Πρέπει ένα επαναστατικό κόμμα να είναι το μοντέλο μιας μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας;
Το κύριο λάθος των αναρχικών φίλων μας είναι το να φαντάζονται ότι ένα κόμμα (ή μια «αναρχική συλλογικότητα») πρέπει να προσωσοποποιεί όσο το δυνατόν περισσότερο τη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία, δηλ. μια ελεύθερη ένωση ανδρών και γυναικών. Αυτό όμως παρερμηνεύει εντελώς τον ρόλο ενός επαναστατικού κόμματος.
Ένα επαναστατικό κόμμα είναι το εργαλείο για την ανατροπή της υπάρχουσας κρατικής εξουσίας. Δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει μια κατοπτρική εικόνα της μελλοντικής κοινωνίας που θα δημιουργηθεί με βάση της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Η ξύλινη επιφάνεια ενός ξυλουργού δεν μπορεί να μοιάζει με την καρέκλα ή το τραπέζι που θα είναι το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς του. Η σπάτουλα ενός κτίστη δεν μπορεί να μοιάζει με τοίχο.
Όταν κοιτάζουμε το άγαλμα του Δαβίδ του Μιχαήλ Αγγέλου, είμαστε συγκλονισμένοι. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι αυτή η πέτρα δεν είναι ανθρώπινο σώμα. Δημιουργεί την εντύπωση ότι αν τον αγγίξεις, θα είναι μαλακός και ζεστός. Ωστόσο, για να δημιουργήσει αυτό το θαυμάσιο αριστούργημα, ο Μιχαήλ Άγγελος έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα κοφτερό καλέμι από το σκληρότερο ατσάλι, ικανό να κόψει τη σκληρότερη πέτρα.
Παρά τη διαφορά στο χρόνο και το θέμα, η αναλογία με ένα επαναστατικό κόμμα είναι ακριβής. Δεν είναι η δουλειά ενός επαναστατικού κόμματος να αντιπροσωπεύει το μοντέοο μιας μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας όπου κάθε καταπίεση και καταναγκασμός θα είναι απλώς μια κακή ανάμνηση. Είναι η δουλειά μας να συγκεντρώσουμε τα πιο συνειδητά και επαναστατικά στοιχεία της εργατικής τάξης και της νεολαίας σε μια πειθαρχημένη επαναστατική οργάνωση, στην οποία έχει πέσει το καθήκον να διεξάγει έναν ανυποχώρητο αγώνα για να ανατρέψει τους καταπιεστές, δημιουργώντας τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας πραγματικά ανθρώπινης και δημοκρατικής κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα, οι αναρχικοί θέλουν επίσης να δημιουργήσουν ένα κόμμα. Αλλά είναι ένα κόμμα που δεν είναι καθόλου κατάλληλο για τα επαναστατικά καθήκοντα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη. Είναι τόσο άχρηστο για τους επαναστατικούς σκοπούς, όπως θα ήταν για τον Μιχαήλ Άγγελο να προσπαθήσει να μετατρέψει ένα τεράστιο κομμάτι πέτρας στο άγαλμα του Δαβίδ χρησιμοποιώντας ένα πινέλο, αντί για ένα καλέμι.
Ο ρόλος της ηγεσίας
Γράφει η Μαύρη Σημαία: «Το επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι η εργατική τάξη χρειάζεται ηγέτες δεν διαφέρει από οποιαδήποτε ομιλία της ΔΕΞΙΑΣ που δηλώνει ότι η ισότητα είναι αδύνατη, επειδή κάποιοι πρέπει να κυβερνούν και άλλοι να υπακούουν».
Ο αναρχικός μας φίλος μιλάει για την εργατική τάξη με έναν πολύ αφηρημένο τρόπο, αλλά αγνοεί εντελώς τη συγκεκριμένη πραγματικότητα. Η εργατική τάξη δεν είναι μια ομοιογενής μάζα, αλλά αποτελείται από διαφορετικά στρώματα. Μερικοί εργάτες είναι πιο πίσω, άλλοι πιο προχωρημένοι και ταξικά συνειδητοί. Κάποιοι είναι θρησκευόμενοι και υπό την επιρροή της Εκκλησίας, ενώ άλλοι έχουν απομακρυνθεί από θρησκευτικές προκαταλήψεις. Μερικοί οργανώνουν συνδικάτα, άλλοι όχι.
Η πραγματικότητα του ταξικού αγώνα – κάτι που είναι σαφώς κλειστό βιβλίο για τον αναρχικό επικριτή μας – καταδεικνύει την πλήρη έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα του τρόπου με τον οποίο θέτει το ζήτημα της ηγεσίας. Σε κάθε εργοστάσιο υπάρχει πάντα μια ομάδα εργαζομένων – μια μειοψηφία υπό κανονικές συνθήκες – που διατηρούν συνδικαλιστική οργάνωση και σηκώνουν κεφάλι στα αφεντικά. Αυτοί είναι οι «φυσικοί ηγέτες» της εργατικής τάξης.
Ακόμη και σε μια απεργία μισής ώρας, θα βρούμε ηγεσία. Και αυτή η ηγεσία δεν αυτοσχεδιάζεται στη στιγμή, αλλά έχει προετοιμαστεί σε μια ολόκληρη περίοδο εργασίας και αγώνα. Αυτοί οι πρωτοπόροι εργαζόμενοι μπορεί να είναι μαρξιστές, αναρχικοί, ρεφορμιστές ή άνθρωποι χωρίς σταθερές πολιτικές απόψεις (αν και αυτό συμβαίνει σπάνια στην πράξη). Αλλά πάντοτε θα είναι άνθρωποι που έχουν κερδίσει το δικαίωμα να ηγηθούν.
Το βλέπουμε σε κάθε απεργία
Το ζήτημα του αν θα διεξαχθεί ή όχι η απεργία, συζητιέται δημοκρατικά σε μια μαζική συνέλευση. Μερικοί εργαζόμενοι τάσσονται υπέρ της απεργίας και άλλοι εναντίον. Και συμβαίνει συχνά, μέσω μιας μοναδικής παρέμβασης ενός μαχητικού εργαζόμενου, να μπορεί να αποφασιστεί το ζήτημα. Τι είναι αυτό, αν όχι ηγεσία; Το επόμενο βήμα είναι ότι κάποιος πρέπει να πάει και να θέσει τα θέματα των εργαζομένων στη διοίκηση. Όταν έρθει η ώρα να αποφασιστεί το ποιος θα περάσει την πόρτα του διευθυντή, ποιόν επιλέγουν οι εργάτες; Δεν ρίχνουν νόμισμα για να αποφασίσουν, ούτε εκλέγουν τα πιο οπισθοδρομικά στοιχεία για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Θα κοιτάξουν στα πιο αποφασιστικά και ταξικά συνειδητά στοιχεία, ικανά να τους εκπροσωπήσουν – και ναι, το ίδιο και για να ηγηθούν.
Είναι μονόπλευρο το να απεικονίζει κανείς την ηγεσία μόνο ως εμπόδιο ή ως ειρηνοποιό της βάσης. Οι καλοί ηγέτες, οι οποίοι υπάρχουν, μπορούν επίσης να εμπνεύσουν τη βάση για ανάληψη δράσης. Όλα αυτά είναι πραγματικά η αλφαβήτα για κάθε εργαζόμενο με την παραμικρή εμπειρία ταξικής πάλης. Μόνο άνθρωποι εντελώς ανίδεοι ως προς το εργατικό κίνημα ή τυφλοί από αναρχικές προκαταλήψεις μπορούν να έχουν την παραμικρή αμφιβολία για τη σημασία της ηγεσίας.
Πώς η εργατική τάξη εξάγει επαναστατικά συμπεράσματα
Η εργατική τάξη δεν καταλήγει αυτόματα και μαζικά σε επαναστατικά συμπεράσματα. Εάν συνέβαινε αυτό, το έργο της οικοδόμησης κόμματος θα ήταν περιττό. Το έργο της μεταμόρφωσης της κοινωνίας θα ήταν απλό, αν το κίνημα της εργατικής τάξης κινούταν σε ευθεία γραμμή. Αλλά δε συμβαίνει αυτό. Σε μια μακρά ιστορική περίοδο, η εργατική τάξη καταλαβαίνει την ανάγκη για οργάνωση. Μέσω της ίδρυσης οργανώσεων, τόσο συνδικαλιστικών, όσο και, σε ανώτερο επίπεδο, οργανώσεων πολιτικού χαρακτήρα, η εργατική τάξη αρχίζει να εκφράζεται ως τάξη με ανεξάρτητη ταυτότητα.
Στη γλώσσα του Μαρξ, περνά από το να είναι μια τάξη μόνη της, στο να είναι μια τάξη για τον εαυτό της. Η εξέλιξη αυτή λαμβάνει χώρα σε μια μακρά ιστορική περίοδο μέσω αγώνων όλων των ειδών, με τη συμμετοχή όχι μόνο της μειοψηφίας των λιγότερο ή περισσότερο συνειδητοποιημένων ακτιβιστών, αλλά και των «πολιτικά απαιδαγώγητων μαζών», οι οποίες, γενικά, ξεκινούν την ενεργό συμμετοχή στην πολιτική (ή ακόμη και συνδικαλιστική) ζωή μόνο στη βάση μεγάλων γεγονότων.
Όπως είδαμε, η εργατική τάξη γενικά μαθαίνει από την εμπειρία, ιδιαίτερα την εμπειρία του ταξικού αγώνα. Πολλοί εργάτες έχουν περάσει από την εμπειρία απεργιών: έχουν γνωρίσει νίκες και ήττες και έχουν αντλήσει ορισμένα διδάγματα από την εμπειρία τους. Κατά συνέπεια, οι έμπειροι μαχητές εργάτες έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για να οργανώσουν και να οδηγήσουν μια απεργία. Δεν απαιτούν συμβουλές από επαναστάτες – είτε μαρξιστές, είτε αναρχικούς – προκειμένου να εκτελέσουν αυτή τη λειτουργία.
Ωστόσο, όταν πρόκειται για επαναστατικές καταστάσεις, το ερώτημα τίθεται διαφορετικά. Πόσοι εργάτες έχουν περάσει από την εμπειρία μιας γενικής απεργίας; Όχι πολλοί. Η γενική απεργία όμως δεν είναι ίδια με μια απλή απεργία. Αμφισβητεί την κυριαρχία του κεφαλαίου με άμεσο τρόπο. Ποιος διευθύνει την κοινωνία: τα αφεντικά ή οι εργάτες; Με άλλα λόγια θέτει το ζήτημα της εξουσίας. Επομένως, μια γενική απεργία δεν μπορεί να προσεγγιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως μια κανονική απεργία. Κατά κανόνα είτε τελειώνει με την εργατική τάξη να αναλαμβάνει την εξουσία είτε με μια αποφασιστική ήττα.
Στο παρελθόν οι αναρχο-συνδικαλιστές πίστευαν ότι μια γενική απεργία από μόνη της θα ήταν αρκετή για να πραγματοποιηθεί μια επανάσταση. Αυτή η ιδέα όμως είναι βαθιά λανθασμένη. Οι καπιταλιστές μπορούν να περιμένουν όσο χρειαστεί για να νικήσουν μια γενική απεργία, αλλά η ικανότητα των εργαζομένων να επιβιώσουν χωρίς πληρωμή, χωρίς φαγητό για τις οικογένειές τους, έχει καθορισμένα όρια. Εάν η απεργία συνεχίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς λύση, η διάθεση των εργαζομένων θα αρχίσει να μειώνεται και η απεργία θα νικηθεί.
Ακόμη και η πιο θυελλώδης απεργία από μόνη της δεν μπορεί να λύσει το ζήτημα της εξουσίας. Το είδαμε αυτό καθαρά στη Γαλλία τον Μάιο του 1968, όπου η μεγαλύτερη γενική απεργία στην ιστορία τελείωσε με ήττα. Και αυτό ήταν ακριβώς το πρόβλημα της φύσης της ηγεσίας. Είναι άλλο πράγμα να απεργήσουμε εναντίον ενός συστήματος και με αυτόν τον τρόπο να το παραλύσουμε προσωρινά και είναι κάτι τελείως διαφορετικό το να οργανώσουμε το περίπλοκο και λεπτομερές καθήκον της διάλυσης της παλιάς κυβέρνησης, της συμφωνίας για τον τρόπο με τον οποίο θα αντικατασταθεί και στη συνέχεια της οργάνωσης της συστηματικής υπεράσπισης αυτού του νέου κοινωνικού καθεστώτος. Χωρίς μια ξεχωριστή πολιτική οργάνωση, ορατή στην εργατική τάξη, που να προτείνει τέτοια συγκεκριμένα μέτρα, οι επαναστατικές γενικές απεργίες αφανίζονται και το παλιό καθεστώς ξανακερδίζει τον έλεγχο.
Οι αιτίες της γραφειοκρατίας
Παρά το γεγονός ή μάλλον εξαιτίας, του ότι ο αναρχισμός απορρίπτει εντελώς την εξουσία και την ιεραρχία, η θεωρία του αναρχισμού, στερείται οιασδήποτε συνεκτικής θεωρίας για το ζήτημα της ηγεσίας και της εξουσίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αναρχικοί αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους φαινόμενα αφηρημένα και ομοιόμορφα, όταν στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τέτοιου είδους «εξουσία» καθ’ αυτή. Οι μαρξιστές, ως ιστορικοί υλιστές, αναγνωρίζουν ότι η εξουσία προκαλείται από τη συσσωρευμένη υλική ανισότητα και τις κοινωνικές αντιθέσεις. Είναι ένα εργαλείο που δημιουργείται για το χειριστή του – την κυρίαρχη οικονομικά τάξη – και καθορίζεται από τους στόχους της, οι οποίοι είναι τελικά αυτοί που έχουν σημασία.
Η εξουσία που επιβάλλουν οι δούλοι στον ιδιοκτήτη τους, καθώς αγωνίζονται για την ελευθερία τους, δεν είναι μόνο διαφορετική, αλλά διαμετρικά αντίθετη από την εξουσία ενός ιδιοκτήτη σκλάβων που καταπιέζει τους δούλους του. Η κρατική εξουσία προέκυψε καθώς η οικονομική ανάπτυξη έχει δημιουργήσει ταξικές διαιρέσεις και εξυπηρετεί αυτές τις διαιρέσεις. Είναι αδιαχώριστη από τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και θα υπάρχει μέχρι να εξαλειφθούν αυτοί οι ανταγωνισμοί. Αντί να εξηγήσουν αυτό, οι αναρχικοί επικεντρώνονται στην καταδίκη της εξουσίας της άρχουσας τάξης ως «παράνομης» και ψεύδους, σαν όλη η Ιστορία να ήταν ένα τεράστιο τέχνασμα που επιβλήθηκε θαυματουργικά στις μάζες από έναν τρομακτικό μάγο. Κάνοντας αυτό, μπερδεύουν το ίδιο πράγμα που περιφρονούν. Ενώ με υπερηφάνεια διακηρύσσουν κοινοτυπίες όπως «Ούτε θεοί, ούτε αφέντες» ή «είμαστε ακυβέρνητοι», παραμένουν καταδικασμένοι να κυβερνούνται επειδή δεν καταλαβαίνουν τη βάση της καταπίεσής τους.
Πώς εξηγούμε το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στις εργατικές οργανώσεις; Ο επικριτής μας στρέφεται για βοήθεια προς τη νεφελώδη σφαίρα της ψυχολογίας: «Αρκετές έρευνες στους τομείς της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής δείχνουν, ωστόσο, ότι η εξουσία και η ιεραρχία, μακριά από το να ευνοούν, παρεμποδίζουν. Το Πείραμα του Στάνφορντ είναι ένα καλό παράδειγμα του πώς η συγκέντρωση δύναμης σε ένα άτομο μπορεί να προκαλέσει προβλήματα».
Το Πείραμα του Στάνφορντ διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ τον Αύγουστο του 1971. Διαχώρισε μια ομάδα εθελοντών φοιτητών σε «φύλακες» και «φυλακισμένους» για να δουν πώς θα αντιδρούσαν. Κάποιοι από τους «φύλακες» άρχισαν να κακοποιούν τους «κρατούμενους». Πολλοί έχουν επικρίνει την εγκυρότητα του πειράματος, καθώς ο διοργανωτής του πειράματος, ο καθηγητής Φίλιπ Ζιμπάρντο, συμμετείχε ενεργά στην ώθηση των συμμετεχόντων να συμπεριφέρονται με συγκεκριμένο τρόπο, δηλαδή δεν ήταν αντικειμενικός στην προσέγγισή του. Διαπιστώθηκε επίσης ότι τα αρχικά χαρακτηρολογικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων επηρέασαν τη συμπεριφορά τους περισσότερο απ’ ότι τους επηρέασαν οι συνθήκες του πειράματος. Υπήρξαν προσπάθειες να αναπαραχθεί το πείραμα, οι οποίες παρήγαγαν διαφορετικά αποτελέσματα.
Έχει μήπως ο πολυμαθής αναρχικός επικριτής μας πετάξει εδώ αυτή την παραπομπή από το Πείραμα του Στάνφορντ για να προσδώσει στον εαυτό του μια αύρα γνώσης πάνω σε τέτοια θέματα; Δυστυχώς, έκανε άσχημη επιλογή, γιατί ένα τέτοιο πείραμα δεν έχει καμία σχέση με την ηγεσία των εργατικών οργανώσεων. Οι εργαζόμενοι που εντάσσονται σε μαζικές οργανώσεις δεν είναι φυλακισμένοι και οι ηγέτες δεν είναι παντοδύναμοι φύλακες.
Ο αναρχικός φίλος μας συνεχίζει: «Το κύριο παράπονο στον τομέα αυτόν, είναι ότι οι αναρχικοί αντιτίθενται στη γραφειοκρατική χειραγώγηση του Συνδικάτου από ένα φερόμενο ως επαναστατικό κόμμα. Γιατί, ας δούμε μόνο τι συμβαίνει όταν τα κόμματα χρησιμοποιούν γραφειοκρατικά το Συνδικάτο για να συνειδητοποιήσουμε ότι το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο: στασιμότητα, διαφθορά, προδοσία της τάξης και συχνά σεχταρισμός και αυταρχισμός. Το CUT εδώ στη Βραζιλία είναι το μεγαλύτερο παράδειγμα αυτού – η Κεντρική της ηγεσία είναι συνδεδεμένη με το PT, του οποίου, να θυμάστε, μέχρι χθες ήταν μέρος και η Μαρξιστική Αριστερά (σ.Ε: το Βραζιλιάνικο τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης)» [έμφαση του συγγραφέα].
Ο υπαινιγμός του αναρχικού φίλου μας, είναι ότι όλες οι οργανώσεις καταλήγουν σε γραφειοκρατική ιεραρχία. Είναι αλήθεια ότι οργανώσεις όπως τα συνδικάτα που σχηματίζονται υπό τον καπιταλισμό και αναπόφευκτα υπόκεινται στις πιέσεις του καπιταλισμού, μπορούν να εκφυλιστούν. Οι ηγέτες μπορούν να γίνουν διεφθαρμένοι, να χάσουν την επαφή με τη βάση και να ξεπουληθούν. Αυτό έχει συμβεί πολλές φορές, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση του Βραζιλιάνικου CUT. Ωστόσο, είναι απολύτως λανθασμένο να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με αυτόν τον γενικό τρόπο, σαν η ιστορία του κινήματός μας να μην είναι τίποτα άλλο παρά γραφειοκρατία και «προδοσία της τάξης».
Είναι ψευδές να παρουσιάζουμε τη σχέση μεταξύ της εργατικής τάξης και των ηγετών της με όρους ιεραρχίας και τυφλής υπακοής («ορισμένοι πρέπει να κυβερνούν και άλλοι να υπακούουν»). Το εργατικό κίνημα είναι γενικά δημοκρατικό. Η απόφαση για απεργία ή όχι αποφασίζεται σε δημοκρατική μαζική συνέλευση. Οι ηγέτες της απεργίας εκλέγονται δημοκρατικά. Εάν δεν ενεργούν σύμφωνα με τις επιθυμίες των εργαζομένων, μπορούν να ανακληθούν και να αντικατασταθούν από άλλους.
Αντί να καταγγέλλουμε απλώς αυτόν τον εκφυλισμό, θα πρέπει επίσης να προσπαθήσουμε να τον καταλάβουμε. Γιατί οι οργανώσεις των εργαζομένων εκφυλίζονται; Είναι λόγω του κακού χαρακτήρα των ηγετών των εργαζομένων; Είναι επειδή είναι «διψασμένοι για εξουσία», όπως πιστεύει ο αναρχικός επικριτής μας με τις αναφορές του στην ατομική ψυχολογία; Αληθεύει ότι ο εκφυλισμός είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δημιουργίας ενός πολιτικού κόμματος και της μάχης για την πολιτική εξουσία και ότι όλα τα εργατικά κόμματα πάντοτε προδίδουν; Αν συμβαίνει αυτό, τότε οι προοπτικές της εργατικής τάξης είναι πραγματικά ζοφερές.
Ο αναρχικός φίλος μας δεν παρέχει καμία σοβαρή εξήγηση για το φαινόμενο που καταδικάζει τόσο πολύ. Για να βρούμε τους λόγους αυτού του εκφυλισμού είναι απαραίτητο να κοιτάξουμε, όχι μέσα στα ομιχλώδη πεδία της ψυχανάλυσης, ούτε στις επίσημες δομές των κομμάτων, αλλά στην πραγματική λειτουργία της ταξικής κοινωνίας. Οι εργατικές οργανώσεις δεν υπάρχουν στο κενό. Υπάρχουν στο πλαίσιο του καπιταλισμού και βρίσκονται κάτω από τις πιέσεις του καπιταλισμού.
Υπό ορισμένες συνθήκες, ακόμη και η καλύτερη οργάνωση μπορεί να εκφυλιστεί κάτω αυτές τις πιέσεις, οι οποίες ασκούν την ισχυρότερη επίδρασή τους στα ηγετικά στρώματα. Ο σχηματισμός μιας γραφειοκρατικής κρούστας αντικατοπτρίζει αυτή την πίεση. Δεν είναι προϊόν ηγεσίας από μόνο του, αλλά ηγεσίας που έχει διαφθαρεί από τους καπιταλιστές. Σε μια μακρά χρονική περίοδο, η άρχουσα τάξη έχει αναπτύξει πολύ αποτελεσματικούς και εξελιγμένους μηχανισμούς για να δωροδοκεί και να ελέγχει τους ηγέτες των εργαζομένων.
Κάθε οργάνωση – συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών οργανώσεων – περιέχει πάντοτε τη δυνατότητα εκφυλισμού. Εφόσον είμαστε υποχρεωμένοι να εργαστούμε μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις πιέσεις του καπιταλισμού. Βεβαίως δεν υπάρχει καμία απόλυτη εγγύηση ενάντια στον εκφυλισμό οποιασδήποτε οργάνωσης. Η ζωή γενικά και η ταξική πάλη ειδικότερα, δεν μας προσφέρει καμία εγγύηση.
Η εργατική τάξη όμως έχει τρόπους να καταπολεμήσει την ολέθρια επιρροή της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα. Είναι απαραίτητο να συμμετάσχει ενεργά στον αγώνα κατά της γραφειοκρατίας, να καθαρίσει το στρώμα των καριεριστών και των προδοτών και να φέρει τα συνδικάτα υπό τον έλεγχο της εργατικής τάξης. Παραμένοντας εκτός αυτού του αγώνα, δεν βοηθά κανείς την υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά εξυπηρετεί αντικειμενικά τα συμφέροντα της αστικής τάξης και των παραγόντων της στο εργατικό κίνημα, διότι αφήνει τις μαζικές οργανώσεις στα χέρια των γραφειοκρατών που, χωρίς την πίεση από τα κάτω, δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να συνθηκολογήσουν με την άνωθεν αστική πίεση.
Ως εκ τούτου, αντί να απέχουμε από τον αγώνα, πρέπει να διεξάγουμε συστηματική πάλη στο εργατικό κίνημα ενάντια στη γραφειοκρατία και να απαιτήσουμε οι εκπρόσωποί μας να τεθούν υπό τον έλεγχο της βάσης. Πρέπει να απαιτήσουμε από κάθε συνδικαλιστή, δημοτικό σύμβουλο ή μέλος του Κοινοβουλίου, να εκλέγεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και να υπόκειται ανά πάσα στιγμή σε ανάκληση. Κανένας εκπρόσωπος των εργαζομένων δεν θα πρέπει να λαμβάνει υψηλότερο μισθό από εκείνο ενός ειδικευμένου εργαζομένου και όλα τα έξοδα θα πρέπει να είναι ανοικτά για επιθεώρηση από τη βάση. Αυτές οι βασικές αρχές θα χρησιμεύσουν στην εκκαθάριση των εργατικών οργανώσεων από τους γραφειοκράτες και τους καριερίστες και θα εξασφαλίσουν ότι οι εκπρόσωποί μας θα εκφράζουν πραγματικά τα συμφέροντα και τις προσδοκίες της τάξης και όχι τα προσωπικά τους συμφέροντα και φιλοδοξίες.
Άλαν Γουντς
Πηγή: Ιστοσελίδα «In defence of Marxism» (www.marxist.com)
Μετάφραση: Αντριάνα Κοκκίνη
Επιμέλεια: Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
Επόμενο:
Μαρξισμός ή αναρχισμός; Επαναστάτες και μαζικές οργανώσεις
Προηγούμενο: