Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΤαϊλάνδη: επανάσταση και αντεπανάσταση

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ταϊλάνδη: επανάσταση και αντεπανάσταση

Οι δρόμοι της Μπανγκόνκ τους τελευταίους δυο μήνες είχαν κυριευθεί από τις φλόγες, καθώς τους είχαν καταλάβει αγανακτισμένα πλήθη, αποτελούμενα κυρίως από καταπιεσμένα και σκληρά εκμεταλλευόμενα στρώματα της κοινωνίας της Ταϊλάνδης, χωρικούς, νέους και απλούς εργαζόμενους. Αρχικό αίτημά τους ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης και η άμεση κήρυξη εκλογών – ένα βασικό δημοκρατικό αίτημα – αφού η άνοδος στην εξουσία της κυβέρνησης του Αμπχισίτ Βετζατζίβα ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς δικαστικών πραξικοπημάτων με αφετηρία το στρατιωτικό πραξικόπημα του 2006. Το μαζικό αυτό κίνημα διαμαρτυρίας καθοδηγήθηκε από την οργάνωση «Δημοκρατική Συμμαχία Εναντίον της Δικτατορίας», η οποία είναι γνωστή και ως τα «Κόκκινα πουκάμισα». Πρόκειται για μια χαλαρή πολιτική συμμαχία με σημείο αναφοράς τον εξόριστο πρώην πρωθυπουργό Τάκσιν Σιναουάτρα.

Εφόσον οι μάζες τέθηκαν σε κίνηση, το κίνημα άρχισε να παρουσιάζει μια διαφορετική δυναμική και απέκτησε ταξικό χαρακτήρα. Οι διαδηλωτές πλέον εξέφραζαν την αγανάκτησή τους όχι μόνο για τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά και για την γενική εξαθλίωση που υπάρχει στη χώρα. Το αίτημα της επιστροφής του πρώην πρωθυπουργού σταδιακά ξεθώριασε και η διαμάχη ανάμεσα σε υποστηρικτές μεταξύ δυο πολιτικών προσώπων, μετατράπηκε σε διαμάχη μεταξύ πλούσιων και φτωχών, μετατράπηκε σε ταξική πάλη.

Δυστυχώς η ηγεσία των «κόκκινων πουκάμισων» δεν είχε την ίδια αποφασιστικότητα και διάθεση για πάλη που χαρακτήριζε τους απλούς διαδηλωτές, που το μόνο που είχαν να χάσουν ήταν η ίδια η ζωή τους. Αποτελούμενη κυρίως από μικροαστούς διανοούμενους, η ηγεσία απλώς επιθυμούσε να ασκήσει πίεση μέσω του μαζικού αυτού κινήματος για περισσότερη δημοκρατία και λιγότερο στρατιωτικό παρεμβατισμό στα πολιτικά δρώμενα. Δεν αντιλήφθηκε ότι ξαφνικά βρέθηκε να ηγείται ενός ζωντανού μαζικού επαναστατικού κινήματος με δική του πλέον βούληση, ενώ αυτή αναζητούσε διαρκώς λύσεις συμβιβασμού με την κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση Αμπχισίτ που εκφράζει γνήσια την άρχουσα τάξη, την αντιδραστική μοναρχία και το στρατό, είχε αντιληφθεί από νωρίς τον ανερχόμενο κίνδυνο. Στην αρχή σαστισμένη από το πλήθος και την αποφασιστικότητα των αγανακτισμένων μαζών κατέφυγε σε διαπραγματεύσεις με την ηγεσία των «κόκκινων πουκάμισων», προσφέροντάς τους την προκήρυξη εκλογών τον Νοέμβρη. Οι διαδηλωτές αρνήθηκαν το συμβιβασμό, απαιτώντας τον άμεσο καθορισμό ημερομηνίας διάλυσης του κοινοβουλίου, διότι είχαν συνειδητοποιήσει ότι σε περίπτωση ενός μελλοντικού μη “αρεστού” για την κυβέρνηση εκλογικού αποτελέσματος, δεν υπήρχε καμία εγγύηση πως η άρχουσα τάξη δε θα κατέφευγε πάλι σε χρήση του στρατού ή δικαστικών μηχανορραφιών για να ορίσει κυβέρνηση της αρεσκείας της.

Η ατμόσφαιρα στους δρόμους της πρωτεύουσας έγινε πλέον εκρηκτική, με τις οδομαχίες και τις συγκρούσεις να επεκτείνονται και σε άλλες περιοχές τις πρωτεύουσας. Η κατάσταση είχε φθάσει σε ένα σημείο καμπής: ή το κίνημα θα προχωρούσε σε κήρυξη γενικής απεργίας και στη συνέχεια θα στην κατάληψη της εξουσίας ή θα πνιγόταν η εξέγερση στο αίμα. Η αντίληψη όμως της ηγεσίας ήταν εκτός πραγματικότητας και αναζητούσε με κάθε ευκαιρία να καταφύγει σε διαπραγματεύσεις υπό την παρουσία απεσταλμένων των Ηνωμένων Εθνών! Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι σε μια ταξική πάλη δεν μπορεί να υπάρξει διαιτητής, ότι στο τέλος μία θα είναι η νικήτρια τάξη και πως δεν υπάρχει ενδιάμεση λύση.

Η πρωτοβουλία των κινήσεων πέρασε πλέον στις δυνάμεις τις αντεπανάστασης. Έχοντας μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για την κατάσταση, η κυβέρνηση ετοιμάστηκε για να καταπνίξει την εξέγερση. Από τη μία κέρδιζε χρόνο παίζοντας το παιχνίδι των διαπραγματεύσεων και από την άλλη προετοίμαζε το έδαφος για μια αιματηρή τελική λύση. Παρόλα αυτά η άρχουσα τάξη φοβόταν μια ολομέτωπη επίθεση του στρατού με τους διαδηλωτές. Οι κληρωτοί στρατιώτες, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από φτωχές οικογένειες της επαρχίας, διστάζουν στην ιδέα να ανοίξουν πυρ σε άοπλο πλήθος και η συνοχή του στρατού κάτω από τέτοιες έκρυθμες συνθήκες δε μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Γι’ αυτό το λόγο ο ρόλος του στρατού στην αρχή περιορίστηκε στον αποκλεισμό της κατασκήνωσης των διαδηλωτών με οδοφράγματα και συρματοπλέγματα ώστε να αποκοπούν οι γραμμές ανεφοδιασμού. Για πιο «αποτελεσματικές» τακτικές επιλέχθηκε η χρήση επαγγελματιών ελεύθερων σκοπευτών οι οποίοι είχαν ακροβολιστεί σε κτίρια γύρω από το  χώρο των διαδηλώσεων.

Πλέον οι διαδηλωτές ήταν σε κατάσταση πολιορκίας. Η χρήση βίας σταδιακά αυξανόταν. Στις 10 Απριλίου 25 διαδηλωτές έπεσαν νεκροί ενώ στις 13 Μαΐου ο πρώην στρατηγός  και υποστηρικτής των «κόκκινων πουκάμισων» Κατίγια Σαβασντιπόλ σκοτώθηκε από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή. Ο αριθμός των νεκρών ανέβηκε στους 67, ενώ δεκάδες ήταν οι τραυματίες. Η κυβέρνηση χαρακτήριζε ως τρομοκράτες και “εχθρούς” της πατρίδας τους υπεύθυνους για τις αναταραχές και καλούσε τους “απλούς” πολίτες να αποχωρήσουν ειρηνικά, διότι δεν μπορούσε να εγγυηθεί για την ασφάλεια τους.  Όμως αυτοί οι “απλοί” πολίτες επέλεξαν να μην κάνουν ούτε ένα βήμα πίσω δείχνοντας απίστευτο ηρωισμό και αποφασιστικότητα παρόλο που γνώριζαν ότι ο θάνατος ήταν τόσο κοντά.

Προς απογοήτευση όμως  των αγωνιστών η ηγεσία ξαφνικά επέλεξε να παραδοθεί στις αρχές με το πρόσχημα ότι δεν άντεχε στην ιδέα άλλων θανάτων, δίνοντας ένα άδοξο τέλος στις κινητοποιήσεις.  Μπορεί ο πρώτος γύρος του ταξικού αυτού αγώνα να κατέληξε σε ήττα, όμως η Ταϊλάνδη δεν θα είναι ποτέ η ίδια μετά από τα γεγονότα αυτά. Όποια κυβέρνηση πάρει την εξουσία μέσα σε αυτή τη χαοτική κατάσταση θα είναι ασταθής, ενώ νέες αναταράξεις είναι αναπόφευκτες.

Η εργατική τάξη της Ταϊλάνδης στο μέλλον θα πρέπει να αγωνιστεί με στόχο πιο προχωρημένα δημοκρατικά αιτήματα, όπως η κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού της μοναρχίας, ώστε να δημιουργηθούν ευνοϊκότερες συνθήκες για ταξική πάλη. Το βασικότερο ταξικό όπλο για τον δημοκρατικό αυτό αγώνα είναι η κήρυξη γενικής απεργίας, ώστε να πέσει η κυβέρνηση. Υπό την καθοδήγηση εργατικών επιτροπών, η γενική απεργία θα αποδιοργάνωνε τις αντεπαναστατικές δυνάμεις, ενώ θα ενδυνάμωνε τη συνοχή του επαναστατικού μαζικού κινήματος. Ο αγώνας για τη δημοκρατία απαιτεί την θεμελιακή επαναστατική αναδόμηση της κοινωνίας της Ταϊλάνδης, και για να γίνει αυτό θα πρέπει η εργατική τάξη να ηγηθεί της κοινωνίας και να καθαιρέσει την μισητή ολιγαρχία, ακολουθώντας το παράδειγμα των Ρώσων εργατών και χωρικών το 1917.

Ιωσήφ Σπάρταλης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα