Στις 3 Απριλίου, μετά από εβδομάδες απογοητευτικών διαπραγματεύσεων στη προσπάθειά του να οργανώσει την επιστροφή του μέσω της Γερμανίας, ο Λένιν έφτασε στο σταθμό της Φινλανδίας, στην επαναστατική Πετρούπολη. Από τη στιγμή της άφιξής του, υιοθέτησε μια πολεμική στάση απέναντι στην αστική Προσωρινή Κυβέρνηση και τους αμυνίτες-ρεφορμιστές πολιτικούς που την υποστήριζαν.
Αμέσως, ο Λένιν άνοιξε μια μάχη κατά των μπολσεβίκων ηγετών που είχαν υποκύψει στις πιέσεις της μικροαστικής «κοινή γνώμης» και είχαν υποστηρίξει ανοιχτά την αστική Προσωρινή Κυβέρνηση. Μόνο μετά από μια εξαιρετικά έντονη εσωτερική πάλη κατάφερε να επανεξοπλίσει και να αναπροσανατολίσει τους μπολσεβίκους. Σ’ αυτόν τον αγώνα, ο Λένιν υπολόγιζε στην υποστήριξη των απλών μελών του κόμματος και της ίδιας της εργατικής τάξης, η οποία, όπως ο ίδιος ποτέ δεν κουράστηκε να επισημαίνει, είναι εκατό φορές πιο επαναστατική από το πιο επαναστατικό κόμμα. Στην πραγματικότητα, η γραμμή του Κάμενεφ, δεν έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από το κόμμα στην Πετρούπολη, το οποίο ζήτησε τη διαγραφή του. Στο προπύργιο της εργατικής τάξης, στο Βίμποργκ, οι μπολσεβίκοι απαίτησαν επίσης τη διαγραφή του Στάλιν.
Τη στιγμή της άφιξής του στο σταθμό της Φινλανδίας, ο Λένιν έκανε γνωστές τις προθέσεις του. Επιδεικτικά γύρισε την πλάτη του στους συγκεντρωμένους αξιωματούχους που είχαν έρθει να τον χαιρετήσουν και στράφηκε στους εργάτες λέγοντας: «Ζήτω η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση!». Αυτή η πράξη επιβεβαίωσε αμέσως τις χειρότερες υποψίες των ηγετών του κόμματος: ότι ο Λένιν είχε στραφεί προς τον «τροτσκισμό».
Ακολούθησε μια άγρια φραξιονιστική μάχη με αποκορύφωμα τη συνδιάσκεψη του Απρίλη, στην οποία ο Λένιν θριάμβευσε. Ο Κρούπσκαγια έγραφε: «Οι σύντροφοι κάπως αιφνιδιάστηκαν εκείνη την στιγμή. Πολλοί από αυτούς πίστευαν ότι ο Ίλιτς είχε παρουσιάσει το ζήτημα με πάρα πολύ οξύ τρόπο, και ότι ήταν πολύ νωρίς ακόμη να μιλάμε για μια σοσιαλιστική επανάσταση.»
Είναι προφανές ότι η Κρούπσκαγια εκφράζεται με διπλωματικό τόνο. Οι διαφορές ήταν του πιο σοβαρού είδους και ο αγώνας, αν και δεν ήταν μακρύς, ήταν σκληρός. Όταν ο Λένιν υπερασπίστηκε αρχικά τη θέση του δημόσια, το ακροατήριο είχε μείνει άφωνο. Στα απομνημονεύματά του, ο Ρασκόλνικοφ, ο οποίος ήταν παρών στην άφιξη του Λένιν, θυμάται τι συνέβη όταν ο Κάμενεφ μπήκε στο θάλαμο του τρένου που βρισκόταν ο Λένιν κατά την άφιξή του: «Μόλις που πρόλαβε να εισέλθει στο θάλαμο και κάθισε όταν ο Βλαντιμίρ Ίλιτς γύρισε και είπε στο σύντροφο Κάμενεφ. “Τι είναι αυτά που γράφετε στην Πράβντα; Έχουμε δει πολλά τεύχη και πραγματικά σας έβρισα…”. Ακούσαμε τον Ίλιτς να το λέει αυτό σε τόνο πατρικής επίπληξης, στην οποία δεν υπήρχε ποτέ τίποτα προσβλητικό».
Αμέσως μετά την άφιξή του στο σταθμό της Φινλανδίας, οδηγήθηκε σε μια μοντέρνα κατοικία, ιδιοκτησία μιας διάσημης μπαλαρίνας. Εκεί σε ένα μεγάλο δωμάτιο διακοσμημένο με ένα μεγάλο πιάνο, υποδέχτηκαν τον Λένιν με ομιλίες ακριβώς του είδους που μισούσε. Ο Ρασκόλνικοφ συνεχίζει: «Μια γιορτή προς τιμήν του Ίλιτς πραγματοποιήθηκε εδώ. Ο ένας μετά τον άλλο οι ομιλητές εξέφρασαν το αίσθημα της βαθιάς χαράς για την επιστροφή στη Ρωσία του πιο σκληραγωγημένου ηγέτη του κόμματος. Ο Ίλιτς καθόταν και άκουγε με χαμόγελο όλες τις ομιλίες, περιμένοντας με ανυπομονησία να τελειώσουν. Όταν ο κατάλογος των ομιλητών εξαντλήθηκε, ο Ίλιτς κατευθείαν σηκώθηκε και στρώθηκε στη δουλειά. Επιτέθηκε αποφασιστικά στις τακτικές που η ηγετική ομάδα του κόμματος και μερικοί από τους συντρόφους ακολουθούσαν πριν από την επιστροφή του. Γελοιοποίησε την περιβόητη φόρμουλα υποστήριξης στην Προσωρινή Κυβέρνηση “στο μέτρο που, στο βαθμό που, στην έκταση που κ.λπ.” και έδωσε το σύνθημα: “Καμία απολύτως υποστήριξη στην κυβέρνηση των καπιταλιστών”. Την ίδια στιγμή κάλεσε το κόμμα να πολεμήσει για να κατακτηθεί η εξουσία από τα Σοβιέτ, για μια σοσιαλιστική επανάσταση.
Χρησιμοποιώντας μερικά εντυπωσιακά παραδείγματα, ο σύντροφος Λένιν απέδειξε άψογα όλη την απάτη της πολιτικής της Προσωρινής Κυβέρνησης, την κραυγαλέα αντίφαση μεταξύ των υποσχέσεών της και της στάσης της, ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις, τονίζοντας ότι ήταν καθήκον μας να εκθέσουμε ανελέητα τις αντεπαναστατικές και αντιδημοκρατικές αξιώσεις και συμπεριφορές. Η ομιλία του συντρόφου Λένιν διήρκεσε σχεδόν μια ώρα. Το κοινό παρέμεινε προσηλωμένο, παρακολουθώντας με προσοχή. Οι πιο υπεύθυνοι εργάτες του κόμματος εκπροσωπούνταν εδώ, αλλά ακόμη και γι’ αυτούς ό,τι είπε ο Ίλιτς αποτέλεσε μια πραγματική αποκάλυψη. Αυτό χάραξε έναν ‘‘Ρουβίκωνα’’ μεταξύ των τακτικών του χθες και αυτές του σήμερα.
Ο σύντροφος Λένιν έθεσε το ερώτημα με σαφήνεια και καθαρότητα: ‘‘Τι πρέπει να γίνει;’’ και μας τράβηξε μακριά από τη μισoαναγνώριση, μισoστήριξη της κυβέρνησης, στη μη αναγνώριση και την ασυμφιλίωτη πάλη εναντίον της.
Ο απόλυτος θρίαμβος της σοβιετικής εξουσίας, την οποία πολλοί είδαν σαν κάτι θολό και για το λίγο έως πολύ, αόριστο μέλλον, ανατράπηκε από τον σύντροφο Λένιν που υπεράσπισε ως επείγουσα ανάγκη την κατάκτηση της εξουσίας, η οποία θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτή η ομιλία του ήταν υπό την πληρέστερη έννοια ιστορική. Ο σύντροφος Λένιν εδώ για πρώτη φορά έθεσε το πολιτικό του πρόγραμμα, το οποίο διατύπωσε την επόμενη μέρα στις διάσημες Θέσεις της 4ης Απριλίου. Αυτή η ομιλία προκάλεσε μια επανάσταση στην σκέψη των ηγετών του κόμματος και αποτέλεσε τη βάση για όλη τη μετέπειτα δουλειά των μπολσεβίκων. Δεν ήταν τυχαίο που η τακτική του κόμματός μας δεν ακολούθησε μια ευθεία γραμμή, αλλά μετά την επιστροφή του Λένιν πήρε μια απότομη στροφή προς τ’ αριστερά».
Αιφνιδιασμένοι από τη συμπεριφορά του ηγέτη των μπολσεβίκων, την τόσο διαφορετική από εκείνη των ανθρώπων του στην Πετρούπολη, οι μενσεβίκοι τον κατηγόρησαν ότι προσπαθεί να προκαλέσει βία και εμφύλιο πόλεμο. Στις σελίδες της εφημερίδας του, Yedinstvo («Γεντίνστβο», Ενότητα) ο Πλεχάνοφ αποκάλεσε τις θέσεις του Λένιν
«ασυναρτησίες». Αλλά η στάση των μπολσεβίκων ηγετών δεν ήταν πολύ διαφορετική. Όταν δημοσιεύθηκαν οι Θέσεις του Απρίλη στις σελίδες της Πράβντα στις 7 Απριλίου, είχαν μία μόνο υπογραφή, αυτή του Λένιν. Ούτε ένας από τους άλλους ηγέτες δεν ήταν διατεθειμένος να συνδέσει το όνομά του με τη θέση του Λένιν. Την επόμενη μέρα, η Πράβντα δημοσίευσε το άρθρο του Καμένεφ με τίτλο Οι διαφωνίες μας, που διαχώριζε την ηγεσία των μπολσεβίκων από τη θέση του Λένιν, δηλώνοντας ότι ο τελευταίος εξέφραζε τις δικές του απόψεις, τις οποίες δεν συμμεριζόταν ούτε η συντακτική ομάδα της Πράβντα, ούτε το Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής.
Παρά την αντίδραση των μενσεβίκων και των ηγετών των μπολσεβίκων στην Πετρούπολη, ο Λένιν ήταν περισσότερο «σε επαφή» με την πραγματική κατάσταση απ’ όσο οι σύντροφοί του στη Ρωσία. Γι’ αυτόν, η ουσία του ζητήματος ήταν πολύ απλή: ήταν απαραίτητη η προετοιμασία της εργατικής τάξης για την κατάληψη της εξουσίας, φυσικά, όχι αμέσως. Ο Λένιν δεν ήταν τυχοδιώκτης και η ιδέα μια μειοψηφία να καταλάβει την εξουσία ήταν πολύ μακριά από το μυαλό του. Όχι. Το καθήκον για την ώρα ήταν να εξοπλίσει την πρωτοπορία της τάξης – τα πιο προχωρημένα τμήματα των εργατών και της νεολαίας – με στόχο να κερδίσουν τις μάζες στο πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης ως μόνη διέξοδο. Αυτή η θέση συνόψιζε ορθά την ουσία της κατάστασης. Αλλά ήρθε αντιμέτωπη με το σύνθημα της «δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», που όλοι γνώριζαν ότι δεν ήταν το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το ζήτημα διευθετήθηκε τελικώς σε μια συνδιάσκεψη στην Πετρούπολη γνωστή στην ιστορία ως η Συνδιάσκεψη του Απρίλη. [..] Ο Λένιν ήρθε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με παλιούς συνεργάτες, που στην αποφασιστική στιγμή, κατέληξαν να είναι οι πιο σκληροί αντίπαλοί του. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι «παλιοί μπολσεβίκοι» συσπειρώθηκαν κάτω από τη σημαία του λενινισμού! Οι ίδιοι παρουσιάζονταν ως υπερασπιστές της λενινιστικής ορθοδοξίας, όπως συνοψιζόταν στο σύνθημα της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», το οποίο ο ίδιος ο Λένιν είχε θέσει το 1905. Αλλά αυτή η φόρμουλα δεν είχε πια την ίδια χρησιμότητα. Η ίδια η εξέλιξη της επανάστασης την είχε καταστήσει περιττή.
Τόσο ο Λένιν, όσο και ο Τρότσκι, όπως είδαμε, είχαν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Κατάλαβαν ότι η κυβέρνηση Κερένσκι δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι εργάτες και οι αγρότες, ακριβώς επειδή ήταν μια κυβέρνηση της αστικής τάξης, όχι των εργατών και των αγροτών. Μόνο η δικτατορία του προλεταριάτου, σε συμμαχία με τους φτωχούς αγρότες, θα μπορούσε να λύσει τα καθήκοντα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης στη Ρωσία. Ο Τρότσκι το έθεσε ως εξής: «Οι παλιοί μπολσεβίκοι – οι οποίοι τονίζουν επιδεικτικά αυτή την ονομασία, τον Απρίλιο του 1917- καταδικάστηκαν σε ήττα ακριβώς επειδή υπερασπίζονταν εκείνο το στοιχείο της παράδοσης του κόμματος το οποίο δεν είχε περάσει την δοκιμασία της ιστορίας».
Ο αγώνας στο εσωτερικό του κόμματος ήταν σύντομος, αλλά έντονος. H μεγάλη δύναμη που είχε ο Λένιν ήταν η υποστήριξη των μπολσεβίκων εργατών, που στέκονταν στ’ αριστερά της ηγεσίας. Αισθάνθηκαν από την αρχή ότι υπήρχε κάτι λάθος σε μια πολιτική που, ενάντια στο ένστικτό τους και τις παραδόσεις που γνώριζαν, υποστήριξε τη συμφιλίωση με τους μενσεβίκους και είχε μία δειλή στάση απέναντι στην αστική Προσωρινή Κυβέρνηση.
Αλλά οι εργάτες δεν ήταν σε θέση να απαντήσουν στα «έξυπνα» επιχειρήματα των ηγετών, όπως ο Καμένεφ και ο Στάλιν, που χρησιμοποίησαν τη θέση τους για να φιμώσουν τις αμφιβολίες των απλών μελών του κόμματος. Αντιθέτως, ο Λένιν βασίστηκε στην υποστήριξη των εργατών του κόμματος που αποδέχθηκαν ενστικτωδώς τις επαναστατικές θέσεις του: «Αυτοί οι επαναστάτες εργάτες» επισημαίνει ο Τρότσκι, «απλά δεν είχαν τις θεωρητικές βάσεις για να υπερασπιστούν τη θέση τους. Αλλά ήταν έτοιμοι να ανταποκριθούν στην πρώτη σαφή έκκληση. Αυτή ήταν η εργατική βάση που όρθωσε το ανάστημά της κατά τη διάρκεια των χρόνων της ανόδου 1912-1914, στην οποία ο Λένιν βασιζόταν τώρα.»
Μέχρι τη στιγμή που η συνδιάσκεψη του Απριλίου ξεκίνησε, η μάχη είχε, πρακτικά κερδηθεί από τον Λένιν και τη βάση του κόμματος. Ο Ζαλέζκι, ο οποίος ήταν μέλος της επιτροπής της Πετρούπολης, αναφέρει ότι «Οι συνοικίες η μία μετά την άλλη, προσχώρησαν ς’ αυτές [τις θέσεις του Λένιν]».
Ο Λένιν στη Συνδιάσκεψη του Απρίλη
Η εναρκτήρια ομιλία του Λένιν τόνιζε τη διεθνή διάσταση της επανάστασης: «Η μεγάλη τιμή της έναρξης της επανάστασης έχει πέσει στο ρωσικό προλεταριάτο. Αλλά το ρωσικό προλεταριάτο δεν πρέπει να ξεχνάει ότι το κίνημα και η επανάστασή του, είναι μόνο ένα τμήμα ενός παγκόσμιου επαναστατικού προλεταριακού κινήματος, το οποίο στη Γερμανία, για παράδειγμα, κερδίζει έδαφος κάθε μέρα που περνά. Μόνο από αυτή την οπτική γωνία μπορούμε να προσδιορίσουμε τους στόχους μας».
Αυτή ήταν η πρώτη «τουφεκιά» στη συζήτηση και ο Λένιν ζύγιζε κάθε λέξη. Τι σήμαινε αυτό; Ο Λένιν απαντούσε στο επιχείρημα των μενσεβίκων, αλλά και του Κάμενεφ και του Στάλιν, ότι οι Ρώσοι εργάτες δεν μπορούσαν να πάρουν την εξουσία διότι τάχα, οι αντικειμενικές συνθήκες στην καθυστερημένη φεουδαρχική Ρωσία δεν το επέτρεπαν. Και η απάντηση ήταν η εξής: είναι αλήθεια ότι οι αντικειμενικές συνθήκες για το σοσιαλισμό δεν υπήρχαν στη Ρωσία, αλλά υπάρχουν σε παγκόσμια κλίμακα. Η επανάσταση μας δεν είναι μια ανεξάρτητη πράξη, αλλά τμήμα της παγκόσμιας επανάστασης. Αν έχουμε τη δυνατότητα να κατακτήσουμε την εξουσία πριν από τους Γερμανούς, Γάλλους και Βρετανούς εργάτες, τότε θα πρέπει να το πράξουμε. Μπορούμε να αρχίσουμε την επανάσταση, να πάρουμε την εξουσία, να αρχίσουμε να μετασχηματίζουμε την κοινωνία σε σοσιαλιστικά πρότυπα και αυτό θα δώσει μια ισχυρή ώθηση στην επανάσταση που έχει ήδη ωριμάσει στην Ευρώπη. Μπορούμε να αρχίσουμε και με τη βοήθεια των εργατών της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας, θα ολοκληρώσουμε το έργο. Φυσικά, αν δεν είχαμε την προοπτική της διεθνούς επανάστασης, το καθήκον μας θα ήταν πράγματι απελπιστικό. Αλλά αυτή δεν είναι η θέση μας. «Μόνο από αυτή την οπτική γωνία μπορούμε να προσδιορίσουμε τους στόχους μας.» Η ίδια θέση επαναλαμβανόταν συνεχώς από τον Λένιν κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης.
«Ναι, είμαστε μειοψηφία. Λοιπόν, και τι μ’ αυτό; Το να είσαι σοσιαλιστής, ενώ ο σοβινισμός είναι η μόδα, σημαίνει να είσαι στη μειοψηφία. Αν είσαι στην πλειοψηφία σημαίνει ότι είσαι σοβινιστής».
Το ψήφισμα του Λένιν για την τρέχουσα κατάσταση δήλωνε: «Το προλεταριάτο της Ρωσίας μάχεται σε μια από τις πιο καθυστερημένες χώρες της Ευρώπης μέσα σε ένα τεράστιο πληθυσμό μικρών αγροτών, οπότε δεν μπορεί να στοχεύει να θέσει σε άμεση ισχύ σοσιαλιστικές αλλαγές.
Αλλά θα ήταν ένα σοβαρό λάθος και στην πραγματικότητα, ακόμη και πλήρης υποταγή στην αστική τάξη, να συνάγουμε από αυτό ότι η εργατική τάξη θα πρέπει να υποστηρίζει την αστική τάξη ή ότι πρέπει να διατηρήσει τις δραστηριότητές της εντός των αποδεκτών ορίων από την μικροαστική τάξη ή ότι το προλεταριάτο πρέπει να αποκηρύξει τον ηγετικό του ρόλο σε αυτό το ζήτημα, εξηγώντας στο λαό ότι επείγει η πραγματοποίηση ορισμένων πρακτικών βημάτων προς το σοσιαλισμό, για τα οποία ο καιρός είναι τώρα ώριμος.
Από την πρώτη προϋπόθεση είναι σύνηθες να βγάζουν το συμπέρασμα ότι “η Ρωσία είναι μια καθυστερημένη χώρα, μια αγροτική, μικροαστική χώρα, και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα κοινωνικής επανάστασης”. Οι άνθρωποι αυτοί ξεχνούν όμως, ότι ο πόλεμος μας έχει τοποθετήσει σε έκτακτες περιστάσεις και ότι δίπλα – δίπλα με τη μικροαστική τάξη έχουμε το Μεγάλο Κεφάλαιο. Αλλά τι θα πρέπει να κάνουν τα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών όταν αναλάβουν την εξουσία; Θα πρέπει να προσχωρήσουν στην αστική τάξη; Η απάντησή μας είναι ό,τι “η εργατική τάξη πρέπει να συνεχίσει την ταξική της πάλη”.
Αλλά σε αυτό το σημείο ακούμε μια κραυγή διαμαρτυρίας από ανθρώπους που αποκαλούν τους εαυτούς τους εύκολα “παλιούς μπολσεβίκους”. Δεν υποστηρίζαμε πάντα, λένε, ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση ολοκληρώνεται μόνο με την “επαναστατική – δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς”; Έχει η αγροτική επανάσταση, η οποία είναι επίσης μια αστικοδημοκρατική επανάσταση, ολοκληρωθεί; Δεν είναι γεγονός, αντιθέτως, ότι δεν έχει καν αρχίσει;
Η απάντησή μου είναι η εξής: Τα συνθήματα των μπολσεβίκων και οι ιδέες στο σύνολο τους έχουν επιβεβαιωθεί από την ιστορία, αλλά συγκεκριμένα πράγματα έχουν εξελιχθεί με διαφορετικό τρόπο, πιο πρωτότυπο, πιο περίεργο, πιο διαφοροποιημένο από ότι ο καθένας θα μπορούσε να αναμένει. Το να αγνοήσουμε ή να παραβλέψουμε αυτό το γεγονός θα σήμαινε ότι αντιγράφουμε τους “παλιούς μπολσεβίκους” που περισσότερες από μία φορές έχουν παίξει τόσο λυπηρό ρόλο στην ιστορία του κόμματός μας, επαναλαμβάνοντας φόρμουλες ανόητα, από συνήθεια, αντί να μελετούν τις ιδιαιτερότητες της νέας και ζώσας πραγματικότητας.»
Απευθυνόμενος σε αυτούς που ισχυρίστηκαν ότι το προλεταριάτο έπρεπε να υπακούσει στο «σιδερένιο νόμο των ιστορικών σταδίων», ότι «δεν θα μπορούσε να παραλείψει τον Φεβρουάριο», ότι έπρεπε να «περάσει μέσα από το στάδιο της αστικής επανάστασης» και οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο προσπάθησαν να καλύψουν τη δική τους δειλία, σύγχυση και ανικανότητα με την επίκληση «αντικειμενικών παραγόντων», ο Λένιν απάντησε περιφρονητικά: «Γιατί δεν πήραν την εξουσία; Ο Στεκλόφ λέει: γι’ αυτόν και εκείνον το λόγο. Αυτό είναι ανοησία. Το ζήτημα είναι ότι το προλεταριάτο δεν είναι αρκετά οργανωμένο και δεν έχει επαρκή ταξική συνείδηση. Αυτό πρέπει να το παραδεχτούμε; Η υλική δύναμη είναι στα χέρια του προλεταριάτου, αλλά η αστική τάξη αποδείχθηκε ότι είναι προετοιμασμένη και έχει ταξική συνείδηση. Αυτό είναι ένα τερατώδες γεγονός, αλλά θα πρέπει ειλικρινά και ανοιχτά να το παραδεχτούμε και θα πρέπει να πούμε στους εργάτες ότι δεν πήραν την εξουσία επειδή ήταν ανοργάνωτοι και όχι αρκετά συνειδητοί».
Δεν υπήρχε κανένας αντικειμενικός λόγος για τον οποίο οι εργάτες, οι οποίοι είχαν την εξουσία στα χέρια τους, δεν θα μπορούσαν να έχουν πετάξει την αστική τάξη στην άκρη τον Φεβρουάριο του 1917, δεν υπήρχε κανένας άλλος λόγος εκτός από έλλειψη προετοιμασίας, οργάνωσης και συνειδητότητας. Αλλά αυτό, όπως εξήγησε ο Λένιν, ήταν απλώς η ορατή πλευρά της κολοσσιαίας προδοσίας της επανάστασης από όλα τα αποκαλούμενα κόμματα των εργατών και των αγροτών. Χωρίς τη στήριξη των μενσεβίκων και των σοσιαλεπαναστατών στα Σοβιέτ, η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να σταθεί ούτε για μια ώρα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Λένιν επεφύλαξε τα πιο καυστικά σχόλια του για εκείνα τα στοιχεία της ηγεσίας των μπολσεβίκων, που είχαν ρυμουλκήσει το ίδιο το μπολσεβίκικο κόμμα στην «ατμομηχανή» των μενσεβίκων και των σοσιαλεπαναστατών, η οποία είχε συγχύσει και αποπροσανατολίσει τις μάζες, εκτρέποντάς τες από το δρόμο προς την εξουσία.
«Εκείνος που μιλά τώρα μόνο για μια “επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς” είναι πίσω από την εποχή του και ως εκ τούτου, έχει ουσιαστικά περάσει στη μικροαστική τάξη ενάντια στην προλεταριακή ταξική πάλη, το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να μπει στο μουσείο με τις προεπαναστατικές “μπολσεβίκικες” αντίκες (το μουσείο αυτό μπορεί να ονομαστεί και μουσείο των “παλιών μπολσεβίκων”)».
Αναφερόμενος στην εξουσία της εργατικής τάξης και στην ανικανότητα της Προσωρινής Κυβέρνησης, ο Λένιν τόνισε: «Αυτό το γεγονός δεν ταιριάζει στα παλιά σχήματα. Κάποιος πρέπει να ξέρει πώς να προσαρμόζει τα σχήματα στα γεγονότα, αντί να επαναλαμβάνει τα χωρίς νόημα πλέον λόγια για μια “δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς” γενικά».
Και πάλι: «Μήπως αυτή η πραγματικότητα [της δυαδικής εξουσίας] καλύπτεται από την παλιά μπολσεβίκικη φόρμουλα του συντρόφου Κάμενεφ, η οποία λέει ότι η “αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει ολοκληρωθεί;”. Όχι δεν καλύπτεται. Αυτή η φόρμουλα είναι ξεπερασμένη. Δεν είναι καλή από όλες τις απόψεις. Είναι νεκρή. Και δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να την αναβιώσουμε».
Υπήρχε ένα σημείο στο οποίο ο Λένιν έδινε ιδιαίτερη έμφαση. Ήταν σημαντικό οι μπολσεβίκοι να διατηρήσουν την απόλυτη ανεξαρτησία τους από όλες τις άλλες τάσεις. Ο Λένιν ήταν σίγουρος ότι μέσα στην ατμόσφαιρα γενικής ευφορίας, θα υπάρξει μια ισχυρή έλξη προς την κατεύθυνση της ενοποίησης «όλων των προοδευτικών τάσεων». Η ιστορία του συμφιλιωτισμού από την πλευρά των «παλαιών μπολσεβίκων», ιδιαίτερα του Κάμενεφ, τον γέμιζε με ανησυχία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έγραψε στο πρώτο τηλεγράφημα του: «Καμία προσέγγιση με άλλα κόμματα».
Από την άλλη πλευρά, στη συνδιάσκεψη του Μαρτίου, ο Στάλιν είχε ήδη σχεδιάσει την υπέρβαση των «ασήμαντων διαφορών», στο πλαίσιο ενός ενωμένου κόμματος των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων. Η στενή νοοτροπία του «ανθρώπου της επιτροπής», Στάλιν,έβλεπε τα πάντα από την άποψη της οργάνωσης. Ένα μεγαλύτερο κόμμα σήμαινε περισσότερα μέλη, περισσότερα χρήματα, ένα μεγαλύτερο μηχανισμό και κατά συνέπεια, ένα ευρύτερο πεδίο, στο οποίο θα μπορούσε να αναπτύξει τις δραστηριότητές του. Σε σύγκριση με αυτά, τι ήταν μερικές θεωρητικές διαφορές, παρά «ασημαντότητες»; Εδώ βλέπουμε σε μια ιδιαίτερα ακατέργαστη μορφή, τη διαφορά μεταξύ της ψυχολογίας ενός επαναστάτη και ενός γραφειοκράτη.
Οι παλιοί μπολσεβίκοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να επιβάλουν ενότητα με τους μενσεβίκους «στη βάση του Τσίμερβαλντ και του Κίενταλ» ακριβώς όταν το κίνημα του Τσίμερβαλντ είχε εξαντλήσει την ιστορική του αποστολή και ήταν στη διαδικασία διάλυσης. Σε κάθε περίπτωση, ήταν πάντα μια συμβιβαστική λύση, ένα μεταβατικό βήμα προς την κατεύθυνση μιας νέας και πραγματικά επαναστατικής Διεθνούς. Ο Λένιν είχε ήδη πάρει την απόφαση. Όχι «πίσω στο Τσίμερβαλντ», αλλά «προς τα εμπρός για την Τρίτη Διεθνή!» Αυτό ήταν το σύνθημά του.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Άλαν Γουντς «Η Ιστορία του Μπολσεβικισμού» (εκδόσεις «Μαρξιστική Φωνή», Αθήνα 2017)