Ο Λένιν ήταν πεπεισμένος ότι ο χρόνος ήταν ώριμος και ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραία. Αλλά όλοι οι άλλοι ηγέτες του κόμματος δεν βρίσκονταν στο ίδιο μήκος κύματος. Η ανώτατη ηγεσία του κόμματος ήταν ακόμη βαθιά επηρεασμένη από την ήττα του Ιουλίου και έκλινε προς την υπερβολική προσοχή. Ο Ζηνόβιεφ, ο οποίος μέχρι τότε ακολουθούσε πάντα τη γραμμή του Λένιν, είχε κλονιστεί και πλέον είχε γαντζωθεί στον Κάμενεφ, ο οποίος, ως συνήθως, πήρε το δρόμο της «μετριοπάθειας».
Από τις αρχές Σεπτεμβρίου ο Λένιν βομβάρδιζε την Κεντρική Επιτροπή με επιστολές, απαιτώντας επίμονα να αρχίσει να οργανώνει την εξέγερση. Σε επιστολή του προς την Κεντρική Επιτροπή της 12ης – 14ης (25ης-27ης) Σεπτεμβρίου, άρχιζε με τα λόγια:
«Οι μπολσεβίκοι, που έχουν αποκτήσει την πλειοψηφία στα Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών και των Στρατιωτών των δύο πρωτευουσών μπορούν και πρέπει να πάρουν την κρατική εξουσία στα χέρια τους»291.
Η επιστολή του Λένιν έπεσε σαν βόμβα. Η Κεντρική Επιτροπή ήταν τόσο κατάπληκτη από το περιεχόμενο και το ύφος της, που τελικά αποφάσισε να την καταστρέψει, όπως ο Μπουχάριν αργότερα θυμάται:
«Όταν μπήκα, ο Μιλιούτιν ήρθε ξαφνικά να με συναντήσει και είπε: “Ξέρετε, σύντροφε Μπουχάριν, έχουμε λάβει εδώ μια μικρή επιστολή”. Η επιστολή διαβάστηκε. Όλοι μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Κανείς δεν είχε ακόμα θέσει το ζήτημα με τόσο οξύ τρόπο. Κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Όλοι τα έχασαν για μια στιγμή. Στη συνέχεια, το συζητήσαμε και καταλήξαμε σε μια απόφαση. Ίσως αυτή ήταν η μοναδική φορά στην ιστορία του κόμματός μας, που η Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε να κάψει ένα γράμμα του συντρόφου Λένιν»292.
Άλλα γράμματα ακολούθησαν, κάθε νέο πιο εμφατικό από το προ- ηγούμενο:
«Τι κάνουμε; Περνάμε μόνο ψηφίσματα. Χάνουμε χρόνο. Θέτουμε “ημερομηνίες” (20 Οκτώβρη, το Συνέδριο των Σοβιέτ – δεν είναι γελοίο να το αναβάλλουμε για τόσο καιρό; Δεν είναι γελοίο να βασιζόμαστε σε αυτό;).
Το να ‘’περιμένουμε’’ για το Συνέδριο των Σοβιέτ κ.ο.κ, κάτω από αυτές τις συνθήκες θα ήταν μια προδοσία του διεθνισμού, προδοσία του αγώνα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Πρέπει να… παραδεχτούμε την αλήθεια ότι υπάρχει μια τάση, η μια άποψη, στην Κεντρική μας Επιτροπή και μεταξύ των ηγετών του κόμματός μας, η οποία τάσσεται υπέρ της αναμονής για το Συνέδριο των Σοβιέτ και αντιτίθεται στο να πάρουμε αμέσως την εξουσία, είναι σε αντίθεση με την άμεση εξέγερση. Η τάση ή η άποψη αυτή, θα πρέπει να ξεπεραστεί. Σε αντίθετη περίπτωση, οι μπολσεβίκοι θα περιβληθούν με αιώνια ντροπή και θα καταστρέψουν τους εαυτούς τους ως κόμμα. Το να χαθεί μια τέτοια στιγμή και να “περιμένουμε” το συνέδριο των Σοβιέτ θα είναι απόλυτη ηλιθιότητα ή καθαρή προδοσία».
Τέλος, εξοργισμένος από τις τακτικές καθυστέρησης της ΚΕ, ο Λένιν απείλησε να παραιτηθεί από αυτήν και να μεταφέρει τον αγώνα στη βάση του κόμματος: «Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Κεντρική Επιτροπή έχει ακόμη αφήσει αναπάντητα τα επίμονα αιτήματα που έχω θέσει για μια τέτοια πολιτική από την έναρξη της Δημοκρατικής Συνδιάσκεψης, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το κεντρικό όργανο διαγράφει από τα άρθρα μου όλες τις αναφορές στα κραυγαλέα λάθη από την πλευρά των μπολσεβίκων, όπως η επαίσχυντη απόφαση να συμμετάσχουν στο Προ- κοινοβούλιο, η αποδοχή των μενσεβίκων στο προεδρείο του Σοβιέτ κ.λπ., κ.λπ. είμαι αναγκασμένος να θεωρήσω αυτό το γεγονός ως μία διακριτική ένδειξη για την απροθυμία της Κεντρικής Επιτροπής ακόμη και να εξετάσει αυτό το ζήτημα, μία διακριτική ένδειξη ότι θα πρέπει να κρατήσω το στόμα μου κλειστό και ως μία παρότρυνση σε μένα να συνταξιοδοτηθώ.
Είμαι υποχρεωμένος να υποβάλω την παραίτησή μου από την Κεντρική Επιτροπή, κάτι που κάνω, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό μου την ελευθερία να κάνω εκστρατεία μεταξύ των μελών του κόμματος και στο συνέδριο του κόμματος.
Γιατί είναι βαθιά η πεποίθησή μου ότι αν περιμένουμε για το Συνέδριο των Σοβιέτ και αφήσουμε την παρούσα στιγμή να περάσει, θα καταστρέψουμε την επανάσταση.»293
Κρίση στην ηγεσία
Ο πραγματικός λόγος για την επιμονή του Λένιν για άμεση δράση ήταν ο φόβος του ότι οι ηγέτες του κόμματος θα ταλαντεύονταν, δεν θα προχωρούσαν στην προετοιμασία για να πάρουν την εξουσία και ως εκ τούτου, θα χανόταν η ευκαιρία και θα χρειάζονταν πολλά χρόνια για να επιστρέψει. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα κόμμα και μία ηγεσία. Ο Λένιν μάλλον αμφέβαλε για τα νέα μέλη της Κ.Ε., τον Γιόφε και τον Ουρίτσκι, οι οποίοι είχαν έρθει με τους μεζραγιόντσι και δεν τους γνώριζε. Μήπως θα ήταν συμφιλιωτές; Μήπως θα ευθυγραμμιζόταν ο Τρότσκι με τον Κάμενεφ και τον Ζηνόβιεφ; Στη δυσπιστία του για τα νέα μέλη της Κ.Ε. έκανε λάθος. Όπως ο Τρότσκι, στάθηκαν σταθερά στ’ αριστερά. Αλλά η άγρια αντίσταση που προέβαλαν οι παλιοί του σύντροφοι, Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ, αλλά και – αν και πιο προσεκτικά – ο Στάλιν ήταν ένα «πικρό» χτύπημα.
Σε κάθε αποφασιστική καμπή υπήρχαν άγριες διαμάχες και αντιπαραθέσεις στην ηγεσία. Μια τέτοια διαμάχη ξέσπασε πάνω στο ζήτημα της συμμετοχής στη Δημοκρατική Συνδιάσκεψη. Αυτός ήταν ένας ελιγμός των μενσεβίκων και των σοσιαλεπαναστατών της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ, που αισθάνονταν ότι η εξουσία είχε γλιστρήσει από τα χέρια τους. Στη θεωρία, η Συνδιάσκεψη συγκλήθηκε από την Εκτελεστική, προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα της εξουσίας, αλλά στην πράξη ήταν μια απόπειρα να ριχτεί στάχτη στα μάτια των μαζών και να μεταφερθεί η προσοχή από την πλημμυρίδα της επανάστασης σε αβλαβείς αγορεύσεις και σχέδια επί χάρτου. Οι ρεφορμιστές ηγέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μειώσουν την εκπροσώπηση των εργατών και των αγροτών και σε μεγάλο βαθμό, έδωσαν βάρος στη Συνδιάσκεψη υπέρ των μικροαστικών στοιχείων. Προσπαθούσαν να δημιουργήσουν κάτι εναλλακτικό στα Σοβιέτ, όπου η επιρροή τους μειωνόταν ώρα με την ώρα. Προς αποτροπιασμό του Λένιν, η Κεντρική Επιτροπή των μπολσεβίκων ψήφισε να συμμετάσχει σε αυτή την παρωδία και ζήτησε από τις κομματικές οργανώσεις να «κάνουν ό, τι μπορούν για να δημιουργήσουν τη μεγαλύτερη δυνατή και καλύτερα ελεγχόμενη ομάδα αντιπροσώπων από τα μέλη του κόμματός μας»294.
Ο Λένιν αμφέβαλε γι’ αυτήν την απόφαση, αλλά απρόθυμα τη δέχτηκε, υπό την προϋπόθεση ότι οι μπολσεβίκοι θα διαχωρίζονταν επιδεικτικά από όλες τις άλλες τάσεις και θα διάβαζαν μια δήλωση για να εκθέσουν τους ηγέτες των σοβιέτ. Η δήλωση ανέφερε τα εξής:
«Αγωνιζόμενο για την εξουσία, προκειμένου να πραγματοποιήσει το πρόγραμμα του, το κόμμα μας δεν έχει ποτέ επιθυμήσει και δεν επιθυμεί να καταλάβει την εξουσία ενάντια στην οργανωμένη θέληση της πλειοψηφίας των εργαζόμενων μαζών της χώρας».
Γι’ αυτή τη δήλωση, ο Τρότσκι έγραψε:
«Αυτό σημαίνει: θα πάρουμε την εξουσία ως το κόμμα της Σοβιετικής πλειοψηφίας. Αυτά τα λόγια για “την οργανωμένη θέληση των εργαζόμενων μαζών” αναφέρονταν στο ερχόμενο Συνέδριο των Σοβιέτ. “Μόνο τέτοιες αποφάσεις και προτάσεις της παρούσας Συνδιάσκεψης… μπορούν να βρουν τον δρόμο τους προς την πραγματοποίηση”, ανέφερε η διακήρυξη, “όπως εκείνες που αναγνωρίζονται από το Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ”…»295.
Η απόφαση να συμμετάσχουν στη Δημοκρατική Συνδιάσκεψη ήταν στην πραγματικότητα ένα λάθος, όπως ο Λένιν αργότερα δήλωσε, αλλά σχετικά ήσσονος σημασίας και διορθώθηκε εύκολα. Πολύ πιο σοβαρή ήταν η απόφαση της αντιπροσωπείας των μπολσεβίκων στη Δημοκρατική Συνδιάσκεψη να συμμετάσχει στο λεγόμενο Προκοινοβούλιο που είχε αποφασιστεί εκεί. Αυτή ήταν μια γκάφα πρώτης τάξης. Η κίνηση να δημιουργηθεί ένα είδος «επιβλέπουσας κυβέρνησης» ήταν μια ολοφάνερη προσπάθεια από τους ρεφορμιστές ηγέτες να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η Ρωσία είχε τώρα ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, ενώ το Προκοινοβούλιο ήταν απλώς ένα εξάρτημα της αστικής Προσωρινής Κυβέρνησης, με συμβουλευτικά μόνο δικαιώματα. Αυτό ήταν σαφώς ένας αντιδραστικός ελιγμός.
Ωστόσο, οι αντιπρόσωποι των μπολσεβίκων, με ψήφους 77-50 ψήφισαν να λάβουν μέρος. Η πράξη αυτή είχε χωρίσει την Κεντρική Επιτροπή, με τον Τρότσκι να καθοδηγεί τον αγώνα για να μποϋκοταριστεί το Προκοινοβούλιο. Ο Λένιν, που ανησυχούσε ήδη ότι οι ηγέτες των μπολσεβίκων σπαταλούσαν χρόνο, ήταν εκτός εαυτού, αισθανόμενος οργή και απογοήτευση. Κατηγορηματικά απαίτησε να αποχωρήσουν οι μπολσεβίκοι από το Προκοινοβούλιο και να αφιερώσουν όλες τις δυνάμεις τους στην προετοιμασία της εξέγερσης.
Σε μια υποσημείωση στο άρθρο στο οποίο υποστήριζε ότι η συμμετοχή στη Δημοκρατική Συνδιάσκεψη ήταν ένα λάθος και απαίτησε την αποχώρηση των μπολσεβίκων από το Προ-κοινοβούλιο, ο Λένιν έγραφε:
«Ο Τρότσκι ήταν υπέρ του μποϊκοτάζ. Μπράβο, σύντροφε Τρότσκι! Το μποϊκοτάζ νικήθηκε στην ομάδα των μπολσεβίκων στη Δημοκρατική Συνδιάσκεψη. Ζήτω το μποϊκοτάζ!
Εμείς δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συμβιβαστούμε με τη συμμετοχή. Μια ομάδα σε μία από τις συνδιασκέψεις δεν είναι το ανώτατο όργανο του κόμματος και ακόμη και οι αποφάσεις των ανώτατων οργάνων υπόκεινται σε αναθεώρηση με βάση την εμπειρία.
Πρέπει πάση θυσία να προσπαθήσουμε να λύσουμε το ζήτημα του μποϊκοτάζ, τόσο σε συνεδρίαση της Ολομέλειας της Εκτελεστικής Επιτροπής, όσο και σε ένα έκτακτο συνέδριο του κόμμα-τος. Το ζήτημα του μποϊκοτάζ πρέπει τώρα να γίνει η πλατφόρμα για τις εκλογές του Συνεδρίου και για όλες τις εκλογές μέσα στο κόμμα. Πρέπει να τραβήξουμε τις μάζες στη συζήτηση αυτού του θέματος. Ταξικά συνειδητοποιημένοι εργάτες πρέπει να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους, να οργανώσουν τη συζήτηση και να ασκήσουν πίεση σε “εκείνους στην κορυφή”.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι στην “κορυφή” του κόμματός μας, υπάρχουν αξιοσημείωτες ταλαντεύσεις, που μπορεί να γίνουν καταστροφικές, γιατί ο αγώνας είναι σε εξέλιξη. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε μια ορισμένη στιγμή, οι ταλαντεύσεις μπορεί να καταστρέψουν τον αγώνα. Πρέπει να βάλουμε όλες μας τις δυνάμεις στον αγώνα, πρέπει να διατηρήσουμε τη σωστή γραμμή του κόμματος του επαναστατικού προλεταριάτου, πριν να είναι πολύ αργά.
Δεν είναι όλα καλά με τους “βουλευτές” ηγέτες του κόμματος μας. Πρέπει να δοθεί σε αυτούς μεγαλύτερη προσοχή, πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη εποπτεία των εργατών πάνω τους. Η ικανότητα των κοινοβουλευτικών ομάδων θα πρέπει να καθοριστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια.
Το λάθος του κόμματός μας είναι προφανές. Το αγωνιζόμενο κόμμα της πρωτοπόρας τάξης δεν χρειάζεται να φοβάται τα λάθη. Αυτό που πρέπει να φοβάται είναι η εμμονή σε ένα λάθος, η άρνηση να παραδεχτεί και να διορθώσει ένα λάθος, λόγω μιας κακώς εννοούμενης αίσθησης ντροπής»296.
Τελικώς, όχι χωρίς μια οξεία αντιπαράθεση στην ΚΕ, στην οποία ο Κάμενεφ αντιτάχθηκε στην αποχώρηση από το Προ-κοινοβούλιο, η συμβουλή του Λένιν έγινε αποδεκτή και οι μπολσεβίκοι αποχώρησαν την πρώτη ημέρα, αφού πρώτα διάβασαν μια δήλωση, που κατέληγε με την κραυγή: «Ζήτω η άμεση και ανοιχτή πάλη για την επαναστατική εξουσία στη χώρα!»
Την ημέρα πριν ο Τρότσκι οδηγήσει τους μπολσεβίκους εκτός Προκοινοβουλίου, η Κεντρική Επιτροπή συνεδρίασε, λόγω της επιμονής του Λένιν, για να συζητήσει για μια ακόμη φορά το ζήτημα της εξέγερσης. Δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, ο Λένιν ήρθε από τη Φινλανδία μεταμφιεσμένος με περούκα ηθοποιού. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα κωμικό ή θεατρικό σε αυτή τη συζήτηση, πάνω στην οποία βασιζόταν η μοίρα της επανάστασης. Ο Λένιν επέπληξε σφοδρά τους συμφιλιωτές στην Κεντρική Επιτροπή. Στα πρακτικά διαβάζουμε:
«Ο σύντροφος Λένιν υποστηρίζει ότι ένα είδος αδιαφορίας για το ζήτημα της εξέγερσης έχει παρατηρηθεί από τις αρχές του Σεπτεμβρίου. Αλλά αυτό είναι ανεπίτρεπτο, αν προσεγγίζουμε το σύνθημα της κατάληψης της εξουσίας από τα Σοβιέτ με σοβαρότητα. Επομένως, είναι καιρός να δώσουμε την προσοχή μας στην τεχνική πτυχή του ζητήματος. Προφανώς έχει ήδη χαθεί πολύς χρόνος»297.
Και συνέχιζε να απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους οι μπολσεβίκοι θα έπρεπε να πάρουν την εξουσία χωρίς καθυστέρηση. Είναι αξιοσημείωτο το ότι αναφέρεται πρώτα στη διεθνή κατάσταση. Οι ειδήσεις για τις ανταρσίες στο γερμανικό στόλο, τις απεργίες των Τσέχων εργατών και τις διαδηλώσεις και τα οδοφράγματα στην Ιταλία έδειχναν ότι οι προϋποθέσεις για επανάσταση ήταν ώριμες σε παγκόσμια κλίμακα:
«Ρίξτε μια ματιά στη διεθνή κατάσταση. Η ανάπτυξη μιας παγκόσμιας επανάστασης είναι αναμφισβήτητη», έγραψε ο Λένιν στην επιστολή του προς τους μπολσεβίκους συντρόφους298.
Η καθυστέρηση ήταν ανεπίτρεπτη, διότι η μοίρα της επανάστασης εξαρτιόταν από αυτό. Είτε οι μπολσεβίκοι θα έπαιρναν την εξουσία, είτε ο Κερένσκι θα προχωρούσε σε επίθεση ενάντια στα Σοβιέτ. Η Κόκκινη Πετρούπολη θα μπορούσε να παραδοθεί στους Γερμανούς και η Συντακτική Συνέλευση να αναβληθεί επ΄ αόριστον: «Η προοπτική να παραδοθεί έδαφος μέχρι τη Νάρβα και να παραδοθεί η Πετρούπολη, καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για εμάς να αναλάβουμε αποφασιστική δράση». Και πάλι, η ίδια προειδοποίηση: οι μάζες έχουν κουραστεί από τα λόγια και τα ψηφίσματα. Θα αρχίσουν να βλέπουν τους μπολσεβίκους, το ίδιο όπως και όλα τα άλλα κόμματα, αν δεν δράσουμε για να πάρουμε την εξουσία: «Οι διαθέσεις για αποχή και η αδιαφορία εκ μέρους των μαζών οφείλονται στην κούραση από τα λόγια και τα ψηφίσματα. Έχουμε τώρα την πλειοψηφία μαζί μας. Πολιτικά, η κατάσταση είναι πλήρως ώριμη για την κατάληψη της εξουσίας»299.
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τις κρίσεις και τις ταλαντεύσεις στην ηγεσία των μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια του 1917; Αν ξεκινήσουμε από μια εξιδανικευμένη αντίληψη του μπολσεβίκικου κόμματος, αυτή η ερώτηση δεν μπορεί να απαντηθεί.
«Πώς θα μπορούσε να συμβεί», ρώτησε ο Τρότσκι, «ότι ο Λένιν, τον οποίο είδαμε στην αρχή του Απριλίου να απομονώνεται μεταξύ των ηγετών του ίδιου του κόμματός του, βρέθηκε και πάλι μόνος στην ίδια ομάδα τον Σεπτέμβριο και στις αρχές Οκτώβρη; Αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητό αν πιστεύετε τον κουτό μύθο που απεικονίζει την ιστορία του μπολσεβικισμού ως απόρροια της καθαρής επαναστατικής ιδέας. Στην πραγματικότητα, ο μπολσεβικισμός αναπτύχθηκε σ’ ένα καθορισμένο κοινωνικό περιβάλλον και υποβαλλόταν σε ετερογενείς επιρροές, ανάμεσά τους και στην επιρροή ενός μικροαστικού περιβάλλοντος και της πολιτισμικής καθυστέρησης. Σε κάθε νέα κατάσταση το ίδιο το κόμμα προσαρμοζόταν μόνο μέσω μιας εσωτερικής κρίσης»300.
Είναι νόμος ότι καθώς η ημερομηνία της εξέγερσης πλησιάζει, η ηγεσία του επαναστατικού κόμματος τείνει να βρίσκεται κάτω από ακραίες πιέσεις από ξένες τάξεις και ένα τμήμα της αρχίζει να ταλαντεύεται. Ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι δύσκολο να βρεθεί. Η ακριβής διάθεση των μαζών δεν είναι ποτέ εύκολο να προσδιοριστεί. Με δεδομένη την τεράστια ευθύνη που βαραίνει τους ώμους της ηγεσίας σε μια τέτοια στιγμή, σοβαροί κίνδυνοι συνεπάγονται από κάθε απόφαση, η πίεση της αστικής «κοινής γνώμης» είναι μεγάλη, τα νεύρα είναι τεντωμένα σε οριακό σημείο και όλες οι αδυναμίες αποκαλύπτονται. Ωστόσο, την παραμονή της εξέγερσης, δεν υπάρχει η πολυτέλεια για αδυναμία και ταλαντεύσεις.
Το ζήτημα του Συνεδρίου των Σοβιέτ
Από την άποψη της τυπικής λογικής, η άμυνα και η επίθεση είναι άκρως αντίθετα. Ωστόσο στην πράξη, μετατρέπονται το ένα στο άλλο. Ένας αμυντικός αγώνας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να μετατραπεί σε έναν επιθετικό αγώνα και το αντίστροφο. Υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ των πολέμων μεταξύ εθνών και των πολέμων μεταξύ των τάξεων. Υπάρχουν όμως και διαφορές. Οι αστοί έχουν έναν μόνιμο στρατό που είναι έτοιμος, χρηματοδοτείται και οπλίζεται για δεκαετίες στο πλαίσιο της προετοιμασίας για πόλεμο. Το γενικό επιτελείο επιλέγει πότε και πού θα αρχίσουν οι εχθροπραξίες. Φυσικά ακόμα και εδώ, δεν έχουμε ένα καθαρά στρατιωτικό ζήτημα. Ο Κλαούζεβιτς εξήγησε ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Οι στρατιωτικές ενέργειες των αστικών κυβερνήσεων καθορίζονται από τα ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Για το λόγο αυτό, οι μαρξιστές πάντα επισημαίνουν ότι το ζήτημα του ποιος πυροβόλησε πρώτος έχει εντελώς δευτερεύουσα σημασία και δεν έχει καμία σχέση με τον χαρακτήρα ενός πολέμου.
Κάθε κυβέρνηση σε κάθε πόλεμο πάντα προσπαθεί να ρίξει το φταίξιμο για την έναρξη του στους ώμους του εχθρού. Αυτό δεν είναι ούτε τυχαίο, ούτε μια ιδιοτροπία. Ο πόλεμος δεν είναι μόνο ένα στρατιωτικό θέμα, αλλά αφορά και την πολιτική. Η κινητοποίηση της κοινής γνώμης, στη χώρα και στο εξωτερικό, για την υποστήριξη του πολέμου, είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα, το οποίο μπορεί να επιλυθεί μόνο σε πολιτικό επίπεδο. Ο Ναπολέων υποστήριζε ότι στον πόλεμο, το ηθικό είναι τρεις φορές πιο σημαντικό από τη στρατιωτική δύναμη. Ως εκ τούτου, το θεμελιώδες καθήκον της διπλωματίας είναι να πείσει την κοινή γνώμη ότι ο συγκεκριμένος στρατός ενήργησε σε αυτοάμυνα, ως απάντηση στην αφόρητη πρόκληση, στην επιθετικότητα του εχθρού κ.ο.κ. Μια κυβέρνηση που δεν θα ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, θα διαπράξει μια τεράστια γκάφα και θα κάνει τεράστια ζημιά στην πολεμική της στρατηγική.
Όλα αυτά είναι χίλιες φορές πιο αληθινά για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Το προλεταριάτο, σε αντίθεση με την άρχουσα τάξη, δεν έχει στρατό και ποτέ δεν θα έχει μια ένοπλη δύναμη που θα είναι ικανή να τα βάλει με τις δυνάμεις του αστικού κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι το τελευταίο θα παραμένει άθικτο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο συμβατικός πόλεμος είναι κυρίως ένα στρατιωτικό ζήτημα, στο οποίο η διπλωματία διαδραματίζει σημαντικό, αλλά δευτερεύοντα ρόλο, το καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι επομένως, κυρίως το πολιτικό καθήκον του κερδίσματος των μαζών και των ένοπλων δυνάμεων. Οι ρόλοι αντιστρέφονται.
Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των αγώνων της εργατικής τάξης αρχίζουν ως αμυντικοί αγώνες: αγώνες για την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου, της απασχόλησης, των δημοκρατικών δικαιωμάτων κ.λπ. Υπό ορισμένες συνθήκες, ιδιαίτερα με μια σωστή ηγεσία, αυτοί οι αμυντικοί αγώνες μπορούν να προετοιμάσουν το έδαφος και για έναν επιθετικό, συμπεριλαμβανομένης μιας γενικής απεργίας, η οποία θέτει το ζήτημα της εξουσίας. Ωστόσο, ακόμη και κατά τη διάρκεια της επανάστασης, είναι απαραίτητο να τοποθετηθεί όλη η ευθύνη για τη βία στους ώμους της άρχουσας τάξης, προκειμένου να κερδηθούν οι μάζες, όχι μόνο της εργατικής τάξης, αλλά και των μικροαστών. Ως εκ τούτου, δεν είναι μόνο σωστό, αλλά και απολύτως απαραίτητο για το κίνημα να παρουσιάζεται με μια αμυντική μορφή. Ήδη από τον Ιούνιο, ο Λένιν έγραφε:
«Το σοσιαλιστικό προλεταριάτο και το κόμμα μας πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμα και πρέπει να δείξουν τη μεγαλύτερη επαγρύπνηση. Ας αφήσει τους μελλοντικούς Καβαινιάκ να ξεκινήσουν πρώτοι. Το συνέδριο του κόμματος μας έχει ήδη προ- ειδοποιήσει για τον ερχομό τους. Οι εργάτες της Πετρούπολης δεν θα τους δώσουν την ευκαιρία να αποποιηθούν την ευθύνη. Θα περιμένουν, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις τους και θα προετοιμάζονται για αντίσταση, όταν οι εν λόγω κύριοι αποφασίσουν να στραφούν από τα λόγια στη δράση»301.
Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Οκτώβρη, αρκεί για να αποδειχτεί το παραπάνω. Την παραμονή της Οκτωβριανής Επανάστασης, υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ του Λένιν και του Τρότσκι σχετικά με την ημερομηνία της εξέγερσης. Ο Λένιν ήθελε να κινηθεί κατ‘ ευθείαν στην κατάληψη της εξουσίας τον Σεπτέμβριο, ενώ ο Τρότσκι ήταν υπέρ της αναβολής της εξέγερσης μέχρι το συνέδριο των Σοβιέτ.
Γιατί ο Τρότσκι έλαβε αυτή τη θέση; Μήπως έπασχε από έλλειψη θάρρους; Καθόλου. Ο Τρότσκι κατανοούσε ότι, ακόμη και σε μια επανάσταση, το ζήτημα της νομιμότητας είναι εξαιρετικά σημαντικό για τις μάζες. Ο Τρότσκι ήταν βέβαιος ότι οι μπολσεβίκοι θα πάρουν την πλειοψηφία στο συνέδριο και ως εκ τούτου θα μπορούσαν να εμφανιστούν ενώπιον των μαζών ως η νόμιμη εξουσία της κοινωνίας. Αυτό δεν ήταν ένα δευτερεύον ζήτημα, αλλά ένας ζωτικής σημασίας παράγοντας για την επίτευξη ειρηνικής μετάβασης στην επαναστατική εξουσία. Για άλλη μια φορά, το βασικό στοιχείο δεν ήταν στρατιωτικό, αλλά πολιτικό. Παρεμπιπτόντως, οι μπολσεβίκοι παρουσίασαν την εξέγερση του Οκτώβρη σαν μια αμυντική δράση για την πρόληψη της διολίσθησης της Ρωσίας στο χάος και στον εμφύλιο πόλεμο. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ακόμα και όταν είσαι σε θέση να περάσεις στην επίθεση (η οποία σε καμία περίπτωση δεν είναι πάντα ο κανόνας, μάλλον το αντίθετο), είναι πάντα απαραίτητο να ενεργείς και να μιλάς σα να διεξάγεις έναν αμυντικό αγώνα, ρίχνοντας όλη την ευθύνη στον εχθρό.
Ο Κάμενεφ και ο Ζηνόβιεφ αντιτάχθηκαν στην κατάληψη της εξουσίας, διότι επηρεάστηκαν από την πίεση της αστικής κοινής γνώμης και έχασαν την ψυχραιμία τους. Η υπερτίμηση της δύναμης του εχθρού και μια απαισιόδοξη εκτίμηση για τη δύναμη της εργατικής τάξης είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γι’ αυτή τη νοοτροπία. Γι‘ αυτούς, η αναβολή σήμαινε αναβολή για πάντα. Η στάση του Κάμενεφ ήταν εμφανής από μια συνομιλία που είχε με τον Ρασκόλνικωφ λίγες μόνο εβδομάδες πριν από την εξέγερση:
«Όταν συνάντησα τον παλιό μου φίλο Λ.Μ. Κάμενεφ αμέσως ξεκίνησα μια συζήτηση μαζί του σχετικά με “τις διαφορές μας”. Το σημείο εκκίνησης της επιχειρηματολογίας του Λεβ Μπορίσοβιτς ήταν ότι το κόμμα μας δεν ήταν ακόμη έτοιμο για εξέγερση. Πράγματι, είχαμε μεγάλο αριθμό ανθρώπων διαφόρων ειδών μαζί μας, που εύκολα υποστήριζαν τα ψηφίσματά μας, αλλά υπήρχε ακόμα πολύς δρόμος για να πάμε από το χαρτί της ψηφοφορίας στην ενεργό συμμετοχή σε ένοπλη εξέγερση. Δεν ήταν βέβαιο ότι η φρουρά της Πετρούπολης θα δείξει την ίδια αποφασιστικότητα στη μάχη, έτοιμη να νικήσει ή να πεθάνει. Όταν προκύψουν οι πρώτες κρίσιμες καταστάσεις, οι στρατιώτες θα μας παρατήσουν και θα τρέξουν μακριά.
“Η κυβέρνηση, από την άλλη πλευρά”, είπε ο σύντροφος Κάμενεφ, “έχει άψογα οργανωμένα στρατεύματα στη διάθεσή της, ταγμένα στον αγώνα της, Κοζάκους και δόκιμους, οι οποίοι έχουν φανατιστεί εναντίον μας που θα παλέψουν απεγνωσμένα μέχρι το τέλος”.
Επηρεασμένος από όλα αυτά τα καταθλιπτικά συμπεράσματα σχετικά με τις πιθανότητες μας για νίκη, ο σύντροφος Κάμενεφ είχε φτάσει στην άποψη ότι μια αποτυχημένη απόπειρα εξέγερσης θα είχε ως αποτέλεσμα την ήττα και την πτώση του κόμματος μας, που θα μας στοίχιζε μια μεγάλη καθυστέρηση στην ανάπτυξη της επανάστασης» 302.
Ο Λένιν ήταν τόσο επίμονος σχετικά με την ανάγκη να πάρουν αμέσως την εξουσία γιατί φοβόταν, όχι χωρίς λόγο, ότι οι μπολσεβίκοι συμφιλιωτές θα άφηναν την ευκαιρία να γλιστρήσει εντελώς. Αλλά η αντίρρησή του για την αναβολή της εξέγερσης μέχρι το συνέδριο των σοβιέτ δεν ήταν τόσο βάσιμη. Ο Τρότσκι υποστήριξε την αναβολή, όχι μόνο για να κερδίσει τα αμφιταλαντευόμενα στελέχη της ΚΕ, αλλά και για λόγους καθαρά τακτικής. Η πλειοψηφία των εργατών και των στρατιωτών ακόμα υπάκουαν στην αρχή των Σοβιέτ. Θα στήριζαν την κατάληψη της εξουσίας με το σκεπτικό ότι αυτό γίνεται στο όνομα των Σοβιέτ, αλλά όχι κατ’ ανάγκη εάν αυτό γινόταν στο όνομα μόνο των μπολσεβίκων. Ως εκ τούτου, η εξέγερση θα έπρεπε να συμπίπτει με το συνέδριο των Σοβιέτ, όπου οι μπολσεβίκοι και οι σύμμαχοί τους ήταν σίγουροι ότι θα πάρουν την πλειοψηφία. Ο Λένιν αμφέβαλε γι’ αυτό το τέχνασμα. Ήταν αυτό ένα ακόμα παράδειγμα υπεκφυγών και νομικίστικων κοινοβουλευτικών κρετινισμών;
Ωστόσο, η θέση του Τρότσκι ήταν αναμφίβολα σωστή. Κατάλαβε την ανάγκη να συνεχιστεί η δουλειά του προσεταιρισμού των Σοβιέτ μέχρι τη στιγμή της εξέγερσης, προκειμένου να κινητοποιηθούν οι μέγιστες δυνάμεις για την εξέγερση και για την ελαχιστοποίηση της αντίστασης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο ίδιος υποστήριξε, σε αντίθεση με τον Λένιν, την αναβολή της εξέγερσης, για να συμπέσει με το συνέδριο των Σοβιέτ, στο οποίο οι μπολσεβίκοι θα κέρδιζαν την πλειοψηφία. Έτσι, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ίδιας της εξέγερσης, το ζήτημα της νομιμότητας, αντί να υποβιβαστεί σε μια ασήμαντη θέση, καταλαμβάνει έναν κρίσιμο ρόλο στην απόπειρα να πειστούν τα πιο αδρανή στρώμα- τα των μαζών. Η εξέγερση έλαβε χώρα, όπως είχε προτείνει ο Τρότσκι, ταυτόχρονα με το συνέδριο. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδισε τους σταλινικούς να υποστηρίζουν ότι η πρόταση του Τρότσκι «στην πράξη σήμαινε σαμποτάρισμα της εξέγερσης και επέτρεπε στην Προσωρινή Κυβέρνηση να ετοιμάσει τις δυνάμεις της για να συντρίψουν την εξέγερση την ημέρα της έναρξης του συνέδριου» 303.
Η απόφαση να οργανωθεί η εξέγερση είχε ληφθεί από την Κεντρική Επιτροπή, με την επιμονή του Λένιν, στις 10 Οκτώβρη. Είναι σαφές ότι ο Λένιν ήθελε να αξιοποιήσει το συνέδριο των Σοβιέτ της Βόρειας Περιφέρειας, που πραγματοποιούταν στην Πετρούπολη από τις 11 ως τις 13 Οκτώβρη για να ξεκινήσει η εξέγερση. Σύμφωνα με τους Λετονούς μπολσεβίκους, το σχέδιο ήταν το συνέδριο των Σοβιέτ της Βόρειας Περιφέρειας να ανακηρύξει τον εαυτό του κυβέρνηση και αυτό να αποτελούσε την αρχή. Αυτό ήταν ένα από τα πολλά περιφερειακά συνέδρια των Σοβιέτ που διεξάγονταν στο πλαίσιο της προετοιμασίας για το επόμενο, 2ο Πανρωσικό συνέδριο. Το συνέδριο κυριαρχούταν από την αριστερά. Υπήρχαν 51 μπολσεβίκοι, 24 αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες, 4 μαξιμαλιστές (μια μικρή φιλοτρομοκρατική διάσπαση από τους σοσιαλεπαναστάτες), 1 μενσεβίκος διεθνιστής και μόνο 10 σοσιαλεπαναστάτες και 4 μενσεβίκοι, οι οποίοι αμέσως αποχώρησαν. Αρχικά προγραμματιζόταν να πραγματοποιηθεί στο Έλσιγκφορς (Ελσίνκι) στη Φινλανδία, αλλά μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα ως το πιο κατάλληλο σημείο από όπου μπορούσε να ξεκινήσει η εξέγερση.
Σε μήνυμα στους εκπροσώπους των μπολσεβίκων στο συνέδριο της Βόρειας Περιφέρειας, ο Λένιν έγραφε ότι θα ήταν «προδότες της Διεθνούς», αν οι ίδιοι περιορίζονταν σε «απλά ψηφίσματα». Αλλά το συνέδριο δεν ψήφισε για άμεση εξέγερση. Αντί γι’ αυτό, πέρασε ένα ψήφισμα που υποστήριζε μια κυβέρνηση των Σοβιέτ, αλλά τη συνέδεε με το επικείμενο Πανρωσικό συνέδριο. Αυτή ήταν η γενική διάθεση εκείνη την εποχή. Αναφορές από πολλές περιοχές έδειξαν την ίδια εικόνα: ότι οι εργάτες θα είναι έτοιμοι να αγωνιστούν για τη δημιουργία μιας κυβέρνησης των Σοβιέτ αν κηρυσσόταν από το συνέδριο των Σοβιέτ, αλλά όχι κατ’ ανάγκη αν κηρυσσόταν από ένα μόνο κόμμα, τούς μπολσεβίκους, χωρίς τη σφραγίδα της εξουσίας των Σοβιέτ. Επιπλέον, εσωτερικές αναφορές, ειδικά από την μπολσεβίκικη στρατιωτική οργάνωση, αποκάλυψαν μια απογοητευτική κατάσταση μη ετοιμότητας και «φοβερών ελλείψεων». Πιθανώς αυτές οι αναφορές να ήταν υπερβολικές. Η στρατιωτική οργάνωση πάντα είχε την τάση να αποδίδει υπερβολική σημασία στην αμιγώς στρατιωτική τεχνική πλευρά, ενώ στην πράξη, τα πολιτικά ζητήματα ήταν τα καθοριστικά. Παρ’ όλα αυτά, οι αναφορές αποκάλυψαν κάτι. Μετά την πικρή εμπειρία των ημερών του Ιουλίου, οι αγωνιστές των μπολσεβίκων φοβόντουσαν την απομόνωση και είχαν την τάση να είναι πιο προσεκτικοί, ίσως, πάρα πολύ προσεκτικοί. Παρ’ όλα αυτά, έγινε ολοένα και πιο σαφές ότι το κόμμα δεν είχε ακόμη προετοιμαστεί, ούτε ψυχολογικά, ούτε οργανωτικά για το αποφασιστικό άλμα. Χρειαζόταν δυο εβδομάδες παραπάνω και αυτό σήμαινε ότι η εξέγερση θα συνέπιπτε με το Δεύτερο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ.
Το τελευταίο κεφάλαιο
Με επιδέξιες και ευέλικτες τακτικές, οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να αυξήσουν δραστικά την επιρροή τους στα Σοβιέτ κατά τους μήνες πριν τον Οκτώβρη, σε σημείο που, μαζί με τους συμμάχους τους, μπορούσαν πλέον να αποσπάσουν την πλειοψηφία στο συνέδριο των Σοβιέτ. Αυτό από μόνο του εξηγεί τον σχετικά ειρηνικό χαρακτήρα της εξέγερσης του Οκτώβρη. Ο λόγος δεν ήταν κατά κύριο λόγο στρατιωτικός, αλλά το γεγονός ότι τα 9/10 του καθήκοντος είχαν ήδη επιτευχθεί από πριν. Το πιο σημαντικό πεδίο του αγώνα ήταν τα ίδια τα Σοβιέτ. Ο Ανγουέιλερ περιγράφει τον ακόλουθο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των διάφορων ρευμάτων στα Σοβιέτ κατά την παραμονή της εξέγερσης:
«Στα εργατικά Σοβιέτ, σε όλες σχεδόν τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις, οι μπολσεβίκοι είχαν την πλειοψηφία και το ίδιο ίσχυε και για την πλειοψηφία στα Σοβιέτ των στρατιωτών. Τα βασικά μέρη επιρροής τους ήταν: α) Η Φινλανδία, η Εσθονία, η Πετρούπολη και η γύρω περιοχή, μέρος του Βορείου Μετώπου και το ναυτικό, β) Η κεντρική βιομηχανική ζώνη γύρω από τη Μόσχα, γ) Τα Ουράλια, δ) Η Σιβηρία όπου ήταν μοιρασμένη με τους σοσιαλεπαναστάτες.
Στα Σοβιέτ των αγροτών και στα Σοβιέτ της πρώτης γραμμής οι σοσιαλδημοκράτες ήταν ακόμα η κυρίαρχη δύναμη. Μια ισχυρή αριστερή πτέρυγα, η οποία τελικά διασπάστηκε από το κόμμα των σοσιαλεπαναστατών λίγες εβδομάδες πριν τον Οκτώβρη, ήταν στην πλευρά των μπολσεβίκων και συχνά τους βοήθησε να αποκτήσουν την πλειοψηφία στα περισσότερα Σοβιέτ. Οι μετριοπαθείς σοσιαλεπαναστάτες ήταν ισχυρότεροι στις παρακάτω περιοχές:
Α) Στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και του Κεντρικού Βόλγα, β) Στην Ουκρανία (μαζί με τα εθνικιστικά σοσιαλιστικά κόμμα- τα), γ) Στην Ανατολική περιοχή, στην Νοτιοανατολική περιοχή και τα Ρουμάνικα μέτωπα. Οι μενσεβίκοι είχαν χάσει τη δεσπόζουσα θέση τους στα Σοβιέτ των εργατών σχεδόν παντού μετά τους πρώτους μήνες της επανάστασης. Μόνο στον Καύκασο, ιδίως στη Γεωργία, όπου θα μπορούσαν, επίσης, να βασιστούν στον πληθυσμό των χωρικών, ήταν πολύ ισχυρότεροι από ό,τι οι μπολσεβίκοι τον Οκτώβρη του 1917. Για πρώτη φορά ομάδες μαξιμαλιστών και οι αναρχικοί έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο σε ορισμένα Σοβιέτ. Υποστήριξαν τους μπολσεβίκους τον Οκτώβρη και συνέβαλαν σημαντικά στη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών»304.
Ο Ανγουέιλερ υπερβάλλει για το ρόλο των αναρχικών και των μαξιμαλιστών, που ήταν μια μικρή μειοψηφία, που εκπροσωπούσε τις αριστερίστικες τάσεις που υπάρχουν πάντα, αλλά δεν μπορούν να παίξουν κανένα πραγματικό ρόλο. Μια ορισμένη ανάπτυξη τέτοιων τάσεων σε μια επανάσταση πρέπει να αναμένεται. Ο ίδιος ο Λένιν εξήγησε ότι οι μάζες είχαν ήδη κουραστεί να περιμένουν. Μεμονωμένοι εργάτες ή μερικές φορές μικρές ομάδες εργατών, που είναι λίγο πιο μπροστά σε αγωνιστική συνείδηση από την εργατική τάξη, μπορεί να έλκονται από τα ριζοσπαστικά μεγαλόστομα συνθήματα των αριστεριστών. Αλλά για κάθε ένα από αυτά τα άτομα, υπάρχουν 50, 100 ή 1.000 που θα στραφούν στις παραδοσιακές μαζικές οργανώσεις, ακόμη και όταν αυτές θα είναι υπό την ηγεσία των ρεφορμιστών. Ο λόγος που οι αναρχικοί δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη Ρωσική Επανάσταση ήταν η ύπαρξη του μπολσεβίκικου κόμματος. Στο Κράτος και Επανάσταση, ο Λένιν έγραψε με συμπαθητικό τόνο για τους αναρχικούς εργάτες, ενώ επέκρινε τις συγχυσμένες απόψεις τους για το κράτος,, τονίζοντας ότι ο αναρχισμός (και ο αριστερισμός γενικότερα) είναι το τίμημα που το κίνημα πρέπει να πληρώσει για τον οπορτουνισμό των ρεφορμιστικών εργατικών ηγεσιών.
Στις ρωσικές συνθήκες, ο ρεφορμισμός πάντα ήταν ένα αδύναμο και ασθενικό φυτό. Δεν υπήρχε παράδοση ισχυρών ρεφορμιστικών συνδικάτων και εργατικών κομμάτων όπως στη Δυτική Ευρώπη. Παρ ‘όλα αυτά, για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, οι Ρώσοι εργάτες από τον Φεβρουάριο ακόμα, όταν ίδρυσαν τα Σοβιέτ, ακολούθησαν τη γραμμή της ελάχιστης αντίστασης και υποστήριξαν τα ρεφορμιστικά κόμματα στα Σοβιέτ. Μόνο μέσα από την εμπειρία των μεγάλων γεγονότων οι μάζες απέρριψαν αυτές τις ηγεσίες και κινήθηκαν προς την κατεύθυνση του μπολσεβικισμού. Αλλά αυτή η διαδικασία δεν ήταν ούτε εύκολη, ούτε αυτόματη. Έγινε δυνατή μόνο με τις γενικά σωστές πολιτικές και τακτικές των μπολσεβίκων και με το σαφή προσανατολισμό τους στις μαζικές οργανώσεις που είχαν δημιουργηθεί από τους εργάτες και οι οποίες είχαν τεράστια ελκτική δύναμη, παρά τις πολιτικές των ηγεσιών, δηλαδή τα Σοβιέτ και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Ο τρόπος με τον οποίο οι εργάτες γαντζώνονται από τις καθιερωμένες μαζικές οργανώσεις αποκαλύφθηκε εντυπωσιακά την παραμονή του Οκτώβρη στην αντιπαράθεση γύρω από την ημερομηνία της εξέγερσης και του συνεδρίου των Σοβιέτ. Ο Λένιν δικαίως ανησυχούσε για το συνταγματικό και κοινοβουλευτικό κρετινισμό των μπολσεβίκων ηγετών, όπως ο Κάμενεφ και ο Ζηνόβιεφ. Φοβόταν την καθυστέρηση, δεδομένου ότι κάθε μέρα που περνούσε έδινε το χρόνο και την ευκαιρία στους αντεπαναστάτες να ανασυγκροτηθούν και να ξεκινήσουν μια νέα επίθεση. Υπήρξαν επίμονες φήμες (που ανακαλύφθηκε στη συνέχεια ότι ήταν αλήθεια) ότι ο Κερένσκι είχε την πρόθεση να μετακινήσει την κυβέρνηση στη Μόσχα. Ήταν πιο πιθανό η Προσωρινή Κυβέρνηση να άφηνε την Πετρούπολη να πέσει στα χέρια των Γερμανών, παρά να πέσει στα χέρια των μπολσεβίκων. Υπάρχουν πολλές αποδείξεις για το ότι η αστική τάξη στην πρωτεύουσα περίμενε να υποδεχτεί το στρατό του Κάιζερ ως σωτήρα. Κατά τη στιγμή της ανταρσίας του Κορνίλωφ, οι Γερμανοί είχαν πάρει τη Ρίγα. Αργότερα κατέλαβαν δύο στρατηγικά νησιά της Βαλτικής, ερχόμενοι σε απόσταση βολής από την Πετρούπολη. Ο κίνδυνος ήταν πλέον πραγματικός.
Ο Μιχαήλ Ροντζιάνκο, ο πρώην επικεφαλής της Δούμας, ομολόγησε ότι θα ήταν καλύτερο να καταλάβουν οι Γερμανοί την Πετρούπολη:
«Η Πετρούπολη εμφανίζεται απειλούμενη (από τους Γερμανούς)… Στο διάολο η Πετρούπολη… Κάποιοι φοβούνται ότι οι κεντρικοί θεσμοί μας στην Πετρούπολη θα καταστραφούν. Σχετικά με αυτό, επιτρέψτε μου να πω ότι θα ήμουν ευτυχής εάν αυτά τα ιδρύματα καταστραφούν, επειδή δεν έχουν φέρει στη Ρωσία τίποτα άλλο, παρά θλίψη»305.
Ο Κερένσκι ετοιμαζόταν να απαλλαγεί από την εξεγερμένη φρουρά της Πετρούπολης, με τη δικαιολογία της γερμανικής απειλής. Αλλά, καθώς το χάσμα ανάμεσα στις τάξεις μεγάλωνε όσο ποτέ άλλοτε, η απειλή ότι τα Σοβιέτ θα διαλυθούν από τις δυνάμεις της αντίδρασης εμφανίστηκε μεγαλύτερη.
Το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιούταν ενάντια στη θέση του Λένιν ήταν ότι «πρέπει να περιμένουμε για το συνέδριο των Σοβιέτ». Αλλά ο Λένιν φοβόταν ότι το συνέδριο θα αναβληθεί. Οι ηγέτες των Σοβιέτ το είχαν ήδη αναβάλλει μία φορά, φοβούμενοι ότι θα χάσουν τον έλεγχο. Γιατί να μην το κάνουν πάλι; Έπειτα, οι αντίπαλοι της εξέγερσης είχαν άλλο ένα επιχείρημα. Γιατί να μην περιμένουμε για τη σύγκληση της επικείμενης Συντακτικής Συνέλευσης; Πάντα ψάχνανε κάποιο πρόσχημα να αναβάλλουν την εξέγερση. Εδώ και πάλι ο Λένιν θεωρούσε ότι είναι πολύ πιθανό η Προσωρινή Κυβέρνηση να αναβάλει ή να ακυρώσει τις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση. Σε αυτό βασιζόταν η αδιάλλακτη αντίθεσή του στην αναμονή για το Συνέδριο των Σοβιέτ ή για οτιδήποτε άλλο.
Η ανυπομονησία του Λένιν και ο συνεχής του φόβος ότι οι ηγέτες των μπολσεβίκων δεν είχαν όρεξη για αγώνα, εν μέρει υπαγορευόταν από τις ταλαντεύσεις του Κάμενεφ και του Ζηνόβιεφ, που δεν ήταν οι μόνοι στην ηγεσία των μπολσεβίκων. Αλλά ήταν επίσης, εν μέρει, το αποτέλεσμα της απομόνωσης του Λένιν. Ο Τρότσκι, ο οποίος ήταν περισσότερο σε επαφή με την κατάσταση που επικρατούσε, ήταν υπέρ της εξέγερσης, αλλά και της οργάνωσής της ταυτόχρονα με το συνέδριο των Σοβιέτ, για να έχει την απαραίτητη νομιμοποίηση στα μάτια των μαζών. Αυτό έδειχνε μια οξεία κατανόηση της ψυχολογίας των εργατών. Οι μπολσεβίκοι είχαν σίγουρα κάνει εξαιρετική πρόοδο από το καλοκαίρι. Η αύξηση του αριθμού των μελών ήταν πλέον τόσο ραγδαία, ώστε να ξεπεραστεί η πενιχρή ικανότητα της οργάνωσης του κόμματος για αφομοίωση. Τον Αύγουστο, κατά τη στιγμή του έκτου συνεδρίου, ο αριθμός των μελών έφτασε στα 240.000 περίπου306. Κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της 16ης Οκτώβρη, ο Σβερντλώφ ανέφερε ότι «η ανάπτυξη του κόμματος έχει φτάσει σε γιγαντιαία ύψη. Αυτή τη στιγμή θα πρέπει να εκτιμάται σε 400.000 μέλη τουλάχιστον»307.
Στην πραγματικότητα, είναι αδύνατο να καταλήξουμε σ’ ένα ακριβή αριθμό για τα μέλη του κόμματος εκείνη τη στιγμή. Η οργάνωση του μπολσεβίκικου κόμματος ήταν ακόμη σχετικά αδύναμη και συνεχώς πνιγμένη στη δουλειά. Σε μια επανάσταση, οι απαιτήσεις της στιγμής πρέπει να υπερισχύουν πάνω σε καθήκοντα ρουτίνας, όπως το να κρατούνται ακριβή στοιχεία για τα μέλη. Οποιαδήποτε εκτίμηση, επομένως, θα πρέπει να έχει υποθετικό χαρακτήρα. Ο ίδιος ο Λένιν παραδέχτηκε ότι ήταν σχεδόν αδύνατο να υπάρξει μια ακριβής ιδέα για την ένταξη μελών τον Σεπτέμβριο, αλλά επισήμανε τις αυξημένες εισφορές από τους εργάτες ως απόδειξη της ταχείας ανάπτυξης του κόμματος:
«Με την έλλειψη στατιστικών στοιχείων σχετικά με τη διακύμανση των μελών κόμματος, παρουσίες σε συνεδριάσεις κ.λπ., η συνειδητή υποστήριξη του κόμματος από τις μάζες μπορεί να κριθεί μόνο από τα δημοσιευμένα στοιχεία σχετικά με τις συλλογές χρημάτων για το κόμμα. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν μια τεράστια κλίμακα ηρωισμού εκ μέρους των μπολσεβίκων εργατών στη συλλογή χρημάτων για την Πράβντα, για τις εφημερίδες που έχουν απαγορευτεί, κ.λπ. Απολογισμοί αυτών των συλλογών πάντα δημοσιεύονταν»308.
Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι το γεγονός ότι οι μπολσεβίκοι, που είχαν ξεκινήσει τη χρονιά ως μια μικρή οργάνωση, είχαν μεγαλώσει ραγδαία, σε σημείο που έγιναν η κυρίαρχη δύναμη στην εργατική τάξη. Αλλά ακόμη και με έναν αριθμό μελών 400.000, οι μπολσεβίκοι δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να οδηγήσουν τα εκατομμύρια των εργατών και των στρατιωτών στην κατάληψη της εξουσίας, χωρίς ευέλικτες τακτικές και χωρίς το σωστό προσανατολισμό προς τις μαζικές οργανώσεις. Η πρόοδος του κόμματος στα Σοβιέτ έχει ήδη αναφερθεί. Αλλά αυτό δεν λέει όλη την αλήθεια. Ενώ τα συνθήματα των μπολσεβίκων είχαν αντίκρισμα στους εργάτες, οι τελευταίοι εξακολούθησαν να περιμένουν τα Σοβιέτ να μετατρέψουν αυτά τα συνθήματα σε πράξη. Η σχέση ήταν διαλεκτική. Χωρίς τις πολιτικές του κόμματος των μπολσεβίκων, τα Σοβιέτ ήταν άχρηστα. Μάλιστα, υπό την ηγεσία των δεξιών ρεφορμιστών, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως αντεπαναστατικά Σοβιέτ. Αλλά από μια άλλη σκοπιά, οι πολιτικές των μπολσεβίκων, χωρίς τα σοβιέτ, δεν θα είχαν κερδίσει τις μάζες, που είχαν ακόμα βαθιές αυταπάτες για αυτές τις οργανώσεις, τις οποίες είχαν χτίσει και στις οποίες είχαν συνηθίσει να απευθύνονται για μια λύση στα προβλήματά τους. Οι ιδέες του μπολσεβικισμού απέκτησαν μια ακαταμάχητη δύναμη μόνο όταν συνδέθηκαν στη συνείδησή τους με τα Σοβιέτ.
Η κατάκτηση της εξουσίας
Η ώρα της αποφασιστικής δράσης είχε φτάσει. Αυτή την ώρα, οι εργάτες στη βάση των μπολσεβίκων, ανησυχούσαν για την έλλειψη αποφασιστικής δράσης από την ηγεσία. Στις 19 (16) Οκτώβρη, σε μια μυστική συνάντηση της διευρυμένης ΚΕ, ο Λένιν ανέγνωσε και πάλι γραπτή δήλωση σχετικά με την ανάγκη για μια άμεση εξέγερση. Με δύο ψήφους κατά – Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ – αποφασίστηκε ότι ο μόνος τρόπος για να σωθεί η επανάσταση από την καταστροφή ήταν μια ένοπλη εξέγερση. Πεπεισμένοι ότι η εξέγερση θα ήταν καταστροφική για το κόμμα και την επανάσταση, οι δύο παλιοί συναγωνιστές του Λένιν άρχισαν μια ξέφρενη εκστρατεία για να τη σταματήσουν.
Στις 18 Οκτώβρη, έφτασαν να δημοσιεύσουν ένα άρθρο σε μια μη κομματική εφημερίδα, στην «Νόβαγια Ζιζν» (Νέα Ζωή) του Γκόρκι, με το οποίο αντιτίθονταν δημόσια στη οργάνωση μιας εξέγερσης, χαρακτηρίζοντάς την «μια πράξη απελπισίας», η οποία θα φέρει «τις πιο ολέθριες συνέπειες για το κόμμα, για το προλεταριάτο, για την τύχη της επανάστασης». Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιστολή, η οποία εμφανίστηκε με την υπογραφή του Κάμενεφ, ισχυρίστηκε ότι μιλούσαν όχι μόνο στο όνομα δύο μελών της ΚΕ, αλλά και ενός μεγάλου αριθμού (απροσδιόριστου) «μελών του κόμματος»:
«Όχι μόνο εγώ και ο σύντροφος Ζηνόβιεφ, αλλά και μια σειρά από συντρόφους του κόμματος πιστεύουμε ότι το να αναλάβουμε την πρωτοβουλία να οργανώσουμε μια ένοπλη εξέγερση αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τον παρόντα συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από το συνέδριο των Σοβιέτ και μερικές ημέρες πριν από αυτό, θα ήταν ένα απαράδεκτο βήμα, καταστροφικό για το προλεταριάτο»309.
Αυτό ήταν, για να το θέσoυμε ήπια, μια σοβαρή παραβίαση της πειθαρχίας. Κατά την παρουσίαση των επιχειρημάτων τους ενάντια στην ένοπλη εξέγερση, ο Κάμενεφ και ο Ζηνόβιεφ είχαν αποκαλύψει τις βασικές αποφάσεις του κόμματος για την εξέγερση στον εχθρό, ενώ ήταν σαφώς, άκρως απόρρητες. Αγανακτισμένος με αυτήν την πράξη, ο Λένιν, σε μια ασυνήθιστη ενέργεια, έγραψε μια οργισμένη επιστολή στην ΚΕ καταγγέλλοντας τον Κάμενεφ και τον Ζηνόβιεφ ως απεργοσπάστες και απαιτώντας τη διαγραφή τους από το κόμμα310. Στην πραγματικότητα, η ΚΕ δε συναίνεσε στην πρόταση του Λένιν. Ο Κάμενεφ (αλλά όχι ο Ζηνόβιεφ) παραιτήθηκε από την ΚΕ και στους δύο άνδρες απαγορεύτηκε να προβούν σε περαιτέρω δηλώσεις που θα έρχονταν σε αντίθεση με τις αποφάσεις της ΚΕ. Αλλά δεν διαγράφτηκαν, ούτε τους ζητήθηκε να αποκηρύξουν τις ενέργειές τους. Ο καιρός των σταλινικών ομολογιών και των αναγκαστικών δηλώσεων μετάνοιας δεν είχε φθάσει ακόμη. Παρά τη σοβαρότητα του παραπτώματός τους, δεν έγινε τίποτα εναντίον τους. Την επαύριο της εξέγερσης, ο Κάμενεφ και ο Ζηνόβιεφ παρουσιάστηκαν στο μπολσεβίκικο αρχηγείο και τους εμπιστεύθηκαν υπεύθυνες θέσεις στο κόμμα και στο Σοβιετικό κράτος.
Η υπόθεση Κάμενεφ-Ζηνόβιεφ δεν έκανε μόνιμη ζημιά. Το ποτάμι είχε ήδη αρχίσει να ρέει έντονα προς την κατεύθυνση μιας εξέγερσης. Σε αυτές τις συνθήκες, τα λάθη των επαναστατών μπορούν συντεταγμένα να διορθωθούν από μια οξυδερκή ηγεσία, που κρατά την ψυχραιμία της. Αλλά το αντίστροφο ισχύει στο στρατόπεδο της αντίδρασης. Ταλανίζονται με προβλήματα από όλες τις πλευρές, παγιδευμένοι σ’ ένα συνονθύλευμα αντιφάσεων. Πολιτικοί που χθες θα μπορούσαν να μην κάνουν κανένα λάθος, ξαφνικά διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα σωστά. Αυτή είναι η εξήγηση πίσω από τα συχνά επαναλαμβανόμενα σχόλια για την «ανικανότητα», το «πείσμα» και τη «βλακεία» του Κερένσκι, του τσάρου Νικόλαου, του βασιλιά Λουδοβίκου, της Μαρίας Αντουανέτας, του Καρόλου του Α’ και ενός μακρού καταλόγου άλλων, παρόμοιων μορφών.
Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να λένε: «Όποιον οι θεοί θέλουν να καταστρέψουν, πρώτα τον τρελαίνουν». Αλλά, με πιο προσεκτική ανάγνωση, αυτή η τρέλα έχει τις ρίζες της στην αντικειμενική κατάσταση. Ένα καταδικασμένο κοινωνικό σύστημα οδηγεί σ’ ένα καθεστώς κρίσης. Σε τέτοια καθεστώτα, οι επιλογές περιορίζονται και τα περιθώρια λάθους πολλαπλασιάζονται χίλιες φορές. Με δεδομένη μια ευνοϊκή ιστορική συγκυρία, ακόμα και ανόητοι και μετριότητες μπορούν να εξουσιάζουν με επιτυχία (και συχνά το κάνουν). Αλλά όταν ένα καθεστώς και ένα κοινωνικό σύστημα είναι άρρωστο μέχρι θανάτου, τα ταλέντα ακόμα και του πιο ικανού υπουργού δεν θα είναι απαραίτητα αρκετά για να το σώσουν. Τα καθεστώτα αυτά είναι αναπόφευκτα διαιρεμένα, με εσωτερικές κρίσεις και διασπάσεις στην κορυφή. Ένα τμήμα της άρχουσας τάξης προσπαθεί να εξορκίσει την καταστροφή μέσω παραχωρήσεων, ενώ ένα άλλο προσπαθεί να σταματήσει το αυξανόμενο κύμα της εξέγερσης μέσω της καταστολής. Το αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση (και η πραγματικότητα) των ταλαντεύσεων και της ανικανότητας. Όλα αυτά, δε σημαίνουν ότι η ποιότητα της επαναστατικής ηγεσίας δεν είναι σημαντικός παράγοντας. Ακόμα και οι πιο ευνοϊκές συνθήκες μπορεί να χαθούν σε πολέμους και επαναστάσεις. Εάν οι Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ και Στάλιν βρίσκονταν στην ηγεσία του μπολσεβίκικου κόμματος αντί του Λένιν και του Τρότσκι, η ευκαιρία αναμφίβολα θα είχε χαθεί. Στη συνέχεια, όλοι αυτοί οι έξυπνοι ιστορικοί που διαπιστώνουν τώρα την ηλιθιότητα του Κερένσκι και του Νικολάου, που υποτίθεται ότι δεν έκαναν το ένα ή το άλλο, θα έγραφαν στις διδακτορικές διατριβές τους για το πόσο «ουτοπικοί» ήταν ο Λένιν και ο Τρότσκι, ώστε να φαντάζονται ότι οι εργάτες θα μπορούσαν να καταλάβουν την εξουσία.
Τα ατυχήματα, συμπεριλαμβανομένων των λαθών, μπορούν σίγουρα να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στην ιστορία και ένα καθεστώς που είναι στα πρόθυρα της αβύσσου είναι ιδιαίτερα επιρρεπές στο να κάνει λάθη. Η Προσωρινή Κυβέρνηση υπέπεσε σε σφάλμα πρώτου βαθμού, απαιτώντας την αποστολή των 2/3 της φρουράς της Πετρούπολης στο μέτωπο. Αυτή ήταν μια αδέξια προσπάθεια να αποδυναμώσει την επαναστατική φρουρά στην πρωτεύουσα, αλλά επίσης ήταν και ένα δώρο Θεού για τους μπολσεβίκους, για δύο λόγους. Πρώτο, προκάλεσε ένα κύμα αγανάκτησης στους στρατιώτες, ωθώντας ακόμα και τα πιο καθυστερημένα τους στρώματα προς τους μπολσεβίκους. Ακόμη και εκείνα τα συντάγματα που είχαν συμμετάσχει στην καταστολή των διαδηλώσεων του Ιουλίου υιοθέτησαν ψηφίσματα που καταδίκαζαν την Προσωρινή Κυβέρνηση και καλούσαν τα σοβιέτ να πάρουν την εξουσία. Δεύτερο, έδειξε ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να επιτεθεί κατά της κόκκινης Πετρούπολης. Η επανάσταση είχε το δικαίωμα να αναλάβει δράση για την αυτοάμυνά της. Αυτό ήταν κάτι που κάθε εργάτης και στρατιώτης μπορούσε να καταλάβει. Επίσης αυτό έκανε να σιωπήσουν οι ταλαντευόμενοι στις τάξεις των μπολσεβίκων. Ακόμη και οι ρεφορμιστές ηγέτες, σε αντίθεση με τη φύση τους, είχαν αναγκαστεί να γίνουν μισο-αντιπολίτευση στην κυβέρνηση.
Η ίδια η Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ, αναγκάστηκε να αρνηθεί να υπογράψει αυτό το αίτημα. Οι μπολσεβίκοι ηγήθηκαν της αγκιτάτσιας εναντίον του και απαίτησαν τη δημιουργία της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής της Πετρούπολης (ΣΕΕΠ), ενός επισήμου σώματος των σοβιέτ, που σύντομα απέκτησε τεράστια δύναμη και έγινε ουσιαστικά η αιχμή της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η Επιτροπή διόρισε κομισάριους σε κάθε οπλοπωλείο ή αποθήκη όπλων, χωρίς να υπάρξει αντίδραση. Από εκείνη τη στιγμή κανένα όπλο δεν θα μπορούσε να αλλάξει θέση χωρίς την άδεια της Επιτροπής. Η διαταγή του Τρότσκι στο εργοστάσιο μικρών όπλων Σεστορέτσκι για την παράδοση 5.000 τουφεκιών στην Κόκκινη Φρουρά, προκάλεσε κάτι σαν πανικό στους αστικούς κύκλους, που κραύγαζαν ότι οι μπολσεβίκοι θα έσφαζαν τους αστούς, αλλά τα τουφέκια παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Έτσι, οι προετοιμασίες για την εξέγερση, λάμβαναν χώρα κάτω από τη μύτη των αρχών που ήταν ανίσχυρες να την αποτρέψουν.
Ωστόσο, ο αριθμός των ανδρών της Κόκκινης φρουράς στην Πετρούπολη ήταν πολύ μικρός. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, κάνοντας λόγο για έναν αριθμό από 23.000 έως 12.000. Μια τέτοια μικρή δύναμη, δεν θα μπορούσε ποτέ να νικήσει τη δύναμη του παλιού κρατικού μηχανισμού. Αλλά η ουσία του ζητήματος ήταν στο γεγονός ότι η πολιτική δουλειά των μπολσεβίκων στους εννέα μήνες πριν από τον Οκτώβρη, είχε καταφέρει να κερδίσει τις μάζες και ως εκ τούτου, επίσης, τα αποφασιστικής σημασίας τμήματα του στρατού. Ως η ηγετική φυσιογνωμία της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής της Πετρούπολης, ο Τρότσκι ήταν προσωπικά υπεύθυνος για την προσχώρηση της φρουράς της Πετρούπολης στην επανάσταση, όπως επισημαίνει ο Μαρσέλ Λίμπμαν:
«Στις 23 Οκτώβρη οι ηγέτες της εξέγερσης έμαθαν ότι η φρουρά αρνήθηκε να αναγνωρίσει την εξουσία της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής. Ο Αντόνωφ – Οβσένκο πρότεινε να στείλουν ένα επαναστατικό τάγμα για να αφοπλίσει τη φρουρά και να πάρει τη θέση της. Ο Τρότσκι όμως, υποστήριξε, γι’ αυτή την επικίνδυνη επιχείρηση, μια πιο τυπικά μπολσεβίκικη και σοσιαλιστική μέθοδο, την πολιτική αγκιτάτσια. Πήγε λοιπόν ο ίδιος προσωπικά στο φρούριο, κάλεσε γενική συνέλευση των στρατιωτών, τους απευθύνθηκε και τους έπεισε να υιοθετήσουν ένα ψήφισμα ανακοινώνοντας την ετοιμότητά τους για την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης.
Ενώ η στρατιωτική προετοιμασία της εξέγερσης ήταν ελλιπής, η πολιτική της προετοιμασία, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών και ωρών πριν από την έναρξή της, ήταν έντονη και υποδειγματική. Τα συντάγματα που έδρευαν στην πρωτεύουσα, συσπειρώθηκαν στην εξέγερση μετά την ακρόαση των πύρινων ομιλιών των μπολσεβίκων αντιπροσώπων. Οι μεγάλες αίθουσες της Πετρούπολης, όπως το Μοντέρνο Τσίρκο, δεν ήταν ποτέ άδειες και οι μπολσεβίκοι ομιλητές (ο Τρότσκι καταπληκτικά) τις χρησιμοποίησαν για να διατηρήσουν ή να αναβιώσουν τον επαναστατικό ζήλο των εργατών, ναυτών και στρατιωτών. Το σύνολο του Οκτώβρη ήταν, στην Πετρούπολη και στις επαρχίες, μια περίοδος αδιάκοπης πολιτικής δραστηριότητας. Τα Σοβιέτ των διαφόρων περιοχών συνέρχονται σε συνδιασκέψεις και συνέδρια. Το μπολσεβίκικο κόμμα, το οποίο είχε υποχρεωθεί να αναβάλει ένα έκτακτο συνέδριο που είχε καθοριστεί για το τέλος του μήνα, έκανε το ίδιο. Τον Οκτώβρη του 1917, η διαρκής επανάσταση πήρε συγκεκριμένη μορφή σε μια διαρκή συζήτηση. Και αν οι μάζες δεν λάμβαναν άμεσα μέρος στην εξέγερση, αυτό ήταν, σε τελευταία ανάλυση, επειδή δεν υπήρχε ανάγκη να το πράξουν. Η συσπείρωση τους στην πολιτική των μπολσεβίκων ήταν σε θέση να βρει άλλους τρόπους έκφρασης, κατάλληλους για τον προλεταριακό και δημοκρατικό χαρακτήρα της επιχείρησης και σύμφωνους με τη σοσιαλιστική παράδοση»311.
Μοιάζει παράδοξο το γεγονός ότι, σε σύγκριση με όλες τις προπαρασκευαστικές εργασίες που έγιναν προηγουμένως, η πρακτική κατάληψη της εξουσίας φάνηκε σχεδόν σαν μια απλή διεκπεραίωση. Στο μνημειώδες έργο του, Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, ο Τρότσκι περιγράφει λεπτομερώς την ευκολία με την οποία καταλήφθηκε η Πετρούπολη. Η ειρηνική φύση της επανάστασης εξασφαλίστηκε από το γεγονός ότι οι μπολσεβίκοι, υπό την ηγεσία του Τρότσκι, είχαν ήδη πάρει με το μέρος τους τη φρουρά της Πετρούπολης. Στο κεφάλαιο «Η κατάκτηση της Πρωτεύουσας», εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες πήραν τον έλεγχο του κομβικού φρουρίου του Πέτρου και Παύλου.
«Όλοι οι στρατιώτες που φύλαγαν το φρούριο δέχθηκαν τη σύλληψη του διοικητή με πλήρη ικανοποίηση, αλλά οι μοτοσικλετιστές της φρουράς κρατούσαν στάση υπεκφυγής. Τι κρυβόταν πίσω από τη σκυθρωπή σιωπή τους; Μια κρυφή εχθρότητα ή η τελευταίες ταλαντεύσεις; “Αποφασίσαμε να κάνουμε μια ειδική συνάντηση για τους μοτοσικλετιστές”, γράφει ο Μπλαγκονράβωφ, “και καλούμε τις καλύτερες αγκιτατόρικες δυνάμεις μας, και πάνω απ‘ όλους, τον Τρότσκι, ο οποίος έχει τεράστιο κύρος και επιρροή στη μάζα των στρατιωτών”. Στις τέσσερις η ώρα το απόγευμα, ολόκληρο το τάγμα συγκεντρώθηκε στο γειτονικό κτίριο του Μοντέρνου Τσίρκου. Εκ μέρους της κυβέρνησης, ο στρατηγός Ποραντέλωφ, ο οποίος θεωρούταν σοσιαλεπαναστάτης, πήρε το λόγο. Οι ενστάσεις του ήταν τόσο προσεκτικές, ώστε να φαίνονται διφορούμενες. Αντίθετα πιο συντριπτική ήταν η επίθεση των εκ- προσώπων της επιτροπής. Η ρητορική μάχη που ακολούθησε για το φρούριο Πέτρου και Παύλου τελείωσε όπως θα μπορούσε να προβλεφθεί: Εκτός από 30 άνδρες, το τάγμα στήριξε την πρόταση του Τρότσκι. Μία ακόμα από τις πιθανές αιματηρές συγκρούσεις, αποφεύχθηκε χωρίς μάχη. Αυτή ήταν η εξέγερση του Οκτώβρη. Τέτοιο ήταν το στυλ της»312.
Πηγές
291. LCW, The Bolsheviks Must Assume Power, vol. 26, 19.
292. Liebman, Leninism Under Lenin, 137.
293. LCW, The Crisis has Matured, vol. 26, 69, 81, 82 και 84.
294 LCW, vol. 26, 530.
295. Trotsky, The History of the Russian Revolution, 836.
296. LCW, From a Publicist’s Diary, vol. 26, 57–58.
297. LCW, Meeting of the Central Committee of the RSDLP(B) October 10 (23), 1917, vol. 26, 188.
298. LCW, Letter to the Bolshevik Comrades Attending the Congress of Soviets of the Northern Region, vol. 26, 182.
299. LCW, Meeting of the Central Committee of the RSDLP(B) October 10 (23), 1917, vol. 26, 188.
300. Trotsky, The History of the Russian Revolution, 989.
301. LCW, The Turning Point, vol. 25, 83.
302. Raskolnikov, Kronstadt and Petrograd in 1917, 256–57.
303 LCW, vol. 26, 547
304 Anweiler, Los Soviets en Rusia, 194.
305 Rabinowitch, Bolsheviks Come to Power, 226.
306. Ο Liebman δίνει αυτό το στοιχείο. ΟSchapiro, παραπέμποντας σε διαφο- ρετικές πηγές, τοποθετεί την ανάπτυξη του κόμματος στα 200.000 μέλη.
307. Liebman, Leninism under Lenin, 158.
308. LCW, The Russian Revolution and Civil War, vol. 26, 32.
309. Protokoly Tsentral’nogo Komiteta RSDRP b, 116.
310. LCW, Letter to the CC of the RSDLP(B), vol. 26, 223–27.
311.Liebman, Leninism under Lenin, 179–80.
312.Trotsky, History of the Russian Revolution, vol. 3, 211–12.