Ο τελευταίος έκπτωτος βασιλιάς του ελληνικού κράτους, Κωνσταντίνος Β’ του Οίκου του Γκλύξμπουργκ (Glücksburg), πέθανε το βράδυ της Τρίτης της 10ης Ιανουαρίου του 2023. Μετά από διυπουργική σύσκεψη, η σωρός του θα ταφεί στα πρώην θερινά ανάκτορα στο Τατόι – λες και εκεί είναι χώρος ταφής και ιδιοκτησία της πρώην βασιλικής οικογένειας – με την κηδεία να πραγματοποιείται στη Μητρόπολη Αθηνών την Δευτέρα 16 Ιανουαρίου, χωρίς αυτή να γίνεται δημοσία δαπάνη. Απόφαση της κυβέρνησης είναι η σωρός να μην τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν φανερή πρόκληση από πλευράς κυβέρνησης. Όμως η κυβέρνηση, ευρισκόμενη σε επαφή με την οικογένεια του Κωνσταντίνου, φημολογείται ότι θα δώσει τη δυνατότητα για λαϊκό προσκύνημα από την Κυριακή σε άλλο ναό (παρεκκλήσι Αγίου Ελευθερίου που βρίσκεται πολύ κοντά στη Μητρόπολη). Στην κηδεία μάλιστα, θα εκπροσωπηθεί η κυβέρνηση από την Λίνα Μενδώνη, υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, και φυσικά θα παρευρεθούν διάφοροι «γαλαζοαίματοι» από Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Δανία, Νορβηγία και Σουηδία με ό,τι προβλέπεται για την ασφάλειά τους. Φυσικά αυτά τα έξοδα των «επισήμων» θα τα πληρώσουν οι λαοί της Ευρώπης.
Τα αστικά ΜΜΕ και η κυβέρνηση της ΝΔ αντιμετώπισαν το γεγονός σχεδόν σαν να μην έχει καταργηθεί η βασιλεία στην Ελλάδα εδώ και 49 χρόνια. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δήλωσε ότι «τον λόγο, πλέον, έχει η Ιστορία. Αυτή θα κρίνει δίκαια και αυστηρά τον Κωνσταντίνο της δημόσιας ζωής» και «…η διακριτική, είναι αλήθεια, στάση του ιδίου σε όλα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης». Ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, ανέφερε ότι «η στάση του από 74′ κι έκτοτε ήταν εξαιρετικά προσεκτική και καταπραϋντική των παθών» και «Συγγνώμη, άμα σου πάρουν τα σπίτια εσένα δεν θα πας στο δικαστήριο; Τι λέτε τώρα; Του πήραν τα σπίτια του παππού του και δεν θα πάει στο δικαστήριο;». Ωστόσο, η Ιστορία έχει ήδη κρίνει τον έκπτωτο βασιλιά και τον θεσμό της μοναρχίας (έστω με τη μορφή της βασιλευόμενης δημοκρατίας). Η ελληνική εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου απέρριψαν τον Κωνσταντίνο και την οικογένειά του στο δημοψήφισμα του 1974, με ποσοστό 69,18%.
Φυσικά, ο Κωνσταντίνος δεν κράτησε καθόλου διακριτική στάση στη Μεταπολίτευση όπως ανέφερε ο Μητσοτάκης, καθώς συνέχισε να προσφωνεί τον εαυτό του «βασιλιά Κωνσταντίνο» και διέθετε διαβατήριο που τον ανέφερε ως Constantine De Grecia (Κωνσταντίνος της Ελλάδας στα ισπανικά) από τη στιγμή που είχε χάσει την ελληνική ιθαγένεια επειδή δεν είχε επιλέξει κάποιο επώνυμο ως απλός πολίτης της αβασίλευτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Επίσης, είχε προσφύγει το 1994 στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για να διεκδικήσει την κινητή και ακίνητη περιουσία του Οίκου του στην Ελλάδα που είχε απαλλοτριωθεί λαμβάνοντας αποζημίωση από το ελληνικό κράτος 13,7 εκατομμύρια ευρώ! Τόσο διακριτικός ήταν ο τέως βασιλιάς. Φυσικά, η πρώην βασιλική περιουσία δεν ανήκε πάντα στον Οίκο των Γκλύξμπουργκ, όπως υποστήριξε με θέρμη ο κύριος υπουργός, αλλά παραδόθηκε στα «γαλαζοαίματα» παράσιτα όταν αυτά έφτασαν στην Ελλάδα τo 1863! Η περιουσία και η δύναμή τους προέρχεται από τη φεουδαρχική και μοναρχική «ελέω Θεού» καταπίεση των χωρικών κατά τους περασμένους αιώνες.
Σκοπός αυτών των δηλώσεων είναι να αποκρύψουν τον πραγματικό ρόλο του τέως βασιλιά και της μοναρχίας. Αυτή η προσπάθεια των αστών πολιτικών να ωραιοποιήσουν τον εκλιπόντα εκφράζει την αντιδραστική φύση της ελληνικής αστικής τάξης σήμερα, 49 σχεδόν χρόνια από την οριστική κατάργηση του μεσαιωνικού απολιθώματος της μοναρχίας στην Ελλάδα.
Παρασιτισμός
Η εγκαθίδρυση της μοναρχίας στην Ελλάδα αντανακλούσε την κυριαρχία των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) πάνω στο νέο ελληνικό κράτος που προέκυψε μετά την Ελληνική Επανάσταση. Ήδη στα Πρωτόκολλα του Λονδίνου το 1829 και το 1830 όπου αναγνωρίστηκε εν τέλει η Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος, οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν σε διάφορους «γαλαζοαίματους» να τοποθετηθούν στον θρόνο της Ελλάδας, μετατρέποντας το νέο μετεπαναστατικό κράτος σε βασίλειο. Με αυτό τον τρόπο θα έλεγχαν ευκολότερα και με άμεσο τρόπο το νέο ελληνικό κράτος. Τελικά αυτό πραγματοποιήθηκε το 1832 με την επιβολή του νεαρού Όθωνα ως βασιλιά και την πλήρη υποταγή και εξάρτηση της ελληνικής αστικής τάξης από τις Μεγάλες Δυνάμεις και ιδιαίτερα την Αγγλία.
Αυτή η ωμή επιβολή της απόλυτης μοναρχίας από τις Μ. Δυνάμεις πυροδότησε αντιμοναρχικά επαναστατικά κινήματα με σημαντικότερα αυτά του 1843 (όταν και παραχωρήθηκε Σύνταγμα) και του 1862 (όταν και εκθρονίστηκε ο Όθωνας). Η νέα δυναστεία των Δανών του Οίκου του Γκλύξμπουργκ πραγματοποίησε πολέμους με σκοπό την εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους, όντας πάντα υποταγμένη στα γενικότερα συμφέροντα του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Στις περιπτώσεις που κάποιος βασιλιάς, όπως ο Κωνσταντίνος Α’, δεν ευθυγραμμιζόταν πλήρως με τα συμφέροντα του βρετανικού ιμπεριαλισμού, τότε, τον εκθρόνιζαν και τοποθετούσαν κάποιο άλλο μέλος της βασιλικής οικογένειας που ήταν πιο υπάκουος στα συμφέροντα των Βρετανών, των Γάλλων ή των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών. Συνεπώς ο θεσμός της μοναρχίας στην Ελλάδα ήταν πάντα στην υπηρεσία του δυτικού ιμπεριαλισμού και της ταπεινής αντιδραστικής συμμάχου του ελληνικής άρχουσας τάξης.
Η μοναρχία μετά τον Β’ Π.Π. συνέχισε να βρίσκεται στην υπηρεσία των αντιδραστικών σκοπών του δυτικού ιμπεριαλισμού και της ελληνικής αστικής τάξης. Το ίδρυμα παιδομαζώματος της μητέρας του εκλιπόντος, βασίλισσας Φρειδερίκης, είχε ως σκοπό την αρπαγή χιλιάδων φτωχών και ορφανών παιδιών ανταρτών του ΔΣΕ – κυρίως από τη βόρεια Ελλάδα – για να τα «διαπαιδαγωγήσει πατριωτικά». Σε πολλές περιπτώσεις αυτά τα παιδιά είχαν ως μητρική γλώσσα τα σλαβομακεδονικά και στα ιδρύματα της Φρειδερίκης τούς δίδασκαν αποκλειστικά τα ελληνικά με αποτέλεσμα να ξεχάσουν τη μητρική τους γλώσσα. Πολλά από αυτά τα παιδιά δίνονταν για υιοθεσία σε εύπορους Αμερικανούς πολίτες παράνομα. Φυσικά στις «παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης (ή «Φρειδεφρίκη» όπως την αποκαλούσε ο λαός) βασίλευε η φρίκη των τιμωριών και της φιλοβασιλικής-αντικομμουνιστικής κατήχησης.
Ο παρασιτισμός της βασιλικής οικογένειας εκδηλώθηκε για μια ακόμη φορά το 1962 με την προίκα της πριγκίπισσας Σοφίας, κόρη του βασιλιά Παύλου και αδερφή του μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνου Β’. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή έδωσε ως προίκα για τον γάμο της, με τον μετέπειτα βασιλιά της Ισπανίας Χουάν Κάρλος, 9 εκατομμύρια δραχμές δηλαδή 300.000 αμερικάνικα δολάρια εκείνης της εποχής – ένα τεράστιο ποσό. Αυτό ήταν ένα πραγματικό σκάνδαλο που γέμισε με οργή τον λαό και ειδικά τη νεολαία. Αυτή η επίδειξη παρασιτισμού των Γκλύξμπουργκ συνεχίστηκε και με τον γάμο του Κωνσταντίνου Β’ δυο χρόνια αργότερα.
Το 1991 έγινε η μεγάλη κλοπή της κινητής περιουσίας του Τατοΐου. Τα αντικείμενα φορτώθηκαν σε 9 κοντέινερ. Το 2007 το περιβάλλον της βασιλικής οικογένειας παραδέχθηκε πως μεγάλο μέρος των 850 αντικειμένων που δημοπρατήθηκαν στο Λονδίνο για πάνω από 14 εκατομμύρια ευρώ προέρχονταν από τη ληστεία του 1991. Στα αντικείμενα αυτά περιλαμβάνονταν αρχαιότητες από την κλασική, ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο. Μάλιστα τότε, η αστυνομία έκανε τα «στραβά μάτια» και ενημέρωσε δημόσια σχετικά με αυτή την «περίεργη» ληστεία το 2001!
Το 1992, σχεδόν 18 χρόνια από την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου Β’, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού) υπέγραψε συμφωνία με τον Γκλύξμπουργκ με την οποία η βασιλική οικογένεια μπορούσε να πάρει όλη την κινητή περιουσία από το Τατόι και να τη μεταφέρει εκτός χώρας, την απόδοση του Τατοΐου στους Γκλύξμπουργκ, ενώ τα ανάκτορα του Μον Ρεπό στην Κέρκυρα και τα βασιλικά κτήματα στην Αγιά της Λάρισας θα παραχωρούνταν σε μη κερδοσκοπικό ίδρυμα. Αυτή η εξωφρενική συμφωνία ακυρώθηκε το 1994 από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία απαλλοτρίωσε όλη την ακίνητη περιουσία του πρώην βασιλιά. Ο «διακριτικός» Κωνσταντίνος προσέφυγε τότε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου όπου και κέρδισε αποζημίωση από το ελληνικό κράτος ύψους 4,6 δισεκατομμυρίων δραχμών (13,7 εκατομμύρια ευρώ), ενώ ο ίδιος ο Κωνσταντίνος εκτιμούσε ότι η διεκδικούμενη περιουσία έφτανε τις 161,1 δισεκατομμύρια δραχμές.
Αντιδημοκρατική συνέπεια
Ο εκλιπών Κωνσταντίνος υπήρξε με συνέπεια ένας εχθρός της Δημοκρατίας. Όταν τον Μάιο του 1965 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου και της Ένωσης Κέντρου προσπάθησε να μετριάσει την επιρροή του στέμματος στον στρατό, ο Κωνσταντίνος Β’ ουσιαστικά καθαίρεσε την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1965 και δρώντας σαν δικτάτορας έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στη μειοψηφία των «αποστατών» βουλευτών της Ένωσης Κέντρου που είχαν την υποστήριξη της ΕΡΕ χωρίς να διαθέτουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Είναι γνωστό ότι στις κυβερνήσεις των «αποστατών» συμμετείχε ως υπουργός και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Στη συνέχεια, ο Κωνσταντίνος Β’ και η αυλή του προετοίμαζαν μαζί με στρατηγούς πραξικόπημα για να συντρίψουν τις ριζοσπαστικοποιημένες στα «Ιουλιανά» του 1965 εργατικές μάζες. Τα σχέδιά τους όμως δεν πρόλαβαν να υλοποιηθούν, καθώς λίγες ημέρες νωρίτερα εκδηλώθηκε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών με επικεφαλής τον Γ. Παπαδόπουλο. Ο βασιλιάς έμεινε στη θέση του και συνεργαζόταν με τη Χούντα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Κωνσταντίνος απομάκρυνε τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β’ και τοποθέτησε στη θέση του τον αρχιμανδρίτη των ανακτόρων Ιερώνυμο Α’, ο οποίος ήταν φιλοχουντικός. Το λεγόμενο αντικίνημά του δε, τον Δεκέμβριο του 1967 έγινε για να δημιουργήσει την εικόνα ενός βασιλιά που αντιστέκεται στη Χούντα. Με αυτό τον τρόπο προσπάθησε να αλλάξει την αντιδημοφιλή του εικόνα μετά τα Ιουλιανά του 1965. Εξάλλου συνέχισε να λαμβάνει την κρατική χορηγία μέχρι και το 1973, παρότι είχε διαφύγει στο εξωτερικό.
Το σχέδιό του να επιστρέψει μετά την πτώση της Χούντας απέτυχε παταγωδώς λόγω της μεγάλης ριζοσπαστικοποίησης που δημιουργήθηκε μετά από την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 στην οποία κυριαρχούσαν τα αντιχουντικά και αντιμοναρχικά αισθήματα. Αυτό ανάγκασε τον εκλεκτό της άρχουσας τάξης Κωνσταντίνο Καραμανλή να προχωρήσει στο δημοψήφισμα για το πολίτευμα το 1974, και όχι τα (ανύπαρκτα) δημοκρατικά και αντιβασιλικά της αισθήματα.
Ο εκλιπών και η οικογένειά του δεν αντιπροσωπεύουν σήμερα έναν άμεσο πολιτικό κίνδυνο για την εργατική τάξη και τα δικαιώματά της, εδώ και χρόνια είναι μια γραφική εφεδρεία της αστικής αντίδρασης χωρίς πλέον αξιόλογη πολιτική επιρροή σε στρώματα του πληθυσμού της χώρας. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο έκπτωτος βασιλιάς παρουσιάζεται σχεδόν με θαυμασμό από τους σύγχρονους αστούς πολιτικούς και τα ΜΜΕ της άρχουσας τάξης, αλλά και η σκανδαλώδης απόφαση της κυβέρνησης να γίνει η ταφή του στις εκτάσεις του Τατοΐου που ανήκουν στο κράτος και όπου θα δημιουργηθεί μουσείο, μαρτυρούν γλαφυρά την πλήρη παρακμή της ελληνικής αστικής τάξης.
Επιπλέον, γενικότερα, το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμα μονάρχες (κάποιοι εκ των οποίων θα παρευρεθούν στην κηδεία την Δευτέρα) δείχνει το πόσο αντιδραστική και επικίνδυνη για τα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα είναι η αστική τάξη σήμερα σε διεθνές επίπεδο. Μόνο το επαναστατικό εργατικό κίνημα είναι σε θέση να ξεριζώσει παντού και μια για πάντα τον θεσμό της μοναρχίας (και των πάσης φύσης προνομίων της) μια και καλή από κάθε γωνιά του πλανήτη σήμερα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κατάργηση της βασιλείας (όπως και κάθε λεγόμενη «αστικοδημοκρατική» κοινωνική μεταρρύθμιση), που μόνο προσωρινά, εν μέρει και με τη μεγαλύτερη επισφάλεια υλοποιήθηκε με την εμφάνιση του καπιταλισμού στο ιστορικό προσκήνιο, τελικά πραγματοποιήθηκε σε μια σειρά χώρες με τον πιο στέρεο, χωρίς ταλαντεύσεις, και αποφασιστικό τρόπο, μόνο ως «υποπροϊόν» της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης με σκοπό την ριζική αλλαγή της κοινωνίας και τον σοσιαλιστικό της μετασχηματισμό.
Κωνσταντίνος Αυγέρος