Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - Ιστορία1905: Η γενική πρόβα για το 1917

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

1905: Η γενική πρόβα για το 1917

Το κείμενο που περιλαμβάνει αυτό το ένθετο «Κομμουνισμός». Με αφορμή τη συμπλήρωση 120 χρόνων από την ηρωική εργατική εξέγερση της Μόσχας.

Το κείμενο που περιλαμβάνει αυτό το ένθετο «Κομμουνισμός», δημοσιεύεται με αφορμή τη συμπλήρωση 120 χρόνων από την ηρωική εργατική εξέγερση της Μόσχας, η συντριβή της οποίας είχε σηματοδοτήσει την οριστικοποίηση της ήττας της Ρωσικής Επανάστασης του 1905. Πρόκειται για ένα μικρό απόσπασμα από το εξαιρετικό έργο του μαρξιστή συγγραφέα και Γραμματέα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), Άλαν Γουντς, με τίτλο «Η Ιστορία του Μπολσεβικισμού: ο δρόμος προς την επανάσταση» (από το 2ο Μέρος του, με τίτλο «Η πρώτη Ρωσική Επανάσταση»). Το βιβλίο εκδόθηκε στη Βρετανία τον Ιούνιο του 1999 από τις εκδόσεις «Wellred Books». Το απόσπασμα είναι παρμένο από την ελληνική έκδοση, η οποία πραγματοποιήθηκε από τις Εκδόσεις «Μαρξιστική Φωνή» το 2017, με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Έχουν προστεθεί από εμάς τίτλοι ενοτήτων για να γίνει πιο ευανάγνωστο.

Η Ρωσική Επανάσταση του 1905 ήταν η πρώτη εργατική επανάσταση του 20ου αιώνα. Εξέπληξε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς ξέσπασε στο κορυφαίο σημείο της διεθνούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, η οποία είχε δημιουργήσει στη συνείδηση της εργατικής τάξης στη Δύση αυταπάτες για τον καπιταλισμό και είχε ευνοήσει τις θέσεις των ρεφορμιστών ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς για «το ανέφικτο των προλεταριακών επαναστάσεων» και «την ειρηνική, σταδιακή μεταρρύθμιση και μετατροπή του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό». Το 1905 λοιπόν, αποτέλεσε μια έμπρακτη διάψευση αυτών των ιδεών.

Στις 9 Γενάρη του 1905, στην ιστορική «Ματωμένη Κυριακή» στην Αγία Πετρούπολη, η εργατική τάξη της Ρωσίας έκανε την πρώτη της αποφασιστική είσοδο στη σκηνή της Ιστορίας, με το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα απομονωμένο και αποδυναμωμένο από διασπάσεις και συλλήψεις. Έντεκα μήνες αργότερα, η ίδια εργατική τάξη εξεγέρθηκε στη Μόσχα με όπλα στα χέρια, υπό την ηγεσία αυτού του κόμματος.

Στο διάστημα που μεσολάβησε, η πρώτη Ρωσική Επανάσταση αναπτύχθηκε εμπλέκοντας στη δράση κάθε στρώμα του προλεταριάτου και όλων των άλλων καταπιεσμένων τμημάτων της κοινωνίας, περνώντας μέσα από κάθε δυνατή φάση και αξιοποιώντας κάθε μέθοδο πάλης, από οικονομικές απεργίες και υποβολή υπομνημάτων στις τσαρικές αρχές, στις μαζικές διαδηλώσεις και τέλος, στη γενική πολιτική απεργία και την ένοπλη εξέγερση. ‘Έτσι, η Επανάσταση του 1905 αποκάλυψε όλες τις βασικές διεργασίες που επρόκειτο να επαναληφθούν 12 χρόνια αργότερα. Με αυτή την έννοια, δικαίωσε πλήρως τον Λένιν και τον Τρότσκι, οι οποίοι όταν αναφέρονταν σ’ αυτήν, την χαρακτήριζαν ως τη «γενική πρόβα της επανάστασης του 1917».

Σ.Κ.

Η εξέγερση της Μόσχας

  • Από την «Ιστορία του Μπολσεβικισμού», του Άλαν Γουντς

Μέχρι το τέλος του Οκτώβρη του 1905, ο αναβρασμός στα χωριά είχε φτάσει σε νέα επίπεδα, με το 37% της ευρωπαϊκής Ρωσίας να επηρεάζεται, ειδικότερα η κεντρική ζώνη της «Μαύρης Γης», η Λετονία, η Εσθονία, η Γεωργία και η Ουκρανία. Το κύμα της δυσαρέσκειας των αγροτών, με τη σειρά του, μεταδόθηκε στον στρατό. Υπήρξαν μια σειρά από ανταρσίες στο στρατό και το ναυτικό, οι οποίες υπογράμμισαν τη σημασία της επαναστατικής δουλειάς στους στρατιώτες και τους ναύτες. Παράλληλα με τη μαζική νόμιμη δουλειά, οι μπολσεβίκοι κλιμάκωσαν επίσης τις υλικές προετοιμασίες για ένοπλη εξέγερση. Ο Κράσιν ήταν επικεφαλής του τμήματος της στρατιωτικής δουλειάς, διεισδύοντας στον στρατό και οργανώνοντας ομάδες μάχης.

Οι τοπικές επιτροπές ίδρυσαν ειδικές μονάδες για να αποκτήσουν όπλα. Αυτή η δουλειά κλιμακώθηκε το Φθινόπωρο με τη δημιουργία μυστικών εργαστηρίων για βόμβες και μυστικών αποθηκών όπλων. Για ακόμα μια φορά, ο Γκόρκι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγκέντρωση χρημάτων γι’ αυτή τη δουλειά, η οποία εν μέρει χρηματοδοτήθηκε και από αυτό που ήταν γνωστό ως «απαλλοτριώσεις», δηλαδή επιδρομές σε τράπεζες που διεξήγαγαν ένοπλες ομάδες υπό τον έλεγχο των μπολσεβίκων. Οι αντικειμενικές συνθήκες για ένοπλη εξέγερση ωρίμαζαν γρήγορα.

Οι εξελίξεις στην Πετρούπολη

Σε όλη τη διάρκεια του Φθινοπώρου, τα μάτια ήταν στραμμένα στην Αγία Πετρούπολη, το θυελλώδες επίκεντρο του κινήματος. Όμως οι εργάτες της πρωτεύουσας, που έφεραν το κύριο βάρος της σύγκρουσης από τον Γενάρη ως το Νοέμβρη, είχαν φτάσει στα όρια της αντοχής τους. Μετά την έκδοση του Μανιφέστου του Οκτώβρη , οι φιλελεύθεροι αστοί, που προηγουμένως εμφανίζονταν να δείχνουν συμπάθεια για το επαναστατικό κίνημα και έφταναν μέχρι και να πληρώνουν τους μισθούς των εργατών που απεργούσαν, τελικά αποκάλυψαν τον πραγματικό τους εαυτό. Στις 31 Οκτώβρη, το Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης κάλεσε σε γενική απεργία στα πλαίσια της μάχης για το οχτάωρο. Όμως τα αφεντικά προέβαλαν σκληρή αντίσταση και η απεργία έληξε αποτυχημένα.

Στις 12 Νοέμβρη το Σοβιέτ ανέστειλε την απεργία. Αυτό ήταν το σημείο καμπής. Η γενική απεργία του Οκτώβρη , στην πραγματικότητα αντιπροσώπευε την τελευταία πνοή του κινήματος στην Αγία Πετρούπολη. Στην απεργία του Νοεμβρίου στην Αγ. Πετρούπολη, συμμετείχε ακόμα μεγαλύτερος αριθμός εργατών από ότι σε εκείνη του Οκτώβρη. Όμως αυτή, στην πραγματικότητα, ήταν η τελευταία απελπισμένη προσπάθεια μιας εργατικής τάξης σε πολύ μεγάλο βαθμό αποδυναμωμένης ύστερα από τους πολλούς μήνες πάλης.

Ο αντεπαναστατικός ρόλος των αστών

Αντιλαμβανόμενοι το γεγονός ότι το κίνημα έμενε από δυνάμεις, οι αστοί οργάνωσαν «λοκ άουτ» (σ.τ.ε.: ανταπεργία με κλείσιμο των επιχειρήσεων από τους ιδιοκτήτες τους), ενώ η αστυνομία και ο στρατός προχωρούσαν στη βίαιη διάλυση συγκεντρώσεων των εργατών. Το «λοκ άουτ» του Νοεμβρίου αποκάλυψε ότι τα αφεντικά είχαν επίγνωση της πραγματικής κατάστασης. Σημειώθηκαν σε ευρεία βάση, καταστολή, απολύσεις και συλλήψεις. Με το φόβο ότι το κίνημα θα ξέπεφτε σε μια σειρά από μάχες ανταρτών, οι οποίες θα μπορούσαν να συντριβούν, το Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης αποφάσισε να προχωρήσει σε τακτική υποχώρηση και στις 12 Νοεμβρίου, μετά από μια τεταμένη συζήτηση, σταμάτησε την απεργία προκειμένου να αποσυρθεί με έναν ενιαίο και οργανωμένο τρόπο.

Η αποστασία των φιλελεύθερων αστών έγειρε την πλάστιγγα υπέρ του στρατοπέδου της αντίδρασης. Ο στρατηγός Τρεπόφ ήταν πλέον στην πραγματικότητα δικτάτορας της Ρωσίας. Φοβούμενοι την «αναρχία», οι φιλελεύθεροι σέρνονταν από πίσω του. Μέχρι τις 26 Νοεμβρίου, το καθεστώς ένιωθε αρκετά ισχυρό και προχώρησε στη σύλληψη του Κρουσταλιόφ – Νόσαρ στην έδρα της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ. Το Σοβιέτ απάντησε με ένα Οικονομικό Μανιφέστο, το οποίο έγραψε ο Πάρβους , καλώντας σε άρνηση πληρωμής των φόρων και την ανάληψη των τραπεζικών καταθέσεων για να οξυνθεί η οικονομική κρίση για το καθεστώς.

Εξάντληση των εργατών

Ακόμα και σε αυτό το σημείο, νέα στρώματα έμπαιναν στην πάλη καθημερινά: επιστάτες, θυρωροί, μάγειροι, οικιακοί υπηρέτες, γυαλιστές πατωμάτων, σερβιτόροι, πλύστρες, υπάλληλοι δημοσίων λουτρών, αστυνομικοί, Κοζάκοι – ακόμα και μερικοί «ντέτεκτιβς». Η κοινωνία είχε αναταραχτεί σε βάθος. Όμως, η αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση της μέχρι πρότινος αδρανούς πολιτικά μάζας απέκρυπτε το γεγονός ότι το «βαρύ πυροβολικό» της εργατικής τάξης ήταν πια, σχεδόν, εξουθενωμένο.

Η απεργία του Δεκέμβρη στην Πετρούπολη ήταν πολύ λιγότερο μαζική από αυτήν του Νοέμβρη, συμμετείχαν το πολύ τα 2/3 των εργατών της πρωτεύουσας. Αυτό το γεγονός, έδειχνε ότι το κίνημα στην Πετρούπολη είχε φτάσει σε οριακό σημείο και η επαναστατική παλίρροια άρχιζε να υποχωρεί.

Στις 2 Δεκέμβρη έγινε μια ανταρσία στο Σύνταγμα Ροστόφ στη Μόσχα. Την επόμενη ημέρα, ολόκληρο το Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης συνελήφθη, συμπεριλαμβανομένου του Λέοντα Τρότσκι που ήταν πρόεδρος του.

Η Μόσχα στο προσκήνιο

Η πρωτοβουλία πλέον περνούσε στους εργάτες της Μόσχας. Η ανταρσία του συντάγματος του Ροστόφ έδωσε την ελπίδα ότι η φρουρά μπορεί να κερδηθεί. Όμως οι μπολσεβίκοι της περιοχής δίστασαν και βλέποντας ότι το κίνημα δεν εξαπλώνεται, σύντομα τα στρατεύματα απογοητεύτηκαν. Μέσα σε μερικές μέρες η ανταρσία συντρίφτηκε. Αυτή η ήττα προκάλεσε την απογοήτευση των στρατιωτών και μείωσε αισθητά τις προσδοκίες να σταθούν στο πλευρό των εργατών.

Από την άλλη πλευρά όμως, η διάθεση στα εργοστάσια της Μόσχας γινόταν πυρετώδης. Οι εργάτες ανυπομονούσαν για δράση. Στις 4 Δεκέμβρη το Σοβιέτ της Μόσχας πέρασε ένα ψήφισμα που συνέχαιρε τους στρατιώτες για την εξέγερσή τους και εξέφραζε την ελπίδα να έρθουν με το μέρος του λαού. Όμως, μέχρι να στεγνώσει το μελάνι, η ανταρσία των στρατιωτών είχε συντριβεί.

Ο Λένιν είχε επανειλημμένα εκφράσει την ανησυχία του για μια πρόωρη εξέγερση. Αναγνώριζε ότι οι δυνάμεις του κόμματος ήταν ακόμα μικρές, οι ομάδες μάχης ήταν υπερβολικά απροετοίμαστες για να τα βάλουν με όλη τη δύναμη του κράτους. Πάνω από όλα, οι μεγάλες μάζες των χωρικών μόλις που είχαν αρχίσει να εισέρχονται στο πεδίο της μάχης.

Πολλές φορές ο Λένιν είχε εκφράσει την ελπίδα ότι η τελική αναμέτρηση μεταξύ των εργατών και του καθεστώτος θα αναβαλλόταν μέχρι την Άνοιξη. Όμως, καταλάβαινε καλά ότι δεν μπορούσε να διευθύνει κανείς την επανάσταση σαν να είναι ορχήστρα, με το ραβδί του μαέστρου. Η Κρούπσκαγια αποδίδει παραστατικά τη στάση του Λένιν γράφοντας τα εξής: «Απαντώντας σε ένα ερώτημα σχετικά με το χρόνο της εξέγερσης, είπε: “Προσωπικά θα ανέβαλα την εξέγερση μέχρι την άνοιξη, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να ερωτηθούμε”».

Μια αυθόρμητη εξέγερση

Σχετικά με την εξέγερση στη Μόσχα έχει υπάρξει μια μεγάλη μυθολογία, η οποία έχει κυρίως δημιουργηθεί από τους σταλινικούς. Λέγεται ότι η πρωτοβουλία για την εξέγερση άνηκε στους μπολσεβίκους. Στην πραγματικότητα, η εξέγερση της Μόσχας δεν έγινε σύμφωνα με κάποιο καθορισμένο σχέδιο. Δεν δόθηκε ρητή διαταγή από την Κεντρική Επιτροπή . Η πρωτοβουλία προήλθε από χαμηλά, από τους ίδιους τους εργάτες.

Στην πρώτη συνδιάσκεψη των μαχητικών οργανώσεων του κόμματος που διεξήχθη το Νοέμβριο του 1906, ένα χρόνο μετά την εξέγερση, ο εκπρόσωπος της Κεντρικής Επιτροπής Ι.Α. Σάμερ διέψευσε την άποψη ότι η Κεντρική Επιτροπή είχε σχεδιάσει τα πάντα, εκφράζοντας το παράπονο ότι ορισμένοι σύντροφοι «έχουν πολύ μηχανιστική αντίληψη των περιστάσεων που οδήγησαν στην εξέγερση του Δεκέμβρη στη Μόσχα και υπερβάλουν σχετικά με το ρόλο της Κεντρικής Επιτροπής στο κάλεσμα γι’ αυτή την εξέγερση. Η Κεντρική Επιτροπή φαίνεται σα να πάτησε ένα κουμπί και η επανάσταση να ξεκίνησε. Αν η Κ.Ε. δεν το είχε κάνει, η εξέγερση δεν θα συνέβαινε!».

Η ηγεσία στην πραγματικότητα ήταν συγκλονισμένη από τα γεγονότα. Ο Ραντόφ , ο ηγέτης των μπολσεβίκων εξομολογήθηκε αργότερα σε μια στιγμή ειλικρίνειας, ότι οι δυνάμεις που είχε στη διάθεση του το κόμμα ήταν τραγικά απροετοίμαστες: «Πρέπει τώρα ειλικρινά να αναγνωρίσουμε ότι ολόκληρη η οργάνωση μας, και εν μέρει κι εμείς, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, ήμασταν τελείως απροετοίμαστοι».

Το γεγονός ότι υπήρχε ευρεία υποστήριξη ανάμεσα στους εργάτες της Μόσχας για την προτεινόμενη δράση, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά. Οι εργάτες της Μόσχας, σε αντίθεση με αυτούς της Πετρούπολης, μόλις έμπαιναν στη μάχη και ήταν ανυπόμονοι για δράση. Μια ολόκληρη σειρά συνελεύσεων σε εργοστάσια, προετοίμαζε μια εξέγερση. Η διάθεση στα εργοστάσια επηρέαζε το Σοβιέτ της Μόσχας. Οι εργάτες πίεζαν για δράση. Τα εργοστάσια βρίσκονταν σε τεταμένη διάθεση αναμονής, με επίγνωση ότι η αποφασιστική στιγμή πλησιάζει.

Η Ζεμλιάτσκα , θυμάται ότι όταν οι τοπικοί ηγέτες των μπολσεβίκων ανέβηκαν για να μιλήσουν στο Σοβιέτ, δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία, «το έβλεπαν στα πρόσωπα των εργατών». Μόνο οι αντιπρόσωποι των εργοστασίων, κρατώντας μια κόκκινη κάρτα, είχαν αποφασιστική ψήφο. Τα κόμματα, όπως κι αλλού, είχαν συμβουλευτική ψήφο. Όταν έγινε η ψηφοφορία, σηκώθηκε ένα «δάσος» από ροζιασμένα χέρια, υπέρ μιας γενικής πολιτικής απεργίας στις 7 Δεκέμβρη. Η απόφαση των εργατών ήταν ομόφωνη. Δεδομένων των συνθηκών, όλοι ήξεραν ότι αυτή ήταν μια ψήφος εξέγερσης.

Οι εκπρόσωποι της δεξιάς πτέρυγας των μενσεβίκων , διατηρούσαν επιφυλάξεις σχετικά με την εξέγερση, διότι ήξεραν τις συνέπειες για τους φιλελεύθερους, όμως με βαριά καρδιά αποφάσισαν να την υποστηρίξουν. Η πίεση από κάτω αποδείχθηκε ακαταμάχητη. Στην πραγματικότητα, παρ’ όλο που η πρωτοβουλία προήλθε από τους μπολσεβίκους εργάτες, οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες , συμμετείχαν επίσης στην εξέγερση. Στις 5 Δεκέμβρη, οι μενσεβίκοι πρότειναν γενική απεργία των εργατών στους σιδηροδρόμους της Μόσχας. Η σχετική πρόταση στην ψηφοφορία στο Σοβιέτ, υποστηρίχθηκε από τους εργάτες στους σιδηροδρόμους, τους ταχυδρομικούς υπαλλήλους και τους Πολωνούς εργάτες της Μόσχας.

Αδύναμη στήριξη από την Πετρούπολη

Έγινε προσπάθεια να οργανωθεί δράση συμπαράστασης στην Πετρούπολη. Το Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης, το οποίο μόλις είχε επανιδρυθεί κάλεσε τους εργάτες και τους χωρικούς να στηρίξουν τη γενική απεργία της Μόσχας. Μαζεύοντας τις τελευταίες τους δυνάμεις, οι εργάτες της Αγίας Πετρούπολης προσπάθησαν να υποστηρίξουν τους αδελφούς και τις αδελφές τους της Μόσχας.

Στις 8 Δεκέμβρη περισσότεροι από 83.000 εργάτες συμμετείχαν σε απεργία στην Αγία Πετρούπολη. Οι εργάτες στους σιδηροδρόμους, επίσης κάλεσαν σε γενική απεργία. Ωστόσο, η προσπάθεια να οργανωθεί αυτή η δράση στην Πετρούπολη δεν πέτυχε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η εξάντληση που προήλθε από την πολύμηνη, αδιάκοπη πάλη, ήταν υπερβολική.

Οι εργάτες, είχαν απεργήσει 3 φορές μέσα σε 9 εβδομάδες και είχαν κουραστεί από τις απεργίες. Απέναντί τους, βρίσκονταν συντεταγμένη όλη η δύναμη του κράτους και είχαν χάσει την πίστη στις δυνάμεις τους. Μετά την αποτυχία της απεργίας, η υποστήριξη από την Αγ. Πετρούπολη περιορίστηκε στην αποστολή όπλων. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά.

Πρώτα οδοφράγματα και καταστολή

Η αρχική σπίθα για την εξέγερση φαίνεται να ήταν μια πρόκληση της κυβέρνησης – στρατεύματα στάλθηκαν για να διαλύσουν κάποιες συνελεύσεις εργατών. Έγιναν διαδηλώσεις και συμπλοκές μεταξύ στρατιωτών και πολιτοφυλακής. Στήθηκαν τα πρώτα οδοφράγματα και ξεκίνησαν οι σοβαρές εχθροπραξίες.

Στις 7 Δεκέβρη η γενική απεργία ξεκίνησε με τη συμμετοχή περισσοτέρων από 100.000 εργατών, οι οποίοι αυξήθηκαν σε 150.000 την επόμενη μέρα. Στις 7 και 8 Δεκέμβρη έγιναν μαζικές συνελεύσεις και διαδηλώσεις στους δρόμους της Μόσχας με μεμονωμένες συμπλοκές με την αστυνομία.

Το Σοβιέτ της Μόσχας δημοσίευε μια ημερήσια εφημερίδα, την Izvestiya («Ιζβέστια», «Μηνύματα») της Μόσχας, η οποία προσπαθούσε να κερδίσει πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού στον αγώνα. Η ηγεσία του κινήματος, ωστόσο, έδειχνε απροετοίμαστη για μια αποφασιστική μάχη. Αμφιταλαντεύτηκε πάνω στο κομβικό σημείο, όπου η γενική απεργία θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένοπλη εξέγερση.

Στο μεταξύ, το καθεστώς προετοιμαζόταν ήδη για αντεπίθεση. Στις 8 Δεκέμβρη μια μαζική συνέλευση διαλύθηκε από την αστυνομία και 37 άνθρωποι συνελήφθησαν. Ακόμα και τότε, το Σοβιέτ δεν αντέδρασε. Σε τέτοιες συνθήκες, όπως έχει εξηγήσει ο Μαρξ, η έλλειψη αποφασιστικότητας είναι θανάσιμη.

Σύμφωνα με τα λόγια του μεγάλου Γάλλου επαναστάτη, Δαντόν, ο πρώτος κανόνας της εξέγερσης είναι «Τόλμη, Τόλμη και ακόμα περισσότερη Τόλμη». Αντί γι’ αυτό, υπήρξαν αόριστα καλέσματα στην «Ιζβέστια» στις 9 Δεκέμβρη, για «να συνεχίσουμε να διατηρούμε τις δυνάμεις μας σε κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης».

Το Σοβιέτ περίμενε το στρατό να έρθει με το μέρος του. Υπήρχαν πράγματι αμφιταλαντεύσεις μέσα στα στρατεύματα, αλλά χρειαζόταν αποφασιστική δράση για να μετατραπεί αυτή σε πράξεις. Οι εργάτες προσπάθησαν ενστικτωδώς να προσεγγίσουν το στρατό, αλλά η συναδέλφωση δεν ήταν αρκετή. Η προπαγάνδα δεν μπορούσε να αντικαταστήσει την πραγματική πάλη, όπως το έθεσε ο Λένιν. Σε αυτό το σημείο, η «προπαγάνδα των πράξεων» ήταν το ζητούμενο.

Εκμεταλλευόμενη αυτή τη διστακτικότητα, η αντεπανάσταση αντεπιτέθηκε στις 9 Δεκέμβρη. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, πολλοί τραυματίστηκαν, σκοτώθηκαν και συνελήφθησαν. Τότε μόνο αντιλήφθηκαν οι μάζες την ανάγκη για αποφασιστική δράση.

Ένοπλη εξέγερση

Δεν υπήρχαν αρκετά όπλα για όλους, όμως οι αντάρτες υπολόγιζαν στην υποστήριξη του λαού και ήλπιζαν ότι ικανός αριθμός στρατιωτών, θα άλλαζε πλευρά, για να γείρει η πλάστιγγα προς όφελος τους. Οι εργατικές πολιτοφυλακές ξεκίνησαν άμεσα τον αφοπλισμό, όχι μόνο των αστυνομικών, αλλά επίσης και των στρατιωτών προκειμένου να προμηθευτούν όπλα. Η απεργία μετατράπηκε σε ένοπλη εξέγερση, οι μάζες συμμετείχαν στο στήσιμο οδοφραγμάτων και σε συμπλοκές με την αστυνομία και το στρατό.

Το ότι οι μπολσεβίκοι ηγέτες δεν ήταν σίγουροι για τις ικανότητες της ηγεσίας της Μόσχας φάνηκε από την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής να στείλει τον Α.Ι. Ρίκοφ και τον Μ.Φ. Βλαντιμίρσκι στη Μόσχα για να αναλάβουν την ηγετική ευθύνη. Το γεγονός ότι έγιναν λάθη, αποκαλύπτεται από σχόλια που έκανε ο Λένιν αργότερα. Απαντώντας στις περίφημες παρατηρήσεις του Πλεχάνοφ ότι «Δεν έπρεπε να πάρουν τα όπλα!», ο Λένιν είπε: «Αντιθέτως, έπρεπε να πάρουμε τα όπλα με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, ενεργητικότητα και επιθετικότητα: έπρεπε να έχουμε εξηγήσει στις μάζες ότι ήταν αδύνατο να περιοριστούμε σε ειρηνική απεργία, ότι η άφοβη και αμείλικτη ένοπλη μάχη ήταν απαραίτητη».

Μόνο όταν είχε πραγματικά ξεκινήσει η μάχη η «Ιζβέστια» έδωσε ξεκάθαρες οδηγίες στις ένοπλες ομάδες: «Μην ενεργείτε μαζικά, να ενεργείτε ως μικρές ομάδες των 3-4 ατόμων, όχι περισσότερων!». Επίσης έδινε συμβουλές ενάντια στην κατασκευή οδοφραγμάτων: «Μην καταλαμβάνετε οχυρωμένες θέσεις! Ο στρατός θα μπορεί πάντοτε να τις καταλάβει ή απλά να τα διαλύσει με το πυροβολικό! Ας είναι οχυρά μας τα σοκάκια, οι αυλές και όλα εκείνα τα μέρη, από τα οποία είναι εύκολο να πυροβολήσεις και επίσης εύκολο να διαφύγεις!». Επίσης έδινε τη συμβουλή στους εργάτες να απέχουν από τις μαζικές συγκεντρώσεις: «Τώρα χρειάζεται να πολεμήσουμε και μόνο».

Με τις νέες συνθήκες των οδομαχιών, τα αποσπάσματα ανταρτών, τα οποία συνδέονταν με το μαζικό κίνημα και τη γενική απεργία, έπαιξαν ξεκάθαρα καθοριστικό ρόλο. Η αστυνομία και ο στρατός, βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν αόρατο και πανταχού παρόντα εχθρό. Το μεγάλο πλεονέκτημα, ήταν ότι οι ένοπλες ομάδες, αν και μικρές, διέθεταν την υποστήριξη των μαζών.

Στις 9 και 10 Δεκέμβρη, τα πρώτα οδοφράγματα υψώθηκαν. Ακολουθώντας τη συμβουλή του Σοβιέτ, οι εξεγερμένοι δεν προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τα οδοφράγματα, παρ’ όλο που αυτά, εξυπηρέτησαν έναν χρήσιμο σκοπό, καθυστερώντας τους στρατιώτες και εμποδίζοντας την ανάπτυξη του ιππικού. Οι στρατιώτες βρίσκονταν σε ένα εχθρικό περιβάλλον, όπου κάθε πολυκατοικία ήταν εχθρικό οχυρό· κάθε πόρτα και κάθε γωνία δρόμου ήταν δυνητικά και μια ενέδρα.

Οι στρατιώτες και η αστυνομία κατεδάφιζαν τα οδοφράγματα τη νύχτα, για να τα βρουν ξαναχτισμένα μέχρι το πρωί. Παρά τη συντριπτική του υπεροχή σε αριθμό ανδρών και πυρομαχικά, ο στρατός συχνά βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Αρκετές φορές, οι αρχές θα πρέπει να κρατούσαν την ανάσα τους, στη θέα μιας πόλης που αριθμούσε ένα εκατομμύριο κατοίκους, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων, αποτελούσε τον «εχθρό» και εγκλωβισμένες σε μια μάχη που έδιναν με στρατό που εν μέρει είχε απολέσει το ηθικό και την αξιοπιστία του.

Οι προλετάριοι της Μόσχας πολεμούσαν σαν τίγρεις. Οι μάχες ήταν ιδιαίτερα άγριες στην περιοχή Πρέσνια, που ήταν το κέντρο της κλωστοϋφαντουργίας. Η κορύφωση της ένοπλης εξέγερσης ήρθε την 11η Δεκέμβρη. Σε κάποιο σημείο, οι αρχές της Μόσχας είχαν θορυβηθεί σε βαθμό να ζητήσουν ενισχύσεις. Η κυβέρνηση που ακόμα φοβόταν μια εξέγερση στην Αγ. Πετρούπολη, στην αρχή δεν έστειλε καθόλου ενισχύσεις.

Μια άνιση και απροετοίμαστη μάχη

Παρ’ όλα αυτά, η τελική έκβαση δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Χωρίς να αλλάξουν πλευρά οι στρατιώτες, η ήττα θα ήταν βέβαιη, αφού οι εργάτες υστερούσαν απελπιστικά σε αριθμό μαχητών και σε όπλα. Η τεχνική στρατιωτική όψη ήταν θλιβερά ανεπαρκής. Στις αρχές Δεκέμβρη υπήρχαν μόνο 2.000 ένοπλοι άντρες και επιπλέον 4.000 πολιτοφύλακες, αλλά χωρίς όπλα. Από αυτούς, μεταξύ 250 και 300 ήταν στην πολιτοφυλακή των μπολσεβίκων, μεταξύ 200 και 250 ήταν μενσεβίκοι και περίπου 150 σοσιαλεπαναστάτες.

Επιπλέον, οι φοιτητές, οι εργάτες στα τηλεγραφεία και άλλες ομάδες που δεν ανήκαν στο κόμμα, είχαν επίσης τις δικές τους πολιτοφυλακές. Δεν επαρκούσαν τα όπλα, όμως στηρίζονταν στην υποστήριξη του πληθυσμού και, επίσης, έλπιζαν σε αυτή των στρατιωτών. Οι πολιτοφυλακές είχαν συσταθεί με κύριο σκοπό να αποτρέψουν πογκρόμ, έναν συγκεκριμένο στόχο, που απαιτούσε αμυντική πάλη και δεν ήταν προετοιμασμένοι για να περάσουν στην επίθεση.

Στα προβλήματα προστέθηκε στις 7 Δεκέμβρη και η σύλληψη ολόκληρης της ηγεσίας. Από την αρχή, ήταν φανερό ότι το κίνημα ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένο και σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδίαζε. Οι ένοπλες ομάδες έτειναν να υπερασπίζονται δικές τους περιοχές, αντί να περνούν στην επίθεση. Παρά τον ηρωισμό των εργατών της Μόσχας, η έλλειψη όπλων, ο φτωχός συντονισμός και η απουσία στρατιωτικών ικανοτήτων άρχισαν να φαίνονται. Μόλις χτίζονταν τα οδοφράγματα, ο άοπλος πληθυσμός μπορούσε να παίξει μόνο το ρόλο του θεατή. Η παθητική τους υποστήριξη ενίσχυε το ηθικό των ενόπλων μονάδων και τους επέτρεπε να αντέχουν περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε κανείς να περιμένει.

Στις 13 Δεκέμβρη, οι μενσεβίκοι της Μόσχας πρότειναν να καλέσουν σε παύση της εξέγερσης, αλλά οι μπολσεβίκοι, υπό την πίεση των εργατών, αποφάσισαν να συνεχίσουν. Είναι ένα ζήτημα που χρήζει συζήτησης σε ποια έκταση οι ηγέτες στην πραγματικότητα αποφάσιζαν για τα γεγονότα. Οι πολιτοφυλακές όχι μόνο των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων, αλλά και των σοσιαλεπαναστατών, δεν είχαν τη διάθεση να εγκαταλείψουν τη μάχη. Ως αποτέλεσμα αυτού, τα κέντρα των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων εξέδωσαν μια κοινή ανακοίνωση, με τίτλο «Υποστηρίξτε την εξέγερση της Μόσχας!» απευθύνοντας έκκληση στην εργατική τάξη της Ρωσίας να μην επιτρέψει στην κυβέρνηση να καταστείλει την εξέγερση. Όμως η κατάσταση είχε ήδη γείρει αποφασιστικά εναντίον της επανάστασης.

Η αποτυχία του κινήματος στην Πετρούπολη, έδωσε τη δυνατότητα στην τσαρική κυβέρνηση να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της στη Μόσχα. Η άφιξη του συντάγματος Σεμιονόφσκι στις 15 Δεκεμβρίου, έγειρε την πλάστιγγα αποφασιστικά εναντίον την επανάστασης. Οι άτακτες δυνάμεις των επαναστατών δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν μια κατά μέτωπο επίθεση από τον τακτικό στρατό.

Μέχρι τις 16 Δεκέμβρη, μόνο μια περιοχή, η Πρέσνια, παρέμενε στην κατοχή των επαναστατών. Εκείνη την ημέρα, η Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ ψήφισε να τερματιστεί η απεργία. Σαν πράξη ανυπακοής, η σοσιαλδημοκρατική επιτροπή της περιοχής Πρέσνια ψήφισε να τερματιστεί η απεργία μόλις το απόγευμα της 18ης Δεκεμβρίου. Η κίνηση ήταν μάταιη.

Η πτώση της Κόκκινης Πρέσνια και το τέλος της εξέγερσης

Στην περιοχή της Πρέσνια υπήρχαν περίπου 350 με 400 ένοπλοι πολιτοφύλακες και 700 με 800 επιπλέον – χωρίς όπλα – στο αποκορύφωμα της πάλης. Η Κόκκινη Πρέσνια βομβαρδίστηκε μέχρι να υποταχθεί.

Για δυο ημέρες και νύχτες, το βαμβακουργείο «Προχόροφ» και τα εργοστάσια επίπλων «Σμιντ», τα οποία οι εργάτες είχαν μετατρέψει σε φρούρια με την υποστήριξη των αριστερών ιδιοκτητών, κονιορτοποιήθηκαν από τα πυρά του πυροβολικού. Ολόκληρη η περιοχή τυλίχτηκε στις φλόγες. Μέχρι τη νύχτα της 17ης Δεκεμβρίου, η Πρέσνια πέρασε στον έλεγχο της κυβέρνησης.
Συγκλονισμένη από τις ανώτερες αντίπαλες δυνάμεις, η ηγεσία της Μόσχας, ήταν υποχρεωμένη να υποχωρήσει από τη μάχη στις 18. Την επόμενη ημέρα, η γενική απεργία επίσης ανεστάλη, προκειμένου να αποτραπεί περαιτέρω απώλεια στελεχών και να διατηρηθεί ό,τι ήταν δυνατό από το κίνημα. Η εξέγερση της Μόσχας έφτανε στο τέλος.

Ο απολογισμός των νεκρών σύμφωνα με την Ιατρική Ένωση της Μόσχας ήταν 1.059, από τους οποίους οι 137 ήταν γυναίκες και 86 παιδιά. Η μεγάλη πλειοψηφία ήταν απλοί πολίτες. Οι απώλειες μεταξύ των ενόπλων και από τις δυο πλευρές ήταν εντυπωσιακά λίγες. Μόλις 35 στρατιώτες σκοτώθηκαν, συμπεριλαμβανομένων πέντε αξιωματικών.

Τότε όμως άνοιξε το ματωμένο κεφάλαιο των μαζικών συλλήψεων, εκτελέσεων και απελάσεων. Οι φυλακισμένοι εκτελούνταν εν ψυχρώ. Τα παιδιά των εργατών, τα έπαιρναν στα αστυνομικά τμήματα όπου τα χτυπούσαν χωρίς έλεος. Οποιοσδήποτε είχε συμπάθεια για το σκοπό των εργατών βρίσκονταν σε κίνδυνο. Ο Νικολάι Σμιντ, ο νεαρός βιομήχανος που είχε επιτρέψει στους εργάτες να χρησιμοποιήσουν το εργοστάσιο του ως βάση, είχε τραγικό τέλος. Συνελήφθη μετά την εξέγερση και είχε βάναυση αντιμετώπιση από την αστυνομία. Τον πήραν στο εργοστάσιο για να του δείξουν το έργο τους, δείχνοντας θριαμβευτικά τα πτώματα των σφαγιασμένων εργατών. Στη συνέχεια, δολοφονήθηκε στη φυλακή.

Αλυσίδα εξεγέρσεων

«Το ηρωικό προλεταριάτο της Μόσχας έδειξε ότι μια δραστήρια πάλη είναι δυνατή και έχει τραβήξει μέσα σ’ αυτή την πάλη μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων από τα στρώματα του πληθυσμού των πόλεων, που μέχρι σήμερα θεωρούνταν πολιτικά αδιάφοροι, αν όχι αντιδραστικοί. Κι όμως, τα γεγονότα της Μόσχας ήταν μόλις μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις μιας“μόδας“ που έχει ξεσπάσει σε όλη τη Ρωσία. Το νέο είδος δράσης αντιμετώπισε γιγαντιαία προβλήματα, τα οποία, φυσικά, δεν ήταν δυνατό να λυθούν όλα αμέσως…» (Λένιν).

Οι ένοπλες εξεγέρσεις δεν περιορίστηκαν στη Μόσχα. Υπήρξε, στην πραγματικότητα, μια ολόκληρη σειρά από ένοπλες εξεγέρσεις – στο Χάρκοβο, το Ντονμπάς, το Αικατερίνοσλαβ (σήμερα Ντνιπροπετρόφσκ), το Ροστόφ του Ντον, τον Βόρειο Καύκασο, καθώς και το Νίζνι Νοβγκορόντ και άλλα κέντρα. Το εθνικό ζήτημα, επίσης αναζωπυρώθηκε με εξεγέρσεις στη Γεωργία και τις περιοχές της Βαλτικής ιδιαίτερα. Ακόμα και πριν από την εξέγερση της Μόσχας υπήρξε μια γενική απεργία και μια εξέγερση στη Λετονία.

Στη Γεωργία, επίσης, από τη γενική απεργία του Δεκέμβρη αναδύθηκε μια ένοπλη εξέγερση εργατών στην περιοχή της Τιφλίδας, στην οποία ηγούταν ο θρυλικός «Κάμο» (Τερ-Πετροσιάν) . Αυτή η εξέγερση συντρίφτηκε από αντιδραστικούς αγρότες. Υπήρξαν επίσης εξεγέρσεις στη Σιβηρία (εργάτες στους σιδηροδρόμους) και σε πολλές άλλες περιοχές ανακηρύχθηκαν τοπικές «δημοκρατίες». Υπήρξαν ακόμα σοβαρές εξεγέρσεις κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών στην περιοχή του Ντονιέτσκ, όπου έλαβαν χώρα μάχες σε αρκετούς σταθμούς, προσελκύοντας την υποστήριξη των αγροτών από τις γύρω περιοχές.

Στο Αικατερίνοσλαβ τα νέα της εξέγερσης της Μόσχας ένωσαν τους μπολσεβίκους, τους μενσεβίκους, τους μπουντιστές και τους σοσιαλεπαναστάτες, σε κοινή δράση για πολιτική απεργία. Υπήρξαν απεργίες σε ορυχεία και εργοστάσια στην περιοχή του Ντονμπάς, που οργανώθηκαν από τα σοβιέτ ή από απεργιακές επιτροπές. Σε πολλές περιοχές υπήρξαν συγκρούσεις και μάχες με το στρατό και την αστυνομία.

Η ριζοσπαστικοποίηση των μενσεβίκων, γίνεται φανερή από το γεγονός της οργάνωσης και καθοδήγησης της εξέγερσης στο Ροστόφ του Ντον, η οποία συντρίφτηκε από τους Κοζάκους με τη χρήση πυροβολικού.

Η καθοριστική αδράνεια της Πετρούπολης

Όμως, η εξέγερση της Μόσχας δεν πέτυχε να ξεσηκώσει το προλεταριάτο της Αγίας Πετρούπολης. Αυτό αποδείχθηκε καθοριστική αδυναμία. Η απουσία εξέγερσης στην πρωτεύουσα σήμαινε ότι η κυβέρνηση μπορούσε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της, ώστε να συντρίψει τους εργάτες της Μόσχας και στη συνέχεια, να καταστείλει τα τοπικά κινήματα, ένα προς ένα.

Στο τέλος, η ήττα στη Μόσχα, προκάλεσε την απογοήτευση του κινήματος. Εξαιρετικά απογοητευμένα από την αποτυχία της εργατικής τάξης της Πετρούπολης να βοηθήσει την εξέγερση, κάποια τμήματα των σοσιαλδημοκρατών αρχικά κατηγόρησαν τους εργάτες της πρωτεύουσας για την ήττα. Τέτοιες αντιδράσεις, σε στιγμές απόγνωσης, είναι δυνατό να γίνουν κατανοητές.

Τα βρώμικα σταλινικά ψεύδη και η πραγματικότητα

Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια, μια εντελώς λανθασμένη ερμηνεία αυτών των γεγονότων, τέθηκε αδίστακτα σε κυκλοφορία από τους σταλινικούς, αρχίζοντας με την περιβόητη επιτομή ψεμάτων, την Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (Μπολσεβίκων), του Στάλιν.
Εκεί γράφονται τα εξής: «Το Σοβιέτ των Εργατών Αντιπροσώπων της Αγ. Πετρούπολης, ως το Σοβιέτ του σημαντικότερου βιομηχανικού και επαναστατικού κέντρου της Ρωσίας, της πρωτεύουσας της τσαρικής αυτοκρατορίας, όφειλε να έχει παίξει αποφασιστικό ρόλο στην επανάσταση του 1905. Ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε στο καθήκον (!) του, κι αυτό αποδίδεται στην κακή ηγεσία των μενσεβίκων. Όπως γνωρίζουμε, ο Λένιν δεν είχε φτάσει ακόμα στην Αγ. Πετρούπολη, βρισκόταν στο εξωτερικό. Οι μενσεβίκοι εκμεταλλεύτηκαν την απουσία του Λένιν για να γίνει το δικό τους στο Σοβιέτ της Αγ. Πετρούπολης (!) και να καταλάβουν (!) την ηγεσία του. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι υπό αυτές τις συνθήκες, οι μενσεβίκοι Κρουσταλιώφ-Νόσαρ, Τρότσκι (!), Πάρβους και οι υπόλοιποι, κατάφεραν να στρέψουν το Σοβιέτ της Αγ. Πετρούπολης ενάντια στην πολιτική της επανάστασης».

Αυτό αποτελεί έναν ιδιαίτερα χονδροειδή τρόπο να εκφραστεί μια ψεύτικη εκδοχή, που έκτοτε έχει επαναληφθεί σε διάφορους τόνους. Ωστόσο, αυτή η άσχετη συκοφαντία έχει απαντηθεί εκ των προτέρων από τον Λένιν, ο οποίος σε αμέτρητες περιπτώσεις εξέφρασε την ολοκληρωτική του αλληλεγγύη στη γενική γραμμή τακτικής που υιοθέτησε το Σοβιέτ της Αγ. Πετρούπολης.

Στη βιογραφία του Λένιν, η Κρούπσκαγια θυμάται τη διάθεση που επικρατούσε στην εργατική τάξη της Αγ. Πετρούπολης εκείνη την εποχή: «Η Κεντρική Επιτροπή», έγραψε, «κάλεσε το προλεταριάτο της Αγ. Πετρούπολης να υποστηρίξει τους εργάτες της Μόσχας, αλλά δεν επιτεύχθηκε συντονισμένη δράση. Μια σχετικά καθυστερημένη περιοχή, όπως το Μοσκόβσκι, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα, όμως μια προχωρημένη περιοχή όπως το Νιέφσκι δεν ανταποκρίθηκε. Θυμάμαι πόσο έξαλλος ήταν ο Στανισλάβ Βόλσκι – είχε αναμειχθεί ακριβώς σ’ αυτή την περιοχή. Απογοητεύτηκε αμέσως και αμφισβήτησε κατά πόσο το προλεταριάτο ήταν τόσο επαναστατικό, όσο το θεωρούσε εκείνος. Απέτυχε να λάβει υπ’ όψη του ότι οι εργάτες της Αγ. Πετρούπολης ήταν κουρασμένοι από προηγούμενες απεργίες και κυρίως, το πιο σημαντικό από όλα, το ότι είχαν συνειδητοποιήσει πόσο λίγο οργανωμένοι και φτωχά οπλισμένοι ήταν για μια αποφασιστική μάχη ενάντια στον τσαρισμό. Και θα ήταν μια μάχη μέχρις εσχάτων, είχαν το παράδειγμα της Μόσχας να τους το λέει».

Ακόμα και σε μια επαναστατική κατάσταση, διαφορετικά στρώματα της εργατικής τάξης κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες. Χρησιμοποιώντας μια στρατιωτική αναλογία, η «Αχίλλειος πτέρνα» της επανάστασης του 1905, ήταν το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των εφεδρειών άρχισε να τίθεται σε κίνηση, τη στιγμή που η εμπροσθοφυλακή ήταν κουρασμένη και δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει τη μάχη.

Αυτό εξηγεί το φαινομενικά αντιφατικό γεγονός, ότι οι πιο καθυστερημένες εργατικές συνοικίες ήταν έτοιμες να εξεγερθούν την ώρα που τα πιο πρωτοπόρα τμήματα δεν ανταποκρίνονταν. Αυτό το συμπέρασμα, αληθεύει και για τους αγρότες, χωρίς τους οποίους η επανάσταση στις πόλεις ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Μόλις κατά τη διάρκεια του 1906, το κίνημα στα χωριά απέκτησε μεγάλες διαστάσεις. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ωστόσο, η ραχοκοκαλιά του κινήματος της εργατικής τάξης είχε ήδη λυγίσει, παρ’ όλο που αυτό δεν ήταν καθόλου φανερό τότε.

Η ήττα του Δεκέμβρη ήταν ένα βαρύ πλήγμα. Στη βιογραφία του Λένιν, η Κρούπσκαγια θυμάται: «Η ήττα της Μόσχας ήταν μια πολύ πικρή εμπειρία για τον Ίλιτς. Ήταν ολοφάνερο ότι οι εργάτες ήταν φτωχά εξοπλισμένοι, ότι η οργάνωση ήταν αδύναμη, ότι ακόμα και οι δεσμοί μεταξύ Αγίας Πετρούπολης και Μόσχας ήταν εξαιρετικά φτωχοί».

Οι ελπίδες για παράταση της Επανάστασης

Όμως, ακόμα και μετά την ήττα του Δεκέμβρη, ο Λένιν δεν πίστευε ότι η επανάσταση είχε εξαντληθεί. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1906, υπήρξε μια ολόκληρη σειρά από απεργίες και κινήματα του προλεταριάτου, κάτι που οδήγησε τον Λένιν στην πεποίθηση ότι η επανάσταση βρισκόταν ακόμα στην ημερήσια διάταξη.

Αντί να ασκήσει κριτική στους εργάτες της Αγίας Πετρούπολης για το ότι δεν πήραν τα όπλα τον Δεκέμβριο, ο Λένιν έδωσε την παρακάτω αποτίμηση της κατάστασης: «Ο εμφύλιος πόλεμος μαίνεται. Η πολιτική απεργία ωστόσο, έχει αρχίσει να εξαντλείται και σταδιακά αποτελεί παρελθόν, μια παρωχημένη μορφή του κινήματος. Στην Αγία Πετρούπολη για παράδειγμα, οι πεινασμένοι και εξαντλημένοι εργάτες δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσουν την απεργία του Δεκεμβρίου. Αντιθέτως, το κίνημα συνολικά, παρ’ ότι προς το παρόν καταπιέζεται από την αντίδραση, έχει αναμφισβήτητα ανέβει σε πολύ υψηλότερο επίπεδο».

Το κίνημα των αγροτών μεγάλωνε και θα μπορούσε να είχε δώσει μια νέα ώθηση σε αυτό των πόλεων, ιδιαίτερα την Άνοιξη. Το ίδιο το καθεστώς βρισκόταν σε κρίση, αντιμέτωπο με την πιθανότητα οικονομικής κατάρρευσης. Η εσωτερική συνοχή των ενόπλων δυνάμεων, βρισκόταν ακόμα υπό διακύβευση. Ήταν απαραίτητο οι εργάτες να συντηρήσουν τις δυνάμεις τους όσο το δυνατόν περισσότερο, ενόψει της αποφασιστικής πανρωσικής πάλης που διαφαίνονταν στον ορίζοντα.

Και ο Λένιν, προειδοποίησε συγκεκριμένα τους εργάτες της Αγίας Πετρούπολης για τον κίνδυνο της προβοκάτσιας: «Θα ήταν προς όφελος της κυβέρνησης να καταστείλει τις εναπομείνασες δραστηριότητες του προλεταριάτου. Η κυβέρνηση θα ήθελε να προκαλέσει τους εργάτες της Αγ. Πετρούπολης άμεσα, να τους σύρει σε μια μάχη υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες για αυτούς. Όμως, οι εργάτες δεν θα επιτρέψουν στους εαυτούς τους να προκληθούν και θα γνωρίζουν πως να συνεχίσουν στο δρόμο της ανεξάρτητης προετοιμασίας για την επόμενη πανρωσική δράση».

Με τη σοφία της κατοπινής γνώσης, είναι δυνατόν να αντιληφθούμε ότι η περίοδος από την απεργία του Οκτώβρη μέχρι την εξέγερση του Δεκέμβρη, σηματοδότησε το αποκορύφωμα της επανάστασης του 1905. Με την ήττα του προλεταριάτου της Μόσχας, το κίνημα στις πόλεις, παρά το απεργιακό κίνημα που παρέμεινε ισχυρό το 1906, είχε ουσιαστικά λυγίσει. Ο δυναμικός ξεσηκωμός των αγροτών έφτασε πολύ αργά.

Ο ρόλος του κόμματος και τα πολιτικά διδάγματα

Το κόμμα , που ήταν αδύναμο και διασπασμένο από την αρχή της επανάστασης, είχε μεγαλώσει εντυπωσιακά μέσα σε λίγους μόλις μήνες, αλλά το καθήκον να ενώσει και να ηγηθεί σε ένα κίνημα εκατομμυρίων, αποδείχθηκε πέρα από τις δυνατότητες των λίγων χιλιάδων στελεχών, παρά τις ηρωικές προσπάθειες και τις θυσίες. Το απίστευτο δεν ήταν ότι οι Ρώσοι μαρξιστές είχαν αποτύχει να οδηγήσουν το προλεταριάτο στη νίκη το 1905, αλλά ο τρόπος με τον οποίο μια μικρή χούφτα επαναστατών, με λιγότερο από δύο δεκαετίες δουλειάς πίσω τους, είχε μετατραπεί από ασήμαντους κύκλους προπαγάνδας σε ένα ισχυρό κόμμα, με δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές να ηγούνται εκατοντάδων χιλιάδων εργατών, μέσα σε λίγους μόλις μήνες.

Παρότι ηττήθηκε, η επανάσταση δεν ήταν μάταιη, με τον ίδιο τρόπο που στην επιστήμη, ακόμα και ένα αποτυχημένο πείραμα δεν είναι απαραίτητα άχρηστο. Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες με την ιστορία των επαναστάσεων – αν και το κόστος των ηττημένων επαναστάσεων για τους ανθρώπους είναι, φυσικά, ασύγκριτα μεγαλύτερο. Χωρίς την εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας και χωρίς την εμπειρία του 1905, η επιτυχημένη επανάσταση του 1917 θα ήταν αδύνατη.

Ο Λένιν επισήμανε αρκετά χρόνια αργότερα τα εξής: «Όλες οι τάξεις βγήκαν στο φως. Όλα τα προγράμματα και οι τακτικές δοκιμάστηκαν στη δράση των μαζών. Στην έκταση της και με την οξύτητα της, η απεργιακή πάλη δεν είχε όμοιά της οπουδήποτε στον κόσμο. Η οικονομική απεργία εξελίχθηκε σε πολιτική απεργία και η τελευταία σε εξέγερση. Οι σχέσεις μεταξύ του προλεταριάτου, ως ηγέτη και των χωρικών που αμφιταλαντεύονταν και ήταν ασταθείς ως ακόλουθοι του, δοκιμάστηκαν στην πράξη. Η μορφή οργάνωσης των Σοβιέτ προέκυψε μέσα από την αυθόρμητη εξέλιξη της πάλης. Οι διαμάχες εκείνης της περιόδου σχετικά με τη σημασία των Σοβιέτ προετοίμασαν τη μεγάλη πάλη του 1917-20.

Η εναλλαγή κοινοβουλευτικής και μη κοινοβουλευτικής μορφής πάλης, των τακτικών του μποϊκοτάζ του κοινοβουλίου και της συμμετοχής σε αυτό, των νόμιμων και παράνομων μορφών πάλης και της αμοιβαίας συσχέτισης και σύνδεσής τους, όλα αυτά, σημαδεύτηκαν από αξιοσημείωτο πλούτο περιεχομένου. Όσο για την εκμάθηση των θεμελίων της πολιτικής επιστήμης στις μάζες και στους ηγέτες, στις τάξεις αλλά και στα κόμματα, κάθε μήνας αυτής της περιόδου ισοδυναμούσε μ’ έναν χρόνο “ειρηνικής“ και “συνταγματικής“ εξέλιξης. Χωρίς τη “δοκιμή” του 1905, η νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917 θα ήταν αδύνατη».

Ένα διεθνές επαναστατικό κύμα

Η Επανάσταση του 1905 είχε, επίσης, έντονες επιπτώσεις σε διεθνές επίπεδο. «Εν μια νυκτί», η ιδέα της γενικής απεργίας έγινε κεντρικό ζήτημα στις συζητήσεις μέσα στο διεθνές εργατικό κίνημα. Η επανάσταση έγινε έμπνευση και κίνητρο για τους εργάτες της υπόλοιπης Ευρώπης. Στη Γερμανία, υπήρξε ένα απεργιακό κύμα το 1905 – 508.000 εργάτες κατέβηκαν σε απεργία – περίπου τέσσερις φορές περισσότεροι απ’ ότι το 1904. Τον Απρίλιο του 1906, εμφανίστηκε η πρώτη πολιτική γενική απεργία στη γερμανική ιστορία.

Όμως, τα αποτελέσματα της Ρωσικής Επανάστασης δεν περιορίστηκαν στην Ευρώπη. Είχαν επίδραση στα αναπτυσσόμενα επαναστατικά κινήματα των λαών των αποικιών. Τον Δεκέμβριο του 1905, η Περσία βίωσε την αστική της επανάσταση, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1911. Η Κίνα το 1905 βρίσκονταν στη δίνη ενός μαζικού επαναστατικού κινήματος, συνδεδεμένου με τον αστό δημοκράτη Σουν Γιατ-Σεν . Αυτό με τη σειρά του, προετοίμασε το έδαφος για την Κινεζική αστική Επανάσταση του 1911-13. Η Τουρκία επίσης, είδε την άνοδο ενός επαναστατικού κινήματος. Σαν ένας βαρύς βράχος που έπεσε σε μια ήρεμη λίμνη, η ρωσική επανάσταση δημιούργησε μεγάλα κύματα, ικανά να φτάσουν στις πιο μακρινές ακτές.

Το 1905 ήταν ένα αποφασιστικό σημείο καμπής [για τις εξελίξεις μέσα στη Ρωσική σοσιαλδημοκρατία]. […] Η γνήσια επαναστατική τάση που αντιπροσώπευε ο Μπολσεβικισμός, παρά τα λάθη και τα αναπόφευκτα σκαμπανεβάσματα, προχώρησε αποφασιστικά στη φυσική της θέση, στην κεφαλή του επαναστατικού προλεταριάτου. Τα θεωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά όπλα που έδωσαν τη δυνατότητα στο Μπολσεβίκικο Κόμμα να οδηγήσει τους εργάτες στη νίκη τον Οκτώβρη του 1917, σφυρηλατήθηκαν μέσα στο καμίνι της επανάστασης του 1905, πριν ακολουθήσει η μακρά, σκοτεινή νύχτα της αντίδρασης.

Πηγές που στηρίχθηκε ο συγγραφέας για τις παραπομπές σε αυτό το απόσπασμα
Krupskaya «Vospominaniya o Vladimire Ilyiche Lenine»
Istoriya KPSS
Lenin, Selected Works, English edition, Moscow 1947
Lenin Collected Works (LCW)

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ανασκόπηση

Η παρούσα ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies, ώστε να παρέχει στο χρήστη την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Τα δεδομένα αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση ενεργειών, όπως την αναγνώρισή σας, όταν επιστρέφετε στην ιστοσελίδα μας, και για να κατανοήσουμε ποια τμήματα της ιστοσελίδας μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.

Μπορείτε να προσαρμόσετε όλες τις ρυθμίσεις για τα cookies από τις καρτέλες στα αριστερά σας.