Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΒ.Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» - η επικαιρότητά του στην εποχή της...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Β.Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» – η επικαιρότητά του στην εποχή της παρακμιακής φιλοσοφίας του μεταμοντερνισμού

Συνεχίζοντας το αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Λένιν, δημοσιεύουμε ένα εκτεταμένο απόσπασμα από την εισαγωγή του Άλαν Γουντς στη βρετανική επανέκδοση του έργου του Λένιν «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» (Wellred Books 2021).

Ο Λένιν άρχισε να γράφει το έργο του «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» στον απόηχο της ηττημένης Ρωσικής Επανάστασης του 1905, τον Φεβρουάριο του 1908. Ήταν το αποκορύφωμα της περιόδου αντίδρασης στη Ρωσία. Οι μαζικές συλλήψεις, οι εκτελέσεις και η συντριβή κάθε αντιπολίτευσης αποδεκάτισαν το κίνημα. Οι μαρξιστές (τότε γνωστοί ως Σοσιαλδημοκράτες) υπέστησαν τις πιο βάναυσες διώξεις. Οι ηγέτες τους φυλακίστηκαν, στάλθηκαν στη Σιβηρία ή εκτελέστηκαν. Χιλιάδες άλλοι αγωνιστές δολοφονήθηκαν χωρίς δίκη.

Όπως συμβαίνει σε κάθε ανάλογη περίπτωση στην Ιστορία, αυτή η ήττα είχε μια επίδραση βαθιάς απογοήτευσης στους διανοούμενους, δημιουργώντας τους μια τάση να εγκαταλείψουν την ταξική πάλη και να αναζητήσουν «νέες ιδέες», συμπεριλαμβανομένων μυστικιστικών και μισοθρησκευτικών ιδεών («Θεοπλασία»).

Ήταν περίπου εκείνη την εποχή που ο υποκειμενικός ιδεαλισμός του Ρίχαρντ Αβενάριους (1) και του Έρνστ Μαχ (2) έγινε της μόδας σ’ ένα στρώμα της διανόησης στη Ρωσία, αντανακλώντας την επικρατούσα διάθεση κατάθλιψης, απαισιοδοξίας και μυστικισμού. Ένα τμήμα του σοσιαλιστικού κινήματος άρχισε να κάνει παραχωρήσεις στον Μαχισμό. Αυτό ήταν μέρος της διαδικασίας της αντεπανάστασης στη σφαίρα των ιδεών.

«Ελευθερία κριτικής»

Στη Ρωσία, μεταξύ 1906 και 1908, εμφανίστηκε μια σειρά βιβλίων και άρθρων των μπολσεβίκων Αλεξάντερ Μπογκτάνοφ, Ανατόλ Λουνατσάρσκι και Βλαντίμιρ Μπαζάρωφ, καθώς και άλλων αριστερών διανοουμένων όπως ο μενσεβίκος Πάβελ Γιουσκέβιτς και ο κύριος θεωρητικός του κόμματος των Σοσιαλεπαναστατών, Βίκτορ Τσερνόφ. Η βασική ιδέα αυτών των έργων ήταν ότι ο μαρξισμός ήταν «απαρχαιωμένος» και χρειαζόταν να ανανεωθεί με τις «νέες» ανακαλύψεις που έκαναν οι Μαχ και Αβενάριους.

Ο Μπογκντάνοφ ήταν σε αυτό το στάδιο ένα από τα πιο εξέχοντα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της μπολσεβίκικης εφημερίδας Vperyod. Στην περίοδο πριν από την Επανάσταση του 1905, αυτός και άλλοι που ακολούθησαν τη φιλοσοφική γραμμή του, είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Έχτιζε επίσης για τον εαυτό του μια εικόνα ως ειδικός στο ζήτημα της φιλοσοφίας.

Ωστόσο, το να είναι κανείς καλά διαβασμένος στον χώρο της φιλοσοφίας δεν σημαίνει απαραίτητα και ότι την καταλαβαίνει. Ο Μπογκντάνοφ και οι οπαδοί του αποκάλυψαν επανειλημμένα ότι η αντίληψή τους για τη μαρξιστική θεωρία ήταν επιφανειακή. Έδειξαν παντελή έλλειψη κατανόησης της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Η διαλεκτική μέθοδος, τους ήταν εντελώς ξένη, γεγονός που αργότερα τους οδήγησε και σε μια σειρά από αριστερίστικα λάθη στον τομέα της τακτικής.

Όπως έκαναν και άλλοι αναθεωρητές πριν (και έκτοτε), οι μπολσεβίκοι μαχιστές ύψωσαν μια κραυγή για «ελευθερία στην κριτική». Επέμεναν ότι δεν ήταν εναντίον του μαρξισμού, αλλά ότι ήθελαν απλώς να τον «επικαιροποιήσουν», σύμφωνα με τις «τελευταίες ανακαλύψεις» της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Αλλά αυτό ήταν απλώς μια απόσπαση της προσοχής από το γεγονός ότι οι ίδιοι απομακρύνονταν από τον μαρξισμό και ότι ήθελαν να σύρουν το κόμμα μαζί τους.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έδωσαν πολλούς αγώνες ενάντια στον ιδεαλιστικό αναθεωρητισμό, με πιο διάσημη περίπτωση την πολεμική του Ένγκελς ενάντια στον Ευγένιο Ντίρινγκ. Η ταξική πάλη άλλωστε, όπως τόνιζε επανειλημμένα ο Λένιν, δεν είναι μόνο ένας οικονομικός και πολιτικός αγώνας, αλλά εξίσου και ένας φιλοσοφικός αγώνας.

Ο Λένιν δεν είχε κρύψει ποτέ τις διαφορές του με τον Μπογκντάνοφ στο ζήτημα της φιλοσοφίας. Αλλά για αρκετά χρόνια, ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί του και να αξιοποιήσει τις άλλες δεξιότητές του για το κόμμα. Ωστόσο, μόλις ο Λένιν αντιλήφθηκε τις συστηματικές προσπάθειες υπονόμευσης της φιλοσοφικής βάσης του μαρξισμού, ξεκίνησε έναν αποφασιστικό αγώνα για να υπερασπιστεί τις θεμελιώδεις ιδέες του μαρξισμού ενάντια στους μαχιστές. Η υψηλότερη έκφραση αυτού του αγώνα ήταν η δημοσίευση το 1909 του έργου «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός».

Ο Λένιν ήταν πολύ ξεκάθαρος ως προς το τι σήμαινε ουσιαστικά η επίθεση των μαχιστών στον μαρξισμό: «…έχουμε ανάμεσά μας ανθρώπους που θα ήθελαν να τους θεωρούμε μαρξιστές, αλλά που φέρνουν στις μάζες μια φιλοσοφία που πλησιάζει πολύ τον φιντεϊσμό» (3). (VI Lenin, Materialism and Empirio-criticism, Wellred Books, 2021, σελ. 55.)

Υλισμός και ιδεαλισμός

Όπως συμβαίνει συνήθως με τους αναθεωρητές, ο Μπογκντάνοφ και ο Λουνατσάρσκι προσπάθησαν να συγκαλύψουν τη ρήξη τους με τον μαρξισμό με μια σειρά από ανέντιμα τεχνάσματα. Αλλά ο Λένιν έσκισε αλύπητα τη μάσκα τους για να αποκαλύψει το αντιδραστικό ιδεαλιστικό περιεχόμενο που κρυβόταν από κάτω.

Αυτό το βιβλίο αντιπαρατίθεται στον ιδεαλισμό σε όλες τις εκφάνσεις του. Με τον ίδιο διεξοδικό τρόπο που ο Ένγκελς απάντησε στις ιδέες του Ντίρινγκ, ο Λένιν παραθέτει εκτενή αποσπάσματα από τα φιλοσοφικά γραπτά των Ρώσων μαχιστών, καθώς και από τα γραπτά άλλων επιστημόνων και φιλοσόφων. Ο στόχος του ήταν να αναδείξει την πραγματική διαφορά μεταξύ του μαρξιστικού διαλεκτικού υλισμού και του υποκειμενικού ιδεαλισμού των μαχιστών. Σε αυτό τα κατάφερε περίφημα.

Τόσο σοβαρά αντιμετώπιζε ο Λένιν αυτόν τον ιδεολογικό αγώνα που ήταν έτοιμος να έρθει σε ρήξη με ολόκληρη την ηγεσία της μπολσεβίκικης τάσης γι’ αυτά τα ζητήματα. Η διάσπαση συνέβη το 1909, όταν ο Λένιν επέλεξε να έρθει σε ρήξη με τον Μπογκντάνοφ και τον Λουνατσάρσκι, αντί να κάνει την παραμικρή παραχώρηση στον αναθεωρητισμό τους και στην αριστερίστικη πολιτική τους. Αυτό έγινε μετά από σχεδόν δύο χρόνια εσωτερικής πάλης. Ωστόσο, μέχρι τη στιγμή που συνέβη η διάσπαση, ο Λένιν είχε καταφέρει να κερδίσει την πλειοψηφία του κόμματος στην άποψη του διαλεκτικού υλισμού, και ήταν ο Μπογκντάνοφ και οι μαχιστές εκείνοι που έφυγαν.

Ο υλισμός απορρίπτει την ιδέα ότι το μυαλό και η συνείδηση είναι κάτι ξεχωριστό από την ύλη. Η σκέψη είναι απλώς ο τρόπος ύπαρξης του εγκεφάλου, ο οποίος, όπως και η ίδια η ζωή, είναι μόνο ύλη οργανωμένη με συγκεκριμένο τρόπο. «Νους» είναι το σύνολο της δραστηριότητας του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος. Όμως, το «όλο» είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών. Αυτή η άποψη ανταποκρίνεται πιστά στις ανακαλύψεις της επιστήμης, η οποία σταδιακά αποκαλύπτει τις λειτουργίες του εγκεφάλου και αποκαλύπτει τα μυστικά του.

Ο ιδεαλισμός επιμένει να παρουσιάζει τη συνείδηση ως «μυστήριο». Μυστικοποιεί τη φυσική και την αιτιακή σχέση μεταξύ του σκεπτόμενου νου και του ανθρώπινου σώματος. Αυτό το λεγόμενο πρόβλημα «νου-σώματος» προκύπτει λόγω του γεγονότος ότι τα ψυχικά φαινόμενα φαίνεται να είναι ποιοτικά διαφορετικά από τα φυσικά σώματα από τα οποία εξαρτώνται. Ο συνεπής υλισμός, ωστόσο, υποστηρίζει ότι το μυαλό και το σώμα αποτελούν μια ουσία.

Η ιδεαλιστική τάση στη φιλοσοφία είναι τουλάχιστον τόσο παλιά όσο ο Πλάτωνας και ο Πυθαγόρας, οι οποίοι έβλεπαν τον φυσικό κόσμο ως μια κακή μίμηση της τέλειας Ιδέας (Μορφής), που υπήρχε πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Αυτή είναι μια άποψη που ταιριάζει πολύ καλά στα συμφέροντα της θρησκευτικής ιεραρχίας, η οποία υπερασπίζεται τις αρχέγονες προκαταλήψεις για την ψυχή, τη ζωή μετά τον θάνατο και όλα τα άλλα θρησκευτικά σκουπίδια που έχουν συσσωρευθεί στον ανθρώπινο εγκέφαλο από τους πιο μακρινούς και πρωτόγονους χρόνους. Πίσω από την «αξιοσέβαστη» πρόσοψη του φιλοσοφικού ιδεαλισμού κρύβεται η θρησκεία και η δεισιδαιμονία.

Σε όλη την ιστορία, η θρησκεία ήταν εμπόδιο στην πρόοδο της επιστήμης. Η Εκκλησία είναι εχθρική προς την πρόοδο της γνώσης επειδή κάθε βήμα προς τα εμπρός στην επιστήμη αφαιρεί ακόμη μια βάση για τη θρησκευτική δεισιδαιμονία. Η θρησκεία βασίζεται στην τυφλή πίστη, όχι στη γνώση.

Η Εκκλησία προσπάθησε να φράξει τον δρόμο της επιστήμης με τα πυρά της Ιεράς Εξέτασης, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο 16ος και ο 17ος αιώνας ήταν μια περίοδος κατά την οποία η φιλοσοφία διατηρούσε ακόμα όλο της το σθένος. Η φιλοσοφία ήταν επιστήμη και η επιστήμη φιλοσοφία. Σε αυτόν τον γενναίο νέο κόσμο, φαινόταν ότι ο Θεός δεν είχε θέση.

Ο πιο ένθερμος αντίπαλος του υλισμού εκείνη την εποχή ήταν ο Τζορτζ Μπέρκλεϋ (1685-1753). Ο Μπέρκλεϋ ήταν ένας Άγγλος που έγινε επίσκοπος στην Ιρλανδία. Υποστήριξε ότι η ίδια η ύλη δεν υπήρχε και ότι ο κόσμος δημιουργείται μόνο όταν παρατηρείται. Επιτέθηκε στην έννοια της ύλης με το σκεπτικό ότι ήταν τόσο γεμάτη από αντιφάσεις που ήταν άχρηστη στην αναζήτηση της γνώσης.

Ο Επίσκοπος Μπέρκλεϋ ανέπτυξε τον υποκειμενικό του ιδεαλισμό ως απάντηση σε αυτό που έβλεπε ως υλιστικό αθεϊσμό του Νεύτωνα και των άλλων επιστημόνων της εποχής του. Απέρριψε τον απειροστικό λογισμό του Νεύτωνα και του Λάιμπνιτς, επειδή η αναγνώριση της άπειρης διαιρετότητας του «πραγματικού χώρου» έρχεται σε αντίθεση με τα βασικά αξιώματα της φιλοσοφίας του. Χρησιμοποίησε τα επιχειρήματα του εμπειρισμού για να αντικρούσει τον υλισμό και να υπερασπιστεί τη θρησκεία. Αυτό το έκανε για να καταπολεμήσει τον αθεϊσμό που ένιωθε –πολύ σωστά– ότι κέρδιζε έδαφος ως αποτέλεσμα της προόδου της επιστήμης.

Ο Επίσκοπος Μπέρκλεϋ έδειξε πολύ ευρηματικά ότι η λογική του εμπειρισμού, όταν φτάσει στα άκρα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να αποδείξουμε την ύπαρξη του φυσικού κόσμου ανεξάρτητα από τις αισθήσεις μας. Προερχόμενος από την αναμφισβήτητη πρόταση «Ερμηνεύω τον κόσμο μέσω των αισθήσεών μου», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα εκτός από τις αισθήσεις μου.

Αυτό το φιλοσοφικό δόγμα, όπου το υποκείμενο καθορίζει το «είναι», ονομάζεται υποκειμενικός ιδεαλισμός. Η αναπόφευκτη προέκτασή του είναι ο σολιψισμός (σ.τ.μ: από το λατινικό «solus ipse» δηλαδή «ο ίδιος μόνο») που υποστηρίζει ότι «υπάρχω μόνο εγώ». Εφόσον η αντίληψη των αισθήσεών μου καθορίζει το «είναι», δεν μπορώ να αποδείξω την ύπαρξη κανενός άλλου πράγματος εκτός από τον εαυτό μου.

Όμως αν ισχύει αυτό, τότε πού χωράει ο Θεός; Σίγουρα και αυτός πρέπει να είναι απλώς ένα αποκύημα της φαντασίας μου. Ο Μπέρκλεϊ δεν ήταν ανόητος. Γνώριζε καλά αυτό το άβολο γεγονός και προσπάθησε να το προσπεράσει μιλώντας για την ύπαρξη μιας πληθώρας πνευματικών ουσιών και επίσης ενός «κοσμικού νου» (Θεού).

Η θεωρία της γνώσης

Η θεωρία της γνώσης – γνωστή και ως επιστημολογία – κατέχει κεντρική θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας και βρίσκεται στο επίκεντρο της διαφοράς μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού.

Το λεγόμενο πρόβλημα υποκειμένου-αντικειμένου έχει απασχολήσει την προσοχή των φιλοσόφων για αιώνες. Ασχολείται με την ανάλυση της ανθρώπινης εμπειρίας, και του τι είναι «υποκειμενικό» και τι είναι «αντικειμενικό». Πώς γνωρίζουμε τον από εμάς «έξω» κόσμο; Το ερώτημα τίθεται προϋποθέτοντας ότι υπάρχει α) το σκεπτόμενο «υποκείμενο» («εγώ»), και β) το αντικείμενο της σκέψης (ο «εξωτερικός» κόσμος).

Αυτό το ερώτημα είχε ήδη τεθεί στα γραπτά του Αριστοτέλη, αλλά με τη σύγχρονη (γνωσιολογική) έννοια, χρονολογείται από τον 17ο αιώνα, και το έθεσαν αστοί φιλόσοφοι όπως ο Ρενέ Ντεκάρτ και ο Τζων Λοκ. Ο Ντεκάρτ, ο οποίος ήταν ιδεαλιστής, εισήγαγε την έννοια του δυϊσμού. Ο δυϊσμός του Ντεκάρτ προσεγγίζει το μυαλό και το σώμα ως δύο εντελώς ξεχωριστές ουσίες. Η ανυπέρβλητη δυσκολία με τον δυϊσμό είναι η εξής: εάν ο νους είναι εντελώς διαφορετικός από το φυσικό σώμα, τότε πώς μπορούν να αλληλεπιδράσουν;

Τώρα πλέον γνωρίζουμε τι δεν ήξερε ο Ντεκάρτ για τις λειτουργίες της φύσης, τον κόσμο των μορίων, των ατόμων και των υποατομικών σωματιδίων, των ηλεκτρικών ερεθισμάτων που διέπουν τις λειτουργίες του εγκεφάλου. Στη θέση μιας μυστηριώδους ψυχής, αρχίζουμε να αποκτούμε μια επιστημονική κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος και του εγκεφάλου. Οι ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης έδιωξαν για πάντα την έννοια της συνείδησης ως ανεξάρτητου «πράγματος». Ωστόσο, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτή η μυστικιστική ανοησία δεν στερείται υποστηρικτών ακόμη και στον 21ο αιώνα.

Το πρώτο ερώτημα είναι «τι είναι γνωστό;». Το δεύτερο είναι το «πώς» γνωρίζουμε όλα αυτά που γνωρίζουμε. Αυτό ουσιαστικά επιχειρεί να απαντήσει η γνωσιολογία. Όταν λέμε ότι όλη η γνώση βασίζεται στην εμπειρία, αυτό δεν σημαίνει καθόλου την προσωπική μας εμπειρία, αλλά περιλαμβάνει όλη τη συλλογική εμπειρία των ανθρώπων σε μια περίοδο εκατοντάδων χιλιάδων ετών.

Σχετικά με αυτό, ο Τρότσκι έγραψε λίγο πριν τη δολοφονία του: «”Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τον κόσμο εκτός από αυτά που μας παρέχονται μέσω της εμπειρίας”. Αυτό είναι σωστό εάν κάποιος δεν κατανοεί την εμπειρία με την έννοια της άμεσης μαρτυρίας των πέντε αισθήσεών μας. Αν αναγάγουμε την ύλη στην εμπειρία με τη στενή εμπειρική έννοια, τότε είναι αδύνατο να καταλήξουμε σε οποιαδήποτε κρίση που θα αφορά είτε την προέλευση του είδους είτε, ακόμη λιγότερο, τον σχηματισμό του φλοιού της γης. Το να πεις ότι η βάση για όλα είναι η εμπειρία είναι σαν να πεις πάρα πολλά, αλλά και να μην πεις τίποτα απολύτως. Η εμπειρία είναι η ενεργός αλληλεπίδραση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου. Το να αναλύσουμε την εμπειρία χωρίς αυτήν την προσέγγιση, δηλαδή έξω από το αντικειμενικό υλικό περιβάλλον του ερευνητή που είναι εντιμέτωπος με αυτήν και που από μια άλλη σκοπιά είναι μέρος αυτού του περιβάλλοντος – το να το κάνουμε αυτό σημαίνει ότι διαλύουμε την εμπειρία σε μια άμορφη ενότητα, στην οποία δεν υπάρχει ούτε αντικείμενο, ούτε υποκείμενο, αλλά μόνο η μυστικιστική φόρμουλα της εμπειρίας..» (L. Trotsky, Writings of Leon Trotsky: 1939-1940.)

Επομένως, η γνώση δεν περιορίζεται στη στενή σφαίρα της ατομικής αντίληψης, αφού, για να κατανοήσουμε τις περιορισμένες πληροφορίες που προέρχονται από την ατομική μας εμπειρία, πρέπει να βασιστούμε σε μια τεράστια ποσότητα πληροφοριών που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά με τη μορφή θεωρητικών αφαιρέσεων. Η λέξη αφαίρεση προέρχεται από το λατινικό «προέρχεται από», το οποίο δείχνει πολύ καθαρά πώς όλες οι θεωρητικές γενικεύσεις (συμπεριλαμβανομένων των πιο αφηρημένων μαθηματικών τύπων) προέρχονται τελικά από την παρατήρηση του φυσικού κόσμου. Μετράμε μέχρι το δέκα, όχι επειδή το δεκαδικό σύστημα είναι ανώτερο από οποιοδήποτε άλλο, αλλά μόνο επειδή έχουμε δέκα δάχτυλα.

Μόλις καθιερωθούν αυτές οι αφαιρέσεις, φαίνεται να αποκτούν μια δική τους ζωή και να παρέχουν ένα ισχυρό εργαλείο για την κατανόηση του κόσμου και ένα απαραίτητο όργανο για την πρόοδο της επιστήμης.

Η φυσική προέλευση της συνείδησης

Η πρόοδος της επιστήμης έχει δώσει τις απαντήσεις που εξηγούν τη φυσική προέλευση της συνείδησης. Τώρα γνωρίζουμε ότι η δράση των νευρικών κυττάρων είναι τόσο ηλεκτρική, όσο και χημική. Στα άκρα κάθε νευρικού κυττάρου υπάρχουν εξειδικευμένες περιοχές, τα άκρα των συνάψεων, τα οποία περιέχουν μεγάλους αριθμούς μικροσκοπικών μεμβρανωδών σάκων που συγκρατούν χημικές ουσίες νευροδιαβιβαστών. Αυτές οι χημικές ουσίες μεταδίδουν νευρικές ωθήσεις από το ένα νευρικό κύτταρο στο άλλο. Αφού μια ηλεκτρική νευρική ώθηση έχει ταξιδέψει κατά μήκος ενός νευρώνα, διεγείρει την απελευθέρωση νευροδιαβιβαστών από τους σάκους των άκρων των συνάψεων.

Οι νευροδιαβιβαστές ταξιδεύουν κατά μήκος της σύναψης (διασταύρωση μεταξύ των γειτονικών νευρώνων) και διεγείρουν την παραγωγή ηλεκτρικού φορτίου, το οποίο μεταφέρει τη νευρική ώθηση προς τα εμπρός. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, έως ότου ένας μυς μετακινηθεί ή χαλαρώσει ή σημειωθεί μια αισθητική εντύπωση από τον εγκέφαλο. Αυτά τα ηλεκτροχημικά συμβάντα μπορούν να θεωρηθούν η «γλώσσα» του νευρικού συστήματος, με την οποία οι πληροφορίες μεταδίδονται από το ένα μέρος του σώματος στο άλλο.

Αυτή η επιστημονική εξήγηση καταργεί αμέσως τη μυστικιστική-ιδεαλιστική θεώρηση της σκέψης και της συνείδησης ως κάτι το μυστηριώδες και ανεξήγητο. Εντούτοις, έχει εισαχθεί σύγχυση στο ζήτημα αυτό από τους φιλοσόφους, οι οποίοι, σε ορισμένες περιπτώσεις, σκόπιμα, διαστρεβλώνουν, παρερμηνεύουν και αγνοούν τα γεγονότα με σκοπό να διακινούν θρησκευτικές και μυστικιστικές ιδέες.

Αισθησιαρχία

Η προέλευση αυτής της σύγχυσης στη γνωσιολογία βρίσκεται στον 17ο αιώνα, όταν η ανθρωπότητα πάλευε να απελευθερωθεί από τον θρησκευτικό σκοταδισμό του Μεσαίωνα. Ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός ήταν τότε η ανάπτυξη του εμπειρισμού στην Αγγλία.

Στις πρώτες μέρες του ο εμπειρισμός έπαιξε προοδευτικό και επαναστατικό ρόλο, όταν στράφηκε εναντίον της Εκκλησίας και διακήρυξε την ελευθερία της επιστήμης και την υπεροχή της παρατήρησης και του πειράματος έναντι του δόγματος. Οι πρώτοι εμπειριστές (Μπέικον, Λοκ και Χομπς) ήταν υλιστές. Το σύνθημα μάχης τους ήταν «Nihil est in intellectu quod non sit prius in sensu», δηλαδή «Τίποτα δεν υπάρχει στο μυαλό που δεν ήταν πρώτα στις αισθήσεις».)

Η επιμονή τους στην αισθητηριακή αντίληψη ως βάση όλης της γνώσης αντιπροσώπευε στην εποχή της ένα γιγάντιο άλμα προς τα εμπρός σε σχέση με τις κενές εικασίες των μεσαιωνικών Σχολαστικών. Άνοιξε το δρόμο για την ταχεία επέκταση της επιστήμης, βασισμένη στην εμπειρική έρευνα, την παρατήρηση και το πείραμα. Ωστόσο, παρά τον επαναστατικό χαρακτήρα της, αυτή η πρώιμη μορφή υλισμού ήταν μονόπλευρη, περιορισμένη και επομένως ημιτελής. Η μονομέρεια του εμπειρισμού αφήνει ανοιχτή την πόρτα στον υποκειμενικό ιδεαλισμό, ο οποίος αρνείται την ύπαρξη μιας υλικής πραγματικότητας ανεξάρτητης από τον παρατηρητή.

Τις μεγάλες προόδους που έγιναν από τους πρώτους Άγγλους υλιστές Χομπς και Λοκ διαδέχθηκε ο επιφανειακός τους επίγονος, Ντέιβιντ Χιουμ, ο οποίος αργότερα άσκησε αρνητική επιρροή στην φιλοσοφία του Καντ. Στον επίσκοπο Τζορτζ Μπέρκλεϋ, αυτή η μορφή υποκειμενικού ιδεαλισμού βρήκε τον πιο σταθερό συνήγορο.

Αυτός ο μονόπλευρος εμπειρισμός, δηλαδή ο υποκειμενικός ιδεαλισμός, έχει επανειλημμένα κάνει αισθητή την επιρροή του τόσο στη σύγχρονη αστική φιλοσοφία, όσο και στην επιστήμη με μια ποικιλία διαφορετικών μεταμφιέσεων. Μια από τις πιο ολέθριες μορφές του ήταν ο λεγόμενος λογικός θετικισμός. Κάτω από την επίδρασή του, ο Αυστριακός επιστήμονας Ερνστ Μαχ, με τον οποίο ο Λένιν ασχολείται διεξοδικά στο βιβλίο του, αρνήθηκε την ύπαρξη των ατόμων, αφού αυτά δεν μπορούσαν ούτε να φανούν, ούτε να γίνουν αισθητά, ούτε να ακουστούν.

Η φιλοσοφική απάτη του υποκειμενικού ιδεαλισμού

Το βασικό επιχείρημα του υποκειμενικού ιδεαλισμού ξεκινά από την ακόλουθη υπόθεση: «Γνωρίζω τον κόσμο μέσω των αισθήσεών μου». Αυτή η δήλωση είναι αληθινή και αδιαμφισβήτητη. Μπορώ να γνωρίσω τον κόσμο μόνο μέσω των αισθήσεών μου. Αλλά, όπως έχουμε επισημάνει, πρέπει να προσθέσουμε σε αυτό μια άλλη δήλωση: ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από τις αισθήσεις μου. Αλλιώς πέφτουμε στις πιο χονδροειδείς αντιφάσεις και παραλογισμούς.

Ολόκληρη η επιστήμη βασίζεται ακριβώς στο ότι α) ο κόσμος υπάρχει έξω από τον εαυτό μας, και β) καταρχήν μπορούμε να τον καταλάβουμε. Η απόδειξη αυτών των ισχυρισμών συνίσταται σε περισσότερα από 2.000 χρόνια προόδου της επιστήμης, δηλαδή στη σταθερή πρόοδο της γνώσης έναντι της άγνοιας.

Η ίδια η λέξη επιστήμη προέρχεται από τη λατινική λέξη «να γνωρίζω», ενώ η λέξη άγνοια είναι απλώς η λατινική λέξη για τη μη γνώση. Υπάρχουν, φυσικά, πολλά πράγματα που δεν γνωρίζουμε για το σύμπαν. Όμως ολόκληρη η ιστορία της επιστήμης αποδεικνύει πως ό,τι δεν γνωρίζουμε σήμερα θα το μάθουμε αύριο. Αυτή η συνεχής αναζήτηση της αλήθειας είναι η κινητήρια δύναμη για κάθε πρόοδο.

 Ο Λένιν στο βιβλίο του γράφει σχετικά με αυτό τα ακόλουθα: «Στη θεωρία της γνώσης, όπως και σε κάθε άλλο κλάδο της επιστήμης, πρέπει να σκεφτόμαστε διαλεκτικά, δηλαδή να μη θεωρούμε τη γνώση μας έτοιμη και αναλλοίωτη, αλλά να προσδιορίζουμε το πώς η γνώση αναδύεται από την άγνοια, το πώς η ελλιπής, ανακριβής γνώση γίνεται πιο πλήρης και πιο ακριβής. (VI Lenin, Materialism and Empirio-criticism, σελ. 78.)

Λογικός θετικισμός

Η επανεμφάνιση ιδεών που έχουν πεθάνει από καιρό με διαφορετικές μεταμφιέσεις αντανακλά την κρίση της αστικής ιδεολογίας. Αλλά από την άλλη πλευρά, αντανακλά επίσης το φιλοσοφικό κενό που έχει προκληθεί από το γεγονός ότι ο μαρξισμός υποχώρησε για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το 1909 το βιβλίο του Λένιν συνέτριψε ολοκληρωτικά τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Μαχ και του Αβενάριους. Αλλά ο ίδιος ο υποκειμενικός ιδεαλισμός είναι ζωντανός μέχρι σήμερα. Μεταφέρθηκε στη φιλοσοφία του 20ου αιώνα από τη σχολή που εκπροσωπούσε ο Ερνστ Μαχ και αργότερα ο Κύκλος της Βιέννης (Νιούραθ, Κάρναπ, Σλικ, Φρανκ και άλλοι) και από τον λογικό θετικισμό. Στη Βρετανία, υποστηρίχθηκε από τον καθηγητή Άλφρεντ Άιερ, του οποίου το βιβλίο «Γλώσσα, Αλήθεια και Λογική» είχε μεγάλη επιρροή στα πανεπιστήμια τη δεκαετία του 1960.

Η βασική θέση του βιβλίου του Άιερ είναι ότι η μόνη βέβαιη γνώση που μπορούμε να έχουμε είναι αυτό που αποκαλεί «περιεχόμενα της αίσθησης». Στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του, αυτή η θέση αναπτύσσεται και επαναλαμβάνεται με διαφορετικούς τρόπους, δίνοντας την εντύπωση μιας  ακαταμάχητης αλυσίδας λογικής. Αλλά όλη η κατασκευή καταρρέει τη στιγμή που προσπαθεί να εξηγήσει από τι πραγματικά αποτελούντα αυτά τα περιεχόμενα.

Ας θέσουμε το ερώτημα πολύ απλά, έτσι ώστε ακόμη και ένας καθηγητής πανεπιστημίου να μπορεί να το καταλάβει: μπορεί να υπάρχουν περιεχόμενα αίσθησης χωρίς μάτια, αυτιά και υλικό εγκέφαλο; Μπορεί να υπάρξει υλικός εγκέφαλος χωρίς κεντρικό νευρικό σύστημα και υλικό σώμα; Και μπορεί να υπάρξει ένα υλικό σώμα χωρίς την ύπαρξη φυσικού περιβάλλοντος που να του παρέχει τα απαραίτητα για την ύπαρξή του μέσα διατροφής;

Περιττό να πούμε ότι καμία από αυτές τις ερωτήσεις δεν απαντάται, ούτε καν τίθεται. Ως συνήθως, ο συγγραφέας υποθέτει αυτό που πρέπει να αποδειχθεί και μετά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το έχει αποδείξει! Παρά την «έξυπνη» και εκλεπτυσμένη εμφάνισή του, αυτός είναι ένας τρόπος σκέψης παιδικός με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, όπως όταν ένα μωρό κλαίει όταν η μητέρα του φεύγει από το δωμάτιο, γιατί γι’ αυτό έχει πάψει να υπάρχει.

Αυτές οι ιδέες αντιπροσωπεύουν την οπτική της μικροαστικής διανόησης, για την οποία όλα ξεκινούν και τελειώνουν με το «εγώ». «Η επιχείρησή μου, η καριέρα μου, η ατομικότητά μου, τα συναισθήματά μου, η καταπίεσή μου, η εμπειρία μου, ο αγώνας μου ενάντια στον άδικο κόσμο, που δεν με καταλαβαίνει» κ.ο.κ. «Και αν ο κόσμος δεν συμμορφώνεται με εμένα, κάτι δεν πάει καλά με τον κόσμο».

Αυτό συνοψίζει την κοσμοθεωρία της μικροαστικής διανόησης και καθορίζει ολόκληρη την ψυχολογία της. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο υποκειμενικός ιδεαλισμός είναι ο φυσικός της φιλοσοφικός βιότοπος. Έχει την ίδια γοητεία για τον μικροαστό «σκεπτόμενο» όπως ένα δοχείο με μέλι για μια μύγα.

Αυτή η θεωρία είναι απολύτως άχρηστη. Δεν μπορεί να προωθήσει τη γνώση μας ούτε κατά ένα χιλιοστό. Τι διαφορά έχει για έναν χημικό στο εργαστήριό του να αρνείται ότι οι χημικές ουσίες στον δοκιμαστικό σωλήνα του έχουν αντικειμενική ύπαρξη ή να τις περιγράφει ως απλώς μια συλλογή  περιεχομένων αίσθησης; Στο τέλος της ημέρας, πρέπει ακόμα να πραγματοποιήσει τα πειράματά του για να προσπαθήσει να προσδιορίσει σε τι συνίσταται η πραγματικότητα αυτών των «εξωπραγματικών» αντικειμένων. Και αφού ο καθηγητής Άιερ περνάει όλη την ημέρα του αρνούμενος την αντικειμενικότητα της ύλης, προφανώς δεν αρνήθηκε να φάει το δείπνο του με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα.

Αναμφίβολα, οι φίλοι μας οι λογικοί θετικιστές θα απορρίψουν αυτά τα επιχειρήματα ως «αφελή ρεαλισμό», εννοώντας τον υλισμό. Αυτή είναι μια λέξη που χρησιμοποιούν για να αποκρούσουν κάθε πιθανή κριτική. Από την πλευρά μας, προτιμούμε να χρησιμοποιούμε την ίδια απλοϊκή γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Λένιν όταν αναφερόταν στους υποκειμενικούς ιδεαλιστές απλώς ως «στόκους». Αυτός είναι ένας επαρκής χαρακτηρισμός για ανθρώπους που προσπαθούν να προβάλουν γελοίες αντιλήψεις ως σοβαρά επιχειρήματα.

Στο «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», ο Λένιν δείχνει ότι ο υποκειμενικός ιδεαλισμός οδηγεί αναπόφευκτα στον σολιψισμό. Οι περισσότεροι λογικοί θετικιστές προσπαθούν να απορρίψουν την κατηγορία του σολιψισμού, να την αρνηθούν με αγανάκτηση, να μπερδέψουν το θέμα με κάθε είδους περίπλοκη και παράλογη ορολογία ή απλώς να την απορρίψουν ως αστεία. Απομένει όμως το να απαντήσουν σ’ αυτήν.

Για δεκαετίες οι υποστηρικτές του λογικού θετικισμού παρουσίαζαν αλαζονικά τις ιδέες τους ως «η φιλοσοφία της επιστήμης». Εδώ υπάρχει μια βαθιά ειρωνεία, αφού κατηγόρησαν και τον διαλεκτικό υλισμό (χωρίς το παραμικρό επιχείρημα) ότι φιλοδοξεί να μπει στο ρόλο της «Βασίλισσας των Επιστημών».

Με την πρόοδο της επιστήμης, η ανοιχτή υποστήριξη για τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, όπως και τη θρησκεία πριν από αυτόν, γίνεται όλο και πιο αβάσιμη. Ωστόσο, παραδόξως, οι ιδέες (ή μάλλον οι προκαταλήψεις) του υποκειμενικού ιδεαλισμού εξακολουθούν να ασκούν ισχυρή επιρροή στο μυαλό ορισμένων επιστημόνων, οι οποίοι επηρεάστηκαν από την ανοησία του λογικού θετικισμού στα φοιτητικά τους χρόνια και δεν συνήλθαν ποτέ από αυτή την εμπειρία.

Πώς έθεταν το ζήτημα ο Μαρξ και ο Ένγκελς

Στο βιβλίο του «Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασσικής γερμανικής φιλοσοφίας», ο Ένγκελς αναφέρει ότι το βασικό ζήτημα όλης της φιλοσοφίας, ιδιαίτερα της σύγχρονης φιλοσοφίας, είναι η σχέση «σκέψης και ύπαρξης», «πνεύματος και φύσης». Στη συνέχεια προχωρά στην τοποθέτηση ενός από τα σημαντικότερα ερωτήματα της φιλοσοφίας, της βάσης της θεωρίας της γνώσης. Ρωτάει: «Ποια σχέση έχουν οι σκέψεις μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει με αυτόν τον ίδιο τον κόσμο; Είναι η σκέψη μας ικανή για τη γνώση του πραγματικού κόσμου; Είμαστε σε θέση στις ιδέες και τις αντιλήψεις μας για τον πραγματικό κόσμο να παράγουμε μια σωστή αντανάκλαση της πραγματικότητας;» (F. Engels,  Ludwig Feuerbach and the End of Classical German Philosophy , Marx and Engels Collected Works (εφεξής θα αναφέρεται ως MECW), Τόμος 26, Lawrence and Wishart, σελ. 367).

«Η συντριπτική πλειοψηφία των φιλοσόφων δίνει μια καταφατική απάντηση σε αυτό το ερώτημα», λέει ο Ένγκελς, συμπεριλαμβάνοντας όχι μόνο όλους τους υλιστές, αλλά και τους πιο συνεπείς ιδεαλιστές όπως ο Χέγκελ, που θεωρούσαν τον πραγματικό κόσμο ως την υλοποίηση μιας μυστικιστικής «απόλυτης ιδέας». Αλλά προσθέτει: «Επιπλέον, υπάρχει ένα ακόμη σύνολο φιλοσόφων – αυτοί που αμφισβητούν τη δυνατότητα οποιασδήποτε γνώσης, ή τουλάχιστον μιας εξαντλητικής γνώσης, του κόσμου. Ανάμεσά τους, από τους πιο πρόσφατους, βρίσκουμε τον Χιουμ και τον Καντ, και έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της φιλοσοφίας.» (Στο ίδιο, σελ. 367).

Έτσι, βλέπουμε ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα τρεις τάσεις στη φιλοσοφία: δύο συνεπείς ή μονιστικές τάσεις, ο υλισμός και ο ιδεαλισμός, και μια ασυνεπής τάση, η οποία αμφιταλαντεύεται μεταξύ εμπειρικού υλισμού και υποκειμενικού ιδεαλισμού. Η πληρέστερη έκφραση της τελευταίας αυτής σχολής σκέψης δόθηκε από τη φιλοσοφία του Εμάνουελ Καντ. Ο Χιουμ και ο Καντ, οι πραγματικοί πρόγονοι του λογικού θετικισμού, έτειναν και οι δύο να διαχωρίζουν το «φαινόμενο» από αυτό που φαίνεται, την αντίληψη από αυτό που γίνεται αντιληπτό, το «πράγμα για εμάς» από το «πράγμα καθαυτό».

Ο Καντ παραδέχθηκε την ύπαρξη του υλικού κόσμου, αλλά προσπάθησε να θέσει ένα όριο πέρα από τον κόσμο όπως εμφανίζεται, το «πράγμα καθαυτό», το οποίο δήλωσε ως «άγνωστο», κάτι θεμελιωδώς διαφορετικό από το φαινόμενο, που ανήκει στο «πέραν», είναι απρόσιτο από τη γνώση, αλλά αποκαλύπτεται στην πίστη. Εδώ η αίσθηση αντίληψης εμφανίζεται ως ένας τρίτος όρος που διαχωρίζει τον εξωτερικό φυσικό κόσμο από το υποκείμενο που αντιλαμβάνεται (το Εγώ). Οι αισθήσεις εμφανίζονται ως εμπόδιο στην πραγματική γνώση, παρά ως γέφυρα για την κατανόηση του φυσικού κόσμου και έτσι κυριαρχούν σε αυτόν.

Το καντιανό τρικ ήταν το να συγχέεται αυτό που δεν έχει ακόμα εξηγηθεί με το άγνωστο. Στην πραγματικότητα, το «πράγμα καθαυτό»σταδιακά  γίνεται ένα «πράγμα για μας» μέσω της συνεχούς προόδου της ανθρώπινης συνείδησης, της επιστήμης, της βιομηχανίας και της τεχνολογίας. Μέσα από αυτή την πρόοδο, αυτό που μας ήταν άγνωστο χθες είναι γνωστό σήμερα ή θα γίνει γνωστό αύριο.

Για τους μαρξιστές οι ανθρώπινες ιδέες και έννοιες δεν είναι σε τελική ανάλυση παρά αντανακλάσεις του υλικού κόσμου. Η αλήθεια αυτών των ιδεών ελέγχεται και, αν χρειαστεί, οι ιδέες αναπροσαρμόζονται, στη βάση της ανθρώπινης δράσης.

Η άποψη του υλισμού

Ο παλιός, μη διαλεκτικός, μηχανιστικός υλισμός δεν μπόρεσε να λύσει αυτό το πρόβλημα και να καταλήξει σε μια επιστημονική κατανόηση της πραγματικής σχέσης μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου. Αυτό πραγματεύεται ο Μαρξ στις «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ». Ο πρώιμος υλισμός περιορίστηκε από το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν η επιστήμη της εποχής, η οποία ήταν πολύ άκαμπτη και μηχανιστική (ο Ένγκελς τον περιέγραφε ως «μεταφυσική οπτική», αν και σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη μεταφυσική διαφορετικά).

Η μηχανική βλέπει τη σχέση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου με έναν απλοϊκό, στατικό και μονόπλευρο τρόπο: ώθηση, τράβηγμα, μοχλοί, τροχαλίες κ.λπ. Όλη η κίνηση μεταδίδεται από έξω. Το μηχανικό σύμπαν του Νεύτωνα απαίτησε από τον Παντοδύναμο να του δώσει μια ώθηση για να το θέσει σε κίνηση, αλλά μετά από αυτό λειτούργησε τέλεια, σαν ρολόι. Η σχέση ήταν παθητική και μονόπλευρη. Σε αυτό το κουρδιστό σύμπαν, υπάρχει ελάχιστος ή καθόλου χώρος για υποκειμενική δραστηριότητα και δημιουργική πρωτοβουλία. Κάθε δράση είναι προκαθορισμένη από τους Αιώνιους Νόμους της Φύσης.

Αντίθετα, οι ιδεαλιστές υπερτόνιζαν τον ρόλο του υποκειμένου, θεωρώντας το ως πολύ σημαντικό. Από το υποκείμενο άντλησαν ακόμη και την ύπαρξη του αντικειμένου. Η σύλληψη της δραστηριότητας του υποκειμένου αναπτύχθηκε από τον αντικειμενικό ιδεαλιστή Χέγκελ. Αυτό εννοούσε ο Μαρξ όταν έλεγε ότι το υποκειμενικό στοιχείο αναπτύχθηκε από τους ιδεαλιστές και όχι από τους υλιστές. Η συνένωση των δύο στοιχείων, της έννοιας της δραστηριότητας του υποκειμένου των ιδεαλιστών και της έννοιας της αντικειμενικότητας του υλικού κόσμου, ήταν το κλειδί για την επίλυση του προβλήματος.

Οι ιδέες του υποκειμενικού ιδεαλισμού αντιμετωπίζονται εύκολα όταν υιοθετήσουμε την άποψη της πράξης και προσεγγίσουμε τη θεωρία της γνώσης από μια συγκεκριμένη ιστορική σκοπιά και όχι από τη σκοπιά της κενής και στατικής αφαίρεσης. Αυτό τέθηκε από τον Μαρξ στη δεύτερη από τις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ: «Το ζήτημα, αν στην ανθρώπινη σκέψη μπορεί να αποδοθεί αντικειμενική αλήθεια, δεν είναι καθόλου ζήτημα θεωρίας, μα πρακτικό ζήτημα. Στην πράξη πρέπει ο άνθρωπος να αποδείξει την αλήθεια, δηλαδή την πραγματικότητα και την ισχύ, το εγκόσμιο της σκέψης [του]. Η φιλονικία για την πραγματικότητα ή μη πραγματικότητα ενός πράγματος, που έχει απομονωθεί από την πράξη, είναι ζήτημα καθαρά σχολαστικό. (K. Marx, «Theses On Feuerbach», MECW, Τόμος 5, σελ. 367.)

Τελικά, η αλήθεια του υλισμού παρέχεται από την ίδια την ιστορία της επιστήμης. Η ανθρωπότητα δεν συλλογίζεται απλώς τη φύση, αλλά τη μεταμορφώνει ενεργά, και αυτή η αδιάκοπη παραγωγική δραστηριότητα είναι που δείχνει την ορθότητα ή όχι των ιδεών. Ο Ένγκελς εξηγεί τα ακόλουθα: «Η πιο εύγλωττη διάψευση αυτής, όπως και όλων των άλλων φιλοσοφικών ιδιορρυθμιών, είναι η πράξη, δηλαδή ο πειραματισμός και η βιομηχανία. Εάν είμαστε σε θέση να αποδείξουμε την ορθότητα της αντίληψής μας για ένα φυσικό φαινόμενο, φέρνοντάς το στον εαυτό μας, παράγοντάς το έξω από τις συνθήκες του και κάνοντάς το να εξυπηρετήσει τους δικούς μας σκοπούς στο παζάρι, τότε το ακατάληπτο καντιανό “πράγμα καθαυτό” τελειώνει. Οι χημικές ουσίες που παράγονται στα σώματα των φυτών και των ζώων παρέμειναν ακριβώς τέτοια «πράγματα καθαυτά» μέχρι η οργανική χημεία να αρχίσει να τα παράγει το ένα μετά το άλλο, οπότε το “πράγμα καθαυτό” έγινε “πράγμα για εμάς”… ( F. Engels, Ludwig Feuerbach and the End of Classical German Philosophy, MECW, Τόμος 26, σελ. 367-368.)

Περίοδος παρακμής

Στην περίοδο της ιστορικής της ανόδου, η αστική τάξη έπαιξε έναν προοδευτικό ρόλο, όχι μόνο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και διευρύνοντας με τον τρόπο αυτό ισχυρά την κυριαρχία της ανθρωπότητας πάνω στη φύση, αλλά και στο να επεκτείνει τα σύνορα της επιστήμης, της γνώσης και του πολιτισμού.

Ο Λούθηρος, ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Λεονάρντο, ο Ντίρερ, ο Μπέικον, ο Κέπλερ, ο Γαλιλαίος και πολλοί άλλοι πρωτοπόροι του πολιτισμού λάμπουν σαν γαλαξίες, φωτίζοντας τη λεωφόρο της ανθρώπινης πολιτιστικής και επιστημονικής προόδου που άνοιξε η Μεταρρύθμιση και η Αναγέννηση.

Στα νιάτα της η αστική τάξη ήταν ικανή να παράγει μεγάλους στοχαστές: Λοκ, Χομπς, Καντ, Χέγκελ, Άνταμ Σμιθ και Ρικάρντο. Όμως κατά την περίοδο της παρακμής της, είναι ικανή να παράγει μόνο θορυβώδεις ψύλλους. Το τελευταίο μεγάλο κύμα παρακμιακών ιδεών ήρθε στις δεκαετίες του 1970, του 1980 και 1990 ως αντίδραση στις ήττες μιας σειράς επαναστάσεων παγκοσμίως, σε μια κατάσταση που επιδεινώθηκε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη της σχολής του μεταμοντερνισμού που τροφοδότησε τη μεταμοντερνιστική φιλοσοφία, τον μεταστρουκτουραλισμό, τη μετα-αποικιοκρατία, τη θεωρία queer και μια ολόκληρη σειρά από τις λεγόμενες θεωρίες που βασίζονται στην πολιτική ταυτοτήτων.

Όμως, ενώ οι ιδέες του Μαχ και του Αβενάριους, όπως έδειξε περίφημα ο Λένιν, ήταν αντίγραφα του Μπέρκλεϋ, του Καντ και του Χιουμ, οι ιδέες των σημερινών μεταμοντερνιστικών ιδιοφυιών είναι κακά αντιγραφά τους. Επιχειρώντας απελπισμένα να φανούν πρωτότυποι και προσπαθώντας να κρύψουν την ανικανότητά τους, γεμίζουν τα έργα τους με ακατανόητη, περίπλοκη και σκόπιμα διφορούμενη γλώσσα.

Κάθε μεμονωμένη φιλοσοφική σχολή τα τελευταία τουλάχιστον 150 χρόνια είναι απλώς μια παλινδρόμηση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, των παράλογων ιδεών του υποκειμενικού ιδεαλισμού – της πιο χοντροκομμένης, παράλογης και ανούσιας μορφής ιδεαλισμού. Η  μεταμοντερνιστική τρέλα είναι απλώς μια ακόμα από αυτές τις παραλλαγές. Είναι υπεύθυνη για τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό μιας ολόκληρης γενιάς φοιτητών φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια, οι οποίοι φαντάζονται ότι έχουν ανακαλύψει κάτι εντελώς νέο, ενώ στην πραγματικότητα απλώς επαναλαμβάνουν τους παραλογισμούς των προηγούμενων φιλοσοφικών συστημάτων, που είχαν ήδη συντριβεί ολοκληρωτικά από τον Λένιν από το 1908. Εδώ έχουμε την πιο εντυπωσιακή απόδειξη της ορθότητας της περίφημης θέσης του Μαρξ ότι «το κοινωνικό είναι καθορίζει τη συνείδηση».

Ο εκφυλισμός της αστικής φιλοσοφίας είναι μια αντανάκλαση του αδιεξόδου του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Ένα σύστημα που έχει γίνει παράλογο πρέπει να βασίζεται σε παράλογες ιδέες. Προσπαθώντας να διατηρήσει τον εαυτό της στην εξουσία, η αστική τάξη έχει στραφεί ενάντια στο ίδιο της το επαναστατικό παρελθόν. Στρεφόμενος ενάντια στις καλύτερες παραδόσεις του Διαφωτισμού, ο καπιταλισμός προσκολλάται όλο και πιο σκληρά στους σύγχρονους απογόνους του φεουδαρχικού μυστικισμού και του σχολαστικισμού.

Ένας άνθρωπος στην άκρη ενός γκρεμού δεν είναι ικανός για ορθολογική σκέψη. Οι ιδεολόγοι της αστικής τάξης διαισθάνονται ότι το σύστημα που υπερασπίζονται φτάνει στο τέλος του. Η εξάπλωση των τάσεων παραλογισμού, του μυστικισμού και του θρησκευτικού φανατισμού αντικατοπτρίζει το ίδιο πράγμα.

Σήμερα, οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές επιδίδονται στην ολοκληρωτική διάλυση της φιλοσοφίας, ανάγοντάς την εξολοκλήρου στη σημασιολογία (τη μελέτη της σημασίας των λέξεων). Τα ατελείωτα επιχειρήματα για το νόημα και τις μικρολεπτομέρειες των νοημάτων μοιάζουν τόσο πολύ με τις ατελείωτες συζητήσεις των μεσαιωνικών Σχολών για τόσο συναρπαστικά θέματα όπως το αν οι άγγελοι είχαν φύλλο και το πόσοι από αυτούς μπορούσαν να χορέψουν στο κεφάλι μιας καρφίτσας.

Ο Μαρξ είχε παρατηρήσει κάποτε: «Η φιλοσοφία και η μελέτη του πραγματικού κόσμου έχουν μεταξύ τους την ίδια σχέση που έχει ο αυνανισμός με τη σεξουαλική αγάπη» (K. Marx and F. Engels, The German Ideology, MECW, Vol. 5, σελ. 236.). Η σύγχρονη αστική φιλοσοφία προτιμά τον πρώτο από τη δεύτερη. Στην εμμονή της με την καταπολέμηση του μαρξισμού (και του υλισμού γενικότερα), έχει σύρει τη φιλοσοφία πίσω στη χειρότερη περίοδο του παλιού, ξεπερασμένου και στείρου παρελθόντος της.

Το γεγονός ότι όλη αυτή η φασαρία και το παιγνίδι με τις λέξεις εμφανίζεται ως φιλοσοφία είναι μια απόδειξη του πόσο έχει παρακμάσει η σύγχρονη αστική σκέψη. Ο Χέγκελ έγραψε στη «Φαινομενολογία του Πνεύματος» τα ακόλουθα: «Από το λίγο με το οποίο το ανθρώπινο πνεύμα είναι ικανοποιημένο, μπορούμε να κρίνουμε την έκταση της απώλειάς του». Αυτός θα ήταν ο κατάλληλος επιτάφιος για όλη την αστική φιλοσοφία μετά τον Χέγκελ και τον Μαρξ.

Στην παρούσα περίοδο, η τιμή του αγώνα ενάντια στο ρεύμα, της καταπολέμησης της μυστικιστικής και παράλογης σκέψης, ανήκει στην επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, τους μαρξιστές. Ας παραθέσουμε εδώ τα λόγια του Τζόζεφ Ντίτζγκεν: «Η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμη, αλλά προστασία ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία» (εκείνες τις μέρες, οι μαρξιστές αυτοαποκαλούνταν σοσιαλδημοκράτες). Και συμπλήρωνε: «Τότε δεν είναι περίεργο που οι σοσιαλδημοκράτες έχουν τη δική τους φιλοσοφία».

Αυτή η φιλοσοφία –η φιλοσοφία του μαρξισμού– ονομάζεται διαλεκτικός υλισμός. Παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά όπλα στο επαναστατικό μας οπλοστάσιο. Και όποιος θέλει να καταλάβει πώς να χρησιμοποιεί αυτό το όπλο σωστά, θα πρέπει να θεωρεί καθήκον, όχι απλώς να διαβάσει, αλλά να μελετήσει προσεκτικά ένα από τα πιο θεμελιώδη έργα στο πλούσιο οπλοστάσιο της μαρξιστικής σκέψης, το βιβλίο «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» του Λένιν.

Άλαν Γουντς

Μετάφραση-επιμέλεια: Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Σημειώσεις

(1) Σ.τ.μ.: Ο Έρνστ Μαχ (1838-1916), ήταν Αυστριακός φυσικός και φιλόσοφος, υποκειμενικός ιδεαλιστής και ο κύριος θεμελιωτής του εμπειριοκριτικισμού. Δίδαξε Μαθηματικά και Φυσική στα Πανεπιστήμια του Γκρατς και της Πράγας, και  φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βιένης. Τα βασικά έργα του Μαχ είναι «Η Μηχανική –Ιστορικοκριτικό Δοκίμιο της Ανάπτυξης της» (1883), «Η Ανάλυση των Αισθημάτων και η Σχέση του Φυσικού με το Ψυχικό» (1900), «Γνώση και Πλάνη» (1905).

(2) Σ.τ.μ.: Ο Ρίχαρντ Αβενάριους (1843-1896), ήταν Γερμανός φυσικός και φιλόσοφος. Γεννήθηκε στο Παρίσι και έζησε και δίδαξε στη Ζυρίχη. Υποκειμενικός ιδεαλιστής που διατύπωσε στο έργο του «Η Φιλοσοφία ως Σύλληψη του Κόσμου Σύμφωνα με το Αξίωμα της Ελάχιστης Προσπάθειας» (1876), τις βασικές θέσεις του εμπειριοκριτικισμού, μιας φιλοσοφίας που προσπαθούσε να αναβιώσει τον υποκειμενικό ιδεαλισμό και τον αγνωστικισμό των Μπέρκλεϊ και Χιουμ, στην πάλη ενάντια στη μαρξιστική φιλοσοφία. Σαν φυσικός, ο Μαχ έκανε σημαντικές μελέτες και ανακαλύψεις, όπως τα «κρουστικά κύματα», και σύνδεσε έτσι το όνομά του με πολλές επιστημονικές έννοιες και μεγέθη: αριθμός του Μαχ, γωνία του Μαχ, κώνος του Μαχ κ.λπ. Αλλά, η τεράστια πρόοδος που έγινε στις φυσικές επιστήμες βρέθηκε σε πλήρη διάσταση με τον τυπικό ιδεαλιστικό τρόπο με τον οποίο ο Μαχ και πολλοί άλλοι επιστήμονες κατανοούσαν την αντικειμενική πραγματικότητα. Πιστοί στις μεταφυσικές «υλιστικές» έννοιες και κατηγορίες τους, οι επιστήμονες αυτοί κατάληξαν στο συμπέρασμα ότι η «ύλη εξαφανίστηκε», όταν βρέθηκαν μπροστά στις αλλαγμένες μορφές της δομής της ύλης που οι νέες ανακαλύψεις είχαν φέρει στην επιφάνεια.

(3) Σημ. του Άλαν Γουντς: Η λέξη φιντεϊσμός προέρχεται από το fides, τη λατινική λέξη για την πίστη, και είναι μια θεωρία που υποστηρίζει ότι η πίστη είναι ανεξάρτητη από τη λογική και ανώτερη στην απόπειρα να καταλήξουμε σε συγκεκριμένες αλήθειες.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα