Ο Λεβ Νταβίντοβιτς Μπρονστάιν γεννήθηκε το 1879 στο χωριό Γιάνοφκα της Ουκρανίας. Ξεκίνησε την επαναστατική του σταδιοδρομία τον Μάρτιο του 1897, στο Νικολάγιεφ, όπου οργάνωσε την πρώτη παράνομη εργατική οργάνωση, την Εργατική Ένωση της Νότιας Ρωσίας.
Συνελήφθη για πρώτη φορά όταν ήταν μόλις 19 ετών και έμεινε δυόμισι χρόνια στη φυλακή, ενώ μετά εκτοπίστηκε στη Σιβηρία. Όμως απέδρασε σύντομα και χρησιμοποιώντας ένα πλαστό διαβατήριο κατάφερε να βγει έξω από τη Ρωσία και να συνδεθεί με τον Λένιν στο Λονδίνο.
Σε μία ειρωνεία από τις οποίες η Ιστορία είναι τόσο πλούσια, το όνομα που αναγραφόταν στο πλαστό του διαβατήριο ήταν «Τρότσκι» και ήταν παρμένο από το όνομα ενός από τους δεσμοφύλακές του. Ήταν το όνομα με το οποίο επρόκειτο αργότερα να αποκτήσει παγκόσμια φήμη.
Δυστυχώς, η αρχική συνεργασία ανάμεσα στον Λένιν και τον Τρότσκι, αντιμετώπισε ένα απροσδόκητο εμπόδιο με τη διάσπαση που συντελέστηκε στο Β’ Συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.
Έχουν γραφεί πολλές ανοησίες για το περίφημο Β’ Συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, χωρίς καμία από αυτές να εξηγεί στο ελάχιστο τους λόγους της διάσπασης. Στο Β’ Συνέδριο, η διαμάχη ανάμεσα στις δύο πτέρυγες της «Ίσκρα» έπιασε τους πάντες εξαπίνης, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ήταν άμεσα εμπλεκόμενοι. Ξέσπασε λόγω της σύγκρουσης ανάμεσα στη θέση του Λένιν για τη συγκρότηση ενός επαναστατικού κόμματος με μεγάλο βαθμό πειθαρχίας και δραστηριότητας και σε εκείνη των μελών της ομάδας «Εργατική Χειραφέτηση», οι οποίοι ένιωθαν άνετα στη ρουτίνα τους και δεν έβλεπαν την ανάγκη για καμιά αλλαγή. Αυτοί υποβάθμιζαν τη θέση του Λένιν σε προϊόν της προσωπικότητάς του και της επιθυμίας του, τάχα, να είναι στο επίκεντρο της προσοχής, καθώς και σε δήθεν βοναπαρτιστικές και αριστερίστικες τάσεις που υποτίθεται ότι τον διέκριναν.
Αρχικά, ο Τρότσκι είχε υποστηρίξει τη μειοψηφία (μενσεβίκοι) ενάντια στον Λένιν. Αυτό είχε οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο Τρότσκι ήταν ένας «μενσεβίκος». Όμως, στο Β’ Συνέδριο, ο μπολσεβικισμός και ο μενσεβικισμός δεν είχαν εμφανισθεί ως ξεκάθαρα καθορισμένες πολιτικές τάσεις. Μόνο έναν χρόνο αργότερα, το 1904, άρχισαν να εμφανίζονται οι πολιτικές διαφορές ανάμεσα στις δύο τάσεις και δεν είχαν σε τίποτα να κάνουν με το ζήτημα του «συγκεντρωτισμού» ή του «μη συγκεντρωτισμού». Οι διαφορές αυτές ήταν πάνω σε βασικά ζητήματα-διλήμματα που αντιμετώπιζε η επανάσταση, όπως «συνεργασία με τους φιλελεύθερους αστούς ή ταξική ανεξαρτησία». Αμέσως μόλις εμφανίσθηκαν οι αληθινές πολιτικές διαφορές, ο Τρότσκι «έσπασε» από τους μενσεβίκους και παρέμεινε τυπικά ανεξάρτητος και από τις δύο φράξιες μέχρι το 1917.
Ο Τρότσκι το 1905
Την παραμονή του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου, ολόκληρη η Ρωσία βρισκόταν σ’ έναν προεπαναστατικό αναβρασμό. Το απεργιακό κύμα ακολουθήθηκε από φοιτητικές διαδηλώσεις. Ο αναβρασμός επηρέασε τους φιλελεύθερους αστούς που ξεκίνησαν μια εκστρατεία κινητοποιήσεων, βασισμένων στα «Ζέμστβο», τις τοπικές επιτροπές στην ύπαιθρο, που τους χρησίμευαν ως πλατφόρμα.
Το ζήτημα που προέκυψε τότε, ήταν το ποια πρέπει να είναι η θέση των μαρξιστών για την πολιτική εκστρατεία των φιλελεύθερων. Οι μενσεβίκοι ήταν υπέρ της ολοκληρωτικής υποστήριξης των φιλελεύθερων. Οι μπολσεβίκοι αντιτάχθηκαν ριζικά σε κάθε είδος υποστήριξης στους φιλελεύθερους και βγήκαν στο δημόσιο προσκήνιο με ισχυρή κριτική απέναντί τους.
Ο Τρότσκι είχε την ίδια θέση με τους μπολσεβίκους και αυτή η θέση ήταν που τον οδήγησε να «σπάσει» από τους μενσεβίκους. Από αυτή τη στιγμή μέχρι το 1917, ο Τρότσκι παρέμεινε οργανωτικά διαχωρισμένος και από τις δύο τάσεις, αν και σε όλα τα πολιτικά ζητήματα ήταν πάντα πιο κοντά στους μπολσεβίκους από τους μενσεβίκους.
Η επαναστατική κατάσταση ωρίμαζε γρήγορα. Οι στρατιωτικές ήττες του τσαρικού στρατού προστέθηκαν στην αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια που τελικά ξέσπασε στη διαδήλωση της 9ης Ιανουαρίου του 1905 στην Πετρούπολη, η οποία και πνίγηκε στο αίμα. Αυτό το σημείο ήταν η αφετηρία της επανάστασης του 1905, στην οποία ο Τρότσκι έπαιξε ένα διακεκριμένο ρόλο.
Σε ηλικία μόνο 26 ετών, ο Τρότσκι έγινε πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης, του πιο σπουδαίου από τα όργανα τα οποία ο Λένιν περιέγραψε ως «τα έμβρυα της επαναστατικής εξουσίας». Τα πιο πολλά από τα μανιφέστα και τις αποφάσεις γράφτηκαν από τον Τρότσκι, ο οποίος εξέδιδε επίσης και την εφημερίδα του Σοβιέτ, την «Ισβέστιγια».
Το 1905 ο Τρότσκι ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού «Γκαζέτα» και το μετέτρεψε στην καθημερινή επαναστατική εφημερίδα «Νατσαλό», που είχε μαζική κυκλοφορία, χρησιμοποιώντας τη για να κάνει ευρύτερα γνωστές τις απόψεις του για την επανάσταση, οι οποίες ήταν κοντά σε εκείνες των μπολσεβίκων και σε πλήρη αντίθεση με το μενσεβικισμό.
Ήταν φυσικό ότι, παρά την οξεία φιλονικία που αναπτύχθηκε στο Β’ Συνέδριο, η δουλειά των μπολσεβίκων και του Τρότσκι γινόταν από κοινού στην κατεύθυνση της προώθησης της επανάστασης. Έτσι η «Νατσαλό» του Τρότσκι και η μπολσεβίκικη «Νόβαγια Ζιζν» που εκδιδόταν από το Λένιν, εργάσθηκαν αλληλέγγυα, υποστηρίζοντας η μία την άλλη ενάντια στις επιθέσεις της αντίδρασης, χωρίς να ανταλλάσσουν πολεμικές.
Ως πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης, ο Τρότσκι συνελήφθη μετά την ήττα της επανάστασης μαζί με τα άλλα μέλη του Σοβιέτ και εκτοπίστηκε για μια ακόμη φορά στη Σιβηρία. Από το εδώλιο του κατηγορουμένου, ο Τρότσκι έβγαλε έναν εξαιρετικό λόγο, δριμύ κατηγορώ ενάντια στο τσαρικό καθεστώς. Τελικά καταδικάσθηκε σε «διαρκή εκτόπιση», αλλά στην πράξη παρέμεινε στη Σιβηρία για οκτώ μέρες μόνο μέχρι να δραπετεύσει. Το 1906 αυτο-εξορίσθηκε ξανά, αυτή τη φορά στην Αυστρία, όπου συνέχισε την επαναστατική του δραστηριότητα, ιδρύοντας μία εφημερίδα στη Βιέννη με το όνομα «Πράβντα». Με το απλό και ελκυστικό της στυλ, η «Πράβντα» του Τρότσκι απέκτησε σύντομα ένα κύρος με το οποίο δεν μπορούσε να συγκριθεί καμία άλλη σοσιαλδημοκρατική έκδοση εκείνη την εποχή.
Τα χρόνια της αντίδρασης που ακολούθησαν την ήττα του 1905, ήταν μάλλον η πιο δύσκολη περίοδος στην ιστορία του ρωσικού εργατικού κινήματος. Οι μάζες ήταν εξουθενωμένες από τον αγώνα. Οι διανοούμενοι είχαν αποθαρρυνθεί. Υπήρξε ένα γενικευμένο αίσθημα απαισιοδοξίας, ακόμα και απελπισίας, καθώς υπήρξαν πολλές περιπτώσεις αυτοκτονιών.
Από την άλλη πλευρά, μέσα σε αυτή τη γενικευμένη αντιδραστική κατάσταση, οι μυστικιστικές και θρησκευτικές ιδέες απλώθηκαν σαν ένα μαύρο σύννεφο πάνω από τους κύκλους των διανοουμένων, βρίσκοντας αντανάκλαση μέσα στο εργατικό κίνημα με μια σειρά αποπειρών να αναθεωρηθούν οι φιλοσοφικές βάσεις του μαρξισμού.
Σε αυτά τα δύσκολα χρόνια, ο Λένιν αφιερώθηκε σ’ έναν αδιάλλακτο αγώνα ενάντια στον ρεφορμισμό, για την υπεράσπιση της μαρξιστικής θεωρίας. Όμως, ήταν ο Τρότσκι αυτός που προσέφερε την αναγκαία θεωρητική βάση πάνω στην οποία η Ρώσικη επανάσταση μπόρεσε να αναστηθεί από την ήττα του 1905 και να προχωρήσει προς τη νίκη.
Η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης
Η εμπειρία της επανάστασης του 1905 έβγαλε απότομα στην επιφάνεια τις διαφορές μεταξύ μπολσεβικισμού και μενσεβικισμού, ουσιαστικά δηλαδή τη διαφορά μεταξύ του ρεφορμισμού και του μαρξισμού. Όπως και ο Λένιν, ο Τρότσκι θεώρησε απαράδεκτη την πολιτική ταξικής συνεργασίας του Νταν, του Πλεχάνωφ και των άλλων και τόνισε ότι το προλεταριάτο και η αγροτιά είναι οι μόνες ικανές δυνάμεις να οδηγήσουν την επανάσταση μέχρι το τέλος. Ακόμα και πριν το 1905, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων πάνω στο ζήτημα των ταξικών συμμαχιών, ο Τρότσκι είχε αναπτύξει τις γενικές γραμμές της Θεωρίας της Διαρκούς επανάστασης, μίας από τις πιο σπουδαίες συνεισφορές του στη μαρξιστική θεωρία.
Σε τι συνίσταται όμως αυτή η θεωρία; Οι μενσεβίκοι υποστήριζαν ότι η Ρώσικη επανάσταση θα έπρεπε να είναι αστικοδημοκρατικής φύσης και ότι η εργατική τάξη δεν θα πρέπει να έχει τη φιλοδοξία να πάρει την εξουσία, αλλά θα πρέπει απλά να υποστηρίξει τη φιλελεύθερη αστική τάξη. Με αυτό το μηχανιστικό τρόπο σκέψης, οι μενσεβίκοι διακωμώδησαν τις ιδέες του Μαρξ για την εξέλιξη της κοινωνίας.
Η μενσεβικική θεωρία των «σταδίων» τοποθετούσε τη σοσιαλιστική επανάσταση στο μακρινό μέλλον. Στο μεσοδιάστημα, η εργατική τάξη έπρεπε να συμπεριφερθεί ως παράρτημα της «φιλελεύθερης» αστικής τάξης. Αυτή είναι η ίδια ρεφορμιστική θεωρία, που αρκετά χρόνια αργότερα επρόκειτο να οδηγήσει στην ήττα την εργατική τάξη στην Κίνα το 1927, στην Ισπανία το 1936-39, στην Ινδονησία το 1965 και στη Χιλή το 1973.
«Η αστική τάξη στη συντριπτική της πλειοψηφία», έγραψε ο Λένιν το 1905, «αναπόφευκτα θα στραφεί στην αντεπανάσταση και ενάντια στο λαό αμέσως μόλις ικανοποιηθούν τα στενά και ιδιοτελή της συμφέροντα, αμέσως μόλις “οπισθοχωρήσει” από τη συνεπή δημοκρατία (και έχει ήδη οπισθοχωρήσει από αυτήν!)». (Λένιν, Άπαντα τόμος 9, σελ. 98 Αγγλική έκδοση).
Πάνω στο ζήτημα της στάσης απέναντι στα αστικά κόμματα, ο Λένιν και ο Τρότσκι βρίσκονταν σε πλήρη συμφωνία ενάντια στους μενσεβίκους, οι οποίοι κρύβονταν πίσω από την αστική φύση της επανάστασης χρησιμοποιώντας την ως μανδύα για την υποταγή των εργατικών κομμάτων στην αστική τάξη. Επιχειρηματολογώντας ενάντια στην ταξική συνεργασία, τόσο ο Λένιν όσο και ο Τρότσκι, εξήγησαν ότι μόνο η εργατική τάξη σε συμμαχία με τις αγροτικές μάζες θα μπορούσε να φέρει σε πέρας τα καθήκοντα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης.
Όμως, πώς ήταν δυνατόν για τους εργάτες να έρθουν στην εξουσία σε μια καθυστερημένη, ημιφεουδαρχική χώρα όπως η τσαρική Ρωσία; Ο Τρότσκι απάντησε το 1905 σ’ αυτό το ζήτημα με τον ακόλουθο τρόπο: «Είναι δυνατό να έρθουν οι εργάτες στην εξουσία σε μια οικονομικά καθυστερημένη χώρα γρηγορότερα απ’ ότι σε μια ανεπτυγμένη χώρα … κατά τη γνώμη μας, η Ρώσικη επανάσταση θα δημιουργήσει συνθήκες στις οποίες η εξουσία θα μπορέσει να περάσει στα χέρια των εργατών … και στην περίπτωση της νίκης της επανάστασης, έτσι πρέπει να γίνει, πριν οι πολικοί αστέρες του αστικού φιλελευθερισμού έχουν την ευκαιρία να επιδείξουν πλήρως τα ταλέντα τους για τη διακυβέρνηση». (Τρότσκι «Αποτελέσματα και Προοπτικές», σελ. 195, αγγλική έκδοση).
Μήπως αυτό σήμαινε, όπως αργότερα ισχυρίστηκαν οι σταλινικοί, ότι ο Τρότσκι αρνήθηκε την αστική φύση της επανάστασης; Ο ίδιος ο Τρότσκι εξηγεί: «Στην επανάσταση, στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα, τα άμεσα αντικειμενικά καθήκοντα της οποίας είναι επίσης αστικά, εμφανίζεται ως μια κοντινή προοπτική το αναπόφευκτο ή τουλάχιστον το δυνατό, της πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου. Το ίδιο το προλεταριάτο θα δει ότι αυτή η κυριαρχία δεν είναι απλά ένα περαστικό “επεισόδιο”, όπως κάποιοι ρεαλιστές Φιλισταίοι ελπίζουν. Όμως θα αναρωτιόμασταν: είναι αναπόφευκτο να συντριβεί η προλεταριακή επανάσταση πάνω στα τείχη της αστικής επανάστασης ή είναι δυνατόν στις δοσμένες παγκόσμιες ιστορικές συνθήκες, να μπορεί το προλεταριάτο, να ανακαλύψει, ότι βρίσκεται μπροστά στη προοπτική του σπασίματος αυτών των τειχών;» (Τρότσκι, Αποτελέσματα και Προοπτικές, σελ. 199-200, δική μας έμφαση).
Το 1905, μόνο ο Τρότσκι ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί την ιδέα ότι είναι δυνατόν να θριαμβεύσει η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ρωσία πριν από την Δυτική Ευρώπη. Ο Λένιν είχε ακόμα μια ασαφή θέση. Γενικά η θέση του Τρότσκι ήταν πολύ κοντά σ’ αυτή των μπολσεβίκων, όπως ο ίδιος ο Λένιν παραδέχθηκε αργότερα. Όμως το 1905, μόνο ο Τρότσκι ήταν προετοιμασμένος να θέσει την ανάγκη για τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία μ’ έναν καθαρό και τολμηρό τρόπο. Δώδεκα χρόνια αργότερα, η ιστορία επρόκειτο να αποδείξει ότι είχε δίκιο.
Ο Τρότσκι και το ζήτημα της ενότητας
Την περίοδο της επαναστατικής ανάκαμψης οι δύο πτέρυγες του κινήματος ενοποιήθηκαν. Όμως η ενότητα ήταν περισσότερο τυπική παρά ουσιαστική. Με τη νέα ύφεση του κινήματος η ροπή των μενσεβίκων προς τον οπορτουνισμό επανεμφανίσθηκε.
Η πραγματική διαφορά μεταξύ του Τρότσκι και του Λένιν σε αυτή την περίοδο δεν ήταν πάνω σε πολιτικά ζητήματα, αλλά κυρίως εντοπιζόταν στη «συμβιβαστική» τάση του Τρότσκι ή για να χρησιμοποιήσουμε έναν αδόκιμο όρο, ο Τρότσκι ήταν ένας «οπαδός της ενότητας».
Όμως, με κανέναν τρόπο δεν ήταν ο μόνος. Το προχώρημα της επανάστασης είχε δώσει μία τεράστια ώθηση στο κίνημα για την επανένωση των πολιτικών δυνάμεων του ρωσικού εργατικού κινήματος. Οι μπολσεβίκοι και οι μενσεβίκοι εργάτες αγωνίσθηκαν πλάι-πλάι κάτω από τα ίδια συνθήματα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 1905 υπήρξε μία συνεχής και αυθόρμητη διαδικασία ενοποίησης από τα κάτω. Χωρίς να περιμένουν οδηγίες από πάνω, οι κομματικές οργανώσεις των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων απλά συγχωνεύθηκαν. Τελικά, με εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων συμπεριλαμβανομένου και του Λένιν, αναπτύχθηκαν κινήσεις για να φέρουν την ενοποίηση. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1905 οι δύο ηγεσίες είχαν συγχωνευθεί ολοκληρωτικά. Υπήρχε πλέον μία ενωμένη Κεντρική Επιτροπή.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1911, άνοιξε μία νέα περίοδος αγώνων που συνεχίστηκε μέχρι και το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η πρόσφατα αφυπνισμένη εργατική τάξη κινήθηκε γρήγορα προς τ’ αριστερά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι δεσμοί με τους μενσεβίκους ήταν ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη του κόμματος. Η απόφαση του Λένιν να «σπάσει» από τους μενσεβίκους και να οργανώσει ένα ξεχωριστό κόμμα επιβεβαιώθηκε πλήρως από τα γεγονότα. Πολύ σύντομα οι μπολσεβίκοι πλέον αντιπροσώπευαν την αποφασιστική πλειοψηφία της εργατικής τάξης, αφού στην πλειοψηφία των ενεργών εργατών, οι μενσεβίκοι είχαν δυσφημισθεί από την πολιτική της συνεργασίας με την αστική τάξη.
Ο Τρότσκι για άλλη μια φορά βγήκε στο προσκήνιο ενάντια στη διάσπαση επιχειρώντας, χωρίς επιτυχία, να εργασθεί για την ενότητα. Αυτό ήταν το λάθος που τον χώρισε από το Λένιν. Όμως, αυτό ήταν το έντιμο λάθος ενός γνήσιου επαναστάτη που έχει στην καρδιά του τα συμφέροντα του κινήματος.
Όμως πολύ σημαντικότερες εξελίξεις επρόκειτο σύντομα να καταστήσουν τις παλιές διαφορές ανάμεσα στο Λένιν και τον Τρότσκι χωρίς ουσία. Η διάσπαση στη Ρωσία ήταν απλά μια πρόβλεψη για μία άλλη, μεγαλύτερη διάσπαση, που επρόκειτο να γίνει δύο χρόνια αργότερα σε διεθνές επίπεδο. Και πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, ο Λένιν και ο Τρότσκι ήταν για άλλη μια φορά στην ίδια πλευρά.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Η απόφαση των ηγετών των κομμάτων της Σοσιαλιστικής Διεθνούς να υποστηρίξουν «τη δική τους» αστική τάξη στη γενικευμένη ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση το 1914, ήταν η μεγαλύτερη προδοσία στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Ήλθε σαν κεραυνός στη ζωή του εργατικού κινήματος, σόκαρε και αποπροσανατόλισε βαθιά τη βάση ολόκληρης της Διεθνούς. Η στάση αυτή των ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σήμαινε την ουσιαστική κατάρρευση της Διεθνούς.
Από τον Αύγουστο του 1914 και μετά, το ζήτημα του πολέμου συγκέντρωσε την προσοχή των σοσιαλιστών σε όλες τις χώρες. Πολύ λίγοι άνθρωποι κατόρθωσαν να αντισταθούν εκείνη τη στιγμή. Ο Λένιν στη Ρωσία, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Κάρλ Λίμπκνεχτ στη Γερμανία, οι ηγέτες των Σέρβων σοσιαλδημοκρατών, ο Τζέιμς Κόνολι στην Ιρλανδία και ο Τζον Μακ Λίν στη Σκωτία ήταν οι εξαιρέσεις στον κανόνα. Από πολύ νωρίς, ο Τρότσκι υιοθέτησε μια ξεκάθαρα επαναστατική θέση ενάντια στον πόλεμο, που εκφράσθηκε στο βιβλίο του «Ο Πόλεμος και η Διεθνής».
Στη Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ το 1915, η οποία συγκέντρωσε όλους τους σοσιαλιστές που αντιτάχθηκαν στον πόλεμο, ανατέθηκε στον Τρότσκι η συγγραφή του ομώνυμου Μανιφέστου, που υιοθετήθηκε από όλους τους αντιπροσώπους, παρά τις αρκετές πολιτικές διαφορές που υπήρχαν ανάμεσά τους.
Ο Λένιν και ο Τρότσκι το 1917
Με το ξέσπασμα της επανάστασης του Φλεβάρη του 1917, ο Λένιν ήταν στη Σουηδία και ο Τρότσκι στη Νέα Υόρκη. Όμως, μολονότι βρίσκονταν πολύ μακριά από την επανάσταση, έβγαλαν τα ίδια συμπεράσματα. Τα άρθρα του Τρότσκι στην εφημερίδα «Novy Mir» και «Τα γράμματα από μακριά» του Λένιν είναι ταυτόσημα στα θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν την επανάσταση: τη στάση απέναντι στην αγροτιά, τη φιλελεύθερη αστική τάξη, την Προσωρινή Κυβέρνηση και την παγκόσμια επανάσταση.Με εξαίρεση τον Λένιν, οι άλλοι μπολσεβίκοι ηγέτες το 1917 δεν είχαν κατανοήσει την κατάσταση και τα γεγονότα τους είχαν ξεπεράσει. Είναι ιστορικός νόμος ότι κατά τη διάρκεια της επαναστατικής κατάστασης το κόμμα και πάνω απ’ όλα η ηγεσία του, πάντοτε βρίσκονται κάτω από μεγάλη πίεση από τον ταξικό εχθρό, την αστική «κοινή γνώμη», ακόμα και από τις προκαταλήψεις των εργατικών μαζών.
Κανείς από τους «παλιούς» μπολσεβίκους ηγέτες στην Πετρούπολη το 1917 δεν ήταν ικανός να αντισταθεί σε αυτές τις πιέσεις. Κανείς από αυτούς δεν υποστήριξε την ανάγκη το προλεταριάτο να πάρει την εξουσία ως τον μόνο δρόμο για την πρόοδο της επανάστασης. Όλοι τους είχαν εγκαταλείψει την ταξική άποψη και είχαν υιοθετήσει μία χυδαία, μη ταξική, «δημοκρατική» θέση.
Μόνο μετά την άφιξη του Λένιν άλλαξε το Μπολσεβίκικο Κόμμα τη θέση του, ύστερα από έναν εσωτερικό αγώνα γύρω από τις «Θέσεις του Απρίλη», που δημοσιεύθηκαν μάλιστα, αρχικά στην «Πράβδα» με την υπογραφή του, δείγμα της έλλειψης υποστήριξης σε αυτές από τους «παλιούς μπολσεβίκους».
Η αλήθεια είναι ότι οι μπολσεβίκοι ηγέτες δεν είχαν κατανοήσει τη μέθοδο του Λένιν και είχαν κάνει «φετίχ» τα παλιά συνθήματα του 1905. Το «έγκλημα» του Τρότσκι βρισκόταν στο γεγονός ότι είχε προβλέψει τα γεγονότα πολύ καιρό πριν εκτυλιχτούν. Το 1917 η θεωρία της «Διαρκούς Επανάστασης» αποδείχθηκε σωστή από τα ίδια τα γεγονότα. Από αυτή τη στιγμή και έπειτα, δεν υπήρξε τίποτα που να χώρισε πολιτικά τον Τρότσκι από τον Λένιν.
Όλες οι διαφορές του παρελθόντος με τον Λένιν έπαψαν να υπάρχουν, όταν ο Τρότσκι γύρισε πίσω στην Πετρούπολη τον Μάη του 1917. Ο Λένιν και ο Ζηνόβιεφ παρευρέθηκαν στην τελετή καλωσορίσματος που διοργανώθηκε από την οργάνωση «Mezhrayontsy» («Διαχτιδική Επιτροπή»). Εκείνη τη στιγμή, ο Τρότσκι δήλωσε ότι δεν αγωνιζόταν πλέον για την ενοποίηση των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων. Τόνισε, ότι τώρα μόνο εκείνοι που είχαν σπάσει με τον σοσιαλπατριωτισμό θα έπρεπε να ενωθούν, κάτω από τη σημαία μιας νέας Διεθνούς. Στην πραγματικότητα, από τη στιγμή της άφιξής του στη Ρωσία, ο Τρότσκι μιλούσε και δρούσε σε στενή σύνδεση και συνεννόηση με τους μπολσεβίκους.
Το ότι ο Τρότσκι δεν εντάχθηκε αμέσως τυπικά στο Μπολσεβίκικο κόμμα δεν οφειλόταν σε κάποια πολιτική διαφωνία (ο Τρότσκι είχε ανακοινώσει την επιθυμία του να ενταχθεί στους μπολσεβίκους αμέσως μετά την πρώτη συζήτηση με το Λένιν και τους συντρόφους του), αλλά στο ότι ο Τρότσκι ήθελε να κερδίσει στους μπολσεβίκους την προαναφερθείσα οργάνωση των «Διαχτιδικών», η οποία διέθετε περίπου 4.000 εργάτες στην Πετρούπολη και στις γραμμές της συμμετείχαν πολλά διακεκριμένα επαναστατικά στελέχη, όπως ο Ουρίτσκι, ο Γιόφε, ο Λουνατσάρσκι, ο Ριαζάνωφ, ο Βολοντάρσκι και άλλοι, που αργότερα έπαιξαν εξέχοντες ρόλους στην ηγεσία του Μπολσεβίκικου κόμματος.
Μετά τα γεγονότα που καταγράφηκαν στην Ιστορία ως «Ιουλιανά», η πρωτοβουλία πέρασε για κάποιο διάστημα στις δυνάμεις της αντίδρασης. Στις πολύ δύσκολες στιγμές, όταν το κόμμα ήταν στην παρανομία, όταν ο Λένιν και ο Ζηνόβιεφ είχαν αναγκασθεί να φύγουν για τη Φιλανδία, όταν ο Κάμενεφ ήταν στη φυλακή και οι μπολσεβίκοι ήταν στόχος αισχρών συκοφαντιών, όπως αυτή που τους ήθελε «κατασκόπους των Γερμανών», ο Τρότσκι τους υπεράσπισε δημόσια και ταύτισε τη θέση του με τη δικιά τους. Σε αυτή τη δύσκολη και επικίνδυνη στιγμή, ο Τρότσκι έγραψε ένα γράμμα στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Το γράμμα έχει ημερομηνία 23 Ιουλίου 1917:
«…Απ’ όλα αυτά που είπα, είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορείτε λογικά να με αποκλείσετε από το ένταλμα σύλληψης το οποίο έχετε φτιάξει για το Λένιν, τον Κάμενεφ και τον Ζηνόβιεφ. Επίσης δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία στα μυαλά σας ότι είμαι το ίδιο, ένας ασυμβίβαστος πολιτικός αντίπαλος όσο οι παραπάνω σύντροφοι. Αφήνοντας με απ’ έξω απλά δίνετε έμφαση στη αντεπαναστατική πρακτική που βρίσκεται πίσω από την επίθεση ενάντια στον Λένιν, τον Ζηνόβιεφ και τον Κάμενεφ». (Από το βιβλίο «The Age of the Permanent Revolution», σελ. 98-99, αγγλική έκδοση).
Ο Τρότσκι και η Οκτωβριανή Επανάσταση
Στο σύντομο διάστημα των εννέα μηνών μεταξύ Φεβρουαρίου και Οκτωβρίου 1917, εμφανίσθηκε ξεκάθαρα η σπουδαιότητα του ζητήματος της σχέσης της τάξης, του κόμματος και της ηγεσίας. Το Μπολσεβίκικο κόμμα ήταν το πιο επαναστατικό κόμμα στην Ιστορία. Όμως, παρά την τεράστια πείρα του και τη συσσωρευμένη δύναμη της ηγεσίας του, κατά την αποφασιστική στιγμή, οι ηγέτες της Πετρούπολης δίστασαν και μπήκαν σε κρίση. Σε τελική ανάλυση, η μοίρα της επανάστασης έπεσε στους ώμους δύο ανδρών: του Λένιν και του Τρότσκι. Χωρίς αυτούς η Οκτωβριανή επανάσταση δεν θα είχε γίνει ποτέ.
Η εργατική τάξη χρειάζεται ένα κόμμα για να αλλάξει την κοινωνία. Εάν δεν υπάρξει επαναστατικό κόμμα ικανό να προσφέρει μία συνειδητή ηγεσία στην επαναστατική ενεργητικότητα της τάξης, αυτή η τελευταία μπορεί να χαθεί, με τον ίδιο τρόπο που χάνεται ο ατμός εάν δεν υπάρχει μηχανή που να μπορεί να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του. Από την άλλη πλευρά, κάθε κόμμα έχει και τη συντηρητική του πλευρά.
Στην αποφασιστική στιγμή, όταν η κατάσταση απαιτεί μία απότομη αλλαγή στον προσανατολισμό του κόμματος, από τη ρουτινιάρικη δουλειά στο καθήκον κατάληψης της εξουσίας, οι παλιές συνήθειες έρχονται σε σύγκρουση με τις ανάγκες της νέας κατάστασης. Είναι ακριβώς σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο που ο ρόλος της ηγεσίας είναι καθοριστικός.
Χωρίς τον Λένιν και τον Τρότσκι, οι μπολσεβίκοι θα είχαν αναμφίβολα διορθώσει τα λάθη τους. Αλλά με τι αντίτιμο; Η επανάσταση δεν μπορεί να περιμένει χρόνια για να διορθώσει το κόμμα τα λάθη του και το αντίτιμο της αμφιταλάντευσης και των καθυστερήσεων είναι η ήττα.
Για να καταλάβουμε το σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο Τρότσκι το 1917, είναι αρκετό να διαβάσουμε οποιαδήποτε εφημερίδα της περιόδου ή να διαβάσουμε οποιαδήποτε σύγχρονη βιογραφία ή ιστορία, είτε φιλική, είτε εχθρική σε εκείνον. Πάρτε για παράδειγμα τις παρακάτω γραμμές, γραμμένες μόλις δώδεκα μήνες μετά το ερχομό των Μπολσεβίκων στην εξουσία:
«Όλη η πρακτική δουλειά σε σχέση με την οργάνωση της εξέγερσης έγινε κάτω από την άμεση καθοδήγηση του συντρόφου Τρότσκι, πρόεδρου του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι το Κόμμα είναι υποχρεωμένο αρχικά και κυρίως στο σύντροφο Τρότσκι για την γρήγορη μεταστροφή της φρουράς με την πλευρά του Σοβιέτ και τον αποτελεσματικό τρόπο με τον οποίο οργανώθηκε η δουλειά της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής». Το παραπάνω απόσπασμα γράφτηκε από τον Στάλιν στην επέτειο του πρώτου χρόνου της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Στην πραγματικότητα, ακόμα και η παραπάνω αποτίμηση του Στάλιν δεν αποδίδει επακριβώς τον ρόλο που έπαιξε ο Τρότσκι στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Αφού στην κρίσιμη περίοδο από τον Σεπτέμβρη έως τον Οκτώβρη, ο Λένιν ήταν ακόμα κυρίως στην παρανομία, το κύριο βάρος της πραγματοποίησης των πολιτικών και οργανωτικών ετοιμασιών για την εξέγερση έπεσε στους ώμους του Τρότσκι.
Οι πιο πολλοί από τους παλιούς συνοδοιπόρους του Λένιν, ο Κάμενεφ, ο Ζηνόβιεφ και ο Στάλιν, είτε ήταν αντίθετοι με την κατάληψη της εξουσίας, είτε είχαν τουλάχιστον μια επιφυλακτική και διφορούμενη θέση. Στην περίπτωση του Ζηνόβιεφ και του Κάμενεφ, η αντίθεσή τους με την εξέγερση του Οκτώβρη πήγε τόσο μακριά που δημοσιοποίησαν τα σχέδια για την εξέγερση στον μη κομματικό τύπο. Είναι αρκετή ακόμα και η πιο επιφανειακή ανάγνωση της αλληλογραφίας του Λένιν με την Κεντρική Επιτροπή για να δείξει τι αγώνα έκανε για να ξεπεράσει την αντίσταση της μπολσεβίκικης ηγεσίας. Σε κάποια στιγμή απείλησε ακόμα και να παραιτηθεί και να κάνει έκκληση στη βάση του κόμματος, πάνω από το κεφάλι της Κεντρικής Επιτροπής. Σε αυτό τον αγώνα, ο Τρότσκι και οι «Mezhrayontsy» υποστήριξαν αποφασιστικά την επαναστατική γραμμή του Λένιν.
Η διαμάχη στο εσωτερικό του κόμματος διήρκεσε μέχρι τον Οκτώβρη και ακόμα πιο πέρα. Το κύριο επιχείρημα των συμφιλιωτών ήταν ότι οι μπολσεβίκοι δεν πρέπει να πάρουν την εξουσία μόνοι τους, αλλά πρέπει να σχηματίσουν ένα συνασπισμό με τα άλλα “σοσιαλιστικά” κόμματα, εννοώντας τους μενσεβίκους και τους σοσιαλεπαναστάτες. Όμως, αυτό ισοδυναμούσε με την παράδοση της εξουσίας πίσω στην αστική τάξη, όπως συνέβη στη Γερμανία μετά το Νοέμβρη του 1918. Ο Λένιν και ο Τρότσκι ήταν απόλυτα ταυτισμένοι σε αυτές τις δύσκολες στιγμές παλεύοντας μαζί για να πείσουν το κόμμα για την ανάγκη της κατάληψης της εξουσίας και το σπάσιμο κάθε δεσμού με την κυβέρνηση.
Σε μία συνάντηση της Επιτροπής της Πετρούπολης στις 14 Νοέμβρη 1917, ο Λένιν μίλησε για τον κίνδυνο των συμβιβαστικών τάσεων στην κομματική ηγεσία, που αποτελούσαν απειλή ακόμα και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Έντεκα μέρες μετά την επιτυχημένη εξέγερση, τρία μέλη της Κεντρικής Επιτροπής (Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ, Νόγκιν), παραιτήθηκαν ως ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στην πολιτική του κόμματος και έστειλαν ένα τελεσίγραφο απαιτώντας το σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνασπισμού που να συμπεριλαμβάνει τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες, «διαφορετικά ο μόνος δρόμος που απομένει είναι η διατήρηση μίας καθαρά μπολσεβίκικης κυβέρνησης με τα μέσα της πολιτικής τρομοκρατίας». Ολοκλήρωσαν τη δήλωσή τους με μία έκκληση στους εργάτες για «άμεσο συμβιβασμό» στη βάση του συνθήματος «Ζήτω η κυβέρνηση όλων των Σοβιετικών κομμάτων!»
Αυτή η κρίση στις γραμμές του κόμματος φαινόταν πιθανό να καταστρέψει όλα τα κέρδη που κατακτήθηκαν από τον Οκτώβρη. Ως απάντηση σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση, ο Λένιν υποστήριξε την διαγραφή αυτών των ηγετών. Έτσι ήταν η κατάσταση όταν ο Λένιν έβγαλε έναν λόγο που τελείωνε με τα λόγια: «Κανείς συμβιβασμός! Μία ομογενοποιημένη Μπολσεβίκικη οργάνωση.» Στο πρωτότυπο κείμενο της ομιλίας του Λένιν υπάρχουν οι ακόλουθες λέξεις: «Όσον αφορά τον συνασπισμό, δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό σοβαρά. Ο Τρότσκι καιρό πριν, είπε ότι αυτό ήταν αδύνατον. Ο Τρότσκι το κατάλαβε αυτό και από εκείνη τη στιγμή δεν υπήρξε καλύτερος Μπολσεβίκος».
Μετά τον θάνατο του Λένιν, η ηγετική κλίκα Στάλιν, Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ ξεκίνησε μια συστηματική εκστρατεία παραχάραξης, επιδιώκοντας να υποτιμήσει το ρόλο του Τρότσκι στην επανάσταση και να ανεβάσει τον δικό της. Για να το κατορθώσουν όμως αυτό, έπρεπε να εφεύρουν το μύθο του “Τροτσκισμού”, να βάλουν μία σφήνα ανάμεσα στη θέση του Τρότσκι και αυτή του Λένιν και των «Λενινιστών» (δηλαδή, τάχα, των ίδιων).
Οι πληρωμένοι ιστορικοί έψαξαν μέσα στα συσσωρευμένα σκουπίδια των παλιών αντιπαραθέσεων, που είχαν ξεχασθεί εδώ και καιρό ακόμα και από αυτούς που συμμετείχαν σε αυτές, γιατί δεν είχαν πια, στις νέες συνθήκες παρά μια αφηρημένη ιστορική αξία.
Ο Κόκκινος Στρατός και ο αγώνας ενάντια στο σταλινισμό
Η επικράτηση της επανάστασης ήταν ολοκληρωτική και σχεδόν αναίμακτη, αλλά οι δυνάμεις της αντίδρασης οργανώθηκαν σύντομα και εξαπέλυσαν την επίθεσή τους. Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε βρίσκει τους μπολσεβίκους να αντιπαλεύουν τους «Λευκούς» αντεπαναστάτες και μαζί τους 50 χιλιάδες ξένους στρατιώτες από 21 στρατούς απ’ όλη την Ευρώπη, που κινητοποιήθηκαν για τη συντριβή της επανάστασης. Η τεράστια ευθύνη της οργάνωσης του Κόκκινου Στρατού ανατέθηκε στον Τρότσκι και καθόλου τυχαία. Η οργανωτική ικανότητά του είχε ήδη φανεί με την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης. Κάτω από την καθοδήγησή του, ο Κόκκινος Στρατός κατόρθωσε να γίνει μια ατρόμητη δύναμη μάχης και να συντρίψει με πενιχρά μέσα τις πάνοπλες δυνάμεις τις αντεπανάστασης. Ο Τρότσκι δεν δίνει οδηγίες από τα μετόπισθεν, αλλά παρίσταται στις μάχες με ένα ειδικά θωρακισμένο τραίνο που τον μεταφέρει σε όλα τα μέτωπα.
Όμως, ο ρόλος του Τρότσκι στην εδραίωση του πρώτου εργατικού κράτους, δεν περιορίστηκε μόνο στον Κόκκινο Στρατό. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο της οικονομικής ανασυγκρότησης της ΕΣΣΔ μετά τον εμφύλιο, ήταν αυτός που είχε την ευθύνη για την αναδιοργάνωση του κατεστραμμένου σιδηροδρομικού δικτύου.
Στο 11ο Συνέδριο του κόμματος (1922) ο Στάλιν εκλέγεται Γενικός Γραμματέας και αργά, αλλά σταθερά, τοποθετεί ανθρώπους του σε θέσεις κλειδιά σ’ ολόκληρο το κόμμα, ώστε να μπορέσει να το ελέγχει απόλυτα. Ο Λένιν σχεδιάζει να επιτεθεί στον Στάλιν και την πολιτική του στο 12ο Συνέδριο και γι’ αυτόν το σκοπό μάλιστα προτείνει ανοιχτά το σχηματισμό ενός πολιτικού μπλοκ με τον Τρότσκι. Όμως η αρρώστιά του δεν τον αφήνει να εφαρμόσει τα σχέδιά του. Στις 21 Γενάρη 1924 πεθαίνει. Στην περίφημη πολιτική Διαθήκη του, που οι σταλινικοί κράτησαν μυστική για δεκαετίες, ανέφερε ότι ο Στάλιν πρέπει να απομακρυνθεί από τη θέση του Γραμματέα και ότι ο Τρότσκι είναι ο ικανότερος άνθρωπος μέσα στην Κεντρική Επιτροπή.
Ο Τρότσκι, όπως και αρκετοί άλλοι μπολσεβίκοι ηγέτες καταλάβαιναν ότι η επανάσταση είχε αρχίσει να εκφυλίζεται. Μια νέα κάστα που απαρτιζόταν από αξιωματούχους του κόμματος και του κράτους, διευθυντές εργοστασίων, κομματικά στελέχη, αξιωματικούς του στρατού κ.λπ. ήδη είχε σφετεριστεί την εξουσία και την χρησιμοποιούσε για να διασφαλίσει τα κάθε λογής δικά της προνόμια ενάντια σ’ εκείνα της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Τον ρόλο τους ευνοούσε το γεγονός ότι στην Ευρώπη η επανάσταση γνώριζε απανωτές ήττες.
Από τον Οκτώβρη κιόλας του 1923 άρχισε η σύγκρουση για τη δημοκρατία μέσα στο κόμμα. Σαράντα έξι ηγετικοί μπολσεβίκοι αντέδρασαν με μια επιστολή προς την κομματική ηγεσία, με την οποία απαιτούσαν καλύτερο οικονομικό σχεδιασμό, ελευθερία κριτικής, διάλογο και τη σύγκλιση έκτακτης κομματικής συνδιάσκεψης. Η επιστολή αυτή αποσιωπήθηκε στην Κ.Ε. και ο Τρότσκι και οι υπόλοιποι προειδοποιήθηκαν ότι παρέβαιναν την απόφαση του 1921 «για απαγόρευση των φραξιών», μια απόφαση που είχε παρθεί σε ολότελα διαφορετικές συνθήκες και που η σταλινική κλίκα ανήγαγε σε «ιερή βίβλο» προσπαθώντας να νεκρώσει ένα κόμμα που είχε ανδρωθεί μέσα σε ένα βαθιά δημοκρατικό εσωτερικό καθεστώς .
Το 1924, ο Τρότσκι γράφει το έργο με τίτλο «Τα Μαθήματα του Οκτώβρη» σαν απάντηση στους σταλινικούς επικριτές του. Αυτοί με τη σειρά τους αντιδρούν με συκοφαντίες και τον απομακρύνουν από το αξίωμα του Κομισάριου του Πολέμου. Το 1925, η ΚΕ απομακρύνει τον Τρότσκι από το Στρατιωτικό Επαναστατικό Συμβούλιο και του απαγορεύει να συμμετάσχει σε δημόσιες συζητήσεις. Οι σταλινικοί ξεκινούν την περίφημη αντι-τροτσκιστική εκστρατεία σ’ όλη τη χώρα που στηρίζεται σε ψεύδη, διαστρεβλώσεις και παραχαράξεις της ίδιας της Ιστορίας.
Ο Τρότσκι όμως δεν λυγίζει. Για 18 μήνες μετά τον Ιούλιο του 1926, ρίχτηκε με όλες του τις δυνάμεις σ’ ένα σκληρό αγώνα ενάντια στην επικράτηση του Σταλινισμού και τον εκφυλισμό της επανάστασης. Καρπός αυτού του αγώνα είναι η Αριστερή Αντιπολίτευση.
Στο απόγειο της δύναμής της, η Ενωμένη Αριστερή Αντιπολίτευση είχε 8.000 μέλη ανάμεσα στους Μπολσεβίκους. Οι ηγέτες της Αριστερής Αντιπολίτευσης προχωρούν σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον γραφειοκρατικό κομματικό μηχανισμό. Το αποτέλεσμα ήταν οι ηγέτες της Αριστερής Αντιπολίτευσης, και φυσικά και ο Τρότσκι, να διαγραφούν από την Κ.Ε και το κόμμα και να εκτοπισθούν. Ο Τρότσκι εκτοπίζεται στη μακρινή Άλμα Άτα από το 1927 ως το 1929, ενώ στη συνέχεια του ανακοινώνουν την απέλασή του από την ΕΣΣΔ.
Η εξορία
Διωγμένος από την ίδια του τη χώρα, απογυμνωμένος από κάθε πολιτική εξουσία, απομονωμένος πολιτικά, στόχος ανελέητων συκοφαντικών και εγκληματικών ενεργειών από τους σταλινικούς όλου του κόσμου και φυσικά ανεπιθύμητος από τα περισσότερα «δημοκρατικά» αστικά ευρωπαϊκά κράτη, αρχίζει την περιπλάνηση στον κόσμο, χωρίς κανένα άλλο όπλο στα χέρια του παρά μόνο εκείνο που είχε και στα νιάτα του: την πένα του. Παραμένει για λίγο σ’ ένα νησί του Βοσπόρου, την Πρίγκηπο, μετά από συμφωνία με την τουρκική κυβέρνηση. Η Γερμανία, η Βρετανία και η Βόρεια Αμερική αρνούνται να του παραχωρήσουν άσυλο. Περνά από τη Γαλλία και τη Νορβηγία, απ’ όπου επίσης τον διώχνουν, για να καταλήξει τελικά στο Μεξικό, φιλοξενούμενος του ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα.
Στην εξορία καταπιάνεται με την ανάλυση της διεθνούς πολιτικής. Ήδη το 1929 προειδοποιεί το κομμουνιστικό κίνημα και τον κόσμο ολόκληρο για τους κινδύνους του φασισμού στη Γερμανία. Παραμένοντας πιστός στην τακτική του Ενιαίου Μετώπου, καλεί στους Γερμανούς κομμουνιστές να ενωθούν με τους σοσιαλδημοκράτες ενάντια στο Ναζισμό. Η απάντηση της Κομιντέρν ήταν να τον καταγγείλει ως «σοσιαλφασίστα» και «εγκληματία».
Οι Δίκες της Μόσχας
Ο Τρότσκι ήξερε ότι η ζωή του ήταν σε διαρκή κίνδυνο. Σε αυτόν ενσαρκώνονταν οι πραγματικές παραδόσεις του επαναστατικού μαρξισμού. Γι’ αυτόν το λόγο αποτελούσε μία διαρκή απειλή για τον Στάλιν.
Μόλις ο Στάλιν διέλυσε, με τη βοήθεια της GPU, την Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκι μέσα στη Ρωσία, στράφηκε εναντίον όλων των αντιπάλων του, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και όσων συμμετείχαν μαζί του στην προσπάθεια να εξοντώσει τον Τρότσκι. Η νίκη της γραφειοκρατίας κορυφώθηκε με τις περίφημες Δίκες της Μόσχας του 1936-38, όπου όλη η παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων -συμπεριλαμβανομένου και του Τρότσκι- που ηγήθηκε της Οκτωβριανής Επανάστασης, κατηγορήθηκε για αντεπαναστατική δραστηριότητα, δολιοφθορά, δολοφονίες και συνεργασία με το φασισμό!
Κατά τη διάρκεια των Δικών, ο Στάλιν επιχείρησε να κινητοποιήσει την παγκόσμια «κοινή γνώμη» ενάντια στους κατηγορουμένους. Οργανώθηκε μία διεθνής εκστρατεία μέσω των Κομμουνιστικών κομμάτων για να δυσφημίσουν και να συκοφαντήσουν τον Τρότσκι και τους άλλους ηγέτες της Επανάστασης. Ο Τρότσκι κατηγορήθηκε επίσημα ότι είχε επαφές με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες από το 1921 και με τις βρετανικές από το 1926!
Στο κατηγορητήριο της δίκης των παλιών μπολσεβίκων Πιατάκωφ, Ράντεκ, Σοκολνίκωφ, Σερεμπριάκωφ, Μουράλωφ και άλλων, αναφέρεται: «Η έρευνα έχει αποδείξει ότι ο Τρότσκι προχώρησε σε διαπραγματεύσεις μ΄ έναν από τους ηγέτες του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος με σκοπό να διεξάγουν κοινό αγώνα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση…Οι βασικές αρχές αυτής της συμφωνίας, όσον αφορά τον Τρότσκι, ολοκληρώθηκαν και υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια συνάντησης του Τρότσκι με τον απεσταλμένο του Χίτλερ Ες…» (Πρακτικά Δικών, σελ. 128, Νο 6, Φεβρουάριος 1937).
Όμως, με την κατάρρευση της χιτλερικής Γερμανίας το 1945 και τις Δίκες της Νυρεμβέργης, οι οποίες αποκάλυψαν το ναζιστικό καθεστώς και τους συνεργάτες του, δεν βρέθηκε τίποτα που να αποδεικνύει την παραμικρή σχέση του Τρότσκι με τη Γκεστάπο. Φυσικά δεν ήταν ο Τρότσκι αυτός που ήταν σε συνεννόηση με το Χίτλερ, αλλά ο Στάλιν αυτός που υπέγραψε ένα επίσημο σύμφωνο με τον Χίτλερ τον Αύγουστο του 1939.
Τρομοκρατία και ψέματα
Η εσωτερική κατάσταση στην ΕΣΣΔ μέχρι το 1934 είχε σημάνει συναγερμό στη σταλινική γραφειοκρατία. Υπήρχε πλατιά δυσαρέσκεια σε όλη τη χώρα μετά την αποτυχία της βίαιης κολεκτιβοποίησης. Ο Στάλιν φοβήθηκε ότι οι παλιοί μπολσεβίκοι –αν και είχαν εξαναγκασθεί επανειλημμένα να συνθηκολογήσουν- θα μπορούσαν να γίνουν σημείο αναφοράς για αντίσταση. Μερικοί είχαν ήδη αρχίσει επαφές με τον Τρότσκι στην εξορία.
Ο Στάλιν εκείνη την εποχή κατάλαβε το λάθος του να εξορίσει τον Τρότσκι το 1928, γιατί έτσι του έδωσε τη δυνατότητα να ασκεί ελεύθερα κριτική στο σταλινικό καθεστώς. Ο Τρότσκι ήταν το πιο σημαντικό σημείο αναφοράς της αντιπολίτευσης ενάντια στο Στάλιν. Ήταν ένας επαναστάτης ηγέτης που δεν θα λύγιζε. Από τότε ο Στάλιν προετοίμαζε τη δολοφονία του και άρχισε να στήνει τη σκευωρία ενάντια στον Τρότσκι και τους υποστηρικτές του με τις κατηγορίες της τρομοκρατίας.
Η δουλειά ανατέθηκε στη Μυστική Αστυνομία (NKVD) που έπρεπε να «αποδείξει» την ύπαρξη μιας παράνομης τρομοκρατικής Ζηνοβιεφικής οργάνωσης που συνεργαζόταν με ένα μυστικό Τροτσκιστικό δίκτυο. Στις αρχές του 1935 δόθηκε η εντολή στην NKVD να προχωρήσει στην «ολοκληρωτική διάλυση του παράνομου δικτύου των Τροτσκιστών-Ζηνοβιεφικών».
Μετά από ενάμιση χρόνο παραμονής στη φυλακή, οι Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ μεταφέρθηκαν στη Μόσχα για να ανακριθούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν επανειλημμένα «σπάσει» και είχαν συντριβεί ηθικά. Ο Γιεζώφ διατάχθηκε να τους «προετοιμάσει» για δημόσια δίκη, όπου θα έπρεπε να αποδοκιμάσουν τον ίδιο τους τον εαυτό και τον Τρότσκι – για χάρη της επανάστασης! Ο Ζηνόβιεφ ήταν ο πρώτος που «έσπασε» και στη συνέχεια έπεισε και τον Κάμενεφ να ακολουθήσει το παράδειγμά του, με αντάλλαγμα τη ζωή τους, τη ζωή των οικογενειών τους και των υποστηρικτών τους. Ο Στάλιν τους πρόδωσε, όπως θα πρόδιδε και τους υπόλοιπους. Στην πραγματικότητα αυτή η διαδικασία ήταν μία προδοσία της Επανάστασης προς όφελος των συμφερόντων της γραφειοκρατίας της οποίας επικεφαλής ήταν ο Στάλιν.
Ο εισαγγελέας Βισίνσκι, ένας πρώην αντεπαναστάτης, στέλεχος των Λευκών, δεν κατάφερε να φέρει την παραμικρή απόδειξη ενάντια στους κατηγορουμένους, ούτε ένα ντοκουμέντο, ούτε ένα κουρελόχαρτο, παρά μόνο τις «ομολογίες» τους. Η αδυναμία της εισαγγελικής αρχής αποδείχθηκε από τις αντιφάσεις και τα ψέματα στις καταθέσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης. Για παράδειγμα, ο Γκόλζσμαν κατέθεσε ότι συνάντησε τον Τρότσκι και τον Σεντώφ στην Κοπεγχάγη, στο ξενοδοχείο Μπρίστολ. Όμως οι κατήγοροι δεν γνώριζαν ότι το ξενοδοχείο Μπρίστολ είχε κατεδαφισθεί από το 1917!
Στο τέλος της δίκης ο εισαγγελέας ζήτησε να εκτελεσθούν όλοι οι κατηγορούμενοι. Παρά τις εκκλήσεις των κατηγορουμένων για έλεος, μέσα σε διάστημα λίγων ωρών τους εκτέλεσαν όλους. Όμως ο Στάλιν δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί. Έπρεπε να εξοντωθούν όλοι. Έτσι προετοιμάσθηκε και νέος γύρος. Νέες δίκες επρόκειτο να γίνουν. Όπως εξήγησε ο Λέον Σεντώφ: «Ο Στάλιν χρειάζεται το κεφάλι του Τρότσκι. Αυτός είναι ο κύριος στόχος του και για να το καταφέρει θα φτάσει στις πιο ακραίες και πιο ύπουλες μεθοδεύσεις».
Στις επόμενες δίκες, όλοι οι κατηγορούμενοι ήταν μέλη του Πολιτικού Γραφείου επί Λένιν. Ο Τρότσκι, αν και απών, ήταν ο κυριότερος κατηγορούμενος. Όλοι τους κατηγορήθηκαν ότι σχεδίαζαν να δολοφονήσουν τον Στάλιν και τους άλλους σοβιετικούς ηγέτες, καθώς και για συνωμοσία με τις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας, με σκοπό την καταστροφή της χώρας.
Οι στημένες δίκες συνοδεύτηκαν βέβαια από εκκαθαρίσεις εκατομμυρίων ανθρώπων, υποστηρικτών του Τρότσκι και της Αριστερής Αντιπολίτευσης σε όλη τη χώρα. Η χώρα της επανάστασης είχε μετατραπεί σ’ ένα κράτος όπου κυριαρχούσε ο τρόμος, η δολοπλοκία και ο χαφιεδισμός. Πολλά θύματα εκτελέσθηκαν χωρίς δίκη γιατί αρνήθηκαν να δώσουν τις αναγκαίες «ομολογίες». Άλλωστε, οι στημένες ομολογίες των κατηγορουμένων στις δημόσιες δίκες ήταν οι μοναδικές «αποδείξεις» για τις καταδίκες. Μόνο ο Τρότσκι ήταν μακριά από τα χέρια του Στάλιν και φυσικά δεν έμενε σιωπηλός. Σε κάθε ευκαιρία αποκάλυπτε τις επαίσχυντες δραστηριότητες του σταλινικού καθεστώτος.
Ο γιος του Τρότσκι, Σεργκέι Σεντώφ, που είχε συλληφθεί και εξοριστεί στα στρατόπεδα της Βορκούτα το 1935, καταδικάσθηκε σε θάνατο στις 29 Οκτωβρίου του 1937. Όλα τα μέλη της οικογένειας του Τρότσκι, τουλάχιστον εκείνοι που οι αρχές μπόρεσαν να βρουν, συνελήφθησαν και εξοντώθηκαν στη συνέχεια. «Και μόνο το άκουσμα του ονόματος Τρότσκι δημιουργούσε έναν μεταφυσικό τρόμο στις καρδιές των εμπνευστών των Μεγάλων Εκκαθαρίσεων», έγραψε ο Ρούνιν, ο γαμπρός του Σεργκέι.
Ενώ εξελίσσονταν οι Δίκες της Μόσχας, πολύ λίγοι αμφισβήτησαν ανοικτά την αυθεντικότητά τους. Αν και οι κατηγορίες φαίνονταν φανταστικές, οι ομολογίες παρουσιάζονταν αποκαλυπτικές. Στη Δύση οι τροτσκιστές αγωνίσθηκαν γενναία για να αντισταθούν στη σταλινική μηχανή. Το 1937 σχηματίσθηκε μία αμερόληπτη Επιτροπή Έρευνας, από φιλελεύθερους δημοκράτες, υπό τον καθηγητή Τζων Ντιούι για να ερευνήσει τις κατηγορίες ενάντια στον Τρότσκι και τον γιο του, Λέον Σεντώφ – τους δύο κυριότερους κατηγορούμενους των Δικών της Μόσχας. Ύστερα από εξονυχιστική έρευνα, η Επιτροπή εξέδωσε αθωωτική απόφαση και δήλωσε ότι οι Δίκες ήταν μία σκευωρία.
Αν και ήταν πολλοί εκείνοι που «ομολόγησαν» εγκλήματα τα οποία δεν διέπραξαν ποτέ, υπήρξαν και αρκετοί που δεν ομολόγησαν. Οι περισσότεροι από αυτούς εκτελέσθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.
Οι πράκτορες του Στάλιν προσπάθησαν να παρουσιάσουν τους τροτσκιστές ως «αντεπαναστάτες» σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ισπανία, η GPU υπό την καθοδήγηση του Αλεξάντερ Ορλώφ, προχώρησε σε αντίποινα και δολοφονίες τροτσκιστών και αντισταλινικών του POUM. Το 1937, ο Ίγκνας Ράις, ένας πράκτορας της GPU, «έσπασε» από τον Στάλιν και πέρασε με την πλευρά του Τρότσκι. Καταδιώχθηκε και δολοφονήθηκε. Το 1938 δολοφονήθηκε στο Παρίσι ο γιος του Τρότσκι Λεόν Σεντώφ. Ο κλοιός στένευε όλο και περισσότερο. Όλη η Αντιπολίτευση έπρεπε να εξαλειφθεί. Η τελική κορύφωση του δράματος έγινε όταν ο Λ. Τρότσκι δολοφονήθηκε από τον πράκτορα του Στάλιν, Ραμόν Μερκαντέρ, στις 20 Αυγούστου του 1940, στο Μεξικό.
Η «Προδομένη επανάσταση» και η Τετάρτη Διεθνής
Τέσσερα χρόνια πριν από τη δολοφονία του, το 1936, ο Τρότσκι συνέγραψε το μεγάλο του έργο, την «Προδομένη Επανάσταση», όπου έκανε μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του φαινομένου του σταλινισμού και των αιτιών του εκφυλισμού της Σοβιετικής Επανάστασης. Το έργο αυτό, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη συνεισφορά του μαρξισμού στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας και στην εξήγηση της φυσιογνωμίας των σταλινικών κρατών.
Όμως ο Τρότσκι δεν ήταν μόνο άνθρωπος της πένας. Φλογερός επαναστάτης, ακούραστος οργανωτής, απτόητος από τα κτυπήματα της ζωής και πάντα πιστός στις ιδέες του σοσιαλισμού, διεξήγαγε τον τιτάνιο αγώνα της αναδιοργάνωσης των μαρξιστικών δυνάμεων και της υπεράσπισης της παρακαταθήκης του μπολσεβικισμού. Αναγνώρισε εγκαίρως την προοπτική ξεσπάσματος ενός νέου Παγκόσμιου Πολέμου που θα έθετε ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της επανάστασης και γι’ αυτό, οι μαρξιστές θα έπρεπε να προετοιμαστούν για τις εξελίξεις. Τον Σεπτέμβρη του 1938 στο Παρίσι, υπό την καθοδήγησή του, αλλά αναγκαστικά χωρίς την παρουσία του, έγινε το ιδρυτικό συνέδριο της 4ης Διεθνούς με την συμμετοχή μαρξιστών από 11 χώρες.
Ο Λέον Τρότσκι ήταν μαζί με τον Λένιν οι σημαντικότεροι επαναστάτες του 20ου αιώνα. Δεν σταμάτησε, δεν υποχώρησε, δεν παραδόθηκε, δεν έσκυψε το κεφάλι, ακόμα και όταν βρέθηκε στο στόχαστρο των αστών και των σταλινικών μαζί, ακόμα και όταν είδε ένα-ένα τα μέλη της οικογένειάς του, τους στενούς του συντρόφους και συνεργάτες, τους φίλους του να δολοφονούνται από τους σταλινικούς.
Οι ιδέες και η προσωπικότητα του Τρότσκι δεν αναλύονται σε λίγες γραμμές. Το έργο του είναι τεράστιο και δυστυχώς, ακόμα ανεξερεύνητο. Το προσωπικό του παράδειγμα, το παράδειγμα ενός πραγματικού επαναστάτη, είναι ένας φάρος έμπνευσης που καθοδήγησε χιλιάδες αγωνιστές και θα οδηγήσει ακόμα περισσότερους τα επόμενα χρόνια.
Άλαν Γουντς