Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΠληθωρισμός και επιτόκια: μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Πληθωρισμός και επιτόκια: μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Το αδιέξοδο της απόπειρας της άρχουσας τάξης διεθνώς να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό μέσω της αύξησης των επιτοκίων.

«Η μάχη των κεντρικών τραπεζών με τον πληθωρισμό εισέρχεται σε νέα φάση ‘πόνου’». Αυτός ο πρόσφατος τίτλος συνοψίζει τη θέση των Financial Times – ενός αστικού εκφραστή, κανονικά γνωστού για τη σοβαρότητα και την υπευθυνότατα του παρά για τον σαδισμό του.

Αλλά οι Financial Times δεν είναι οι μόνοι που προβλέπουν οδύνη. «Η μείωση των υψηλών τιμών θα χρειαστεί να πονέσει… πολύ» αναφέρει το κορυφαίο φιλελεύθερο περιοδικό The Economist.

Άλλοι καπιταλιστές σχολιαστές φαίνεται πραγματικά να απολαμβάνουν αυτή την προοπτική.

«Το επόμενο σκέλος της βελτίωσης των αριθμών του πληθωρισμού θα είναι πιο δύσκολο» δήλωσε ο Καρλ Ρικαντόνα, επικεφαλής Αμερικανός οικονομολόγος της τράπεζας ΒΝP Paribas. «Απαιτεί περισσότερο πόνο και αυτός ο πόνος πιθανότατα περιλαμβάνει ύφεση στο δεύτερο εξάμηνο του έτους».

Πανικός

Όλες αυτές οι εκτιμήσεις προέκυψαν μετά από τις τελευταίες ανακοινώσεις σχετικά με τον πληθωρισμό και τα επιτόκια.

Ενώ όταν αρχικά επανεμφανίστηκε το φάντασμα του πληθωρισμού πριν από μερικά χρόνια ήταν αισιόδοξη, η άρχουσα τάξη τώρα πανικοβάλλεται, καθώς η συγκράτηση των αυξήσεων των τιμών αποδεικνύεται πιο δύσκολη από το αναμενόμενο.

Αν και στην Αμερική και την Ευρώπη, τα ποσοστά του γενικού πληθωρισμού μειώνονται, ο δομικός πληθωρισμός – αυτός που παραμένει όταν αφαιρούνται ιδιαίτερα ασταθή στοιχεία όπως τα τρόφιμα, τα καύσιμα και η ενέργεια – παραμένει αυξημένος.

Για τις ΗΠΑ, ο δομικός πληθωρισμός έχει κολλήσει στο 4,7% περίπου τους τελευταίους έξι μήνες. Στην Ευρωζώνη ο αντίστοιχος αριθμός είναι περίπου 5%. Τον Μάιο και οι δύο οικονομίες κατέγραψαν ποσοστό 5,3%.

Η Βρετανία, στο μεταξύ, είναι παγκόσμιος ηγέτης – αλλά όχι σε τίποτα για το οποίο πρέπει να είναι περήφανη. Οι επίσημες εκτιμήσεις για τον Μάιο, που δημοσιεύθηκαν την περασμένη βδομάδα, έδειξαν ότι ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) διαμορφώθηκε στο 8,7%, όπως και τον προηγούμενο μήνα. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι ο δομικός πληθωρισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο εκτινάχθηκε από το 6,8% στο 7,1%.

Ύφεση

Αυτά τα στοιχεία είναι ανησυχητικά και για την άρχουσα τάξη και για την εργατική τάξη. Αποκαλύπτουν ότι ο πληθωρισμός έχει παγιωθεί και ξεκάθαρα δεν είναι «παροδικός» ή «προσωρινός» όπως διαβεβαίωναν προκλητικά οι αστοί οικονομολόγοι το 2021.

Ακόμη χειρότερα, οι πεισματικά υψηλές τιμές δείχνουν πόσο ανίκανοι είναι οι κεντρικοί τραπεζίτες όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουν την απειλή του πληθωρισμού.

Το μόνο όπλο που έχουν στο οπλοστάσιο τους είναι τα επιτόκια. Αλλά αυτό έχει αποδειχθεί ότι είναι σχετικά αμβλύ εργαλείο, ανίκανο να μειώσει τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσει ζημιά στον περιβάλλοντα ιστό της ευρύτερης οικονομίας. Εξ ου και οι τρέχουσες προειδοποιήσεις για την προοπτική «πόνου».

Η άρχουσα τάξη ήλπιζε να πετύχει μια «ήπια προσγείωση»: μείωση του πληθωρισμού σε επίπεδα του 2%, χωρίς να καταρρεύσει η οικονομία. Όμως, καθώς οι τιμές εξακολουθούν να εκτινάσσονται στα ύψη, παρά τις επαναλαμβανόμενες αυξήσεις επιτοκίων από τους κεντρικούς τραπεζίτες τους τελευταίους περίπου 18 μήνες, είναι σαφές σε όλους ότι αυτό αποτελεί – και αποτελούσε εξαρχής – απλά μια φαντασίωση.

«Ο μόνος τρόπος να μειωθεί ο πληθωρισμός στο 2%,» δήλωσε ο Τόρστεν Σλοκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Apollo Global Management, «είναι να συντρίψει τη ζήτηση και να επιβραδύνει την οικονομία με πιο έντονο τρόπο».

«Κάτι πρέπει να αλλάξει, ριζικά και σύντομα», διακήρυξε ο Μάρτιν Γουλφ στους Financial Times, μιλώντας εκ μέρους των στρατηγών του κεφαλαίου. «Το ερώτημα δεν είναι τόσο αν θα υπάρξει ύφεση. Είναι περισσότερο αν είναι αναγκαίο να υπάρξει, προκειμένου να σταματήσει το “σπιράλ”».

«Είτε μας αρέσει είτε όχι (εμένα σίγουρα όχι)» καταλήγει ο Γουλφ, «η οικονομία δεν θα επιστρέψει σε πληθωρισμό 2% χωρίς απότομη επιβράδυνση και μεγαλύτερη ανεργία».

Ο δεδηλωμένος στόχος της καπιταλιστικής τάξης και των εκπροσώπων της, με άλλα λόγια, είναι να προκαλέσουν συνειδητά μια ύφεση, προκειμένου να «κρυώσουν» την οικονομία αυξάνοντας την ανεργία και μειώνοντας τους μισθούς.

Με λίγα λόγια, έχοντας χάσει τον έλεγχο της κατάστασης, η άρχουσα τάξη ζητά από τους εργαζόμενους να πληρώσουν γι’ αυτή την κρίση, μέσω των περικοπών σε θέσεις εργασίας και αμοιβές.

Άναρχο σύστημα

Γιατί όμως ο πληθωρισμός είναι τόσο επίμονος; Γιατί οι αυξήσεις των επιτοκίων, με τη σύσφιξη του προσφερόμενου χρήματος που επιφέρουν, δεν έχουν καταπνίξει τις αυξήσεις των τιμών μέχρι στιγμής;

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η άρχουσα τάξη είναι ότι ο πληθωρισμός είναι ένα πολυκέφαλο τέρας. Αυτό που δεν μπορούν ούτε να καταλάβουν ούτε να αποδεχτούν είναι ότι είναι σύμπτωμα της αναρχίας του καπιταλιστικού συστήματος.

Μια πτέρυγα της αστικής οικονομίας, οι μονεταριστές, λένε ότι ο πληθωρισμός είναι απλώς ένα «νομισματικό φαινόμενο», ένα προϊόν του ότι «υπερβολικά πολύ χρήμα κυνηγά πολύ λίγα αγαθά».

Η άλλη πτέρυγα, οι κεϋνσιανοί, λένε ότι είναι σημάδι της «υπερθέρμανσης» της οικονομίας, του ξεπεράσματος της παραγωγικής ικανότητας της κοινωνίας από την πραγματική ζήτηση.

Σε κάθε περίπτωση, το πικρό φάρμακο που συνταγογραφούν και τα δύο στρατόπεδα είναι το ίδιο: η μείωση της ζήτησης, μέσω αποπληθωριστικών πολιτικών λιτότητας και περιορισμού της πρόσβασης στο δανεισμό.

Η «πλεονάζουσα ζήτηση» είναι σίγουρα ένας παράγοντας πίσω από την τρέχουσα κρίση πληθωρισμού. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το αποτέλεσμα των «παράλογων» μισθολογικών απαιτήσεων των εργαζομένων, όπως το κατεστημένο και η προπαγάνδα του ισχυρίζεται σταθερά, προειδοποιώντας για ένα ενδεχόμενο «σπιράλ μισθών-τιμών».

Είναι το αποτέλεσμα της πλημμύρας του πλασματικού κεφαλαίου, το οποίο η άρχουσα τάξη απελευθέρωσε στην παγκόσμια οικονομία ως απάντηση στην πανδημία, με τη μορφή κρατικών επιδοτήσεων και υποστήριξης, σχεδιασμένων για να σώσουν το σύστημά της.

Πιέσεις

Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία σε αυτή την εξίσωση.

Η εμφάνιση σημείων συμφόρησης συνεχίζει να διαταράσσει τις αλυσίδες εφοδιασμού – με πιο χαρακτηριστικές τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Οι συνέπειες από τον πόλεμο στην Ουκρανία έχουν χτυπήσει την παραγωγή και αύξησαν τα κόστη, όπως και η κλιματική αλλαγή. Και επιπλέον φορτίο στους οικονομικούς πόρους της κοινωνίας αποτελούν οι αμυντικές δαπάνες, η γήρανση του πληθυσμού και οι επενδύσεις σε μέτρα προσαρμογής και μετριασμού της κλιματικής κρίσης, με ελλειμματικές δημοσιονομικές πολιτικές να υιοθετούνται για να βουλώσει η κάθε τρύπα στους προϋπολογισμούς.

Παράλληλα, η άνοδος του προστατευτισμού και του οικονομικού εθνικισμού σημαίνει δασμούς, εμπορικούς φραγμούς και γενική μείωση της αποδοτικότητας. Για μια ολόκληρη περίοδο, η παγκοσμιοποίηση συνέβαλε στη μείωση του κόστους παραγωγής. Αλλά τώρα αυτό αντιστρέφεται.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες επιτείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία, συμβάλλοντας στην ώθηση των τιμών προς τα πάνω.

Αλλά στον καπιταλισμό, όπου η παραγωγή αποτελεί ατομική ιδιοκτησία και η οικονομία λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς, η άρχουσα τάξη έχει ελάχιστο έλεγχο πάνω σε αυτές τις μεταβλητές.

Και στο βαθμό που έχουν οποιαδήποτε επιρροή, οι πολιτικές τους αποφάσεις ρίχνουν λάδι στη φωτιά: επαναπατρισμός παραγωγής, παράταση της σύγκρουσης στην Ουκρανία, εκκλήσεις για μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες, αντί λιγότερες.

Αυτό εξηγεί γιατί η άρχουσα τάξη αναγκάζεται τώρα να αυξήσει ακόμη περισσότερο τα επιτόκια. Ο μόνος μοχλός στον οποίο έχουν πραγματικό έλεγχο είναι η προσφορά χρήματος – και ακόμη και αυτό, μόνο έμμεσα. Και όσο περισσότερο οι άλλες πιέσεις ωθούν τις τιμές προς τα πάνω, τόσο πιο δυνατά πρέπει να τραβήξουν προς τα κάτω αυτόν τον μοναδικό τους μοχλό για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό.

Με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, κινδυνεύουν – ή σχεδόν εγγυώνται – να οδηγήσουν την οικονομία σε ένα βαθύ χαντάκι. Τέτοια είναι η τρέλα του καπιταλισμού.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Βρετανία είναι ο πιο άρρωστος ασθενής της πτέρυγας, όσον αφορά τον πληθωρισμό. Η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε πολλά από τα ζητήματα που περιγράφονται παραπάνω, και αρκετά ακόμα.

Η Βρετανία επηρεάζεται περισσότερο από τις περισσότερες άλλες χώρες από τις διακυμάνσεις των τιμών του φυσικού αερίου, για παράδειγμα, ως αποτέλεσμα δεκαετιών αποτυχίας να γίνουν επενδύσεις σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας και υποδομές.

Η χώρα έχει επίσης πληγεί περισσότερο από τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού, αντιμετωπίζοντας μια μαζική φυγή ανθρώπων από την εργασία λόγω εξουθένωσης, χρόνιων ασθενειών και μιας επιδημίας προβλημάτων ψυχικής υγείας, με ένα «τεντωμένο» σύστημα Υγείας που δεν είναι σε θέση να προσφέρει θεραπεία στους εργαζόμενους που τη χρειάζονται.

Το Brexit, στο μεταξύ, αύξησε το κόστος του εμπορίου για τις επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου – πρόκειται για τη μεγαλύτερη πράξη οικονομικού «αυτοτραυματισμού» που έχει προκαλέσει ποτέ στον εαυτό της οποιαδήποτε καπιταλιστική κυβέρνηση.

Την ίδια στιγμή, η Βρετανία βρίσκεται σχεδόν στην κορυφή όσον αφορά τον όγκο του πλασματικού κεφαλαίου που περιφέρεται στην οικονομία, ως αποτέλεσμα των επαναλαμβανόμενων διασώσεων και δωρεών από το κράτος στους τραπεζίτες και τα αφεντικά. Όπως αναφέρει ο Economist:

«Η Βρετανία ξεχωρίζει για το μέγεθος των επιδοτήσεων που έριξε στην οικονομία στην πανδημία και στη συνέχεια, πέρυσι, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης… Μόνο η Αμερική έδωσε μεγαλύτερη τόνωση. Η Βρετανία ξόδεψε πολύ περισσότερο από άλλες ομότιμες χώρες: περίπου το 23,1% του εθνικού εισοδήματος – πολύ περισσότερο, για παράδειγμα, από το 13,3% της Γαλλίας».

Αυτή ακριβώς είναι η «ειδική κρίση» του βρετανικού καπιταλισμού: οι γενικές κρίσεις και οι αντιφάσεις του καπιταλισμού που αντανακλώνται σε μια εποχή ιμπεριαλιστικής παρακμής, πάνω σε μια φθίνουσα δύναμη της οποίας το ζενίθ έχει περάσει προ πολλού.

Τα προβλήματα στη Βρετανία, με άλλα λόγια, είναι απλώς η πιο οξεία έκφραση της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού. Το σύστημα σπάει στον πιο αδύναμο κρίκο του.

Διασπάσεις

Η άρχουσα τάξη διχάζεται ως προς το πώς να προχωρήσει.

Η κυρίαρχη πτέρυγα είναι αποφασισμένη να εξαλείψει τον πληθωρισμό, ανεξάρτητα από το κόστος. Μακροπρόθεσμα, οι ασταθείς τιμές υπονομεύουν την υγεία του καπιταλισμού στο σύνολο του. Η αγορά βασίζεται στις κινήσεις τιμών για να κατευθύνει το κεφάλαιο προς τα υψηλότερα κέρδη, για να κατανείμει τους πόρους, και για να διασφαλίσει ότι τα περιουσιακά στοιχεία διατηρούν την αξία τους.

Ο σταθερά υψηλός πληθωρισμός τα ανατρέπει όλα αυτά, μπερδεύοντας τις δυνάμεις της αγοράς και αναδιανέμοντας αυθαίρετα τον πλούτο από τους πιστωτές στους οφειλέτες.

Παράλληλα με την εισαγωγή επιπρόσθετης αστάθειας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ο πληθωρισμός τροφοδοτεί επίσης την κοινωνική και πολιτική αστάθεια: από το τσουνάμι των απεργιών που παρατηρήθηκαν στη Βρετανία, τη Γαλλία και αλλού, μέχρι τα επαναστατικά κινήματα στη Σρι Λάνκα, τον Λίβανο και άλλες υπερεκμεταλλευόμενες χώρες.

Για τη βρετανική άρχουσα τάξη, ειδικότερα, το ζήτημα της κάμψης του πληθωρισμού τίθεται ακόμη πιο έντονα. Ο βρετανικός καπιταλισμός θεωρείται ήδη ακραία προβληματική περίπτωση. Και οι γελοιότητες των παλαβών Συντηρητικών υποστηρικτών του Brexit – με χαρακτηριστικότερες εκείνες της Λιζ Τρας – δεν έχουν βοηθήσει να προκληθεί αυτοπεποίθηση στις αγορές.

Επομένως, αν αφηνόταν ο πληθωρισμός ανεξέλεγκτος, θα έθαβε τον βρετανικό καπιταλισμό ακόμη πιο βαθιά στο λάκκο του, του όπως τονίζει ο Μάρτιν Γουλφ στους Financial Times:

«Aν μια χώρα εγκαταλείψει την επίσημη δέσμευσή της να σταθεροποιήσει την αξία του νομίσματος αμέσως μόλις δυσκολέψουν τα πράγματα, τότε θα πρέπει να υποτιμηθούν και άλλες δεσμεύσεις της. Στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, πολλοί θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι σε θέση να τηρήσει τις υποσχέσεις του όταν τα πράγματα δυσκολεύουν. Αυτό συνέβη, σε σημαντικό βαθμό, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970: το Ηνωμένο Βασίλειο άρχισε να είναι ένα ανέκδοτο. Το να επαναληφθεί αυτό, ιδιαίτερα μετά το Brexit, θα ήταν μια ασυγχώρητη – ίσως και αθεράπευτη – ανοησία».

Απώλειες

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Τράπεζα της Αγγλίας και η κυβέρνηση των Συντηρητικών εμφανίζονται σε ενιαίο μέτωπο, δεσμευόμενοι να διασπείρουν τον πόνο από κοινού.

Ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ, για παράδειγμα, έχει παρακάμψει τις συστάσεις του «ανεξάρτητου» κρατικού φορέα αναθεώρησης μισθών στο δημόσιο, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι οι απεργοί δάσκαλοι και γιατροί δεν θα λάβουν μισθολογικές αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό.

Επαναλαμβάνοντας το ψευδές δόγμα περί σπιράλ μισθών-τιμών, ο Συντηρητικός πρωθυπουργός παρατήρησε ότι οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών για τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα θα ήταν σαν «να δίναμε με το ένα χέρι και… να παίρναμε με το άλλο μέσω υψηλότερου πληθωρισμού».

Η Τράπεζα της Αγγλίας εν τω μεταξύ, με την πλήρη υποστήριξη του Υπουργείου Οικονομικών, αύξησε τα επιτόκια κατά ακόμα 0,5% την περασμένη εβδομάδα, φτάνοντας το 5%, ενώ άφησε υπαινιγμούς για εκ νέου αυξήσεις τους στο μέλλον.

Αυτό όχι μόνο θα μπορούσε να οδηγήσει μικρές επιχειρήσεις σε κλείσιμο, αλλά θα μπορούσε επίσης και να ωθήσει χιλιάδες υπερχρεωμένους ιδιοκτήτες σπιτιών σε χρεοκοπία, διαλύοντας παράλληλα την αγορά κατοικίας. Τα μεσαία στρώματα, με άλλα λόγια, θα συνθλιβούν.

Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, τα επιτόκια της Τράπεζας της Αγγλίας θα μπορούσαν να ανέλθουν μέχρι και στο 6,25%, το υψηλότερο επίπεδο από το 1998. Οι τιμές των κατοικιών, με τη σειρά τους, προβλέπεται να μειωθούν κατά περίπου 10%.

Παρόλα αυτά, οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης είναι ανένδοτοι ως προς τη μείωση του πληθωρισμού, αδιαφορώντας για τις παράπλευρες απώλειες.

Αναταραχή

Ένα άλλο τμήμα της άρχουσας τάξης, ωστόσο, ανησυχεί για το μέγεθος των βασάνων που θα απαιτηθεί για τη σταθεροποίηση των τιμών – όχι λόγω οποιουδήποτε γνήσιου ενδιαφέροντος για τους εργαζόμενους και τις απλές οικογένειες, αλλά λόγω των κοινωνικών εκρήξεων που αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει.

Αντίστοιχα, μπροστά στις αναταράξεις που έχουν ήδη δημιουργηθεί στο τραπεζικό σύστημα από τις πρόσφατες αυξήσεις των επιτοκίων, υπάρχουν ανησυχίες για την αστάθεια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι περαιτέρω αυξήσεις τους.

Ορισμένοι αστοί σχολιαστές, επομένως, μιλάνε τώρα για χαλάρωση των στόχων μείωσης του πληθωρισμού και για αποδοχή ενός νέου μόνιμα υψηλότερου ρυθμού αύξησης των τιμών. Όπως περιγράφει ο Economist:

«Εκείνοι που καθορίζουν τα επιτόκια θα μπορούσαν, μέσω των εξαιρετικά υψηλών επιτοκίων, να καταστρέψουν αρκετή ζήτηση σε άλλα μέρη της οικονομίας για να μειώσουν τον πληθωρισμό στο 2%. Αλλά με τόσους πολλούς δομικούς παράγοντες να ωθούν τις τιμές προς τα πάνω, υποστηρίζουν οι σκεπτικιστές, αυτό θα συνεπαγόταν την πρόκληση ενός πολιτικά μη ανεκτού επιπέδου οικονομικών απωλειών

«Ο κόσμος μπορεί έτσι να έχει εισέλθει σε ένα καθεστώς στο οποίο οι κεντρικοί τραπεζίτες μιλούν για στόχους για τον πληθωρισμό αλλά αποφεύγουν να πάρουν τα μέτρα που είναι αρκετά αυστηρά για να τους επιτύχουν. Με άλλα λόγια, το 4% μπορεί να είναι το νέο 2%». [δική μας έμφαση]

Για την εργατική τάξη καμία από τις δύο προτάσεις δεν προσφέρει λύση. Το να συνεχίσει ο πληθωρισμός να μαίνεται θα σημαίνει θάνατο από αργό στραγγαλισμό, μέσω επιθέσεων στους πραγματικούς μισθούς και εισοδήματα. Οι ενέργειες για τη μείωση του πληθωρισμού, από την άλλη, θα σημαίνουν θάνατο από χίλιες μαχαιριές.

Αναγνωρίζοντας την αυξανόμενη οργή για την κρίση του κόστους ζωής, την ίδια στιγμή, μια «λαϊκίστικη» πτέρυγα της αστικής τάξης καταγγέλλει την κερδοσκοπία των μεγάλων επιχειρήσεων, η οποία υποστηρίζεται ότι προκαλεί «πληθωρισμό της απληστίας» (“greedflation”).

Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ένα τμήμα των Συντηρητικών πιέζει για έλεγχο των τιμών στα βασικά είδη σούπερ μάρκετ. Παρόμοια, ο Σούνικ επέβαλε έναν φόρο στα μονοπώλια ορυκτών καυσίμων και στα κέρδη τους.

Οι αριστεροί μεταρρυθμιστές επέκριναν τη μορφή αυτών των μέτρων, αλλά όχι το πραγματικό τους περιεχόμενο.

Πάνω απ’ όλα, αυτό που αποτυγχάνουν να εξηγήσουν είναι ότι ο πληθωρισμός, το αυξανόμενο κόστος ζωής και η κερδοσκοπία δεν είναι η πραγματική αρρώστια, αλλά είναι ένα σύμπτωμα της αληθινής ασθένειας: του συστήματος του κέρδους. Και όλες αυτές οι προτάσεις είναι μόλις κάτι παραπάνω από μια προσπάθεια θεραπείας του καρκίνου με ασπιρίνες.

Επανάσταση

Οι αστοί οικονομολόγοι – τόσο της μονεταριστικής όσο και της κεϋνσιανής ποικιλίας – προσπαθούν να μας πουν ότι ο πληθωρισμός είναι σημάδι ελλείψεων, ότι ζούμε πέρα από τις δυνατότητές μας, ότι πρέπει όλοι να σφίξουμε το ζωνάρι.

Στην πραγματικότητα, υπάρχουν στην κοινωνία οι πόροι για να αντιμετωπιστούν όλες οι πιέσεις που ανεβάζουν τις τιμές: από την ενεργειακή κρίση μέχρι την κλιματική καταστροφή, τις δημογραφικές αλλαγές, και πολλά άλλα.

Υπάρχει η παραγωγική ικανότητα, η επιστήμη και η τεχνολογία για να λυθούν όλα αυτά τα ζητήματα. Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται ένα ορθολογικό σοσιαλιστικό σχέδιο στην παραγωγή, στη θέση του χάους του καπιταλισμού και της αναρχίας της αγοράς.

Ομοίως, το εθνικό κράτος – ένα δημιούργημα του καπιταλισμού – στέκεται εμπόδιο στο δρόμο για την αντιμετώπιση των πολλαπλών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Αντί για τη συνεργασία, βλέπουμε τον ανταγωνισμό για τις αγορές που οδηγεί σε πόλεμο, προστατευτισμό και κλιματικές καταστροφές.

Στη ρίζα της, λοιπόν, η μάστιγα του πληθωρισμού δεν είναι ζήτημα ελλείψεων ή υπερκατανάλωσης, αλλά είναι ακόμη μια αντανάκλαση του αδιεξόδου του καπιταλιστικού συστήματος, της αδυναμίας του καπιταλισμού να αναπτύξει και να χρησιμοποιήσει τις τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις που έχει δημιουργήσει.

Η επιμονή του πληθωρισμού δείχνει ότι η καπιταλιστική τάξη δεν έχει κανέναν έλεγχο πάνω στο σύστημά της, ούτε και καμία κατανόηση των λειτουργιών του.

Το τελευταίο μπορεί να ειπωθεί και για τους ρεφορμιστές ηγέτες του εργατικού κινήματος που ελπίζουν – μάταια – ότι οι τιμές θα σταθεροποιηθούν και θα επιστρέψει η κοινωνική ειρήνη. Τους περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη.

Αντί να επιδιώκουμε να διορθώσουμε αυτό το χρεοκοπημένο σύστημα, πρέπει να αγωνιστούμε για την επανάσταση. Αυτή είναι η μόνη λύση για την κρίση που πλήττει την εργατική τάξη, στη Βρετανία και διεθνώς.

Άνταμ Μπουθ

Μετάφραση από την ιστοσελίδα Socialist Appeal: Γεωργία Τζιρκαλλή

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα