οργάνωση πάνω από κόμματα, που θα αγκαλιάζει ολόκληρη την τάξη, γίνεται κατεπείγουσα ανάγκη. Η αποκρυστάλλωση και η μορφοποίηση αυτής της ανάγκης –να ποιος είναι ο ιστορικός προορισμός των Σοβιέτ. Αυτός είναι ο μεγάλος τους ρόλος. Μέσα στις συνθήκες μιας επαναστατικής κατάστασης, τα Σοβιέτ αναδύονται σαν η πιο υψηλή οργανωτική έκφραση της προλεταριακής ενότητας. Όποιος δεν τό ’χει καταλάβει αυτό, δεν έχει καταλάβει τίποτα σ’ ότι αφορά το πρόβλημα των Σοβιέτ. Οι Τέλμαν, οι Νόιμαν, οι Ρέμελε μπορούν να συνεχίζουν να γράφουν άρθρα και να βγάζουν λόγους χωρίς τέλος για το μέλλον της «Σοβιετικής Γερμανίας», αλλά με τη σημερινή τους πολιτική σαμποτάρουν τη δημιουργία των Σοβιέτ στη Γερμανία.

Μακριά από την πραγματική σφαίρα της δράσης, χωρίς νά ’χω τη δυνατότητα να συγκεντρώνω άμεσες εντυπώσεις από τις μάζες και χωρίς να κρατάω καθημερινά το σφυγμό της εργατικής τάξης, μου είναι πολύ δύσκολο να προβλέψω τις μεταβατικές μορφές που θα οδηγήσουν στη Γερμανία στη δημιουργία των Σοβιέτ. Από μια άλλη άποψη, έκανα την υπόθεση, ότι τα Σοβιέτ στη Γερμανία μπορεί να πάρουν τη μορφή των διευρυμένων εργοστασιακών επιτροπών: σ’ αυτό στηρίχτηκα κυρίως στην πείρα του 1923. Αλλά αυτός, φυσικά, δεν είναι ο μόνος δρόμος. Κάτω από την πίεση της ανεργίας και της εξαθλίωσης, από τη μια μεριά, και μπροστά στην έφοδο των φασιστών, από την άλλη, η ανάγκη της επαναστατικής ενότητας μπορεί να αναδυθεί ξαφνικά στην επιφάνεια, με τη μορφή των Σοβιέτ, ξεπερνώντας τις εργοστασιακές επιτροπές. Αλλά απ’ όποιον δρόμο και αν φθάσουμε στα Σοβιέτ, αυτά δε θα είναι παρά η οργανωτική έκφραση των δυνατών και των αδύνατων πλευρών του προλεταριάτου, των εσωτερικών αντιφάσεών του και της γενικής έφεσής του να ξεπεράσει αυτές τις αντιφάσεις. Με δυο λόγια, θα είναι τα όργανα του ενιαίου μετώπου.

Στη Γερμανία, η Σοσιαλδημοκρατία και το Κομμουνιστικό Κόμμα μοιράζονται μεταξύ τους την επιρροή πάνω στην εργατική τάξη. Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία κάνει ότι μπορεί για να απομακρύνει από κοντά της τους εργάτες. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος κινητοποιεί όλες της τις δυνάμεις για να εμποδίσει την πλημμυρίδα των εργατών. Σαν αποτέλεσμα έχουμε το σχηματισμό ενός τρίτου κόμματος, και συγκριτικά μια αργή αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων προς όφελος των κομμουνιστών. Αλλά ακόμα και αν η πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν σωστή, η ανάγκη των εργατών για μια επαναστατική ενότητα της τάξης τους θα μεγάλωνε ασύγκριτα πιο γρήγορα από την υπεροχή του Κομμουνιστικού Κόμματος μέσα στην τάξη. Έτσι η ανάγκη για τη δημιουργία των Σοβιέτ θα διατηρούσε όλη της την επειγότητα.

Η δημιουργία των Σοβιέτ προϋποθέτει τα διάφορα κόμματα και οι οργανώσεις μέσα στην εργατική τάξη, αρχίζοντας από το επίπεδο των εργοστασίων, να κάνουν μια συμφωνία που θα αφορά τόσο την ίδια την αναγκαιότητα των Σοβιέτ, όσο και το χρόνο και τις μέθοδες του σχηματισμού τους. Πράγμα που σημαίνει: μια και τα Σοβιέτ, αυτά καθεαυτά, αντιπροσωπεύουν την πιο υψηλή μορφή του ενιαίου μετώπου στην επαναστατική εποχή, πρέπει να προηγηθεί της δημιουργίας τους, στη διάρκεια της προπαρασκευαστικής περιόδου, μια πολιτική ενιαίου μετώπου.

Είναι μήπως ανάγκη να υπενθυμίσουμε γι’ άλλη μια φορά ότι στην πορεία των έξι μηνών το 1917, τα Σοβιέτ στη Ρωσία είχαν μια συμφιλιωτική πλειοψηφία Σοσιαλεπαναστατών και Μενσεβίκων; Το Μπολσεβίκικο Κόμμα, χωρίς να απαρνηθεί ούτε για μια στιγμή την επαναστατική του ανεξαρτησία σαν Κόμμα, τηρούσε, μέσα στα πλαίσια της δραστηριότητας των Σοβιέτ, την πειθαρχία σε σχέση με την πλειοψηφία. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι στη Γερμανία, το Κομμουνιστικό Κόμμα, από την πρώτη κιόλας μέρα που θα σχηματιστεί το πρώτο Σοβιέτ, θα καταλάβει μέσα σ’ αυτό μια θέση πολύ πιο σημαντική από εκείνη που είχαν οι μπολσεβίκοι μέσα στα Σοβιέτ το Μάρτη του 1917. Ούτε αποκλείεται η πιθανότητα οι κομμουνιστές να κατακτήσουν πολύ γρήγορα την πλειοψηφία στα Σοβιέτ. Αυτό, με κανέναν τρόπο, δε θα αποστερήσει από τα Σοβιέτ τη σημασία που έχουν σαν ο μηχανισμός του ενιαίου μετώπου, γιατί η μειοψηφία –οι σοσιαλδημοκράτες, οι ακομμάτιστοι, οι καθολικοί εργάτες κτλ.– θα αριθμεί από την αρχή ακόμα εκατομμύρια, και κάθε προσπάθεια να πηδήξει κανείς πάνω από μια τέτοια μειοψηφία, είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να σπάσει το σβέρκο του μέσα στην πιο επαναστατική κατάσταση που μπορεί να πετύχει. Αλλά όλα αυτά είναι η μουσική του μέλλοντος. Σήμερα, το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι στη μειοψηφία. Και αυτό πρέπει να χρησιμεύσει σαν αφετηρία του.

Αυτό που είπαμε πιο πάνω δε σημαίνει, βέβαια, ότι ο μόνος δυνατός δρόμος για τη δημιουργία των Σοβιέτ βρίσκεται σε μια προκαταρκτική συμφωνία με τους Βελς, Χίλφερντιγκ, Μπράιτσαϊντ κτλ. Αν, στα 1918, ο Χίλφερντιγκ έσπαγε το κεφάλι του για το πώς μπορούσε να συμπεριλάβει τα Σοβιέτ στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης χωρίς να το τραυματίσει, τώρα η σκέψη του δουλεύει πάνω στο πρόβλημα το πώς μπορεί να συμπεριλάβει στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης τους φασιστικούς στρατώνες χωρίς να κάνει ζημιά στη Σοσιαλδημοκρατία… Πρέπει να αρχίσουμε να δημιουργούμε Σοβιέτ σε μια στιγμή όπου η γενική κατάσταση του προλεταριάτου επιτρέπει τη συγκρότησή τους, ακόμα και ενάντια στη θέληση των ηγετών της Σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά για να γίνει αυτό, είναι αναγκαιο να αποσπάσουμε τις σοσιαλδημοκρατικές μάζες από την ηγετική κλίκα, και ο δρόμος για να γίνει αυτό δεν είναι με το να ισχυριζόμαστε ότι έχει κιόλας γίνει. Για να χωρίσουμε τα εκατομμύρια των σοσιαλδημοκρατών εργατών από τους αντιδραστικούς ηγέτες τους, πρέπει να αρχίσουμε να δείχνουμε σ’ αυτούς τους εργάτες πως είμαστε έτοιμοι να μπούμε στα Σοβιέτ ακόμα και με αυτούς τους «ηγέτες».

Δεν πρέπει, ωστόσο, να αποκλείει κανείς εντελώς και εκ των προτέρων την πιθανότητα το ανώτερο αυτό στρώμα της Σοσιαλδημοκρατίας να αναγκαστεί γι’ άλλη μια φορά να αποτολμήσει να μπει στην πυρακτωμένη ατμόσφαιρα των Σοβιέτ για να προσπαθήσει να επαναλάβει τη μανούβρα των Έμπερτ, Σάιντεμαν, Χάαζε κτλ., στα 1918-19: εδώ τα πάντα θα εξαρτηθούν όχι τόσο από την κακοπιστία αυτών των κυρίων όσο από το βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο η ιστορία θα τους αρπάξει στα σαγόνια της.

Η συγκρότηση του πρώτου σημαντικού τοπικού Σοβιέτ στο οποίο οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες θα αντιπροσωπευτούν όχι σαν άτομα, αλλά σαν οργανώσεις, θα έχει μια τεράστια επίδραση σ’ ολόκληρη τη γερμανική εργατική τάξη. Όχι μονάχα οι σοσιαλδημοκράτες και οι ακομμάτιστοι εργάτες, αλλά και οι καθολικοί και οι φιλελεύθεροι εργάτες δε θα μπορέσουν να αντισταθούν στην έλξη της κεντρομόλας αυτής δύναμης. Όλα τα τμήματα του γερμανικού προλεταριάτου, που είναι τόσο συνηθισμένα και ικανά για οργάνωση, θα τραβηχτούν προς τα Σοβιέτ όπως τα ρινίσματα του σιδήρου στον πόλο ενός μαγνήτη. Μέσα στα Σοβιέτ το Κομμουνιστικό Κόμμα θα βρει έναν νέο και εξαιρετικά ευνοϊκό στίβο στην πάλη του για τον ηγετικό ρόλο στην προλεταριακή επανάσταση. Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία μπορεί κανείς να βεβαιώσει ότι ακόμα και σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών εργατών, και ακόμα ένα σοβαρό τμήμα του σοσιαλδημοκρατικού μηχανισμού, θα ήταν μέσα στα Σοβιέτ, αν η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν είχε βοηθήσει με τόσο ζήλο τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες να παραλύσουν την πίεση των μαζών.

Αν το Κομμουνιστικό Κόμμα θεωρεί απαράδεκτη κάθε συμφωνία πάνω σ’ ένα πρόγραμμα συγκεκριμένων πρακτικών καθηκόντων με τις σοσιαλδημοκρατικές, τις συνδικαλιστικές και τις άλλες οργανώσεις, αυτό δε σημαίνει παρά ότι θεωρεί απαράδεκτη τη δημιουργία Σοβιέτ μαζί με τη Σοσιαλδημοκρατία. Και καθώς δεν μπορούν να υπάρξουν καθαρά κομμουνιστικά Σοβιέτ γιατί, πραγματικά, σ’ αυτήν την περίπτωση δε θα χρησίμευαν σε τίποτα, τότε η άρνηση του Κομμουνιστικού Κόμματος να κάνει συμφωνίες και να αναλάβει κοινές δραστηριότητες με τα άλλα κόμματα μέσα στην εργατική τάξη δε σημαίνει τίποτε λιγότερο από την άρνηση του να δημιουργήσει Σοβιέτ.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η «Ρότε Φάνε» θα απαντήσει σ’ αυτόν το συλλογισμό με μια ομοβροντία από κατάρες και θα δοκιμάσει να αποδείξει ότι, όπως δυο και δυο κάνουν τέσσερα, είμαι ένας πράκτορας του Μπρίνιγκ, ένας κρυφός σύμμαχος του Βελς κτλ. Είμαι έτοιμος να παραδεχτώ όλες αυτές τις κατηγορίες, αλλά μ’ έναν όρο: θά ’ταν αρκετό η «Ρότε Φάνε», από τη μεριά της, να δοκιμάσει να εξηγήσει στους γερμανούς εργάτες πώς, πότε και με ποια μορφή μπορούν να δημιουργηθούν τα Σοβιέτ στη Γερμανία, χωρίς την πολιτική του ενιαίου μετώπου προς την κατεύθυνση των άλλων εργατικών οργανώσεων.

Για να φωτίσουμε το ζήτημα των Σοβιέτ ως όργανα του ενιαίου μετώπου, θα είναι εξαιρετικά διδακτικό να παραθέσουμε τις απόψεις που διατυπώνει πάνω σ’ αυτό το θέμα μια επαρχιακή κομμουνιστική εφημερίδα, η «Κλάσενκαμπφ» («Ταξική Πάλη») της περιοχής Χάλε-Μέρσενμπουργκ. «Όλες οι εργατικές οργανώσεις –λέει με ειρωνεία η εφημερίδα– με την τωρινή μορφή τους, με όλα τους τα λάθη και όλες τους τις αδυναμίες, πρέπει να συνενωθούν σε μεγάλες ενώσεις αντιφασιστικής άμυνας. Τι σημαίνει αυτό; Μπορούμε να αποφύγουμε τις εκτεταμένες θεωρητικές αναλύσεις, η ίδια η ιστορία αποδείχτηκε, σε αυτό το ζήτημα, η σκληρή δασκάλα της γερμανικής εργατικής τάξης: το άμορφο συνονθύλευμα του ενιαίου μετώπου όλων των εργατικών οργανώσεων πληρώθηκε από τη γερμανική εργατική τάξη με το τίμημα της ήττας της επανάστασης στα 1918-19». Να, μα την αλήθεια, ένα θαυμάσιο δείγμα επιπόλαιας φλυαρίας!

Το ενιαίο μέτωπο στα 1918-19 πραγματοποιήθηκε κυρίως διαμέσου των Σοβιέτ. Οι Σπαρτακιστές θά ’πρεπε ή δε θά ’πρεπε να μπουν στα Σοβιέτ; Σύμφωνα με το ακριβές πνεύμα του αποσπάσματος που παραθέσαμε πιο πάνω, θά ’πρεπε να παραμείνουν έξω από τα Σοβιέτ. Και καθώς οι Σπαρτακιστές αντιπροσώπευαν μια μικρή μόνο μειοψηφία της εργατικής τάξης, και δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να υποκαταστήσουν τα σοσιαλδημοκρατικά Σοβιέτ με τα δικά τους Σοβιέτ, η απομόνωση από τα Σοβιέτ θα σήμαινε απλούστατα την απομόνωσή τους από την Επανάσταση. Αν το ενιαίο μέτωπο ήταν «άμορφο και ένα συνονθύλευμα», το λάθος δεν ήταν στα Σοβιέτ σαν όργανα του ενιαίου μετώπου, αλλά στην πολιτική κατάσταση της ίδιας της εργατικής τάξης: στην αδυναμία της Ένωσης του Σπάρτακου και στη δύναμη της Σοσιαλδημοκρατίας. Το ενιαίο μέτωπο, γενικά, δεν μπορεί να υποκαταστήσει ένα ισχυρό επαναστατικό κόμμα, μπορεί μόνο να το βοηθήσει να δυναμώσει. Αυτό ισχύει πέρα για πέρα για τα Σοβιέτ. Η αδύνατη Ένωση του Σπάρτακου, ο φόβος της μην αφήσει να περάσει μια εξαιρετική ευκαιρία, την έσπρωξε σε μια υπεραριστερή πορεία και σε πρόωρες ενέργειες. Αν οι Σπαρτακιστές τοποθετούνταν έξω από το ενιαίο μέτωπο, δηλαδή έξω από τα Σοβιέτ, τα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά θα εκδηλώνονταν αναμφίβολα με ακόμα πιο οξύ τρόπο.

Είναι δυνατόν οι άνθρωποι αυτοί να μην έχουν μάθει απολύτως τίποτα από την εμπειρία της Γερμανικής Επανάστασης του 1918-1919; Διάβασαν τουλάχιστον την Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού; Είναι φοβερό, το σταλινικό καθεστώς πραγματικά κατέστρεψε τα κεφάλια αυτών των ανθρώπων! Αφού γραφειοκρατικοποίησαν τα Σοβιέτ στην ΕΣΣΔ, οι επίγονοι τα χρησιμοποιούν τώρα σαν τεχνικά όργανα –όπλα στα χέρια του κομματικού μηχανισμού. Ξέχασαν ότι τα Σοβιέτ ιδρύθηκαν σαν εργατικά κοινοβούλια και ότι τραβούσαν τις μάζες γιατί πρόσφεραν τη δυνατότητα να ενώσουν όλα μαζί τα τμήματα του προλεταριάτου ανεξάρτητα από κομματικές διαφορές. Ξέχασαν ότι σε αυτό ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη εκπαιδευτική και επαναστατική δύναμη των Σοβιέτ. Όλα ξεχάστηκαν, όλα μπερδεύτηκαν, όλα παραμορφώθηκαν. Ω, καταραμένη εποχή των επιγόνων!

Το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στο Κόμμα και τα Σοβιέτ έχει αποφασιστική σημασία για την επαναστατική πολιτική. Ενώ η τωρινή πορεία του Κομμουνιστικού Κόμματος κατευθύνεται πραγματικά προς την αντικατάσταση των Σοβιέτ από το Κόμμα, αντίθετα, ο Ούγκο Ούρμπανς, που δε χάνει ευκαιρία να σκορπίσει τη σύγχυση, ετοιμάζεται να αντικαταστήσει το Κόμμα με τα Σοβιέτ. Σύμφωνα με την έκθεση της «Ζοτσιαλίστισε Αρμπάιτερ Τσάιτουγκ» («Σοσιαλιστική Εργατική Εφημερίδα»)[6], ο Ούρμπανς, ανασκευάζοντας την απαίτηση του Κομμουνιστικού Κόμματος να κατευθύνει μόνο του την εργατική τάξη, έλεγε, το Γενάρη, σε μια συγκέντρωση στο Βερολίνο: «Η ηγεσία θα περιέλθει στα χέρια των Σοβιέτ που θα εκλεγούν από τις ίδιες τις μάζες και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες ή την κρίση ενός και μόνου Κόμματος, (ενθουσιώδεις επιδοκιμασίες)».

Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει ότι με τον τελεσιγραφισμό του, το Κομμουνιστικό Κόμμα εκνευρίζει τους εργάτες που είναι έτοιμοι να χειροκροτήσουν κάθε διαμαρτυρία ενάντια στη γραφειοκρατική αλαζονεία. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο Ούρμπανς, και σ’ αυτό επίσης το ζήτημα, δεν έχει τίποτε το κοινό με τον μαρξισμό. Κανείς δε θα αρνηθεί ότι οι εργάτες θα εκλέξουν «οι ίδιοι» τα Σοβιέτ. Το όλο ζήτημα, όμως, είναι ποιους θα εκλέξουν. Πρέπει να μπούμε στα Σοβιέτ μαζί με όλες τις άλλες οργανώσεις, όποιες και αν είναι, «με όλα τους τα λάθη και με όλες τους τις αδυναμίες». Αλλά να ομολογούμε ότι τα Σοβιέτ «από μόνα τους» είναι ικανά να ηγηθούν στην πάλη του προλεταριάτου για εξουσία είναι σαν να σπέρνουμε τον πιο χυδαίο φετιχισμό για τα Σοβιέτ. Όλα εξαρτιούνται από το κόμμα που ηγείται στα Σοβιέτ. Έτσι, σε αντιδιαστολή με τον Ούρμπανς, οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές δεν αρνούνται καθόλου στο Κομμουνιστικό Κόμμα το δικαιωμα να ηγηθεί στα Σοβιέτ. Αντίθετα, λένε: «Μόνο στη βάση του ενιαίου μετώπου, μόνο μέσα από τις μαζικές οργανώσεις, μπορεί το Κομμουνιστικό Κόμμα να κατακτήσει την ηγετική θέση μέσα στα μελλοντικά Σοβιέτ και να οδηγήσει το προλεταριάτο στην κατάκτηση της εξουσίας»…


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

——————
[1]. Οτζοβιστές. Η λέξη έχει την καταγωγή της στο ρωσικό ρήμα ότσιβατ, που σημαίνει ανακαλώ, αποσύρω, (Σ.τ.Μ.).

[2]. Η γαλλική επιθεώρηση «Τετράδια του Μπολσεβικισμού», το πιο παράλογο και το πιο αγράμματο απ’ όλες τις σταλινικές εκδόσεις, αρπάχτηκε και με τα δυο χέρια από την αναφορά μας στη γιαγιά του διαβόλου, χωρίς να υποψιαστεί, φυσικά, ότι η έκφραση έχει μια μακρόχρονη ιστορία στον μαρξιστικό Τύπο. Η ώρα δεν είναι μακριά, ελπίζουμε, που οι επαναστάτες εργάτες θα στείλουν τους αμαθείς και ασυνείδητους προφέσορες στην ίδια αυτή γιαγιά για να συμπληρώσουν τη μαθητεία τους (Λ.Τ.).

[3]. Καντέ. Από τα αρχικά Κα και Ντε του αστικού φιλελεύθερου κόμματος της Ρωσίας: Κονστιτούτσια Ντεμοκράτσια = Συνταγματική Δημοκρατία, (Σ.τ.Μ.).

[4]. Αστικοί εκδοτικοί οίκοι στη Γερμανία (Σ.τ.Μ.).

[5]. Όλες οι άλλες αντιλήψεις αυτής της ομάδας είναι του ίδιου επιπέδου, δεν είναι παρά μια διασκευή των πιο χοντροκομμένων λαθών της σταλινικής γραφειοκρατίας που απλά συνοδεύονται από πιο έντονες υπεραριστερές γκριμάτσες. Ο φασισμός έχει ήδη ενθρονιστεί, ο λεγόμενος χιτλερικός κίνδυνος καθεαυτός δεν υπάρχει κι επιπλέον οι εργάτες δε θέλουν να παλέψουν. Αν η κατάσταση ήταν αληθινά τέτοια, αν υπήρχε ακόμα αρκετός χρόνος μπροστά μας, τότε οι θεωρητικοί του «Ρότερ Κέμπφερ» μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν καλύτερα το διαθέσιμο χρόνο τους και, αντί να γράφουν κακά άρθρα, να διαβάσουν λίγα καλά βιβλία. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο Μαρξ εξήγησε στον Βάιτλιγκ ότι η αμάθεια δε βγαίνει ποτέ σε καλό, (Λ.Τ.).

[6]. Η «Σοσιαλιστική Εργατική Εφημερίδα» είναι το επίσημο όργανο του ΣΕΚ, (Σ.τ.Μ.).

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα