Χθες, ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα, έλαβα ένα τηλεφώνημα από το Μεξικό με νέα που με επηρέασαν βαθιά. Με ενημέρωσαν ότι ο παλιός μου φίλος και σύντροφος Εστέμπαν Βολκόφ δεν υπάρχει πια. Αν και δεν μπορώ να πω ότι αυτή η είδηση ήταν εντελώς απροσδόκητη, καθώς ο Εστέμπαν είχε συμπληρώσει τα 97 του χρόνια τον Μάρτιο, εντούτοις με γέμισε με μια βαθιά αίσθηση ανεπανόρθωτης απώλειας, όχι μόνο ενός πολύ αγαπημένου φίλου, αλλά και του τελευταίου συγγενή ενός από τους μεγαλύτερους επαναστάτες όλων των εποχών, του Λέον Τρότσκι.
Πρέπει να ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι δεν είμαι συναισθηματικός άνθρωπος, ούτε πιστεύω σε εικονίσματα, είτε θρησκευτικού, είτε πολιτικού είδους. Τούτου λεχθέντος, πρέπει να δεχτεί κανείς ως γεγονός ότι τα σύμβολα παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή γενικά, αλλά και στην πολιτική.
Ο Εστέμπαν Βολκόφ ήταν ένα σημαντικό ζωντανό σύμβολο – το σύμβολο μιας ολόκληρης επαναστατικής εποχής, μιας ηρωικής περιόδου, γεμάτης θριάμβους και τραγωδίες, που επηρέασαν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Και ίσως πουθενά δεν ήταν πιο εμφανές αυτό το γεγονός όσο στην οικογένεια του Λέον Τρότσκι και του Εστέμπαν Βολκόφ.
Γνωρίζω τον Εστέμπαν για μια περίοδο περίπου 34 ετών. Η πρώτη μας συνάντηση ήταν το έτος 1989 στην Πόλη του Μεξικού και σηματοδότησε την αρχή μιας βαθιάς και διαρκούς φιλίας, βασισμένης όχι μόνο σε προσωπικές σχέσεις, αλλά κυρίως σε μια θεμελιώδη πολιτική αλληλεγγύη.
Η πρώτη μου εντύπωση για τον Εστέμπαν ως άτομο ήταν ότι ήταν πολύ φιλικός και ευγενικός χαρακτήρας. Είχε έτοιμο ένα αστείο, χαμογελώντας πάντα. Όμως από την αρχή παρατήρησα κάτι που μου έκανε βαθιά εντύπωση. Είχε μπλε μάτια, ένα πολύ ρωσικό χαρακτηριστικό, αλλά έμοιαζε κάπου πίσω από αυτά τα χαμογελαστά μάτια να κρύβεται μια βαθιά αίσθηση μελαγχολίας από μια έντονη ταλαιπωρία, η οποία ήταν εμφανής, παρ’ όλο που σαφώς δεν σκόπευε ποτέ να τη δείξει.
Ο λόγος γι’ αυτό έγινε σύντομα σαφής σε μένα. Μου είπε, όταν ήταν στα 60 του χρόνια και το επανέλαβε αυτό πολλές φορές: «Είμαι το μέλος της οικογένειάς μου που έχει ζήσει περισσότερο από όλα τα άλλα!». Αυτά τα λόγια ήταν πολύ αληθινά. Αλλά πριν ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα (το οποίο μπορώ να σκιαγραφήσω μόνο πολύ χονδρικά λόγω φυσικών περιορισμών, τους οποίους θα εξηγήσω) πρέπει να σας πω γιατί το όνομά του είναι Βολκώφ και όχι Μπρονστάιν ή Τρότσκι.
Δεν έφερε το όνομα του ένδοξου παππού του. Αλλά και το όνομα του ίδιου του Τρότσκι είχε έναν εντελώς τυχαίο χαρακτήρα, καθώς το πήρε από έναν από τους δεσμοφύλακες του στην εποχή του τσαρισμού και χρησιμοποιήθηκε ως ψευδώνυμο για τους σκοπούς της δράσης στην παρανομία.
Ο Τρότσκι παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος του γάμος έγινε στη Σιβηρία, όπου εξορίστηκε τα πρώτα επαναστατικά του χρόνια. Αυτός ο γάμος είχε ως αποτέλεσμα δύο κόρες, η μία από τις οποίες, η Ζηναΐδα, ήταν η μητέρα του Βολκόφ. Ο πατέρας του, Πλάτων Βολκόφ, ήταν ενεργός μπολσεβίκος επαναστάτης που συνελήφθη από τον Στάλιν για τη συμμετοχή του στην Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκι τη δεκαετία του 1920. Εξαφανίστηκε στα γκουλάγκ του Στάλιν, όπου αργότερα δολοφονήθηκε.
Έμαθα από τον Εστέμπαν (του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Βσιεβόλοντ ή Σιέβα Βολκόφ) ότι δεν είχε καμία απολύτως ανάμνηση από τον πατέρα του. Μόνο πολλά χρόνια αργότερα, είδα μια παλιά θολή φωτογραφία του Πλάτωνα Βολκόφ που κάποιος είχε στείλει στο Μουσείο Τρότσκι στο Μεξικό. Απ’ όσο γνωρίζω, αυτή η ξεθωριασμένη φωτογραφία ήταν η τελευταία απόδειξη της ύπαρξής του.
Το 1927, ο Στάλιν διέταξε τη διαγραφή του από το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα και την εξορία του, πρώτα στην Άλμα Άτα του Καζακστάν και μετά στην Τουρκία, όπου εγκαταστάθηκε στο νησί Πρίγκηπος. Όταν η μητέρα του Εστεμπάν, Ζηναΐδα ζήτησε άδεια να επισκεφτεί τον Τρότσκι στην Πρίγκηπο, της δόθηκε άδεια, αλλά ο Στάλιν της επέτρεψε να πάρει μαζί της μόνο τον μικρό της γιο Σιέβα, αφήνοντας πίσω τη μικρή της κόρη που ήταν ακόμη μωρό, ενώ ο σύζυγός της παρέμεινε στη φυλακή. Αλλά μόλις η Ζηναΐδα έφυγε από τη χώρα, ο Στάλιν διέταξε να ακυρωθεί η σοβιετική της υπηκοότητα. Αυτό ήταν ένα καταστροφικό χτύπημα σ’ έναν άνθρωπο που υπέφερε ήδη από σοβαρό ψυχικό τραύμα και σφράγισε τη μοίρα της. Ο Τρότσκι την έστειλε στο Βερολίνο για να λάβει θεραπεία από έναν γιατρό που ασκούσε το νέο πεδίο της ψυχανάλυσης. Όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Υπέκυψε στην κατάθλιψη και αυτοκτόνησε, βάζοντας το κεφάλι της σε φούρνο αερίου. Ο Σίεβα έμεινε έτσι χωρίς γονιό σε μια ξένη χώρα, η οποία επιπλέον είχε κατακλυστεί από την φαιά παλίρροια του ναζισμού: μια τρομακτική προοπτική για κάθε παιδί.
Ο Τρότσκι είχε δύο γιους από τον δεύτερο γάμο του με τη Ναταλία Σέντοβα. Ο νεότερος ήταν ο Σεργκέι, ο οποίος επέλεξε να παραμείνει στη Σοβιετική Ένωση και, επειδή δεν ήταν πολιτικά ενεργός, θεωρήθηκε ασφαλής. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Η σαδιστική δίψα του Στάλιν για εκδίκηση καλυπτόταν όχι μόνο με εκδίκηση ενάντια στους άμεσους εχθρούς του, αλλά και σε ολόκληρες τις οικογένειές τους. Ο Σεργκέι συνελήφθη και δολοφονήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αλλά αυτό ήρθε αργότερα.
Την εποχή της εξορίας στην Πρίγκηπο, ο Λέον Σεντόφ, ο μεγαλύτερος γιος του Τρότσκι, ήταν ενεργός στην ηγεσία της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης στο Βερολίνο. Μετά τη νίκη του Χίτλερ, μετακόμισε στο Παρίσι για να ιδρύσει ένα κέντρο της Διεθνούς στην πόλη αυτή, παίρνοντας μαζί του τον μικρό Σίεβα.
Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο στον Εστέμπαν Βολκόφ ήταν η ακαταμάχητη φύση του χαρακτήρα του. Οι δοκιμασίες και τα βάσανα της νεανικής του ζωής θα ήταν περισσότερο από αρκετά για να καταστρέψουν ψυχολογικά οποιοδήποτε παιδί. Αλλά όχι τον Εστέμπαν Βολκόφ. Συχνά, μου διηγούταν με μεγάλη χαρά τις αναμνήσεις της διαμονής του στο Παρίσι, όπου περιπλανήθηκε ελεύθερα, εξερευνώντας και ζώντας μικρές περιπέτειες στις όχθες του Σηκουάνα. Αλλά αυτές οι απολαύσεις δεν επρόκειτο να διαρκέσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο μακρύς βραχίονας της GPU επεκτάθηκε στο Παρίσι και πολύ πιο πέρα. Ο Λέον Σεντόφ δολοφονήθηκε, ενώ ανάρρωνε από μια απλή εγχείρηση στο νοσοκομείο. Για άλλη μια φορά, ο Εστέμπαν Βολκώφ έμεινε ουσιαστικά ορφανός.
Ένα άλλο τραύμα ξεκίνησε όταν η γυναίκα σύντροφος του Λέον Σεντόφ, ένα εξαιρετικά ανισόρροπο άτομο, διεκδίκησε την επιμέλεια του παιδιού και αμφισβήτησε σθεναρά τις προσπάθειες του παππού του να το φέρει στο Μεξικό, τη μόνη χώρα που είχε επιτρέψει στον Τρότσκι τη διαμονή. Στο τέλος, ο Τρότσκι κέρδισε την υπόθεσή και ο Σιέβα Βολκόφ αφέθηκε να φύγει για να συναντήσει τον παππού του στο Κογιοακάν, στα περίχωρα της Πόλης του Μεξικού.
Παρεμπιπτόντως, υπάρχει μια πολύ συγκινητική επιστολή που έγραψε ο Τρότσκι στον Σιέβα εκείνη την εποχή, παρακαλώντας τον να μην ξεχάσει τη ρωσική γλώσσα. Ο παππούς του υποστήριξε ότι ο Σίεβα είχε μια μικρή αδερφή στη Ρωσία, και αργά ή γρήγορα, μπορεί να τη συναντούσε ξανά. Επομένως θα έπρεπε να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της.
Πράγματι, η μητέρα της Ζηναΐδας, Αλεξάντρα Σοκολόφσκαγια, είχε συλληφθεί από τον Στάλιν και είχε σταλεί σ’ ένα γκουλάγκ όπου και πέθανε. Η μικρή αδερφή του Εστέμπαν εξαφανίστηκε και για πολύ καιρό εικαζόταν ότι ήταν νεκρή. Πολλά χρόνια αργότερα όμως, μέσα από τις έρευνες του Γάλλου τροτσκιστή Πιερ Μπρουέ, βρέθηκε ζωντανή στη Μόσχα και στα χρόνια του Γκορμπατσόφ, ο Εστέμπαν μπόρεσε να την επισκεφτεί. Αλλά αυτή είναι μια τραγική συνάντηση, για δύο λόγους. Πρώτον, όπως είχε προβλέψει ο Τρότσκι, δεν ήταν σε θέση να επικοινωνήσουν μεταξύ τους σε μια γλώσσα που μπορούσαν να καταλάβουν και οι δύο. Επιπλέον, βρισκόταν στα τελευταία στάδια του καρκίνου και πέθανε λίγο αργότερα.
Για ένα μικρό διάστημα στο Κογιοακάν, ο Σιέβα ανακάλυψε για πρώτη φορά τις χαρές μιας οικογενειακής ζωής. «Ήταν σαν μια μικρή οικογένεια», έλεγε. Ο παππούς του τον αντιμετώπιζε με όλη τη φροντίδα, την προσοχή και την αγάπη που του έλειπε. Η αφήγηση του για την καλοσύνη και την αγάπη του Τρότσκι αποκαλύπτει το ψέμα της συχνά επαναλαμβανόμενης συκοφαντίας ότι ο Τρότσκι ήταν ένας σκληρόκαρδος τύραννος. Δεν θα πω περισσότερα για το θέμα τώρα, καθώς έχω ασχοληθεί στο παρελθόν και αναμφίβολα θα ασχοληθώ ξανά.
Αυτή η ειδυλλιακή περίοδος στο Κογιοακάν ήταν σαν ένα ήσυχο λιμάνι ανάμεσα σε δύο τρομερές καταιγίδες. Και το πιο τρομερό δεν είχε έρθει ακόμα. Η GPU έκανε δύο επιθέσεις στο σπίτι του Τρότσκι. Στην πρώτη, ο Εστέμπαν τραυματίστηκε στο πόδι από αδέσποτη σφαίρα. Η επίθεση απέτυχε στον στόχο της. Αλλά αυτός επιτεύχθηκε λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1940. Ο Εστέμπαν ήταν μόλις 14 ετών.
Δεν θα επαναλάβω όσα ειπώθηκαν γι’ αυτό το αιματηρό γεγονός. Έχει αναφερθεί πολλές φορές από τον ίδιο τον Εστέμπαν Βολκόφ, αλλά κάθε φορά παρατήρησα και ένα καινούριο πράγμα: όταν ο Εστέμπαν επαναλάμβανε αυτή την ιστορία, φαινόταν να ξαναζούσε τα γεγονότα εκείνης της τρομερής ημέρας, σαν να είχαν συμβεί μόλις χθες.
Δεν έχω καμία αμφιβολία, ότι όταν ο Στάλιν άκουγε την είδηση της επιτυχημένης δολοφονίας θα ήταν πολύ χαρούμενος. Θα είχε πει «η αποστολή ολοκληρώθηκε». Ωστόσο, έκανε λάθος. Δεν είναι δύσκολο να βάλεις τέλος στη ζωή ενός άνδρα ή μιας γυναίκας. Είμαστε πολύ αδύναμα όντα και οτιδήποτε μπορεί να μας σκοτώσει: ένα μαχαίρι, μια σφαίρα ή ένας παγοκόφτης. Αλλά είναι αδύνατο να σκοτώσεις μια ιδέα της οποίας έχει έρθει ο καιρός!
Ο αγώνας που άρχισε ο Τρότσκι για να υπερασπιστεί την κληρονομιά του Λένιν και την Οκτωβριανή Επανάσταση δεν τελείωσε με τη δολοφονία του. Συνεχίστηκε και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Και ένας πολύ σημαντικός ρόλος σ’ αυτόν τον αγώνα ήταν εκείνος του Εστέμπαν Βολκόφ, ο οποίος αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην υπεράσπιση των ιδεών του Τρότσκι και αυτού που συνήθιζε να αποκαλεί «ιστορική μνήμη». Η πιο ξεκάθαρη έκφραση αυτού ήταν η ακούραστη δουλειά του για την ίδρυση και την υπεράσπιση του Μουσείου του Σπιτιού Τρότσκι στο Κογιοακάν, το οποίο αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς για το κίνημά μας διεθνώς.
Το έργο του στο Μουσείο συνεχίζεται πιστά από την Γκαμπριέλα Περέθ Νοριέγκα, το πρόσωπο που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο έχει φροντίσει τον Εστέμπαν Βολκώφ στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ο θάνατος του Εστέμπαν Βολκόφ σηματοδοτεί τον χαμό του τελευταίου φυσικού κρίκου με τον Λέον Τρότσκι. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει και το τέλος του αγώνα που ξεκίνησε ο Τρότσκι και στη συνέχιση του συνέβαλε πολύ ο Εστέμπαν Βολκόφ. Τα μέλη της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης είμαστε οι συνεχιστές αυτής της μεγάλης επαναστατικής παράδοσης και δεσμευόμαστε, πάνω από τον τάφο του Εστέμπαν Βολκώφ, να συνεχίσουμε αυτόν τον αγώνα μέχρι το τέλος!
Είναι λυπηρό που έλαβα αυτή τη θλιβερή είδηση ενώ βρισκόμουν σ’ ένα σπίτι σε ένα μικρό χωριό στη νότια Ισπανία, όπου μου λείπουν τα πιο στοιχειώδη μέσα για να γράψω κάτι επαρκώς στοιχειοθετημένο. Δεν έχω στη διάθεσή μου ούτε υπολογιστή, ούτε σημειώσεις για τη ζωή και το έργο του Εστέμπαν Βολκόφ. Αυτά παραμένουν σ’ ένα συρτάρι στο γραφείο μου στο Λονδίνο. Είμαι ευγνώμων για τη βοήθεια ενός συντρόφου που είχε την υπομονή να γράψει τα λόγια μου που υπαγορεύτηκαν από το τηλέφωνο. Αλλά υπόσχομαι ότι μόλις επιστρέψω στο Λονδίνο, θα γράψω κάτι που να δικαιώνει τη μνήμη του αγαπημένου μου φίλου και συντρόφου Σιέβα Βολκόφ.
Εν τω μεταξύ, αφήνω την τελευταία λέξη σ’ έναν Έλληνα ποιητή που εκφράζει τα συναισθήματά μου σ’ αυτή τη θλιβερή στιγμή, πολύ πιο αποτελεσματικά από οτιδήποτε άλλο θα μπορούσα να γράψω:
Μου είπε κάποιος, Ηράκλειτε, τον θάνατο σου
και με πήραν τα δάκρυα· θυμήθηκα πόσες φορές οι δυο μας
βασιλέψαμε τον ήλιο διαλεγόμενοι. Εσύ ωστόσο,
φίλε από την Αλικαρνασσό, πάει καιρός που έχεις γίνει στάχτη.
Όμως τα δικά σου αηδόνια ζουν· ο Άδης,
που αρπάζει τα πάντα, δεν θα τ᾽ αγγίξει.
Καλλίμαχος, «Επιτύμβιο για τον Ηράκλειτο τον Αλικαρνασσέα»
Άλαν Γουντς