Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσεις«Κίνημα των Τεμπών»: η φύση, η σημασία του και ο ρόλος της...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

«Κίνημα των Τεμπών»: η φύση, η σημασία του και ο ρόλος της Αριστεράς – Μέρος 1ο

Μια πρώτη αποτίμηση του μαζικού «κινήματος των Τεμπών». Η ταυτότητα της εξεγερμένης νεολαίας. Ένα έγκλημα ταξικό, ένα κίνημα εργατικό. Ο ρόλος του εργατικού κινήματος και των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Το κίνημα μπορούσε να νικήσει.

Μέρος 1ο | Μέρος 2ο

Το πανίσχυρο σοκ που δημιούργησε στη συνείδηση των εργαζόμενων και της νεολαίας το καπιταλιστικό-κρατικό-κυβερνητικό έγκλημα των Τεμπών γέμισε τις πλατείες όλης της χώρας με οργισμένους απεργούς και διαδηλωτές. Η μεγάλη μαζικότητα αυτού του κινήματος μαρτυρά ότι δεν πρόκειται για κάτι συνηθισμένο.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πολιτικού βαρόμετρου της «Public Issue» για τον Μάρτη του 2023, στο πλαίσιο αυτού του κινήματος είχαμε τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις της τελευταίας 12ετίας. Σε αυτές έλαβαν μέρος πάνω από 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή το 30% του πληθυσμού της χώρας!

Μάλιστα, σε σύγκριση με ευρήματα παλιότερων σχετικών ερευνών της ίδιας εταιρείας, η συμμετοχή στο «κίνημα των Τεμπών» ως ποσοστό επί του συνόλου του πληθυσμού ξεπέρασε ακόμα και το μαζικό κίνημα των πλατειών του 2011 (30% έναντι 29%), το οποίο όμως είχε διαρκέσει για πάνω από 2 μήνες. Και χρειάζεται να τονιστεί ότι η έρευνα της εταιρείας καταγράφει μόνο τη συμμετοχή στις κινητοποιήσεις όσων είναι άνω των 17 ετών, δηλαδή δεν περιλαμβάνει τις εκατοντάδες κινητοποιήσεις από μαθητές Γυμνασίου και πρώτων τάξεων του Λυκείου.

Το μαζικό σοκ από το έγκλημα ήταν μόνο η αφορμή για το ξέσπασμα του κινήματος. Η πραγματική αιτία είναι η συσσώρευση οργής στη συνείδηση των εργατικών μαζών από τη διαρκή επίθεση του καπιταλισμού και των μνημονιακών κυβερνήσεων που διαχειρίστηκαν τις τύχες του τα τελευταία 10-15 χρόνια, στο βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού. Αυτή η οργή, πολλαπλασιάστηκε τα 4 τελευταία χρόνια και έφτασε σε «σημείο βρασμού» από τα έργα και τις ημέρες της ακραία διεφθαρμένης και αντιδραστικής κυβέρνησης της ΝΔ.

Οι 3 επιτυχημένες μονοήμερες γενικές απεργίες της διετίας 2021-22, κυρίως, αλλά και αρκετές ακόμα κινητοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων με μεγάλη συμμετοχή της νεολαίας όπως η συγκέντρωση έξω από το Εφετείο στη δίκη της Χρυσής Αυγής τον Οκτώβριο του 2020 και οι πορείες στις δυο τελευταίες επετείους του Πολυτεχνείου, μας προϊδέαζαν ότι ένα φαινομενικά τυχαίο και απροσδόκητο γεγονός που θα αναδείκνυε σε μεγάλη κλίμακα τη σήψη και τη βαρβαρότητα του συστήματος, θα μπορούσε να προκαλέσει την έκρηξη του «εύφλεκτου υλικού» της συσσωρευμένης οργής. Ακριβώς αυτό συνέβη αμέσως μετά το έγκλημα της 28ης Φεβρουαρίου.

Η ταυτότητα της εξεγερμένης νεολαίας

Καθόλου τυχαία, οι πιο ενθουσιώδεις και μαχητικές δυνάμεις του κινήματος είναι οι νέοι, και κυρίως οι μαθητές. Πρόκειται για νέους οι οποίοι σχεδόν όλα τα χρόνια της ζωής τους τα ζουν υπό την βαριά σκιά της κρίσης του καπιταλισμού και των πολιτικών των μνημονίων που αποτελούν το γνήσιο προϊόν της.

Το κυρίαρχο στοιχείο στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα στην οποία έζησαν όσοι και όσες πέρασαν την εφηβεία ή γενικότερα τη νιότη τους μέσα στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ήταν οι διεθνείς επιπτώσεις από την κατάρρευση του σταλινισμού. Αυτή, εμφανιζόμενη από τους αστούς ύπουλα και συστηματικά ως «κατάρρευση του κομμουνισμού», αποτυπώθηκε στη συνείδηση των νέων εκείνης της περιόδου με μια ορισμένη ποσότητα αυταπατών για τον καπιταλισμό, έστω κι αν αυτές εκφράζονταν κυρίως, όχι με μια άμεση υποστήριξη στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά με την αποδοχή του ψευτο-αξιώματος ότι αυτό το σύστημα είναι «το μόνο εφικτό».

Από το 2008 όμως – με ορόσημο το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης – μέχρι και σήμερα, οι νέες γενιές ζουν σ’ ένα κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον στο οποίο κυριαρχεί αδιαφιλονίκητα πλέον, διεθνώς, η ανάδειξη του ιστορικού αδιεξόδου του καπιταλισμού. Ειδικά στην Ελλάδα, αυτές οι γενιές διαμόρφωσαν την πρώτη τους εντύπωση για την κοινωνία πάνω στο έδαφος μιας βαθιάς πολυετούς ύφεσης, της διαρκούς λιτότητας, της μαζικής ανεργίας και μετανάστευσης, και εσχάτως, της μαζικής εξαθλίωσης από την ακρίβεια. Ήρθαν αντιμέτωπες με την απότομη υποβάθμιση της δημόσιας Παιδείας, την άνοδο της επιρροής του φασισμού, και ιδιαίτερα κατά την τελευταία τετραετία, με την αυξανόμενη αστυνομοκρατία και περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Όλοι αυτοί οι νέοι και οι νέες, είδαν στο έγκλημα των Τεμπών με τον χαμό δεκάδων συνομηλίκων τους, μια απόπειρα του κράτους και του συστήματος να δολοφονήσουν, μετά από τις ανάγκες και τα όνειρά τους, πλέον με την φυσική έννοια και τους ίδιους. Η αναπόφευκτη πρόσληψη του εγκλήματος από τη συνείδησή τους με αυτόν τον τρόπο, ήταν η αφορμή η οποία τους έσπρωξε στους δρόμους κατά χιλιάδες και τους ριζοσπαστικοποίησε πολιτικά.

Ένα έγκλημα ταξικό, ένα κίνημα εργατικό

Το σοκ για το έγκλημα των Τεμπών – και σε πολύ μεγάλο βαθμό και η ίδια η οργή – διαπέρασε το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, ανεξάρτητα από ταξικά συμφέροντα. Η συνειδητοποίηση ότι το πιο απλό σιδηροδρομικό δρομολόγιο από την πρωτεύουσα στην δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας συνιστά αντικειμενικά μια θανάσιμη απειλή για κάθε ανυποψίαστο επιβάτη σόκαρε πλούσιους και φτωχούς, δεξιούς και αριστερούς, ανθρώπους κάθε ηλικίας και τάξης. Όμως, αυτό δεν μπορεί να επισκιάσει το αντικειμενικό γεγονός, ότι αυτό καθ’ αυτό το έγκλημα, από τη φύση του, ήταν ένα έγκλημα ταξικό.

Το τρένο είναι η πιο προσιτή συγκοινωνιακή επιλογή για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, συμπεριλαμβανομένων των φοιτητών, που έχουν στην πλειονότητά τους πλέον αυτή την ταξική καταγωγή. Το κράτος και οι κυβερνήσεις του μεγάλου κεφαλαίου, για λόγους ταξικούς, συνειδητά υποβάθμισαν και ιδιωτικοποίησαν τους σιδηρόδρομους, στο πλαίσιο της αντεργατικής πολιτικής της άγριας λιτότητας και των Μνημονίων, ώστε να διαφυλαχθεί η θέση του ελληνικού κεφαλαίου μέσα στην Ευρωζώνη. Η κακοδιαχείριση και η ακραία διαφθορά που έχει κάνει εδώ και δεκαετίες τον ΟΣΕ συνώνυμο των σκανδάλων μέσα από συμβάσεις ληστρικού χαρακτήρα με διάφορες εγχώριες και ξένες μεγάλες εταιρείες (συμπεριλαμβανομένης της «αμαρτωλής» Siemens), είχε ως προφανή – ταξική – αιτία το διαρκές κυνήγι για σίγουρα κέρδη από την πλευρά αυτών των πανίσχυρων εκπροσώπων της τάξης του κεφαλαίου.

Με όλους αυτούς τους ταξικούς τρόπους και για όλους αυτούς τους ταξικούς λόγους φτάσαμε στη σημερινή άθλια πραγματικότητα της έλλειψης προσωπικού, τηλεδιοίκησης, σηματοδότησης και των λοιπών στοιχειωδών συστημάτων ασφαλείας, η οποία οδήγησε στην τραγωδία της 28ης Φλεβάρη, καθιστώντας την ένα βαθύτατα ταξικό έγκλημα.

Ο ταξικός αυτός χαρακτήρας του εγκλήματος των Τεμπών, έγινε αυθόρμητα κατανοητός από τους νέους κυρίως ανθρώπους της εργατικής τάξης, συμπεριλαμβανομένων των φοιτητών και μαθητών που προέρχονται από εργατικές οικογένειες. Αυτοί είναι που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα όλων εκείνων που συμμετείχαν στο μαζικό «κίνημα των Τεμπών», δίνοντας αντικειμενικά σε αυτό το κίνημα έναν σαφή ταξικό-εργατικό χαρακτήρα.

Ο ρόλος του εργατικού κινήματος και των συνδικαλιστικών ηγεσιών

Όταν το αρχικό «διαταξικό» σοκ διαδέχτηκε η διάθεση για ενεργή διαμαρτυρία, με έναν φυσικό τρόπο, αναδείχθηκε στο προσκήνιο ο ρόλος και η σημασία της εργατικής τάξης και του κινήματός της. Το γεγονός ότι οι πιο μαζικές ημέρες διαμαρτυρίας ήταν εκείνες στις οποίες συμμετείχε αποφασιστικά με απεργιακή δράση το εργατικό κίνημα, απέδειξε, για μία ακόμα φορά, τον αποφασιστικό ρόλο της εργατικής τάξης στην κοινωνία. Αυτή είναι μια ακόμα απάντηση σε όλες τις μικροαστικές και εχθρικές στον μαρξισμό τάσεις μέσα στην Αριστερά που υποβαθμίζουν το ρόλο της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος στην υπόθεση του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.

Ωστόσο, η καταλυτική συμμετοχή του εργατικού κινήματος στις κινητοποιήσεις, εξαιτίας του ρόλου των σημερινών ηγεσιών των συνδικάτων είχε αναπόφευκτα και σοβαρές παρενέργειες για τον ίδιο τον τρόπο που εξελίχθηκε το κίνημα. Η γραφειοκρατική πλειοψηφία της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, επικαλούμενη με θράσος «φόρτο εργασίας» λόγω του συνεδρίου της, καταδέχθηκε να καλέσει 24ωρη γενική απεργία αφού είχαν περάσει 15 μέρες από το έγκλημα, και αφού πρώτα είχε ήδη γίνει μια τέτοια, ντε φάκτο, μετά από απόφαση Εργατικών Κέντρων, ΑΔΕΔΥ και διαφόρων ομοσπονδιών. Με αυτή την τακτική η συνδικαλιστική γραφειοκρατία προσέφερε τον αναγκαίο χρόνο στην κυβέρνηση, ώστε να αποπειραθεί να συγκαλύψει το έγκλημα. Επιπλέον, με το καθυστερημένο της απεργιακό κάλεσμα και την απροθυμία της να προτείνει κάποια μορφή κλιμάκωσης του αγώνα, συνέβαλε αποφασιστικά στην εκτόνωση του μαζικού κινήματος.

Οι εργαζόμενοι και οι νέοι, βλέποντας από τα συνδικάτα εκτονωτικά καλέσματα χωρίς νικηφόρα προοπτική, άρχισαν φυσιολογικά να χάνουν το κίνητρο της συμμετοχής στις κινητοποιήσεις. Αυτή η τάση φάνηκε ξεκάθαρα στην αισθητή μείωση της συμμετοχής, ιδιαίτερα της νεολαίας, στις συγκεντρώσεις της γενικής απεργίας της 16ης Μαρτίου σε σύγκριση με τις πολύ μαζικές συγκεντρώσεις της 8ης Μαρτίου. Αυτή η τακτική της εκτόνωσης με αποφυγή κάθε μορφής αγωνιστικής κλιμάκωσης, ασφαλώς, δεν είναι καινούρια. Ακολουθείται με συνέπεια από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία τα τελευταία 15 χρόνια, όπου το αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού έβγαλε επανειλημμένα κατά κύματα τις εργατικές μάζες στους δρόμους, αποτελώντας τον μόνιμο, εκ των έσω, κυματοθραύστη της δράσης τους.

Από τους γραφειοκράτες του ανοικτά φιλοκυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού (ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚΕ) κανένας εργαζόμενος και νέος δεν περίμενε κάτι διαφορετικό. Όμως από τους συνδικαλιστές που εκπροσωπούν στη διοίκηση της ΓΣΕΕ τα μέλη των συνδικάτων που υποστηρίζουν τις παρατάξεις και τα κόμματα της Αριστεράς, προεξάρχοντος του ΠΑΜΕ που είναι η ισχυρότερη παράταξη της Αριστεράς στα συνδικάτα, οι απαιτήσεις είναι εντελώς διαφορετικές. Και δυστυχώς, έως σήμερα έχουν αρνηθεί να προτείνουν οτιδήποτε που να συνιστά κλιμάκωση του αγώνα. Με αυτή τη στάση, ανεξάρτητα από τις προθέσεις ή τη φρασεολογία με την οποία τη συνοδεύουν, είναι πρακτικά συνυπεύθυνες για τον διαφαινόμενο πρόωρο – σε σύγκριση με την πολύ μεγάλη μαζικότητα και δυναμική του – μαρασμό του μαζικού «κινήματος των Τεμπών».

Το κίνημα μπορούσε να νικήσει!

Αναμφισβήτητα, το «κίνημα των Τεμπών» είχε όλες τις αντικειμενικές δυνατότητες να σημειώσει μια άμεση και περιφανή πολιτική νίκη. Μπορούσε, με άλλα λόγια, να ανατρέψει την εγκληματικά αντιδραστική και διεφθαρμένη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Διέθετε την αναγκαία μαζική συμμετοχή και μια συντριπτικά πλειοψηφική υποστήριξη στον πληθυσμό. Είχε απέναντί του μια κυβέρνηση αδύναμη, αμήχανη και κοινωνικά απομονωμένη, η οποία για μέρες παρέπαιε και ταλαντευόταν ως προς την τακτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει. Αυτό σημαίνει ότι στα πρώτα σημάδια κλιμάκωσης του αγώνα με μια 48ωρη απεργία και με τη διεξαγωγή του πλέον υπό το σαφές κεντρικό αίτημα για πτώση της κυβέρνησης, ο Μητσοτάκης δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να ανακοινώσει άρον-άρον την προσφυγή στις κάλπες.

Από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης η αξία μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν τεράστια. Φυσικά δεν έχει σε τίποτα να κάνει με αυτή καθ’ αυτή την ημερομηνιακή επίσπευση των εκλογών. Η προσφυγή σε εκλογές ως συνέπεια της άμεσης πίεσης του κινήματος θα δημιουργούσε ένα αποφασιστικής σημασίας πολιτικό προηγούμενο, που θα τόνωνε όσο τίποτα άλλο την αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Θα τους δημιουργούσε την αίσθηση ότι η μαζική είσοδός τους στο προσκήνιο διαμορφώνει τις ίδιες τις πολιτικές εξελίξεις. Θα έκανε κάθε νέα κυβέρνηση που θα προέκυπτε από τις γραμμές της σημερινής αριστερής αντιπολίτευσης να υπολογίζει τη δύναμη του κινήματος και να μη μπορεί να αγνοεί στο εξής τις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Θα άνοιγε έτσι το δρόμο για μια μελλοντική κυβέρνηση που θα υπηρετεί αυθεντικά τα συμφέροντα της εργατικής τάξης με την εφαρμογή ενός αληθινά σοσιαλιστικού προγράμματος.

Δυστυχώς όμως, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Το μεγάλο ταξικό και πολιτικό κεφάλαιο του θαυμάσιου μαζικού «κινήματος των Τεμπών» φαίνεται ότι ήδη σπαταλήθηκε χωρίς να έχουμε οδηγηθεί σε μια άμεση πτώση της κυβέρνησης μέσα από τη δική του πίεση. Έτσι, ο Μητσοτάκης και η κλίκα του συνεχίζουν να μανουβράρουν ανενόχλητοι στην εξουσία, να επιχειρούν να συγκαλύψουν προκλητικά τις ευθύνες τους για το έγκλημα και να εμφανίζονται επικοινωνιακά, παρά τη σοβαρή τους αποδυνάμωση από το μαζικό κίνημα, ως εκείνοι που συνεχίζουν να είναι οι κυρίαρχοι στο πολιτικό σκηνικό.

Από εκεί πήγαζε και το προσβλητικό, αλαζονικό θράσος του επικεφαλής της δεξιάς κυβερνητικής συμμορίας στην πρόσφατη συνέντευξή του με τον «σαλτιμπάγκο» πρώην «πολιτικό αρχηγό» και νυν προπαγανδιστή-υπερασπιστή του, Στ. Θεοδωράκη, στο πλαίσιο της οποίας εκτός των άλλων, απέφυγε ξανά να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία των εκλογών, μόνο και μόνο για να περάσουν κάποιες μέρες από τις τελευταίες διαδηλώσεις και να μη θεωρηθεί ότι η προσφυγή στις κάλπες έγινε ως αποτέλεσμα της πίεσης από το μαζικό κίνημα.

Ωστόσο, για την πολύ κατώτερη των πραγματικών δυνατοτήτων κατάληξη του μαζικού «κινήματος των Τεμπών», οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν είναι σε καμία περίπτωση ούτε οι μόνες, ούτε και οι βασικές υπεύθυνες. Ειδικά από τη στιγμή που ο μαζικός αγώνας ήταν αντικειμενικά και ξεκάθαρα πολιτικός, την καθοριστική ευθύνη γι’ αυτή την κατάληξη την έχουν οι πολιτικές ηγεσίες της εργατικής τάξης, και πιο συγκεκριμένα, κυρίως, οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ.

Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Μέρος 1ο | Μέρος 2ο

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα