Αγεφύρωτο χάσμα με τη νεολαία
Το γεγονός ότι μετά τη συγκέντρωση της Ν. Σμύρνης ο Μητσοτάκης έκανε τηλεοπτικό διάγγελμα είναι πρωτόγνωρο. Ακόμα και σε πολύ μεγαλύτερες και μαζικότερες κινητοποιήσεις της προηγούμενης δεκαετίες, δεν έχει ξανασυμβεί πρωθυπουργός να κάνει τηλεοπτικό διάγγελμα για να απαντήσει σε διαδηλωτές πριν ακόμα καλά-καλά τελειώσει η διαδήλωση. Αυτό έδειξε το πόσο θορυβήθηκε η άρχουσα τάξη από τη μαζικότητα της συγκέντρωσης και το μαχητικό της χαρακτήρα. Οι δε, ειδικές εκκλήσεις που έκανε ο Μητσοτάκης στους νέους, με το γεροντίστικο, ηθικολογικό τους ύφος φανέρωσαν αμηχανία και απελπισία μπροστά στη εξελισσόμενη διαδικασία ξεσηκωμού της νεολαίας.
Αξιοσημείωτη όμως, ήταν και η αρνητική υποδοχή που είχε από το λαό το διάγγελμα Μητσοτάκη. Αντί να συσπειρώσει την κοινωνική βάση της Δεξιάς, έκανε τα πράγματα χειρότερα για την άρχουσα τάξη. Ενώ φάνηκε να αφήνει παγερά αδιάφορους τους μικροαστούς «νοικοκυραίους», «κατάφερε» να κάνει χιλιάδες άτομα να γεμίσουν τους λογαριασμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης του πρωθυπουργού με σχόλια και σύμβολα αποδοκιμασίας και μίσους για τον ίδιο και την κυβέρνηση. Μάλιστα στην ανάρτηση του διαγγέλματος αμέσως μετά τη συγκέντρωση στη Νέα Σμύρνη, τα «μου αρέσει» ήταν μόλις 10.000, ενώ τα «έλεος» ξεπέρασαν τις 56.000!
Η απώλεια ψυχραιμίας γι’ αυτήν τη μαζική αποδοκιμασία ήταν εμφανής τρεις μέρες μετά, στη σχετική με τα γεγονότα της Ν. Σμύρνης συζήτηση στη Βουλή, όπου ο πρωθυπουργός με λόγια ανερμάτιστα, που θα μπορούσαν να έχουν εκστομιστεί και από θυμωμένο δικτάτορα, ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «Είναι σημαντικό να εξηγήσουμε στους νέους ότι έτσι όπως λειτουργούν σήμερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι αλγόριθμοι των μεγάλων πλατφορμών που χρησιμοποιούν, στην ουσία αναπαράγουν και επιβραβεύουν τις όποιες απόψεις μπορεί να έχουν ήδη. Δημιουργούν στεγανά. Στεγανά έντασης, όχι στεγανά διαλόγου. Στεγανά όπου ανατροφοδοτούνται τα στερεότυπα τα οποία έχουν από τη μία και από την άλλη πλευρά και αυτό είναι κακό για τη δημοκρατία μας, είναι κακό για το επίπεδο του διαλόγου μας. Διότι εγκλωβίζονται με αυτόν τον τρόπο οι νέοι στις απόψεις τους, χωρίς να αναπτύσσουν την κριτική τους σκέψη.»
H πρωθυπουργική θεωρία των «στεγανών», ασφαλώς, δεν αντέχει σε οποιαδήποτε σοβαρή εξέταση. Είναι, απλώς, καρπός σύγχυσης και αμηχανίας με αντιδραστικά κίνητρα. Ωστόσο, αν είναι κάτι που θα μπορούσε να περιγράψει σήμερα η λέξη «στεγανά» αυτό είναι η πολιτική επιρροή της Ν.Δ στη νεολαία. Η νεολαία έχει χτίσει ισχυρά στεγανά έναντι του παραδοσιακού κόμματος του κεφαλαίου. Αυτό είχε γίνει ήδη φανερό στις εκλογές του 2019 με τα χαμηλά ποσοστά της Ν.Δ στις ηλικίες κάτω των 35 ετών. Πάνω στη βάση των τελευταίων γεγονότων η τάση αυτή φαίνεται ότι έχει παγιωθεί τόσο πολύ, που υπογραμμίζεται με έμφαση ακόμα και από τους πιο γνωστούς ιδεολογικούς απολογητές της ελληνικής άρχουσας τάξης και εχθρούς της Αριστεράς, όπως ο καθηγητής και συγγραφέας, Ν. Μαραντζίδης. Είναι τόσο ενδιαφέροντα τα όσα αυτός ανέφερε σε συνέντευξή του την Κυριακή 21/3/2021 στην ιστοσελίδα iEidiseis που μας υποχρεώνουν να παραθέσουμε από αυτήν ορισμένα ενδεικτικά αποσπάσματα.
Ερωτώμενος ο Ν. Μαραντζίδης για το τι είναι αυτό που που χαρακτηρίζει σήμερα την ελληνική νεολαία ανέφερε: «Διαισθάνομαι πως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια η νεολαία διαμορφώνει ένα συλλογικό ταυτοτικό βίωμα που θα τη σημαδέψει. Κατ’ αναλογία, ας πούμε, με τη γενιά του Πολυτεχνείου που σημαδεύτηκε από τη δικτατορία και την εξέγερση του 1973, και στη συνέχεια από την πτώση της Χούντας, η γενιά αυτή των νέων σημαδεύτηκε από τη δεκαετή οικονομική κρίση και τις πολιτικές της πανδημίας ως αποκορύφωμα.». Σε ερώτηση για το πως θεωρεί ότι θα εκφραστεί πολιτικά η ριζοσπαστικοποίηση της νέας γενιάς ο καθηγητής απάντησε ότι αυτή η ριζοσπαστικοποίηση δεν θα εκφραστεί προς την ακροδεξιά και ότι «όπως αποτυπώνεται είναι εμφανώς αριστερόστροφη». Και στο τέλος της συνέντευξής του, αναφερόμενος στη μεγάλη απόσταση που χωρίζει την κυβέρνηση από τους νέους σημείωσε χαρακτηριστικά: «Πολλές φορές βλέπω τον κ. Χρυσοχοΐδη και τους ηλικιωμένους νεοσυντηρητικούς οπαδούς του να μιλάνε με ύφος παλιού γυμνασιάρχη της δεκαετίας του 1970 και αναρωτιέμαι, καλά αυτοί ξέχασαν εντελώς τη νιότη τους ή απλώς παριστάνουν πως δεν θυμούνται τίποτε;».
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και το μαζικό κίνημα
Η σύγκρουση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ ένα μαζικό κίνημα που έχει κορμό τη νεολαία και την κυβέρνηση του αστυνομικού αυταρχισμού κάθε άλλο παρά έχει λάβει ακόμα την αναγκαία πολιτική εκπροσώπηση. Η στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έναντι των γεγονότων της Ν. Σμύρνης, για μία ακόμα φορά, έφερε τη σφραγίδα της βασικής πολιτικής της επιλογής να δίνει σε όλα τα μεγάλα γεγονότα διαπιστευτήρια «εθνικής υπευθυνότητας» στην άρχουσα τάξη. Κινούμενη σ’ αυτό το γενικό πνεύμα, η επίσημη ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ για τα γεγονότα της 9ης Μαρτίου ανέφερε: «Καταδικάζουμε απερίφραστα όσους επέλεξαν με πράξεις βίας να αμαυρώσουν μια ειρηνική διαμαρτυρία χιλιάδων κατοίκων, μαθητών εργαζομένων και καταστηματαρχών της Νέας Σμύρνης. Καταδικάζουμε απερίφραστα την επίθεση σε άνδρα της ελληνικής αστυνομίας. Η βία δεν απαντιέται με βία. Η βία μόνο δικαιώνει τη βία». Η τοποθέτηση αυτή είναι κάτι χειρότερο από μια τακτική «ίσων αποστάσεων» μεταξύ της κρατικής-αστυνομικής τρομοκρατίας και της δίκαιης, αυθόρμητης απάντησης-αυτοάμυνας εκατοντάδων νέων, αφού γι’ αυτήν την τελευταία η ανακοίνωση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ επιφύλαξε μια ειδική και ιδιαίτερη, «απερίφραστη καταδίκη».
Η φιλοσυστημική αυτή στάση συνεχίστηκε και στην ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη Βουλή στις 12/3. Σε αυτήν την ομιλία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε την κυβέρνηση για την ύπαρξη μιας «στρατηγικής έντασης». Αυτή είναι μια θεωρία που διακινείται από πολλές πλευρές μέσα στην Αριστερά. Υποστηρίζει, ουσιαστικά, ότι η ένταση του αστυνομικού αυταρχισμού δεν είναι μια επιλογή που εκφράζει την αντιδραστική φύση του κράτους, της αστυνομίας αλλά και της ελληνικής άρχουσας τάξης και του αντιδραστικού της συστήματος, στην υπηρεσία των οποίων βρίσκεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά εκφράζει αποκλειστικά ένα κυβερνητικό σχέδιο που σκοπεύει σε άμεσα πολιτικά οφέλη. Με αυτήν τη θεωρία αφήνεται ξεκάθαρα να εννοηθεί ότι η ελληνική άρχουσα τάξη και η εξουσία της θα μπορούσαν, ακόμα και μέσα σε συνθήκες βαθιάς κρίσης και αυξανόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας όπως οι σημερινές, να λάβουν ένα άλλο, ήπιο, ειρηνικό και φιλολαϊκό πρόσωπο.
Στο πλαίσιο αυτής της αθωωτικής για το αστικό κράτος και το σύστημα στάσης, ο Αλέξης Τσίπρας έφθασε στο σημείο, εμμέσως αλλά σαφώς, να χαρακτηρίσει την αμυντική βία εκατοντάδων νεολαίων ενάντια στην εφορμούσα να διαλύσει τη συγκέντρωση και να τρομοκρατήσει τους συγκεντρωμένους αστυνομική ομάδα «Δράση» ως χουλιγκανισμό. Ανέφερε χαρακτηριστικά, απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό: «Ενώ τη περασμένη Τρίτη είχατε τη πληροφορία από τις αρχές, πληροφορία που μόνο εσείς θα μπορούσατε να έχετε, ότι χούλιγκαν από όλες τις ποδοσφαιρικές ομάδες της Αττικής θα συνέρρεαν στη Νέα Σμύρνη για να αμαυρώσουν την ειρηνική διαμαρτυρία των πολιτών, αντί να φροντίσετε να τους απομονώσετε, αντί να φροντίσετε να διασφαλίσετε την ασφάλεια των διαδηλωτών, το μόνο που φροντίσατε ήταν να ρίξετε τις ευθύνες στους πολιτικούς σας αντιπάλους.». Έχουμε ήδη αναφερθεί στην αρχή του άρθρου στον ανυπόστατο και συκοφαντικό χαρακτήρα της φιλολογίας περί χουλιγκανισμού στα γεγονότα της Ν. Σμύρνης και δεν υπάρχει λόγος να επανέλθουμε. Θα αρκεστούμε μόνο να σχολιάσουμε ότι προφανώς, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, η νεολαία όταν δέχεται χαστούκια από την αστυνομία θα πρέπει να γυρνά και το άλλο μάγουλο για να μη διολισθαίνει στο χουλιγκανισμό.
Αυτή η παπαδίστικη ρητορική βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με τη μαχητική σημερινή διάθεση της νεολαίας. Από πίσω της κρύβεται ένα διόλου αριστερό, πολύ συντηρητικό, δεξιό, αλλά και μυωπικό, πολιτικό κίνητρο: να θυσιαστεί η «ακραία» ριζοσπαστική νεολαία για να μη χαθεί η ψήφος των «φιλήσυχων νοικοκυραίων». Αυτό που δεν κατανοούν ο πρόεδρος και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι πάνω στο έδαφος που διαμορφώνει η παρούσα βαθιά καπιταλιστική κρίση και η σκανδαλώδης διαχείρισή της από την κυβέρνηση του κεφαλαίου, οι «νοικοκυραίοι», όπως συνέβη και στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, θα τείνουν να πάρουν τον διόλου φιλήσυχο δρόμο των «άκρων». Και σε αυτό το σημείο ο πρόεδρος και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν να ξεχνούν εύκολα, και χρειάζεται κάποιος να τους θυμίσει, ότι και οι ίδιοι έφτασαν να γίνουν αρχικά αξιωματική αντιπολίτευση και αργότερα κυβέρνηση γιατί σε εκείνα τα χρόνια επιχείρησαν να εκφράσουν τέτοιες «ακραίες» διαθέσεις των μαζών.
Αυτή η στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι το φυσικό συμπλήρωμα της άρνησής της όχι μόνο να καλέσει ανοικτά σε αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση – άλλωστε δεν έχει προφέρει τη λέξη «αγώνας» σε όλη τη διάρκεια της έως τώρα θητείας της κυβέρνησης – αλλά ακόμα και να ζητήσει εκλογές. Με αυτήν την πολιτική όμως, δεν απομονώνεται μόνο από τους ριζοσπαστικοποιημένους νέους, αλλά και από την ίδια τη βάση του κόμματός της (εκλογική αλλά και οργανωμένη), η οποία έχει ήδη δείξει διάθεση για ενεργή συμμετοχή στις κινητοποιήσεις κατά της αστυνομικής βίας.
Η ηγεσία του ΚΚΕ: λάθη και υπεκφυγές μπροστά σε σοβαρά καθήκοντα
Για μια ηγεσία που έχει δείξει επαρκώς στην κυβέρνηση ότι δεν έχει πρόθεση ρήξης με το αστικό σύστημα η τήρηση αποστάσεων από το μαζικό κίνημα ενάντια στην αστυνομική βία είναι αναμενόμενη από χιλιάδες αγωνιστές. Αλλά από μια μια ηγεσία που φέρει τον τίτλο κομμουνιστική, κάθε αγωνιστής έχει διαφορετικές προσδοκίες. Τι θα έπρεπε να κάνει λοιπόν η ηγεσία του ΚΚΕ σε σχέση με το κίνημα;
Καταρχάς, μετά τη συγκέντρωση της Ν. Σμύρνης και τις άλλες μαζικές συγκεντρώσεις που ακολούθησαν θα έπρεπε να έχει εξηγήσει στις δυνάμεις του κόμματος τη σημασία αυτών των πρώτων δειγμάτων μαζικής πάλης μετά από 5 σχεδόν χρόνια, τονίζοντας τις δυνατότητες που αναδεικνύουν για την εμφάνιση μια επαναστατικής κατάστασης στο μέλλον. Αμέσως μετά, θα έπρεπε να κινητοποιήσει το κόμμα ξεκινώντας μια καμπάνια με κύρια κατεύθυνση τις μάζες των νέων που συμμετείχαν ή υποστήριξαν στις κινητοποιήσεις, για να τις κερδίσει σε συνθήματα που ανταποκρίνονται στη σημερινή κατάσταση, αλλά και στις πιο αποτελεσματικές μεθόδους πάλης.
Επιπλέον, η ηγεσία του ΚΚΕ θα έπρεπε να έχει αναγνωρίσει και υπογραμμίσει το επαναστατικό πολιτικό στοιχείο που εμπεριέχει αυτό το μαζικό κίνημα. Αυτό δεν είναι άλλο από τη μαχητική αμφισβήτηση του πυρήνα του αστικού κράτους, της αστυνομίας, φαινόμενο το οποίο θέτει στο κόμμα το καθήκον να προβάλει τις κατάλληλες πολιτικές διεκδικήσεις που θα βοηθήσουν τελικά να αναδειχθεί η ίδια η ανωτερότητα και αναγκαιότητα της εργατικής εξουσίας έναντι του σημερινού αυταρχικού κράτους της αστικής τάξης. Θα έπρεπε ακόμα, να αναγνωρίσει τις δυνατότητες που αυτό το κίνημα δημιουργεί για να προβληθούν μορφές αγώνα που είναι ικανές να προχωρήσουν τη συνείδηση των μαζών και να αμφισβητήσουν έμπρακτα τα εμπόδια που ορθώνουν στην κινητοποίησή τους οι γραφειοκρατικές ηγεσίες των συνδικάτων.
Όμως, δυστυχώς, τίποτα από αυτά δεν βλέπουμε στην πολιτική στάση και την τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Ούτε μία ολοκληρωμένη και σαφή πολιτική διεκδίκηση δεν προβάλει στις επίσημες ανακοινώσεις της για το ζήτημα της αστυνομίας, παρότι αυτό βρίσκεται στο κέντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος, ιδιαίτερα της νεολαίας. Επιπρόσθετα, οι αγωνιστές που συμμετείχαν στις μαζικές συγκεντρώσεις δεν άκουσαν από τα ηγετικά στελέχη του κόμματος ούτε μία συγκεκριμένη πρόταση για τα επόμενα βήματα και για το πώς το κίνημα μπορεί να συνδεθεί πιο στενά με την εργατική τάξη. Η μόνη επίσημη κομματική τοποθέτηση -και με μια σχετική αφίσα που κυκλοφόρησε στις γειτονιές- που θα μπορούσε να θεωρηθεί σχετική με αυτό το ζήτημα είναι εκείνη που προβάλει την ανάγκη για «οργανωμένο αγώνα». Με αυτήν την πρόταση, σύμφωνα και με όσα ανέφεραν τα συνδικαλιστικά στελέχη του ΚΚΕ σε ομιλίες τους σε συγκεντρώσεις που έγιναν στις πλατείες, η ηγεσία του ΚΚΕ εννοεί την ανάγκη για πάλη μέσα από τα συνδικάτα. Αυτή η τοποθέτηση όμως, έχει σοβαρές πολιτικές αδυναμίες.
Καταρχάς, υπονοεί ότι ο αυθόρμητος τρόπος που ξεδιπλώθηκε το κίνημα έχει μόνο αδύναμες πλευρές, πράγμα που δεν είναι καθόλου σωστό. Άλλωστε το ίδιο το αυθόρμητο ξέσπασμα αυτού του κινήματος συνιστά απόδειξη ότι οι μαζικές συνδικαλιστικές οργανώσεις το προηγούμενο διάστημα – λόγω της τακτικής των ηγεσιών τους – απέτυχαν ήδη να τραβήξουν σε «οργανωμένο αγώνα» τις εργατικές μάζες και τη νεολαία. Ένα αυθόρμητο μαζικό κίνημα σαν κι αυτό, είναι απόλυτα δυνατό, με την κατάλληλη παρέμβαση και δράση των κομμουνιστών, να επηρεάσει δημιουργικά τα ρουτινιασμένα και γραφειοκρατικοποιημένα σημερινά συνδικάτα, και ταυτόχρονα, να γεννήσει νέες μορφές οργάνωσης, ακόμα πιο αυθεντικές και αντιπροσωπευτικές για την εργατική τάξη και τον αγώνα της, ικανές να αγκαλιάσουν ευρύτερα και πιο πληβειακά και ριζοσπαστικά εργατικά στρώματα από εκείνα που συσπειρώνουν σήμερα τα συνδικάτα. Αυτά όμως, δεν πρόκειται ποτέ να συμβούν αν οι κομμουνιστές κουνούν το δάχτυλο στους συγκεντρωμένους νέους στις πλατείες, καλώντας τους απλώς να ενταχθούν μαζικά στα συνδικάτα για «οργανωμένο αγώνα», την ώρα που όλοι γνωρίζουν ότι κανένας ουσιαστικός τέτοιος αγώνας δεν διεξάγεται σήμερα από αυτά.
Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και υπεκφυγή, και μάλιστα με μια διπλή έννοια: όσοι συμμετέχουν σήμερα στις κινητοποιήσεις δεν μαθαίνουν τίποτα για τη θέση του ΚΚΕ σχετικά με το τι πρέπει να γίνει τώρα, με το υπάρχον μαζικό κίνημα ενάντια στην αστυνομική βία, αλλά επίσης δεν μαθαίνουν και τίποτα συγκεκριμένο γι’ αυτόν τον ομιχλώδη εναλλακτικό δρόμο του «οργανωμένου αγώνα μέσα από τα συνδικάτα», τον τρόπο, τις μορφές και τον κεντρικό στόχο του.
Η πρόταση του ΜέΡΑ25 για ενωτική δράση και η άδοξη τύχη της
Το βράδυ της 7ης Μαρτίου, μετά τους αναίτιους ξυλοδαρμούς και τις προσαγωγές πολιτών στην πλατεία της Ν. Σμύρνης, ο Γραμματέας του ΜέΡΑ25, Γιάνης Βαρουφάκης, απήθυνε γραπτή έκκληση στο ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ για κοινή δράση με σκοπό «να προστατεύσουμε την Δημοκρατία και τους πολίτες από την κυβέρνηση Μητσοτάκη-Χρυσοχοΐδη», με τις ακόλουθες φράσεις: «Μπροστά στην κλιμάκωση της κρατικής καταστολής που πλέον απειλεί την Δημοκρατία και αφήνει απροστάτευτους τους πολίτες από τους πραιτοριανούς των κκ. Μητσοτάκη-Χρυσοχοΐδη, το ΜέΡΑ25 καλεί το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ σε κοινή δράση προστασίας της Δημοκρατίας και των πολιτών. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι, σε μια τόσο κρίσιμη καμπή, αδυνατούμε να συντονίσουμε τις δράσεις μας υπέρ της δημοκρατικής νομιμότητας».
Η έκκληση αυτή συνιστά μια στοιχειώδη υποχρέωση της ηγεσίας ενός αριστερού κόμματος στις παρούσες συνθήκες. Απαντά στο πιο πιεστικό αίτημα κάθε απλού ανθρώπου της εργατικής τάξης και της νεολαίας που κατανοεί ότι για να ηττηθεί η επίθεση αστυνομικού αυταρχισμού από την πλευρά της κυβέρνησης χρειάζεται η ενωμένη δράση όλων των πολιτικών δυνάμεων του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Η έκκληση αυτή έχει σημαντική αξία γιατί επίσης αποδείχθηκε και διορατική. Μόλις δυο μέρες μετά τη διατύπωσή της, οι αγωνιστές της Αριστεράς ενώθηκαν στη δράση μέσα στο μαζικό κίνημα που γεννήθηκε στη Ν. Σμύρνη.
Οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ δεν έκαναν δεκτή τη στοιχειώδη αυτή έκκληση του Γραμματέα του ΜέΡΑ25. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα, δεν μπήκε στον κόπο καν να τη σχολιάσει, ενώ η ηγεσία του ΚΚΕ την απέρριψε, επιχειρώντας μάλιστα να δικαιολογήσει πολιτικά αυτήν της τη στάση, σε συνέντευξή στην «Κυριακάτικη Kontra News» στις 13/3 του Γραμματέα της ΚΕ, Δ. Κουτσούμπα. Εκεί ο Γραμματέας, απαντώντας σε σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε ανέφερε: «Ο κ. Βαρουφάκης ξανακαλεί το ΚΚΕ σε μαζικές κινητοποιήσεις! Του θυμίζουμε, λοιπόν, πως το ΚΚΕ εδώ και ένα χρόνο πρωτοστατεί σε κινητοποιήσεις -Πρωτομαγιά, Πολυτεχνείο, απεργίες κ.λπ.-, δηλαδή μας καλεί σε κάτι που ήδη κάνουμε και δεν κάνει αυτός! Το πιο σημαντικό, όμως, είναι το πώς μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί πραγματικά η καταστολή; Με συνεννοήσεις κορυφών πολιτικών κομμάτων ή με όρους κινήματος, μαζικών αγώνων που θα στρέφονται στην ίδια την αιτία του προβλήματος, την αντιλαϊκή στρατηγική που απαιτεί και την ανάλογη κατασταλτική θωράκιση; Εμείς απαντάμε το δεύτερο. Εκεί θα κριθεί κάθε πολιτική δύναμη, χωρίς να αθωωθούν δυνάμεις, που είτε ανέχτηκαν ή και συνδιαμόρφωσαν το θεσμικό κατασταλτικό πλαίσιο από κυβερνητικές θέσεις. ΣΥΡΙΖΑ και Βαρουφάκης, ως τότε υπουργός του, δεν είναι άμοιροι ευθυνών».
Είναι σωστή αυτή η άρνηση και η τεκμηρίωσή της, από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων και του κομμουνισμού; Καταρχάς στις δηλώσεις του Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Γ. Βαρουφάκης φέρεται να έχει καλέσει το ΚΚΕ σε μαζικές κινητοποιήσεις, πράγμα που δεν περιλαμβάνεται στην έκκληση του ηγέτη του ΜέΡΑ25. Και πρέπει να πούμε ότι πολύ κακώς δεν περιλαμβάνεται, γιατί μόνο αν καταλήγει σε μαζικές κινητοποιήσεις έχει νόημα οποιαδήποτε έκκληση για κοινή δράση ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25. Επιπλέον, αν κάποιος δεχθεί ότι το ΚΚΕ, όπως αναφέρει ο Γραμματέας του, «πρωτοστατεί σε κινητοποιήσεις» την ώρα που ο Βαρουφάκης «δεν το κάνει», τότε την πρόσκληση σε μαζικές ενωτικές κινητοποιήσεις όφειλε να την έχει κάνει πρώτο το ΚΚΕ. Το ότι το ΚΚΕ είναι πιο δραστήριο από το ΜέΡΑ25 στους αγώνες για τα εργατικά συμφέροντα και δικαιώματα δεν είναι επιχείρημα για την άρνηση ενός μετώπου μαζικής δράσης γι’ αυτά, αλλά για το ακριβώς αντίθετο.
Δυστυχώς, η στοιχειώδης έκκληση του Γραμματέα του ΜέΡΑ25 προς τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ για κοινή δράση έγινε άλλη μια χαμένη ευκαιρία για να πραγματοποιηθεί η τακτική που θα μπορούσε με τον ευκολότερο και ασφαλέστερο τρόπο να εξαπλώσει σήμερα το μαζικό κίνημα σε ολόκληρη την εργατική τάξη και τη νεολαία, δίνοντάς του τη μεγαλύτερη δυνατή ισχύ: το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο Αγώνα.
Το αναγκαίο Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο Αγώνα
Το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο Αγώνα, στην ουσία του, είναι κάθε ενιαία και ενωτική μορφή εργατικού αγώνα: από μια απεργία που συγκεντρώνει την ενεργή στήριξη της μεγάλης πλειονότητας των εργατών ενός κλάδου, μια κοινή συμφωνία για δράση μεταξύ μαζικών εργατικών οργανώσεων ενάντια στους φασίστες, μέχρι και τη δημιουργία μέσα από τον μαζικό αγώνα ενιαίων οργάνων εργατικής εξουσίας, όπως η ηρωική Κομμούνα του Παρισιού το 1871 ή τα νικηφόρα επαναστατικά σοβιέτ στη Ρωσία το 1917. Την ονομασία και την ολοκληρωμένη τεκμηρίωση αυτής της αναγκαίας μορφής δράσης της εργατικής τάξης έδωσε η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ) στις αποφάσεις των συνεδρίων και της εκλεγμένης ηγεσίας της, κατά τη διάρκεια της επαναστατικής και γνήσια λενινιστικής, αρχικής της περιόδου, και πιο συγκεκριμένα στο 3ο, και κυρίως στο 4ο συνέδριο. Αυτές οι αποφάσεις δεν διατύπωσαν μια νέα τακτική. Γενίκευσαν την ίδια την ιστορική πείρα των αγώνων της εργατικής τάξης και της δράσης των επαναστατών μαρξιστών μέσα σε αυτούς.
Από που πηγάζει σύμφωνα με την ΚΔ η ανάγκη για το Ενιαίο Μέτωπο; Στις πρώτες θέσεις που υιοθέτησε η ΚΔ για το Ενιαίο Μέτωπο, τις οποίες έγραψε ο μπολσεβίκος ηγέτης Λέον Τρότσκι στις 2 Μάρτη του 1922 για τη διευρυμένη Ολομέλεια της Εκτελεστικής της Επιτροπής, διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Σ’ αυτές τις συγκρούσεις .. με τους βιομήχανους, με τη μπουρζουαζία, με τη κρατική εξουσία, που περιλαμβάνουν τα ζωτικά συμφέροντα ολόκληρης της εργατικής τάξης ή της πλειονότητάς της οι εργαζόμενες μάζες αισθάνονται την ανάγκη για ενότητα στη δράση, ενότητα για να αντισταθούν στην επίθεση του καπιταλισμού ή ενότητα για να αναλάβουν την επίθεση εναντίον του. Κάθε κόμμα που μηχανικά αντιτίθεται σ’ αυτή την ανάγκη της εργατικής τάξης για ενότητα στη δράση αναπόφευκτα θα καταδικαστεί στη συνείδηση των εργατών…Το να μπορούσαμε απλώς να ενώσουμε τις εργατικές μάζες γύρω από τη σημαία μας ή γύρω από τα άμεσα πρακτικά μας συνθήματα και να παρακάμψουμε τις ρεφορμιστικές οργανώσεις, αυτό φυσικά θα ήταν το καλύτερο πράγμα στον κόσμο. Αλλά τότε δεν θα υπήρχε και το ίδιο το ζήτημα του ενιαίου μετώπου στην τωρινή μορφή του. Το ζήτημα προκύπτει από το γεγονός ότι πολύ σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης ανήκουν στις ρεφορμιστικές οργανώσεις ή τις υποστηρίζουν.» (Από το έργο του Λέον τρότσκι με τίτλο «Τα Πέντε πρώτα χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς», Τόμος Δεύτερος ).
Δυστυχώς, η ηγεσία του ΚΚΕ, όπως φάνηκε για μία ακόμα φορά στις δηλώσεις με τις οποίες ο Δ. Κουτσούμπας δικαιολόγησε την απόρριψη της έκκλησης ΜέΡΑ25 για κοινή δράση, κάνει αυτό ακριβώς που επέκρινε η λενινιστική ΚΔ, δηλαδή «αντιτίθεται σ’ αυτή την ανάγκη της εργατικής τάξης για ενότητα στη δράση». Έτσι, κάθε συναγωνιστής του ΚΚΕ θα πρέπει να σκεφθεί πολύ σοβαρά και τη ξεκάθαρη διαπίστωση-προειδοποίηση που έκανε στο πιο πάνω κείμενο η ηγεσία της ΚΔ δηλώνοντας ότι το κόμμα που κάνει κάτι τέτοιο «αναπόφευκτα θα καταδικαστεί στη συνείδηση των εργατών».
Ο Δ. Κουτσούμπας, για να δικαιολογήσει την απόρριψη της τακτικής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, για μία ακόμα φορά, στην προαναφερθείσα συνέντευξή του καταφέρθηκε ενάντια στις «συνεννοήσεις κορυφών πολιτικών κομμάτων», αντιπαραθέτοντας σε αυτές τους μαζικούς αγώνες. Όμως και σ’ αυτό το ζήτημα λαμβάνει μια ξεκάθαρη απάντηση από την ίδια απόφαση της ηγεσίας της ΚΔ, η οποία αναφέρει: «Εάν μπορούσαμε απλώς να ενώσουμε τις εργατικές μάζες γύρω από τη σημαία μας … και να παρακάμψουμε τις ρεφορμιστικές οργανώσεις, είτε αυτές είναι κόμμα, είτε συνδικάτο, αυτό φυσικά θα ήταν το καλύτερο πράγμα στον κόσμο. Αλλά τότε δεν θα υπήρχε και το ίδιο το ζήτημα του ενιαίου μετώπου…Το ζήτημα προκύπτει από το γεγονός ότι πολύ σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης ανήκουν στις ρεφορμιστικές οργανώσεις ή τις υποστηρίζουν….Εμείς ενδιαφερόμαστε, να βγάλουμε τους ρεφορμιστές από τις τρύπες τους και να τους στήσουμε μπροστά στα μάτια των μαζών πλάι σε μας.»
Αρνούμενη την τακτική της ΚΔ για το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο η ηγεσία του ΚΚΕ αρνείται την ίδια την πείρα του κόμματος που καθοδήγησε την πρώτη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στην Ιστορία, του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Το Ενιαίο Μέτωπο είναι βγαλμένο από αυτήν την πλούσια σε διδάγματα πείρα, την οποία ανέλυσε ο Λένιν στο κλασικό έργο του «Αριστερισμός, η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού». Εκεί εξήγησε ότι στο διάστημα από το 1903 μέχρι το 1917 που οι Μπολσεβίκοι δεν έπαψαν να πολεμούν το ρεφορμισμό, έκλεισαν επανειλημμένα συμφωνίες ενιαίου μετώπου με τους εκπροσώπους του στη Ρωσία, τους μενσεβίκους, ιδιαίτερα κάτω από την πίεση της αφύπνισης των εργατικών μαζών, οι οποίες ήθελαν να δουν με την ίδια τους την πείρα και όχι στα λόγια το αν ο μενσεβικισμός ήταν ενάντια στην επανάσταση. Αυτή ήταν η τακτική που οδήγησε τελικά στον μπολσεβικισμό την τεράστια πλειοψηφία των καλύτερων αγωνιστών του μενσεβικισμού.
Μετά τον θάνατο του Λένιν και την επικράτηση του σταλινικού-γραφειοκρατικού εκφυλισμού στην Σοβιετική Ένωση και την ΚΔ, η τακτική του Ενιαίου Μετώπου εγκαταλείφθηκε από τα ΚΚ. Αυτό είχε ολέθρια αποτελέσματα, με το χειρότερο και πιο επώδυνο από αυτά για το παγκόσμιο προλεταριάτο να είναι η νίκη του φασισμού στη Γερμανία. Η επίμονη, αντιλενινιστική στάση της απόρριψης του Ενιαίου Μετώπου από την ηγεσία του ΚΚΕ είναι ο πολιτικός απόηχος αυτής της καταδικασμένης από την ίδια την Ιστορία, σταλινικής πολιτικής παράδοσης. Αυτή η πολιτική δεν έχει τίποτα κοινό με την επαναστατική καθαρότητα και τον μαρξισμό-λενινισμό. Μια ηγεσία που απορρίπτει το Ενιαίο Μέτωπο, δηλαδή την υπόθεση της ενότητας της τάξης στον αγώνα απορρίπτει τον ίδιο τον αγώνα για την εξουσία, τα ίδια τα σοβιέτ, την ίδια την επανάσταση.
Ποια μορφή όμως, πρέπει να λάβει σήμερα στην Ελλάδα το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο Αγώνα και γιατί; Αυτό το ζήτημα προσδιορίζεται από δυο αντικειμενικούς παράγοντες. Ο πρώτος είναι η κατανοητή από όλους τους εργαζόμενους ανάγκη να συμμετάσχουν στον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση του αστυνομικού αυταρχισμού ενεργά οι πλατύτερες δυνατές μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Ο δεύτερος είναι o σημερινός πολιτικός συσχετισμός δύναμης μέσα στην εργατική τάξη. Από αυτούς τους δύο αντικειμενικούς παράγοντες απορρέει η ανάγκη για ενότητα στη δράση όλων των μαζικών εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, όλων των μαζικών οργανώσεων της νεολαίας (φοιτητικών Συλλόγων, των μαθητικών συμβουλίων κ.α), καθώς και των μαζικών πολιτικών οργανώσεων που υποστηρίζει η πλειονότητα της εργατικής τάξης, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, του ΜέΡΑ25 και των οργανώσεων νεολαίας τους.
Τα εμπόδια για να σχηματιστεί αυτό το αναγκαίο Ενιαίο Μέτωπο σήμερα είναι η σκανδαλώδης απροθυμία της ηγεσίας ΣΥΡΙΖΑ και της γραφειοκρατίας των συνδικάτων να καλέσουν σε μαζικούς αγώνες ενάντια στην κυβέρνηση, και η πεισματική άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να συμμετάσχει σε κάθε είδους μέτωπα. Τι θα πρέπει να κάνουν όμως, οι απλοί αγωνιστές που επιθυμούν το μαζικό κίνημα ενάντια στον αστυνομικό αυταρχισμό να αναπτυχθεί και να γίνει νικηφόρο; Να περιμένουν πότε οι ηγέτες θα πειστούν για να συγκροτήσουν το Ενιαίο Μέτωπο; Ασφαλώς όχι! Η υποστήριξη του Ενιαίου Μετώπου, είναι η υπεράσπιση του πιο αποτελεσματικού δρόμου για τον μαζικό αγώνα και είναι ασυμβίβαστη από τη φύση της με αυτού του είδους τη μοιρολατρία.
Πώς να συνεχίσουμε τον αγώνα, τι να διεκδικήσουμε
Το πρώτο καθήκον κάθε αγωνιστή που συμμετείχε ενεργά ή υποστήριξε τις μαζικές κινητοποιήσεις των προηγούμενων ημερών ενάντια στον κυβερνητικό-αστυνομικό αυταρχισμό είναι να συνειδητοποιήσει αυτό που προσπαθήσαμε να αναλύσουμε στην αρχή του άρθρου, ότι δηλαδή η αστυνομική βία και η επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα είναι ένα ταξικό ζήτημα. Η κυβέρνηση της αστικής τάξης επιχειρεί να τρομοκρατήσει την εργατική τάξη και τη νεολαία για να τιθασεύσει τη συλλογική τους δράση και να περάσει τα μέτρα που χρειάζεται ώστε να φορτώσει στις δικές τους πλάτες τα βάρη της νέας, βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης. Ο μαζικός αγώνας ενάντια στον αστυνομικό αυταρχισμό είναι αλληλένδετος με τον αγώνα για την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας από την εγκληματική, ταξική αδιαφορία της κυβέρνησης, αλλά και με εκείνον που πρέπει να διεξαχθεί ενάντια στο διαρκώς εντεινόμενο πρόβλημα της ανεργίας και γενικότερα της εργατικής εξαθλίωσης. Γι’ αυτόν το λόγο, ο αγώνας αυτός πρέπει να δοθεί με ταξικές μεθόδους, με απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις χώρων δουλειάς κ.α, μεθόδους που θα αγκαλιάζουν ολόκληρη την εργατική τάξη, αντιπαραθέτοντάς την ως ενιαία τάξη με την άρχουσα τάξη και την εξουσία της.
Κάθε αγωνιστής θα πρέπει να προωθήσει δραστήρια την υπόθεση του αναγκαίου Ενιαίου Εργατικού Μετώπου Αγώνα στον εργασιακό του χώρο, τη γειτονιά του και τη μαζική οργάνωση που συμμετέχει, συνδικαλιστική ή πολιτική. Κείμενα υπογραφών και ψηφίσματα υπέρ του Ενιαίου Μετώπου θα πρέπει να διακινηθούν και να συζητηθούν στα σωματεία και τις τοπικές οργανώσεις των μαζικών κομμάτων της Αριστεράς.
Σε κάθε μαζικό εργατικό ή εκπαιδευτικό χώρο και σε κάθε γειτονιά θα πρέπει να δημιουργηθούν ενωτικές Επιτροπές Αγώνα, οι οποίες θα αναλάβουν να οργανώσουν την πάλη και να δημιουργήσουν ομάδες αυτοάμυνας για την περιφρούρηση των κεντρικών και τοπικών κινητοποιήσεων από την αστυνομική βία. Για το σοβαρό και ενιαίο συντονισμό του κινήματος οι Επιτροπές Αγώνα θα πρέπει να συντονιστούν σε επίπεδο εργασιακού κλάδου, Δήμου, πόλης και πανελλαδικά.
Οι λαϊκές συγκεντρώσεις που ξεπήδησαν σε δεκάδες πλατείες όλης της χώρας κατά το διήμερο 13 και 14 Μαρτίου θα πρέπει να επαναληφθούν, αυτή τη φορά με πρωτοβουλία ενωτικών Επιτροπών Αγώνα, και να λάβουν το χαρακτήρα ανοικτών λαϊκών συνελεύσεων οι οποίες θα καταλήγουν σε αποφάσεις για συγκεκριμένες αγωνιστικές δράσεις, σε συντονισμό με αντίστοιχες επιτροπές σε χώρους δουλειάς, με τα εργατικά σωματεία, τους φοιτητικούς συλλόγους, τα μαθητικά συμβούλια και άλλα συλλογικά όργανα του αγώνα.
Τα συνδικάτα θα πρέπει να μπουν αποφασιστικά στον αγώνα με απεργιακή δράση. Οι αγωνιστές της Αριστεράς στα συνδικάτα πρέπει να υποστηρίξουν ως πρώτο βήμα τη διενέργεια μιας καλά προετοιμασμένης από Επιτροπές Αγώνα, 24ωρης Γενικής Απεργίας, που θα συνδέσει τα αιτήματα του αγώνα ενάντια στην αστυνομική βία με τη διεκδίκηση για άμεση επίταξη των ιδιωτικών κλινικών και με τα υπόλοιπα αιτήματα των αγωνιζόμενων υγειονομικών για την ενίσχυση της Δημόσιας Υγείας, αλλά και με διεκδικήσεις ενάντια στη μαζική ανεργία και την αυξανόμενη εργατική εξαθλίωση, όπως η μείωση των ωρών εργασίας όσο απαιτείται για να βρουν δουλειά όλοι οι άνεργοι, και οι αυξήσεις μισθών, συντάξεων και επιδομάτων στα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Ειδικότερα, για την αστυνομική βία, την άμεση αιτία που έβγαλε τις τελευταίες εβδομάδες δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους, είναι ανάγκη να στερεώσουμε τις διεκδικήσεις μας πάνω στο βάθρο της κατανόησης της ίδια της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία μας δείχνει ότι το κράτος δεν είναι ένας κοινωνικά ουδέτερος θεσμός που στέκει πάνω τις τάξεις. Είναι το κράτος της άρχουσας τάξης και υπηρετεί του σκοπούς της κυριαρχίας της πάνω στην εργαζόμενη πλειονότητα της κοινωνίας. Έτσι, η αστυνομία και τα ένοπλα σώματα που αποτελούν τον πυρήνα του αστικού κράτους, δεν γίνεται να εκδημοκρατιστούν και να γίνουν φιλικά στον εργαζόμενο λαό. Είναι από τη φύση τους όργανα βίαιης καταστολής των αγώνων και των δικαιωμάτων του.
Απαντώντας λοιπόν, στην ένταση της αστυνομικής βίας από την ελληνική άρχουσα τάξη και την κυβέρνησή της πρέπει να διεκδικήσουμε τα ακόλουθα:
– Κατάργηση όλων των αυταρχικών νόμων για τις απεργίες, τα συνδικάτα, τις συναθροίσεις-διαδηλώσεις, το πανεπιστημιακό άσυλο και την εγκαθίδρυση αστυνομικού σώματος στις σχολές.
– Έξω η αστυνομία από κάθε πολιτική, συνδικαλιστική ή άλλη συλλογική δραστηριότητα διεκδίκησης εργατικών, νεολαιίστικων και λαϊκών αιτημάτων! Καμία αστυνομική παρουσία σε απεργίες, συγκεντρώσεις, μαζικές εκδηλώσεις και διαδηλώσεις. Διάλυση όλων των ειδικών κατασταλτικών σωμάτων της αστυνομίας.
– Διάλυση της υπάρχουσας αυταρχικής αστυνομίας και ίδρυση νέου σώματος προστασίας των δικαιωμάτων και της ασφάλειας των πολιτών. Αποστράτευση όλων των υπαρχόντων αξιωματικών της αστυνομίας με απασχόληση όσων από αυτούς δεν βρίσκονται κοντά στο όριο συνταξιοδότησης σε εκτελεστικές-πρακτικές εργασίες σε άλλες κρατικές υπηρεσίες με τους προβλεπόμενους γι’ αυτές μισθούς. Άμεση αποπομπή-απόλυση όλων των φασιστικών στοιχείων που υπηρετούν στη σημερινή αστυνομία και όλων των αστυνομικών που έχουν εμπλακεί άμεσα ή έμμεσα σε περιστατικά άσκησης καταχρηστικής βίας (λεκτικής ή σωματικής) σε πολίτες. Υπαγωγή του νέου σώματος στο δημοκρατικό έλεγχο και τη διοίκηση των μαζικών οργανώσεων των εργαζόμενων πολιτών και της νεολαίας, σε συνεργασία με την εκλεγμένη κυβέρνηση, με περιεχόμενο εκπαίδευσης και κανόνες λειτουργίας που θα διαμορφώνονται από τις μαζικές οργανώσεις, χωρίς οικονομικά ή άλλα προνόμια σε σχέση με τον εργαζόμενο λαό και με μισθό ίσο με εκείνον ενός ειδικευμένου εργάτη.
Αυτές οι ζωτικές για τη διασφάλιση των βασικών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων του εργαζόμενου λαού διεκδικήσεις, μαζί με εκείνες που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας και το δικαίωμα στην εργασία και σ’ ένα αξιοπρεπές εργατικό εισόδημα, όπως κάθε αγωνιστής καταλαβαίνει σήμερα δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από μια κυβέρνηση όπως η σημερινή, από μια κυβέρνηση της αντιδραστικής ελληνικής άρχουσας τάξης. Γι’ αυτό η κεντρική διεκδίκηση και το κεντρικό σύνθημα του ενωτικού μαζικού αγώνα δεν μπορεί να είναι άλλο από το «Κάτω η αυταρχική κυβέρνηση της ΝΔ!». Ο μόνος δρόμος για να κατακτηθούν και να πραγματοποιηθούν οι δίκαιες και αναγκαίες διεκδικήσεις του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας είναι να εκλεγεί μια εργατική κυβέρνηση, μια κυβέρνηση των μαζικών εργατικών κομμάτων, που θα περιλαμβάνει όλες αυτές τις διεκδικήσεις στο πρόγραμμά της.