Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΠροάγει ή εμποδίζει ο Καπιταλισμός την ανάπτυξη της Επιστήμης και της Τεχνολογίας;

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Προάγει ή εμποδίζει ο Καπιταλισμός την ανάπτυξη της Επιστήμης και της Τεχνολογίας;

«Η μπουρζουαζία έχει αφαιρέσει το φωτοστέφανο κάθε απασχόλησης πρότερα τιμούμενης και αξιοσέβαστης. Έχει μετατρέψει το γιατρό, το δικηγόρο, τον ιερέα, τον ποιητή, τον επιστήμονα σε πληρωμένους από αυτή μισθωτούς εργάτες.»
K. Marx & Fr. Engels «Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»

«Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες, δηλαδή η τάξη που είναι η άρχουσα υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι την ίδια στιγμή και η άρχουσα πνευματική της δύναμη. Η τάξη που ελέγχει τα μέσα υλική παραγωγής, ελέγχει την ίδια στιγμή και τα μέσα πνευματική παραγωγής, έτσι ώστε, σε γενικές γραμμές, οι ιδέες που υπολείπονται τα μέσα αυτά να υπόκεινται σε αυτή. Οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι τίποτε παραπάνω από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, των κυρίαρχων υλικών σχέσεων αντιλαμβανόμενων ως ιδέες.»

K. Marx & Fr. Engels «Η Γερμανική Ιδεολογία»

Eπιστημονική πρόοδος σημαίνει εξέλιξη και διεύρυνσης της ανθρώπινης γνώσης και προς όφελος του κοινωνικού συνόλου με δύο τρόπους: με βελτίωση των αντικειμενικών συνθηκών ζωής των ανθρώπων και με ικανοποίηση της περιέργειάς τους να ανακαλύψουν τον κόσμο γύρω τους. Η οποιαδήποτε σύνδεσή της με την οικονομική πρόοδο μίας ολιγαρχίας προς όφελος αυτής της ολιγαρχίας είναι αντίθετη τόσο στην ανεξαρτησία όσο και στον κοινωνικό χαρακτήρα της επιστημονικής προόδου. Το πρόβλημα που εξετάζουμε παρακάτω είναι το κατά πόσον οι σημερινές συνθήκες επιστημονικής έρευνας συμβαδίζουν με τον παραπάνω ισχυρισμό μας για την πρόοδο.

Η καπιταλιστική οικονομία έχει την τάση να επεμβαίνει στις επιμέρους υπερδομές της κοινωνίας, οδηγώντας τες να αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία –αυτή της αστικής τάξης – και να υπερασπίζονται –τόσο ιδεολογικά, όσο και υλικά– τα συμφέροντα της τάξης αυτής. Αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη, ως αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμικού εποικοδομήματος, δεν μπορεί παρά να είναι υποκείμενο στην ιδεολογία και την πρακτική της αστικής τάξης, παρά να εξυπηρετεί την οικονομική ανάπτυξή της.

Embed from Getty Images

Ας δούμε πιο παραστατικά αυτή τη σχέση:

Είναι γνωστό πως τα επιστημονικά ιδρύματα (πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα,…) χρηματοδοτούνται είτε από τα κράτη είτε από ιδιώτες. Στη δεύτερη περίπτωση είναι εύκολο να διακρίνουμε την εξουσιαστική σχέση που γεννιέται ανάμεσα στον καπιταλιστή, που δεν περιμένει παρά το κέρδος, και στο «νοικιασμένο» επιστήμονα, που παράγει έρευνα ανάλογα με τα γούστα του προηγούμενου. Στην περίπτωση που το ίδρυμα χρηματοδοτείται από το κράτος, τότε πρέπει να σκεφτούμε τι μορφή έχει αυτό το κράτος και τι σκοπούς εξυπηρετεί – δεν είναι δύσκολο, βέβαια, να δούμε πίσω από τις σιδηρόφρακτες κρατικές δομές τα συμφέροντας τις εκάστοτε κυρίαρχης τάξης, εν προκειμένω της αστικής. Άρα, οδηγούμαστε και πάλι στο συμπέρασμα ότι η έρευνα μπορεί αν καθοδηγηθεί · απλά όχι με άξονα τα γούστα ενός μεμονωμένου καπιταλιστή, αλλά τις κοινές απαιτήσεις ολόκληρης της αστικής τάξης.

Τα ποσά που ξοδεύουν οι μεγάλοι επιχειρηματίες για ερευνητικό έργο στις ανεπτυγμένες χώρες είναι πραγματικά τεράστια – τα δύο τρίτα της παγκόσμιας ερευνητικής εργασίας, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, δίνονται από επιχειρήσεις, ενώ οι απασχολούμενοι από ιδιωτικές επιχειρήσεις ερευνητές στις Η.Π.Α. ξεπερνούν κατά πολύ τους απασχολούμενους από κρατικές δομές ή ακαδημαϊκά ιδρύματα σε όλα σχεδόν τα πεδία (συμπεριλαμβανομένων των Θετικών Επιστημών, της Μηχανικής, της Εκπαίδευσης και των Επιστημών Υγείας. Αντίθετα, παρατηρείται συμπίεση των ποσών που ξοδεύονται από τα κράτη για ερευνητικά προγράμματα αλλά και των προσλήψεων νέων ερευνητών σε κρατικά ερευνητικά κέντρα. Ιδιαίτερα τα επτά τελευταία χρόνια –που ο καπιταλισμός βιώνει μία εκ των ζοφερότερων κρίσεών του– οι κρατικές επιχορηγήσεις για έρευνα έχουν μειωθεί δραματικά, πολύ περισσότερο από τις αντίστοιχες επιχορηγήσεις σε επιχειρήσεις ή τις αναχρηματοδοτήσεις τραπεζών – χαρακτηριστικά μόνο να αναφέρουμε την περίπτωση της Ελλάδας, στην οποία τα δύο μείζονα ακαδημαϊκά ιδρύματα (το Ε.Κ.Π.Α. και το Α.Π.Θ.) είναι αναγκασμένα να λειτουργούν με μόλις το 30% των παλαιότερων (ήδη μειωμένων) χρηματοδοτήσεων, ενώ πληρώνουν από αυτή μισθούς εργαζομένων, εκπαιδευτικό και ερευνητικό υλικό, συντήρηση εγκαταστάσεων,… Η ιδιωτικοποίηση τέτοιων ιδρυμάτων ή η στήριξη επιμέρους προγραμμάτων τους από ιδιώτες δε φαίνονται τόσο δραματικές όταν βασικό στόχος είναι η αύξηση των χρηματοδοτήσεών τους, κάτι που το δημόσιο δεν μπορεί να επιτύχει, αλλά ένας ιδιώτης ίσως καταφέρει.

Όμως, κατά πόσον μπορεί ένα ιδιώτης να επιτύχει την επιστημονική πρόοδο; Αυτή η ερώτηση, που τόσο εύκολα απαντάνε με ένα μεγάλο «Ναι» άπαντες οι νεοφιλελεύθεροι, δεν είναι και τόσο απλή. Θα’ πρεπε κανείς να εξετάσει με μεγάλη προσοχή όλες τις περιπτώσεις ιδιωτικοποίησης των οιονεί δημοσίων αγαθών (όπως το νερό, το ηλεκτρικό ρεύμα,…) – η πιο χαρακτηριστική εκ των οποίων είναι η ιδιωτικοποίηση του συστήματος ύδρευσης και αποχέτευσης στη Μ. Βρετανία., αλλά και το σημερινό κύμα ιδιωτικοποιήσεων σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό νότο, που δεν έχει φέρει κανένα αποτέλεσμα. Ο δήθεν ελεύθερος ανταγωνισμός συμβαδίζει με την ελαχιστοποίηση του κόστους, το ατέλειωτο κυνήγι του καταναλωτή και την αναρχία της παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα. Καθένα από αυτά μπορεί να αποβεί, με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, επιζήμιο για την ανάπτυξη της επιστήμης: ο επιστήμονας και η εργασία του θα είναι έρμαια της αυταρχικής εξουσίας και της πλεονεξίας των καπιταλιστών · η πορεία της έρευνάς τους, καθώς και η επιλογή των τομέων που θα πρέπει αν αναπτυχθούν θα ξεφύγουν από τον έλεγχο των ερευνητών και θα εξαρτώνται από τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες της αγοράς. Μπορεί να πει κανείς ότι οι businessmen –οργανωμένοι σα στρατός όπως είναι πλέον πίσω από τις πολυεθνικές– δε θα είναι τόσο άλογοι και κοντόφθαλμοι ώστε να μην επιτρέψουν την ελεύθερη εξέλιξη της γνώσης. Η καλύτερη απάντηση είναι πως η ιδέα του «έλλογου επενδυτή» παραείναι θεωρητική να ισχύει κατά πλειοψηφία.

Embed from Getty Images

Η γνώση και οι εφαρμογές που προκύπτουν από αυτή είναι ένα δημόσιο αγαθό και ανήκουν σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Δεν μπορεί μία μικρή ομάδα ανθρώπων να επεμβαίνουν και να επιβάλουν τη δική τους βούληση –που δεν είναι άλλη από τη βούληση για κέρδος– σε έναν τέτοιο τομέα. Για να μην αναφερθούμε στα «σπαρταριστά» παραδείγματα δεκάδων ερευνητικών διαδικασιών που διεκόπησαν, αλλοιώθηκαν ή παρεμποδίστηκαν λόγω της παρέμβασης ενός ιδιώτη (όπου “ἰδιώτης” στα αρχαία ελληνικά, “idiot” στα αγγλικά, ο ηλίθιος και ο μη-μετέχων στα κοινά), ας σκεφτούμε μία κοινωνία στην οποία η έρευνα κατευθύνεται εκεί όπου θέλουν οι “έχοντες και κατέχοντες” τα μέσα παραγωγής και η εκπαίδευση των μελλοντικών ερευνητών γίνεται χάρη στα κονδύλια αυτών και, φυσικά, με προγράμματα σπουδών πλήρως καθορισμένα από αυτούς. Σίγουρα, μία κοινωνία που θυμίζει περισσότερο τις δυστοπίες του Όργουελ, παρά την ανοιχτή κοινωνία του Πόπερ – και, σίγουρα, είναι μία κοινωνία στην οποία οι περισσότεροι δε θα ‘θελαν να ζήσουν.

Ας δούμε τώρα μία διαφορετική σχέση του καπιταλισμού με την επιστημονική πρόοδο, αυτή της ιδεολογικής μεταμόρφωσης των επιστημόνων σε όργανα της αγοράς εργασίας.

Όπως έχει τονιστεί πολλές φορές, η ιδεολογία μίας κοινωνίας και η συνείδηση των ανθρώπων που ζουν σε αυτή είναι εξαρτώμενες από την «κεφαλή» αυτής της κοινωνίας. Δηλαδή, σε μία καπιταλιστική κοινωνία, είναι η αστική ιδεολογία αυτή που διαχέεται στον πληθυσμό και η αστική συνείδηση αυτή που καλλιεργείται στον καθένα από μας από την πολύ μικρή του ηλικία. Η οικογένεια, τα σχολεία, οι δημόσιες υπηρεσίες, οι θρησκευτικές οργανώσεις, τα μέσα ενημέρωσης φροντίζουν όλα για τη δημιουργία αστικής συνείδησης στην πλειοψηφία του πληθυσμού, πράγμα το οποίο μεταφράζεται ποικιλοτρόπως στην καθημερινή μας πρακτική. Φυσικά, δεν είναι δύσκολο, κοιτώντας κανείς γύρω του, να δει ότι η νοοτροπία που έχουν και ακολουθούν οι περισσότεροι εξ ημών –η νοοτροπία του «homo hominis lupus» και «μεγάλου ζώου που τρώει το μικρό» – είναι η νοοτροπία του «έλλογου» καπιταλιστή businessman.

Οι επιστήμονες, όντες άνθρωποι που ζουν σε αυτή την κοινωνία όπως και όλοι οι υπόλοιποι, καλλιεργούν και αυτοί την ίδια συνείδηση. Δεν είναι τυχαίο που η σημερινή έρευνα κυριαρχείται από ένα συνεχές κυνήγι της πρωτοτυπίας και μία έντονη μυστικοπάθεια και αντιπαλότητα μεταξύ συναδέλφων επιστημόνων. Είναι απαράδεκτος ο αριθμός των εργασιών με επιστημονικά, αλλά και συντακτικά ή ορθογραφικά λάθη, που κατατίθενται κάθε χρόνο στα κορυφαία επιστημονικά περιοδικά · απαράδεκτος δε και ο αριθμός αυτών που γίνονται δεκτές ενώ έχουν λάθη. Απίστευτη η βιασύνη των ερευνητών (όπως αυτών του BICEP πριν δύο χρόνια, ή του Gran Sasso πριν τέσσερα) που, θέλοντας να παρουσιάσουν κάτι πρωτοποριακό (και να κερδίσουν ένα βραβείο ή μία χρηματοδότηση), δεν τηρούν ούτε τις απλούς και συμβατικούς κανόνες στην ανάλυση των δεδομένων ενός πειράματος και στη συγγραφή και τη διόρθωση μίας εργασίας. Είναι, ακόμη, τρομακτικός ο αριθμός των εργασιών που κατατίθενται σε ερευνητικούς τομείς με ιδιαίτερα αφηρημένο και θεωρητικό έργο (πχ. η Θεωρητική Φυσική), λόγω της παράλογης απαίτησης των επιστημόνων να παρουσιάσουν κάτι καινούριο και ρηξικέλευθο και να αυξήσουν με κάθε τρόπο το h-index τους (το δείκτη που μετράει τις αναφορές που κάνανε άλλοι στην εργασία τους), χωρίς εν τέλει να λένε τίποτε το ιδιαίτερο. Τέλος, είναι αδικαιολόγητη η ιδέα και μόνον της «επιστημονικής κατασκοπείας»– ενός όρου ευθέως αντίστοιχου της «βιομηχανικής κατασκοπείας».

Να μία καλή –και μικρή ακόμη– γεύση αυτών που θα επακολουθήσουν εάν η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος αφεθεί στα χέρια των καπιταλιστών.

Ο Ρόλος του Επιστήμονα Σήμερα και οι Αυριανές του Προοπτικές

Η γνώση είναι ένα οιονεί δημόσιο αγαθό, όχι όμως υλικής υφής όπως το νερό, αλλά πνευματικής. Ως εκ τούτου, ο επιστήμονας, ως αυτός που παράγει γνώση, είναι ένας εργαζόμενος, τον οποίο η άρχουσα τάξη –η αστική, δηλαδή– έχει μετατρέψει σε τέλειο γρανάζι της μηχανής της. Στόχος του είναι να παράγει γνώση την οποία οι καπιταλιστές θα μπορούν –βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα– να καπηλευτούν, είτε χρησιμοποιώντας την οι ίδιοι –μέσα από τις πολυάριθμες εφαρμογές της–, είτε πουλώντας τη σε κάποιους άλλους καπιταλιστές –που θα την αξιοποιήσουν αυτοί–, είτε παραγκωνίζοντάς τη όταν δε θα θεωρείται χρήσιμη. Από εδώ, επανερχόμαστε σε μία άλλη θέση, την οποία ήδη τονίσαμε: ότι ο επιστήμονας είναι ένα ακόμη μέλος αυτής της κοινωνίας –και μάλιστα, του εργαζόμενου τμήματός της– οπότε υπόκειται στις ίδιες ανάγκες –υλικές και πνευματικές– στις οποίες υπόκεινται όλοι.

Όμως, η συνηθισμένη άποψη για τους επιστήμονες δεν είναι αυτή ενός «κοινού θνητού» εργαζομένου, αλλά αυτή μίας «χαμένης στους νεφελώδεις συλλογισμούς της» εξωπραγματικής ιδιοφυίας, που λίγους δεσμούς έχει με τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό και τα προβλήματα που τον ταλανίζουν. Αυτή η άποψη –που εύκολα μπορεί να καταπολεμηθεί αν αφήσουμε κατά μέρος τους επιστήμονες τύπου Newton, Einstein ή Hawking και κοιτάξουμε πιο καθημερινούς επιστήμονες “της διπλανής πόρτας”, ή σωστότερα “του διπλανού πανεπιστημίου” (που έχουν οικογένειες, φίλους, μειωμένους μισθούς λόγω κρίσης,…) – οδηγεί απευθείας σε μία άλλη εξίσου λανθασμένη σκέψη: ότι ο επιστήμονας είναι ένας μικρός επίγειος θεός. Ότι είναι κάποιος που ξέρει τα πάντα στον κλάδο του –ακόμη και εάν δεν έχει μυαλό για κάτι πέρα από αυτόν– και που η γνώμη του πρέπει, ως άλλο «θέσφατο» να γίνεται δεκτή και σεβαστή από τον καθένα.

Embed from Getty Images

Ένας έγκριτος επιστήμονας μεγάλου κύρους, σε εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο, πρέπει ταυτόχρονα να έχει το «αλάθητο του Πάπα»! Να μπορεί να διατυπώνει όποια γνώμη θέλει πάνω στο αντικείμενό του –και, συχνά, πέραν αυτού– και να περιμένει όλοι να τον ακούσουν! Δε θα ‘ταν ένα όμορφο παράδοξο, ένας σημερινός νομπελίστας, του οποίου η μπογιά σιγά-σιγά περνάει, να πει μια κουβέντα και να προκαθορίσει, με το «έτσι θέλω», το μέλλον του επιστημονικού του πεδίου για τις επόμενες δεκαετίες, στρέφοντας τους σημερινούς φοιτητές και μελλοντικούς ερευνητές προς την κατεύθυνση που αυτός επιλέγει; Ίσως ακούγεται ένα παρατραβηγμένο σενάριο, θα εκπλησσόταν όμως κανείς αν μάθαινε πως έχει ήδη παιχτεί και συνεχίζει να παίζεται:

Τη δεκαετία του ’60, δύο μεγάλοι και βραβευμένοι με Nobel φυσικοί, ο P.A.M. Dirac και R.P. Feynman –αμφότεροι πρωτοπόροι στον κλάδο της Κβαντικής Θεωρίας Πεδίου– έδειξαν ένα ενδιαφέρον για τη θεωρία των χορδών. Από τότε, χωρίς αυτή η θεωρία να χαίρει ιδιαίτερης αναγνώρισης στον επιστημονικό κόσμο και χωρίς να έχει δώσει ακόμη πειραματικά επαληθεύσιμα αποτελέσματα, κυριαρχεί στη Θεωρητική Φυσική, γεννώντας συνεχώς παρακλάδια και αυξάνοντας συνεχώς τη ζήτηση για νέους ερευνητές. Πιο πρόσφατα, μέσα στη δεκαετία μας, εργασίες πολύ γνωστών και σεβαστών επιστημόνων έγιναν δεκτές προς δημοσίευση σε μεγάλα έγκριτα περιοδικά ενώ περιείχαν τερατώδη λάθη · ο λόγος ήταν απλούστατα ότι κανένας από τους κριτές δεν έδειξε την πρέπουσα προσοχή, καθότι το όνομα και οι βαρύγδουποι τίτλοι του συγγραφέα εγγυούνταν την ποιότητα της δουλειάς.

Ακούγοντας κανείς όλα αυτά, και κοιτώντας έπειτα τον τρόπο με τον οποίο ο μέσος άνθρωπος αντιμετωπίζει τις «περσόνες» και τα «θέσφατα» των επιστημόνων –που έχουν καταντήσει μεταμοντέρνοι σούπερ-σταρ–, δε θα δυσκολευόταν να δεχτεί τη θετικιστική κριτική ότι η επιστήμη είναι μία νέα, μία μεταβιομηχανική θρησκεία. Μπορεί ο αριθμός των άθεων και των αγνωστικιστών να έχει αυξηθεί, ο αριθμός όμως αυτών που ακούνε σα πρόβατα τις μεγαλόστομες ρύσεις των καταξιωμένων επιστημόνων έχει επίσης αυξηθεί και, εάν σκεφτούμε ότι η ακλόνητη πίστη σε μία μεταφυσική απόλυτη αλήθεια δεν εγκαταλείπει εύκολα τον άνθρωπο –πάντοτε ο φτωχός θα αποζητά το όπιό του, όπως θα έλεγε και ο Marx–, η επιστήμη δε φαίνεται και μία τόσο άσχημη εναλλακτική. Άλλωστε, είναι θεμελιωμένη σε σταθερά και απολύτως λογικά θεμέλια, σε αντίθεση με κάθε θρησκευτική φαντασίωση.

Είναι, όμως, αυτός ο ρόλο της επιστήμης; Οι θετικιστές και οι νέο-καντιανοί θα βιάζοντας να απαντήσουν με ένα μεγάλο “Ναι” – εμείς, όμως, ας το σκεφτούμε λίγο παραπάνω…

Η τεχνική ήταν πάντα ο υπηρέτης του ανθρώπου στην προσπάθειά του να δαμάσει τη φύση και να επιβιώσει. Από τα πρώτα του βήματα, ο άνθρωπος γνώριζε ότι η εργασία και η χρήση όλο και περισσότερων τεχνικών επιτευγμάτων (χειρονακτικά εργαλεία στην αρχή, εργαλεία που τα χειρίζονταν ζώα στη συνέχεια, μηχανήματα που δούλευαν με νερό ή ατμό ή ρεύμα κατόπιν,…) βρίσκονται μαζί του από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε ως είδος για να διευκολύνουν και να βελτιώνουν τη ζωή του. Η τεχνολογία δεν είναι κάτι που εμφανίστηκε με τον καπιταλισμό υπήρχε από τους προϊστορικούς χρόνους με μορφές απλοϊκές που σήμερα δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε, πολύ προτού ο ύστερος μεσαίωνας και ο καπιταλισμός την εκσυγχρονίσουν και θέσουν υπό την εξουσία της αγοράς. Η επιστήμη, συνέπεια της συνεχούς αναζήτησης του ανθρώπου, δεν είναι ούτε αυτή προϊόν της αστική κοινωνίας μπορεί η σημερινή της, πιο μαθηματικοποιημένη και συστηματική μορφή να οφείλεται στο σύγχρονο πολιτισμό, αλλά, ως απόρροια της καθημερινής τεχνικής, αλλά και της αφηρημένης σκέψης, η επιστήμη υπήρχε από τους αρχαίους πολιτισμούς (τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Έλληνες).

Αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη και η τεχνολογία δεν είναι παιχνίδια και επικερδείς επενδύσεις μίας μικρής ολιγαρχίας με «ανεξάντλητη» οικονομική ισχύ · είναι μία κοινωνική δύναμη, η οποία εμφανίστηκε για να βοηθήσει τον άνθρωπο και οφείλει να συνεχίσει ως εξής. Η θέσπιση μίας επιστήμης, ιδεολογικά κυρίαρχης στη σύγχρονη κοινωνία –ως «νέα θρησκεία», που προάγει πάντα τις σάπιες καπιταλιστικές αξίες– και οικονομικά εξαρτώμενης από την κερδοσκοπία των καπιταλιστών –όπως και κάθε μισθωτή εργασία– δε βοηθά ούτε στο ελάχιστο την ανάπτυξη της κοινωνίας. Ο ρόλος του επιστήμονα δεν είναι αυτός του μισθωτού εργάτη απέναντι στα αστικά του αφεντικά, ούτε αυτός του επίγειου θεού απέναντι στα άβουλε πρόβατα του προλεταριάτου. Ο ρόλος του είναι η παραγωγή γνώσης και η –βραχυπρόθεσμη, μα κυρίως μακροπρόθεσμη– βελτίωση της ατομικής και κοινωνικής ζωής.

Η ερώτηση που θα περίμενε να ακούσει κανείς στη συνέχεια είναι: «Μα, και πώς θα γίνει αυτό; Πώς θα μπορέσει η επιστήμη και η τεχνολογία να χρησιμοποιηθούν προς όφελος όλης της κοινωνίας χωρίς οικονομικά κριτήρια και ταξικούς διαχωρισμούς; Πώς θα μπορέσει ο επιστήμονας να κατέβει από το βάθρο του “μισθωτού θεού” και να γίνει ξανά ένα με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο;» Η απάντηση είναι απλή – και την έδωσε πολύ πριν από μένα ο Oscar Wilde: «Σα θελήσει ποτέ ο λαός, το πεπρωμένο θα προσκυνήσει!»

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα