Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΤι βρίσκεται πίσω από τη σύγκρουση Ζελένσκι και Τραμπ;

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Τι βρίσκεται πίσω από τη σύγκρουση Ζελένσκι και Τραμπ;

Μία εξαιρετική ανάλυση του Άλαν Γουντς.


Οι Κινέζοι έχουν μια παλιά παροιμία: «Η μεγαλύτερη συμφορά που μπορεί να βρει έναν άνθρωπο είναι να ζήσει σε ενδιαφέροντες καιρούς». Η αλήθεια αυτής της αρχαίας σοφίας μόλις τώρα αρχίζει να γίνεται επώδυνα αντιληπτή από τους ηγέτες του δυτικού κόσμου.

Η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι και του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και του αντιπροέδρου Τζ. Ντ. Βανς, έπεσε σαν καταστροφικό τσουνάμι πάνω στη διεθνή πολιτική σκηνή.

Οι δυτικοί ηγέτες παρακολούθησαν με έκπληξη, σοκ και απόλυτη φρίκη τις απίστευτες σκηνές που εκτυλίχθηκαν στο Οβάλ Γραφείο. Και δικαιολογημένα.

Με την πρώτη ματιά, η αιτία αυτής της πρωτοφανούς αντιπαράθεσης στον Λευκό Οίκο μπορεί να φαίνεται ασήμαντη. Για αρκετές εβδομάδες πριν από τη μοιραία συνάντηση, ο Ντόναλντ Τραμπ καυχιόταν ότι είχε πετύχει μια φανταστική συμφωνία με τον Ζελένσκι, βάσει της οποίας οι ΗΠΑ θα αποκτούσαν τον έλεγχο τεράστιων κοιτασμάτων ορυκτού πλούτου που – όπως λέγεται – βρίσκονται κάτω από το έδαφος της Ουκρανίας.

Ο Ζελένσκι υποτίθεται ότι θα ταξίδευε στην Ουάσινγκτον αποκλειστικά και μόνο για να υπογράψει αυτή τη συμφωνία. Ωστόσο, τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή.

Κατά παράδοξο τρόπο, ήταν ο Ζελένσκι εκείνος που έθεσε αρχικά το ζήτημα των δικαιωμάτων εξόρυξης, πιθανότατα με σκοπό να το χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στους Αμερικανούς. Προσφέροντας την προοπτική πρόσβασης σε τεράστιες ποσότητες σπάνιων ορυκτών, ήλπιζε να δελεάσει την Ουάσινγκτον ώστε να διασφαλίσει τη συνέχιση της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία.

Ωστόσο, ο Τραμπ αντιλήφθηκε την πρόταση με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Θεωρώντας ότι οι ΗΠΑ έχουν ήδη ξοδέψει τεράστια ποσά για τη στήριξη του πολέμου στην Ουκρανία (αναφέρθηκε το ποσό των 350 δισεκατομμυρίων δολαρίων) περίμενε μια απτή ανταπόδοση γι’ αυτή την «επένδυση».

Ως άνθρωπος που σκέφτεται με καθαρά επιχειρηματικούς όρους, ο Τραμπ δεν είδε την προσφορά των ουκρανικών ορυκτών ως δέλεαρ για μελλοντική βοήθεια, αλλά ως έναν τρόπο να αποπληρωθεί η στήριξη που έχει δοθεί μέχρι τώρα.

Ήταν ξεκάθαρο ότι οι δύο ηγέτες μιλούσαν διαφορετική γλώσσα – μια παρεξήγηση που έμοιαζε αρχικά με διπλωματική αμηχανία, αλλά προμήνυε εξελίξεις με απρόβλεπτες συνέπειες.

Για να κατανοήσουμε τις εξελίξεις που ακολούθησαν, πρέπει πρώτα να αποσαφηνίσουμε ποιοι είναι οι πραγματικοί στόχοι των εμπλεκόμενων πλευρών σε αυτή τη σύγκρουση.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τραμπ ξεκαθάρισε με κάθε δυνατό τρόπο ότι η πρόθεσή του ήταν να τερματίσει άμεσα τον πόλεμο στην Ουκρανία ή, τουλάχιστον, να αποσύρει πλήρως τις Ηνωμένες Πολιτείες από μια σύγκρουση που, όπως έχει αναφέρει, προκάλεσε ο προκάτοχός του, Τζο Μπάιντεν, χωρίς καμία μέριμνα για τα πραγματικά στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ.

Έκτοτε, ο Τραμπ έχει επαναλάβει πολλές φορές αυτή τη θέση, χωρίς να την τροποποιήσει στο ελάχιστο. Η εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία αποτελεί πλέον μία από τις κορυφαίες προτεραιότητές του.

Ωστόσο, αυτή η απόφαση δεν μπορεί να εξεταστεί αποκομμένα από τη συνολική στρατηγική και την κοσμοθεωρία του. Παρά την αντίληψη που επικρατεί σε ορισμένους κύκλους, ο Τραμπ έχει όντως μια συνεκτική στρατηγική, την οποία ακολουθεί με απόλυτη συνέπεια.

Πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες – και ακόμα περισσότερο εκείνοι στο Κίεβο – φαίνεται να δυσκολεύονται να την κατανοήσουν. Έχουν διαρκώς την τάση να υποτιμούν τον Τραμπ και να θεωρούν ότι οι δηλώσεις του δεν πρέπει να λαμβάνονται «τοις μετρητοίς». Όταν όμως διαπιστώνουν ότι τις εννοεί, η αντίδρασή τους είναι ένα μείγμα έκπληξης και αμηχανίας.

Αυτή η διαρκής σύγχυση που τους χαρακτηρίζει δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποτέλεσμα της άρνησής τους να πάρουν τον Τραμπ στα σοβαρά. Ωστόσο, οι εξελίξεις τους αναγκάζουν, έστω και απρόθυμα, να εγκαταλείψουν αυτή την καθησυχαστική ψευδαίσθηση. Οι τελευταίοι που φαίνεται να συνειδητοποιούν αυτή την πραγματικότητα είναι ο Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία και ο Κιρ Στάρμερ στη Βρετανία – οι πιο ανόητοι και εγωκεντρικοί απ’ όλους τους ανόητους και εγωκεντρικούς Ευρωπαίους ηγέτες. Αλλά γι’ αυτούς θα μιλήσουμε αργότερα.

Ο Τραμπ έχει αντιληφθεί ότι η Αμερική έχει ξεπεράσει τα όριά της στη διεθνή σκηνή. Το δημόσιο χρέος της ξεπερνά τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια, τα αποθέματα όπλων της έχουν εξαντληθεί σε επικίνδυνο βαθμό, ενώ βρίσκεται αντιμέτωπη με ενδεχόμενες κρίσεις στη Μέση Ανατολή και τον Ειρηνικό, για τις οποίες δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένη.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η πολιτική του είναι ξεκάθαρη: η Αμερική πρέπει να περιορίσει τη διεθνή της παρουσία και να αναδιπλωθεί στα φυσικά της στρατηγικά όρια – που συμπεριλαμβάνουν τον Καναδά, τη Διώρυγα του Παναμά, το Μεξικό και τη Γροιλανδία. Αυτές είναι οι προτεραιότητές του. Η Ευρώπη, πλέον, περνά σε δεύτερη μοίρα στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Ένα βασικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής είναι η αποκατάσταση των σχέσεων με τη Ρωσία, που είχαν επιδεινωθεί σοβαρά εξαιτίας των επιθετικών ιμπεριαλιστικών πολιτικών της κυβέρνησης Μπάιντεν. Είναι αξιοσημείωτο ότι εδώ και τρία χρόνια δεν υπήρξε καμία επίσημη επαφή μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας – κάτι που δεν είχε συμβεί ούτε στις πιο σκοτεινές περιόδους του Ψυχρού Πολέμου.

Η επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία προκαλεί τεράστια ανησυχία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και ιδιαίτερα στο Κίεβο. Ο Ζελένσκι φοβάται μήπως οι Αμερικανοί καταλήξουν σε συμφωνία με τη Μόσχα, εγκαταλείποντας την Ουκρανία στη μοίρα της.

Οι στόχοι της ουκρανικής ηγεσίας και της Ουάσινγκτον είναι πλέον διαμετρικά αντίθετοι. Οι Αμερικανοί επιδιώκουν μια συμφωνία με τη Ρωσία, αναγνωρίζοντας ότι ο πόλεμος έχει χαθεί. Για τον Ζελένσκι, αντίθετα, η ειρήνη ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία. Η άρση του στρατιωτικού νόμου θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να προκηρύξει εκλογές – κάτι που θέλει να αποφύγει πάση θυσία.

Η νόμιμη θητεία του έχει λήξει εδώ και καιρό, εξ ου και το σχόλιο το οποίο είχε κάνει ο Τραμπ, πως είναι ένας δικτάτορας που αρνείται να διεξαγάγει εκλογές. Η πίεση των Αμερικανών για εκλογές δείχνει την ενόχλησή τους με τον Ζελένσκι και την επιθυμία τους να τον αντικαταστήσουν. Είναι απίθανο αν διεξάγονταν δίκαιες εκλογές σήμερα ο Ζελένσκι να μην τις έχανε, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των υποστηρικτών του.

Η επιδίωξη του Κιέβου είναι λοιπόν απλή: ο πόλεμος πρέπει να συνεχιστεί πάση θυσία, μέχρι η Ρωσία να ηττηθεί πλήρως και να αποχωρήσει από όλα τα εδάφη που έχει καταλάβει. Όσο κι αν αυτός ο στόχος είναι εξωπραγματικός, η ουκρανική ηγεσία δεν διστάζει να τον υποστηρίζει, αδιαφορώντας για το τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές.

Από αυτό απορρέουν συγκεκριμένες πολιτικές. Πρώτα απ’ όλα, το Κίεβο πρέπει με κάθε τρόπο να αποτρέψει την απόσυρση των ΗΠΑ από τη σύγκρουση. Η Ουκρανία εξαρτάται απόλυτα από τη ροή αμερικανικών χρημάτων και όπλων. Αν αυτή η στήριξη διακοπεί, θα είναι ένα θανάσιμο πλήγμα για το καθεστώς Ζελένσκι. Και παρά τις ηχηρές δηλώσεις στήριξης από το Λονδίνο και το Παρίσι, είναι ξεκάθαρο ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να καλύψει το κενό που θα αφήσουν οι Αμερικανοί. Ο ίδιος ο Ζελένσκι το έχει παραδεχτεί δημοσίως.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοήσουμε τη σφοδρότητα της σύγκρουσης που ξέσπασε στο Οβάλ Γραφείο με αφορμή τα λεγόμενα «δικαιώματα εξόρυξης». Η συνεχής προέλαση του ρωσικού στρατού και η κατάρρευση του ηθικού στις ουκρανικές γραμμές καθιστούν όλο και πιο επιτακτική – και απελπισμένη – την προσπάθεια του Κιέβου να εμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες ακόμα βαθύτερα στη σύγκρουση. Αν δούμε τα γεγονότα υπό αυτό το πρίσμα, η διπλωματική σκακιέρα των τελευταίων εβδομάδων αποκτά ξεκάθαρο νόημα.

Η επίσκεψη του Μακρόν και του Στάρμερ στην Ουάσινγκτον ήταν μέρος μιας στρατηγικής που προφανώς είχε καταστρωθεί παρασκηνιακά σε συνεννόηση με το Κίεβο. Ο μοναδικός τους στόχος ήταν να εμποδίσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να καταλήξουν σε συμφωνία με τη Ρωσία για τον τερματισμό του πολέμου, καθώς και να αποτρέψουν την απόσυρση των Αμερικανών από την Ευρώπη – ένα ενδεχόμενο που προκαλεί τρόμο στους Ευρωπαίους ηγέτες.

Για να πετύχουν τον σκοπό τους, επιστράτευσαν κάποια προφανή τεχνάσματα. Ο Μακρόν και ο Στάρμερ προωθούσαν την ιδέα μιας ευρωπαϊκής «ειρηνευτικής δύναμης», η οποία, υποτίθεται, θα αναπτυσσόταν στην Ουκρανία μετά από μια ειρηνευτική συμφωνία, προκειμένου να διασφαλίσει την εκεχειρία. Ωστόσο, μια τέτοια αποστολή θα ήταν αδύνατη χωρίς την ενεργή εμπλοκή των ΗΠΑ.

Αν κατάφερναν να πείσουν τον Τραμπ να αποδεχτεί αυτό που περιγράφεται ως αμερικανικές «εγγυήσεις ασφαλείας», το επόμενο βήμα ήταν προδιαγεγραμμένο: οι Ουκρανοί θα έβρισκαν μια αφορμή για να προκαλέσουν ρωσική αντίδραση, την οποία θα παρουσίαζαν ως παραβίαση της εκεχειρίας. Τότε η υποτιθέμενη ειρηνευτική δύναμη θα καλούνταν να επέμβει και θα βρισκόταν αμέσως σε δεινή θέση, καθώς οι Ρώσοι υπερτερούν συντριπτικά σε στρατιωτικό επίπεδο.

Στη συνέχεια, οι Ευρωπαίοι θα καλούσαν τους Αμερικανούς να επέμβουν, επικαλούμενοι τις εγγυήσεις ασφαλείας. Οι ΗΠΑ θα ανταποκρίνονταν και θα έμπαιναν σε άμεση ένοπλη σύγκρουση με τη Ρωσία. Ο Γ´ Παγκόσμιος Πόλεμος θα ξεκινούσε, τρομοκρατώντας όλο τον πλανήτη – με εξαίρεση την κλίκα του Ζελένσκι και τους νεοναζί Ουκρανούς εθνικιστές, για τους οποίους θα ήταν μια τεράστια επιτυχία.

Αυτό, τουλάχιστον, ήταν το σχέδιο. Όμως άλλο πράγμα η θεωρία και άλλο η πράξη. Όπως έχει συμβεί πολλές φορές, οι Ευρωπαίοι ηγέτες υποτίμησαν τον Ντόναλντ Τραμπ. Φαντάστηκαν ότι με έναν συνδυασμό κολακείας και ελιγμών, θα μπορούσαν να τον ξεγελάσουν και να τον κάνουν να αλλάξει στάση. Απέτυχαν, και μάλιστα παταγωδώς.

Ο Τραμπ μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά αφελής δεν είναι. Ο Μακρόν εμφανίστηκε στην Ουάσινγκτον επιστρατεύοντας όλη τη γαλλική του γοητεία, λούζωντας τον «φίλο του στον Λευκό Οίκο» με κολακευτικά σχόλια, χαμογελώντας με τα αστεία του προέδρου – παρόλο που δεν τα έβρισκε καθόλου αστεία. Γενικά, συμπεριφερόταν σαν αυλικός γελωτοποιός μπροστά στον αυτοκράτορα.

Ο Τραμπ ανταποκρίθηκε προσφέροντας εξίσου υπερβολικούς επαίνους στον «φίλο του στο Παρίσι», δίνοντας τα χέρια, χαμογελώντας μέχρι τα αυτιά και γενικά όντας πολύ ευχάριστος. Αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάντησης, απέφυγε προσεκτικά να δώσει οποιαδήποτε καθαρή απάντηση στο επείγον αίτημα του Γάλλου προέδρου για στήριξη της φανταστικής ειρηνευτικής του δύναμης.

Συνειδητοποιώντας ότι ο σκοπός αυτού του διπλωματικού χορού ήταν να τον ωθεί να χορεύει σε ολοένα και μικρότερους κύκλους, κάποια στιγμή ο Μακρόν έγινε ανυπόμονος και άρχισε να μιλάει στα γαλλικά. Απτόητος από αυτή τη μάλλον αγενή κίνηση, ο «φίλος του στον Λευκό Οίκο» παρατήρησε: «Τι όμορφη γλώσσα! Δεν κατάλαβα ούτε μία λέξη!»

Τελικά, ο Γάλλος «φίλος» του επέστρεψε στο Παρίσι ακριβώς όπως είχε φύγει, με άδεια χέρια. Κάνοντας στην άκρη όλες τις φιοριτούρες, ήταν μια πλήρης ταπείνωση. Θα έπρεπε να θυμάται τα λόγια του συμπατριώτη του Σαρλ ντε Γκωλ: τα έθνη δεν έχουν φίλους, μόνο συμφέροντα.

Παρακολουθώντας με ενδιαφέρον αυτή τη γαλλική κωμωδία από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Σερ Κιρ Στάρμερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι απαιτούνταν διαφορετική προσέγγιση. Απτόητος από την αποτυχία του Μακρόν, κατέστρωσε μια νέα στρατηγική με τη βοήθεια των έμπειρων συμβούλων του στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Μη διαθέτοντας ιδιαίτερη προσωπική γοητεία, και όντας – σε αντίθεση με τον παρορμητικό Μακρόν – ένας τυπικός άκαμπτος, βαρετός και χωρίς φαντασία Άγγλος της ανώτερης τάξης, έπρεπε να βρει κάτι ξεχωριστό για να παρουσιάσει στον πρόεδρο των ΗΠΑ. Και γι’ αυτόν τον σκοπό, έκρυβε στην τσέπη του ένα «μυστικό όπλο» – κάτι που σίγουρα θα εντυπωσίαζε κάθε Αμερικανό πρόεδρο, ειδικά αυτόν που ακούει στο όνομα Ντόναλντ Τζ. Τραμπ.

Για να είμαστε δίκαιοι, ο Βρετανός πρωθυπουργός έκανε αξιέπαινες προσπάθειες να καλύψει την έμφυτη αδεξιότητα και την έλλειψη επικοινωνιακών ικανοτήτων του με μια πρωτόγνωρη χρήση της γλώσσας του σώματος. Εκτός από αμέτρητες χειραψίες, αποτόλμησε ακόμα και μια φυσική επαφή με τον Αμερικανό πρόεδρο – έστω και μόνο αγγίζοντας το μανίκι του παλτού του.

Δεν είναι σαφές ποια εντύπωση προκάλεσε αυτή η απροσδόκητη οικειότητα στον ηγέτη της πιο ισχυρής χώρας του κόσμου, αλλά κρίνοντας από το νευρικό χαμόγελο που είχε καρφωθεί στο πρόσωπο του Στάρμερ, ο ίδιος τουλάχιστον ήταν πανευτυχής με την (κατά τον ίδιο) επιτυχία του.
Είναι δύσκολο να αποδώσει κανείς την αίσθηση αμηχανίας που θα ένιωθε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος στη Βρετανία βλέποντας την ακόλουθη σκηνή, η οποία θα ήταν ταιριαστή σε τηλεοπτική κωμωδία δεύτερης κατηγορίας. Ίσως η καλύτερη περιγραφή έγινε αργότερα από έναν Βρετανό δημοσιογράφο, ο οποίος παρομοίασε τον Στάρμερ με έναν σπασίκλα μαθητή που χαριεντίζεται με τον νταή του σχολείου.

Για να εξηγήσουμε αυτή την ενδιαφέρουσα παρομοίωση, σε κάθε σχολείο υπάρχει ένας νταής, ένα σκληρό παιδί που συνηθίζει να εκφοβίζει τα μικρά παιδιά και να τους κάνει τη ζωή δυστυχισμένη. Τέτοια άτομα συνήθως συνοδεύονται από ένα αδύναμο αγοράκι που δεν είναι αρκετά δυνατό για να εκφοβίσει κανέναν, αλλά φαντάζεται ότι παραμένοντας κοντά στον νταή μπορεί να προσποιείται ότι είναι και ο ίδιος σκληρός.

Αυτή είναι μια πολύ τίμια περιγραφή εκείνου που οι Βρετανοί αρέσκονται να αποκαλούν «ειδική τους σχέση» με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής – οι οποίες είναι το ανάλογο του νταή του σχολείου, αλλά σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Και βέβαια, πρέπει να προσθέσει κανείς ότι ο νταής του σχολείου αντιμετωπίζει πάντοτε τη στάση του αδύναμου μικρού ακολούθου του με την περιφρόνηση που της αξίζει.

Αφού λοιπόν είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι αυτό το σημείο χωρίς να δεχτεί κάποιο φανερό χλευασμό, ο Στάρμερ αποφάσισε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να βγάλει το «κρυφό χαρτί» του. Με μια θεατρινίστικη χειρονομία, σαν πιστός μπάτλερ που παραδίδει την πρωινή αλληλογραφία στο αφεντικό του, έβγαλε από την τσέπη του ένα γράμμα και το παρέδωσε προσεκτικά στον Τραμπ. Με ύφος γεμάτο περηφάνια, ανακοίνωσε ότι επρόκειτο για τίποτε λιγότερο από μια πρόσκληση από τον Βασιλιά Κάρολο Γ΄ προς τον Ντόναλντ Τζ. Τραμπ, να επισκεφθεί το παλάτι μαζί με τη σύζυγό του και τα παιδιά του το συντομότερο δυνατό.

Στον βρετανικό πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο υπάρχει η παράξενη πεποίθηση ότι όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι εντυπωσιάζονται από τη βρετανική μοναρχία – ίσως επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει και πολλά άλλα για να καμαρώνει στις μέρες μας. Έτσι, ο Στάρμερ δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να κάνει μια βαρύγδουπη δήλωση, επισημαίνοντας ότι αυτή η πρόσκληση ήταν «μοναδική» στην ιστορία: για πρώτη φορά, Αμερικανός πρόεδρος προσκαλείται στο παλάτι δύο φορές!

Παραδόξως, το πρόσωπο του Τραμπ δεν πρόδωσε καμία ιδιαίτερη συγκίνηση στο άκουσμα αυτής της πρόσκλησης. Την αποδέχτηκε ευγενικά, προσθέτοντας – ίσως εσκεμμένα, ίσως εκ παραδρομής – ότι θα ήταν ευχαρίστησή του να τιμήσει την Αυτού Μεγαλειότητα με την παρουσία του.

Ας ρίξουμε τώρα ένα διακριτικό πέπλο πάνω στη συνέχεια της διαδικασίας, που δεν ήταν παρά μια επανάληψη όσων είχαν ήδη προηγηθεί με τον Γάλλο πρόεδρο. Κάποια στιγμή, ο Στάρμερ βρήκε το θάρρος να θέσει το ερώτημα που τον απασχολούσε: Τι γίνεται με το ζήτημα των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας;

Βέβαια, δεν χρησιμοποίησε ακριβώς αυτόν τον όρο, μιας και οι Αμερικανοί είναι αλλεργικοί σε τέτοιες διατυπώσεις. Αντ’ αυτού, μίλησε για έναν «μηχανισμό ασφαλείας» – έναν όρο τόσο αόριστο που θα μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε.

Και κάπου εδώ, η φαινομενική επιτυχία άρχισε να καταρρέει. Ήταν σαν τη στιγμή που στο παραμύθι το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα, το φόρεμα της Σταχτοπούτας μετατρέπεται σε κουρέλια, και η άμαξα γίνεται κολοκύθα που σέρνεται από ποντίκια.

Ο Τραμπ, με έναν αέρα σκανταλιάρικης ειρωνείας, απάντησε ότι δεν έβλεπε την ανάγκη για κάτι τέτοιο, αφού ο Βρετανικός Στρατός είναι, όπως όλοι γνωρίζουν, ένας ένδοξος θεσμός γεμάτος με γενναίους νέους άνδρες που μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους χωρίς ξένη βοήθεια. Και για να κάνει την κατάσταση ακόμα πιο αμήχανη, ρώτησε τον Στάρμερ αν πιστεύει ότι η Βρετανία μπορεί να τα βάλει πέρα μόνη της απέναντι στη Ρωσία – μια ερώτηση στην οποία η μόνη απάντηση που έλαβε ήταν ένα αμήχανο γέλιο.

Όπως και ο Μακρόν, ο Στάρμερ επέστρεψε στο Λονδίνο με άδεια χέρια. Η μόνη του ανταμοιβή ήταν μια φανέλα αμερικανικού ποδοσφαίρου – ένα μάλλον πενιχρό αντάλλαγμα για μια τόσο «ιδιαίτερη» πρόσκληση από τον Βρετανό Βασιλέα.

Οι επίμονες προσπάθειες να εξαναγκάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν στρατιωτικά στην Ουκρανία εξελίχθηκαν σε φαρσοκωμωδία. Και ενώ φαινόταν πως το πράγμα δεν μπορούσε να γίνει χειρότερο… έγινε.

Αυτό που συνέβη στη συνέχεια δεν ήταν καθόλου αναγκαίο να συμβεί. Ο Ντόναλντ Τραμπ – φανερά επιφυλακτικός για τις προθέσεις του Ζελένσκι – εξέφρασε την επιθυμία να ακυρώσει την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, η οποία είχε προγραμματιστεί για την Παρασκευή. Οι αμφιβολίες του εντάθηκαν όταν ο Ζελένσκι, αγνοώντας το μήνυμα από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, επέμεινε να πάει.

Μέχρι εδώ, τα πράγματα δεν ήταν καλά. Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ δήλωσε δημοσίως ότι ο Ουκρανός πρόεδρος θα ερχόταν στην Ουάσιγκτον με μοναδικό σκοπό – όπως είπε – να υπογράψει μια συμφωνία για τα δικαιώματα εξόρυξης πολύτιμων μετάλλων, η οποία είχε ήδη εκπονηθεί και γίνει αποδεκτή εκ των προτέρων.

Το πρόβλημα είναι ότι ο φίλος μας από το Κίεβο έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να εκφράζεται. Για παράδειγμα, όταν λέει «ναι» εννοεί «όχι». Και όταν λέει «όχι» εννοεί «ναι», και όταν λέει «ίσως» δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Αντίστοιχα, όταν λέει ότι είναι υπέρ της ειρήνης, στην πραγματικότητα είναι υπέρ του πολέμου. Και ούτω καθεξής.

Αυτό συνέβη και με την περίφημη συμφωνία για τα δικαιώματα εξόρυξης μετάλλων. Συμφώνησε ο Ζελένσκι να υπογράψει την εν λόγω συμφωνία; Ναι, συμφώνησε. Αλλά δεν το έκανε αυτό ως πράξη γενναιοδωρίας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε για να τις ευχαριστήσει για τις τεράστιες ποσότητες όπλων και χρημάτων που έχει λάβει από αυτές. Όχι, καθόλου! Για να παραχωρήσει κάτι τόσο εξαιρετικά πολύτιμο, ήθελε κάτι ως αντάλλαγμα, αλλιώς δεν θα υπέγραφε τίποτα.

Αυτό που ήθελε ως αντάλλαγμα είναι πολύ απλά μια σαφή δήλωση ότι οι ΗΠΑ θα παρείχαν στην Ουκρανία «εγγυήσεις ασφαλείας». Αλλά αυτό το αίτημα το είχε υποβάλει αμέτρητες φορές και πάντα έπαιρνε αρνητική απάντηση. Επιπρόσθετα, είχε δει – προς μεγάλη του δυσαρέσκεια – την αποτυχία των φίλων του, Μακρόν και Στάρμερ, να εξασφαλίσουν οποιεσδήποτε τέτοιες εγγυήσεις κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους στην Ουάσιγκτον.

Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, λοιπόν, δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένος. Στην πραγματικότητα, ήταν ήδη σε εξαιρετικά κακή διάθεση. Αλλά αυτή η διάθεση μετατράπηκε σε θυμό όταν διάβασε το κείμενο της συμφωνίας που ετοίμασαν οι Αμερικανοί και το οποίο ανέμεναν να υπογράψει.

Δεν έχω δει το κείμενο της συμφωνίας ο ίδιος, αλλά απ’ όσα καταλαβαίνω, πρόκειται για ένα πολύ περίεργο έγγραφο – μια γενική ασαφή δήλωση χωρίς κανένα πραγματικό στοιχείο. Είναι κάτι σαν το άχρηστο κομμάτι χαρτί που ο Στάρμερ επιστρέφοντας από το Κίεβο παρουσίασε ως συμφωνία για μια «άθραυστη» συνθήκη μεταξύ Βρετανίας και Ουκρανίας για 100 χρόνια – αν και ο Στάρμερ θα πρέπει να γνώριζε ότι είναι αμφίβολο αν η Ουκρανία θα αντέξει έστω και 100 μέρες, χωρίς στρατιωτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ.

Ας αφήσουμε όμως τις νομικές λεπτομέρειες στην άκρη. Το απλό γεγονός είναι ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι τα τεράστια κοιτάσματα μετάλλων που αναφέρονται στη συμφωνία υπάρχουν πραγματικά, και αν υπάρχουν, απέχουν πολύ από το να είναι άμεσα διαθέσιμα για εξόρυξη και επεξεργασία. Η ιδέα ότι οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να αποκομίσουν τεράστια κέρδη από μια τέτοια συμφωνία, είναι αμφισβητήσιμη.

Αλλά ας το αφήσουμε και αυτό στην άκρη. Αυτό που απασχολούσε τον Ζελένσκι περισσότερο από τις νομικές λεπτομέρειες ή τις γεωλογικές πραγματικότητες, ήταν αυτό που δεν περιλαμβανόταν στο έγγραφο. Δεν υπήρχε απολύτως καμία αναφορά σε οποιεσδήποτε εγγυήσεις ασφαλείας! Ο Ζελένσκι ήταν πλέον εξοργισμένος.

Το όλο θέμα με τα μέταλλα, το οποίο αρχικά είχε φέρει στην επιφάνεια ο ίδιος, ήταν στην πραγματικότητα μια «δωροδοκία» για να αποσπάσει εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ που θα δέσμευαν αμετάκλητα τους Αμερικανούς στην Ουκρανία και στον πόλεμό της, ενδεχομένως οδηγώντας τις σε σύγκρουση με τη Ρωσία. Δεν υπήρχε κανένας άλλος σκοπός πίσω από αυτή την ιστορία.

Αλλά αυτό που είχε τώρα μπροστά του ήταν μια συμφωνία όπου οι Αμερικανοί θα έπαιρναν την προσφερόμενη δωροδοκία χωρίς να δώσουν τίποτα σε αντάλλαγμα. Έτσι, αποφάσισε να πάει στην Ουάσιγκτον και να προκαλέσει ένα «σαματά», ώστε ο Ντόναλντ Τραμπ να καταλάβει με ποιον είχε να κάνει.

Αυτή είναι η βάση των γεγονότων που ακολούθησαν. Υπήρξαν προσπάθειες από τον δυτικό Τύπο να κατηγορήσουν τον Τραμπ και τον Βανς ότι έστησαν μια «ενέδρα» στον Ουκρανό πρόεδρο, ότι αυτοί – ειδικά ο Βανς – ήταν που προκάλεσαν σκόπιμα τη σύγκρουση.

Ωστόσο, αν μελετήσει κανείς ολόκληρα τα διαθέσιμα βίντεο, είναι σαφές ότι η πηγή της επιθετικότητας δεν ήταν οι Αμερικανοί, αλλά ο Ζελένσκι. Από την αρχή πέρασε στην επίθεση, ακολουθώντας την αρχή ότι η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα. Επέλεξε να το κάνει αυτό, όχι σε μια ιδιωτική συνομιλία με τον Τραμπ, αλλά μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες – δηλαδή μπροστά σε εκατομμύρια σοκαρισμένων Αμερικανών θεατών.

Του είχε γίνει πολύ σαφές πριν φτάσει ότι το κείμενο της συμφωνίας δεν ήταν υπό διαπραγμάτευση· ότι είχε συζητηθεί λεπτομερώς και είχε γίνει αποδεκτό, και από τον ίδιο τον Ζελένσκι· ότι δεν μπορούσαν να γίνουν αλλαγές ή τροποποιήσεις. Είχαν εκτυπωθεί αντίγραφα του εγγράφου και οι πένες ήταν έτοιμες. Το μόνο που απέμενε ήταν οι υπογραφές.

Παρόλα αυτά, επανέλαβε τις απαιτήσεις του για εγγυήσεις ασφαλείας μπροστά στις κάμερες και έκανε άλλα σχόλια που προκάλεσαν σοβαρό εκνευρισμό στους οικοδεσπότες του, οι οποίοι τελικά εξερράγησαν. Είναι γενικά αποδεκτό ότι αυτό ήταν το πρώτο και μοναδικό περιστατικό κατά το οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ έχασε δημοσίως την ψυχραιμία του με έναν ξένο ηγέτη. Ήταν σίγουρα κάτι που άξιζε να το παρακολουθήσει κανείς.

Πολλοί άνθρωποι που είδαν το περιστατικό δήλωσαν σοκαρισμένοι γι’ αυτό που παρακολούθησαν. Άλλοι όμως – μεταξύ των οποίων κι εγώ – βρήκαν το όλο επεισόδιο αρκετά διασκεδαστικό, αν και το περιεχόμενο είχε πράγματι πολύ σοβαρές συνέπειες.

Ένας φίλος μου, που παρακολούθησε τη σύγκρουση στο Οβάλ Γραφείο, μου είπε: «Δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω. Αλλά υπάρχει μια σοβαρή πτυχή σε αυτό. Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που το παρακολούθησαν θα μάθουν πολύ περισσότερα για την πραγματική κατάσταση απ’ όσα έχουν μάθει από τον λεγόμενο ελεύθερο Τύπο τα τελευταία τρία χρόνια».

Έχει δίκιο. Όταν, κατά τη διάρκεια της έντονης διαφωνίας, ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγόρησε τον Ζελένσκι ότι τζογάρει με ένα Γ´ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό ήταν απολύτως σωστό. Ο Ζελένσκι το έκανε αυτό συστηματικά, με την υποστήριξη και την ενθάρρυνση του Τζο Μπάιντεν και του πολεμοχαρούς πράκτορά του, Άντονι Μπλίνκεν. Το ότι δεν το πέτυχαν ήταν αποκλειστικά λόγω της αυτοσυγκράτησης που έδειξαν οι Ρώσοι.

Παρεμπιπτόντως, ακόμα και τώρα, ενώ η Ουκρανία βρίσκεται στα πρόθυρα της ήττας, ο Ζελένσκι συνεχίζει να παίζει το ίδιο παιχνίδι. Στην πραγματικότητα, είναι – για να χρησιμοποιήσουμε την αναλογία του Τραμπ με το τζογάρισμα – το μόνο χαρτί που του έχει απομείνει να παίξει.

Δεν υπάρχει και μεγάλη ουσία να ασχοληθούμε με τις λεπτομέρειες, αφού πλέον όλοι είχαν την ευκαιρία να δουν τα βίντεο αρκετές φορές. Αρκεί να πούμε ότι αυτή η σύγκρουση προκάλεσε ένα σοβαρό, πιθανώς αγεφύρωτο, ρήγμα μεταξύ Ουκρανίας και Ηνωμένων Πολιτειών. Είχε επίσης σοβαρό διεθνή αντίκτυπο, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου άφησε τους ηγέτες σε κατάσταση σοκ.

Τώρα γίνονται απεγνωσμένες προσπάθειες να σωθεί ό,τι μπορεί να σωθεί. Αλλά αυτό είναι πολύ πιο εύκολο να το πεις παρά να το κάνεις. Αμέσως μετά τη σύγκρουση στο Οβάλ Γραφείο, ο Ουκρανός ηγέτης εμφανίστηκε στο στούντιο της Fox Broadcasting Company για ακόμα μία συνέντευξη.

Χωρίς αμφιβολία, του άσκησαν πιέσεις για να προσπαθήσει να διορθώσει το λάθος του να αντιπαρατεθεί δημόσια με τον Τραμπ. Αλλά ο Ζελένσκι είναι πολύ υπερόπτης, αλαζόνας και εγωιστής για να παραδεχτεί ένα λάθος, και κατάφερε μόνο να χειροτερέψει τα πράγματα.

Όταν ρωτήθηκε επανειλημμένα αν οφείλει μια συγγνώμη στον πρόεδρο, ο Ζελένσκι απέφυγε κλασικά την ερώτηση, περιοριζόμενος να πει: «Σέβομαι τον πρόεδρο και σέβομαι τον αμερικανικό λαό». Φαίνεται ότι εκφράσεις όπως «συγγνώμη» δεν περιλαμβάνονται στο κάπως περιορισμένο λεξιλόγιό του.

Ακόμα χειρότερα, φάνηκε να πιστεύει ότι είχε απόλυτο δίκιο να μιλήσει όπως μίλησε: «Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε πολύ ανοιχτοί και πολύ ειλικρινείς, και δεν είμαι σίγουρος ότι κάναμε κάτι κακό».

Αργότερα παραδέχτηκε ότι η σύγκρουση ήταν «όχι καλή», αλλά παρέμεινε βέβαιος ότι η σχέση του με τον Τραμπ θα μπορούσε να διασωθεί. «Απλά θέλω να είμαι ειλικρινής και απλά θέλω οι εταίροι μας να κατανοήσουν την κατάσταση σωστά και θέλω να κατανοήσω κι εγώ τα πάντα σωστά. Αυτό αφορά εμάς, να μην χάσουμε τη φιλία μας», είπε.

Ένα ιδιαίτερα δικαιολογημένο συναίσθημα, αλλά όχι και κατάλληλο για διαπραγματεύσεις με κάποιον όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είναι γνωστός για την αλλεργία του στις αντιρρήσεις και συνεπώς δεν είναι πάντα φιλικός προς τους πιο ανοιχτούς και ειλικρινείς κριτές. Ακόμα λιγότερο πιθανό είναι να εντυπωσιαστεί από έναν γλοιώδη και χειριστικό άτομο όπως ο Ζελένσκι, του οποίου η ειλικρίνεια είναι γνωστό ότι θυμίζει αυτήν ενός αμφιβόλου ηθικής πωλητή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων.

Αυτή η δημόσια σύγκρουση σηματοδοτεί ξεκάθαρα την αρχή του τέλους για τον Ζελένσκι, έναν άνθρωπο που πιστεύει εμμονικά ότι έχει μεγάλη σημασία στη διεθνή σκηνή. Για χρόνια είχε συνηθίσει να κολακεύεται από παντού. Πίστεψε ότι μπορούσε να πηγαίνει οπουδήποτε, να μπαίνει σε οποιοδήποτε κοινοβούλιο, γερουσία ή ακόμα και στο βρετανικό υπουργικό συμβούλιο, και να εκστομίζει ό,τι του ερχόταν στο μυαλό, εισπράττοντας χειροκροτήματα και επαίνους.

Αυτό του δημιούργησε μια παραφουσκωμένη αίσθηση ισχύος και αισθάνεται ότι μπορεί να απαιτεί από κυβερνήσεις ότι θέλει και να το παίρνει χωρίς αντίρρηση. Κατάφερε να αποσπάσει τεράστια ποσά χρημάτων, από τα οποία μεγάλα τμήματα έχουν καταλήξει στους τραπεζικούς λογαριασμούς διεφθαρμένων αξιωματούχων και ολιγαρχών.

Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί ο κ. Ζελένσκι επιθυμεί τόσο πολύ να συνεχίσει τον πόλεμο για τον οποίο ανταμείβεται με τέτοια γενναιοδωρία. Αλλά για εκατομμύρια Ουκρανούς που υποφέρουν αδικαιολόγητα σε έναν παράλογο πόλεμο, η μόνη «ανταμοιβή» είναι οι θάνατοι γιων, αδελφών και πατεράδων, η καταστροφή των σπιτιών τους και, τελικά, η καταστροφή της ίδιας της πατρίδας τους.

Ένας Αμερικανός απόστρατος αντισυνταγματάρχης είχε ρωτηθεί κάποτε αν ήταν δυνατόν οι Ρώσοι να χάσουν τον πόλεμο. Η απάντησή του ήταν λιτή: «Μόνο αν, ένα πρωινό, οι Ρώσοι ξυπνούσαν και είχαν ξεχάσει πώς να περπατάνε».

Η Ρωσία έχει κερδίσει. Και αυτό θα έχει σημαντικές συνέπειες. Η Ρωσία αναδεικνύεται τώρα ως μια σημαντική παγκόσμια δύναμη. Στο πρόσφατο παρελθόν, χαρακτηρίζαμε τη Ρωσία ως περιφερειακή δύναμη. Αυτός ο ορισμός τώρα φαίνεται να είναι εντελώς ανεπαρκής. Στην πραγματικότητα, είναι αμφίβολο αν ήταν σωστός ακόμα και πριν.

Η Ρωσία είναι ξεκάθαρα μια παγκόσμια δύναμη, πλάι στις ΗΠΑ και την Κίνα. Ο Τραμπ το έχει κατανοήσει και ενεργεί αναλόγως. Και τώρα, επιτέλους, τουλάχιστον κάποιοι από τους πιο ευφυείς αστούς σχεδιαστές στρατηγικής στην Ευρώπη το έχουν κατανοήσει κι αυτοί.

Οι Financial Times στις 26 Φεβρουαρίου του 2025 δημοσίευσαν ένα γοερό άρθρο του Μάρτιν Γουλφ, το οποίο είχε τον εντυπωσιακό τίτλο «Οι ΗΠΑ είναι πλέον ο εχθρός της Δύσης». Σε αυτό έγραφε: «Αυτές τις τελευταίες δύο εβδομάδες έγιναν δύο πράγματα σαφή. Το πρώτο είναι ότι οι ΗΠΑ αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τον ρόλο που ανέλαβαν στον κόσμο κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τον Τραμπ να έχει επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, αποφάσισαν αντ’ αυτού να γίνουν απλώς μια ακόμα μεγάλη δύναμη, αδιάφορη για οτιδήποτε πέρα από τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντά της, ιδιαίτερα τα υλικά συμφέροντά της».

Αυτή είναι μία σωστή διαπίστωση. Και ο Τραμπ έχει βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα. Φυσικά, σε οποιονδήποτε πόλεμο υπάρχουν πολλές ανατροπές και αλλαγές της τύχης στο πεδίο της μάχης, και αυτός ο πόλεμος δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Όμως, σε τελική ανάλυση, ο συσχετισμός δύναμης έγερνε κατά πολύ υπέρ της Ρωσίας. Ήταν πολύ ισχυρότερη για να μην επικρατήσει τελικά.

Πραγματικά αξιοσημείωτος σ’ αυτόν τον πόλεμο ήταν ο ρόλος των ΜΜΕ. Από την αρχή, οι σελίδες του δυτικού Τύπου ήταν γεμάτες με ρεπορτάζ για ουκρανικές νίκες και συντριπτικές ήττες για τη Ρωσία – μερικά αληθινά, πολλά ψευδή και όλα υπερβολικά διογκωμένα ώστε να δημιουργήσουν μια εντελώς πλαστή εντύπωση. Ρεαλιστική κάλυψη των πραγματικών γεγονότων στα πεδία των μαχών σχεδόν δεν υπήρχε.

Το δυτικό κοινό τροφοδοτούταν με συνεχείς μονόπλευρες και παραπλανητικές αναφορές, που κατασκευάζονταν στο Κίεβο. Αυτό συνεχίζεται ακόμα και τώρα, αν και ολοένα και περισσότερο μια αμυδρή αίσθηση της πραγματικότητας αρχίζει να διαπερνά το πυκνό πέπλο προπαγάνδας.

Μία από τις πιο συχνές διαβεβαιώσεις (που επαναλαμβάνεται ακόμα και σήμερα κατά καιρούς) ήταν ότι η ρωσική προέλαση ήταν τόσο αργή, με την κατάληψη αυτού ή εκείνου του χωριού, που ουσιαστικά ήταν αδιέξοδη. «Δεν μπορούν να καταλάβουν ούτε μία μεγάλη πόλη», ήταν το παραμύθι. Αλλά αυτή η αντίληψη αγνοεί το βασικό ζήτημα.

Πολύ νωρίς στον πόλεμο είχα παραθέσει ένα σημαντικό απόσπασμα από το διάσημο έργο του Κλαούζεβιτς «Περί Πολέμου», στο οποίο ο μεγάλος Πρώσος στρατηγός σημειώνει ότι ο σκοπός του πολέμου δεν είναι η κατάκτηση εδαφών ή πόλεων, αλλά η καταστροφή των δυνάμεων του εχθρού. Μόλις επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η νίκη είναι εξασφαλισμένη για ευνόητους λόγους.
Αυτή η στρατηγική ακολουθήθηκε από τον ρωσικό στρατό με καταστροφική συνέπεια. Οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν καταστραφεί σε τέτοιο βαθμό που η ανάκαμψη τους δεν είναι πλέον εφικτή. Οι Ρώσοι έχουν αποκτήσει μια συντριπτική υπεροχή, τόσο σε αριθμούς όσο και σε οπλισμό, γεγονός που καθιστά την αντίσταση των Ουκρανών όλο και πιο δύσκολη.

Έχουν εμφανιστεί άρθρα ακόμη και στα φιλοουκρανικά μέσα της Δύσης, που δείχνουν την κατάρρευση του ηθικού των Ουκρανών στρατιωτών στο μέτωπο. Υπάρχει κύμα λιποταξιών, ανταρσιών και άρνησης να πολεμήσουν για έναν σκοπό που είναι προφανώς χαμένος.

Οι Ουκρανοί στρατιώτες παραπονιούνται για έλλειψη όπλων, εξοπλισμού και πυρομαχικών. Αλλά το πιο σοβαρό πρόβλημα είναι η έλλειψη στρατιωτών. Ενώ στην αρχή του πολέμου οι άνδρες περίμεναν στις ουρές για να ενταχθούν στον στρατό, τώρα έχει γίνει σχεδόν αδύνατο να βρεις εθελοντές που να είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν.

Η ρωσική προέλαση συνεχίζεται αδιάκοπα προς τα σύνορα του Ντονμπάς και από εκεί προς τον ποταμό Δνείπερο. Εκεί θα είναι πολύ δύσκολο να τους εμποδίσει κάτι από το να προωθηθούν προς τα δυτικά. Ο πόλεμος θα έχει χαθεί τελειωτικά.

Αυτό είναι το αποφασιστικό στοιχείο στην εξίσωση, το οποίο καθορίζει όλα τα άλλα. Και ό,τι κι αν αποφασιστεί στη Δύση, τίποτα δεν μπορεί να γίνει πλέον για να αλλάξει το αποτέλεσμα. Από μια ορθολογική σκοπιά, η μόνη διέξοδος για τους Ουκρανούς θα ήταν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τους Ρώσους, με στόχο να σώσουν ό,τι σώζεται από τα συντρίμμια που προκάλεσε αυτή η εγκληματική και αχρείαστη πολεμική σύγκρουση.

Είναι μια σκληρή πραγματικότητα του πολέμου – μια πραγματικότητα που πρέπει όμως να γίνει αποδεκτή – ότι οι νικητές θα επιβάλουν τους όρους στους ηττημένους. Παρατείνοντας τον πόλεμο για πολύ μετά τη στιγμή που έχει χάσει κάθε νόημα, η κλίκα του Ζελένσκι δημιούργησε αυτή την κατάσταση. Είναι ένα αποτέλεσμα που οφείλεται εξ ολοκλήρου στις δικές τους ενέργειες.

Πρέπει τώρα να πιουν το πικρό ποτήρι και να αποδεχτούν όποιους όρους είναι διατεθειμένη να τους προσφέρει η Μόσχα. Συνεχίζοντας τον πόλεμο ακόμα και τώρα, όταν ξέρουν πολύ καλά ότι αυτό θα καταλήξει σε αποτυχία, το μόνο που θα πετύχουν είναι η αδικαιολόγητη σφαγή ενός μεγάλου αριθμού νέων ανδρών που θα επιδεινώσει περαιτέρω την τρομακτική δημογραφική καταστροφή της Ουκρανίας.

Το τελικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι ακόμα και η εξαφάνιση της Ουκρανίας ως εθνικό κράτος. Αυτή είναι η καταστροφική συνέπεια των ενεργειών του αντιδραστικού ουκρανικού εθνικισμού και των ιμπεριαλιστικών υποστηρικτών του. Και ωστόσο, υπάρχουν στη Δύση εκείνοι που θα συνεχίσουν να προσπαθούν να συνεχίσουν αυτή την παρανοϊκή σφαγή χωρίς τέλος. Αυτό μας φέρνει στους πολεμικούς στόχους των Ευρωπαίων.

Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές παίζουν έναν εγκληματικό ρόλο σε όλο αυτό το δράμα. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στις αρχές του 2022, μερικοί Ευρωπαίοι ηγέτες όπως ο Μακρόν και ο Όλαφ Σολτς ήταν ιδιαίτερα σκεπτικοί. Παρόλα αυτά, συντάχθηκαν με το σχέδιο του Μπάιντεν.

Άλλοι, ωστόσο, όπως ο Μπόρις Τζόνσον και οι ηγέτες των Σκανδιναβικών και των Βαλτικών χωρών, ήταν τόσο ενθουσιασμένοι που χοροπηδούσαν από χαρά στην προοπτική του πολέμου. Και όλοι τους ήταν απόλυτα πεπεισμένοι ότι η Ρωσία θα λύγιζε σύντομα απέναντι σε έναν συνδυασμό αμερικανικών όπλων και οικονομικών κυρώσεων.

Πλημμύρησαν την Ουκρανία με σύγχρονα όπλα. Κάθε ένα από αυτά παρουσιαζόταν ως κάτι που θα άλλαζε μεμιάς την πορεία του πολέμου. Αυτό αποδείχτηκε ένα κακόγουστο αστείο, αν και πρέπει να πούμε ότι πολλοί άνθρωποι εξαπατήθηκαν από αυτές τις ανοησίες. Όμως για οποιονδήποτε έχει μάτια για να δει, ήταν απόλυτα ξεκάθαρο από την αρχή: η Ουκρανία δεν μπορούσε ποτέ να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο. Ήταν φυσικά αδύνατο.

Αυτό καθιστά την αντίθεση των Ευρωπαίων στην πρόταση του Τραμπ για ειρηνευτικές συνομιλίες ακόμη πιο κυνική. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες και ο Ζελένσκι είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν την καταστροφή της Ουκρανίας και τη θυσία του λαού της, μόνο και μόνο για να δεσμεύσουν τον Τραμπ και τις ΗΠΑ στα δικά τους στενά συμφέροντα.

Από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και έπειτα, ο δυτικός κόσμος έχει βαδίσει από διπλωματική αποτυχία σε διπλωματική αποτυχία. Αρχικά, προσπάθησαν να παρηγορηθούν με την αυταπάτη ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο κακά όσο φαίνονταν. Σίγουρα, μόλις έμπαινε στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ θα άρχιζε να σκέφτεται λογικά. Κάτω από την πίεση της εχθρικής κοινής γνώμης (διάβαζε: του Δημοκρατικού Κόμματος) και του ελεύθερου Τύπου (διάβαζε: των ΜΜΕ των δισεκατομμυριούχων τα οποία ελέγχονται από το Δημοκρατικό Κόμμα και τους χρηματοδότες του) θα εγκατέλειπε τις ακραίες ιδέες του και θα ηρεμούσε, θα γινόταν ένας κανονικός αστός πολιτικός ηγέτης.

Αλλά μία-μία, αυτές οι αυταπάτες έσκασαν σαν σαπουνόφουσκες. Σιγά-σιγά, άρχισε να αποκαλύπτεται στο κατεστημένο της Ευρώπης και των ΗΠΑ το γεγονός ότι τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν με δραματικό τρόπο. Για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του αντιπροέδρου Βανς: «Υπάρχει νέος σερίφης στην πόλη!»

Αυτό αντανακλάται και στο άρθρο του Μάρτιν Γουλφ που αναφέραμε παραπάνω: «Ο υπουργός Άμυνας του Ντόναλντ Τραμπ, Πιτ Χέγκσεθ, (…) είπε στους Ευρωπαίους ότι τώρα είναι μόνοι τους. Η Αμερική τώρα πια ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα δικά της σύνορα και για την Κίνα. Συνοψίζοντας: “Η διασφάλιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας πρέπει να αποτελεί επιτακτικό καθήκον για τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ. Ως μέρος αυτού, η Ευρώπη πρέπει να παρέχει το βασικό μερίδιο κάθε μελλοντικής στρατιωτικής ή άλλης βοήθειας στην Ουκρανία”».

Αυτό που είδαμε στο Οβάλ Γραφείο δεν ήταν απλώς ένας έντονος καβγάς ανάμεσα σε δύο απρόβλεπτα άτομα. Ήταν η συντριβή ολόκληρης της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων που δημιουργήθηκε μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό έχει προκαλέσει συναγερμό στις κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη. Η δυτική συμμαχία καταρρέει γρήγορα μπροστά στα μάτια τους και οι ηγέτες της Ευρώπης τρέχουν να συμμαζέψουν τα κομμάτια.

Όλα δείχνουν τώρα ότι η παλιά τάξη πραγμάτων, σύμφωνα με την οποία η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ εγγυόταν την ασφάλεια της Ευρώπης, έχει χαθεί για πάντα. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει τώρα να συμφιλιωθούν με αυτή την άβολη πραγματικότητα και να μάθουν να ζουν με το γεγονός ότι, για τους Αμερικανούς, η Ευρώπη δεν είναι πια τόσο κεντρική για τα συμφέροντά τους όσο ήταν κάποτε.

Αυτό δεν είναι κάτι μικρό. Αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη αλλαγή σε ολόκληρο το οικοδόμημα των διεθνών σχέσεων. Και πολύ σοβαρές συνέπειες θα προκύψουν από αυτό το γεγονός. Ο Γουλφ λέει ότι οι ΗΠΑ δεν είναι πια σύμμαχος της Ευρώπης, είναι εχθρός τους. Το θέτει πολύ ωραία. Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι κάτι που ο Στάρμερ δεν καταλαβαίνει. Αυτός και ολόκληρη η πολιτική ελίτ της Βρετανίας ζουν στο παρελθόν. Πιστεύουν πραγματικά ότι η Βρετανία είναι ακόμα μια παγκόσμια δύναμη όπως ήταν πριν από εκατό χρόνια.

Αυτοί οι κύριοι και κυρίες είναι τόσο ανόητοι που δεν μπορούν να δουν ότι οι εκκλήσεις τους προς τον Τραμπ δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Όταν διαβάζουμε τι έχει πραγματικά έχει πει ο Τραμπ, γίνεται αμέσως φανερό ότι τόσο ο Στάρμερ όσο και ο Μακρόν επέστρεψαν με άδεια χέρια. Ο Τραμπ τους υποσχέθηκε ακριβώς το τίποτα – τουλάχιστον για το ουσιαστικό ζήτημα, που είναι οι αμερικανικές εγγυήσεις για μια λεγόμενη ευρωπαϊκή ειρηνευτική δύναμη στην Ουκρανία.

Ακόμα και τώρα, σε αυτή την τελευταία φάση, όταν όλοι ξέρουν ότι η Ουκρανία έχει χάσει τον πόλεμο, οι ανόητοι Ευρωπαίοι ηγέτες βρίσκονται σε κατάσταση άρνησης. Αμέσως μετά τη καταστροφική λογομαχία μεταξύ Τραμπ και Ζελένσκι, έσπευσαν να εκφράσουν την πλήρη στήριξή τους στον Ουκρανό πρόεδρο, προσκαλώντας τον σε μια λεγόμενη ειρηνευτική διάσκεψη στο Λονδίνο.

Τα αποτελέσματα της διάσκεψης ήταν αυτά που θα περίμενε κανείς: οι συνήθεις ανούσιες δηλώσεις αλληλεγγύης προς την Ουκρανία, συνοδευόμενες από προσφορές οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας που γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν μπορούν να τηρήσουν. Πάνω απ’ όλα, επαναλαμβάνουν την κενή ρητορική για τη λεγόμενη ευρωπαϊκή ειρηνευτική δύναμη, η οποία δήθεν θα οργανωθεί από μία «συμμαχία των προθύμων».

Δεν μπορούν ούτε καν να μιλήσουν εξ ονόματος της Ευρώπης, αφού η Ευρώπη δεν είναι ενωμένη σε αυτό το ζήτημα. Ούτε μπορούν να κάνουν το παραμικρό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση χωρίς τη συμμετοχή των Αμερικανών, οι οποίοι έχουν ξεκαθαρίσει ξανά και ξανά ότι δεν συμφωνούν. Παρ’ όλα αυτά, ο Στάρμερ επιμένει ότι σκοπεύει να επιστρέψει στην Ουάσινγκτον για να υποστηρίξει τη θέση του. Δεν είναι πιθανό να πετύχει κάτι, και τότε όλο αυτό το παραμύθι θα καταρρεύσει.

Για τα δικά τους στενά συμφέροντα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούν να παρατείνουν τον αιματηρό πόλεμο στην Ουκρανία και, αν είναι δυνατόν, να ωθήσουν τους Αμερικανούς να μπουν στη σύγκρουση. Υποκριτικά παρουσιάζονται ως «φίλοι» της Ουκρανίας, ενώ ακολουθούν μια πολιτική που είναι εξαιρετικά επιζήμια για τους Ουκρανούς και, σε τελική ανάλυση, χωρίς πραγματικό περιεχόμενο.

Παρ’ όλες τις παραφουσκωμένες υποσχέσεις που έδωσαν στο Κίεβο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν βρίσκονται σε θέση να παρέμβουν και να διαθέσουν τα τεράστια χρηματικά ποσά που απαιτούνται για να συνεχιστεί ο πόλεμος ούτε να καλύψουν το μεγάλο κενό που θα αφήσει μια αμερικανική αποχώρηση.

Ακόμα και αν συμφωνούσαν και παρείχαν όλα όσα προτείνουν – περισσότερα χρήματα, περισσότερα όπλα, «ειρηνευτική δύναμη» – πράγμα που δεν θα γίνει, αυτά δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν το αποτέλεσμα του πολέμου. Το πολύ πολύ, θα μπορούσαν να καθυστερήσουν το τελικό αποτέλεσμα για λίγους μήνες. Αυτό είναι όλο.

Συνεχίζοντας να τροφοδοτούν τις φρούδες ελπίδες των Ουκρανών για τεράστιες προμήθειες χρημάτων και όπλων για να συνεχιστεί ο πόλεμος, βοηθούν στο να ωθήσουν την Ουκρανία όλο και πιο κοντά στο χείλος του γκρεμού. Με «φίλους» σαν αυτούς, ο ουκρανικός λαός πραγματικά δεν χρειάζεται εχθρούς.

Άλαν Γουντς

Λονδίνο, 2 Μαρτίου 2025

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα