Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΜη βία και ο βομβαρδισμός του ρώσικου κοινοβουλίου το 1993

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Μη βία και ο βομβαρδισμός του ρώσικου κοινοβουλίου το 1993

Διαβάστε μια ενδιαφέρουσα ιστορική ανάλυση με επίκαιρα πολιτικά διδάγματα, για ένα σημαντικό γεγονός που έλαβε χώρα στη Ρωσία πριν από 20 χρόνια και σηματοδότησε την πορεία της προς την καπιταλιστική παλινόρθωση

Επειδή οι καπιταλιστές και τα πολιτικά τους ανδρείκελα μιλούν συνεχώς για νομιμότητα και μη βία, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε το χρονικό του βομβαρδισμού του Ρωσικού κοινοβουλίου τον Οκτώβριο του 1993 από τον στρατό της  νεοδημιουργημένης αστικής τάξης της χώρας αυτής, καθώς το κοινοβούλιο μπλόκαρε όλο και περισσότερο τις ιδιωτικοποιήσεις και την θεραπεία-σοκ των φιλελευθεροποιήσεων της αγοράς του προέδρου Γιέλτσιν.

Επρόκειτο για μια μεγαλειώδη εξέγερση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης της Ρωσίας ενάντια στην δικτατορία του Γιέλτσιν και τις καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις, λίγα μόλις χρόνια μετά την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Ρωσία και που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο καταδικάστηκε από τα δεξιά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όλου του κόσμου.

Τα μαρξιστικά κόμματα και οι μαρξιστές όλου του κόσμου οφείλουμε να υποκλιθούμε στη μνήμη των χιλιάδων ένοπλων και άοπλων υπερασπιστών του κοινοβουλίου, πετώντας στον σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας τις ηλίθιες θεωρίες υποστήριξης της μη βίας, που στην πράξη σημαίνουν μόνο υποστήριξη του μονοπωλίου της βίας του αστικού κράτους. Ο Λένιν έγραφε ότι η καπιταλιστική κοινωνία είναι μία φρίκη χωρίς τέλος. Οι «Μαρξιστές» που μιλάνε γενικά και αόριστα ενάντια στην βία ζουν προφανώς σε άλλο πλανήτη και σίγουρα βρίσκονται έτη φωτός μακριά από την φιλοσοφία του Μαρξισμού.

Η βία του αστικού κράτους ασκείται κάθε στιγμή, ασταμάτητα, τρομοκρατώντας, βασανίζοντας και καταστρέφοντας τη ζωή των εργατών και των καταπιεζόμενων στρωμάτων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η βία του καπιταλιστικού κράτους καθίσταται «νόμιμη» και δικαιολογημένη από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του – σχολείο, οικογένεια, μέσα μαζικής ενημέρωσης, εκκλησία – και ασκείται από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του – αστυνομία, στρατός, δικαστήρια, φυλακές . Οποιαδήποτε βίαιη αντίσταση από τους εργάτες και τους καταπιεζόμενους έρχεται αντιμέτωπη με την πιο αδίστακτη βία και καταστολή από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους, την ίδια ώρα που καθίσταται «παράνομη» από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του. Την ίδια στιγμή οι καπιταλιστές και οι λακέδες τους με το απόλυτο θράσος και αλαζονεία που τους χαρακτηρίζει ζητούν σε στυλ ιεράς εξέτασης από τα Μαρξιστικά κόμματα δηλώσεις καταδίκης της βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται», στην πραγματικότητα δηλώσεις υποστήριξης του μονοπωλίου της βίας από το αστικό κράτος, κάτι που σημαίνει δηλώσεις υποταγής στον καπιταλισμό και το αστικό κράτος, δηλώσεις που τα Μαρξιστικά κόμματα οφείλουν να απορρίπτουν με οργή. Όχι μόνο. Τα Μαρξιστικά κόμματα οφείλουν να υποστηρίζουν χωρίς όρους και να συμμετέχουν μέχρι το τέλος στην βίαιη μαζική αντίσταση των καταπιεζόμενων στρωμάτων ενάντια στον καπιταλισμό. 

Ο Μαρξ έγραψε (και δικαιώθηκε απόλυτα από την ιστορία), ότι η βία έχει και έναν προοδευτικό ρόλο στην ιστορία, όταν η βία είναι η μαμή της παλιάς κοινωνίας που γεννάει την καινούργια. Σύμφωνα με την Ρόζα Λούξεμπουργκ, η βία είναι ο υπέρτατος νόμος της πάλης των τάξεων, άλλοτε λανθάνoυσα και άλλοτε εμφανής. Δεν είναι η αγάπη προς την βία ή ο επαναστατικός ρομαντισμός αλλά η σκληρή ιστορική ανάγκη, εκείνη που υποχρεώνει τα Μαρξιστικά κόμματα να προετοιμάζονται για βίαιες συγκρούσεις αργά ή γρήγορα με την αστική κοινωνία, στην περίπτωση που οι προσπάθειές τους σκοντάψουν σε οικονομικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων.

Για τον Λένιν, ακόμη και οι καλύτερες ιδέες δεν αξίζουν τίποτα αν δεν μπορείς να τις υπερασπίσεις. Υποστήριζε τον αντάρτικο ένοπλο αγώνα όπου αυτός διεξάγονταν στην Ρωσία, ως σημαντικό συμπληρωματικό στοιχείο της  άοπλης ταξικής πάλης στις πόλεις. Και όπως έγραφε ο Λέων Τρότσκι, ακόμα και αν η δικτατορία του προλεταριάτου γεννιόταν, σε ορισμένες χώρες, στους κόλπους της δημοκρατίας, ο εμφύλιος πόλεμος δεν θα μπορούσε ν’ αποφευχθεί. Το ζήτημα του να γνωρίζουμε σε ποιον θα ανήκει η εξουσία μέσα στην χώρα, δηλαδή αν η αστική τάξη πρέπει να ζήσει ή να πεθάνει, θα λυθεί όχι με την προσφυγή στα άρθρα του συντάγματος, αλλά με την άσκηση κάθε μορφής βίας. Πόσο αληθινές, πόσο αποδεδειγμένες από την ιστορία και  πόσο σύγχρονες είναι οι ιδέες των μεγάλων αυτών επαναστατών.

Προέλευση της κρίσης

Η Ρωσική συνταγματική κρίση του 1993 ήταν μια πολιτική σύγκρουση μεταξύ του Ρώσου προέδρου και του Ρωσικού κοινοβουλίου. Οι σχέσεις μεταξύ του προέδρου και του Ανωτάτου Σοβιέτ χειροτέρευαν από μεγάλο διάστημα πριν. Έφτασαν ένα κορυφαίο σημείο στις 21 Σεπτεμβρίου, όταν ο πρόεδρος Γέλτσιν διέλυσε τα νομοθετικά σώματα της χώρας (Συνέδριο των Λαϊκών Βουλευτών και το Ανώτατο Σοβιέτ του). Ο πρόεδρος δεν είχε την εξουσία να διαλύσει το κοινοβούλιο σύμφωνα με το ισχύων τότε σύνταγμα. Σε απάντηση, το Ανώτατο Σοβιέτ καθαίρεσε τον Γέλτσιν και ανακήρυξε τον αντιπρόεδρο Αλεξάντρ Ρουτσκόι προσωρινό πρόεδρο.

Την Κυριακή 3 Οκτωβρίου, διαδηλωτές διέλυσαν τα οδοφράγματα της αστυνομίας γύρω από το κοινοβούλιο, και παρακινούμενοι από τους ηγέτες του Ανωτάτου Σοβιέτ κατέλαβαν το κτίριο του Δημαρχείου και προσπάθησαν να καταλάβουν και τον τηλεοπτικό σταθμό Οστάνκινο. Ο στρατός με εντολές του Γέλτσιν βομβάρδισε με απίστευτη αγριότητα το κτίριο του Ανωτάτου Σοβιέτ τις πρώτες πρωινές ώρες της 4ηςΟκτωβρίου, το κατέλαβε και συνέλαβε τους ηγέτες της αντίστασης. Πηγές προσκείμενες στους Ρώσους Κομμουνιστές ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών υπερασπιστών του Ανωτάτου Σοβιέτ στους 2.000.

Η εντεινόμενη πάλη για την εξουσία μεταξύ κυβέρνησης – κοινοβουλίου

Το πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων του Γέλτσιν τέθηκε σε ισχύ στις 2 Ιανουαρίου 1992. Γρήγορα οι τιμές εκτοξεύθηκαν, οι κρατικές δαπάνες περιορίστηκαν δραστικά, νέοι μεγάλοι φόροι εισήχθησαν. Μια μεγάλη περικοπή δανεισμού έκλεισε πολλές βιομηχανίες και προκάλεσε μια παρατεταμένη οικονομική ύφεση. Ορισμένοι πολιτικοί γρήγορα άρχισαν να παίρνουν τις αποστάσεις τους από το πρόγραμμα και όλο και εντονότερα η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ του Γιέλτσιν  από τη μια μεριά και της αντιπολίτευσης από την άλλη, επικεντρώθηκε μεταξύ των δύο κλάδων της εξουσίας. 

Το 1992, η αντιπολίτευση στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Γιέλτσιν έγινε εντονότερη. Ο Ρώσος αντιπρόεδρος Αλεξάντρ Ρουτσκόι κατήγγειλε το πρόγραμμα του Γιέλτσιν ως οικονομική γενοκτονία.  Επίσης κατά την διάρκεια του 1992, ο Γιέλτσιν συγκρούστηκε με το Ανώτατο Σοβιέτ (η διαρκής νομοθετική εξουσία) και το Συνέδριο των Λαϊκών Βουλευτών (το ανώτερο νομοθετικό σώμα της χώρας, από το οποίο τα μέλη του Ανωτάτου Σοβιέτ εκλέγονταν) για τον έλεγχο της κυβέρνησης και της κυβερνητικής πολιτικής. Το 1992 ο πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ, Ρουσλάν Χασμπουλάτοφ, εξέφρασε την αντίθεσή του στις μεταρρυθμίσεις, παρά το ότι υποστήριζε όπως είπε τους γενικούς στόχους του Γιέλτσιν.

Ο Γιέλτσιν ανησυχούσε για τα χρονικά όρια των συνταγματικών τροποποιήσεων που πέρασαν στα τέλη του 1991, πράγμα που σήμαινε ότι οι ειδικές του εξουσίες μέσω διαταγμάτων θα τελείωναν στο τέλος του 1992. Ο Γιέλτσιν, περιμένοντας την εφαρμογή του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, απαίτησε από το κοινοβούλιο να επαναφέρει τις εξουσίες του μέσω διαταγμάτων. Αλλά στο Συνέδριο των Λαϊκών Βουλευτών και στο Ανώτατο Σοβιέτ, οι βουλευτές αρνήθηκαν να υιοθετήσουν ένα νέο σύνταγμα που θα μετέτρεπε τις προεδρικές εξουσίες αιτούμενες από τον Γιέλτσιν σε νόμο.

Το έβδομο συνέδριο και όγδοο των λαϊκών βουλευτών

Κατά την σύνοδο του Δεκεμβρίου το Συνέδριο των Λαϊκών Βουλευτών συγκρούστηκε με τον Γιέλτσιν πάνω σε διάφορα ζητήματα, και η διαμάχη κορυφώθηκε στις 9 Δεκεμβρίου όταν το κοινοβούλιο αρνήθηκε να επικυρώσει τον Γεγκόρ Γκαιντάρ, τον πολύ αντιλαϊκό αρχιτέκτονα της θεραπείας-σοκ των φιλελευθεροποιήσεων της αγοράς, ως πρωθυπουργό. Το κοινοβούλιο αρνήθηκε να διορίσει πρωθυπουργό τον Γκαιντάρ, ζητώντας τροποποιήσεις του οικονομικού προγράμματος και κατεύθυνε την κεντρική τράπεζα, που ήταν υπό τον έλεγχο του κοινοβουλίου, να συνεχίσει να δίνει δάνεια σε επιχειρήσεις, για να τις σώσει από το κλείσιμο.

Στις 10 Δεκεμβρίου, ο Γιέλτσιν χαρακτήρισε το Συνέδριο των λαϊκών βουλευτών «φρούριο συντηρητικών και αντιδραστικών δυνάμεων». Το Συνέδριο απαντώντας, ανέλαβε ύστερα από ψηφοφορία τον έλεγχο των αστυνομικών δυνάμεων του κοινοβουλίου. Στις 12 Δεκεμβρίου, ο Γιέλτσιν και ο πρόεδρος του κοινοβουλίου Χασμπουλάτοφ συμφώνησαν σε έναν συμβιβασμό που περιείχε τους ακόλουθους όρους: 1) ένα εθνικό δημοψήφισμα που θα δημιουργούσε ένα νέο Ρωσικό σύνταγμα τον Απρίλιο του 1993. 2) Οι περισσότερες από τις έκτακτες εξουσίες του Γιέλτσιν επεκτάθηκαν μέχρι το δημοψήφισμα. 3) Το κοινοβούλιο διατήρησε το δικαίωμά του να προτείνει και να ψηφίζει τον πρωθυπουργό. 4) Το κοινοβούλιο διατήρησε το δικαίωμά του να απορρίπτει τις προεδρικές επιλογές των υπουργών Άμυνας, Εξωτερικών, Εσωτερικών και Ασφάλειας. Ο Γιέλτσιν πρότεινε τον Τσερνομίρντιν για πρωθυπουργό στις 14 Δεκεμβρίου και το Συνέδριο τον επικύρωσε.

Τους πρώτους μήνες του 1993 υπήρξε αυξανόμενη ένταση μεταξύ Γιέλτσιν και κοινοβουλίου για τους όρους του δημοψηφίσματος και την κατανομή της εξουσίας. Ύστερα από μια σειρά πολιτικών συγκρούσεων, το Συνέδριο περιόρισε σταδιακά τις έκτακτες εξουσίες του προέδρου, τις οποίες του είχε δώσει στα τέλη του 1991. Σε απάντηση, ο Γιέλτσιν κάλεσε σε δημοψήφισμα για ένα νέο σύνταγμα για τις 11 Απριλίου.

Το όγδοο Συνέδριο των Λαϊκών Βουλευτών άνοιξε στις 10 Μαρτίου 1993 με μια σκληρή επίθεση στον πρόεδρο από τον Χασμπουλάτοφ, ο οποίος κατηγόρησε τον Γιέλτσιν ότι δρα αντισυνταγματικά. Στα μέσα Μαρτίου, μια έκτακτη σύνοδος του Συνεδρίου ψήφισε τροποποιήσεις στο σύνταγμα, αφαίρεσε από τον Γιέλτσιν πολλές από τις εξουσίες του, και ακύρωσε το προγραμματισμένο δημοψήφισμα του Απριλίου, ανοίγοντας το δρόμο σε νομοθεσία που θα μετατόπιζε το ισοζύγιο της εξουσίας από τον πρόεδρο. Ο πρόεδρος αψήφησε το Συνέδριο. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης δήλωσε ότι το δημοψήφισμα θα γινόταν στις 25 Απριλίου.

Το “ειδικό καθεστώς” και το δημοψήφισμα

Στις 20 Μαρτίου, ο Γιέλτσιν μίλησε απευθείας στην τηλεόραση, δηλώνοντας ότι είχε υπογράψει ένα διάταγμα για ένα «ειδικό καθεστώς», με το οποίο αναλάμβανε έκτακτες εκτελεστικές εξουσίες, εκκρεμούντων των αποτελεσμάτων ενός δημοψηφίσματος για τον ορισμό νέων νομοθετικών εκλογών, για ένα νέο σύνταγμα και για παροχή εμπιστοσύνης στον πρόεδρο και αντιπρόεδρο. Ο Γιέλτσιν επίσης επιτέθηκε σφοδρά στο κοινοβούλιο, κατηγορώντας τους βουλευτές ότι επιχειρούσαν να επαναφέρουν την Σοβιετική εποχή.

Το ένατο Συνέδριο των Λαϊκών Βουλευτών, το οποίο άνοιξε στις 26 Μαρτίου, άρχισε με μια έκτακτη σύνοδο του Συνεδρίου, συζητώντας για έκτακτα μέτρα υπεράσπισης του συντάγματος, συμπεριλαμβάνοντας την καθαίρεση του προέδρου Γιέλτσιν. Σε μια ψηφοφορία στις 28 Μαρτίου, οι ψήφοι υπέρ της καθαίρεσης ήταν 72 μόλις λιγότεροι από τους 689 ψήφους απαιτούμενους για μια πλειοψηφία 2/3. Στο ένατο Συνέδριο, το κοινοβούλιο κυριαρχούνταν από το μπλοκ «Ρωσική Ενότητα», το οποίο περιλάμβανε αντιπροσώπους του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας και την κοινοβουλευτική ομάδα «Πατρίδα» (κομμουνιστές και άλλοι βουλευτές σοσιαλιστικού προσανατολισμού), από την Αγροτική Ένωση και από την ομάδα «Ρωσία». Μαζί με άλλες κεντρώες ομάδες «Αλλαγή», οι υποστηρικτές του Γιέλτσιν ήταν καθαρή μειοψηφία.

Το Συνέδριο των Λαϊκών Βουλευτών επιδίωξε να θέσει νέους όρους για το λαϊκό δημοψήφισμα. Η εκδοχή του κοινοβουλίου για το δημοψήφισμα ήταν να ρωτηθούν οι πολίτες για το αν είχαν εμπιστοσύνη στον Γιέλτσιν, αν επιδοκίμαζαν τις μεταρρυθμίσεις του και για το αν υποστήριζαν πρόωρες  βουλευτικές και προεδρικές εκλογές. Το Συνέδριο ψήφισε ότι για να νικούσε ο πρόεδρος θα χρειαζόταν να πάρει το 50% ολόκληρου του εκλογικού σώματος, αντί για το 50% απ’ αυτούς που θα ψήφιζαν, για να απέφευγε πρόωρες προεδρικές εκλογές. Το Συνταγματικό Δικαστήριο υποστήριξε τον Γιέλτσιν και αποφάσισε ότι ο πρόεδρος θα χρειαζόταν μόνο μια απλή πλειοψηφία σε δύο ζητήματα: εμπιστοσύνη στον ίδιο και στην οικονομική και κοινωνική πολιτική. Θα χρειαζόταν την υποστήριξη του μισού εκλογικού σώματος για να προκηρύξει νέες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Στις 25 Απριλίου η πλειοψηφία των ψηφοφόρων εξέφρασε εμπιστοσύνη στον πρόεδρο και υποστήριξε νέες βουλευτικές εκλογές. Ο Γιέλτσιν χρησιμοποίησε τα αποτελέσματα ως εντολή σ’ αυτόν για να συνεχίσει να ασκεί την εξουσία.

Το κοινοβούλιο ήταν  δραστήριο τον Ιούλιο ενώ ο Γιέλτσιν βρισκόταν σε διακοπές, και πέρασε μια σειρά διαταγμάτων που αναθεωρούσαν την οικονομική πολιτική. Επίσης διεξήγαγε έρευνες για συμβούλους του προέδρου, κατηγορώντας τους για διαφθορά. Ο Γέλτσιν επέστρεψε τον Αύγουστο και δήλωσε ότι θα χρησιμοποιούσε όλα τα μέσα, περιλαμβανομένης της καταπάτησης του συντάγματος, για να επιτύχει νέες κοινοβουλευτικές εκλογές.

Εξελίξεις τον Σεπτέμβριο

Την 1η Σεπτεμβρίου, ο Γιέλτσιν επιχείρησε να αποπέμψει τον αντιπρόεδρο Ρουτσκόι, έναν πολύ σημαντικό αντίπαλο. Ο Ρουτσκόι, εκλεγμένος στην ίδια εκλογική λίστα με τον Γιέλτσιν το 1991, ήταν ο αυτόματος αναπληρωτής του. Στις 3 Σεπτεμβρίου, το Ανώτατο Σοβιέτ απέρριψε την αποπομπή του Ρουτσκόι από τον Γιέλτσιν. Στις 18 Σεπτεμβρίου, ο Γέλτσιν διόρισε τον Γεγκόρ Γκαϊντάρ, που είχε απορριφθεί από την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση το 1992, αναπληρωτή πρωθυπουργό και αρμόδιο για οικονομικά ζητήματα. Αυτός ο διορισμός ήταν απαράδεκτος για το Ανώτατο Σοβιέτ, το οποίο τον απέρριψε οργισμένα.

Στις 21 Σεπτεμβρίου, ο Γιέλτσιν διέλυσε το Ανώτατο Σοβιέτ, πράγμα που βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τα άρθρα του Ρωσικού συντάγματος του 1978 (με τροποποιήσεις στα 1989-1992).Ο Γιέλτσιν επίσης κατάργησε το σύνταγμα, αντικαθιστώντας το με ένα άλλο που του έδινε έκτακτες εκτελεστικές εξουσίες. Ο Γιέλτσιν υποστήριξε ότι διαλύοντας το Ρωσικό κοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο του 1993, άνοιγε το δρόμο για μια γρήγορη μετάβαση σε μια λειτουργική οικονομία της αγοράς. Μ’ αυτή την υπόσχεση, έλαβε μεγάλη υποστήριξη από τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Στην Ρωσία, η πλευρά του Γιέλτσιν είχε τον έλεγχο της τηλεόρασης, όπου πολύ δύσκολα οποιεσδήποτε φιλο-κοινοβουλευτικές απόψεις εκφράζονταν κατά την κρίση Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου.

Το κοινοβούλιο ακυρώνει την προεδρία Γιέλτσιν – μαζικές διαμαρτυρίες

Ο Ρουτσκόι χαρακτήρισε την κίνηση Γιέλτσιν ένα βήμα προς το πραξικόπημα. Κατά την διάρκεια μιας ολονύχτιας συνόδου, προεδρευόμενης από τον Χασμπουλάτοφ, το Ανώτατο Σοβιέτ ανακοίνωσε ότι το προεδρικό διάταγμα είναι άκυρο. Ο Ρουτσκόι ανακηρύχθηκε πρόεδρος και ορκίστηκε στο σύνταγμα. Απέλυσε τον Γιέλτσιν και τους υπουργούς Άμυνας, Εσωτερικών και Ασφάλειας. Μέλη όλων σχεδόν των Μαρξιστικών κομμάτων κινητοποιήθηκαν για να υποστηρίξουν το κοινοβούλιο. Oι Μαρξιστές – σύμφωνα με το μεταβατικό πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς – έπρεπε να υποστηρίξουν χωρίς όρους την αντιδικτατορική εξέγερση αγωνιζόμενοι με όλες τους τις δυνάμεις μαζί με τις εξεγερμένες φιλο-κοινοβουλευτικές μάζες για την υπεράσπιση του Ανωτάτου Σοβιέτ μέχρι τη νίκη – την ανατροπή του δικτάτορα – , διατηρώντας πάντα το ανεξάρτητο επαναστατικό τους πρόγραμμα, χωρίς σε καμιά περίπτωση να υποστηρίζουν την γραφειοκρατική ηγεσία του κοινοβουλίου που καθοδηγούσε τον αντιδικτατορικό αγώνα, αντίθετα κάνοντάς της κριτική για την αργά ή γρήγορα αναπόφευκτη προδοσία από μέρους της του αγώνα για την δημοκρατία, προσπαθώντας πάντα να οδηγήσουν τον συγκεκριμένο αντιδικτατορικό αγώνα στη νίκη – στην ανατροπή του δικτάτορα – και τελικά στην σοσιαλιστική επανάσταση. Στις 23 Σεπτεμβρίου συνήλθε το Συνέδριο των Λαϊκών Βουλευτών. Ήταν παρόντες 638 βουλευτές (από τους 941), οι οποίοι καθαίρεσαν τον Γιέλτσιν. Στις 25 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση του Γιέλτσιν έκοψε τον ηλεκτρισμό και τα τηλέφωνα στο κτίριο του Ανωτάτου Σοβιέτ.

Ο Γιέλτσιν προκάλεσε λαϊκή δυσφορία με την διάλυση απ’ αυτόν ενός κοινοβουλίου όλο και περισσότερο αντιτιθέμενο στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις του. Στις 21 Σεπτεμβρίου και τις επόμενες μέρες, δεκάδες χιλιάδες Ρώσοι διαδήλωσαν στους δρόμους της Μόσχας υποστηρίζοντας το κοινοβούλιο.

Οι διαδηλωτές διαμαρτύρονταν ενάντια στην χειροτέρευση των συνθηκών ζωής υπό τον Γιέλτσιν. Από το 1989 το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν είχε μειωθεί στο μισό. Η εγκληματικότητα είχε φτάσει στα ύψη, το φαγητό γινόταν όλο και πιο σπάνιο και το προσδόκιμο ζωής έπεφτε  για όλους εκτός από μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού.

Απεργίες και διαδηλώσεις γίνονταν σε όλη την Ρωσία. Στις 28 Σεπτεμβρίου, στην Μόσχα συνέβησαν οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ της ειδικής αστυνομίας και αντι-Γιελτσινικών διαδηλωτών. Επίσης στις 28 Σεπτεμβρίου, το υπουργείο Εσωτερικών απέκλεισε το κτίριο του Ανωτάτου Σοβιέτ. Οδοφράγματα και σύρμα τοποθετήθηκαν γύρω από το κτίριο.

Ο Χασμπουλάτοφ δήλωσε ότι ο Γιέλτσιν μετέτρεψε το νόμιμο κοινοβούλιο της Ρωσίας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στις 1 Οκτωβρίου, το Ανώτατο Σοβιέτ και οι υπερασπιστές του αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα με αντάλλαγμα την επαναφορά στο κτίριο του ρεύματος και των τηλεπικοινωνιών. Το απόγευμα της 3ηςΟκτωβρίου, υποστηρικτές του Ανωτάτου Σοβιέτ έφτιαξαν οδοφράγματα και σταμάτησαν την κυκλοφορία στους κυριότερους δρόμους της Μόσχας. Οι αντίπαλοι του Γιέλτσιν επιτέθηκαν και έσπασαν με επιτυχία τον αστυνομικό κλοιό γύρω από το κοινοβούλιο. Ένοπλες ομάδες οπαδών του κοινοβουλίου και λίγες μονάδες αστυνομικών δυνάμεων του υπουργείου Εσωτερικών υπεράσπιζαν το Ανώτατο Σοβιέτ. Ο Ρουτσκόι χαιρέτισε τα πλήθη από το μπαλκόνι του κοινοβουλίου και τα προέτρεψε να σχηματίσουν ομάδες και να πάνε να καταλάβουν το κτίριο του δημαρχείου και τον εθνικό τηλεοπτικό σταθμό Οστάνκινο. Ο Χασμπουλάτοφ κάλεσε επίσης σε επίθεση και κατάληψη του Κρεμλίνου και την φυλάκιση του εγκληματία και σφετεριστή της εξουσίας Γιέλτσιν.

Το βράδυ της 3ης Οκτωβρίου, ένοπλοι υπερασπιστές του Ανωτάτου Σοβιέτ έκαναν έφοδο στο γειτονικό κτίριο της δημαρχίας και μετά από σύντομη μάχη το κατέλαβαν. Στην συνέχεια, ένοπλοι και άοπλοι διαδηλωτές πήγαν στον τηλεοπτικό σταθμό Οστάνκινο. Αλλά τα φιλο-κοινοβουλευτικά πλήθη ήρθαν αντιμέτωπα στο κτίριο της τηλεόρασης με ειδικές στρατιωτικές δυνάμεις. Μια σκληρή μάχη επακολούθησε. Μέρος του κτιρίου έπαθε σημαντικές ζημιές. Τα τηλεοπτικά προγράμματα σταμάτησαν και πολλοί υποστηρικτές του Ανωτάτου Σοβιέτ σκοτώθηκαν. Πριν από τα μεσάνυχτα οι στρατιωτικές δυνάμεις απώθησαν τους οπαδούς του κοινοβουλίου.

Η επίθεση και οι συνέπειες

Την αυγή της 4ηςΟκτωβρίου, ο Ρωσικός στρατός περικύκλωσε το κτίριο του κοινοβουλίου, και λίγες ώρες αργότερα τανκς άρχισαν να το βομβαρδίζουν. Η ηρωική αντίσταση των ένοπλων υπερασπιστών του Ανωτάτου Σοβιέτ κράτησε 10 ώρες. Το απόγευμα, μονάδες στρατιωτών άρχισαν να μπαίνουν στο κτίριο και να το καταλαμβάνουν, όροφο με όροφο. Ως το βράδυ, η λαϊκή αντίσταση στους δρόμους είχε πλήρως κατασταλεί. Η συντριβή της αντίστασης του κοινοβουλίου κόστισε πολλές ζωές των υπερασπιστών του. Ανεπίσημες πηγές αναφέρουν 2000 νεκρούς.

Στις 5 Οκτωβρίου ο Γιέλτσιν απαγόρεψε Μαρξιστικά και εθνικιστικά κόμματα και εφημερίδες που είχαν υποστηρίξει το κοινοβούλιο. Ο Γιέλτσιν επίσης κάλεσε τα επαρχιακά Σοβιέτ που είχαν αντιταχθεί σ’ αυτόν -η μεγάλη πλειοψηφία- να διαλυθούν. Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ανεξάρτητων Συνδικάτων απολύθηκε, και ο δικτάτορας άρπαξε την ευκαιρία ώστε να αφαιρέσει από τα συνδικάτα πολλές από τις διοικητικές τους λειτουργίες. Ο Ρουτσκόι και ο Χασμπουλάτοφ κατηγορήθηκαν στις 15 Οκτωβρίου ότι οργάνωσαν μαζικές ταραχές και φυλακίστηκαν. Ελευθερώθηκαν το 1994 όταν η θέση του Γιέλτσιν ήταν αρκετά ασφαλής.

«Η Ρωσία χρειάζεται τάξη», είπε ο Γιέλτσιν στον Ρωσικό λαό στην τηλεόραση το Νοέμβριο, παρουσιάζοντας το νέο σχέδιο συντάγματος που θα τίθετο σε δημοψήφισμα τον Δεκέμβριο, και το οποίο έδινε σαρωτικές εξουσίες στον πρόεδρο και καθιστούσε το κοινοβούλιο διακοσμητικό. Το νέο σύνταγμα υπερψηφίστηκε από μια μικρή πλειοψηφία των ψηφισάντων και ύστερα από νοθεία.

Πραγματικά, από τον Οκτώβριο του 1993 μέχρι σήμερα η τάξη βασιλεύει στην Ρωσία. Μήπως θυμίζει αυτό πολύ έντονα κάποια άλλη μακρινή ιστορική εποχή σε μια χώρα όχι πολύ μακρινή από την Ρωσία;

Οι διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν σε όλη την Ρωσία στις 3-4 Οκτωβρίου 2012 στη μνήμη των νεκρών υπερασπιστών του Ανωτάτου Σοβιέτ, είχαν ως κεντρικό τους σύνθημα «Δεν ξεχνάμε, δεν συγχωρούμε». Το υπέροχο αυτό σύνθημα εκφράζει την επαναστατική αφοσίωση των Ρώσων Μαρξιστών στην δύσκολη μάχη που διεξάγουν ενάντια στην αστική τάξη της Ρωσίας και την κυβέρνηση-μαριονέτα της. Μεταφέροντας χρονολογικά τα περίφημα λόγια του Μαρξ με τα οποία υμνούσε τους ήρωες της Κομμούνας του Παρισιού, τους ήρωες του Ανωτάτου Σοβιέτ τους έχει κλείσει στην μεγάλη της καρδιά η επαναστατική εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές του τους κάρφωσε ήδη η ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δεν μπορούν να τους γλυτώσουν ούτε όλοι οι ύμνοι που τους έχουν κάνει οι καπιταλιστές και οι λακέδες τους.

Διονύσης Βούρτσης

{fcomment}

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα