Η λαομίσητη κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί πριν εγκαταλείψει την εξουσία, να περάσει όσα περισσότερα αντιδραστικά νομοσχέδια μπορεί. Με το τελευταίο νομοσχέδιο για το 13ωρο, επιδιώκει να γυρίσει την εργατική τάξη της χώρας ενάμιση αιώνα πίσω, όταν με αγώνες και αίμα κατακτήθηκε το 8ωρο. Αυτή η επίθεση από μόνη της θα ήταν αρκετή για έναν πανεργατικό ξεσηκωμό, αλλά σ’ αυτό πρέπει κανείς να προσθέσουμε και τη διαρκή πίεση στο βιωτικό επίπεδο των εργαζομένων από την ακρίβεια, την εντατικοποίηση της εργασίας, τις περικοπές σε Υγεία και Εκπαίδευση. Επιπρόσθετα η οργή της εργατικής τάξης γιγαντώνεται ενάντια σε μια κυβέρνηση βουτηγμένη στα σκάνδαλα, που στηρίζει ανοιχτά το Ισραήλ και που συνεχίζει τη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών. Με αυτή την έννοια, η απεργία της 1ης Οκτώβρη ήταν ένας σημαντικός σταθμός για να εκφραστεί αυτή η διάθεση ως μια πρώτη απάντηση του εργατικού κινήματος.
Η συμμετοχή στη γενική απεργία της 1ης Οκτωβρίου ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με αρκετές από τις δεκάδες «γενικές απεργίες» που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Σε αυτή την απεργία παρέλυσαν τα λιμάνια, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα νοσοκομεία, οι δήμοι ενώ σημαντική ήταν η συμμετοχή δασκάλων και καθηγητών με πολλά σχολεία να μένουν κλειστά. Η συμμετοχή στις συγκεντρώσεις ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη απεργία της 9ης Απρίλη, η οποία όμως ήταν από τις πιο άμαζες απεργιακές κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων.
Η εργατική τάξη αξιοποίησε το κάλεσμα της 1ης Οκτωβρίου για να εκφράσει την οργή και την αντίθεση της ενάντια στην επίθεση της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης σε στοιχειώδεις κατακτήσεις όπως το 8ωρο. Ωστόσο, στις συγκεντρώσεις δεν υπήρχε κανένας ενθουσιασμός. Οι εργαζόμενοι ανταποκρίθηκαν, αλλά χωρίς την αίσθηση πως κάτι πραγματικά μπορεί να αλλάξει μέσα από μία ακόμη αποσπασματική 24ωρη απεργία.
Από την αρχή της κρίσης, η εργατική τάξη έχει συμμετάσχει σε δεκάδες γενικές απεργίες, άλλες μαζικές, άλλες όχι, χωρίς όμως να καταφέρει να αποτρέψει την ψήφιση αντεργατικών νόμων. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ακολουθεί πάντα την ίδια δοκιμασμένη «ρουτίνα». Περιορίζεται στο να καλεί μονοήμερες ή το πολύ διήμερες κινητοποιήσεις κατά τις ημέρες ψήφισης ενός νομοσχεδίου. Όταν αυτό τελικά περάσει, «η ζωή συνεχίζεται», χωρίς κανένα σχέδιο κλιμάκωσης του αγώνα για να καταργηθεί το νομοσχέδιο. Έτσι, η γενική απεργία —που αποτελεί ένα από τα κορυφαία όπλα της εργατικής τάξης— έχει καταντήσει μια βαλβίδα εκτόνωσης της οργής των εργαζομένων.
Η απεργία της 1ης Οκτωβρίου δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα. Παρ’ όλα αυτά, η σχετικά καλή συμμετοχή έδειξε ότι η οργή των εργαζομένων φθάνει σε σημείο «βρασμού» και αναζητά διέξοδο.
Το παράδειγμα της απεργίας των Τεμπών και τα αναγκαία βήματα
Τα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν διάθεση για αγώνα, ή, ακόμη χειρότερα, ότι η κοινωνία έχει συντηρητικοποιηθεί, έχουν αποδειχθεί εντελώς λανθασμένα. Η ιστορικής μαζικότητας πολιτική απεργία της 28ης Φεβρουαρίου για τα Τέμπη αποκάλυψε όχι απλώς την αγωνιστική, αλλά τη δυνητικά επαναστατική διάθεση των εργαζόμενων μαζών. Αυτό που έλειψε τότε ήταν, για μία ακόμα φορά, το αναγκαίο κάλεσμα για πραγματική κλιμάκωση του αγώνα.
Φυσικά, ένα τέτοιο κάλεσμα, δεν ήρθε ποτέ από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ. Ωστόσο, δεν ήρθε ούτε από την ηγεσία του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ. Η ηγεσία του ΚΚΕ όχι μόνο δεν πρότεινε κανένα συγκεκριμένο βήμα κλιμάκωσης αυτής της απεργίας αλλά εναντιώθηκε και στη βασική διεκδίκηση που αναδείχθηκε αυθόρμητα στις συγκεντρώσεις των Τεμπών, δηλαδή την εκδίωξη της κυβέρνησης των «δολοφόνων».
Έχοντας βρει το φρένο των ηγεσιών, το κίνημα των Τεμπών υποχώρησε. Συγκρινόμενη με την απεργία της 20ης Φλεβάρη, η γενική απεργία της 9ης Απρίλη, χωρίς να εντάσσεται σε ένα σχέδιο κλιμάκωσης και χωρίς το αίτημα για πτώση της κυβέρνησης, φυσιολογικά δεν βρήκε ανταπόκριση και αποτέλεσε όχι αγωνιστική κλιμάκωση, αλλά αποκλιμάκωση. Το ίδιο ισχύει και για την απεργία της 1ης Οκτώβρη η οποία, αν και μεγαλύτερη από αυτή του Απριλίου, συνιστά αποκλιμάκωση αν τη συγκρίνει κανείς την γενική απεργία του Φλεβάρη.
Η πλειοψηφία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και η ηγεσία του ΠΑΜΕ περιορίστηκαν μόνο σε οικονομικά αιτήματα. Όχι μόνο δεν πρόβαλαν το αίτημα της πτώσης της κυβέρνησης, αλλά δεν συνέδεσαν καν τη γενική απεργία με το ζήτημα των Τεμπών και τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη που ριζοσπαστικοποιεί εκατομμύρια ανθρώπους. Παρά τη διαρκή ρητορική της ηγεσίας του ΚΚΕ για «κλιμάκωση», αυτό συνιστά λογική κραυγαλέας αποκλιμάκωσης.
Η ΑΔΕΔΥ και ορισμένα εργατικά κέντρα κάλεσαν σε μια νέα 24ωρη απεργία στις 14 Οκτωβρίου με αιτήματα για απόσυρση του νομοσχεδίου για το 13ωρο, 7ωρο/5ήμερο/35ωρο (σ.σ: την ημέρα αυτή κυκλοφορεί το παρόν τεύχος μας). Για να είναι επιτυχημένη αυτή η απεργία είναι ανάγκη να ενταχθεί στα πλαίσια ενός σχεδίου πραγματικής κλιμάκωσης, με μία 48ωρη γενική απεργία και με σοβαρή προετοιμασία για μία γενική απεργία διαρκείας αν αυτό το νομοσχέδιο ψηφιστεί. Είναι επίσης αναγκαίο να συνδεθεί η απεργία με τον αγώνα ενάντια στη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών (που σημείωσε μία σημαντική νίκη με την απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι) και με το κίνημα ενάντια στη γενοκτονία στη Γάζα. Η μεγαλειώδης πολιτική γενική απεργία ενάντια στη γενοκτονία στη Γάζα στην Ιταλία στις 4 Οκτώβρη δείχνει το δρόμο για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα.
Στο πλαίσιο της αναγκαίας προετοιμασίας για μια τέτοια κλιμάκωση του αγώνα πρέπει να υπάρξουν κοινές μορφές πάλης και συντονισμός ανάμεσα σε συνδικάτα, φοιτητικούς συλλόγους, επιτροπές αγώνα των αγροτών, τις οργανώσεις και πρωτοβουλίες αλληλεγγύης της Παλαιστίνης αλλά και τον μαχητικό Σύλλογο των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών, με το κάλεσμα του οποίου πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη απεργιακή κινητοποίηση και συγκέντρωση στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Στο επίκεντρο των αιτημάτων πρέπει να είναι η πτώση της λαομίσητης κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία βέβαια πρέπει να συμπληρωθεί από την κατάλληλη εναλλακτική πρόταση εξουσίας, δηλαδή μια εργατική κυβέρνηση που θα εφαρμόσει ένα αντικαπιταλιστικό-σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Ηλίας Κυρούσης