Η πολυεπίπεδη κυβερνητική-κρατική απόπειρα συγκάλυψης του εγκλήματος των Τεμπών συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Μετά την άτακτη υποχώρησή της μπροστά στην απεργία πείνας του Π. Ρούτσι και τη μαζική κοινωνική υποστήριξη που συγκέντρωσε, η κυβέρνηση προσπαθεί εκ νέου να διαβάλει του συγγενείς των θυμάτων και τις διεκδικήσεις τους.
Συκοφαντίες και «παγίδες» για τις εκταφές
Ο ίδιος ο Μητσοτάκης, από το βήμα της Βουλής, έφτασε στο σημείο να πει χυδαία: «Τα αιτήματα έγιναν δεκτά. Οι εκταφές έγιναν;». Υπονόησε δηλαδή ευθέως ότι αυτή ήταν μια προσχηματική διεκδίκηση. Τη σκυτάλη πήραν αμέσως οι διάφορες φιλοκυβερνητικές «ενημερωτικές» ιστοσελίδες, μιλώντας για εκταφές που «ξεχάστηκαν».
Ωστόσο, όπως έχουν εξηγήσει οι συγγενείς και οι δικηγόροι τους, οι από πλευράς τους ενέργειες δρομολογούνται κανονικά. Αντίθετα, οι κρατικές αρχές είναι εκείνες που κωλυσιεργούν στον ορισμό ιατροδικαστών εκ μέρους του Δημοσίου, στον προσδιορισμό του πρωτοκόλλου για τη διαδικασία εκταφών και εξετάσεων κ.ά.
Επιπρόσθετα, όπως αναφέρει ο γνωστός δικηγόρος και συνήγορος συγγενών, Γ. Μαντζουράνης, οι συγγενείς βρέθηκαν μπροστά σε, συνειδητά ή από αμέλεια τοποθετημένες, «παγίδες». Συγκεκριμένα, καλούνται από τις αρχές να συναινέσουν στη διενέργεια μιας σειράς εξετάσεων στα πτώματα, από τις οποίες απουσιάζουν οι χημικές εξετάσεις. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί όμως, αυτές είναι οι μόνες εξετάσεις οι οποίες θα μπορούσαν πιθανά να υποδείξουν αν μετά τη σύγκρουση υπήρξε καύση ουσιών που θεωρητικά δεν θα έπρεπε να βρίσκονται στον χώρο.
Την ίδια στιγμή, η Μ. Καρυστιανού καταγγέλει πως το ελληνικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που διερευνούσε τη μη υλοποίηση της Σύμβασης 717 (για την αναβάθμιση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων), παρέδωσε αντικανονικά τη δικογραφία για τις ευθύνες πολιτικών στη Βουλή, με τη γνωστή κατάληξη σε μια «άσφαιρη» Εξεταστική Επιτροπή. Η Καρυστιανού υπογραμμίζει ότι, αντιθέτως, η ποινική έρευνα όφειλε να συνεχιστεί υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Το πιθανολογούμενο «κόμμα των Τεμπών»
Σε σχέση με το εδώ και καιρό πιθανολογούμενο «κόμμα των Τεμπών» ή και «κόμμα Καρυστιανού», φαίνεται πως για την ώρα υπάρχει ένα «πάγωμα» των εξελίξεων. Η Μ. Καρυστιανού αρνήθηκε ρητά κάθε σύνδεση με το «κίνημα πολιτών» που πρόσφατα ανακοινώθηκε από τον – δεξιό – επικοινωνιολόγο και πολιτικό σύμβουλο Ν. Καραχάλιο, με την ονομασία «Το Κύμα», ενώ επίσης αποστασιοποιήθηκαν πλήρως και ο Ρούτσι και άλλοι συγγενείς θυμάτων.
Καταρχάς, για κάποιους από τους σχετικά αναγνωρίσιμους συγγενείς θυμάτων, κάθε σκέψη για ένα «κόμμα των Τεμπών» φαίνεται να είναι απορριπτέα, καθώς θεωρούν ότι αυτό θα ήταν επιβλαβές για τον αγώνα τους ή θα τους έθετε σοβαρά εμπόδια κατά τη διεξαγωγή της δίκης. Άλλοι συγγενείς ωστόσο, με πιο αναγνωρίσιμη την Μ. Καρυστιανού, τον τελευταίο καιρό δηλώνουν συστηματικά ότι χρειάζεται να δημιουργηθεί «κάτι καινούργιο και άφθαρτο», «από τους πολίτες», που θα φέρει «μια ανατροπή στο πολιτικό σκηνικό». Κι ενώ απορρίπτουν την έννοια του «κόμματος», θεωρώντας – όπως και το μεγαλύτερο μέρος των πλατιών μαζών που κινητοποιήθηκαν στο ευρύτερο κίνημα των Τεμπών – ότι ταυτίζεται με τα υπάρχοντα συστημικά κόμματα, υπερασπίζονται ένα πιθανό «κίνημα», που θα μπορούσε ακόμα και να συμμετάσχει στις εκλογές. Μάλιστα, η Μ. Καρυστιανού φέρεται να έχει πραγματοποιήσει γι’ αυτό το ζήτημα συναντήσεις με επικοινωνιολόγους και άλλους «ειδικούς» – μεταξύ των οποίων και ο Καραχάλιος, απ’ όπου και προέκυψε η φήμη για σύνδεσή της με το «Κύμα».
Ωστόσο, η Μ. Καρυστιανού και οι συγγενείς που βρίσκονται πιο κοντά της, μέχρι στιγμής διστάζουν να πάρουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία για τη δημιουργία αυτού του «κινήματος», δηλώνοντας απλώς ότι θα ενθάρρυναν μια τέτοια κίνηση «προερχόμενη από τους πολίτες» και θα συμμετείχαν σ’ αυτήν. Ουσιαστικά, ταλαντεύονται ανάμεσα σε δύο ισχυρές αλλά αντίρροπες πιέσεις. Από τη μια πλευρά βρίσκεται η «κοινή γνώμη», δηλαδή η προπαγάνδα της άρχουσας τάξης, σύμφωνα με την οποία η δημιουργία ενός «κόμματος των Τεμπών» θα «λερώσει» την καθαρότητα του αγώνα των συγγενών για απόδοση δικαιοσύνης. Και από την άλλη βρίσκεται η τεράστια πίεση από τις αντισυστημικές πολιτικές αναζητήσεις πλατιών μαζών εργαζομένων και νέων, που απολύτως δικαιολογημένα βλέπουν σε ανιδιοτελείς και μαχητικές αναγνωρίσιμες προσωπικότητες όπως ο Π. Ρούτσι, ο Π. Ασλανίδης και, πάνω απ’ όλους, η Μ. Καρυστιανού, τη φυσική ηγεσία ενός νέου, αντισυστημικού πολιτικού φορέα.
Σε ό,τι αφορά αυτό το ζήτημα η δική μας θέση είναι γνωστή. Ανεξάρτητα από τους όποιους σχεδιασμούς ή τις ταλαντεύσεις των φημολογούμενων ηγετών του, ο μόνος τρόπος για να μπορέσει ένας νέος αντισυστημικός φορέας για τον οποίο «διψούν» σήμερα εκατομμύρια εργαζόμενοι να υπηρετήσει αυθεντικά τα συμφέροντά τους είναι να αποτελέσει ένα δημοκρατικά οργανωμένο εργατικό επαναστατικό κόμμα – στα πρότυπα του πιο επαναστατικού και πιο δημοκρατικού κόμματος στην Ιστορία, του Μπολσεβίκικου κόμματος του Λένιν και του Τρότσκι – και να υπερασπιστεί ένα συνεπές αντισυστημικό πρόγραμμα, δηλαδή ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας.
Π.Ψ.



