Μαρξισμός και τάξεις
Η αστική κοινωνιολογική σκέψη, και ιδίως η σύγχρονη μεταμοντέρνα της εκδοχή, έχει δημιουργήσει μεγάλη σύγχυση γύρω από το ζήτημα του τι είναι μια κοινωνική τάξη και ποιες είναι τελικά οι τάξεις στην σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτής της σύγχυσης, έχουμε αποσπασματικές, εκλεκτικιστικές, αφηρημένες ή ακόμα χειρότερα, καθαρά υποκειμενικές ερμηνείες για το ποιες είναι οι τάξεις και το ποιοι ανήκουν σε αυτές, σαν να μπορεί ένας άνθρωπος να προσδιορίζει εκείνος με υποκειμενικά κριτήρια σε ποια τάξη ανήκει, χωρίς την ύπαρξη αντικειμενικών στοιχείων τεκμηρίωσης.
Μέσα στο γενικό πλαίσιο αυτής της μη επιστημονικής μεθόδου προσέγγισης των τάξεων, η σύγχρονη αστική μόδα είναι το να κατατάσσεται μια πολύ μεγάλη και ταξικά ανομοιογενής ομάδα του πληθυσμού συλλήβδην στη «μεσαία τάξη». Αυτή η μόδα δεν είναι καθόλου αθώα. Αποτελεί ένα ιδεολογικό και πολιτικό όπλο που χρησιμοποιούν ύπουλα οι αστοί δημαγωγοί και οι ρεφορμιστές για να υπονομεύσουν την ταξική συνειδητοποίηση των εργατών και να θολώσουν τα αντικειμενικά όρια της εργατικής τάξης με τα μικρά και μεσαία αστικά στρώματα, προωθώντας τις ιδέες και τις πολιτικές της συνεργασίας των τάξεων. Γι’ αυτό, είναι ζωτική ανάγκη να έχουμε μια ξεκάθαρη κατανόηση για τη δική μας, επιστημονική, μαρξιστική ερμηνεία των τάξεων.
Ο Β. Ι. Λένιν, τον Ιούνιο του 1919 στο κείμενό του με τίτλο «Η Μεγάλη πρωτοβουλία» (Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», «Σύγχρονη Εποχή», τ. 39, σελ. 1-29 σε αναθεωρημένη μετάφραση σε αντιπαραβολή με την αγγλική έκδοση Collected Works, Τόμος 29, σελ. 408-34 ) διατύπωσε τον ακόλουθο, αξεπέραστα συμπυκνωμένο και ταυτόχρονα ολοκληρωμένο, ορισμό για τις τάξεις από τη σκοπιά του μαρξισμού: «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που διαφέρουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από τον ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, και συνεπώς, από το μέγεθος της μερίδας του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από τον τρόπο που την ιδιοποιούνται. Τάξεις είναι εκείνες οι ομάδες ανθρώπων, που η μία μπορεί να ιδιοποιείται την εργασία της άλλης χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ’ ένα καθορισμένο κοινωνικοοικονομικό σύστημα».
Ποια είναι όμως η γενική ταξική δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας; Στο ιδρυτικό κείμενο του επιστημονικού σοσιαλισμού, το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (εκδόσεις Μαρξιστική Φωνή, 2019, σελ. 24), ο Κ. Μαρξ και ο Φρ. Ένγκελς τόνιζαν: «Η εποχή μας, η εποχή της αστικής τάξης, διαθέτει, παρ’ όλα αυτά, αυτό το ξεχωριστό χαρακτηριστικό: έχει απλοποιήσει τους ταξικούς ανταγωνισμούς. Ολόκληρη η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις, οι οποίες βρίσκονται άμεσα αντιμέτωπες η μία με την άλλη: στην αστική τάξη και το προλεταριάτο.»
Πώς ορίζεται συγκεκριμένα η αστική τάξη και πώς το προλεταριάτο; Σε σημείωση του ο Ένγκελς στη βρετανική έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» του 1888 (περιλαμβάνεται στην προαναφερθείσα έκδοση, σελ. 47) έδωσε τον συνοπτικό ορισμό της αστικής τάξης: «Με τη λέξη αστική τάξη εννοούμε την τάξη των σύγχρονων καπιταλιστών, οι οποίοι είναι κάτοχοι των κοινωνικών μέσων παραγωγής και εκμεταλλεύονται μισθωτή εργασία.». Στην ίδια σημείωσή του ο Ένγκελς, έδωσε συνοπτικά και τον επιστημονικό ορισμό του προλεταριάτου ή αλλιώς της εργατικής τάξης: «Με τη λέξη προλεταριάτο εννοούμε την τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών, οι οποίοι επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν». Και μαζί με τον Μαρξ, στο κυρίως κείμενο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου συμπλήρωναν ότι οι προλετάριοι «ζουν μονάχα τόσο, όσο βρίσκουν δουλειά και βρίσκουν δουλειά όσο η δουλειά τους αυξάνει το κεφάλαιο» (εκδ. ΜΦ, σελ. 34).
Η ύπαρξη καπιταλιστών και εργατών δεν περιορίζεται μόνο στη σφαίρα της παραγωγής εμπορευμάτων. Επεκτείνεται και στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, δηλαδή στο εμπόριο, αλλά και στην κυκλοφορία του χρηματικού κεφαλαίου (βλ. τράπεζες). Όπως ο βιομήχανος είναι καπιταλιστής, το ίδιο καπιταλιστές είναι και ο έμπορος και ο τραπεζίτης, γιατί ιδιοποιούνται, με τη μορφή εμπορικού κέρδους ο πρώτος, και τόκου ο δεύτερος, ένα μέρος της υπεραξίας που παράχθηκε στη βιομηχανία. Αντίστοιχα, στην εργατική τάξη εντάσσονται, εκτός φυσικά από τους βιομηχανικούς εργάτες, και οι εργαζόμενοι στο εμπόριο και στις τράπεζες, λόγω του ότι η εργασία τους υπηρετεί την επιδίωξη των καπιταλιστών εμπόρων και των τραπεζιτών να αποσπάσουν κέρδος ως μερίδιο από την παραγόμενη στη βιομηχανία υπεραξία.
Σε σύγκριση με την εποχή που έζησαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς, οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης έχουν κυριαρχήσει σε περισσότερα πεδία της ζωής της κοινωνίας, όπως η ψυχαγωγία, η εκπαίδευση, η περίθαλψη και μια σειρά ακόμα υπηρεσίες.
Ενώ η εργατική τάξη είναι αντικειμενικά μια ενιαία κοινωνική δύναμη που στερείται ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και είναι αναγκασμένη να πουλάει την εργατική της δύναμη, αποτελείται από διάφορα ιδιαίτερα τμήματα: βιομηχανικό προλεταριάτο, εργάτες γης, προλεταριάτο του εμπορίου (εμποροϋπάλληλοι) και των υπηρεσιών, άνεργοι κ.λπ.
Ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις τις κοινωνίας υπάρχουν οι αποκαλούμενες «μεσαίες τάξεις» ή μικροαστοί: οι μικροί επιχειρηματίες που μόνιμα ή περιστασιακά απασχολούν και μισθωτούς, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, τα διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων ή κρατικών υπηρεσιών, οι αγρότες. Τα ενδιάμεσα αυτά κοινωνικά στρώματα, με επιστημονικούς, μαρξιστικούς όρους, δεν αποτελούν «τάξη», γιατί χαρακτηρίζονται από μια ποικιλία διαφορετικών συμφερόντων, εισοδημάτων και σχέσεων με τα μέσα παραγωγής, και σ’ έναν σημαντικό βαθμό, είναι είτε απομεινάρια προκαπιταλιστικών μορφών κοινωνίας (αγρότες), είτε προσωρινά προϊόντα μιας συγκεκριμένης βαθμίδας ανάπτυξης και οργάνωσης της καπιταλιστικής παραγωγής και των μορφών εξουσίας της άρχουσας, αστικής τάξης (διάφορα επιχειρηματικά και κρατικά στελέχη).
Σύμφωνα με τα λόγια του Λ. Τρότσκι, τους μικροαστούς τους χαρακτηρίζει «η οικονομική τους εξάρτηση και η κοινωνική τους ανομοιογένεια. Το ανώτερό τους στρώμα αγγίζει άμεσα τη μεγάλη μπουρζουαζία. Το κατώτερο στρώμα συγχέεται με το προλεταριάτο, ακόμα πέφτει και στην κατάσταση του κουρελοπρολεταριάτου» (Λ. Τρότσκι, «Που Βαδίζει η Γαλλία», εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, σελ. 18).
Φυσικά, το κοινωνικό στρώμα που είναι γνωστό ως «λούμπεν προλεταριάτο» (από τη γερμανική λέξη «Lumpen»), το οποίο περιλαμβάνει εξαθλιωμένα, ξεπεσμένα από το προλεταριάτο ή τα μικροαστικά στρώματα στοιχεία της κοινωνίας τα οποία φυτοζωούν στο περιθώριό της, αποτελεί ένα παθητικό υποπροϊόν της κρίσης και της τάσης αποσύνθεσης της ταξικής κοινωνίας, και δεν μπορεί με την επιστημονική, μαρξιστική έννοια του όρου να χαρακτηριστεί τάξη.
Τα αληθινά όρια και η διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης
Ορισμένοι διανοούμενοι, άμεσοι ή κρυφοί, «αριστεροί» ή μη, απολογητές του καπιταλισμού, εδώ και δεκαετίες μιλούν για τη συρρίκνωση ή ακόμα και το τέλος της εργατικής τάξης, στο πλαίσιο θεωριών που υποστηρίζουν ότι έχει συντελεστεί η μετάβαση σε μια «μετακαπιταλιστική» και «μεταβιομηχανική» κοινωνία, επικαλούμενοι την εισαγωγή νέων επιστημονικών και τεχνολογικών εφαρμογών στην παραγωγή (ενδεικτικά βλ. Αντρέ Γκορζ «Αντίο Προλεταριάτο», 1983 και Τζέρεμι Ρίφκιν «Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της», 1995).
Αυτοί ερμηνεύουν την κοινωνία με κριτήριο το τεχνολογικό επίπεδο των μέσων παραγωγής και όχι τις σχέσεις παραγωγής, και ταυτίζουν αυθαίρετα την έννοια της βιομηχανίας με τον κλάδο της μεταποίησης. Έτσι, υποστηρίζουν ότι στην εργατική τάξη ανήκουν μόνο όσοι εργάζονται ως χειρώνακτες ή γενικότερα όσοι εργάζονται στη μεταποίηση και όλα τα υπόλοιπα τμήματα της εργατικής τάξης τα εντάσσουν στα μεσαία στρώματα. Για το αυθαίρετό τους αφήγημα, αξιοποιούν τη σχετική στασιμότητα του ποσοστού της εργατικής τάξης που εργάζεται στη μεταποίηση ως ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού, και εκείνου της συνολικής συμβολής της μεταποίησης στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην καπιταλιστική Δύση.
Όμως σύμφωνα με την επιστημονική, μαρξιστική άποψη, στη βιομηχανία δεν εντάσσεται μόνο η μεταποίηση, αλλά κάθε τομέας της παραγωγής στον οποίο παράγεται αξία και υπεραξία. Έτσι, στη βιομηχανία δεν ανήκουν μόνο κλάδοι όπως η χαλυβουργία ή η αυτοκινητοβιομηχανία, αλλά και η πληροφορική, οι μεταφορές και οι τηλεπικοινωνίες, κλάδοι που οι αστοί οικονομολόγοι και στατιστικολόγοι συνήθως κατατάσσουν στις υπηρεσίες. Χαρακτηριστικά ο Μαρξ, στον δεύτερο τόμο του «Κεφαλαίου» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 53-54), εξηγεί ότι η έκταση της βιομηχανίας είναι σαφώς ευρύτερη από τον κλάδο της μεταποίησης, αναφέροντας το παράδειγμα της βιομηχανίας των μεταφορών. Γενικότερα λοιπόν, σήμερα μπορούμε να κάνουμε λόγο για βιομηχανία πληροφορικής και βιομηχανία τηλεπικοινωνιών, αφού εκεί υπάρχουν καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης μισθωτής εργασίας με σκοπό την παραγωγή υπεραξίας.
Τέλος, δεν έχουν λείψει και όσοι επιχείρησαν να συρρικνώσουν αυθαίρετα τα όρια της εργατικής τάξης, δήθεν από «μαρξιστική σκοπιά». Χαρακτηριστικός τους εκπρόσωπος υπήρξε ο Νίκος Πουλαντζάς, αριστερός «ευρω-κομμουνιστής» και θεωρητικός της σταλινικής ιδεολογικής παραφυάδας του λεγόμενου «Δομικού Μαρξισμού» (μαζί με τους Λ. Αλτουσέρ, Ε. Μπαλιμπάρ κ.α.). Σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο Πουλαντζάς συρρίκνωνε τα όρια της εργατικής τάξης και διεύρυνε τα όρια των μικροαστικών στρωμάτων, κατατάσσοντας σε αυτά την εργατική τάξη που εργάζεται στο εμπόριο, στις τράπεζες, στις υπηρεσίες και στο κράτος.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, ότι ο αληθινός μαρξισμός ουδέποτε υποστήριξε ότι όλα τα μισθωτά εργαζόμενα στρώματα της κοινωνίας ανήκουν στην εργατική τάξη. Υπάρχουν μισθωτά στρώματα που είναι σοβαρό λάθος να θεωρείται ότι εντάσσονται στην εργατική τάξη. Σύμφωνα με τον ορισμό του Λένιν για τις τάξεις τον οποίο προαναφέραμε, κριτήριο για τον προσδιορισμό της ταξικής θέσης μιας ομάδας ανθρώπων δεν είναι μόνο η σχέση τους με τα μέσα παραγωγής, αλλά επίσης και η θέση που κατέχει μέσα στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, καθώς επίσης το μέγεθος του εισοδήματος που καρπώνεται και από τον τρόπο που το ιδιοποιείται.
Έτσι, με βάση αυτά τα κριτήρια, τα μισθωτά αλλά διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων, παρότι δεν διαθέτουν ιδιοκτησία σε μέσα παραγωγής, λόγω του ρόλου που κατέχουν στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, δηλαδή λόγω της διευθυντικής τους θέσης, αλλά και λόγω του υψηλού μισθού τους, ο οποίος είναι πολλαπλάσιος από την τρέχουσα τιμή της εργατικής δύναμης και υποδηλώνει ότι αποτελεί στην πραγματικότητα ένα μέρος από το κέρδος των καπιταλιστών ιδιοκτητών, δεν ανήκουν στην εργατική τάξη και υπάγονται αντικειμενικά στην αστική τάξη. Το ίδιο ισχύει και για όσους εργάζονται με μισθό σε υψηλόβαθμες θέσεις του κρατικού μηχανισμού (δικαστές, αξιωματικοί του στρατού, τμηματάρχες κ.α.).
Επίσης, αυτονόητα, παρά τη μισθωτή και συχνά όχι υψηλά αμειβόμενη σχέση εργασίας του, το προσωπικό των δυνάμεων αστυνόμευσης και καταστολής του αστικού κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί τμήμα της εργατικής τάξης, καθώς αποτελεί από τη φύση του μια έμμισθη ομάδα που εναντιώνεται στα εργατικά συμφέροντα και δικαιώματα, στην υπηρεσία της αντίπαλης, εκμεταλλεύτριας τάξης.
Φυσικά, οι μαρξιστές δεν αρνούμαστε την ύπαρξη διαστρωμάτωσης στους κόλπους της εργατικής τάξης. Ένα πολύ υπονομευτικό στοιχείο μέσα στους κόλπους της εργατικής τάξης είναι η εμφάνιση της εργατικής αριστοκρατίας. Σύμφωνα με τον Λένιν, εργατική αριστοκρατία είναι το στρώμα των εργατών που εξαγοράζουν τα μονοπώλια με τα γιγαντιαία κέρδη που καρπώνονται από την κραταιά θέση τους στην εθνική και διεθνή αγορά. Στο έργο του με τίτλο «Ιμπεριαλισμός το Ανώτατο στάδιο του Καπιταλισμού», ο Λένιν την προσδιόριζε ως το στρώμα «που είναι πέρα για πέρα μικροαστικό ως προς τον τρόπο ζωής του, το μέγεθος των απολαβών του και την όλη κοσμοθεωρία του, το κύριο στήριγμα της Β΄ Διεθνούς και στις μέρες μας το κύριο κοινωνικό στήριγμα της αστικής τάξης» (Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Άπαντα, τ. 27, σελ. 314, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).
Όμως όταν αναφερόμαστε στο φαινόμενο της «εργατικής αριστοκρατίας», δεν εννοούμε απλά κάποιες μισθολογικές διαφορές μεταξύ των εργαζομένων, οι οποίες αντανακλούν διαφορές στην εκάστοτε τιμή της εργατικής δύναμης, όπως αυτή διαμορφώνεται σε διαφορετικούς κλάδους ή σε επιμέρους ομάδες εργατών, γυναίκες, μετανάστες κ.α. Εννοούμε την εξαγορά που προκύπτει από μια συστηματική παρέμβαση των μονοπωλίων και του αστικού κράτους με ειδικά προνόμια και διαδικασίες αλλοίωσης της ταξικής συνείδησης σε συγκεκριμένα τμήματα της εργατικής τάξης.
Έτσι, για παράδειγμα και στην Ελλάδα, είδαμε, την ανάπτυξη του φαινομένου της εργατικής αριστοκρατίας με επίκεντρο ορισμένα προνομιούχα τμήματα των εργατών στα κρατικά μονοπώλια όπως οι πρώην ΔΕΚΟ (ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΛΤΑ κ.ά.) αλλά και κάποιους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους. Το φαινόμενο αυτό γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη από τη δεκ. του 1980 και μετά, μέσω της διοχέτευσης χρήματος στα συνδικάτα από κοινοτικά προγράμματα, ανάμεσα στα οποία και προγράμματα «επιμόρφωσης» για συνδικαλιστικά στελέχη, αλλά και της συμπερίληψης συνδικαλιστών σε πληρωμένες θέσεις σε διάφορες κρατικές επιτροπές.
Ο επαναστατικός ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέφεραν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο σχετικά με τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης τα εξής: «Όλες οι προηγούμενες τάξεις που καταλάμβαναν την εξουσία, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τη θέση που κατέκτησαν, υποτάσσοντας όλη την κοινωνία στους δικούς τους όρους ιδιοποίησης. Οι προλετάριοι μπορούν να κατακτήσουν τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις μονάχα καταργώντας τον έως σήμερα δικό τους τρόπο ιδιοποίησης, και επομένως όλο τον έως τώρα τρόπο ιδιοποίησης. Οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα δικό τους να εξασφαλίσουν. Η αποστολή τους είναι να καταστρέψουν όλους τους καθιερωμένους τρόπους ατομικού πλουτισμού και ατομικής εξασφάλισης. Όλα τα προηγούμενα ιστορικά κινήματα ήταν κινήματα μειονοτήτων ή προς όφελος μειονοτήτων. Το προλεταριακό κίνημα είναι το συνειδητό, ανεξάρτητο κίνημα της τεράστιας πλειονότητας, προς όφελος της τεράστιας πλειονότητας. Το προλεταριάτο, το κατώτερο στρώμα της σημερινής κοινωνίας, δεν μπορεί να σηκωθεί, δεν μπορεί να ανυψωθεί χωρίς να τιναχτεί στον αέρα όλο το εποικοδόμημα των στρωμάτων που αποτελούν την επίσημη κοινωνία» (εκδ. ΜΦ, σελ. 41).
Η εργατική τάξη είναι η μόνη κοινωνική δύναμη που, ενώ δεν έχει ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, παράγει το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αποτελεί τη μοναδική τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας που μπορεί να ηγηθεί στη σοσιαλιστική επανάσταση με σκοπό την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, λόγω της θέσης της στο επίκεντρο της κοινωνικής παραγωγής, στη μοντέρνα βιομηχανία, της απασχόλησής της σε μαζικούς χώρους εργασίας, της συγκέντρωσής της στις σύγχρονες μεγάλες πόλεις, και των δυνατοτήτων συλλογικής οργάνωσης που αυτά τα χαρακτηριστικά της παρέχουν. Είναι η μόνη τάξη που αντικειμενικά, από τη σκοπιά της σημερινής της θέσης ως τάξη στην καπιταλιστική κοινωνία, έχει άμεσο συμφέρον από την εγκαθίδρυση κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Οι εργαζόμενοι μικροϊδιοκτήτες αγρότες και οι αυτοαπασχολούμενοι μικροαστοί και μικροεπαγγελματίες της πόλης, επειδή παλεύουν για να διατηρήσουν τη θέση τους μέσα στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας και να αποτρέψουν την προλεταριοποίησή τους, μόνο από την άποψη του μελλοντικού, δυνητικού τους περάσματος στο προλεταριάτο έχουν συμφέρον από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό το γεγονός, τους καθορίζει έναντι της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης μια στάση εν δυνάμει υποστηρικτή αλλά με οργανικές τάσεις ασυνέπειας και ταλαντεύσεων. Μόνο η αταλάντευτη πολιτική καθοδήγηση της εργατικής τάξης μπορεί και πρέπει να συνενώσει στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό τις ταλαντευόμενες καταπιεσμένες μάζες των μη προλεταριακών στρωμάτων.
Η εμπροσθοφυλακή της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης είναι η βιομηχανική εργατική τάξη. Ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραφε σχετικά με το βιομηχανικό προλεταριάτο ότι «..οι εργάτες των εργοστασίων, αυτοί οι πρωτότοκοι γιοι της βιομηχανικής επανάστασης, υπήρξαν από την αρχή ως τις μέρες μας ο πυρήνας του εργατικού κινήματος…» («Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», μέρος 1ο, εκδόσεις «Μπάιρον», σελ. 59).
Ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης ως ηγέτιδας δύναμης της σοσιαλιστικής επανάστασης, δεν καθορίζεται από το αριθμητικό της μέγεθος στο πλαίσιο μιας χώρας, αλλά από τη θέση της στο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής. Ο Λένιν έγραφε σχετικά με αυτό το ζήτημα τα ακόλουθα: «..Η δύναμη του προλεταριάτου σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ’ ό,τι το ποσοστό του προλεταριάτου στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει, γιατί το προλεταριάτο κυριαρχεί στα οικονομικά κέντρα και στα νευραλγικά σημεία ολόκληρου του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού, και γιατί το προλεταριάτο, οικονομικά και πολιτικά, εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα της τεράστιας πλειονότητας των εργαζομένων στον καπιταλισμό…» («Άπαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 40, σελ. 23).
Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας και η εργατική τάξη
Ωστόσο, εξετάζοντας την ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας, διαπιστώνουμε ότι και στην Ελλάδα ισχύει σήμερα ό,τι και στη συντριπτική πλειονότητα των καπιταλιστικών χωρών του πλανήτη: η εργατική τάξη είναι και από αριθμητική άποψη η ισχυρότερη κοινωνική δύναμη στον πληθυσμό.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (γ’ τρίμηνο 2024), και με υπολογισμούς που έγιναν σε συνδυασμό με τα σχετικά στοιχεία από τα αποτελέσματα της τελευταίας εθνικής απογραφής του 2021, αλλά και από την τελευταία διαθέσιμη έρευνα για την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας στη μελέτη «Το εργατικό ζήτημα: Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και η συνδικαλιστική της εκπροσώπηση» του Δ. Κατσορίδα (έκδοση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ το 2021), προκύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία για τη σημερινή ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας.
Καταρχάς, σε σύνολο 10.482.487 ατόμων που είναι ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας με βάση την πιο πρόσφατη απογραφή, ο αριθμός του εργατικού δυναμικού στη χώρα (ή αλλιώς του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού – ΟΕΠ) την 1/10/2024 ανερχόταν σε 4.752.300 άτομα, εκ των οποίων οι επίσημα καταγεγραμμένοι άνεργοι ήταν 428.400 άτομα. Ο αριθμός όσων δηλώθηκαν ως γενικά μισθωτοί ήταν κατά την ίδια πρόσφατη ημερομηνία 3.020.000 άτομα.
Σύμφωνα με τα κριτήρια των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν για το πώς ορίζονται οι τάξεις και το ποιος ανήκει στην εργατική τάξη που παραθέσαμε πιο πάνω, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι στην εργατική τάξη υπάγονται όλοι οι μισθωτοί που δεν κατέχουν δικά τους μέσα παραγωγής και κυκλοφορίας, που εργάζονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας προς το κεφάλαιο και το κράτος, που για να επιβιώνουν πρέπει να πουλούν την εργατική τους δύναμη, που το εισόδημα από τον μισθό τους βρίσκεται σε ύψος το οποίο δεν τους διαφοροποιεί αποφασιστικά από το γενικό επίπεδο διαβίωσης των μέσων εργαζόμενων μισθωτών, που δεν έχουν διευθυντικό ή ενδιάμεσο προνομιούχο ρόλο στην εποπτεία και την οργάνωση της εργασίας σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ή στο κράτος και που δεν συμμετέχουν στους κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Με βάση αυτά τα κριτήρια, πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι στην εργατική τάξη αντικειμενικά υπάγονται και όλοι οι κατώτεροι στην ιεραρχία μισθωτοί του στενού ή ευρύτερου (πρ. ΔΕΚΟ) κρατικού τομέα της οικονομίας. Με τα ίδια κριτήρια πρέπει να εξαιρέσουμε από την εργατική τάξη μόνο τις ακόλουθες ομάδες μισθωτών: μέλη των βουλευόμενων σωμάτων και ανώτερα διοικητικά στελέχη της κρατικής διοίκησης και των οργανισμών, διευθύνοντες και ανώτερα στελέχη μεγάλων κρατικών και ιδιωτικών επιχειρήσεων και οργανισμών, διευθύνοντες επιχειρηματίες και προϊστάμενοι κρατικών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων, επαγγελματίες επιχειρήσεων και διοίκησης, νομικοί (δικηγόροι, με εξαίρεση τους μισθωτούς, εισαγγελείς, δικαστές), κληρικοί, υψηλόβαθμοι λογιστές, ανώτεροι εκπαιδευτικοί της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, υψηλόβαθμα επιστημονικά, τεχνικά και τεχνολογικά στελέχη, χρηματιστές, απασχολούμενοι στα κρατικά σώματα ασφαλείας (αστυνομικοί, λιμενοφύλακες, δεσμοφύλακες) και στρατιωτικοί.
Σύμφωνα με έναν κατά προσέγγιση υπολογισμό από τις βασικές πηγές που προαναφέραμε, το σύνολο των μισθωτών στην Ελλάδα που δεν εντάσσονται στην εργατική τάξη ανέρχεται το πολύ σε 350.000 άτομα. Επομένως, μετά την αφαίρεσή τους, ο αριθμός των επίσημα απασχολούμενων ατόμων που ανήκουν στην εργατική τάξη ανέρχεται σε τουλάχιστον 2.670.000. Αν στον αριθμό των επίσημα απασχολούμενων που ανήκουν στην εργατική τάξη προσθέσουμε και τη μεγάλη πλειονότητα των επίσημα καταγεγραμμένων ανέργων που προέρχονται από την εργατική τάξη (περίπου 400.000 άτομα), αλλά και όσους απασχολούνται ως μισθωτοί αλλά αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών (επίσημα είναι περίπου 20.000 άτομα), τότε ο αριθμός της εργατικής τάξης φθάνει τουλάχιστον στα 3.090.000 άτομα, δηλαδή σε περίπου 65% του ΟΕΠ.
Όμως οφείλουμε να σημειώσουμε, ότι ο πραγματικός αριθμός της δύναμης της εργατικής τάξης, αντικειμενικά, είναι ακόμα μεγαλύτερος, καθώς θα πρέπει να συμπεριληφθεί σε αυτόν και ένα σημαντικό τμήμα του επίσημα «οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού» που στην πραγματικότητα εργάζεται, έστω περιστασιακά, σε αδήλωτη, «μαύρη» εργασία. Συνεπώς το αληθινό ποσοστό του της εργατικής τάξης στον ΟΕΠ ανέρχεται πιθανότατα σε 70%.
Σε σχέση με την αριθμητική δύναμη της βιομηχανικής εργατικής τάξης στην Ελλάδα, πρέπει να πούμε ότι εξαιτίας του ότι η αστική στατιστική λαθεμένα κατατάσσει στις υπηρεσίες τους εργαζόμενους σε κλάδους όπως η πληροφορική, οι επικοινωνίες και οι μεταφορές, αυτός είναι δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια (σημ: χρειάζεται μια πιο ενδελεχής και σε βάθος, ειδική έρευνα που ξεφεύγει από τις χρονικές δυνατότητες προετοιμασίας αυτού του κειμένου). Σύμφωνα με κατά προσέγγιση υπολογισμούς στη βάση σχετικών στοιχείων από τις προαναφερόμενες πηγές, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η βιομηχανική εργατική τάξη αριθμεί σήμερα στην Ελλάδα τουλάχιστον 700.000 άτομα.
Αν στους ανθρώπους που ανήκουν στην εργατική τάξη προσθέσουμε με έναν κατά προσέγγιση υπολογισμό και τα εξαρτώμενα μέλη των οικογενειών τους, καθώς και τους συνταξιούχους που προέρχονται από την εργατική τάξη (περίπου 2,47 εκατομμύρια άτομα είναι το σύνολο των συνταξιούχων στην Ελλάδα σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ενιαίου Συστήματος Ελέγχου και Πληρωμών Συντάξεων «ΗΛΙΟΣ»), τότε συμπεραίνουμε ότι η εργατική τάξη μαζί με τους απόμαχους της δουλειάς και τα εξαρτώμενα μέλη της, είναι η μεγάλη πλειονότητα του συνολικού πληθυσμού της ελληνικής κοινωνίας. Ανέρχεται σε πάνω από 7.000.000 άτομα και αντιπροσωπεύει ένα ποσοστό κοντά στο 70% του συνολικού πληθυσμού της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, οι εργοδότες που απασχολούν άτομα εκτός του εαυτού τους (312.000 άτομα), τα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη και συνολικά τα υψηλά αμειβόμενα μισθωτά, αλλά μη εργατικά στρώματα που εξαιρέσαμε από την εργατική τάξη (μίνιμουμ 118.900 άτομα), αθροίζουν μια μάζα μίνιμουμ περίπου 431.000 ανθρώπων. Αυτοί σε γενικές γραμμές συγκροτούν τη μεγάλη και (κυρίως) τη μεσαία αστική τάξη της Ελλάδας, και αποτελούν περίπου το 9% περίπου του ΟΕΠ. Μαζί με τα εξαρτώμενα μέλη των οικογενειών τους και τους συνταξιούχους που προέρχονται από αυτούς, καθώς και τους μη εργαζόμενους μεγάλους ή μεσαίους εισοδηματίες, ανέρχονται κοντά στο 1 εκατομμύριο ή το 9,5% του συνολικού πληθυσμού.
Τέλος, τα κατώτερα μικροαστικά στρώματα (αγρότες και άλλοι αυτοαπασχολούμενοι, καθώς και ένα τμήμα από τα μισθωτά μεν, αλλά μη εργατικά στρώματα που εξαιρέσαμε πιο πάνω από την εργατική τάξη) αθροίζουν μια μάζα μίνιμουμ περίπου 900.000-1.000.000 ανθρώπων, δηλαδή περίπου μίνιμουμ το 21% του ΟΕΠ και μαζί με τα εξαρτώμενα μέλη των οικογενειών τους και τους συνταξιούχους που προέρχονται από αυτούς, ανέρχονται σε μίνιμουμ 2 εκατομμύρια άτομα ή μίνιμουμ στο 20% του συνολικού πληθυσμού.
Τα στοιχεία αυτά, γελοιοποιούν τις αστικές και ρεφορμιστικές θεωρίες περί «εξαφάνισης», «συρρίκνωσης» ή «διάχυσης» της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη, όχι απλά υπάρχει, αλλά μεγαλώνει διαρκώς. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι 30 χρόνια πριν, το 1989, ο συνολικός αριθμός της εργατικής τάξης στην Ελλάδα προσέγγιζε μόλις το 1,5 εκατομμύριο! Αυτά τα στοιχεία φανερώνουν έναν συντριπτικό αντικειμενικό σημερινό συσχετισμό δύναμης στην κοινωνία υπέρ της εργατικής τάξης.
Η πιο αυθεντική και κορυφαία επιβεβαίωση αυτού του ευνοϊκού συσχετισμού δύναμης ήρθε με το αποτέλεσμα του προδομένου δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015, όπου το 61,3% του «Όχι», που ήταν 70% στις μεγάλες πόλεις, αποκάλυψε τη σύγχρονη δύναμη της εργατικής τάξης και έτσι, φανέρωσε και τα τεράστια περιθώρια υποστήριξης που μπορεί να συγκεντρώσει μέσα στην ελληνική κοινωνία ένα μαζικό επαναστατικό εργατικό κόμμα.