Στις 27 Οκτωβρίου 1936 στο γκουλάγκ της Βορκουτά, άρχιζε μια από τις σημαντικότερες απεργίες πείνας του 20ου αιώνα, που τελείωσε με μια νίκη, οδήγησε όμως μερικές εβδομάδες μετά, στις ομαδικές εκτελέσεις εκατοντάδων κομμουνιστών πολιτικών κρατουμένων.
Σήμερα, σχεδόν 80 χρόνια μετά, ερχόμαστε να τιμήσουμε τη μνήμη αυτών των χιλιάδων κομμουνιστών που στοιβάχτηκαν στα στρατόπεδα του Στάλιν και εξοντώθηκαν, μόνο και μόνο γιατί υπεράσπιζαν τις ιδέες του Λένιν και του Τρότσκι.
Παλιοί μπολσεβίκοι, όπως ο Ζηνόβιεφ, ο Καμένεφ, ο Μπουχάριν, αναγκάστηκαν να ομολογήσουν εγκλήματα που ποτέ δεν έκαναν. Αυτά βέβαια τα διάσημα θύματα, ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Αγνοημένοι από όλους, υπήρξαν και χιλιάδες τροτσκιστές που θάφτηκαν κυριολεκτικά στα φοβερά στρατόπεδα συγκέντρωσης, γενναίοι και ανυποχώρητοι ως το τέλος.
Η διαφορά που αφορούσε τους τροτσκιστές ήταν πως οι πράκτορες του Στάλιν δεν μπορούσαν να τους κάνουν να ομολογήσουν ψεύτικα εγκλήματα και έτσι δεν μπορούσαν να τους οδηγήσουν σε δίκες με ψευδείς κατηγορίες, παρά μόνο να τους δολοφονούν χωρίς οίκτο και να τους θάβουν στα σκουπίδια.
Αυτοί οι εκτοπισμένοι αγωνιστές άρχισαν από τις 27 Οκτωβρίου 1936 μια εκπληκτική απεργία πείνας, που εξαπλώθηκε σε πολλά στρατόπεδα και ανάγκασε τις αρχές να κάνουν κάποιες υποχωρήσεις.
Το άρθρο που ακολουθεί είναι το απόσταγμα της μαρτυρίας ενός αυτόπτη που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος Οκτώβριος/Νοέμβριος 1961 της έκδοσης των εμιγκρέδων μενσεβίκων «Sotsisalistichesky Nestnik» (Σοσιαλιστικό Μήνυμα) με υπογραφή τα αρχικά «ΜΒ».
Κατά τη διάρκεια και προς τα τέλη της δεκαετίας του ’30, οι τροτσκιστές αποτελούσαν ένα πολύ ποικιλόμορφο σύνολο στο στρατόπεδο της Βορκουτά. Ένα μέρος τους, κρατούσε το παλιό όνομα «μπολσεβίκοι-λενινιστές». Ήταν περίπου 500 στα μεταλλεία, περίπου 1.000 στο στρατόπεδο Ουχτά-Πετσόρα και κάποιες χιλιάδες συνολικά γύρω από τον οικισμό Πετσόρα. Οι ορθόδοξοι τροτσκιστές ήταν αποφασισμένοι να παραμείνουν πιστοί στο πρόγραμμά τους και στο πρόγραμμα του ηγέτη τους. Το 1927, σαν αποτέλεσμα των αποφάσεων του 15ου Συνεδρίου του κόμματος, διαγράφηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα και συγχρόνως συνελήφθησαν. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, παρά το ότι ήταν φυλακισμένοι συνέχισαν να θεωρούν τους εαυτούς τους κομμουνιστές και χαρακτήριζαν τον Στάλιν και τους υποστηρικτές του γραφειοκράτες και αρνητές του κομμουνισμού. Ανάμεσα σε αυτούς τους «τροτσκιστές» υπήρχαν και αυτοί που δεν ανήκαν ποτέ τυπικά στο κόμμα, αλλά ούτε και στην Αριστερή Αντιπολίτευση, συνέδεσαν όμως την τύχη τους με αυτήν, ως το τέλος.
Άφιξη στη Βορκουτά
Εκτός από αυτούς τους γνήσιους τροτσκιστές, στο στρατόπεδο της Βορκουτά αλλά και αλλού, υπήρχαν περισσότεροι από 100.000 φυλακισμένοι, μέλη του κόμματος και της νεολαίας, που είχαν συνταχθεί κατά καιρούς και για διάφορους λόγους με την τροτσκιστική αντιπολίτευση και που εξαναγκάζονταν με αυτόν τον τρόπο να «αναλογιστούν τα λάθη τους» και να μεταμεληθούν.
Οι ορθόδοξοι τροτσκιστές που έφθασαν στα μεταλλεία το καλοκαίρι του ’36 ζούσαν ομαδικά σε δυο μεγάλους κοιτώνες. Αυτοί αρνούνταν κατηγορηματικά να δουλέψουν στις στοές. Δούλευαν μόνο στην επιφάνεια και μόνο για οκτώ ώρες τη μέρα, αντίθετα με άλλους φυλακισμένους που αναγκάζονταν να δουλεύουν δέκα και δώδεκα ώρες, όπως απαιτούσε ο κανονισμός. Αυτή η άρνηση ήταν ουσιαστικά αυθόρμητη, όχι οργανωμένη, αλλά προερχόταν από ανθρώπους που είχαν στην πλάτη τους ήδη σχεδόν δέκα χρόνια εξορίας.
Αρχικά, είχαν υποστεί απομόνωση και μετά εξορία στη Σογιόφκα. Στη συνέχεια κατέληξαν στη Βορκουτά. Οι τροτσκιστές ήταν η μοναδική μερίδα πολιτικών κρατουμένων που κριτίκαραν ανοικτά την σταλινική «γενική γραμμή» και συνιστούσαν μια οργανωμένη αντίσταση απέναντι στους δεσμώτες τους.
Οπωσδήποτε, υπήρχαν και αξιοσημείωτες αποκλίσεις στο εσωτερικό της ομάδας. Μερικοί θεωρούνταν ακόλουθοι του Τιμοφέι Σαπρόνωφ (πρώην γραμματέα του ανώτατου Σοβιέτ) και επέμεναν να ονομάζονται «Σαπρονωφιστές» ή «δημοκρατικο-συγκεντρωτιστές». Υποστήριζαν ότι βρίσκονταν στα αριστερά των τροτσκιστών, ότι η σταλινική δικτατορία είχε φτάσει στο σημείο του αστικού μετασχηματισμού ήδη στο τέλος της δεκαετίας του ΄20 και πως η προσέγγιση Χίτλερ – Στάλιν ήταν πολύ πιθανή. Ωστόσο, σε περίπτωση πολέμου τάσσονταν υπέρ της υποστήριξης της ΕΣΣΔ. Ανάμεσα στους «τροτσκιστές» υπήρχαν και υποστηρικτές της δεξιάς πτέρυγας του Ρίκωφ και του Μπουχάριν και ακόμα ακόλουθοι του Σλιάπνικωφ και της πλατφόρμας του, «Εργατική Αντιπολίτευση». Όμως, η μεγάλη πλειοψηφία ήταν αυθεντικοί και γνήσιοι τροτσκιστές, υποστηρικτές του Λέον Τρότσκι.
….Mε όλες αυτές τις διαφορές τους, όλες αυτές οι ομάδες συμβίωναν και συνυπήρχαν με τρόπο αρκετά φιλικό και με κοινό παρονομαστή τον τίτλο «τροτσκιστές». Οι αρχηγοί τους ήταν οι Γκεβορκιάν, Βλαντιμίρ Ιβάνωφ, Μέλνες, Κοσσιόρ και ο πρώην γραμματέας του Τρότσκι, Ποζνάνσκι.
Ο Γκεβορκιάν ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, πολύ ισορροπημένος, λογικός και με καλούς τρόπους. Μιλούσε χωρίς βιασύνη, χωρίς θεατρινισμούς και με μετρημένα λόγια. Πριν από τη σύλληψή του, εργαζόταν ως ειδικός στη Ρωσική Ένωση Ερευνητικών Κέντρων του Ινστιτούτου Ανθρωπίνων Επιστημών. Ήταν Αρμένιος και την εποχή εκείνη ήταν τουλάχιστον σαράντα ετών. Ο μικρότερος αδελφός του ήταν φυλακισμένος και αυτός μαζί του.
Ο Μέλνες ήταν Λετονός, είχε σπουδάσει φυσικομαθηματικός στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, οπού το 1925-1927 ηγούταν ενός σημαντικού γκρουπ αντιπολιτευόμενων φοιτητών και ήταν από τους πρώτους συλληφθέντες ανάμεσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Σε φυλακές και σε εξορίες από τότε, είχε αρκετό χρόνο για μελέτη πάνω σε οικονομικά θέματα και γρήγορα αποδείχτηκε ικανός οικονομολόγος.
Τα νέα για τις δίκες-παρωδία φτάνουν στα στρατόπεδα
Ο Βλαντιμίρ Ιβάνωφ ήταν ένας ζεστός άνθρωπος, με στρογγυλό πρόσωπο και την όψη του επιτυχημένου έμπορου, με μεγάλα μαύρα μουστάκια και γκρίζα έξυπνα μάτια. Παρά τα πενήντα του χρόνια, διέκρινε κανείς σε αυτόν ισχυρή θέληση και τη δύναμη μιας αρκούδας. Παλιός μπολσεβίκος και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, ο Ιβάνωφ μέχρι τη σύλληψή του διηύθηνε τους Ανατολικούς Κινεζικούς Σιδηροδρόμους. Αυτός και η σύζυγός του ήταν στρατευμένοι στην ομάδα του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» και ήταν υποστηρικτές του Σαπρόνωφ. Όταν το 15ο Συνέδριο αποφάσισε ότι η συμμετοχή στην αντιπολίτευση ήταν ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους του κόμματος, ο Ιβάνωφ αποχώρησε από την αντιπολίτευση, αλλά αυτό δεν τον έσωσε. Συνελήφθη μετά τη δολοφονία του Κίρωφ….
Ο Κοσσιόρ ήταν ένας μεσήλικας άνδρας, πολύ κοντός, σχεδόν νάνος, με δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι. Πριν από τη σύλληψή, του ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του πετρελαϊκού τομέα.
Ο Ποζνάνσκι, ένας όμορφος άνδρας, τριανταπεντάρης, ενδιαφερόταν πολύ για τη μουσική και το σκάκι. Ο δεύτερος γραμματέας του Τρότσκι, ο Γκριγκόριεφ, κατέληξε και αυτός στην Πετσόρα.
To φθινόπωρο του 1936 αμέσως μετά τις δίκες-παρωδία των ηγετών της αντιπολίτευσης, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ και των άλλων, τα μέλη της ομάδας των ορθόδοξων τροτσκιστών των μεταλλείων συναντήθηκαν, για να συζητήσουν.
Ανοίγοντας τη συγκέντρωση, ο Γκεβορκιάν απευθύνθηκε στους παρευρισκόμενους λέγοντας: «Σύντροφοι! Πριν αρχίσουμε τη συζήτησή μας, σας καλώ να τιμήσουμε τη μνήμη των συντρόφων μας, οδηγών και ηγετών μας, που έπεσαν μαρτυρικά από το χέρι των σταλινικών προδοτών της επανάστασης». Όλοι οι παρευρισκόμενοι σηκώθηκαν.
Στη συνέχεια, με μια ομιλία σύντομη και κοφτερή, ο Γκεβορκιάν εξήγησε ότι ήταν απαραίτητο να πάρουν μερικές ουσιαστικές αποφάσεις. Τι έπρεπε να κάνουν και πώς να δράσουν από εκεί και πέρα.
«Είναι πλέον προφανές πως η ομάδα των σταλινικών ολοκλήρωσε το πραξικόπημα εναντίον της χώρας. Όλες οι προοδευτικές κατακτήσεις της επανάστασης βρίσκονται σε κίνδυνο. Δεν είναι πια το σούρουπο αλλά το βαθύ σκοτάδι που τυλίγει την χώρα. Ούτε ο Καβαινιάκ (σημ. αρχ/ξίας: ο σφαγέας της εξέγερσης των Γάλλων εργατών το 1848) δεν έχυσε τόσο αίμα εργατών, όσο ο Στάλιν.
Αφού εξόντωσε φυσικά όλες τις ομάδες της αντιπολίτευσης μέσα στο κόμμα, ο Στάλιν προχώρησε στην εγκαθίδρυση ολοκληρωτικής προσωπικής δικτατορίας. Το κόμμα και ο λαός υφίστανται την τρομοκρατία και την καταστολή της αστυνομοκρατίας. Οι προβλέψεις και οι μύχιοι φόβοι μας επαληθεύτηκαν. Το έθνος διολισθαίνει στο βαθύ τέλμα του Θερμιδωριανισμού. Αυτός είναι ο θρίαμβος των μικροαστικών δυνάμεων του κέντρου, των οποίων ο Στάλιν είναι ο εκφραστής, το φερέφωνο και ο απόστολος..
Κανένας συμβιβασμός δεν είναι δυνατός με τους σταλινικούς προδότες και σφαγιαστές της επανάστασης. Παραμένοντας επαναστάτες προλετάριοι μέχρι το τέλος, δεν πρέπει να τρέφουμε καμία αυταπάτη για την τύχη που μας περιμένει. Μα πριν μας εξοντώσει ο Στάλιν, θα προσπαθήσει να μας ταπεινώσει όσο περισσότερο μπορεί. Βάζοντας τους πολιτικούς κρατούμενους μαζί με τους ποινικούς, προσπαθεί να μας διαλύσει και να στρέψει τους τελευταίους εναντίον μας. Μας μένει μόνο ένα μέσο σε αυτή την άνιση μάχη: η απεργία πείνας. Με μερικούς συντρόφους φτιάξαμε μια λίστα με τα αιτήματά μας, για τα οποία είστε ήδη ενήμεροι. Επομένως, τώρα προτείνω να τα συζητήσουμε όλοι μαζί και να πάρουμε μια απόφαση».
Η συνάντηση κράτησε λίγο. Το ζήτημα της απεργίας πείνας και γενικά οι άμεσες ανάγκες ήταν σε συζήτηση από αρκετούς μήνες ανάμεσα στους τροτσκιστές. Άλλες ομάδες τροτσκιστών σε άλλα στρατόπεδα συζητούσαν σχετικά με το θέμα και έστελναν μηνύματα συμπαράστασης και συμμετοχής σε πιθανή απεργία πείνας κάτω από συγκεκριμένα αιτήματα, όπως:
1) Ανάκληση της παράνομης απόφασης της NKVD, που αφορούσε τη μεταφορά όλων των τροτσκιστών από τα στρατόπεδα διαχείρισης σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα πολιτικά ζητήματα που αφορούσαν την αντιπολίτευση στο καθεστώς έπρεπε να δικάζονται από λαϊκά και όχι από ποινικά δικαστήρια.
2) Οι ώρες εργασίας στα στρατόπεδα δεν έπρεπε να ξεπερνούν τις οκτώ ημερησίως.
3) Η ποσότητα φαγητού των φυλακισμένων δεν έπρεπε να εξαρτάται από τη δική τους παραγωγή. Σαν κίνητρο για την αύξηση της παραγωγής, θα έπρεπε να θεσπιστεί ένα χρηματικό αντάλλαγμα και όχι η αύξηση της ποσότητας του διαθέσιμου φαγητού.
4) Διαχωρισμός στην εργασία, καθώς και στους χώρους διαμονής μεταξύ των πολιτικών και ποινικών κρατουμένων.
5) Οι ηλικιωμένοι, οι ασθενείς και οι γυναίκες κρατούμενοι θα έπρεπε να μεταφερθούν από τα στρατόπεδα του αρκτικού κύκλου, σε άλλα που οι κλιματικές συνθήκες ήταν πιο ήπιες.
Στις συνελεύσεις συζητούσαν επίσης την πιθανότητα να μη συμμετέχουν στην απεργία πείνας οι άρρωστοι, οι ανήμποροι και οι ηλικιωμένοι, άλλα οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι απέρριψαν αυτή την πρόταση.
Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 27 Οκτωβρίου 1936, ξεκίνησε η μαζική απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων, μια απεργία χωρίς προηγούμενο στα χρονικά των σοβιετικών στρατοπέδων και φυλακών.
Τα πρωινά με το ξύπνημα, σχεδόν σε κάθε θάλαμο οι κρατούμενοι διακήρυσσαν πως ήταν σε απεργία. Στους θαλάμους που διέμεναν τροτσκιστές η συμμετοχή ήταν στο 100%. Περίπου 1.000 κρατούμενοι, από τους οποίους οι μισοί εργαζόντουσαν στα μεταλλεία, συμμετείχαν σε αυτή τη δραματική πρωτοβουλία που διήρκεσε πάνω από τέσσερις μήνες.
Τις πρώτες δυο μέρες, οι απεργοί έμειναν στους θαλάμους τους. Στη συνέχεια, η διοίκηση βάλθηκε να τους χωρίσει από τους υπόλοιπους κρατούμενους φοβούμενη τη διάδοση της απεργίας και σε αυτούς. Μέσα στην τούνδρα, σε απόσταση 40 χλμ. από τα μεταλλεία υπήρχαν κάποια μισοκατεστραμμένα καταλύματα που είχαν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των μεταλλείων. Αυτά επισκευάστηκαν όπως-όπως και υποδέχτηκαν μεγάλο μέρος των απεργών.
Μετά την απομόνωση των απεργών, η GPU πήρε μέτρα, ώστε η απεργία να μη διαχυθεί και στο χωριό που ζούσαν οι εκτοπισμένοι, καθώς και να μη γίνει γνωστή εκτός των συνόρων. Οι απεργοί στερήθηκαν το δικαίωμα επικοινωνίας με τους συγγενείς τους, ενώ από τους φρουρούς κόπηκαν αργίες και άδειες.
Μέχρι το τέλος του πρώτου μήνα της απεργίας, ένας απεργός πέθανε από τις κακουχίες, δυο άλλοι μέχρι τον τρίτο μήνα και ένας ακόμα λίγες μέρες πριν από τη λήξη της απεργίας.
Η απεργία διήρκεσε συνολικά 132 ημέρες και έληξε με την ολοκληρωτική νίκη των απεργών που έλαβαν ένα τηλεγράφημα από την έδρα της NKVD που ανέφερε τα παρακάτω: «Πληροφορήστε όλους τους απεργούς των μεταλλείων της Βορκούτα πως όλα τους τα αιτήματα γίνονται δεκτά». Όντως, σε λίγες μέρες η καθημερινότητα των τροτσκιστών κρατουμένων διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα αιτήματά τους.
Σύντομα όμως, το ενδιαφέρον στράφηκε σε νέα δεδομένα και συγκεκριμένα στις νέες Δίκες της Μόσχας. Παράλληλα, άρχιζαν να καταφθάνουν καινούριες ομάδες φυλακισμένων που έφερναν νέα για μαζικές διώξεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις χωρίς δίκες μέσα στα «τείχη» της NKVD σε όλη τη χώρα. Στην αρχή, οι πληροφορίες υποτιμήθηκαν αλλά γρήγορα, με την έλευση και νέων κρατουμένων και νέων πληροφοριών, η σκληρή αυτή πραγματικότητα δεν μπορούσε πλέον να αγνοηθεί.
Εκτελέσεις μέσα στην τούνδρα
Αντίθετα με την ορθή αξιολόγηση αυτών των γεγονότων, υπήρχε μια μερίδα κρατουμένων, που διατηρούσε την ελπίδα ότι με την ευκαιρία της 20ης επετείου της επανάστασης, η κυβέρνηση – όπως το 1927 – θα παραχωρούσε ευρεία αμνηστία. Το φθινόπωρο έφερε την πικρή απογοήτευση. Το καθεστώς στα στρατόπεδα, που ήταν ήδη σκληρό, έγινε χειρότερο. Οι αρχιφύλακες – ποινικοί κρατούμενοι στην πλειοψηφία τους – με την ανοχή και προτροπή των αρχών, τριγύριζαν στα στρατόπεδα με μπαστούνια, τρομοκρατούσαν και έδερναν χωρίς οίκτο και χωρίς λόγο τους κρατούμενους. Για να διασκεδάσουν τα βράδια, πυροβολούσαν όποιον τολμούσε να βγει, για να πάει στα λουτρά.
Μερικοί τροτσκιστές, όπως ο Ιβανώφ, ο Κοσσιόρ και ο γιος του Τρότσκι, ένας συμπαθητικός και συνεσταλμένος νέος, που αρνήθηκε κατηγορηματικά να ακολουθήσει τον πατέρα του στην εξορία, στάλθηκαν σε έναν ειδικό χώρο στη Μόσχα. Προφανώς, στον Στάλιν δεν ήταν αρκετό να τους εξοντώσει στην τούνδρα. Ήθελε πρώτα να τους ταπεινώσει με βασανιστήρια και ψευδείς κατηγορίες.
Περί το τέλος του φθινοπώρου, 1.200 περίπου κρατούμενοι βρέθηκαν στο στρατόπεδο του παλιού τουβλοποιείου. Τουλάχιστον οι μισοί ήταν τροτσκιστές. Ήταν χωρισμένοι σε τρεις θαλάμους. Η τροφή τους ήταν 400 γραμμάρια ψωμί την ημέρα, και αυτό όχι κάθε μέρα. Τα κτήρια ήταν περιφραγμένα με αγκαθωτό σύρμα και τους φρουρούσαν σχεδόν εκατό φρουροί οπλισμένοι με αυτόματα όπλα.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1937-1938 αρκετοί κρατούμενοι στο παλιό τουβλοποιείο πέθαναν από την πείνα περιμένοντας κάποια απόφαση σχετικά με την τύχη τους. Τελικά, τον Μάρτιο έφτασαν στη Βορκουτά κατευθείαν από τη Μόσχα με αεροπλάνο, τρεις αξιωματούχοι της NKVD με επικεφαλής τον Κασκέτιν. Ερχόντουσαν με εντολή να ανακρίνουν τους κρατούμενους. Καλούσαν τριάντα με σαράντα κάθε μέρα. Η ανάκριση ήταν τυπική, διαρκούσε πέντε-δέκα λεπτά και τελείωνε πάντα με αισχρές και κακόβουλες κατηγορίες και προσβολές. Η σωματική κακοποίηση ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ο ίδιος ο Κασκέτιν χτύπησε αρκετούς, μεταξύ των οποίων τον παλιό μπολσεβίκο Βιράπ Βιράπωφ, πρώην μέλος της Κ.Ε. της Αρμενίας. Στα τέλη Μαρτίου ανακοινώθηκε μια λίστα εικοσιπέντε ονομάτων, μεταξύ των οποίων οι Γκεβορκιάν, Βιράπωφ, Σλαβίν κ.ά. Στον καθένα δόθηκε ένα κιλό ψωμί και η εντολή να ετοιμαστούν για πορεία. Μετά από συγκινητικούς αποχαιρετισμούς με τους συντρόφους τους, η ομάδα ξεκίνησε. Είκοσι περίπου λεπτά αργότερα, αντήχησε μία ριπή πυροβόλου όπλου και αμέσως μετά, μερικοί μεμονωμένοι πυροβολισμοί. Σύντομα, οι φρουροί ξαναγύρισαν στο στρατόπεδο και η απαίσια υποψία για την τύχη των συντρόφων μεταβλήθηκε σε σκληρή βεβαιότητα.
Δυο μέρες μετά, νέα ανακοίνωση, αυτή τη φορά με σαράντα ονόματα. Για μια ακόμη φορά μοιράστηκε ψωμί. Κάποιοι από την εξάντληση δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Πήραν την υπόσχεση για μεταφορά με κάρο. Κρατώντας την αναπνοή τους, οι κρατούμενοι που έμειναν πίσω αφουγκράζονταν το ρυθμικό ήχο των βημάτων της συνοδείας που απομακρυνόταν, πάνω στο χιόνι. Για αρκετή ώρα, δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Πέρασε έτσι περίπου μια ώρα. Μετά, ξαφνικά ακούστηκε ο ίδιος ανατριχιαστικός ήχος των όπλων. Αυτή τη φορά από πολύ πιο μακριά, από τη μεριά του σιδηροδρόμου. Αυτή η δεύτερη «εκδρομή» κατέστησε σαφές πως όλοι ήταν, το δίχως άλλο, καταδικασμένοι.
Οι εκτελέσεις στην τούνδρα κράτησαν όλο τον Απρίλιο και μέρος του Μαΐου. Συνήθως, μέρα παρά μέρα καλούσαν τριάντα ή σαράντα κρατούμενους. Ανάμεσά τους έβαζαν πάντα και κάποιους ποινικούς. Για να τρομοκρατεί τους κρατούμενους, η GPU μετέδιδε από το τοπικό ραδιόφωνο τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Οι εκπομπές άρχιζαν ως εξής: «Για αντεπαναστατική δράση, σαμποτάζ, σύσταση συμμορίας, άρνηση εργασίας και απόπειρες απόδρασης οι παρακάτω κρατούμενοι εκτελέστηκαν…..» και ακολουθούσε η λίστα των ονομάτων των πολιτικών κρατουμένων αναμεμιγμένων με μερικά ονόματα εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου.
Εξεγερμένοι μέχρι το τέλος
Κάποια μέρα πήραν μια ομάδα περίπου εκατό κρατουμένων, κυρίως τροτσκιστών, για να τους οδηγήσουν στο γνωστό μακάβριο ταξίδι. Καθώς έφευγαν από το στρατόπεδο, βάλθηκαν να τραγουδούν τη «Διεθνή». Τους συνόδευαν οι τραγικές φωνές των εκατοντάδων κρατουμένων που έμεναν πίσω.
Στις αρχές Μαΐου, εκτελέσθηκε επίσης μια ομάδα γυναικών. Μεταξύ τους και η Ουκρανή κομμουνίστρια Τσούμσκαγια, σύζυγος του Σμιρνώφ, μπολσεβίκου από το 1898 και Επιτρόπου του Λαού, οι σύζυγοι των Κοσσιόρ, Μελνές κ.ά. Όταν αποφασιζόταν η θανατική ποινή για κάποιον άνδρα κρατούμενο, η κρατούμενη σύζυγος αντιμετώπιζε και αυτή αυτόματα τη θανατική ποινή. Αν μάλιστα επρόκειτο για εξέχοντα μέλη της αντιπολίτευσης, ο κανόνας αυτός αφορούσε και τα παιδιά, αν αυτά ήταν πάνω από δώδεκα ετών.
Το Μάιο, όταν είχαν απομείνει λιγότεροι από εκατό κρατούμενοι, οι εκτελέσεις σταμάτησαν. Πέρασαν δυο ήρεμες εβδομάδες, μετά οι κρατούμενοι συγκεντρώθηκαν στα μεταλλεία. Εκεί αποκαλύφθηκε ότι ο Γιέζωφ εκδιώχθηκε και τη θέση του πήρε ο Μπέρια……
Μετάφραση: Παναγιώτης Ασημακόπουλος