Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΤο εναλλακτικό κείμενο της Κομμουνιστικής Τάσης για την ιδρυτική συνδιάσκεψη της ΛΑΕ

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Το εναλλακτικό κείμενο της Κομμουνιστικής Τάσης για την ιδρυτική συνδιάσκεψη της ΛΑΕ

Το κείμενο Θέσεων που προτείνει το Πολιτικό Συμβούλιο της ΛΑΕ για την ιδρυτική της συνδιάσκεψη (24-26 Ιουνίου) κινείται σε μια λαθεμένη πολιτικά κατεύθυνση. Δεν περιέχει ούτε κουβέντα ουσιαστικής κριτικής στα καθοριστικά σφάλματα της ηγεσίας της Αριστερής Πλατφόρμας κατά την πρώτη θητεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (συμμετοχή σε κυβέρνηση που ανέβαλε τις στοιχειώδεις προεκλογικές δεσμεύσεις μαζί με ένα αστικό κόμμα, αποφυγή ουσιαστικής εσωκομματικής μάχης και παράδοση του κόμματος στην ομάδα Τσίπρα κ.α) και από προγραμματική άποψη συνιστά μια ελαφρά πιο αριστερή, «πατριωτική» εκδοχή του παλιού ρεφορμισμού του ΣΥΡΙΖΑ που ήδη χρεοκόπησε στην εξουσία. Η Κομμουνιστική Τάση καταθέτει το δικό της εναλλακτικό πολιτικό κείμενο, που μπορείτε να το διαβάσετε παρακάτω. Καλούμε όσους και όσες από εσάς είστε μέλη της ΛΑΕ και συμφωνείτε με τις βασικές θέσεις που περιέχει, να το υπογράψετε για να ενισχύσετε την απήχησή του, στέλνοντας το ονοματεπώνυμό σας και την τοπική Πολιτική Επιτροπή στην οποία ανήκετε στην ηλεκτρονική μας διεύθυνση, αλλά και να το υποστηρίξετε ενεργά στις διαδικασίες της Ιδρυτικής συνδιάσκεψης.

 

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Η Λαϊκή Ενότητα (ΛΑΕ) βαδίζει προς τη συμπλήρωση ενός χρόνου ζωής. Η ιδρυτική Προγραμματική της Διακήρυξη έθετε ως βασικό πολιτικό σκοπό τη δημιουργία «ενός ισχυρού λαϊκού μετώπου που θα αναστυλώσει τις προδομένες ελπίδες» από την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο στρατόπεδο των Μνημονίων. Τα αποτελέσματα των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015 και η γενικότερη χαμηλή απήχηση του κόμματος τους τελευταίους μήνες, δείχνουν ότι αυτός ο σκοπός δεν έχει επιτευχθεί.

Η αποτυχία αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί στις αντικειμενικές δυσκολίες της περιόδου. Αναμφίβολα το γενικό κλίμα στις τάξεις του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας μετά την προδοσία της ομάδας Τσίπρα και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου είναι αυτό της σύγχυσης και της απογοήτευσης. Οι πλατιές εργατικές μάζες είναι σήμερα πιο δύσπιστες έναντι των κομμάτων που προβάλλουν αντιμνημονιακά συνθήματα. Όμως από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα εξαιρετικά ευνοϊκό στοιχείο για την ανάπτυξη της πολιτικής απήχησης της ΛΑΕ. Είναι το τεράστιο κενό πολιτικής εκπροσώπησης που δημιουργήθηκε μετά τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ για τα ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα των εργατικών μαζών και της νεολαίας που υποστήριξαν το «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Αυτό το ευνοϊκό στοιχείο παραμένει αναξιοποίητο από τη ΛΑΕ.

Οι βασικές αιτίεςγια τη χαμηλή σημερινή απήχηση της ΛΑΕ στις μάζες δεν είναι αντικειμενικές, αλλά υποκειμενικές, συνδέονται δηλαδή με τον ίδιο το νέο πολιτικό φορέα: είναι η στάση του ηγετικού πυρήνα της ΛΑΕ ως ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας (ΑΠ) κατά το διάστημα της θητείας της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, αλλά και η πολιτική γραμμή και οι προγραμματικές θέσεις πάνω στις οποίες επιχειρεί να θεμελιώσει το νέο πολιτικό φορέα.

Το σοβαρό λάθος της συμμετοχής ηγετικών στελεχών της «Αριστερής Πλατφόρμας» στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ

Η Κομμουνιστική Τάση (ΚΤ) από την πρώτη στιγμή του σχηματισμού της συγκυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου τον Γενάρη του 2015,χαρακτήρισε πολύ σοβαρό λάθος τη συναίνεση που επέδειξε η ΑΠ στην πολιτική επιλογή για συνεργασία με το αστικό, αντιδραστικό κόμμα των ΑΝΕΛ, τονίζοντας ότι αυτό ισοδυναμούσε με ανοχή στη γενικότερη απόπειρα της προεδρικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για συμφιλίωση με την άρχουσα τάξη.

Επιπρόσθετα, η ΚΤ ήταν η μόνη συλλογικότητα στον ΣΥΡΙΖΑ που τον Γενάρη του 2015 υποστήριξε ανοικτά και ξεκάθαρα ότι η ηγεσία της αριστερής πτέρυγας του κόμματος έπρεπε να κρατηθεί έξω από την κυβέρνηση. Δηλώσαμε ότι η συμμετοχή ηγετικών στελεχών της ΑΠ στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ήταν μια λαθεμένη επιλογή, που θα παγίδευε την αριστερή πτέρυγα και θα την καθιστούσε στη συνείδηση του εργαζόμενου λαού συνυπεύθυνη σε σημαντικό βαθμό για τα αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής. Η θέση μας αυτή, ήταν καρπός μιας συγκεκριμένης πολιτικής εκτίμησης. Εξηγούσαμε ότι η ρεφορμιστική – σοσιαλδημοκρατική πολιτική της ομάδας Τσίπρα, που εκφραζόταν στην επίμονη επιδίωξη συνεννόησης με την άρχουσα τάξη και την τρόικα, στην ακλόνητη εμπιστοσύνη στον καπιταλισμό και στις αυταπάτες για τη «δημοκρατική», «αντιμνημονιακή» και «προοδευτική» διαχείριση της κρίσης του, μετά την άνοδο στην κυβέρνηση θα την οδηγούσε αναπόφευκτα στην εκδήλωση της τάσης να προδώσει όλες τις βασικές προεκλογικές διακηρύξεις. Κάτω από το πρίσμα αυτής της προοπτικής, η ηγεσία της ΑΠ όφειλε να αποφύγει τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση για να διαφυλάξει στοιχειωδώς το κύρος και την αξιοπιστία της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα ηγετικά στελέχη της ΑΠ θα έπρεπε να πάρουν ευθύνη συμμετοχής στην κυβέρνηση μόνο στην περίπτωση που εκείνη εξαρχής θα είχε σαφή και ξεκάθαρο ριζοσπαστικό, επαναστατικό προσανατολισμό, μόνο δηλαδή αν συγκροτούταν για να συγκρουστεί με την τρόικα και την ελληνική καπιταλιστική ολιγαρχία με σκοπό να εφαρμόσει τις διακηρύξεις της και να λάβει όλα τα αναγκαία αντικαπιταλιστικά μέτρα, στηριγμένη στην κινητοποίηση του εργαζόμενου λαού. Αλλά από την πρώτη κιόλας μέρα του σχηματισμού της, η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα φάνηκε ξεκάθαρα πως δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα, με πιο χαρακτηριστική για την πολιτική της κατεύθυνση, τη συμμετοχή στη σύνθεσή της ενός αστικού ακροδεξιού κόμματος, των ΑΝΕΛ. Η ηγεσία της ΑΠ δυστυχώς δεν συμμερίστηκε την εκτίμηση – προειδοποίηση της Κομμουνιστικής Τάσης που επιβεβαιώθηκε πλήρως από τα γεγονότα. Αντίθετα, επιδίωξε να λάβει σημαίνουσα θέση στην κυβέρνηση, συμμετέχοντας σε αυτήν με 4 υπουργούς.

Το σοβαρό λάθος της συμμετοχής της ηγεσίας της ΑΠ στην κυβέρνηση, αρχικά επισκιάστηκε από τη μεγάλη λαϊκή υποστήριξη που απολάμβανε η κυβέρνηση κατά τις πρώτες εβδομάδες της θητείας της. Οι πλατιές λαϊκές μάζες βλέποντας για πρώτη φορά κάτι που θύμιζε αληθινή διαπραγμάτευση με την τρόικα, έδωσαν ενθουσιώδη στήριξη στην κυβέρνηση, στήριξη που όμως, βδομάδα με τη βδομάδα, άρχιζε να φθίνει και να γίνεται όλο και πιο παθητική. Η ηγεσία της ΑΠ όφειλε να μην έχει παρασυρθεί από το εφήμερο και γεμάτο ψευδαισθήσεις γενικό κλίμα, επιδεικνύοντας την απαιτούμενη πολιτική διορατικότητα. Όμως εκείνη, όχι μόνο δεν αντιστάθηκε στο κλίμα ψευδαισθήσεων για τη δυνατότητα εξεύρεσης μιας συμβατής με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ συναινετικής λύσης με τους «λύκους» του εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου μέσω της «σκληρής διαπραγμάτευσης», αλλά μέσα από την συμμετοχή της στην κυβέρνηση ενίσχυσε συστηματικά αυτές τις ψευδαισθήσεις και μάλιστα, δεν έπαψε δημόσια να διαβεβαιώνει με τα στελέχη της ότι «αυτή η κυβέρνηση δεν θα ψηφίσει Μνημόνια».

Η ηγεσία της ΑΠ υποστήριξε ότι η συμμετοχή της στην κυβέρνηση ήταν αναγκαία σαν αντίβαρο και ανάχωμα στις δεξιές επιλογές της ηγετικής ομάδας. Πολλοί καλόπιστοι αριστεροί αγωνιστές συμφώνησαν αρχικά με αυτόν τον ισχυρισμό και θεώρησαν ότι οι υπουργοί της ΑΠ ήταν οι θεματοφύλακες του αριστερού χαρακτήρα της κυβέρνησης και ότι συνεπώς, η συμμετοχή τους ήταν χρήσιμη για την εργατική τάξη. Η ζωή απέδειξε ακριβώς το αντίθετο. Η συμμετοχή της ΑΠ στην κυβέρνηση ζημίωσε βαθύτατα και την εργατική τάξη, αλλά και την αριστερή πτέρυγα: τροφοδότησε τις ψευδαισθήσεις των μαζών για την κυβέρνηση και έκανε την αριστερή πτέρυγα να φαίνεται συνένοχη στα μάτια της νεολαίας και της εργατικής τάξης για τις δεξιές επιλογές της ηγετικής ομάδας.

Διαδοχικές πολιτικές υποχωρήσεις

Η συμμετοχή στην κυβέρνηση οδήγησε την ηγεσία της ΑΠ σε διαδοχικές πολιτικές υποχωρήσεις. Αφού συναίνεσε αδιαμαρτύρητα στη συμμαχία με τους αστούς ΑΝΕΛ, αποδεχόμενη τον απατηλό ισχυρισμό της ηγετικής ομάδας ότι επρόκειτο για «συνεπείς αντιμνημονιακούς συμμάχους», δέχτηκε την ολέθρια, όπως φάνηκε στις μέρες του δημοψηφίσματος, επιλογή του αστού πρώην υπουργού της ΝΔ Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Στη συνέχεια ακόμα χειρότερα, η ηγεσία της ΑΠανέχθηκε στην πράξη ως «αναγκαίο κακό» το «πάγωμα» των προεκλογικών δεσμεύσεων. Δεν «κουνήθηκε» από τις υπουργικές της θέσεις όταν εμφανίστηκε ο προάγγελος της τελικής προδοσίας, δηλαδή η μνημονιακή συμφωνία της 20ης Φλεβάρη. Αποδέχθηκε τη δέσμευση των αποθεματικών των κρατικών οργανισμών και των ασφαλιστικών ταμείων για να πληρωθεί κανονικά το ληστρικό χρέος. Και όταν η προεδρική ομάδα έφθασε να προτείνει σαν βάση συμφωνίας με την τρόικα το ένα Μνημόνιο μετά το άλλο, περιορίστηκε απλά σε μια δειλή, διπλωματική διαφοροποίηση, υποστηρίζοντας την αυταπάτη μιας τελική συμφωνίας με τους εκβιαστές της τρόικας που «θα είναι σύμφωνη με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ».Ήταν τόση η επιμονή στην αυτοκαταστροφική τακτική της παραμονής στην κυβέρνηση, που ακόμα και μετά την ανοικτή συνθηκολόγηση του Τσίπρα στις 12 Ιουλίου, οι υπουργοί της ΑΠ αντί να παραιτηθούν, περίμεναν παθητικά την τυπική απομάκρυνσή τους.

Για τα ριζοσπαστικοποιημένατμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, η στάση αυτή ήταν εξόφθαλμα αντιφατική και πολιτικά αδικαιολόγητη. Ήταν απόλυτα φυσικό και αναμενόμενο, μετά από αυτή τη στάση,η ΛΑΕ να εμφανιστεί στα μάτια τους πολιτικά αναξιόπιστη από τα πρώτα της βήματα.

Η απροθυμία για την αναγκαία εσωκομματική μάχη

Αντί γι’ αυτή τη στάση που παγίδεψε την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και έπληξε την αξιοπιστία της, η ηγεσία της ΑΠ θα έπρεπε να έχει υιοθετήσει τη στάση που έγκαιρα πρότεινε, υπεράσπισε και ανέλυσε η Κομμουνιστική Τάση. Αντί να αυτοπαγιδεύεται στην κυβέρνηση θα έπρεπε να μείνει έξω από αυτήν και ταυτόχρονα, να χρησιμοποιήσει τη σημαντική της δύναμη στα ηγετικά όργανα του κόμματος σαν βήμα για να κερδίσει τη βάση και τους υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ σε μια εναλλακτική, αληθινά αριστερή, ριζοσπαστική πολιτική και ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα.

Πιο συγκεκριμένα, ηυπογραφή του προ-μνημονίου της 20ης Φλεβάρη 2015 θα μπορούσε να έχει αποτελέσει την αφετηρία για τη σοβαρή προετοιμασία μιας εσωκομματικής μάχης, με σκοπό την ισχυροποίηση της αριστερής πτέρυγας και την αλλαγή πολιτικής, αλλά και ηγεσίας στο κόμμα, σαν μέσο για την πρόληψη και αποτροπή της μνημονιακής προδοσίας. Αντί για τροπολογίες στις προτάσεις της προεδρικής ομάδας στην Κεντρική Επιτροπή, που δεν σηματοδοτούσαν τίποτα παραπάνω από μια άτολμη καταγραφή διαφωνίας, η ΑΠ θα έπρεπε να υπερασπίζει συνολικά αντιπαραθετικές εναλλακτικές προτάσεις, να διοργανώσει εκδηλώσεις σε κάθε γειτονιά και εργατικό χώρο συντονισμένα με όλες τις δυνάμεις της αριστερής πτέρυγας και να ξεκινήσει μια εκστρατεία εγγραφής νέων μελών στο κόμμα για να απομονωθεί ακόμα περισσότερο η προεδρική ομάδα. Η απροθυμία της ηγεσίας της ΑΠ να ακολουθήσει αυτό το δρόμο, πρακτικά διευκόλυνε τη μνημονιακή ομηρία του ΣΥΡΙΖΑ από μια ολιγομελή ομάδα καριεριστών στην κορυφή.

Όταν στην αρχή του καλοκαιριού του 2015 είχε γίνει πια φανερό ότι η προεδρική ομάδα μειοψηφούσε σε όλα τα όργανα, ακόμα και στην Πολιτική Γραμματεία,η ΑΠ έπρεπε και μπορούσε να έχει επιβάλει ένα έκτακτο συνέδριο του κόμματος. Το καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ απαιτούσε για τη διεξαγωγή του τις υπογραφές μόλις του ¼ των μελών, αριθμό υπογραφών που μια τάση σαν την ΑΠ που έλεγχε το 30% της ηγεσίας θα μπορούσε σχετικά εύκολα να συγκεντρώσει. Η διεξαγωγή εκτάκτου συνεδρίου σε εκείνες τις συνθήκες και με μια αριστερή πτέρυγα αποφασισμένη για μάχη, θα μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να οδηγήσει σε αλλαγή πολιτικής και ηγεσίας και στην χειρότερη, σε μια απόφαση – έκκληση η κυβέρνηση να μείνει πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Το πιο πιθανό θα ήταν η ομάδα Τσίπρα να θελήσει να αποφύγει ένα τέτοιο συνέδριο και ο μόνος τρόπος για να το πετύχει θα ήταν να οδηγηθεί εσπευσμένα σε εκλογές και πιθανά, ακόμα και σε μια δεξιά διάσπαση από το κόμμα. Μια αληθινά μαχητική στάση της ηγεσίας της ΑΠ λοιπόν,όπως αυτή που περιγράψαμε πιο πάνω, θα μπορούσε να ματαιώσει την υπογραφή του νέου Μνημονίου και να εμποδίσει τον Τσίπρα να πάρει τον ΣΥΡΙΖΑ σαν λάφυρο στο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης.

Η ηγεσία της ΑΠ αντιτείνει ότι «έσωσε την τιμή της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ» με την καταψήφιση του Μνημονίου στη Βουλή. Αν το ζήτημα ήταν απλά και μόνο η «τιμή της αριστεράς», τότε ασφαλώς οι σύντροφοι θα είχαν δίκιο. Αλλά το πολιτικό καθήκον της ηγεσίας της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε εκατομμύρια ανθρώπους του μόχθου και δεκάδες χιλιάδες αριστερών αγωνιστών δεν ήταν αφηρημένα η «διάσωση της κοινοβουλευτικής τιμής» της. Ήταν η διαμόρφωση εκείνης της πολιτικής που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποτροπή της υπογραφής του τρίτου Μνημόνιου και να σώσει το κόμμα από την απόπειρα μετατροπής του σε ενεργούμενο της άρχουσας τάξης. Από αυτή τη σκοπιά, όταν η καταφανώς μειοψηφούσα στο ίδιο της το κόμμα ομάδα Τσίπρα έχει πετύχει να περάσει το 3ο Μνημόνιο και να οδηγήσει χιλιάδες αγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ σε ταπεινωτική αποχώρηση χωρίς μάχη, από μόνη της η «διάσωση της τιμής» αριστερών βουλευτών είναι μια υπόθεση χωρίς πρακτικό αντίκρισμα.

Έτσι λοιπόν, η αυτοκριτική της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος, αλλά και της ΔΕΑ, δηλαδή των βασικών δυνάμεων της ΑΠ, για την πρόσφατη εκλογική ήττα της ΛΑΕ και τη σημερινή απουσία ισχυρής απήχησης στις μάζες, θα πρέπει να ξεκινήσει από την πρώτη κατά σειρά και σημαντικότερη ήττα για την οποία ευθύνονται: για την εγκατάλειψη του κόμματος στα χέρια της ομάδας Τσίπραχωρίς αληθινή μάχη. Χωρίς ξεκάθαρα συμπεράσματα πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, δεν πρόκειται να κατανοηθούν τα αληθινά αίτια της σημερινής προβληματικής εικόνας της ΛΑΕ και δεν θα εκπαιδευτούν σωστά οι αγωνιστές του νέου πολιτικού φορέα.

Το πρόγραμμα του ρεφορμισμού έχει χρεοκοπήσει στην πράξη!

Η ΚΤ από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης της ΛΑΕ, εξέφρασε ανοικτά τη διαφωνία της με την κεντρική προγραμματική αντίληψη που επέβαλε ο ηγετικός πυρήνας στο νέο φορέα, όπως αποτυπώθηκε στο κείμενο που δημοσιοποιήθηκε προεκλογικά ως Προγραμματική Διακήρυξη, στο κείμενο που δημοσιοποιήθηκε πριν λίγους μήνες με τίτλο «ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ : Ανατροπή τώρα!», αλλά και στις προτεινόμενες από το Πολιτικό Συμβούλιο Θέσεις για την ιδρυτική συνδιάσκεψη. Αυτή η αντίληψη είναι ο ρεφορμισμός. Είναι η ίδια αντίληψη που χαρακτήριζε όλα τα προγραμματικά κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με αυτήν, η μετάβαση στο σοσιαλισμό δεν είναι ένα άμεσο καθήκον. Είναι υπόθεση ενός απροσδιόριστου μέλλοντος, του οποίου θα πρέπει να προηγηθεί ένα ενδιάμεσο προοδευτικό στάδιο άσκησης φιλολαϊκών, αντιμνημονιακών μεταρρυθμίσεων πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού.

Οι κομμουνιστές δεν αντιτίθενται στο πρόγραμμα του ρεφορμισμού λόγω κάποιου «μαξιμαλισμού». Βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή του αγώνα ακόμα και για τις πιο μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις προς όφελος του εργαζόμενου λαού. Οι κομμουνιστές θεωρούν ότι το ρεφορμιστικό πρόγραμμα έρχεται σε σύγκρουση με τη ζωντανή πραγματικότητα. Η ίδια η πραγματικότητα τους προηγούμενους μήνες, απέδειξε ότι το ενδιάμεσο προοδευτικό στάδιο που επαγγέλλεται ο ρεφορμισμός είναι ουτοπικό.

Η κρίση του «αδύναμου κρίκου» της Ευρωζώνης, του ελληνικού καπιταλισμού, είναι σήμερα τόσο βαθειά, που καθιστά ανέφικτη και ανεδαφική κάθε ουσιαστική και σταθερή φιλεργατική μεταρρύθμιση πάνω στο έδαφος αυτού του συστήματος. Μέσα σ’ ένα διεθνές περιβάλλον ύφεσης και σε συνθήκες βαθιάς κρίσης και υπερχρέωσης του ελληνικού καπιταλισμού, η τρόικα και η ελληνική καπιταλιστική ολιγαρχία σήμερα δεν μπορούν να ανεχτούν τίποτα λιγότερο από την εφαρμογή μιας διαρκούς επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, σαν μέσο για να εξυπηρετείται το χρέος, να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα τα κέρδη των μονοπωλίων και να ανοίξει ο δρόμος για μια ακόμα πιο αποφασιστική επίθεση στο βιοτικό επίπεδο του συνόλου του ευρωπαϊκού προλεταριάτου. Ακόμα και η διακήρυξη από μια κυβέρνηση της πρόθεσης για μια υποτυπώδη βελτίωση του επιπέδου ζωής των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών, αποδείχτηκε ότι θέτει το καθήκον για μια επαναστατική σύγκρουση με την ελληνική αστική τάξη και το συνασπισμένο δυτικό ιμπεριαλισμό.

Η ανελέητη επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των εργατικών μαζών λοιπόν, δεν πηγάζει από κάποιες νεοφιλελεύθερες, ιδεολογικές εμμονές: είναι το φυσικό αποτέλεσμα της σημερινής αντικειμενικής κατάστασης του καπιταλισμού. Έτσι η επίθεση στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, ως μια οργανική ανάγκη του καπιταλισμού, μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνο με μια επαναστατική πολιτική και ένα επαναστατικό, αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Το πολιτικό καθήκον της κατάργησης της λιτότητας και των Μνημονίων είναι ταυτισμένο με το καθήκον της αφαίρεσης της εξουσίας από το κεφάλαιο για την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Όλες αυτές οι εκτιμήσεις επιβεβαιώθηκαν απόλυτα από τη θητεία της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου, κατά την οποία ο ρεφορμιστικός χαρακτήρας του παλιού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε ακατάλληλος και χρεοκόπησε πολιτικά. Το πρόγραμμα της ΛΑΕ λοιπόν, θα πρέπει να θεμελιώνεται πάνω στα συμπεράσματα που προέκυψαν από αυτή τη χρεοκοπία. Θα πρέπει να απορρίπτει το ρεφορμισμό και την πίστη του σε έναν «προοδευτικό, δημοκρατικό, αντιμνημονιακό» καπιταλισμό, που εμφανίζει το σοσιαλισμό σήμερα ως ανεπίκαιρο και τον αντιλαμβάνεται μόνο σαν μια «προοπτική». Θα πρέπει να δομείται πάνω στην αντίληψη ότι καμία πραγματική και σταθερή βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου λαού δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και την έναρξη της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας.

Μεταβατικό πρόγραμμα ή πρόγραμμα ενδιάμεσου σταδίου;

Ο ισχυρισμός του συνόλου του ηγετικού πυρήνα της ΛΑΕ ότι ο νέος πολιτικός φορέας θα πρέπει να υπερασπίζει «μεταβατικές»διεκδικήσεις, στο πλαίσιο ενός «μεταβατικού» προγράμματος, τυπικά είναι απόλυτα ορθός. Όμως ο όρος «μεταβατικό πρόγραμμα» έχει καθιερωθεί – με βασική υπεύθυνη την ηγεσία της παλιάς ΑΠ – να χρησιμοποιείται με έναν εντελώς διαστρεβλωμένο τρόπο. «Μεταβατικό» δεν σημαίνει «ενδιάμεσο». Για τον μαρξισμό οι έννοιες «μεταβατικές διεκδικήσεις» και «μεταβατικό πρόγραμμα» δεν έχουν καμία σχέση με τις διεκδικήσεις και το πρόγραμμα που παραπέμπουν σε ένα ανύπαρκτο, ενδιάμεσο «προοδευτικό» στάδιο πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, πριν την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Μεταβατικό για τους μαρξιστές είναι το πρόγραμμα που περιλαμβάνει εκείνες τις διεκδικήσεις, η πάλη για τις οποίες οδηγεί αντικειμενικά στο καθήκον της μετάβασης στην εργατική εξουσία και στην έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Τα μεταβατικό πρόγραμμα γεφυρώνει τις σημερινές ζωτικές διεκδικήσεις των μαζών με το επιτακτικό καθήκον της κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη για την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Αντίθετα, το ρεφορμιστικό πρόγραμμα του ενδιάμεσου «προοδευτικού» σταδίου, επιχειρεί να ορθώσει ένα τεχνητό τείχος ανάμεσα στις καθημερινές, άμεσες διεκδικήσεις των μαζών και την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό. Έτσι λοιπόν, είναι εντελώς διαφορετικό στην ουσία του, το μεταβατικό πρόγραμμα από το ρεφορμιστικό «ενδιάμεσο» πρόγραμμα. Το πρώτο προχωρά τη συνείδηση της εργατικής τάξης και αναπτύσσει την ίδια την πάλη της, ενώ το δεύτερο την περιορίζει και συγχύζει πολιτικά την εργατική τάξη σχετικά με το ρόλο της και τις αντικειμενικές δυνατότητες που ανοίγει αυτή η πάλη.

Πρόγραμμα μαζικής πάλης ή τεχνοκρατικό σχέδιο;

Το πολιτικό πρόγραμμα που θα συσπειρώσει τις μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας δεν μπορεί, ούτε και πρέπει, να είναι ένα λεπτομερές τεχνοκρατικό κείμενο που θα συνταχθεί από κάποιον σοφό καθηγητή οικονομικών, θα προβλέπει εκ των προτέρων λεπτομερείς και «κοστολογημένες» λύσεις όλων των πρακτικών προβλημάτων και θα παρουσιαστεί σαν μια τέλεια συνταγή για την πορεία της κοινωνίας προς την πρόοδο. Ένα τέτοιο προγραμματικό εγχειρίδιο δεν θα ήταν καθόλου επιστημονικό με την πραγματική έννοια του όρου. Θα ήταν βαθιά ουτοπικό και θα έμοιαζε στη μέθοδο με τις απόπειρες των κλασσικών του ουτοπικού σοσιαλισμού να επιβάλουν «εμπνευσμένες» πανάκειες στη ζωντανή κοινωνική πραγματικότητα.

Αυτό όμως, δεν σημαίνει καθόλου ότι η εργατική τάξη δεν χρειάζεται σήμερα ένα πρόγραμμα επιστημονικό. Επιστημονικό πρόγραμμα σύμφωνα με τον μαρξισμό, σημαίνει ένα πλαίσιο διεκδικήσεων που θα πηγάζουν από την πραγματική ταξική πάλη, θα εκφράζουν τις αντικειμενικές ανάγκες των εργατικών μαζών και θα ανταποκρίνονται στο δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ένα πρόγραμμα που δεν θα αποτελεί υπόσχεση ή ένα «σοφό», νεκρό σχέδιο κοινωνικής αναμόρφωσης, αλλά μια διαρκή έκκληση για μαζική δράση.

Στη μέθοδο και σε βασικά στοιχεία του περιεχομένου ενός τέτοιου προγράμματος δεν υπάρχει κανένας λόγος να πρωτοτυπήσουμε. Η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος έχει δώσει πρότυπα πολιτικών προγραμμάτων πάνω στα οποία μπορούμε δημιουργικάνα στηριχθούμε. Τα προγραμματικά ντοκουμέντα των πρώτων συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς και το «Μεταβατικό Πρόγραμμα» της Τετάρτης Διεθνούς αποτελούν τέτοια πρότυπα. Αυτά τα προγράμματα δεν περιείχαν ποσοτικούς υπολογισμούς για κάθε περίσταση, δεν ήταν κείμενα «σοφών» τεχνοκρατών. Ήταν προγράμματα αληθινά επιστημονικά, που συντάχθηκαν με κριτήριο την ίδια την εμπειρία της ταξικής πάλης, το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και τις στοιχειώδεις ανάγκες των εργατικών μαζών. Η Κομμουνιστική Τάση ήταν η μόνη τάση του παλιού ΣΥΡΙΖΑ που διέθετε ένα αληθινά εναλλακτικό πρόγραμμα έναντι του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος της ομάδας Τσίπρα, δομημένο σε αυτά τα προαναφερόμενα πρότυπα. Πάνω στα θεμέλια αυτού το προγράμματος είναι στηριγμένη και η πρότασή της για το αναγκαίο πρόγραμμα της ΛΑΕ σήμερα.

Οι βασικές διεκδικήσεις για το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα της ΛΑΕ

Οι βασικές διεκδικήσεις για το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα της ΛΑΕ είναι οι ακόλουθες:

 

1. Μονομερής διαγραφή του κρατικού χρέους και άμεση κατάργηση των Μνημονίων και όλων των νόμων που επιβλήθηκαν από αυτά

 

Ο ερχομός της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα το 2009, σηματοδότησε την απότομη αύξηση του κρατικού χρέους. Αυτό το φαινόμενο δεν αποτέλεσε μια ελληνική εξαίρεση. Η αυξητική τάση του κρατικού χρέους εμφανίστηκε σε όλες τις χώρες, σαν ένα κοινό σύμπτωμα της καπιταλιστικής κρίσης. Ήταν καρπός της εισόδου σε μια περίοδο ύφεσης, όπου η κλονισμένη εμπιστοσύνη στις οικονομικές προοπτικές αντανακλάστηκε με αυξήσεις στα επιτόκια δανεισμού των κρατών, την ώρα που μειώνονταν τα φορολογικά έσοδα και εντεινόταν η ανάγκη το κράτος, σαν όργανο για την υπεράσπιση του καπιταλισμού, να παρέμβει με πρόσθετες δαπάνες για να μετριάσει την έκταση και το βάθος της κρίσης.Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο, τα κρατικά χρέη παγκόσμια «εκτοξεύθηκαν» στα ύψη κατά ένα μεγάλο ποσοστό και εξαιτίας της γενικευμένης απόπειρας των αστικών κυβερνήσεων να διασωθούν οι τράπεζες από την κατάρρευση, με τη χορήγηση τεράστιων ποσών από τους κρατικούς προϋπολογισμούς.

Οι μεγάλες κρατικές σπατάλες που διόγκωσαν το «τέρας» του χρέους στην Ελλάδα δεν σχετίζονται με τους μισθούς και τις συντάξεις της συντριπτικής πλειονότητας των εργαζόμενων. Ήταν καταρχάς, όσες έγιναν (και συνεχίζουν να γίνονται) σαν αποτέλεσμα του παρασιτικού ρόλου της ελληνικής άρχουσας τάξης και γενικότερα του μεγάλου κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στη χώρα. Οι Έλληνες αστοί στηρίχθηκαν στο κρατικό χρήμα πολύ περισσότερο από τις άρχουσες τάξεις του υπόλοιπου αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου. Γι’ αυτούς (όπως φυσικά και για τους υπόλοιπους, ξένους καπιταλιστές «επενδυτές») το κράτος ήταν και είναι βασική πηγή εύκολου κέρδους μέσα από τις υπερτιμολογημένες κρατικές προμήθειες, αναθέσεις και εργολαβίες, τις «επενδυτικές» επιδοτήσεις, τις φοροαπαλλαγές και την προκλητική κρατική ανοχή στην φοροδιαφυγή και την φοροαποφυγή.

Αυτός ο παρασιτικός ρόλος της άρχουσας τάξης συνδυάστηκε διαχρονικά με τον επίσης απόλυτα παρασιτικό ρόλο των διεθνών πιστωτών, των μεγάλων ξένων τραπεζών, που από καταβολής του ελληνικού κράτους βρήκαν στις αυξημένες χρηματοδοτικές του ανάγκες μια πηγή αστείρευτης κερδοσκοπίας. Ογκώδη τοκοχρεολύσια – οφειλές στους κερδοσκόπους πιστωτές του ελληνικού κράτους συσσωρεύτηκαν διαχρονικά, δημιουργώντας ένα δυσβάστακτο βάρος, που σποραδικά οδηγούσε σε αδυναμία αποπληρωμής, αλλά που κάθε φορά γιγαντωνόταν περισσότερο από νέο τοκογλυφικό δανεισμό.

Μια σειρά από άλλες δαπάνες που αναδεικνύουν τον ταξικό και παρασιτικό χαρακτήρα του αστικού κράτους, προσέθεσαν ένα μεγάλο όγκο στο κρατικό χρέος. Οι παχυλές αμοιβές και το κόστος διαφθοράς ενός ολόκληρου στρατού υψηλόβαθμων κρατικών και κυβερνητικών στελεχών. Οι στρατιωτικές δαπάνες για την αγορά πανάκριβων εξοπλισμών, συμπεριλαμβανομένων των ποσών που προορίζονταν για μίζες κατά την αγορά εξοπλισμών. Οι γενικότερες δαπάνες συντήρησης ενός στρατού δομημένου για την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού» και υποταγμένου στους πολυδάπανους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Οι αυξημένες δαπάνες για τα σώματα ασφαλείας στο βωμό της συντήρησης ενός πολυάριθμου και καλά εξοπλισμένου μηχανισμού καταστολής των αγώνων του εργαζόμενου λαού. Οι μισθολογικές δαπάνες για τον Ορθόδοξο κλήρο, οι ποικίλες χρηματοδοτήσεις στην Εκκλησία, αλλά και μια σειρά προκλητικών φοροαπαλλαγών που αυτή απολαμβάνει. Όλα αυτά τα φαινόμενα συστηματικής διασπάθισης του χρήματος των φορολογουμένων με σκοπό τη συντήρηση του σάπιου αστικού καθεστώτος, δημιούργησαν μια διαχρονικά αυξημένη τάση για κρατικό δανεισμό, ο οποίος με τον αδιαφανή και τοκογλυφικό του χαρακτήρα, πολλαπλασίαζε διαρκώς το χρέος.

Σήμερα, μετά από απανωτά Μνημόνια λιτότητας στο βωμό της μείωσης του χρέους, το κρατικό χρέος είναι μεγαλύτερο από τη χρονιά εμφάνισης της κρίσης, τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Το 2009 το κρατικό χρέος της Ελλάδας βρισκόταν στα 298,5 δισ. ευρώ και στο 128,9% του ΑΕΠ. Τώρα το χρέος έχει πλέον ανέλθει στο 171% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας τα 320 δισ. ευρώ, ενώ ο εργαζόμενος λαός εξαθλιώθηκε μαζικά. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της «σωτηρίας» της χώρας από την τρόικα ΕΕ – ΕΚΤ- ΔΝΤ και τους εγχώριους αστούς συνεργάτες της.

Στην πραγματικότητα το «πρόγραμμα διάσωσης» της Ελλάδας με τα Μνημόνια που το συνόδευαν, διέσωσε τις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες, παίρνοντας από πάνω τους το ελληνικό κρατικό χρέος, περνώντας το σε ποσοστό 70-80% στην κατοχή διακρατικών καπιταλιστικών οργανισμών (τρόικα ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ), που με τη σειρά τους το αξιοποιούν απομυζώντας τον ιδρώτα και το αίμα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων με άγρια «μνημονιακή» λιτότητα και δημιουργώντας ένα χρήσιμο για το ευρωπαϊκό και διεθνές κεφάλαιο πρότυπο καπιταλιστικής σκλαβιάς.

Όσο διατηρείται το τεράστιο βάρος του κρατικού χρέους πάνω στις πλάτες του ελληνικού λαού, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κανένα βήμα κοινωνικής προόδου. Η ΛΑΕ οφείλει να υπερασπίζει και να προωθεί την άμεση απαλλαγή της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από αυτό το βάρος, προβάλλοντας τις ακόλουθες προγραμματικές διεκδικήσεις:

  • Μη αναγνώριση του κρατικού χρέους και άρνηση κάθε υποχρέωσης εξυπηρέτησης του. Το χρέος δεν δημιουργήθηκε από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Είναι το σωρευτικό αποτέλεσμα του παρασιτισμού του καπιταλιστικού συστήματος και του κράτους που το υπηρετεί.

  • Μονομερής διαγραφή του κρατικού χρέους. Για να ικανοποιούνται κανονικά οι κερδοσκοπικές απαιτήσεις που απορρέουν από την κατοχή του ελληνικού χρέους θα πρέπει να επιβάλλονται διαρκώς νέα μέτρα επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου του εργαζόμενου λαού. Μόνο με τη μονομερή διαγραφή του κρατικού χρέους αναγνωρίζεται σαν υπέρτερο το δικαίωμα του εργαζόμενου λαού σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.

  • Άμεση ακύρωση με μια ενιαία νομοθετική πράξη των δανειακών συμβάσεων με την τρόικα, των Μνημονίων και όλων των μέτρων που επιβλήθηκαν από αυτά («χαράτσια» στην ακίνητη περιουσία, αυξήσεις φόρων, μειώσεις μισθών, συντάξεων, επιδομάτων, ιδιωτικοποιήσεις κλπ).

 

2. Βαριά φορολογία στο μεγάλο κεφάλαιο και τον πλούτο

 

Η φορολογική ασυλία και φοροδιαφυγή του μεγάλου κεφαλαίου και των κατόχων μεγάλων εισοδημάτων και περιουσιών είναι μια από τις βασικές αιτίες για την υπερχρέωση του ελληνικού κράτους. Σχετικά με τη φορολογία, η ΛΑΕ θα πρέπει να υπερασπίσει τις ακόλουθες προγραμματικές διεκδικήσεις:

  • Για να διεκδικηθεί μέρος όσων έχουν κλαπεί από τον ελληνικό λαό με τη φορολογική ασυλία και τη φοροδιαφυγή του μεγάλου κεφαλαίου, των μεγαλοεισοδηματιών και κατόχων μεγάλων περιουσιών, απαιτείται έκτακτη αναδρομική φορολόγηση των εν ενεργεία μεγάλων εταιρειών επί του συνολικού όγκου των κερδών που σημείωσαν από την ημερομηνία εισόδου της χώρας στην Ευρωζώνη μέχρι το χρονικό σημείο εισόδου στην ύφεση (2001-2008) και έκτακτη αναδρομική φορολόγηση όλων όσων μέσα στο ίδιο διάστημα απέκτησαν μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία.
  • Επαναφορά του συντελεστή φορολόγησης στις μεγάλες επιχειρήσεις στο 45% και κατάργηση κάθε φοροαπαλλαγής γι’ αυτές.
  • Επιβολή κλιμακούμενου συντελεστή φόρου εισοδήματος κάθε πηγής από 40% έως και 75% για ατομικά ετήσια εισοδήματα από 40.000 ευρώ και άνω.
  • Κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και επιβολή κλιμακούμενου συντελεστή φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας σε ιδιοκτήτες ακινήτων με αντικειμενική αξία 400.000 ευρώ και άνω, καθώς και για ακίνητα που εμφανίζονται να ανήκουν σε «off-shore» εταιρείες, σε ύψος που θα διαμορφώνεται σε ετήσια βάση με κριτήριο τις χρηματοδοτικές ανάγκες ενός κρατικού προγράμματος κατασκευής εργατικών κατοικιών.
  • Κατάργηση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, ΕΦΚ κ.λπ.) στα βασικά είδη διατροφής, στα οικιακά τιμολόγια ενέργειας, ύδρευσης και τηλεπικοινωνιών και στο πετρέλαιο θέρμανσης.
  • Ατομικό αφορολόγητο όριο στα 20.000 ευρώ και στα 40.000 ευρώ για κάθε ζευγάρι με επιπλέον 5.000 ευρώ για κάθε παιδί.
  • Σε περίπτωση αποκάλυψης φοροδιαφυγής:
    • για τις μεγάλες επιχειρήσεις να επιβάλλεται απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση.
    • για τους έχοντες μεγάλα εισοδήματα και τους κατόχους μεγάλων περιουσιών να επιβάλλεται πλήρης δήμευση των περιουσιακών τους στοιχείων.
  • Ποινικοποίηση της εισφοροδιαφυγής. Απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση των μεγάλων επιχειρήσεων που δεν καταβάλλουν τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, βαριά πρόστιμα και κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων για τα αντίστοιχα αδικήματα των ιδιοκτητών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

3. Εργατικός έλεγχος: αντίδοτο στη διαπλοκή και την ακρίβεια – μέσο εκπαίδευσης των εργαζόμενων στη διοίκηση της οικονομίας

 

Οι υπάρχοντες ελεγκτικοί μηχανισμοί του αστικού κράτους λειτουργώντας με γραφειοκρατικό, αδιαφανή και ανεξέλεγκτο από την κοινωνία τρόπο, προστατεύουν με το «αζημίωτο» τα «μυστικά» των μεγάλων βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων. Οι λογαριασμοί ανάμεσα στο μεμονωμένο καπιταλιστή και την κοινωνία παραμένουν ένα θεσμικά κατοχυρωμένο μυστικό του καπιταλιστή.

Οι εργαζόμενοι πρέπει να κατακτήσουν το δικαίωμα να διεισδύσουν στα «άδυτα» της επιχείρησης για την οποία κοπιάζουν καθημερινά. Να αποκαλύψουν όλα τα «μυστικά» της επιχείρησης, του ομίλου, του κλάδου τους και τελικά της εθνικής οικονομίας σαν σύνολο. Το μέσο για να εκπληρωθεί αυτό το ζωτικό καθήκον είναι ο εργατικός έλεγχος.

Η ΛΑΕ πρέπει να θέσει τον εργατικό έλεγχο στο επίκεντρο του προγράμματός της προβάλλοντας τις ακόλουθες διεκδικήσεις:

  • Κατάργηση κάθε «εμπορικού μυστικού» και «τραπεζικού απορρήτου», θεσμών μέσω των οποίων οι καπιταλιστές κρύβουν τις απάτες και την απληστία τους, όχι από τους ανταγωνιστές τους, αλλά από την ίδια την κοινωνία.

  • Νομοθέτηση του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις. Φορείς του εργατικού ελέγχου πρέπει να είναι οι εκλεγμένες και ανακλητές επιτροπές εργαζόμενων που θα έχουν τη βοήθεια αφοσιωμένων στο εργατικό κίνημα ειδικευμένων και επιστημόνων, όμως με την ιδιότητα του συμβούλου και όχι του «τεχνοκράτη».Ο εργατικός έλεγχος πρέπει να εκτείνεται σε όλα τα αποφασιστικά επίπεδα λειτουργίας των επιχειρήσεων, όπως οι προμήθειες υλικών και πρώτων υλών, η διαχείριση των χρημάτων (δάνεια – επενδύσεις – κέρδη), η επεξεργασία των προϊόντων (σχεδιασμός – παραγωγή) και η διάθεσή τους, για την αποφυγή υπερτιμολογήσεων και υποτιμολογήσεων.

  • Το πεδίο στο οποίο επίσης, μπορεί να δώσει σημαντικά αποτελέσματα ο εργατικός έλεγχος είναι η καπιταλιστική μάστιγα της ακρίβειας. Την ώρα που το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης τσακίζεται, οι τιμές μένουν αμετάβλητες σαν αποτέλεσμα του ασφυκτικού ελέγχου των βασικών κλάδων της οικονομίας από συγκεκριμένα μονοπώλια και ολιγοπώλια.Οι διεφθαρμένες, γραφειοκρατικές και ανεξέλεγκτες υπηρεσίες του αστικού κράτους δεν μπορούν να διεξάγουν έναν αποτελεσματικό έλεγχο στις τιμές. Είναι αποφασιστικής σημασίας ζήτημα να κατακτηθεί η δυνατότητα να διεισδύσει το βλέμμα της εργαζόμενης κοινωνίας στην πηγή της ακρίβειας, δηλαδή στα μεγάλα βιομηχανικά μονοπώλια, για να αποδείξει και να αναδείξει την κερδοσκοπία των καπιταλιστών. Γι’ αυτό ο εργατικός έλεγχος πρέπει να γίνει η βασική μέθοδος ελέγχου των τιμών.Έναν ουσιαστικό έλεγχο των τιμών στα καρτέλ που εφαρμόζουν «εναρμονισμένες πρακτικές» μπορούν να τον εγγυηθούν μόνο οι εκλεγμένες επιτροπές εργατών στα εργοστάσια, συνδεδεμένες με ειδικές επιτροπές ελέγχου των τιμών που θα αποτελούνται από όλους αυτούς που σαν καταναλωτές υφίστανται μαζί με τους εργάτες τις επιπτώσεις από την ακρίβεια, δηλαδή τους εργαζόμενους αγρότες, τους βιοτέχνες και τους μικροκαταστηματάρχες. Μέσα από αυτόν τον τρόπο, οι εργάτες θα δείξουν στα υπόλοιπα φτωχά λαϊκά στρώματα ότι η πραγματική αιτία για τις υψηλές τιμές βρίσκεται μόνο στα υπερβολικά κέρδη των καπιταλιστών και στις σπατάλες της καπιταλιστικής αναρχίας (διαφήμιση κλπ).

  • Για να είναι αποτελεσματική η δουλειά τους, οι επιτροπές εργατικού ελέγχου πρέπει να επεκτείνονται από τη μεμονωμένη επιχείρηση σε ολόκληρο τον κλάδο και σε εθνικό επίπεδο. Οι επιτροπές των μεμονωμένων επιχειρήσεων, θα πρέπει να εκλέξουν σε συνδιασκέψεις επιτροπές ομίλων, κλάδων και τέλος μια Πανελλαδική Επιτροπή Εργατικού Ελέγχου. Η Πανελλαδική Επιτροπή πρέπει να γνωστοποιεί ενώπιον του λαού τα πορίσματά της, ξεκαθαρίζοντας ποια είναι τα εισοδήματα και ποιες οι δαπάνες της κοινωνίας, ποιο είναι το μερίδιο που οικειοποιούνται οι καπιταλιστές σαν άτομα και η τάξη τους σαν σύνολο από το εθνικό εισόδημα. Πρέπει να ξεσκεπάσει τις απάτες των τραπεζών, των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων και να παρουσιάσει δημόσια τα πορίσματά της, που πρέπει να είναι δεσμευτικά για κάθε εκλεγμένη κυβέρνηση.

Η εφαρμογή ενός γνήσιου και δημοκρατικού εργατικού ελέγχου θα αποκαλύψει τον παρασιτικό ρόλο των καπιταλιστών βοηθώντας τις πλατιές λαϊκές μάζες να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη για ένα άλλο οικονομικό μοντέλο, συνειδητού σχεδιασμού και ελέγχου της οικονομίας. Επίσης, ο γνήσιος εργατικός έλεγχος αποτελεί το πιο πολύτιμο μέσο εκπαίδευσης των εργαζόμενων για το πως μπορεί να διοικηθεί μια δημοκρατικά σχεδιασμένη, κοινωνικοποιημένη οικονομία.

 

4. Σχεδιασμένη εξάλειψη της ανεργίας – Λιγότερη δουλειά – Δουλειά για όλους!

 

Η μεγαλύτερη μάστιγα για τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων της εργατικής τάξης είναι η ανεργία. Το πρόγραμμα της ΛΑΕ θα πρέπει να δίνει οριστική και δραστική απάντηση στην ζωτική απαίτηση εκατομμυρίων εξαθλιωμένων ανέργων για την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς θέσης εργασίας, την εξασφάλιση μιας θέσης στην ίδια τη ζωή. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι η ΛΑΕ να επαναφέρει στο προσκήνιοτο ιστορικό αίτημα του εργατικού κινήματος «Λιγότερη δουλειά – Δουλειά για όλους!», διεκδικώντας τη μείωση του εργάσιμου χρόνου όσο απαιτείται για να βρουν δουλειά όλοι οι άνεργοι!

Οι απολογητές της άρχουσας τάξης θα επικαλεστούν το «ανέφικτο» της πραγματοποίησης αυτού του αιτήματος. Οι μισοκατεστραμμένοι από την κρίση καπιταλιστές θα παραπονεθούν ότι δεν υπάρχουν κεφάλαια για προσλήψεις. Η ΛΑΕ θα πρέπει να βροντοφωνάξει ότι η αδυναμία του καπιταλισμού να εξασφαλίσει την ίδια την επιβίωση των μισθωτών του σκλάβων αποτελεί μια ζωντανή απόδειξη για την επείγουσα ανάγκη για την ανατροπή του.

Οι συγκεκριμένες μεταβατικές διεκδικήσεις που θα πρέπει να προβάλει για το ξερίζωμα της ανεργίας είναι οι ακόλουθες:

– Οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι να συνδεθούν με αδιάσπαστη αλληλεγγύη. Τα συνδικάτα θα πρέπει να αναλάβουν να διεξάγουν μια αναλυτική πανελλαδική απογραφή των υπαρχόντων θέσεων εργασίας, των διαθέσιμων για δουλειά ανέργων κατά ειδικότητα, των επιχειρήσεων που έχουν κλείσει από την έναρξη της κρίσης και των διαθέσιμων πόρων για την άμεση έναρξη ενός προγράμματος δημόσιων και κοινωφελών έργων. Στη βάση αυτής της καταγραφής θα πρέπει να διεκδικηθεί η κατανομή όλων των διαθέσιμων εργατικών χεριών στις ενεργές θέσεις εργασίας και σε αυτές που θα ανοίξουν με το πρόγραμμα δημόσιων κοινωφελών έργων, καθώς και με το άμεσο ξαναρχίνισμα της δουλειάς στις επιχειρήσεις που έκλεισαν μέσα στην κρίση. Οι ώρες εργασίας θα πρέπει να μειωθούν ενιαία, όσο απαιτείται για να μη μείνει κανείς χωρίς θέση εργασίας. Ανεξάρτητα από το μέγεθος της μείωσης των ωρών εργασίας, οι μισθοί θα πρέπει να μείνουν σταθεροί.

  • Οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις που προβαίνουν σε απολύσεις ή αρνούνται να μειώσουν τις ώρες εργασίας και να προσλάβουν ανέργους πρέπει να απαλλοτριώνονται χωρίς αποζημίωση.

  • Οι μεγάλες επιχειρήσεις που κλείνουν θα πρέπει να καταλαμβάνονται από τους εργαζόμενους και να επαναλειτουργούν από τους ίδιους, που θα αναλάβουν και τη διοίκηση και τη διαχείριση με τη βοήθεια ειδικευμένων και επιστημόνων σε ρόλο συμβούλων, διεκδικώντας ταυτόχρονα την κοινωνικοποίησή τους και την ένταξή τους σε ενιαίους κοινωνικοποιημένους φορείς κατά κλάδο παραγωγής.

  • Επίδομα στο 80% του βασικού μισθού που θα χορηγείται σε όλους τους άνεργους και για όλη τη διάρκεια της ανεργίας. Πλήρης ιατροφαρμακευτική κάλυψη για όλους τους άνεργους.

Η πάλη για τις παραπάνω διεκδικήσεις πρακτικά αποτελεί βήμα για την εγκαθίδρυση ενός μοντέλου κεντρικά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας. Η μόνη σταθερή και οριστική λύση για τη μάστιγα της ανεργίας βρίσκεται στην πλήρη εγκαθίδρυση αυτού του οικονομικού μοντέλου, που αποτελεί με τη σειρά της, την πύλη εισόδου στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

 

5. Κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος

 

Η κερδοσκοπική απληστία των Ελλήνων τραπεζιτών, τους ώθησε να συγκεντρώσουν ένα μεγάλο ποσοστό κρατικού χρέους στα χέρια τους για να εκμεταλλευτούν τα υψηλά επιτόκια δανεισμού της χώρας. Όταν η κρίση βάθυνε και οδήγησε στην δραστική περικοπή της αξίας των ελληνικών ομολόγων, οι μικρο-ομολογιούχοι υποχρεώθηκαν να υποστούν τις ζημιές, αναλαμβάνοντας το κόστος του ρίσκου της επιλογής τους. Οι Έλληνες τραπεζίτες όμως, δεν πλήρωσαν κανένα κόστος και είδαν τις τράπεζές τους να ανακεφαλαιοποιούνται με δάνεια που χρεώνονται από την τρόικα στους εργαζόμενους φορολογούμενους.

Το σύνολο των κεφαλαιακών ενισχύσεων που δόθηκαν στις τράπεζες, άμεσα με τη μορφή ρευστού χρήματος και έμμεσα με τη χορήγηση εγγυήσεων και ομολόγων του Δημοσίου για δανεισμό από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τον ELA, προσεγγίζουν σήμερα, μετά και την 3η ανακεφαλαιοποίηση, τα 170 δις ευρώ.

Το 2015 είχαμε μια κλιμάκωση στη ληστρική απόπειρα «διάσωσης» των ελληνικών τραπεζών, που αντιπροσωπεύει την πιο σκανδαλώδη ιδιωτικοποίηση τραπεζών σε παγκόσμιο επίπεδο. Έτσι με την 3η ανακεφαλαιοποίηση εξανεμίστηκαν τα 40,2 δις ευρώπου είχαν διαθέσει οι φορολογούμενοι κατά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, καθώς μετατράπηκαν σε μετοχές αξίας 450 εκ. ευρώ! Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες παραδόθηκαν στα κερδοσκοπικά ξένα funds, έναντι αξίας 746,9 εκ. ευρώ, την ώρα που διαθέτουν τον μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης εργασιών μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και ενώ η αξία των υπολοίπων δανείων που έχουν χορηγήσει ανέρχεται σε 200 δις ευρώ και η αξία του συνολικού ενεργητικού τους ανέρχεται σε 350 δις ευρώ! Ο έλεγχος του τραπεζικού συστήματος από ξένα κερδοσκοπικά funds σημαίνει και έλεγχο πάνω στις υποθηκευμένες κατοικίες νοικοκυριών, στα περιουσιακά στοιχεία επιχειρήσεων και στην υποθηκευμένη αγροτική γη.
Η ΛΑΕ πρέπει να υπερασπίσει σαν βασική προγραμματική της διεκδίκηση την ολοκληρωτική αφαίρεση του ελέγχου των τραπεζών από τα χέρια των αρπακτικών του κεφαλαίου, ντόπιων και ξένων. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να διεκδικήσει τα ακόλουθα μέτρα:

  • Κοινωνικοποίηση του συνόλου του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Η κοινωνικοποίηση είναι ο μόνος τρόπος για να προστατευθούν τα σπίτια, οι καταθέσεις και οι εναπομείνασες αποταμιεύσεις των εργαζόμενων και φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Όλες οι τράπεζες πρέπει να περάσουν 100% στην ιδιοκτησία του κράτους και να συγχωνευθούν σε μια ενιαία κρατική τράπεζα, για να δημιουργηθεί ένα κεντρικό στρατηγείο για τον ορθολογικό σχεδιασμό των επενδύσεων και των πιστώσεων, στην υπηρεσία της εργαζόμενης κοινωνίας. Η ενιαία κρατική τράπεζα θα είναι ικανή να δημιουργήσει πολύ πιο ευνοϊκούς όρους για τους μικρούς καταθέτες συγκριτικά με τις ιδιωτικές τράπεζες. Η απαλλαγή από τα υπερκέρδη των καπιταλιστών τραπεζιτών και τα «bonus» των τραπεζικών στελεχών θα κάνει εφικτή τη μείωση των επιτοκίων, που θα περιοριστούν στα απαραίτητα έξοδα των τραπεζικών λειτουργιών. Η ενιαία κρατική τράπεζα θα πρέπει άμεσα να προχωρήσει σε ένα γενναίο «κούρεμα» των χρεών για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, σε ποσοστό ίσο με την απώλεια του εισοδήματός τους από την έναρξη της κρίσης.

  • Η αυθεντική κοινωνικοποίηση επιβάλει ένα σύστημα διοίκησης που θα θεσμοθετήσει τον δημοκρατικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος από τον εργαζόμενο λαό. Η σύνθεση της διοίκησης της ενιαίας κρατικής τράπεζας πρέπει να αποτελείται ενδεικτικά κατά 1/3 από εκλεγμένους εκπρόσωπους των εργαζόμενων στις τράπεζες, κατά ένα 1/3 από τα συνδικάτα και τους εκπροσώπους πανελλαδικών οργάνων εργατικού ελέγχου και κατά 1/3 από εκπροσώπουςτης εκλεγμένης κυβέρνησης.

Από τη στιγμή που το τραπεζικό σύστημα διευθύνει σήμερα ολόκληρη την οικονομία, ηδιεκδίκηση της κοινωνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος, θέτει αντικειμενικά στο προσκήνιο τη διεκδίκηση της κοινωνικοποίησης του συνόλου των βασικών μοχλών τη οικονομίας και την εγκαθίδρυση μιας κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας.

 

6. Κοινωνικοποιήσεις και κεντρικός, δημοκρατικός σχεδιασμός της οικονομίας

 

Η πρόσφατη εμπειρία από την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στην οποία συμμετείχαν στελέχη του ηγετικού πυρήνα της ΛΑΕ, απέδειξε για μια ακόμα φορά, ότι η πραγματική εξουσία δεν είναι στα υπουργεία, αλλά στον έλεγχο της οικονομικής ζωής της χώρας. Η οργανική απροθυμία της κυβέρνησης να αφαιρέσει από τους καπιταλιστές τον έλεγχό της οικονομίας ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν εκπλήρωσε ούτε μια από τις φιλολαϊκές, αντιμνημονιακές της δεσμεύσεις.

Η έννοια που εκφράζει την αναγκαία αφαίρεση του ελέγχου της οικονομικής ζωής από τα χέρια της άρχουσας τάξης και την υπαγωγή του στα χέρια της εργαζόμενης κοινωνίας είναι η κοινωνικοποίηση. Η ΛΑΕ θα πρέπει να θέσει στο επίκεντρο των προγραμματικών της διεκδικήσεων τις κοινωνικοποιήσεις. Η κρατικοποιήσεις από το υπάρχον, αστικό κράτος, ακόμα κι αν περιλαμβάνουν όλες τις «στρατηγικού χαρακτήρα επιχειρήσεις» (ένας εντελώς ασαφής όρος που χρησιμοποιείται στα επίσημα κείμενα της ΛΑΕ και θα πρέπει σ’ ένα πολιτικό πρόγραμμα να διασαφηνίζεται), δεν αποτελούν μεταβατική διεκδίκηση, γιατί δεν περιλαμβάνουν καμία γέφυρα σύνδεσης με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Η κοινωνικοποίηση είναι μια έννοια διαφορετική από την κρατικοποίηση. Κρατικοποίηση σημαίνει υπαγωγή του ελέγχου μιας επιχείρησης στο αστικό κράτος, χρησιμοποίηση των πόρων και των εσόδων της σύμφωνα με τις προτεραιότητες και τις ανάγκες που αυτό θέτει, οι οποίες σε τελική ανάλυση υπηρετούν πάντα τα συμφέροντα των καπιταλιστών. Αντίθετα, η κοινωνικοποίηση συνεπάγεται το πέρασμα της επιχείρησης, όχι στον έλεγχο του γραφειοκρατικού αστικού κράτους, αλλά στον έλεγχο της εργαζόμενης κοινωνίας διαμέσου της νέας εξουσίας που η ίδια θεμελιώνει. Κοινωνικοποίηση σημαίνει ότι οι πόροι και τα έσοδα μιας επιχείρησης χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις προτεραιότητες που θέτει, μέσα από ένα κεντρικό, δημοκρατικό πλάνο, η ίδια η εργαζόμενη κοινωνία με κοινωφελή κριτήρια. Κοινωνικοποίηση σημαίνει επίσης, δημοκρατική διοίκηση των επιχειρήσεων από τους ίδιους τους εργαζόμενους και την εργαζόμενη κοινωνία σαν σύνολο.

Η ΛΑΕ θα πρέπει να αντικρούσει το ψευτο-επιχείρημα ότι οι εργαζόμενοι τάχα, δεν έχουν γνώσεις για να διοικήσουν τις επιχειρήσεις. Οι καπιταλιστές διαθέτουν ένα ολόκληρο επιτελείο από υπαλλήλους και ειδικούς, που διευθύνουν για λογαριασμό τους. Με τον ίδιο τρόπο, οι εργαζόμενοι μέσα από τα δημοκρατικά τους όργανα, θα συνεργαστούν με αφοσιωμένους στην υπόθεση του σοσιαλισμού ειδικούς. Οι εργαζόμενοι θα αποφασίζουν, λαμβάνοντας υπόψη τη συμβουλευτική γνώμη των ειδικών.

Το παράδειγμα των γραφειοκρατικά παραμορφωμένων εργατικών κρατών του 20ου αιώνα (ΕΣΣΔ, Ανατολική Ευρώπη κλπ), έδειξε ότι είναι εντελώς αδύνατο,ένα στρώμα γραφειοκρατών να διευθύνει «από τα πάνω» την οικονομία. Μόνο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, που σαν παραγωγοί και καταναλωτές συμμετέχουν σε κάθε στάδιο της οικονομικής δραστηριότητας και σε κάθε κλάδο της παραγωγής, μπορούν να διευθύνουν και να αναπτύξουν σχεδιασμένα την οικονομία προς όφελος της κοινωνίας.

Το πρόγραμμα της ΛΑΕ θα πρέπει να περιλαμβάνει τις ακόλουθες διεκδικήσεις σχετικά με τις μεγάλες επιχειρήσεις και την οικονομική ανάπτυξη:

  • Άμεση μετατροπή σε κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις και ένταξη σε ενιαίους κοινωνικοποιημένους φορείς κατά κλάδο:
    • όλων των υπαρχόντων κρατικών επιχειρήσεων
    • των μεγάλων επιχειρήσεων στις οποίες έχει το κράτος μετοχικά μερίδια ή ιδιωτικοποιήθηκαν με τα Μνημόνια
    • των μεγάλων επιχειρήσεων που θα πρέπει να απαλλοτριωθούν επειδήφοροδιαφεύγουν, εισφοροδιαφεύγουν ήεξαιτίας της άρνησής τους να μειώσουν τις ώρες εργασίας για να ανοίξουν θέσεις εργασίας για τους ανέργους
    • των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων που έκλεισαν με την κρίση και που θα πρέπει να επαναλειτουργήσουν από τους ίδιους τους εργαζόμενους.

Οι διοικήσεις στις κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις θα πρέπει να αποτελούνται κατά 1/3 από εργαζόμενους του συγκεκριμένου χώρου, 1/3 από τους εργαζόμενους καταναλωτές (Συνδικάτα, Αγροτικούς και άλλους επαγγελματικούς συλλόγους, Τοπική Αυτοδιοίκηση) και 1/3 από τους εκπροσώπους της εκλεγμένης κυβέρνησης. Οι αντιπρόσωποι αυτοί πρέπει να εκλέγονται με ετήσια θητεία, να είναι ανακλητοί και να αμείβονται με μισθό ίσο με αυτόν του ειδικευμένου εργάτη.

  • Κοινωνικοποίηση του συνόλου του τομέα των μεταφορών, των συγκοινωνιών, της ύδρευσης, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, του ορυκτού πλούτου, των υποδομών και των κατασκευών με τη δημιουργία ενιαίων μονοπωλιακών κρατικών κοινωφελών οργανισμών που θα διοικούνται όπως και οι κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις. Η κοινωνικοποίηση αυτών των τομέων είναι απαραίτητη για να εξοικονομηθούν πόροι για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, για να μειωθεί το κόστος παραγωγής, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της απουσίας κρατικών προγραμμάτων στέγασης για τους εργαζόμενους, για να γίνουν φθηνά και χρήσιμα δημόσια έργα, για να δημιουργηθεί μια πανίσχυρη βάση για το σχεδιασμό του συνόλου της οικονομίας προς όφελος της κοινωνίας.

  • Κοινωνικοποίηση των εταιρειών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και απόδοση του εξοπλισμού τους για ελεύθερη χρήση στις κάθε είδους ενώσεις των δημοσιογράφων και των εργαζόμενων πολιτών. Η αισχρή προπαγάνδα των αστικών ΜΜΕ κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015, απέδειξε πόσο ζωτική είναι η υπόθεση της αφαίρεσης του μονοπωλιακού ελέγχου της ενημέρωσης από τα χέρια της άρχουσα τάξης.

  • Κοινωνικοποίηση της μεγάλης ιδιοκτησίας γης για την οργάνωση μεγάλων σύγχρονων καλλιεργειών κοινωνικής ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης. Παροχή κινήτρων για τη συνένωση των αγροτών μικροϊδιοκτητών σε συνεταιρισμούς υπό τον έλεγχο του κράτους, που θα πάρουν στα χέρια τους την προμήθεια πρώτων υλών, την επεξεργασία, συσκευασία και διάθεση των προϊόντων τους για κατανάλωση, χωρίς μεσάζοντες.

  • Δημιουργία Πανελλαδικού Συμβουλίου Κοινωνικοποιήσεων και Σχεδιασμού της οικονομίας με τη σύνθεσή του ενδεικτικά να αποτελείται κατά 1/3 από εκλεγμένους και ανακλητούς αντιπροσώπους από πανελλαδικές επιτροπές εργατικού ελέγχου, 1/3 εκπροσώπους από τα εργατικά συνδικάτα και άλλες μαζικές οργανώσεις του εργαζόμενου λαού (μικροεπαγγελματιών, αγροτών, μικροϊδιοκτητών) και 1/3 από εκπροσώπους της εκλεγμένης κυβέρνησης. Το Συμβούλιο θα είναι το εκτελεστικό όργανο του δημοκρατικού σχεδιασμού της οικονομίας, διαθέτοντας ένα επιτελείο αφοσιωμένων στο σοσιαλισμό επιστημονικών συμβούλων,που θα αμείβονται στο ύψος του μισθού ενός ειδικευμένου εργάτη.

  • Κατάρτιση από το Πανελλαδικό Συμβούλιο Κοινωνικοποιήσεων και Σχεδιασμού ενός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος για την κοινωνικοποίηση όλων των μεγάλων επιχειρήσεων της βιομηχανίας, των υπηρεσιών και του εμπορίου. Ενδεικτικά στην ελληνική βιομηχανία, ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου διευκολύνει το έργο των κοινωνικοποιήσεων. Τη δεκαετία του 1980 τα βιομηχανικά μονοπώλια που έλεγχαν το 70-80% της παραγωγής ή αλλιώς οι βιομηχανικές επιχειρήσεις «στρατηγικής σημασίας», υπολογίζονταν σε λίγο πάνω από 200. Σήμερα, ο αριθμός τους έχει μειωθεί, προσεγγίζοντας τις 100 και με βάση τα πορίσματα όλων των μεγάλων στατιστικών εταιρειών και οργανισμών, διαθέτουν πλέον πολύ μεγαλύτερη πολυκλαδικότητα, με πλοκάμια στις τράπεζες, το εμπόριο και τις άλλες υπηρεσίες, διευκολύνοντας έτσι το έργο του κεντρικού σχεδιασμού.

  • Φθηνές πιστώσεις, διαγραφή χρεών και κίνητρα για τη συνένωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε μεγαλύτερες μονάδες και για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό τους υπό τον έλεγχο του κράτους.

 

7. Κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο

 

Η επιδείνωση της κατάστασης του ελληνικού καπιταλισμού αντανακλάται στο γεγονός ότι η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια χώρα που εισάγει τα πάντα, ακόμα και αυτά που κατέχει σε αφθονία, όπως το ελαιόλαδο ή τα εσπεριδοειδή.Η Ελλάδα παρ’ όλα αυτά, διαθέτει σημαντικό φυσικό και ορυκτό πλούτο και έχει έναν υψηλό δείκτη μόρφωσης και εξειδίκευσης, σχεδόν σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Στο πλαίσιο μιας κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας, θα μπορούσε να αναπτύξει με σχετικά γοργούς ρυθμούς τη γεωργία και τη βιομηχανία, καρπωνόμενη σημαντικά οικονομικά ποσά από το εξωτερικό εμπόριο που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις στην παραγωγή και την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας και ταυτόχρονα, να τροφοδοτήσουν προγράμματα κοινωνικής πολιτικής.
Η ΛΑΕ θα πρέπει να υπερασπίσει απαραίτητα την προγραμματική διεκδίκηση της επιβολής κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο,σαν φυσική προέκταση της υπεράσπισης μιας κοινωνικοποιημένης κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας. Το κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο είναι ένα μέτρο ζωτικής σημασίας για τηθωράκιση της σχεδιασμένης οικονομίας απέναντι στην απειλή της διείσδυσης και της κυριαρχίας του ξένου κεφαλαίου. Η απαλλαγή από τα καπιταλιστικά υπερκέρδη και η σταδιακή αύξηση της παραγωγικότητας σαν αποτέλεσμα των ανώτερων μεθόδων της σχεδιασμένης οικονομίας, θα μπορέσει να κάνει τα ελληνικά προϊόντα φθηνότερα και πιο ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά.

 

8. Διεκδικήσεις για την εξοικονόμηση πόρων από τις σπατάλες του καπιταλισμού και την ανόρθωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων

 

Η απόκτηση των ικανών πόρων που θα εξασφαλίσουν μια αποφασιστική βελτίωση στο βιοτικό επίπεδο των μαζών μέσω των κοινωνικοποιήσεων, θα απαιτήσει έναν ορισμένο χρόνο. Για το λόγο αυτό, το πρόγραμμα της ΛΑΕ θα πρέπει να περιλαμβάνει διεκδικήσεις για μέτρα που θα εξαλείψουν την κατασπατάληση κοινωνικών πόρων από τον καπιταλισμό και το διεφθαρμένο κράτος του και θα οδηγούν στην άμεση ανόρθωση του τσακισμένου βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, με την ταυτόχρονη επανάκτηση των χαμένων από τα Μνημόνια δικαιωμάτων.

  • Διαμόρφωση των αποδοχών όλων των διοικητικών στελεχών του κράτους – συμπεριλαμβανομένων των αξιωματικών του στρατού, των σωμάτων ασφαλείας και των δικαστών, των μελών της κυβέρνησης, του Προέδρου της Δημοκρατίας, των βουλευτών και των Δημάρχων – στο ύψος του μισθού ενός ειδικευμένου εργάτη. Εξάλειψη των «εξόδων παραστάσεως», των ειδικών αποζημιώσεων, των «μυστικών κονδυλίων» και όλων των άλλων κρυφών κρατικών προνομίων των υψηλόβαθμων κρατικών υπαλλήλων και στελεχών.

  • Αναστολή μέχρι να ξαναμπεί η οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης κάθε δαπάνης για τον στρατό, εκτός των νέων μειωμένων δαπανών για μισθοδοσία προσωπικού και των δαπανών που θα κρίνει απόλυτα απαραίτητες μια επιτροπή αποτελούμενη από μέλη της κυβέρνησης, εκλεγμένους εκπροσώπους των φαντάρων και των κατώτερων αξιωματικών και εκπροσώπους των συνδικάτων.

  • Δήμευση των περιουσιακών στοιχείων όσων ευθύνονται για σκάνδαλα διαφθοράς και διασπάθισης του χρήματος των φορολογουμένων.

  • Να απαλλοτριωθεί και να αξιοποιηθεί για τις κοινωνικές ανάγκες ολόκληρη η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία. Τα έσοδα από αυτό το μέτρο να διοχετεύονται άμεσα στην Υγεία, την Παιδεία, την Πρόνοια και την Κοινωνική Ασφάλιση.Να γίνει πλήρης χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας, να επιβληθεί η απο-δημοσιοϋπαλληλοποίηση των κληρικών, με χρήση από την πλευρά τους των δικαιωμάτων που θα απολαμβάνουν οι άνεργοι (αυξημένο επίδομα ανεργίας για όσο διάστημα διαρκεί η ανεργία, ιατροφαρμακευτική κάλυψη κλπ) μέχρι να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα να συντηρούνται από τις εθελοντικές εισφορές των θρησκευόμενων πολιτών ή από άλλο επάγγελμα της αρεσκείας τους.

  • Κατάργηση όλων των ελαστικών σχέσεων εργασίας. Δουλειά με πλήρη δικαιώματα και ενιαίο ωράριο για όλους τους εργαζόμενους, γηγενείς και μετανάστες.

  • Δημιουργία Ενιαίου Ασφαλιστικού Ταμείου Μισθωτών που θα εγγυάται την παροχή αξιοπρεπούς σύνταξης και πλήρους ιατροφαρμακευτικής κάλυψης για όλους τους εργαζόμενους και τους άνεργους. Η χρηματοδότησή του πρέπει να είναι διμερής, με εισφορές μόνο από κράτος και εργοδοσία. Διοίκηση του νέου ταμείου από εκλεγμένους εκπροσώπους των εργαζομένων και της κυβέρνησης. Ορθολογικός καθορισμός νέων μειωμένων ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση, στη βάση της νέας πραγματικότητας που θα διαμορφώσει η σχεδιασμένη οικονομία.

  • Κατάργηση της ιδιωτικής Παιδείας, Υγείας και Ασφάλισης. Η άθλια κατάσταση των δημόσιων νοσοκομείων που απειλεί τη ζωή χιλιάδων φτωχών ανθρώπων κάνει επιβεβλημένη την εξεύρεση δραστικών λύσεων. Γι’ αυτό χρειάζεται η άμεση απαλλοτρίωση των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών παροχής υπηρεσιών Υγείας.

  • Οι μισθοί στο κράτος και τον ιδιωτικό τομέα, οι συντάξεις και τα κοινωνικά επιδόματα πρέπει σε πρώτη φάση να αυξηθούν όσο απαιτείται για να περάσουν όλοι οι εργαζόμενοι, οι απόμαχοι της δουλειάς και οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη τη στήριξη των κρατικών επιδομάτων εντός των ορίων μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, όπως θα τα προσδιορίσουν τα συνδικάτα. Αμέσως μετά, θα πρέπει να επιβληθεί Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή στους νέους μισθούς, τις συντάξεις και τα επιδόματα. Αυτό σημαίνει ότι το ύψος τους πρέπει να αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τη διακύμανση των τιμών στα είδη βασικής κατανάλωσης για μια εργατική οικογένεια.

  • Άμεση κάλυψη των επειγόντων κενών χρηματοδότησης στην Υγεία, την Παιδεία, την Πρόνοια και την Κοινωνική Ασφάλιση. Κατάρτιση ενός συγκεκριμένου οικονομικού πλάνου για τον ταχύτερο δυνατό διπλασιασμό των δαπανών για Παιδεία – Υγεία – Πρόνοια – Κοινωνική ασφάλιση – Εργατική Κατοικία και για τη γενναία χρηματοδότηση της Πολιτιστικής δημιουργίας και προγραμμάτων μαζικού λαϊκού Αθλητισμού.

 

9. Για μια εργατική κυβέρνηση, για ένα σοσιαλιστικό Σύνταγμα, για μια αληθινά δημοκρατική εξουσία!

 

Η συνεπής πάλη για τις διεκδικήσεις ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος θέτει μ’ έναν φυσικό τρόπο το ζήτημα της εξουσίας. Η πραγματοποίηση ακόμα και ενός μικρού μέρους από αυτές τις ζωτικές διεκδικήσεις, είναι αδύνατη από οποιαδήποτε αστική κυβέρνηση. Μόνο μια εργατική κυβέρνηση που θα στηρίζεται, θα ελέγχεται δημοκρατικά και θα λογοδοτεί στιςμαζικές εργατικές οργανώσεις μπορεί να εφαρμόσει στην εξουσία σταθερά και πλήρως ένα μεταβατικό πρόγραμμα. Η ΛΑΕ και τα άλλα εργατικά κόμματα (ΚΚΕ) και σχήματα της Αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α.) που συμμετέχουν ενεργά στους εργατικούς αγώνες, έχουν καθήκον να συντονίσουν τη δράση τους γύρω από το σύνθημα της πάλης για την εκλογή μιας εργατικής κυβέρνησης.

Το κράτος αναφέρεται πολύ συχνά στα επίσημα κείμενα της ΛΑΕως «δημόσιος τομέας» και«δημόσια διοίκηση». Αυτό συντελεί στη δημιουργία επιζήμιας σύγχυσης στους αριστερούς αγωνιστές, γιατί το κράτος δεν είναι μια ουδέτερη κοινωνικά δύναμη, αλλά ένα όργανο καταπίεσης της εργατικής τάξης και του φτωχού λαού στα χέρια της άρχουσας τάξης.

Το ίδιο λαθεμένη και ανακριβής είναι η επανειλημμένη αναφορά στα επίσημα κείμενα της ΛΑΕ στη «Δημοκρατία» γενικά, δίχως ταξικό προσδιορισμό. Η σημερινή μορφή πολιτεύματος, η σημερινή «δημοκρατία», είναι η αστική δημοκρατία, που αποτελεί τον καλύτερο δυνατό τρόπο διακυβέρνησης και κυριαρχίας για την αστική τάξη, στους δοσμένους ταξικούς συσχετισμούς. Ο εργαζόμενος λαός δεν μπορεί να κατακτήσει μια δημοκρατία που θα προασπίζει τα δικά του συμφέροντα, χωρίς να αντικαταστήσει τη σημερινή αστική «δημοκρατία» με τη σοσιαλιστική, εργατική δημοκρατία.

Η ΛΑΕ θα πρέπει να διακηρύξει την ανάγκη η εργατική τάξη να συντρίψει μέσα από την πάλη της τοσημερινό γραφειοκρατικό, σπάταλο, διεφθαρμένο και αυταρχικό αστικό κρατικό μηχανισμό και να ιδρύσει τη νέα εξουσία των εργαζόμενων. Για να θεμελιωθεί αυτή η νέα εξουσία απαιτείται ο αγώνας για τις ακόλουθες διεκδικήσεις:

– Δομικές αλλαγές στη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών και οργανισμών:

• Ο μισθός των κρατικών υπαλλήλων και αξιωματούχων να μην ξεπερνά το μισθό του ειδικευμένου βιομηχανικού εργάτη.
• Όλες οι κρατικές υπηρεσίες και οργανισμοί να διοικούνται από εκλεγμένα και ανακλητά όργανα, που θα αποτελούνται από εκπροσώπους των οργανώσεων της εργατικής τάξης, της εκλεγμένης κυβέρνησης και των ίδιων των υπαλλήλων αυτών των υπηρεσιών και οργανισμών.

– Ριζική αναμόρφωση του στρατού:

• Πλήρη συνδικαλιστικά και πολιτικά δικαιώματα για όλους τους στρατιώτες και τους κατώτερους αξιωματικούς.
• Οι εκλεγμένες και ανακλητές επιτροπές στρατιωτών και κατώτερων αξιωματικών να αποφασίζουν για όλα τα ζητήματα που αφορούν τη μονάδα.
• Εκλογή και δικαίωμα ανάκλησης όλων των αξιωματικών από τους στρατιώτες. Μέτρα βελτίωσης της ζωής στις μονάδες (υγιεινή, διατροφή, επαρκείς άδειες) και αύξηση του μισθού του φαντάρου στο ύψος του επιδόματος ανεργίας.
• Επαρκής εκπαίδευση στα όπλα καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας.
• Όχι στον επαγγελματικό στρατό. Θητεία με εκπαίδευση στα όπλα όλου του εργαζόμενου λαού, σαν εγγύηση για την προάσπιση των δικαιωμάτων και των κατακτήσεών του.
• Αμοιβή όλων των αξιωματικών με το μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη.
• Πλαισίωση του στρατού από στρατιωτικά αποσπάσματα των εργατικών οργανώσεων που θα εκπαιδευτούν στα στρατόπεδα με έξοδα του κράτους.

– Ριζική αναμόρφωση των σωμάτων ασφαλείας:

• Κατάργηση όλων των ειδικών δυνάμεων καταστολής και αστυνόμευσης των αγώνων του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας.
• Απαγόρευση παρουσίας των σωμάτων ασφαλείας στους χώρους στους οποίους διεξάγεται πολιτική και συνδικαλιστική δραστηριότητα και επέκταση του ασύλου σε όλους τους εκπαιδευτικούς και εργασιακούς χώρους.
• Κατάργηση κάθε αυτοδιοίκητου των σωμάτων ασφαλείας. Υπαγωγή τους στον έλεγχο των μαζικών οργανώσεων του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας και μετατροπή τους σε λαϊκέςπολιτοφυλακές, με εκ περιτροπής συμμετοχή σε αυτές επίλεκτων μελών των μαζικών εργατικών οργανώσεων και της νεολαίας. Καθορισμός του προγράμματος εκπαίδευσής τους από εκλεγμένη επιτροπή εκπροσώπων από τις μαζικές οργανώσεις.

– Ριζικές αλλαγές στη δικαστική εξουσία:

• Κατάργηση των μισθολογικών προνομίων των δικαστών, αμοιβές στο ύψος ενός ειδικευμένου εργάτη.
• Εκλογή των δικαστών απευθείας από το λαό.
• Εφαρμογή ενός προγράμματος μαζικής λαϊκής επιμόρφωσης πάνω σ’ ένα αναμορφωμένο και εκσυγχρονισμένο Δίκαιο σύμφωνο με τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού.

– Δημοψήφισμα για ένα νέο Σύνταγμα που θα κατοχυρώνει:

• ως οικονομικό μοντέλο την κοινωνικοποιημένη, δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία
• ως πολίτευμα την εργατική, σοσιαλιστική δημοκρατία
• την υποχρέωση των λαϊκών αντιπροσώπων να δίνουν τακτικό απολογισμό στους εκλογείς τους και το δικαίωμα ανάκλησής τους από αυτούς ανά πάσα στιγμή
• τη συγχώνευση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας σε ένα εκλεγμένο και ανακλητό συμβούλιο του εργαζόμενου λαού, που θα ψηφίζει νόμους και θα εργάζεται για την εφαρμογή τους
• εκλογή αυτού του σώματος σε διετή θητεία, στη βάση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος και του πολυκομματισμού, με ένα εκλογικό σύστημα που θα προβλέπει αυξημένη αντιπροσώπευση για εκλογικές περιφέρειες με εργατική σύνθεση και θα συμπεριλαμβάνει εκλεγμένους και ανακλητούς εκπροσώπους των εργατών από όλους τους βασικούς βιομηχανικούς κλάδους
• πραγματική Τοπική Αυτοδιοίκηση μέσα από το πέρασμα της εξουσίας των δημοτικών αρχών στα ανά διετία εκλεγμένα με βάση το καθολικό εκλογικό δικαίωμα λαϊκά συμβούλια, που θα τα συναποτελούν εκπρόσωποι των συνοικιών και των εργαζόμενων από τις κατά τόπους παραγωγικές και οικονομικές μονάδες.

 

10. «Ασπίδα» στον πόλεμο κεφαλαίου και δανειστών η σοσιαλιστική και διεθνιστική πολιτική –Έξω από την ΕΕ – Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης!

 

Η εφαρμογή αυτού του προγράμματος θα σημάνει την έναρξη ενός πολύπλευρου πολέμου από το ντόπιο και το ξένο κεφάλαιο. Στο πλαίσιο αυτού του αναπόφευκτου πολέμου, ένα διάστημα μεγάλων πληθωριστικών πιέσεων και ελλείψεων ορισμένων – ακόμα και βασικών – αγαθών διαβίωσης, αλλά και αγαθών προηγμένης τεχνολογίας είναι αναπόφευκτο, μέχρι την εξάπλωση του σοσιαλιστικού παραδείγματος σε περισσότερες αναπτυγμένες χώρες. Όμως σε αυτό το διάστημα, η σχεδιασμένη οικονομία και η έμπρακτη διεθνιστική αλληλεγγύη της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας εργατικής τάξης θα γίνουν «ασπίδα», έτσι ώστε κανένας εργαζόμενος να μην πεινάσει, να μην κρυώσει, να μη μείνει άστεγος και να μπορεί να απολαμβάνει τα βασικά αγαθά της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και ό,τι άλλο συνιστά ένα μίνιμουμ, αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.

Το συνάλλαγμα για τις αναγκαίες εισαγωγές αγαθών, ενέργειας και πρώτων υλών, τουλάχιστον για το πρώτο δύσκολο διάστημα αρκετών μηνών και μέχρι να δημιουργηθεί η δυνατότητα για τις απαραίτητες, αμοιβαία επωφελείς διακρατικές οικονομικές συμφωνίες,μπορεί να βρεθεί μέσα από τη μετατροπή των τραπεζικών καταθέσεων σε εθνικό νόμισμα και από την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και των καταθέσεων που έχουν στο εξωτερικό οι μονοπωλιακές εταιρείες και οι τράπεζες της Ελλάδας.

Το τίμημα των δυσκολιών της περιόδου αυτής θα είναι πολύ μικρό μπροστά στο επίτευγμα της θεμελίωσης μιας κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας και μιας νέας κοινωνίας, όπου οι σημερινοί εκμεταλλευτές και όλα τα παρασιτικά και αυταρχικά εξαρτήματα της κυριαρχίας τους θα έχουν εξαλειφθεί, με ένα πρώτο αποφασιστικό και πραγματικό βήμα προς την πρόοδο και την ευημερία να έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

Η τρόικα και το κεφάλαιο έχουν μεγάλη δύναμη, αλλά η παγκόσμια εργατική τάξη είναι ακόμα πιο ισχυρή. Στο πρόσωπό της η εργατική κυβέρνηση θα βρει τον πιο πιστό και αποτελεσματικό της σύμμαχο. Η βέβαιη απόπειρα επιβολής οικονομικής ασφυξίας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την έναρξη μιας μεγάλης διεθνούς εκστρατείας αλληλεγγύης, στο πλαίσιο της οποίας, το διεθνές εργατικό κίνημα θα πιέσει τις αστικές κυβερνήσεις να σταματήσουν τα οικονομικά, στρατιωτικά και διπλωματικά αντίποινα και θα συγκεντρώσει χρήματα και αναγκαία είδη για την επιβίωση του ελληνικού εργαζόμενου λαού στον οικονομικό πόλεμο που θα υποστεί. Ταυτόχρονα, η ελληνική εργατική κυβέρνηση θα πρέπει να παράσχει κάθε υλική ή άλλη στήριξη στα κόμματα και τα κινήματα που παλεύουν στην Ευρώπη και τον κόσμο για την ανατροπή του καπιταλισμού και τη νίκη του σοσιαλισμού.

Η εργατική κυβέρνηση για την οποία πρέπει να παλεύει η ΛΑΕ θα πολιτευθεί στο διεθνές πεδίο ριζικά διαφορετικά από τις ως σήμερα ελληνικές κυβερνήσεις. Η αρχή της νέας «εξωτερικής» πολιτικής της χώρας πρέπει να είναι η αντίληψη ότι ο πιο πιστός σύμμαχος της σοσιαλιστικής Ελλάδας είναι οι ίδιοι εργαζόμενοι παγκόσμια, ανεξάρτητα από χώρα και φυλή.Θεμέλιος λίθος στην πολιτική της εργατικής κυβέρνησης πρέπει να είναι η δραστήρια επιδίωξη να επεκταθεί το επαναστατικό παράδειγμα της Ελλάδας και να κερδίσει έδαφος μέσα από την πάλη των εργαζόμενων στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο. Η εργατική κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που θα στέλνουν ένα μήνυμα διεθνιστικού αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και αντίστασης στον ιμπεριαλισμό.

Τα άμεσα μέτρα και οι άμεσες πρωτοβουλίες για μια τέτοια διεθνιστική πολιτική από την πλευρά της εργατικής κυβέρνησης για την οποία παλεύει η ΛΑΕ, πρέπει να είναι τα ακόλουθα:

– Αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και εκδίωξη των αμερικάνικων βάσεων από τη χώρα.

Το ΝΑΤΟ δεν είναι απλά ένας στρατιωτικός μηχανισμός. Είναι η στρατιωτική έκφραση του καπιταλισμού της εποχής των μονοπωλίων, δηλαδή του ιμπεριαλισμού. Είναι ένα σύμπλεγμα διοικητικών και πολιτικών θεσμών, που δεμένοι με χιλιάδες νήματα με τους ντόπιους μηχανισμούς της αστικής τάξης, σκοπό έχουν τη συντριβή του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς και την υπεράσπιση του καπιταλισμού. Η έξοδος από το ΝΑΤΟ δεν είναι μόνο ζήτημα αρχής. Είναι ζήτημα που έχει να κάνει με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων των εργαζόμενων και της επαναστατικής τους πορείας. Παραμονή στο ΝΑΤΟ σημαίνει παροχή χρόνου και χώρου από την εργατική κυβέρνηση για την προετοιμασία αντεπαναστατικών, υπονομευτικών ενεργειών και πραξικοπημάτων εναντίον της.

-Σύγκρουση με την καπιταλιστική ΕΕ και έξοδος από αυτήν.

Θέσεις που περιέχονται στις επίσημες έως τώρα διακηρύξεις της ΛΑΕ όπως ηπροσέγγιση της ΕΕ ως οργανισμού που υπέστη στη πορεία της ανάπτυξής του μια «αντιδραστική μετάλλαξη», αλλά και η υπεκφυγή της υποστήριξης ενός μελλοντικού δημοψηφίσματος για τη θέση της Ελλάδας σε αυτήν, είναι λαθεμένες και ελλιπείς. Η ΕΕ υπήρξε από την ίδρυσή της, μιας αντιδραστική ένωση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Η αστική κλίκα που διοικεί την ΕΕ σύμφωνα με τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών και των ευρωπαϊκών πολυεθνικών δεν μπορεί να ανεχθεί έστω και την υπόνοια εφαρμογής ενός μεταβατικού, αντικαπιταλιστικού – σοσιαλιστικού προγράμματος. Από τη φύση της η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος έρχεται σε σύγκρουση με το οικοδόμημα της ΕΕ, που είναι φτιαγμένο σύμφωνα με τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού μεγάλου κεφαλαίου. Βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα και το γράμμα των ιδρυτικών πράξεων, των Συνθηκών, των κανόνων και των επίσημων συμφωνιών της ΕΕ που προασπίζουν τον καπιταλισμό και την «ελεύθερη αγορά».

– Για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης!

Ο σοσιαλισμός είναι ένα σύστημα κοινωνικής και οικονομικής αρμονίας και ευημερίας. Σε συνθήκες πλήρους κυριαρχίας της παγκόσμιας αγοράς, όπου έχει δημιουργηθεί αντικειμενικά ένας ανεπτυγμένος διεθνής καταμερισμός εργασίας, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να οικοδομηθεί επαρκώς με τις παραγωγικές δυνάμεις μιας μόνης χώρας. Για τη σταθερή και πλήρη οικοδόμησή του σοσιαλισμού απαιτείται η συνένωση των παραγωγικών δυνάμεων πολλών μαζί αναπτυγμένων χωρών. Ο καπιταλισμός εξαιτίας των αντιφάσεων και των τρομερών ανταγωνισμών που αναπτύσσονται στους κόλπους του, είναι οργανικά ανίκανος να φέρει σε πέρας την ιστορικά προοδευτική διαδικασία ενοποίησης της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η μόνη δύναμη που μπορεί να επιτελέσει αυτό το καθήκον είναι η ευρωπαϊκή εργατική τάξη, κάτω από τη σημαία του σοσιαλισμού.

Συνεπώς η ΛΑΕ δεν πρέπει να περιορίζεται στη διεκδίκηση της εξόδου από την Ευρωζώνη και την ΕΕ. Θα πρέπει δραστήρια να υπερασπίζει και να προωθεί την υπόθεση της Ευρώπης των εργαζόμενων και του σοσιαλισμού! Μιας αδελφωμένης Ευρώπης, που θα θεσμοθετήσει νέες Συνθήκες, ικανές να εγγυώνται, όχι απλά μια ένωση διακίνησης εμπορευμάτων και ένα κοινό νόμισμα, αλλά έναν κοινό σχεδιασμό των παραγωγικών δυνάμεων για το αμοιβαίο όφελος των ευρωπαϊκών εργαζόμενων λαών. Η ΛΑΕ θα πρέπει να προβάλει αποφασιστικά το σύνθημα – διεκδίκηση «Για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης!».

Μεταβατικό πρόγραμμα και εργατικό κίνημα

Προϋπόθεση για να εφαρμοστεί στην εξουσία το μεταβατικό, αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα είναι η ανάπτυξη της πάλης του εργατικού κινήματος. Η ΛΑΕ θα πρέπει να συμμετάσχει στην πρώτη γραμμή του εργατικού αγώνα ενάντια στα Μνημόνια και τη λιτότητα, εξηγώντας όμως ότι και τα δύο, ως γεννήματα της βαθειάςκαι ανίατης κρίσης του καπιταλισμού, δεν μπορούν να καταργηθούν οριστικά χωρίς την πλήρη εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος στην εξουσία.

Για να βοηθήσει την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος καινα κερδίσει την υποστήριξή του σε αυτό το πρόγραμμα, η ΛΑΕ θα πρέπει να προπαγανδίσει και να δουλέψει μέσα στο κίνημα για τις ακόλουθες μεθόδους οργάνωσης και διεξαγωγής του εργατικού αγώνα:

– Διαρκής υπεράσπιση της ανάγκης για συντονισμό όλων των διάσπαρτων εργατικών κινητοποιήσεων.

– Υπεράσπιση της δημιουργίαςενός κοινού αγωνιστικού μετώπου του εργατικού κινήματος με τα χτυπημένα από την κρίση και ριζοσπαστικοποιημένα εργαζόμενα μικροαστικά στρώματα που κινητοποιούνται στον αγώνα ενάντια στα Μνημόνια (αγρότες, ελεύθεροι επαγγελματίες).

– Δραστήρια εκστρατεία ενάντια στη γραφειοκρατία και το ρόλο της στα συνδικάτα. Τα αποτελέσματα του τελευταίου συνεδρίου της ΓΣΕΕ, με τα υψηλά ποσοστά της ΠΑΣΚΕ και των δεξιών παρατάξεων, κατέδειξαν τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει την εργατική τάξη από τα συνδικάτα. Επιδίωξη της δημιουργίας ενός ενιαίου μετώπου της αντιμνημονιακής – αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε όλα τα συνδικάτα, που θα παλέψει για την κατάκτηση της πλειοψηφίας και τη μαζικοποίηση των συνδικάτων μέσα από την οργάνωση σε αυτά, των πιο νεανικών και μαχητικών τμημάτων της εργατικής τάξης.

– Εναλλακτικό σχέδιο αγώνα απέναντι στις συμβολικές και εκτονωτικές μεθόδους «πάλης» που επιβάλλει στο εργατικό κίνημα η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, με τις σποραδικές, ασύνδετες και χωρίς κλιμάκωση 24ωρες «γενικές» απεργίες, που οδήγησαν στις απανωτές μνημονιακές ήττες. Ενιαία και συντονισμένη κλιμάκωση του εργατικού αγώνα με αποκορύφωμα μια καλά προετοιμασμένη γενική πολιτική απεργία διαρκείας.

– Για την ανάπτυξη της πάλης του εργατικού κινήματος δεν αρκεί η δράση των συνδικάτων, που αγκαλιάζουν σήμερα ένα πολύ μικρό τμήμα της εργατικής τάξης, ειδικά τα πιο ειδικευμένα και τα πιο καλοπληρωμένατμήματα. Απαιτούνται μορφές οργάνωσης που θα αγκαλιάζουν ολόκληρη την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Τέτοιες μορφές οργάνωσης είναι διαδοχικά, ανά βαθμίδα ανάπτυξης του αγώνα, οι απεργιακές επιτροπές, οι εργοστασιακές επιτροπές σε περίπτωση απεργιών με κατάληψη εργοστασίων και τελικά, τα συμβούλια των αγωνιζόμενων εργατικών μαζών με εκλεγμένες και ανακλητές κατά χώρο και πόλη επιτροπές αγώνα, που θα συντονίζονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτές οι μορφές οργάνωσης όμως, δεν μπορούν να επιβληθούν τεχνητά στο κίνημα των μαζών. Θα πρέπει να συμβαδίζουν με την εμπειρία και την ανάπτυξη της πάλης τους. Αντιστοιχούν σε μια αναπτυγμένη βαθμίδα της ταξικής πάλης, όπου ευρύτατα στρώματα των μαζών έχουν μπει αποφασιστικά στο προσκήνιο.

– Η άρχουσα τάξη, όπως έδειξε τα προηγούμενα χρόνια, θα απαντήσει με κρατική βία και καταστολή σε κάθε μαζική κινητοποίηση, υποβοηθούμενη από φασιστικές συμμορίες. Για την περιφρούρηση του εργατικού αγώνα από την κρατική και φασιστική βία η ΛΑΕ θα πρέπει να προωθήσει τη δημιουργία κατάλληλα εξοπλισμένων απεργιακών φρουρών, που μέσα από τη γενίκευση του κινήματος θα αποτελέσουν τον πυρήνα για να δημιουργηθούν συντονισμένες μεταξύ τους ομάδες εργατικής αυτοάμυνας και τελικά, εργατικές – λαϊκές πολιτοφυλακές, δημοκρατικά ελεγχόμενες από τις μαζικές οργανώσεις, που θα θέσουν υπό αμφισβήτηση και θα είναι σε θέση να αντικαταστήσουν τις αυταρχικές, αντιδραστικές και εχθρικές στο λαό κρατικές δυνάμεις καταστολής.

– Υπεράσπιση της δημιουργίας του Ενιαίου Μετώπου όλων των εργατικών κομμάτων και οργανώσεων που θέλουν να αγωνιστούν για τα εργατικά συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένων του ΚΚΕ, της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πάνω σε ένα κοινά συμφωνημένο πλαίσιο δράσης, που θα πραγματοποιηθεί με το δημοκρατικό έλεγχο και την οργάνωση της βάσης τους σε μετωπικές επιτροπές δράσης. Η ΛΑΕ θα πρέπει να υπερασπίσει ως ενδεδειγμένα, αλλά όχι ως προαπαιτούμενα, γι’ αυτό για το μέτωπο, το μεταβατικό πρόγραμμα και τις μορφές οργάνωσης της πάλης που προαναφέρθηκαν.

Είναι «ώριμη» η εργατική τάξη για ένα μεταβατικό, αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα;

Ορισμένα πολιτικά στελέχη και πολιτικοί σχολιαστές υποστηρίζουν συχνά, ότιαν η ΛΑΕ υιοθετούσε ένα αληθινά μεταβατικό, αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα,δεν θα μπορούσε να συσπειρώσει ευρύτερα τμήματα των μαζών. Αυτός ο ισχυρισμός είναι ριζικά λαθεμένος.Υποτιμά τη ριζοσπαστικοποίηση που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια σε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, που φανερώθηκε με το ξέσπασμα μεγάλωνκινημάτων όπως το «κίνημα των πλατειών», με τη διεξαγωγή δεκάδων γενικών απεργιών, με τηνεντυπωσιακή ώθηση ενός μικρού κόμματος προερχόμενου από το κομμουνιστικό κίνημα στην εξουσία και πιο πρόσφατα, με τη μαζική ψήφιση του «Όχι» στο δημοψήφισμα κόντρα στις απειλές για οικονομικά αντίποινα από ολόκληρο τον συνασπισμένο δυτικό ιμπεριαλισμό.

Ακόμα και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, οι οποίες διεξήχθησαν μέσα σ’ ένα κλίμα απογοήτευσης από την προδοσία της κυβέρνησης Τσίπρα, το γεγονός ότι το ΚΚΕ – παρά την ακραία σεχταριστική πολιτική της ηγεσίας του – απέσπασε διπλάσιο αριθμό ψήφων συγκριτικά με τη ΛΑΕ έχοντας σαν «σημαία» την αναγκαιότητα της ανατροπής του καπιταλισμού και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό,είναι αξιοσημείωτο. Αποδεικνύει ότι στην ελληνική κοινωνία, παρά την προσωρινή κυριαρχία της απελπισίας και της πολιτικής απογοήτευσης, υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα εργαζόμενων και νέων που υποστηρίζουν το σοσιαλισμό και αντιλαμβάνονται τον αγώνα για τη μετάβαση σ’ αυτόν ως ένα επίκαιρο καθήκον, χωρίς να πείθονται από προγράμματα ανύπαρκτων «ενδιάμεσων», «αντιμνημονιακών» σταδίων.

Ασφαλώς όμως, ένα αληθινά μεταβατικό, αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα δεν θα μπορούσε από μόνο του,να έχει αλλάξει αυτόματατη μοίρα της ΛΑΕ. Όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, τα προηγούμενα καθοριστικά λάθη του ηγετικού της πυρήνα, ως ηγεσία της ΑΠ στον ΣΥΡΙΖΑ, έχουν διαμορφώσει στις μάζες ένα κλίμα δυσπιστίας για το νέο πολιτικό φορέα. Το σίγουρο είναι, ότι με ένα αληθινά μεταβατικό, αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα, η ΛΑΕ θα αποκτήσει μια βασική προϋπόθεση για να συσπειρώσει ένα πολυάριθμο και μαχητικό δυναμικό αγωνιστών από τις τάξεις της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας του «Όχι», εξασφαλίζοντας την προοπτική για μια ισχυρή ανάπτυξη της επιρροής της στο άμεσο μέλλον. Αντίθετα, με ένα πρόγραμμα ουτοπικού «ενδιάμεσου», «δημοκρατικού» και «αντιμνημονιακού» σταδίου, η ΛΑΕ θα συνεχίζει να αντιμετωπίζεται με δυσπιστία από τα πιο ριζοσπαστικά και πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, δίνοντάς τους την εικόνα ενός «νέου ΣΥΡΙΖΑ».

Εθνικό νόμισμα : γιατί είναι σοβαρό λάθος η επικέντρωση σε αυτό

Ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ έχει επιλέξει να δομήσει το νέο πολιτικό φορέα επικεντρωμένος στο εθνικό νόμισμα. Σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις τους από τις εκλογές μέχρι και σήμερα,τα στελέχη του ηγετικού πυρήνα υποστηρίζουν ότι το εθνικό νόμισμα είναι αναγκαίο «εργαλείο» που θα αντιμετωπίσει το «αποφασιστικής σημασίας πρόβλημα της ρευστότητας», θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας, στον εξορθολογισμό του εξωτερικού εμπορίου και στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αυτές οι ιδέες είναι λαθεμένες.
Η επικέντρωση στο εθνικό νόμισμα αντανακλά μια λαθεμένη, μη μαρξιστική αντίληψη για τα αίτια της κρίσης. Εκφράζει τη ρεφορμιστική τάση για αναζήτηση λύσεων στα προβλήματα των μαζών, όχι στο πεδίο της παραγωγής, αλλά στο πεδίο της διανομής και της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Εκείνοι που προσεγγίζουν την καπιταλιστική κρίση σαν ζήτημα «ρευστότητας» είναι οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι και οι ρεφορμιστές. Αντίθετα ο μαρξισμός στρέφει το βλέμμα του στην καπιταλιστική παραγωγή. Η ρίζα της καπιταλιστικής κρίσης βρίσκεται στις εκμεταλλευτικές καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, στη θεμελιώδη καπιταλιστική αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική ιδιοκτησία και την παραγωγή με σκοπό το κέρδος.

Όπως εξήγησε ο Μαρξ στο «Κεφαλαίο», η εγγενής στον καπιταλισμό τάση για απεριόριστη αύξηση της παραγωγής έρχεται σε αντίφαση με τον περιορισμένο σκοπό της παραγωγής, το κέρδος, που βγαίνει από την απλήρωτη εργασία των εργατών. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μεγάλων ποσοτήτων κεφαλαίων που δεν συμφέρει πια τους καπιταλιστές να τοποθετηθούν στην παραγωγή. Έτσι δημιουργείται υπερπαραγωγή κεφαλαίου και εμπορευμάτων για τα δεδομένα της διαθέσιμης αγοραστικής δύναμης της κοινωνίας σε συνθήκες καπιταλισμού. Η καπιταλιστική παραγωγή μπλοκάρει και οδηγούμαστε στην κρίση, που έχει τον χαρακτήρα κρίσης υπερπαραγωγής ή αλλιώς, υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων.

Η γενικευμένη έλλειψη «ρευστότητας» είναι σύμπτωμα και όχι η αιτία αυτής της κρίσης. Σε συνθήκες κρίσης, το χρήμα μοιάζει να έχει εξαφανιστεί. Οι καπιταλιστές δεν επενδύουν. Οι τράπεζες δεν δανείζουν. Οι εργαζόμενοι καταναλωτές δεν έχουν χρήματα για να καταναλώσουν. Η αγορά συρρικνώνεται διαρκώς και το πρόβλημα επιτείνεται, όταν όπως συμβαίνει σήμερα, υπάρχουν τεράστια συσσωρευμένα χρέη. Οι ρεφορμιστές και οι κεϋνσιανοί, από αυτή την κατάσταση βγάζουν το συμπέρασμα ότι για να αντιμετωπιστεί η κρίση χρειάζεται να τυπωθεί περισσότερο χρήμα για να «ριχθεί» στην οικονομία. Οι «ευρωπαϊστές» ρεφορμιστές του ΣΥΡΙΖΑ οραματίστηκαντο τύπωμα περισσότερων χαρτονομισμάτων του ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι πατριώτες ρεφορμιστές του ηγετικού πυρήνα της ΛΑΕ οραματίζονται το ελεύθερο τύπωμα εθνικών χαρτονομισμάτων από την εθνική κεντρική τράπεζα.

Οι κομμουνιστές αντίθετα, οφείλουν να τονίζουν ότι τα χαρτονομίσματα, όποιο όνομα ή σύμβολο και αν έχουν, δεν έχουν αξία από μόνα τους. Πρέπει να αντανακλούν αξίες παραγόμενες στην πραγματική παραγωγή. Αν διοχετευθούν μάζες χαρτονομισμάτων στην οικονομία, το αποτέλεσμα,αργά ή γρήγορα, θα είναι ο εκρηκτικός πληθωρισμός και η γρήγορη απώλεια της αρχικής αξίας που αντανακλούσαν τα χαρτονομίσματα αυτά. Έτσι η πιο επείγουσα ανάγκη είναι η επίτευξη μιας επαναστατικής αλλαγής στη ρίζα της κρίσης, στο πεδίο της παραγωγής και των σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντί για το τύπωμα περισσότερων χαρτονομισμάτων, το βασικό πολιτικό καθήκον είναι το πέρασμα των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής σε καθεστώς κοινωνικής ιδιοκτησίας, για να σχεδιαστεί η οικονομική ανάπτυξη προς όφελος της κοινωνίας και να γίνει εφικτή η δικαιότερη δυνατή διανομή των αγαθών. Άρα η προϋπόθεση και το αληθινό «απαραίτητο εργαλείο» για να αντιμετωπιστεί το σύμπτωμα της «έλλειψης ρευστότητας» είναι η εφαρμογή ενός αντικαπιταλιστικού, σοσιαλιστικού προγράμματος και όχι το ελεύθερο τύπωμα εθνικού νομίσματος.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα ζητήματα στα οποία ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ υποστηρίζει ότι θα έχει ευεργετική επίδραση το εθνικό νόμισμα, δηλαδή στην ανεργία, τον εξορθολογισμό του εξωτερικού εμπορίου και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Η ανεργία μπορεί να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά μόνο από μια κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένη, κοινωνικοποιημένη οικονομία, που θα συμπεριλάβει στην παραγωγή όλους τους άνεργους,στη βάση ενός συγκεκριμένου πλάνου. Το εξωτερικό εμπόριο μπορεί να εξορθολογιστεί μόνο μέσα από την επιβολή του κρατικού μονοπωλίου στις εισαγωγές και τις εξαγωγές, που αποτελεί θεμελιακό πυλώνα μιας σχεδιασμένης οικονομίας. Η αναγκαία ανασυγκρότηση από τη μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων που επέφερε η καπιταλιστική κρίση, μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν καταργηθεί η καπιταλιστική αναρχία της παραγωγής. Για να συμβεί αυτό, επίσης προϋπόθεση είναι η εγκαθίδρυση μιας κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας. Το κεντρικό δίλλημα της εποχής μας λοιπόν, δεν είναι το παραπλανητικό «ευρώ ή δραχμή», αλλά το «καπιταλισμός ή σοσιαλισμός».

Ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ αντιτείνει σε αυτή την κριτική τον ισχυρισμό ότι δεν υπερασπίζει το εθνικό νόμισμα από μόνο του, αλλά σε συνδυασμό με ορισμένα αναγκαία ριζοσπαστικά μέτρα. Όμως τα όποια επιβεβλημένα ριζοσπαστικά μέτρα περιέχονταιτόσο στην προεκλογική όσο και στην νέα προγραμματική διακήρυξη της ΛΑΕ,έχουν μικρή έκταση και είναι εντελώς ανεπαρκή, καθώς αφήνουν τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της οικονομίας στα χέρια της αστικής τάξης, ενώ ταυτόχρονα δεν θίγουν τον πυρήνα του αστικού κράτους. Στην πραγματικότητα σταματούν στην περιγραφή μιας «προοδευτικής», «αντιμνημονιακής» καπιταλιστικής Ελλάδας της δραχμής.Όμως όπως ήδη εξηγήσαμε, πάνω στο έδαφος της βαθειάς καπιταλιστικής κρίσης δεν υπάρχει ηδυνατότητα για καμίας μορφής προοδευτική καπιταλιστική Ελλάδα. Η καπιταλιστική Ελλάδα της υποτιμημένης δραχμής, θα είναι μια χώρα με ακόμα χαμηλότερο εργατικό εισόδημα από το σημερινό, υψηλό πληθωρισμό, πιθανότητα σοβαρών ελλείψεων σε εισαγόμενα αγαθά, διαρκές οικονομικό σαμποτάζ από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, βαθύτερη ύφεση και νέα ισχυρή τάση για υπερχρέωση και διαρκή άγρια λιτότητα. Έτσι λοιπόν,δεν συνιστά λύση για τα σημερινά βάσανα των μαζών η μετάβαση σε μια Ελλάδα χωρίς ευρώ, αλλά η κατάκτηση μιας Ελλάδας χωρίς καπιταλισμό, μιας Ελλάδας της σχεδιασμένης οικονομίας, σαν αναπόσπαστο τμήμα του αγώνα για μια σοσιαλιστική Ευρώπη.

Μήπως όμως όλα αυτά σημαίνουν ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη και ηνομισματική απεμπλοκήαπό την ΕΚΤ είναι ασήμανταζητήματα; Η απάντησή μας είναι «ασφαλώς όχι». Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι μέσα στην Ευρωζώνη και την καπιταλιστική ΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Η έκδοση εθνικού νομίσματος θα είναι ένα αναπόφευκτο, τεχνικό μέσο για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο πρόγραμμα. Θα είναι η τεχνική συνέπεια του αντικειμενικού γεγονότος ότι αυτό το πρόγραμμα δεν μπορεί να εφαρμοστεί μέσα στην Ευρωζώνη. Όμως το βασικό πρόβλημα παραμένει το γεγονός ότι η ΛΑΕ δεν έχει σήμερα ένα τέτοιο σοσιαλιστικό πρόγραμμα και το ότι ο ηγετικός της πυρήνας κάνει την απόπειρα να το υποκαταστήσει, με τον υπερτονισμό των «ευεργετικών» επιδράσεων που θα έχει η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, σε συνδυασμό με ορισμένα ριζοσπαστικά μέτρα πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού.

Εθνικό νόμισμα και σοσιαλιστική μετάβαση

Ποια είναι όμως η διαφορά που υπάρχει στην εισαγωγή του εθνικού νομίσματος σε μια κοινωνικοποιημένη, κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία και κάτω από μια εργατική εξουσία συγκριτικά με την εισαγωγή του εθνικού νομίσματος στο έδαφος του καπιταλισμού και κάτω από την υφιστάμενη, αστική κρατική εξουσία;

Η νομισματική υποτίμηση και ο πληθωρισμός θα είναι φαινόμενα αναπόφευκτα κατά την πρώτη περίοδο, κύρια σαν αποτέλεσμα της οικονομικής αποδιοργάνωσης που θα έχει κληρονομηθεί από την καπιταλιστική κρίση, αλλά και εξαιτίας του εχθρικού καπιταλιστικού περιβάλλοντος. Το ίδιο αναπόφευκτες θα είναι και οι ελλείψεις σε αναγκαίο τεχνολογικό εξοπλισμό και άλλα εισαγόμενα αγαθά. Όμως με μια εργατική εξουσία που θα ξεκινά τη διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, θα υπάρχουν εξαρχής τρία καθοριστικά στοιχεία,που προοδευτικά θα αλλάζουν τη μοίρα του εργαζόμενου λαού και που δεν μπορούν να υπάρξουν πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού.

Το πρώτο στοιχείο είναι το γεγονός ότι ο δημοκρατικός έλεγχος του κράτους και των βασικών μοχλών της οικονομίας από τους εργαζόμενους, θα εξοικονομήσει μια μεγάλη ποσότητα εθνικού εισοδήματος που σήμερα καταληστεύεται από τους καπιταλιστές και τους κρατικούς τους υπηρέτες μέσω της διαφθοράς και των γραφειοκρατικών προνομίων. Έτσι από την πρώτη στιγμή, θα βρεθούν πόροι για να λιγοστέψουν οι θυσίες και τα βάσανα του λαού.

Το δεύτερο στοιχείο είναι το γεγονός ότι μέσω του ορθολογικού σχεδιασμού της οικονομίαςμε κριτήριο της κοινωνικές ανάγκες που είναι αδύνατος σε συνθήκες καπιταλισμού, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για το οριστικό ξεπέρασμα των αναπόφευκτων προαναφερόμενων δυσκολιών που συνεπάγεται η έκδοση εθνικού νομίσματος και θα ανοίξει ο δρόμος για μια αλματώδη, επωφελή για το κοινωνικό σύνολο οικονομική ανάπτυξη.

Το τρίτο στοιχείο θα είναι το αναπόφευκτο κύμα διεθνούς αλληλεγγύης που θα δημιουργήσει το επαναστατικό, σοσιαλιστικό παράδειγμα, το οποίο θα είναι τόσο ισχυρό, που αργά ή γρήγορα, η σοσιαλιστική Ελλάδα θα γίνει πρότυπο για την ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Έτσι αντικειμενικά θα τεθεί η βάση για το ξεπέρασμα της αναπόφευκτης αρχικής απομόνωσης της χώρας και για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού με τη συνεργασία πολλών αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών.

Είναι οι καπιταλιστές μόνιμοι πολέμιοι του εθνικού νομίσματος;

Στο πλαίσιο της αναζήτησης επιχειρημάτων για να στηριχθεί η θέση ότι το εθνικό νόμισμα είναι ένα «σημαντικό εργαλείο προόδου», ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ υπερτονίζει την υποστήριξη που δίνουν τώρα οι Ευρωπαίοι και οι Έλληνες καπιταλιστές στο ευρώ και την αντιμετωπίζει σαν μια μόνιμη κατάσταση. Όμως κανένας καπιταλιστής δεν έχει φετίχ με κανένα νόμισμα. Οι ίδιοι καπιταλιστές που σήμερα ορκίζονται στο ευρώ, αύριο, αν τα συμφέροντά τους το επιβάλουν, θα «πίνουν νερό» στο όνομα της δραχμής, του μάρκου, του φράγκου ή της λιρέτας. Αυτή είναι μια απόλυτα πιθανή προοπτική.

Όπως έδειξε η Σύνοδος Κορυφής του Ιουλίου του 2015 και το περίφημο «σχέδιο Σόιμπλε», οι Βορειοευρωπαίοι καπιταλιστές, εξετάζουν πολύ σοβαρά τη μελλοντική ώθηση της Ελλάδας στο εθνικό νόμισμα,ως πιθανή αφετηρία για μια συνολικότερη αλλαγή της σύνθεσης της Ευρωζώνης, από ανάγκηνα αποφύγουν να μετατραπούν οι ίδιοι σε μόνιμους χορηγούς τεράστιων δανείων στις χώρες του Νότου, που δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρωθούν.

Από τη δική τους πλευρά, οι Έλληνες καπιταλιστές είναι πολύ πιθανό στο άμεσο μέλλον, μετά από την αποτυχία απανωτών μνημονιακών προγραμμάτων, να επιλέξουν μια κοινά συμφωνημένη «συντεταγμένη» έξοδο από την Ευρωζώνη, σαν ένα πιο αποτελεσματικό μέσο για να μειώσουν το εργατικό κόστος, να δημιουργήσουν επενδυτικό ενδιαφέρον και να δώσουν ταυτόχρονα τόνωση στις εξαγωγές και τον τουρισμό. Είναι πολύ σοβαρό λάθος λοιπόν,το να θεωρείται ότι οι έλληνες καπιταλιστές θα είναι πάντοτε οπαδοί του ευρώ και πολέμιοι του εθνικού νομίσματος.

Η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, θα σηματοδοτεί όπως προβλέπουν εκτός από τους μαρξιστές και μια σειρά σοβαρών αστών οικονομολόγων, το αναπόφευκτο επόμενο στάδιο της κρίσης. Αν η ΛΑΕ διατηρήσει σαν κεντρική σημαία της τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, η ώρα της επώδυνης για το λαό αυτής πιθανής μελλοντικής μετάβασης θα σημάνει και το άδοξο πολιτικό τέλος της ΛΑΕ, ταυτίζοντάς την στα μάτια των μαζών με την «δραχμολάγνα» σε εκείνη την περίσταση πλέον, ελληνική άρχουσα τάξη. Να γιατί είναι σοβαρότατο λάθος – και από την άποψη των προοπτικών του κόμματος θα μπορούσε χωρίς υπερβολή κάποιος να πει και εγκληματικό -η ΛΑΕ να συνεχίζει να εμφανίζει την εικόνα ενός κόμματος που βασικά υπερασπίζει τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα.

Πατριωτισμός ή προλεταριακός διεθνισμός;

Ο υπερτονισμός της σημασίας του εθνικού νομίσματος από τον ηγετικό πυρήνα της ΛΑΕ, σε συνδυασμό με τη συχνή επίκληση της έννοιας του πατριωτισμού και τον προσδιορισμό της ΛΑΕ από αυτόν ως πολιτικού φορέα που – εκτός των άλλων – είναι και «πατριωτικός», αντανακλά μια συγκεκριμένη ιδεολογικοπολιτική τάση. Αυτή είναι η υπεράσπιση της ιδέας του πατριωτισμού, σεμια «αριστερή» εκδοχή, που είναι βγαλμένη από τις πολιτικές παραδόσεις του σταλινισμού. Ο μαρξισμόςιστορικά, με χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο σε αυτό το ζήτημα τον ίδιο τον Λένιν, αντιπαρατέθηκε με αυτές τις αντιλήψεις.

Η γνήσια μαρξιστική και λενινιστική άποψη, όπως εκφράζεται σε δεκάδες κείμενα και έργα των «κλασσικών» του μαρξισμού, αλλά και στα πολιτικά πεπραγμένα των μπολσεβίκων πριν από το σταλινικό, γραφειοκρατικό εκφυλισμό της ΕΣΣΔ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, πρεσβεύει την αντίληψη ότι ο πατριωτισμός έχει προοδευτικό περιεχόμενο για την εργατική τάξη μόνο όταν η «πατρίδα» γίνει σοσιαλιστική, μετά δηλαδή από την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο και την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Αλλά και σε αυτήν ακόμα την περίπτωση, ο πατριωτισμός θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικός μόνο έναντι των συμφερόντων των ξένων καπιταλιστικών τάξεων και ούτε στο ελάχιστο έναντι των συμφερόντων των εργατών αυτών των κρατών. Αντίθετα και αυτός ακόμαο πατριωτισμός με τη σοσιαλιστική πατρίδα,θα είναι πλήρως υποταγμένος στην υπόθεση της ίδιας της διεθνούς επικράτησης του σοσιαλισμού και στα συμφέροντα του παγκόσμιου προλεταριάτου σαν σύνολο. Συνεπώς, σύμφωνα με τη γνήσια μαρξιστική και λενινιστική αντίληψη, το αληθινά προοδευτικό και υπέρτατο πολιτικό καθήκον για την εργατική τάξη είναι πάντοτε ο προλεταριακός διεθνισμός και όχι ο πατριωτισμός.

Ο υπερτονισμός της σημασίας του εθνικού νομίσματος συνδέεται με την ιδέα της υπεράσπισης της «εθνικής ανεξαρτησίας», που επίσης τη συναντάμε συχνά στα επίσημα κείμενα της ΛΑΕ. Αυτή η ιδέα επιδιώκει με λάθος τρόπο να εκφράσει το προοδευτικό καθήκον για αποτίναξη της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης, η οποία με άξονα το χρέος και τα Μνημόνια έχει λάβει στην Ελλάδα χαρακτήρα που μοιάζειστη μορφή με την παλιά αποικιοκρατία. Αυτό το καθήκον όμως, δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού καπιταλισμού όπως σαφώς υπονοούν οι υπερασπιστές της ιδέας της «εθνικής ανεξαρτησίας», γιατί η ελληνική άρχουσα καπιταλιστική τάξη, όχι μόνο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον δυτικό ιμπεριαλισμό, αλλά είναι και ίδια ιμπεριαλιστική σε περιφερειακό επίπεδο. Μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, σαν τμήμα της πάλης για τη διεθνή ανατροπή του καπιταλισμού.

Η επικέντρωση στο εθνικό νόμισμα τέλος, φανερώνειμια ορισμένη τάση να ταυτίζεται η προοπτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με το εθνικό κράτος, κατ’ αντανάκλαση της παλιάς χρεοκοπημένης δοξασίας του σταλινισμού με την οποία γαλουχήθηκε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, της περιβόητης «θεωρίας του σοσιαλισμού σε μια χώρα». Όπως ήδη έχουμε εξηγήσει και πιο πάνω, με τον ίδιο τρόπο που η πάλη ενάντια στον καπιταλισμό έχει διεθνή χαρακτήρα εξαιτίας των κοινών συμφερόντων που συνδέουν την παγκόσμια εργατική τάξη, έτσι και η υπόθεση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, όπως απέδειξε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των υπολοίπων παραμορφωμένων εργατικών κρατών στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, είναι ένα διεθνές στο περιεχόμενό του καθήκον.Η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η ανάπτυξη μέσω της παγκόσμιας αγοράς ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας σαν μια πραγματικότητα που επιβάλλεται σε όλες τις «εθνικές» οικονομίες, κάνει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού ένα ακόμα πιο διεθνές καθήκον συγκριτικά με το παρελθόν. Ο σοσιαλισμόςαπό την ουσία του αντιπροσωπεύει μια κοινωνία αφθονίας, όπου οι παραγωγικές δυνάμεις θα βρίσκονται σε μια βαθμίδα ανάπτυξης κατά πολύ ανώτερη από εκείνη του πιο ανεπτυγμένου σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτό σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός είναι αντικειμενικά ένα ιστορικό καθήκον πουγια να εκπληρωθεί απαιτείται η συνεργασία πολλών ανεπτυγμένων οικονομικά εργατικών σοσιαλιστικών κρατών, μέσα από ομοσπονδιακές δομές, στη βάση ενός κοινού σχεδιασμού των παραγωγικών δυνάμεων.

Ο προλεταριακός διεθνισμός λοιπόν, που υπερασπίζουν οι κομμουνιστές ενάντια στις λαθεμένες αντιλήψεις του «αριστερού» πατριωτισμού, δεν είναι μια ουτοπική, «ωραία ιδέα». Εκφράζει την επιστημονική, μαρξιστική κατανόηση για τον δρόμο μέσα από τον οποίο μπορεί να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός σήμερα. Μπροστά στον προλεταριακό διεθνισμό, ο «αριστερός» πατριωτισμός κι ο δικός του (ανύπαρκτος) «δρόμος» προς το σοσιαλισμό, παραμένει μια αντιδραστική, επαρχιώτικη και μικροαστική ουτοπία.

 

1. Θεόδωρος Παπαδόπουλος – ΠΕ Α’ Πειραιά
2. Παναγιώτης Νικολόπουλος – ΠΕ Α’ Πειραιά
3. Δημήτρης Κουμαρέλας – ΠΕ Αργυρούπολης
4. Γεράσιμος Μακρής – ΠΕ Αργυρούπολης
5. Αντριάνα Κοκκίνη – ΠΕ Αργυρούπολης
6. Γιάννης Καβάκας – ΠΕ Αργυρούπολης
7. Αλέξης Μητσόπουλος – ΠΕ Αργυρούπολης
8. Γερασιμίνα Τσιντή – ΠΕ Αργυρούπολης
9. Στέλιος Βαλαβανίδης – ΠΕ Περιστερίου
10. Γιάννης Πρωτοψάλτης – ΠΕ Περιστερίου
11. Νάσος Θεοδωρίδης – ΠΕ Αμπελοκήπων
12. Φοίβος Σκαρπέλος – ΠΕ Αμαρουσίου
13. Ορέστης Δούλος – ΠΕ Ν. Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνας
14. Αμαλία Γιακουμίδου – ΠΕ Ν. Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνας
15. Σταμάτης Καραγιαννόπουλος – ΠΕ Ν. Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνας
16. Βαγγέλης Τρανός – ΠΕ Ν. Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνας
17. Μιχάλης Στεφανουδάκης – ΠΕ Ν. Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνας
18. Νίκος Σέντης – ΠΕ Ν. Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνας
19. Σταυρούλα Καμινιώτη – ΠΕ Ν. Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνας
20. Γιώργος Κουνουγέρης – ΠΕ Ν. Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνας
21. Χάρης Μασαούτης – ΠΕ Ν. Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνας
22. Ειρήνη Μικρώνη – ΠΕ Ν. Φιλαδέλφειας – Χαλκηδόνας
23. Γιάννης Νικολάκης – ΠΕ Ν. Ηρακλείου
24. Γιώργος Μαλικούτης – ΠΕ Γλυφαδας
25. Μάριος Καλομενόπουλος – ΠΕ Ν. Σμύρνης
26. Αβραάμ Σιδηρόπουλος – ΠΕ Ν. Σμύρνης
27. Παρασκευή Τούντα – ΠΕ Ν. Σμύρνης
28. Ηλίας Κυρούσης – ΠΕ Ν. Σμύρνης
29. Γιάννης Αυγέρος – ΠΕ Καλλιθέας
30. Κωνσταντίνος Αυγέρος – ΠΕ Καλλιθέας
31. Ελένη Δαγρέ – ΠΕ Καλλιθέας
32. Γιώργος Αρναούτογλου – ΠΕ Καλλιθέας
33. Σοφία Παπακωνσταντίνου – ΠΕ Καλλιθέας
34. Πάτροκλος Ψάλτης – ΠΕ Χολαργού Παπάγου
35. Κατερίνα Καλαμπόγια – ΠΕ Χολαργού Παπάγου
36. Στέλλα Χρήστου – ΠΕ Παλλήνης
37. Παναγιώτης Κολοβός – ΠΕ Δικηγόρων Αθήνας
38. Γεωργία Παλαιολόγου – ΠΕ Δικηγόρων Αθήνας
39. Ίωνας Κωνσταντίνου – ΠΕ Βαρης-Βούλας- Βουλιαγμένης
40. Γιάννης Δήμου – ΠΕ εργαζομένων ΕΚΑΒ
41. Αναστασία Μπαλάρη – ΠΕ Βόρειου τομέα Πάτρας
42. Ηλίας Κέντρος – ΠΕ Βόρειου τομέα Πάτρας
43. Παναγιώτης Μεταξάς – ΠΕ Κέντρου Πάτρας
44. Παναγιώτης Ασημακόπουλος – ΠΕ Κέντρου Πάτρας
45. Μάχη Κέντρου – ΠΕ Βόρειου τομέα Πάτρας
46. Βαγγέλης Αθανασόπουλος – ΠΕ Κέντρου Πάτρα
47. Άγγελος Ηρακλείδης – ΠΕ Ρόδου
48. Άγγελος Σταμούλης – ΠΕ Ρόδου
49. Διονύσης Αλβανός – ΠΕ Ρόδου
50. Ιωσήφ Σπάρταλης – ΠΕ Ρόδου
51. Σπύρος Στογιάννης- ΠΕ Ρόδου
52. Αντώνης Κυριακόπουλος – ΠΕ Τρίπολης
53. Ελένη Ανδριοπούλου – ΠΕ Κέρκυρας
54. Γρηγόρης Καραγιαννίδης- ΠΕ Ξάνθης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα