Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσεις«Μπαϊντενισμός», «ανάκαμψη» και ελληνικές εξελίξεις

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

«Μπαϊντενισμός», «ανάκαμψη» και ελληνικές εξελίξεις

Ανάλυση-κύριο άρθρο για το νέο τεύχος της εφημερίδας ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ.

Η ανθρωπότητα συνεχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπη με την επώδυνη εκδήλωση του καπιταλιστικού αδιεξόδου. Στο πεδίο της παγκόσμιας οικονομίας, η υποβόσκουσα από καιρό κρίση υπερπαραγωγής εκδηλώθηκε απότομα, ενιαία, ταυτόχρονα και πολύ βαθιά με τον ερχομό της πανδημίας. Όμως σε τελική ανάλυση, όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει, η αιτία της κρίσης είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας και όχι η πανδημία, η οποία θα μπορούσε να έχει αντιμετωπιστεί -και σε έναν σημαντικό βαθμό ακόμα και να προληφθεί- εάν στην παγκόσμια οικονομία επικρατούσε το μοντέλο της κοινωνικοποιημένης, κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας στη θέση της σημερινής άναρχης, χαοτικής και αγριανθρωπικής καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Πάνω στο έδαφος αυτής της οικονομίας δεν υπάρχει καμία διέξοδος από την παρούσα κρίση. Κάθε απόπειρα να αντιμετωπιστεί η κρίση χωρίς να αμφισβητηθεί η καπιταλιστική ιδιοκτησία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Κεϋνσιανισμός και κρίση

Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, έγραφαν ότι οι αστοί στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την κρίση δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ακόμα μεγαλύτερες και πιο εκτεταμένες κρίσεις. Ακριβώς αυτό κάνουν σήμερα οι αστικές κυβερνήσεις σε διεθνές επίπεδο, με την απότομη στροφή τους τον τελευταίο χρόνο προς τον κεϋνσιανισμό, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη νέα κυβέρνηση του Μπάιντεν στις ΗΠΑ. Οι αγωνιστές της Αριστεράς, του εργατικού κινήματος και της νεολαίας πρέπει να μείνουν μακριά από κάθε αυταπάτη ότι οι οικονομικές συνταγές του κεϋνσιανισμού μπορούν να αντιμετωπίσουν την κρίση. Ο κεϋνσιανισμός όχι μόνο δεν επιλύει το πρόβλημα της κρίσης, αλλά αντίθετα το κάνει πιο εκτεταμένο και πιο οξύ.

Καταρχήν δεν αντιμετωπίζει την αιτία της κρίσης, αφού αφήνει άθικτες τις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας. «Κόβει» νέο χρήμα -κυρίως για τους καπιταλιστές- το οποίο όμως δεν συνδυάζεται με την παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων και έτσι, μέσω της αύξησης του χρήματος την ώρα που στην αγορά υπάρχει ο ίδιος αριθμός εμπορευμάτων, δημιουργείται η τάση για μια αύξηση των τιμών, δηλαδή για πληθωρισμό. Μέσα από αυτήν την τάση για αύξηση των τιμών, όσα θα χάσουν οι καπιταλιστές με τις αυξήσεις των φόρων που χαρακτηρίζουν μια κεϋνσιανή πολιτική, θα τείνουν να τα πάρουν πίσω στο πολλαπλάσιο με αυξημένη κερδοσκοπία.

Με την αγοραστική δύναμη των εργατικών μαζών να γίνεται όλο και πιο ανίσχυρη εξαιτίας του πληθωρισμού, με τις τιμές των κεφαλαιουχικών αγαθών και των πρώτων υλών εξαιτίας του πληθωρισμού να αυξάνουν για τον ίδιο λόγο και με τα επιτόκια και τα χρέη να συμβαίνει το ίδιο, δημιουργείται το έδαφος για σταμάτημα των επενδύσεων και χρεοκοπίες νοικοκυριών, επιχειρήσεων, τραπεζών και κρατών, δηλαδή για κρίση και ύφεση. Αυτή είναι η γενική οικονομική τάση στον κεϋνσιανισμό όπως προκύπτει από τη σύγχρονή, παγκόσμια ιστορική πείρα.

Θα αποδειχθεί λοιπόν σύντομα, όχι μόνο ότι ο κεϋνσιανισμός δεν θα δώσει διέξοδο από την παρούσα ύφεση, αλλά ότι θα τείνει να δημιουργήσει μια κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή συνδυασμού οικονομικής στασιμότητας και αύξησης των τιμών. Άλλωστε, κανένας δεν πρέπει να ξεχνά ότι ήταν η αποτυχία του κεϋνσιανισμού να αντιμετωπίσει την κρίση του συστήματος ο λόγος για τον οποίο στράφηκαν οι αστοί στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, σταδιακά μετά από το τέλος της 30ετούς μεταπολεμικής ανάκαμψης.

Από την πρώτη στιγμή της τρέχουσας στροφής στον κεϋνσιανισμό οι μαρξιστές σημείωσαν την προοπτική της ανόδου του πληθωρισμού, την ώρα που οι ρεφορμιστές μέσα στην Αριστερά μονότονα ισχυρίζονταν ότι «η εποχή του πληθωρισμού έχει περάσει ανεπιστρεπτί». Αλλά να που τα επίσημα στοιχεία στις ΗΠΑ για τον Απρίλιο έδειξαν ότι πληθωρισμός επέστρεψε και ανήλθε σε 4,2%, για πρώτη φορά τα τελευταία 13 χρόνια. Κι έτσι τα χαμόγελα και οι θριαμβολογίες των αστών για την πολιτική του Μπάιντεν άρχισαν να παγώνουν. Οι μόνοι που συνεχίζουν να θριαμβολογούν είναι οι ρεφορμιστές, που όπως συμβαίνει πάντα, έχουν πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον καπιταλισμό από τους ίδιους τους καπιταλιστές.

«Πακέτο» Μπάιντεν: στην υπηρεσία του καπιταλισμού

Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα τι συμβαίνει στις ΗΠΑ με τον νέο ήρωα του ρεφορμισμού, Τζο Μπάιντεν. Το συνολικό «πακέτο» που αποφάσισε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ για «την ενίσχυση της οικονομίας» ανέρχεται για φέτος στα 5 τρισ. δολάρια που θα κατευθυνθούν σε επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις, ενισχύσεις στα νοικοκυριά και έργα υποδομών. Καταρχήν, πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η πολιτική δεν συνιστά «αναδιανομή πλούτου», όπως ισχυρίζονται οι ρεφορμιστές. Ο Μπάιντεν δεν παίρνει από τους πλούσιους για να ενισχύσει τους φτωχούς. Τα 5 τρισ. δολάρια του «πακέτου» Μπάιντεν είναι κυρίως νέα χρέη που θα βαρύνουν το κρατικό χρέος. Αυτό σημαίνει ότι αναπόφευκτα θα συντελέσουν στο να γίνει ακριβότερο το κόστος δανεισμού για το αμερικανικό κράτος και, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσουν σε λιτότητα για να «τιθασευτεί» το κρατικό χρέος που το 2020 ανήλθε ήδη στο 102% του ΑΕΠ, αλλά και το δημοσιονομικό έλλειμμα, που βρέθηκε στο τέλος του χρόνου στο15% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας ακόμα και αυτό την Ελλάδας.

Το «πακέτο» του Μπάιντεν δεν είναι κάτι καινούριο. Την πολιτική αυτή είχε ήδη ξεκινήσει το 2020 ο «νεοφιλελεύθερος» Τραμπ, με ένα «πακέτο» 2 τρισ. δολαρίων, παρόμοιας, κεϋνσιανής λογικής. Οι ενισχύσεις του «πακέτου» Μπάιντεν συνολικού ύψους 424 δισ. δολαρίων με «επιταγές» 1.400 δολαρίων προς το 85% των ενήλικων Αμερικάνων, τα 350 δισ. δολάρια που θα διατεθούν για στήριξη προγραμμάτων των Πολιτειακών και τοπικών αρχών, τα προγράμματα στήριξης των ανέργων ύψους 246 δισ. δολαρίων και τα 219 δισ. που θα κατευθυνθούν σε φοροελαφρύνσεις, βοήθεια και παιδική πρόνοια για τις οικογένειες, δεν είναι μόνιμα μέτρα, αλλά έκτακτα και εφάπαξ. Η δε, υπόσχεση για αύξηση του κατώτατου ομοσπονδιακού ωρομίσθιου στα 15 δολάρια από τα 7,25 που είναι σήμερα, η οποία θα ήταν μια μόνιμη ενίσχυση του εργατικού εισοδήματος, τελικά μπλοκαρίστηκε στην αμερικανική Γερουσία.

Βέβαια, πράγματι, το πακέτο κρατικών επενδύσεων στις υποδομές θα στηριχθεί και σε μια ορισμένη αύξηση της φορολόγησης των κερδών και του μεγάλου ιδιωτικού πλούτου. Όμως αυτή η αύξηση είναι μικρή, σε σύγκριση τόσο με ό,τι ίσχυε πριν, και βέβαια, πάνω από όλα, με κριτήριο τα τρομακτικά επίπεδα ταξικής ανισότητας και την ακραία συσσώρευση πλούτου από την αμερικάνικη άρχουσα τάξη. Έτσι, το ποσοστό φορολόγησης του μεγάλου ατομικού πλούτου αυξάνεται από τον Μπάιντεν μόλις στο 39,6% από το 37% που ήταν επί θητείας Τραμπ, ενώ το ποσοστό της φορολογίας των επιχειρήσεων αυξήθηκε από το 21% στο 28%, όταν επί των ημερών Ομπάμα ήταν στο 35%.

Και αυτά όταν στο μεταξύ, ο διαθέσιμος πλούτος των καπιταλιστών είναι σε ιλιγγιώδες ύψος: το πλουσιότερο 10% των Αμερικανών αύξησε τον πλούτο του το 2020 κατά 14 τρισ. δολάρια, την ώρα που πάνω από 35 εκατομμύρια Αμερικάνοι ζουν σε συνθήκες «τροφικής επισφάλειας», όπως αποκαλούν την πείνα ντροπαλά -ή μάλλον ξεδιάντροπα- οι Aμερικάνοι αστοί.

Σε αυτόν τον πραγματικό, αμύθητο πλούτο ο Μπάιντεν όχι μόνο δεν απλώνει χέρι, αλλά αντίθετα τον πολλαπλασιάζει, καθώς ένα μεγάλο τμήμα του κεϋνσιανού του «πακέτου» θα κατευθυνθεί ως επιδότηση κερδών («χρηματοδότηση επενδύσεων») στις τσέπες των μεγαλοκαπιταλιστών.

Ορισμένα «στρατηγικά» μυαλά του κεφαλαίου, καταλαβαίνουν ότι αυτό το μεθύσι δημιουργίας νέου χρήματος θα φέρει μεγάλη αποσταθεροποίηση στο σύστημα από τον πληθωρισμό και τα μεγάλα χρέη. Ενδεικτικά, o γνωστός και μη εξαιρετέος, πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και νυν πρόεδρος της γερμανικής Κάτω Βουλής, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Project Syndicate, στις 26/4 ανέφερε ότι «η δόση του φαρμάκου έχει αυξηθεί στο σημείο που απειλεί τον ασθενή» και προεξόφλησε ως μονόδρομο μια νέα λιτότητα και ένα νέο πανευρωπαϊκό μνημόνιο, ένα «Σύμφωνο Εξόφλησης Χρεών». Ο Σόιμπλε εδώ, δεν εκφράζει τον εαυτό και τις εμμονές του όπως αρέσκονται να πιστεύουν οι ρεφορμιστές, αλλά το ένστικτο αυτοσυντήρησης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Μόλις ο πληθωρισμός γενικευθεί και οι πρώτες χρεοκοπίες «καταφθάσουν» θα λειτουργήσουν όπως ή ένεση καφεΐνης στους μεθυσμένους από τον κεϋνσιανισμό αστούς, αναγκάζοντάς τους να ξαναστραφούν στη σκληρή λιτότητα.

«Ανάκαμψη», αστική χρεοκοπία στην πανδημία και μαζικά κινήματα

Σήμερα, βέβαια, βλέπουμε στην παγκόσμια οικονομία μια τάση για ανάκαμψη. Αυτό είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δημιουργίας μιας ορισμένης ποσότητας αποταμιεύσεων κατά την περίοδο της καραντίνας, σε συνδυασμό με τη σταδιακή επαναλειτουργία πεδίων της οικονομίας στα οποία μπήκε λουκέτο λόγω της έξαρσης της πανδημίας. Ωστόσο, αναπόφευκτα η συνέχιση της ύπαρξης του καπιταλιστικού φαινομένου της υπερπαραγωγής σε βασικούς κλάδους, όπως είναι η παραγωγή χάλυβα και αλουμινίου, σε συνδυασμό με τα χρέη και τον πληθωρισμό θα οδηγήσουν σε νέα βουτιά την παγκόσμια οικονομία. Το πότε, ασφαλώς δεν μπορεί κανείς να το πει με ακρίβεια. Το σίγουρο είναι ότι η ανάκαμψη θα είναι ασταθής και αβέβαιη και όχι μακράς διάρκειας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τεράστιο διεθνές πρόβλημα για τη σταθερότητα του συστήματος αποτελούν οι εγκληματικά αργοί ρυθμοί εμβολιασμού για την COVID-19, για τους οποίους ευθύνεται αποκλειστικά ο καπιταλισμός, ο οποίος έχει φορέσει τον ζουρλομανδύα της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα ζωτικά φάρμακα και τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Έτσι, ο ΟΟΣΑ στις αρχές Μαρτίου, εκτίμησε ότι για το 2021 ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης στην παγκόσμια οικονομία θα είναι 5,6% και 4% το 2022, αλλά τον συνέδεσε ευθέως με εκείνο των εμβολιασμών.

Στο πλαίσιο ενός στοιχειωδώς πολιτισμένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος θα είχε εκπονηθεί και θα εφαρμοζόταν ένα διεθνές πρόγραμμα δημιουργίας κρατικών βιομηχανιών παρασκευής εμβολίων και ένα σχέδιο με σκοπό τον ταχύτερο δυνατό και ταυτόχρονα ισότιμο εφοδιασμό όλων των χωρών. Σήμερα αντίθετα, την ώρα που οι νεκροί έχουν ξεπεράσει παγκόσμια τα 3,5 εκατομμύρια, η έλλειψη εμβολίων σε συνδυασμό με τη φτώχεια και τη διάλυση του συστήματος Υγείας αναμένεται να συνεχίσει να οδηγεί σε νέους θανάτους από COVID 19 με αμείωτους ρυθμούς, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ινδία όπου οι καθημερινές εικόνες ανθρώπων που πεθαίνουν αβοήθητοι στους δρόμους σοκάρουν ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Το οικονομικό αδιέξοδο και η χρεοκοπία του καπιταλισμού μπροστά στην πανδημία συνεχίζουν να έχουν ριζοσπαστική επίδραση στη συνείδηση των μαζών. Σχεδόν κάθε μήνα σε κάποιο σημείο του κόσμου ξεσπά κι ένα σημαντικό μαζικό κίνημα, με τελευταίους σταθμούς τη Μιανμάρ, την Κολομβία και το νέο ξεσηκωμό των Παλαιστινίων ενάντια στην ισραηλινή άρχουσα τάξη και τα εγκλήματά της με αποκορύφωμα την ιστορική μαζική γενική απεργία της 18ης Μάη.

Έτσι, ένα χρόνο μετά το εντυπωσιακό μαζικό κίνημα που είδαμε μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ με την ονομασία «Black lives matter», πρέπει να σημειώσουμε ότι ο «μπαϊντενικός» κεϋνσιανισμός συνιστά όχι μόνο μια απελπισμένη συνταγή για να διαχειριστούν την καπιταλιστική κρίση, αλλά και την έκφραση του φόβου της άρχουσας τάξης μπροστά στην προοπτική ενός διεθνούς κύματος προλεταριακής επανάστασης, μεγαλύτερου από εκείνο που είχε κορυφωθεί το Φθινόπωρο του 2019.

Ελληνικός καπιταλισμός: ύφεση, ελλείμματα και υπερχρέωση

Μετά από μια αναλαμπή ισχνής ανάκαμψης 3 ετών (2016-2018), από τα τέλη του 2019 μέχρι και σήμερα η πτωτική του τάση του ελληνικού ΑΕΠ συνεχίζεται, με αποτέλεσμα από την αρχή της κρίσης και των Μνημονίων το 2009 αυτό να έχει χάσει συνολικά σχεδόν το 1/3 της αξίας του.

Οι αστοί αναλυτές και η κυβέρνηση υποδέχθηκαν με πανηγυρισμούς τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ στις αρχές Μαΐου που ανέφεραν ότι η ύφεση το 2020 στην Ελλάδα ήταν τελικά «μόνο» 8,2%, παραβλέποντας ότι αυτή ήταν η τρίτη μεγαλύτερη ύφεση στην Ευρωζώνη. Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΛΣΤΑΤ ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός του ελληνικού κράτους είναι ήδη πραγματικότητα. Το δημοσιονομικό έλλειμμα, αυξήθηκε το 2020 κατά 20,47 δισ. ευρώ. Από την αρχική κυβερνητική πρόβλεψη για έλλειμμα προϋπολογισμού 2,325 δισ. ευρώ, φτάσαμε στο τέλος του 2020 σ’ ένα έλλειμμα ρεκόρ, ύψους 22,8 δισ. ευρώ, περίπου 11% του ΑΕΠ, τείνει να επιστρέψει δηλαδή απότομα στα επίπεδα του 2009 (15,4%)! Και αντί για το πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 3,5 δισ. ευρώ, τελικά είχαμε ένα πρωτογενές έλλειμμα ρεκόρ, της τάξης των 18,2 δισ. ευρώ! Το δε κρατικό χρέος, βρίσκεται πλέον στο 208,8% του ΑΕΠ, είναι αυξημένο δηλαδή κατά περισσότερες από 80 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2009 (126,8%)!

Το ελληνικό κράτος δηλαδή, βρίσκεται στην κατάσταση χρεοκοπίας που ήταν το 2009, αλλά με ακόμα μεγαλύτερο χρέος και πολύ μικρότερο ετήσιο ΑΕΠ. Μια διαφορά, βέβαια, σε σχέση με τότε είναι ότι τα επιτόκια δανεισμού σήμερα είναι πολύ πιο χαμηλά. Αλλά αυτό το φαινόμενο θα γίνει σύντομα παρελθόν, εξαιτίας του «σήματος κινδύνου» που στέλνει στις αγορές η διαρκής άνοδος των χρεών, αλλά και ως ως αποτέλεσμα της ανόδου του πληθωρισμού.

Η πιο μεγάλη πραγματική διαφορά με το 2009 είναι ότι στην εκρηκτική διαδικασία αύξησης των ελλειμμάτων και υπερχρέωσης δεν είναι μόνο η Ελλάδα, αλλά ολόκληρη η ΕΕ και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έχουν ανασταλεί για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά οι σκληροί πανευρωπαϊκοί κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Τα οικονομικά προβλήματα θα συνεχιστούν και φέτος παρά τις προβλέψεις για ανάκαμψη (το Γραφείο Προϋπολογισμού τοποθέτησε τους ρυθμούς ανάπτυξης 2,7%, ενώ η Κομισιόν και η Τράπεζα της Ελλάδας ανέβασαν τις προβλέψεις στο 4,1 και 4,2% αντίστοιχα). Έτσι στις εκτιμήσεις που περιέχονται στην έκθεση της ΤτΕ τον Απρίλιο γίνεται λόγος για κινδύνους που υπάρχουν τους επόμενους μήνες στην ελληνική οικονομία, προβλέποντας ουσιαστικά μια «ανάκαμψη» με όλα τα στοιχεία της ύφεσης, δηλαδή με αύξηση των πτωχεύσεων εταιρειών, της ανεργίας και των «κόκκινων» δανείων μετά την πανδημία.

Για το 2021 το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών υπολογίζει ότι το κόστος των μέτρων στήριξης θα ξεπεράσει κατά πολύ τα 11,6 δισ. ευρώ, το ύψος δηλαδή των έως τότε εκτιμήσεων της κυβέρνησης και της Κομισιόν, ενώ το 2021 το έλλειμμα θα παραμείνει σε διψήφιο ποσοστό, δηλαδή στο 10% του ΑΕΠ της. Θεωρητικά, όπως υποστήριξε στο πρόσφατο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ο επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους Δημήτρης Τσάκωνας, τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους («μαξιλάρι ρευστότητας») που είναι σήμερα 33-34 δισ. ευρώ «αρκούν για την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του χρέους τα επόμενα 3-4 χρόνια, ακόμα και εάν το Δημόσιο δεν δανειζόταν ούτε ένα ευρώ από τις αγορές γι’ αυτό το διάστημα». Ωστόσο, αυτή η υπόθεση στηρίζεται σε μια απρόσκοπτη πορεία ανάκαμψης, σε μια «ομαλή» ροή φορολογικών εσόδων και χωρίς απρόβλεπτες καταστάσεις στην παγκόσμια οικονομία. Ακόμα και αν γίνει πραγματικότητα αυτό το πολύ αμφίβολο σενάριο ιδανικής κατάστασης τα επόμενα χρόνια, τα ήδη φουσκωμένα ελλείμματα και χρέη θα οδηγήσουν αργά ή γρήγορα – σε νέα μέτρα λιτότητας, και αυτά με τη σειρά τους θα επαναφέρουν στο προσκήνιο το γνωστό φαύλο κύκλο λιτότητας – ύφεσης – νέων ελλειμμάτων και χρεών.

Ταμείο «ανάκαμψης»: ασπιρίνες σε συσκευασία σκανδάλων

Αυτόν το γνώριμο φαύλο κύκλο, η κυβέρνηση και η ελληνική άρχουσα τάξη δηλώνουν ότι μπορούν να τον αποφύγουν με την εμφανιζόμενη ως σωτήρια για το μέλλον του ελληνικού καπιταλισμού εισροή των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ. Τα χρήματα αυτά υπολογίζονται συνολικά σε 57 δισ. ευρώ έως το 2026. Τα 32 δισ. ευρώ θα εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης και από αυτά, τα 18 δισ. ευρώ θα δοθούν σε μορφή επιδοτήσεων που θα χρηματοδοτήσουν τις δημόσιες επενδύσεις (ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα κ.λπ) και τα υπόλοιπα 13 δισ. ευρώ σε μορφή δανείων, τα οποία θα χρηματοδοτήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, ενώ η διαθέσιμη χρηματοδότηση από το νέο ΕΣΠΑ θα είναι 25 δισ. ευρώ. Ο διακηρυγμένος στόχος είναι η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 7% και η δημιουργία 180.000-200.000 νέων θέσεων εργασίας έως το 2026.

Καταρχάς, ο πήχης των επίσημων προσδοκιών για την επίδραση αυτών των ποσών στο ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλός σε σχέση με το μέγεθος της παρούσας ύφεσης, σε συνδυασμό με τους αργούς ρυθμούς αντιμετώπισης της πανδημίας. Ο παραπάνω γενικός στόχος θετικής επίδρασης στο ΑΕΠ μεταφράζεται σ’ έναν μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,2% σε ετήσια βάση, που από μόνος του δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα εξασφάλισης μιας βέβαιης ανάκαμψης.

Επιπλέον, οι όροι χρηματοδότησης που προβλέπει το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης συνιστούν ένα μεγάλο κοινωνικό σκάνδαλο. Οι ιδιώτες επενδυτές θα λαμβάνουν επιχορήγηση ίση με το 50% της επένδυσης και το υπόλοιπο 50% θα χρηματοδοτείται κατά 30% από τραπεζικό δανεισμό και μόνο κατά 20% από ίδια κεφάλαια! Και το κόστος αυτού του σκανδάλου θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό και το κρατικό χρέος, αφού, όπως είναι γνωστό, ένα μέρος των επιχορηγήσεων που θα πάρει το ελληνικό κράτος για να τα χαρίσει στους καπιταλιστές θα πρέπει να επιστραφεί ως ελληνική συμβολή στο κοινό ταμείο από το οποίο βγαίνουν οι επιχορηγήσεις, ενώ τα δάνεια που συμπεριλαμβάνονται στο συνολικό «πακέτο» θα αυξήσουν το κρατικό χρέος.

Αξίζει να τονιστεί ότι η «μεσαία τάξη» για την οποία κόπτεται υποκριτικά η κυβέρνηση θα λάβει ψίχουλα από το «πακέτο», αφού μόλις περίπου 1,5 δισ. ευρώ συνολικά από τις επιχορηγήσεις του Ταμείου προορίζεται για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Όσο για τους εργαζόμενους, γι’ αυτό το πακέτο που θα διοχετευθεί στους εκμεταλλευτές τους θα πληρώσουν τίμημα λιτότητας: το ελληνικό κράτος, μαζί με τις εξάμηνες αξιολογήσεις ως ένα υπερχρεωμένο κράτος, θα έχει και αξιολόγηση από έναν διαρκή μηχανισμό στη βάση του κατά πόσο υλοποιούνται αντεργατικές «μεταρρυθμίσεις» πριν από κάθε αποδέσμευση κονδυλίων από το «πακέτο». Κι όλα αυτά σε μια εποχή όπου σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ 1 στις 3 (κυρίως μικρές) επιχειρήσεις κινδυνεύει με λουκέτο, 7 στα 10 νοικοκυριά έχασαν ήδη πάνω από το 1/4 του εισοδήματος τους (στοιχεία της σουηδικής εταιρείας Intrum) και η ανεργία με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ βρίσκεται στο 16,3% μόνο χάρη στην προσωρινή συγκράτηση που πρόσφερε η κρατική επιδότηση 700 χιλιάδων εργαζόμενων που βγήκαν σε «αναστολή εργασίας».

Η κυβέρνηση «κερδίζει» το μίσος του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας

H εγκληματική αποτυχία της κυβέρνησης στην υπόθεση της προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία αποτυπώνεται τραγικά στους σχεδόν 12.000 θανάτους έως σήμερα. Η κυβερνητικοί παλιάτσοι της άρχουσας τάξης μαζί με τους υποτακτικούς τους από την Επιτροπή λοιμοξιολόγων και άλλων «ειδικών», άφησαν χωρίς ουσιαστική προστασία τους εργαζόμενους στους χώρους εργασίας και στα μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν παρείχαν ενίσχυση το Σύστημα Υγείας, αρνούμενοι να προσλάβουν το αναγκαίο μόνιμο προσωπικό και να επιτάξουν ιδιωτικά νοσοκομεία φτάνοντας στο σημείο να αποδεχθούν δημόσια ότι «μόνο το 20% των ανθρώπων που πεθαίνει από τον κορονοϊό βρίσκεται εκτός ΜΕΘ», ενώ άφησαν εντελώς αναξιοποίητη τη δυνατότητα χρήσης του φαρμάκου των μονοκλωνικών αντισωμάτων, παρότι έχουν εγκριθεί από τον αμερικανικό FDA και δοκιμαστεί με θετικά πορίσματα από τον ευρωπαϊκό ΕΜΑ ως σημαντικό θεραπευτικό όπλο για τους νοσούντες από Covid 19.

Την ακραία αντιλαϊκή, αντιδραστική φύση αυτής της κυβέρνησης φανερώνουν επίσης τόσο το γεγονός ότι την ώρα που κατέρρεαν τα νοσοκομεία, ο ελληνικός λαός πληροφορήθηκε μέσω του Αμερικανού πρεσβευτή στην Ελλάδα ότι θα χρυσοπληρώσει τη συμμετοχή του ελληνικού κράτους στο πρόγραμμα των F-35, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να βλέπει την κυβέρνηση να αξιοποιεί την ύπαρξη των ειδικών συνθηκών της πανδημίας για να αφαιρέσει εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα, επιβάλλοντας αστυνομοκρατία και αντιδραστικές αλλαγές στην Παιδεία και ένα νέο νόμο που χτυπά βάναυσα ταυτόχρονα το απεργιακό δικαίωμα, το συνδικαλισμό και το 8ωρο.

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών η κυβέρνηση Μητσοτάκη γίνεται πλέον όλο και πιο μισητή από τον εργαζόμενο λαό, ιδιαίτερα στις τάξεις της νεολαίας. Οι μαζικές συγκεντρώσεις που ακολούθησαν μετά τα γεγονότα της Ν. Σμύρνης σε όλη τη χώρα ως απάντηση στην αστυνομοκρατία ήταν ένα σαφές σύμπτωμα μια νέας ριζοσπαστικής διάθεσης που αναπτύσσεται με επίκεντρο τους νέους, η οποία τρομοκρατεί την άρχουσα τάξη και κάνει γνωστούς εκπροσώπους της να ανησυχούν. Μετά τον γνωστό δεξιό καθηγητή Ν. Μαρατζίδη, ο οποίος δημόσια τον περασμένο Μάρτιο χαρακτήρισε αυτήν τη διάθεση την πρωτοφανή εδώ και πολλά χρόνια και σαφώς «αριστερόστροφη», παρόμοιες διαπιστώσεις έκανε στις 21/4/2021 στην «Καθημερινή» ο διευθυντής της Αλέξης Παπαχελάς. Σε άρθρο του με τίτλο «Νέοι στα κάγκελα» έγραψε: «Οι σημερινοί νέοι έχουν όμως λόγο να είναι οργισμένοι. Η πανδημία ήταν το “κερασάκι”… Το επεισόδιο στην πλατεία της Νέας Σμύρνης λειτούργησε σαν θρυαλλίδα, βάθυνε και άπλωσε ακόμη περισσότερο τον θυμό.. Ο κοινός παρονομαστής σήμερα είναι η αντισυστημικότητα.».

Βέβαια, το μαζικό κίνημα που άρχισε να αναπτύσσεται μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης δεν είχε συνέχεια. Όπως εξηγήσαμε σε πρόσφατο εκτεταμένο άρθρο μας αν υπήρχε η στοιχειώδης θέληση και η κατάλληλη αγωνιστική και ενωτική πολιτική από τις ηγεσίες των αριστερών κομμάτων της αντιπολίτευσης το κίνημα αυτό θα είχε εξαπλωθεί στον εργαζόμενο λαό και θα μπορούσε να γίνει αφετηρία για την πτώση της κυβέρνησης. Αντί γι’ αυτό όμως, για τους ίδιους πιο πάνω λόγους, αλλά και εξαιτίας της κατάστασης αποσυσπείρωσης και παράλυσης που έχουν επιβάλει στα συνδικάτα οι κεντρικές συνδικαλιστικές ηγεσίες, έως σήμερα δεν έχει αναπτυχθεί ένα πραγματικά μαζικό κίνημα ενάντια στον αντεργατικό νόμο-έκτρωμα που επιχειρεί να περάσει η κυβέρνηση.

Ηγεσίες κατώτερες των περιστάσεων

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την πεποίθηση που έχει εδραιωθεί σε ευρύτατα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αποτελούν την εκλογική βάση του κόμματος, είναι απούσα από τα ουσιαστικά αντιπολιτευτικά της καθήκοντα. Με τη συμπλήρωση σχεδόν δύο χρόνων θητείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αρνείται ακόμα και να εκστομίσει τη λέξη «αγώνας» και επιμένει στη δεξιά και φιλική στο κεφάλαιο γραμμή της μετατόπισης του κόμματος προς «το κέντρο».

Η γραμμή αυτή, όπως χαρακτηριστικά έδειξε η πανελλαδική δημοσκόπηση της εταιρείας GPO που διενεργήθηκε την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου, δεν ανταποκρίνεται στις πολιτικές αναζητήσεις και αντιλήψεις της κατά βάση εργατικής εκλογικής βάσης του κόμματος. Στην έρευνα αυτή ένας στους δύο ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ απάντησαν ότι ζητούν «αριστερή στροφή» από το κόμμα, με τη «στροφή στο Κέντρο» να είναι επιθυμητή μόνο από ένα ποσοστό λιγότερο από το 30%.

Μέσα από την έκφραση της προτίμησής τους στην «αριστερή στροφή» εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και νέοι που πριν δυο χρόνια συσπειρώθηκαν εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ για να εμποδίσουν το δρόμο της ΝΔ προς την εξουσία εννοούν το καθήκον η ηγεσία του κόμματος να καλέσει σε ενωτικούς αγώνες του εργατικού κινήματος και της νεολαίας για να φύγει η κυβέρνηση της διάλυσης της Δημόσιας Υγείας και της επίθεσης στα εργατικά δικαιώματα, αλλά και την ανάγκη να βγάλει τα κατάλληλα πολιτικά συμπεράσματα από τις ολέθριες -όπως απέδειξε η ίδια η ζωή με την ταχεία επανάκαμψη της αντιδραστικής ΝΔ στην κυβέρνηση- επιπτώσεις που είχε η συμφιλίωση της με τα Μνημόνια και τα συμφέροντα του κεφαλαίου, και να υιοθετήσει ένα πρόγραμμα που θα υπηρετεί τα εργατικά συμφέροντα.

Οι μαρξιστές θεωρούμε ότι αυτές οι αναζητήσεις της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ για μια αριστερή στροφή είναι σωστές και τις στηρίζουμε ολόψυχα. Κατά την άποψή μας το μόνο πρόγραμμα που μπορεί να υπηρετήσει αυθεντικά τα εργατικά συμφέροντα είναι ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, το οποίο θα αφαιρεί πλήρως την οικονομική και πολιτική εξουσία από τη διεφθαρμένη και αντιδραστική ελληνική αστική τάξη. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να υπερασπίζει κάθε αγωνιστής της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ που επιθυμεί η σημερινή κυβέρνηση και κάθε άλλη κυβέρνηση της άρχουσας τάξης να αποτελέσουν οριστικά παρελθόν.

Αναμφίβολα, ένα τέτοιο πολιτικό πρόγραμμα – ως προς ορισμένα αποφασιστικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα – διαθέτει σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ. Όμως αυτό που με συνέπεια κάνει από το συνέδριο του 2013 στο οποίο το υιοθέτησε επίσημα (αντικαθιστώντας το παλιό πρόγραμμα που στηριζόταν στην αναβολή της διεκδίκησης της εργατικής εξουσίας στο βωμό της συνεργασίας με κάποια ανύπαρκτη «αντι-ιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή, δημοκρατική αστική τάξη») έως σήμερα είναι να αρνείται να πράξει ό,τι απαιτείται για να ανοίξει ο δρόμος για τη συντομότερη δυνατή πραγματοποίησή του στην εξουσία.

Συγκεκριμένα, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν υιοθετεί τη λενινιστική τακτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε νικηφόρους αγώνες το εργατικό κίνημα και τη νεολαία, αλλά και να ανεβάσει το κύρος και την απήχηση του κόμματος και των προγραμματικών του θέσεων. Δεν λαμβάνει στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία ουσιαστικές πρωτοβουλίες για τη διεξαγωγή μαζικών αγώνων, αφήνει αναξιοποίητες αξιοσημείωτες μαζικές κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών όπως η μεγάλη αντιφασιστική διαδήλωση του περασμένου Οκτώβρη, το κίνημα μαθητικών καταλήψεων του περασμένου Φθινοπώρου, οι μαζικές συγκεντρώσεις ενάντια στην αστυνομική βία τον Μάρτιο και με την παθητική στάση της συντελεί στο φαινόμενο αυτές να μην έχουν συνέχεια.

Ταυτόχρονα, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν προσεγγίζει το ζήτημα της εξουσίας και της εφαρμογής του αναγκαίου σοσιαλιστικού προγράμματος σαν ένα επίκαιρο και επείγον πολιτικό ζήτημα, αλλά το αντιμετωπίζει με έναν αφηρημένο, «ιδεολογικό» και θεωρητικό τρόπο. Αντί γι’ αυτήν την πολιτική γραμμή, η ηγεσία θα έπρεπε να διεξάγει μια δραστήρια εκστρατεία διαρκείας στην εργατική τάξη για να καταδείξει με συγκεκριμένες μεταβατικές διεκδικήσεις τη σύνδεση του προγράμματος εξουσίας του κόμματος με τις σημερινές διεκδικήσεις των μαζών και να δείξει ότι δεν είναι μια αφηρημένη υπόθεση για το απροσδιόριστο μέλλον, αλλά ένας σκοπός προς πάλη και διεκδίκηση τα επόμενα χρόνια. Μόνο μέσα από αυτόν το δρόμο θα καταπολεμηθεί η εδραιωμένη στις πλατιές εργαζόμενες μάζες πεποίθηση ότι «το ΚΚΕ δεν ενδιαφέρεται για το ζήτημα της εξουσίας», η οποία είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα της λαθεμένης πολιτικής και τακτικής της ηγεσίας του κόμματος.

Η άποψη ότι ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία δεν έχουν σήμερα ριζοσπαστικές διαθέσεις, την οποία φαίνεται ότι έχουν από κοινού ενστερνιστεί οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ για να στηρίζουν τη συμφιλιωτική με το κεφάλαιο πολιτική της η πρώτη και την αριστερίστικη, παθητική γραμμή της η δεύτερη, είναι κοντόθωρη και μυωπική. Η κυβέρνηση της ΝΔ φθείρεται ταχύτατα και όπως έδειξαν τα γεγονότα του Μαρτίου όλο και μεγαλύτερα τμήματα των εργατικών μαζών με πρωτοπόρα τη νεολαία μετρούν αντίστροφα για μια αγωνιστική αντεπίθεση, η οποία είναι πολύ πιθανό να έρθει το Φθινόπωρο.

Οι στρατηγικοί αστοί αναλυτές, σε αντίθεση με τις εργατικές ηγεσίες, αντιλαμβάνονται ότι το να δημιουργηθεί μια επαναστατική κατάσταση στην κοινωνία, στις παρούσες αντικειμενικές συνθήκες, κάθε παρά είναι δύσκολο ή απίθανο. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Αλέξης Παπαχελάς στις 11/4/2021 στη στήλη του στην «Καθημερινή»: «Ο κορωνοϊός λειτουργεί λίγο σαν τα μνημόνια. Επιταχύνει τον πολιτικό χρόνο και καταβροχθίζει πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο. Το παρατηρούμε, άλλωστε, αυτό παντού. Στις ΗΠΑ, ο Τραμπ θα είχε ενδεχομένως επανεκλεγεί χωρίς τον ιό, ενώ στη Γερμανία το πολιτικό σύστημα τρίζει. Ο ιός δοκιμάζει τις ψυχολογικές και κοινωνικές αντοχές των πολιτών πέρα από κάθε λογική. Ξεθάβει ό,τι πιο αντισυστημικό και με τη βοήθεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης βάζει παντού “φωτιές”. Η κοινωνία είναι ζαλισμένη και θυμωμένη

Ο εργαζόμενος λαός, από την περίοδο εκδήλωσης της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού μέχρι και σήμερα, έχει συσσωρεύσει πολύ σημαντική πείρα και έχει βγάλει πολιτικά συμπεράσματα. Είναι πράγματι «θυμωμένος» (με την άρχουσα τάξη, και σε έναν βαθμό με τις ηγεσίες της Αριστεράς και ειδικά με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που αθέτησε τις δεσμεύσεις της το καλοκαίρι του 2015), αλλά δεν είναι «ζαλισμένος», με την έννοια του πολιτικού αποπροσανατολισμού που υπονοεί στο άρθρο του ο Παπαχελάς. Αντίθετα, είναι πολύ συνειδητοποιημένος στα βασικά ταξικά και πολιτικά ζητήματα. Κατανοεί ότι οι μαζικοί αγώνες για να είναι νικηφόροι πρέπει να έχουν ενότητα και ηγεσίες αποφασισμένες να κλιμακώσουν τον αγώνα. Και γνωρίζει ότι οι οικονομικοί αγώνες σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης του συστήματος όπως η σημερινή δεν μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές και σταθερές νίκες, και ότι μόνο μια πολιτική λύση, μια λύση εξουσίας μπορεί να εγγυηθεί τα βασικά εργατικά δικαιώματα και συμφέροντα.

Οι «φωτιές» που φοβάται ο Παπαχελάς θα ανάψουν σύντομα και το καθήκον κάθε συνειδητού αγωνιστή είναι αυτή τη φορά να αναδείξουν στο προσκήνιο μια πολιτική λύση εξουσίας που θα είναι επαναστατική και σοσιαλιστική. Η συντομότερη δυνατή εφαρμογή στην εξουσία ενός προγράμματος επαναστατικής σοσιαλιστικής αλλαγής της κοινωνίας στην Ελλάδα και διεθνώς είναι ο μόνος δρόμος για τη δημιουργική αξιοποίηση του δίκαιου μαζικού θυμού του εργαζόμενου λαού και της μεγάλης πείρας του από την κρίση και το ασφυκτικό αδιέξοδο του καπιταλισμού.

Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα