[…] Στον τρίτο όροφο του Σμόλνι, σ’ ένα μικρό τριγωνικό δωμάτιο, η Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ συνεδρίαζε χωρίς διακοπή. Εκεί συγκεντρώνονταν όλες οι ειδήσεις που φτάνανε για τις κινήσεις στο στρατό, για το πώς σκέπτονταν οι στρατιώτες και οι εργάτες, για τις ζυμώσεις στους στρατώνες, για τα πογκρόμ που ετοιμάζονταν, για τις πολιτικές μηχανορραφίες των αστών και των πρεσβειών του Εξωτερικού, για το τι γινόταν στα Χειμερινά Ανάκτορα, για τις συζητήσεις και συνδιασκέψεις των παλιών σοβιετικών κομμάτων. Οι πληροφοριοδότες φτάνανε από κάθε γωνιά. Εργάτες, στρατιώτες, αξιωματικοί, παιδιά υπηρέτες σε πολυκατοικίες, σοσιαλιστές «Γιούνκερς» (ΜΦ: «Ευέλπιδες» αξιωματικοί), υπηρέτες, γυναίκες μικρο-υπαλλήλων.
Πολλοί από όλους αυτούς μας φέρνανε ολότελα γελοίες πληροφορίες, ορισμένοι όμως πολύ αξιόλογες και σοβαρές. Την τελευταία βδομάδα δεν βγήκα καθόλου από το Σμόλνι, ξάπλωνα με τα ρούχα πάνω σ’ ένα πέτσινο ντιβάνι και κοιμόμουν πότε – πότε, καθώς με ξυπνούσαν συνεχώς ταχυδρόμοι, ανιχνευτές, σοφέρ, τηλεγραφητές, τηλέφωνα. Η αποφασιστική στιγμή πλησίαζε. Ήταν ολοφάνερο πως δεν μπορούσαμε πια να γυρίσουμε πίσω.
[…] Η νύχτα αυτή θα αποφασίσει. Την παραμονή έλεγα με πλήρη αυτοπεποίθηση στην έκθεσή μου στους αντιπροσώπους του 11ου συνεδρίου των σοβιέτ : «Αν δεν υποχωρήσετε δεν θα έχουμε εμφύλιο πόλεμο. Οι εχθροί μας θα συνθηκολογήσουν αμέσως και θα καταλάβετε τη θέση που σας ανήκει δικαιωματικά».
Για τη νίκη δεν υπάρχει αμφιβολία. Είναι εξασφαλισμένη, όσο θα μπορούσε να θεωρηθεί γενικά εξασφαλισμένη η νίκη μιας επανάστασης. Κι ωστόσο, όλες αυτές οι ώρες είναι γεμάτες από σοβαρούς κινδύνους, από ένταση της προσοχής, γιατί η νύχτα αυτή είναι που θα αποφασίσει.
[….] «Αν δεν μπορέσετε να τους σταματήσετε με την πειθώ, τότε να χρησιμοποιήσετε τα όπλα. Θα εγγυηθείτε με το κεφάλι σας την εκτέλεση της διαταγής». Επαναλαμβάνω αυτή τη φράση πολλές φορές. Δεν είμαι όμως ακόμα ολότελα σίγουρος για την αποτελεσματικότητα της διαταγής μου. Η επανάσταση είναι ακόμα πολύ καλόπιστη, γενναιόψυχη, πολύ αισιόδοξη και επιπόλαιη. Πιότερο απειλεί να χρησιμοποιήσει τα όπλα, παρά το κάνει. Ελπίζει ακόμα πως θα τα καταφέρει όλα με τα λόγια. Και προσωρινά τα καταφέρνει. Οι συγκεντρώσεις των εχθρικών στοιχείων διαλύονται και μόνο από την επίδραση της φλογερής της πνοής. Από τις 24 κιόλας του Οκτώβρη είχε αποφασιστεί στην πρώτη προσπάθεια που θα έκαναν οι «Εκατό Μαύροι» (Μ.Φ: διαβόητη αντεπαναστατική οργάνωση) να κατέβουν στους δρόμους, να τους χτυπήσουν με τα όπλα αλύπητα. Οι εχθροί όμως δεν τολμούν να εμφανισθούν. Κρύβονται. Οι δρόμοι είναι δικοί μας.
[…] Μάταια η Προσωρινή Κυβέρνηση έψαχνε να βρει κάποιο στήριγμα. Το έδαφος έφευγε κάτω απ’ τα πόδια της. Η εξωτερική φρουρά του Σμόλνι ενισχύθηκε από ένα καινούριο απόσπασμα πολυβολητών. Η σύνδεση με όλα τα τμήματα της φρουράς είναι σταθερή. Λόχοι υπηρεσίας είναι σε επιφυλακή σε όλα τα συντάγματα. Οι κομισάριοι όλοι στις θέσεις τους. Κάθε στρατιωτικός σχηματισμός έχει τους αντιπροσώπους του στο Σμόλνι που περιμένουν εντολές από την Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή, σε περίπτωση που θα διακοπεί η σύνδεση. Από τις διάφορες περιφέρειες της πόλης κατεβαίνουν στους δρόμους οπλισμένα αποσπάσματα, χτυπούν της πόρτες των δημοσίων καταστημάτων ή τις ανοίγουν δίχως να χτυπήσουν και τα καταλαμβάνουν το ένα ύστερα από το άλλο. Τα αποσπάσματα αυτά σχεδόν παντού συναντούνε φίλους, που τα περιμένουν ανυπόμονα. Στους σταθμούς, με ειδική αποστολή, κομισάριοι παρακολουθούν την άφιξη και την αναχώρηση κάθε αμαξοστοιχίας, προπάντων αυτές που μεταφέρουν στρατιώτες. Τίποτα το ανησυχητικό. Τα πιο σπουδαία σημεία της πόλης περνούν στα χέρια μας χωρίς σχεδόν αντίσταση, χωρίς μάχη, χωρίς θύματα.
[…] Όλες οι εφημερίδες ούρλιαζαν για την επικείμενη επίθεση των οπλισμένων στρατιωτών, τις λεηλασίες και τους ποταμούς αίματος που θα χύνονταν αναπόφευκτα όταν θα γινόταν το πραξικόπημα, και δεν είχαν ιδέα πως η εξέγερση είχε κιόλας γίνει…Στο μεταξύ, χωρίς καμιά αταξία, χωρίς καμιά σύγκρουση στους δρόμους, σχεδόν δίχως να πέσει τουφεκιά και να στάξει ούτε σταγόνα αίμα, καταλαμβάνονταν απ’ τα αποσπάσματα των στρατιωτών, από τους ναύτες και τους κόκκινους φρουρούς, όλα τα δημόσια καταστήματα, σύμφωνα με τις διαταγές του Ινστιτούτου Σμόλνι. (ΜΦ: το αυτοσχέδιο «στρατηγείο» της επανάστασης).
[…] Κάτι είχε αλλάξει αυτή τη νύχτα. Πριν τρεις βδομάδες είχαμε κερδίσει την πλειοψηφία στα Σοβιέτ της Πετρούπολης. Τότε δεν ήμασταν παρά μόνο μια σημαία: χωρίς τυπογραφείο, χωρίς ταμείο, χωρίς υπηρεσίες. Τη χθεσινή ακόμα νύχτα, η κυβέρνηση είχε διατάξει τη σύλληψη της Επαναστατικής Επιτροπής και ζητούσε να μάθει τις διευθύνσεις μας. Και τώρα μια αντιπροσωπεία της τοπικής Δούμας έρχεται να μάθει ποια τύχη της προορίζει η «συλληφθείσα» Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή.
Η κυβέρνηση, όπως και πρώτα, εξακολουθούσε να συνεδριάζει στα Χειμερινά Ανάκτορα, τώρα πια όμως δεν είχε μείνει παρά η ίδια η σκιά της. Από πολιτικής άποψης ήταν κιόλας ανύπαρκτη. Τη μέρα της 25ης Οκτώβρη είχε γίνει σιγά – σιγά από τις μονάδες μας η περικύκλωση των Χειμερινών Ανακτόρων. Στη μια μετά το μεσημέρι έκανα την έκθεσή μου στο Σοβιέτ της Πετρούπολης επί της κατάστασης. Να πως αναδημοσιεύανε την έκθεσή μου αυτή οι περισσότερες εφημερίδες: «Εν ονόματι της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής σας ανακοινώνω ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν υπάρχει πια. (Χειροκροτήματα). Ορισμένοι υπουργοί έχουν συλληφθεί. (Επιφωνήματα). Οι υπόλοιποι συλλαμβάνονται από μέρα σε μέρα ή και πολύ πιο γρήγορα. (Χειροκροτήματα). Η επαναστατική φρουρά που είναι στη διάθεση της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής διέλυσε τη συνεδρίαση του ψευτοκοινοβουλίου (Θυελλώδη χειροκροτήματα). Ξαγρυπνήσαμε εδώ όλη τη νύχτα και από το τηλέφωνο παρακολουθήσαμε πως τα αποσπάσματα των επαναστατημένων στρατιωτών, καθώς και η εργατική φρουρά εκπλήρωναν αθόρυβα το έργο τους. Οι κάτοικοι κοιμόνταν ήσυχοι και δεν ήξεραν πως στο μεταξύ μια εξουσία παραχωρούσε τη θέση της σε μια άλλη. Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, το ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο, το τηλεγραφικό πρακτορείο της Πετρούπολης, η κρατική τράπεζα έχουν καταληφθεί (θυελλώδη χειροκροτήματα). Τα Χειμερινά Ανάκτορα δεν καταλήφθηκαν ακόμα, η τύχη τους όμως θα κριθεί σε λίγα λεπτά (χειροκροτήματα).»
Αυτή η ξερή έκθεση μπορεί να δίνει μια εσφαλμένη ιδέα για την κατάσταση πνευμάτων της συνέλευσης. Η μνήμη μου όμως συμπληρώνει: Όταν τελείωσα την έκθεσή μου για την αλλαγή της εξουσίας που έγινε στο διάστημα της νύχτας, μια σιωπή βαθιάς συλλογής κυριάρχησε για κάμποσα λεπτά. Μετά ήρθαν τα χειροκροτήματα όχι όμως θυελλώδη, μάλλον γεμάτα περίσκεψη.
Όλη η αίθουσα ζούσε αυτές τις συγκινήσεις περιμένοντας. Όταν ετοιμαζόταν για τη μάχη η εργατική τάξη ήταν κυριαρχημένη από απερίγραπτο ενθουσιασμό. Τώρα όμως, που πατήσαμε το σκαλοπάτι της εξουσίας, ο ενδόμυχος ενθουσιασμός, παραχωρούσε τη θέση του σε σκέψεις γεμάτες έγνοια. Και μ’ αυτό εκδηλώνονταν ένα ορθό πολιτικό ένστικτο. Γιατί ακόμα καιροφυλακτούσαν στο δρόμο μας τα μεγαλύτερα εμπόδια του παλιού κόσμου, οι αγώνες, η πείνα, το κρύο, καταστροφές, αίμα και θάνατος. «Θα τα ξεπεράσουμε;» αναρωτιόνταν πολλοί. Να γιατί ο καθένας ήταν βασανιστικά ανήσυχος και σκεπτικός. «Θα τα αντιμετωπίσουμε» απαντούσαν όλοι. Καινούριοι κίνδυνοι διαγράφονταν στο βάθος μιας μακρινής προοπτικής. Τώρα όμως ήμασταν κυριαρχημένοι από τη μεγάλη νίκη και αυτό το αίσθημα τραγουδούσε μέσα στο αίμα μας. Και βρήκε την ευκαιρία να ξεσπάσει σε μια θυελλώδη υποδοχή που επιφυλάχθηκε στο Λένιν, όταν για πρώτη φορά ύστερα από τετράμηνη αναγκαστική απουσία, παρουσιάστηκε στη συνέλευση.
Αργά το βράδυ, περιμένοντας την έναρξη του συνεδρίου των Σοβιέτ, ξεκουραζόμασταν με τον Λένιν στο διπλανό δωμάτιο της αίθουσας των συνεδριάσεων, οπού δεν υπήρχε τίποτά άλλο εκτός από μερικές καρέκλες. Κάποιος μας έστρωσε στο πάτωμα κουβέρτες, κάποιος άλλος, η αδερφή του Λένιν αν δεν κάνω λάθος, μας βρήκε και μαξιλάρια. Ξαπλώσαμε δίπλα-δίπλα, τα κορμιά κι η ψυχή μας λύθηκαν σαν παρατεντωμένα ελατήρια. Ήταν μια ευεργετική ξεκούραση. Δεν μπορούσαμε όμως να κοιμηθούμε. Σιγοκουβεντιάζαμε. Ο Λένιν είχε πια ολότελα ησυχάσει από τη σκέψη που τον βασάνιζε πως θα μπορούσε να αργοπορήσει η εξέγερση. Οι φόβοι του αυτοί διαλύθηκαν. Στη φωνή του διέκρινες σπάνιους τόνους εγκαρδιότητας. Με ρωτούσε για τα αποσπάσματα από κόκκινους φρουρούς, ναύτες και στρατιώτες που είχαμε συγκροτήσει και κρατούσαν όλες τις καίριες θέσεις.
– Τι υπέροχη εικόνα! Ο εργάτης με το τουφέκι, συντροφιά με το στρατιώτη, να ζεσταίνονται σε πρόχειρες φωτιές στις γωνιές του δρόμου! Έλεγε και ξανάλεγε με βαθιά συγκίνηση. Επιτέλους συμφιλιώθηκε ο εργάτης με το στρατιώτη.
Ξαφνικά ύστερα φώναξε: -Και τα «Χειμερινά Ανάκτορα»; Δεν τα πήραμε ακόμα; Τι συμβαίνει;
Ανασηκώθηκα για να πληροφορηθώ τηλεφωνικά πως πάει η επιχείρηση αλλά με συγκράτησε:
– Μη σηκώνεστε, θα επιφορτίσω κάποιον άλλον.
Δεν μπορούσαμε για πολύ να μείνουμε ξαπλωμένοι. Στη διπλανή αίθουσα άρχισε το συνέδριο των Σοβιέτ. Η αδελφή του Λένιν, η Ουλιάνοβα, έτρεξε να με φωνάξει:
– Μιλάει ο Νταν, σας ζητούνε.
Με σπασμένη φωνή ο Νταν φοβέριζε τους «συνωμότες» και προφήτευε την αναπόφευκτη συντριβή της εξέγερσης. Απαιτούσε να κάνουμε συνασπισμό με τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους… Τα κόμματα, που χτες ακόμα, έχοντας την εξουσία μας καταδιώκανε και μας φυλακίζανε, τώρα που τα ανατρέψαμε απαιτούσαν να κλείσουμε συμφωνία μαζί τους. Απάντησα στο Νταν, και στο πρόσωπό του απάντησα στο χτες της Επανάστασης:
– Αυτό που έγινε είναι εξέγερση και όχι συνομωσία. Η εξέγερση των λαϊκών μαζών δεν έχει ανάγκη να δώσει λόγο σε κανένα. Εμείς χαλυβδώσαμε την επαναστατική δραστηριότητα των εργατών και των στρατιωτών. Εμείς σφυρηλατήσαμε ανοιχτά τη θέληση των μαζών για την εξέγερση. Και νικήσαμε. Τώρα μας προτείνουν να απαρνηθούμε τη νίκη, να κλείσουμε συμφωνία. Με ποιους; Είσαστε αξιοθρήνητες μονάδες, χρεοκοπημένοι, ο ρόλος σας τελείωσε. Πηγαίνετε εκεί που είναι η θέση σας: στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας.
Αυτός ήταν ο τελευταίος αντίλογος στο μεγάλο διάλογο που είχε αρχίσει στις 3 του Απρίλη, την ημέρα και την ώρα της άφιξης του Λένιν στην Πετρούπολη.