Στον απόηχο των προκλητικών εκβιασμών των δανειστών με εκφραστή τον διαβόητο Κοστέλο, που αποκάλυψαν τον αντιδημοκρατικό και αδίστακτο χαρακτήρα του “θεσμού” της καπιταλιστικής ΕΕ, διεξήχθη χτες στις Βρυξέλλες η συνάντηση που ζήτησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τους Ντράγκι, Μέρκελ, Ολάντ, Γιούνκερ, Ντάισελμπλουμ, Μέρκελ και Τουσκ.
Η συνάντηση κατέληξε στο ακόλουθο, κοινά αποδεκτό ανακοινωθέν: “Αποδεχόμαστε απόλυτα τη συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου 2015. Σε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, δεσμευόμαστε να επιταχύνουμε το έργο μας και να το ολοκληρώσουμε το ταχύτερο δυνατόν. Στο πλαίσιο της συμφωνίας του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου 2015, οι ελληνικές αρχές θα έχουν την ευθύνη για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και θα παρουσιάσουν έναν πλήρη κατάλογο συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων τις επόμενες ημέρες. Επιβεβαιώσαμε εκ νέου την πρακτική συμφωνία επί της διαδικασίας: Οι συνομιλίες για θέματα πολιτικής θα λαμβάνουν χώρα στις Βρυξέλλες. Οι αποστολές για τη συγκέντρωση πληροφοριών λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα. Το Eurogroup είναι έτοιμο να συγκληθεί εκ νέου το συντομότερο δυνατό”. Όπως ανέφεραν τα σχετικά ρεπορτάζ του αστικού Τύπου, στη συνάντηση οι αστοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι ζήτησαν από τον πρωθυπουργό “να παρουσιάσει μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μπορούν να περάσουν άμεσα και οι οποίες θα απελευθέρωναν ενδεχομένως την εκταμίευση των κερδών κεντρικών τραπεζών (Smp’s) αξίας 1,9 δις”, μετά από σχετική απόφαση που θα μπορούσε να ληφθεί σε έκτακτο Eurogroup την επόμενη εβδομάδα (πηγή: www.kathimerini.gr).
Πώς θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα της χθεσινής συνάντησης από την σκοπιά των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού; Η κυβέρνηση επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της να εφαρμόσει τη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη. Από την στιγμή που όπως έχουμε ήδη εξηγήσει σε μια σειρά ανακοινώσεων και άρθρων μας, αυτή η συμφωνία συνιστά συμφιλίωση με τα Μνημόνια και τη λιτότητα, η φράση “Αποδεχόμαστε απόλυτα τη συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου 2015” που περιέχεται στο ανακοινωθέν, σημαίνει πολύ συγκεκριμένα και επώδυνα για τον εργαζόμενο λαό πράγματα.
Σημαίνει ότι η εφαρμογή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης αναβάλλεται επ’ αόριστον και τα μέτρα της κυβέρνησης θα συνεχίζουν να υποβάλλονται για έγκριση στους δανειστές, “τεχνικά” στους υπαλλήλους τους και πολιτικά στους κυβερνητικούς τους εκπροσώπους. Σημαίνει ότι το χρέος θα εξυπηρετείται κανονικά, χωρίς μάλιστα οι δανειστές να έχουν καν δεσμευτεί ότι θα καταβάλουν τις δόσεις που εκκρεμούν από τα υφιστάμενα δάνεια, κάτι που θα οδηγήσει στην κλιμάκωση της ανελέητης πίεσης στις λειτουργικές δαπάνες του κράτους για να πληρωθούν κανονικά και στην ώρα τους οι δανειστές. Σημαίνει, τέλος, ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα “μεταρρυθμίσεις” συμβατές με τη συμφωνία του Eurogroup. Ο πρωθυπουργός στις δηλώσεις του μετά τη συνάντηση είπε ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα οδηγούν σε πρωτογενές πλεόνασμα αλλά με “κοινωνικό πρόσημο”. Όμως, είναι σαφές σε όποιον γνωρίζει ανάγνωση ότι τα μέτρα που προβλέπει η συμφωνία του Eurogroup δεν έχουν “κοινωνικό”, αλλά αντεργατικό, αντιλαϊκό και “μνημονιακό” πρόσημο, καθώς αυτή έκανε λόγο για ιδιωτικοποιήσεις και περικοπές κοινωνικών δαπανών.
Η κυβέρνηση επιβεβαίωσε, επίσης, την πρόθεσή της να εφαρμόσει τάχιστα τις αποδεκτές από τους δανειστές προτάσεις της λεγόμενης “συμπληρωματικής λίστας Βαρουφάκη”. Το πιο σημαντικό από τα νέα μέτρα που περιέχονται σε αυτή τη λίστα είναι η συγκρότηση και λειτουργία του λεγόμενου Δημοσιονομικού Συμβουλίου, κατ’ εφαρμογή του νόμου 4270/2004 που ψήφισε η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Αυτό θα αποτελεί μια ανεξάρτητη από την εκλεγμένη κυβέρνηση Αρχή, που θα επιβλέπει για λογαριασμό των δανειστών τα δημοσιονομικά της χώρας και θα παρεμβαίνει, όταν διαπιστώνει “εκτροχιασμό” από τα συμφωνηθέντα, δηλαδή θα εμποδίζει οποιοδήποτε μέτρο παραβιάζει το ασφυκτικό πλαίσιο της λιτότητας και θα εισηγείται την εφαρμογή νέων περικοπών.
Η κυβέρνηση, τέλος, παρά τις δίκαιες διαμαρτυρίες των προηγούμενων ημερών έναντι των προκλήσεων των διάφορων Κοστέλο, τελικά αποδέχθηκε να λειτουργούν στη χώρα κανονικά οι “αποστολές για τη συγκέντρωση πληροφοριών”. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι παρά τη μετονομασία των εγχώριων κλιμακίων των δανειστών, η ταπεινωτική διαδικασία διαρκούς και εξονυχιστικού ελέγχου της αξιοπιστίας της εκλεγμένης ελληνικής κυβέρνησης θα συνεχίζεται απρόσκοπτα, όπως συνέβαινε με τις προηγούμενες Μνημονιακές κυβερνήσεις.
Μετά, λοιπόν, και από τη χθεσινή “συνάντηση των 7” γίνεται ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση, παρά τις φραστικές δημόσιες αντιπαραθέσεις με τον άθλιο Σόιμπλε και την παρέα του, έχει στην ατζέντα της αποκλειστικά το συμβιβασμό με τους δυνάστες-δανειστές, προσδοκώντας αυτός να είναι τελικά “αξιοπρεπής και έντιμος”. Όμως, από την στιγμή που αποδέχεται σαν βάση τον σάπιο ελληνικό καπιταλισμό και το παρασιτικό και τεράστιο χρέος που ο ίδιος δημιούργησε, αναπόφευκτα κάθε συμβιβασμός θα είναι ταπεινωτικός, ανέντιμος αλλά και ασταθής. Ταπεινωτικός, γιατί η κυβέρνηση θα κυβερνά υπό την κηδεμονία των δανειστών. Ανέντιμος, γιατί θα στηρίζεται στην εγκατάλειψη ενός προγράμματος που προεκλογικά η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ εμφάνιζε σαν αδιαπραγμάτευτο. Και τέλος, ασταθής, γιατί ο υφιστάμενος καπιταλιστικός βάλτος της ύφεσης και της υπερχρέωσης θα επιβάλλει διαρκώς τη λήψη νέων μέτρων λιτότητας, για να αποφευχθεί η κρατική χρεοκοπία.
Η Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη στιγμή που η κυβέρνηση άρχισε τις έμπρακτες υποχωρήσεις, δεν “μάσησε” τα λόγια της. Ο ρόλος των κομμουνιστών δεν είναι να ωραιοποιούν τις καταστάσεις και τα γεγονότα, αλλά να τα προσδιορίζουν και να τα εξηγούν με σαφήνεια. Η κυβέρνηση και η ηγετική ομάδα του κόμματος από τις 20 Φλεβάρη έχουν επίσημα μπει σε έναν κατήφορο άτακτων υποχωρήσεων, που εκφράζει απροθυμία και φόβο για μια πραγματική ρήξη με τους δυνάστες-δανειστές. Αν προχωρούσαν τολμηρά στην άμεση εφαρμογή του προγράμματος που υπερψήφισε ο λαός στις εκλογές, οι κομμουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ θα ήμασταν οι πρώτοι που θα τους υποστηρίζαμε και θα τους ενθαρρύναμε να προχωρήσουν μέχρι το τέλος στην ανατροπή των Μνημονίων και της λιτότητας. Όμως, δυστυχώς, είναι εμφανές ότι κινούνται σταθερά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κι αυτός ο δρόμος θα οδηγήσει αναπόφευκτα και σύντομα την κυβέρνηση σε αντεργατικές-αντιλαϊκές “μεταρρυθμίσεις”, στην κατασπατάληση της απλόχερης υποστήριξης που της δίνει μέχρι σήμερα ο λαός και σε ένα νέο Μνημόνιο που θα επιβληθεί σε συναίνεση με τα αστικά, μνημονιακά κόμματα.
Η μόνη δύναμη που μπορεί να σταματήσει σήμερα αυτή την ολισθηρή πορεία είναι οι αριστεροί αγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ. Από κοινού οι συλλογικότητες της αριστεράς του κόμματος και όλα τα γνωστά ηγετικά στελέχη που έχουν διαφωνήσει άμεσα ή έμμεσα με την κυβερνητική πολιτική (Μ. Γλέζος, Σ. Σακοράφα, Ζ. Κωνσταντοπούλου, Γ. Μηλιός κ.α.) θα πρέπει να λάβουν όλες τις απαραίτητες πολιτικές πρωτοβουλίες. Η Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ από τη δική της πλευρά, θα συνεχίσει ακόμα πιο δυναμικά τον αγώνα για να υιοθετηθεί άμεσα μια ριζικά διαφορετική πολιτική ρήξης με τους δυνάστες-δανειστές. ενεργητικής επιδίωξης του ξεσηκωμού των ευρωπαίων εργαζόμενων στο πλευρό του ελληνικού εργαζόμενου λαού, καθώς και άμεσης εφαρμογής των αναγκαίων ριζοσπαστικών, σοσιαλιστικών μέτρων που θα βάλουν τέλος στην κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου στην χώρα.