Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΤα μαθήματα της πρώτης κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Τα μαθήματα της πρώτης κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία που εκφώνησε ο Σταμάτης Καραγιαννόπουλος εκπροσωπώντας την Κομμουνιστική Τάση σε μια σειρά επιτυχημένων πολιτικών εκδηλώσεων που διοργανώθηκαν σε 7 πόλεις της Ισπανίας τον Νοέμβριο του περασμένου χρόνου, προσκεκλημένος του ισπανικού τμήματος της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης, το οποίο εκδίδει το περιοδικό «Lucha de Classes».

Σύντροφοι και συντρόφισσες,

από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο κιόλας,

ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξήγησαν ότι ο καπιταλισμός, μέσω της παγκόσμιας αγοράς, ενοποιεί την παγκόσμια οικονομία σε ένα αλληλοεξαρτώμενο σύνολο.

Σχεδόν 170 χρόνια μετά, η παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας αντικειμενικά έχει προετοιμάσει το έδαφος για να καταργηθούν εντελώς τα αντιδραστικά όρια που βάζει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων το εθνικό κράτος και να μπορέσει να επιτευχθεί μια αρμονική ανάπτυξη, προς όφελος ολόκληρης της ανθρωπότητας, στο πλαίσιο μιας μελλοντικής παγκόσμιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Ταυτόχρονα όμως, με το μεγάλο σημερινό βαθμό ανάπτυξης της παγκοσμιοποίησης, έχει δημιουργηθεί και η υλική βάση για τη γρήγορη εξάπλωση της κρίσης του καπιταλισμού και για την ενιαία ανάπτυξή της σε όλο τον πλανήτη.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ, η κρίση του καπιταλισμού δεν έχει εθνικά χρώματα, δεν έχει εθνικό χαρακτήρα. Παντού, σε όλο τον κόσμο, παρατηρούμε τις κοινές αιτίες αυτής της κρίσης.
Ο Μαρξ για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι είχε δίκιο. Παντού εμφανίζεται η τάση για την αυξανόμενη εξαθλίωση της εργατικής τάξης, η οποία, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται οι σοσιαλδημοκράτες, οι κεϋνσιανοί και οι αριστεροί ρεφορμιστές μέσα στην Αριστερά, βρίσκεται μέσα στο «DNA» του καπιταλισμού. Αυτή τη ραγδαία αυξανόμενη διεθνώς, εξαθλίωση των εργατικών μαζών, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο την προσδιόριζε σαν την τελική αιτία όλων των κρίσεων στον καπιταλισμό.

Παντού επίσης στον κόσμο, είναι ορατά τα συμπτώματα της κρίσης: η υπερπαραγωγή, η επιβράδυνση και η ύφεση, τα γιγάντια χρέη, η πολιτική της μόνιμης λιτότητας. Αυτό που αλλάζει κάθε φορά, είναι το επίκεντρο της κρίσης, οι εκάστοτε «αδύναμοι κρίκοι»: το 2008 ήταν το τραπεζικό σύστημα στις ΗΠΑ, αργότερα ήταν ο Νότος της Ευρωζώνης, μετά οι ΒRICS και πρόσφατα η Κίνα.

Η χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού, η «διάσωση» και η κοινωνική καταστροφή

Μέσα στην Ευρωζώνη, αναμφίβολα ο πιο «αδύναμος κρίκος» είναι η Ελλάδα. Για να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση στην Ελλάδα πρέπει να την προσεγγίσουμε, όχι σαν μια εξαίρεση, αλλά σαν την πιο ακραία έκφραση της συνολικής κρίσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και ταυτόχρονα, σαν τον καθρέφτη του μέλλοντος για το μεγαλύτερο τουλάχιστον τμήμα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, σαν το δείγμα του επόμενου σταδίου της κρίσης, που θα περάσουν πολλές ακόμα, μέχρι χτες «φιλήσυχες» και «ειρηνικές», ευρωπαϊκές χώρες.

Η ελληνική αστική τάξη και ο δυτικοευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός από την αρχή της κρίσης στην Ελλάδα έχουν καλλιεργήσει μια ολόκληρη μυθολογία, σύμφωνα με την οποία «ο ελληνικός λαός ζούσε πάνω από τις πραγματικές του δυνάμεις».

Η αυξητική τάση του κρατικού χρέους όμως, δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Ολόκληρος ο δυτικός καπιταλισμός στηρίχθηκε και στηρίζεται ακόμα στο δανεισμό για να επιμηκύνει τεχνητά την ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό, ότι σε ολόκληρη την Ευρωζώνη από την αρχή της κρίσης και μέχρι σήμερα, τα κρατική χρέη δεν έπαψαν να αυξάνονται .

Από το διαρκώς αυξανόμενο κρατικό χρέος της Ελλάδας την περίοδο πριν από την κρίση, δεν ωφελήθηκε ο ελληνικός λαός. Το λεγόμενο κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα ήταν πάντοτε εξαιρετικά αδύναμο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις παροχές στους ανέργους, καθώς μόνο ένα 10% από αυτούς δικαιούταν κάποιο επίδομα, ενώ το 70% των συνταξιούχων λάμβανε την κατώτερη σύνταξη.
Ο αριθμός των κρατικών υπάλληλων πριν την κρίση ήταν κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ ακόμα και τα πιο προνομιούχα στρώματα εργαζομένων στο κράτος, ήτανε πολύ μικρές μειοψηφίες, κύρια συγκεντρωμένοι σε ορισμένα υπουργεία.

Αντίθετα, την ίδια περίοδο, αυτοί που καταλήστευαν τα κρατικά ταμεία ενθαρρύνοντας τον δανεισμό, ήταν οι μεγάλες ελληνικές και ξένες εταιρείες με τις διάφορες κερδοφόρες συμβάσεις που υπέγραφαν με το κράτος, οι τοκογλύφοι δανειστές του κράτους, δηλαδή ελληνικές και ξένες ιδιωτικές τράπεζες και μια «δράκα» διεφθαρμένων υπουργών και υψηλόβαθμων κρατικών στελεχών.
Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 2010 η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού που έφερε γρήγορα την Ελλάδα στο φάσμα της χρεοκοπίας και στα Μνημόνια, ήταν καρπός της κερδοσκοπίας του διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου, αλλά και ταυτόχρονα, ήταν έκφραση της γενικευμένης δυσπιστίας απέναντι στις προοπτικές του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου καπιταλισμού αμέσως μετά τη μεγάλη ύφεση του 2008.
Τα λεγόμενα προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας περιλάμβαναν δάνεια που κατευθύνθηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε τράπεζες, κράτη και καπιταλιστικούς θεσμούς για λήξεις ομολόγων και στις ελληνικές τράπεζες για ανακεφαλαιοποίηση.

Χαρακτηριστικά, από τα 219 δις που είχε λάβει η Ελλάδα πριν από την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, μόνο τα 7,6 δις πήγαν στα κρατικά ταμεία, την ώρα που με τα Μνημόνια το μέσο εργατικό εισόδημα μειώθηκε ως τώρα κατά 40%.

Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι ο σκοπός των λεγόμενων προγραμμάτων διάσωσης της Ελλάδας ήταν να αποφευχθεί ένα «ντόμινο» καταρρεύσεων των ευρωπαϊκών τραπεζών και του ευρώ, να πληρώσουν για την κρίση οι έλληνες εργαζόμενοι και να δημιουργηθεί ένα μοντέλο για την απόλυτη συμπίεση των μισθών για το συνόλου της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης.
Η σημερινή Ελλάδα παρουσιάζει από οικονομική σκοπιά, την εικόνα μιας χώρας κατεστραμμένης από πόλεμο. Συνιστά ένα ζωντανό παράδειγμα του τι μπορεί να επιφυλάσσει σήμερα στην εργατική τάξη και τη νεολαία ο καπιταλισμός σε μια ανεπτυγμένη χώρα της Δύσης. Είναι το πιο αποφασιστικό πειστήριο για το πόσο επίκαιρος σκοπός και πόσο ζωτική ανάγκη είναι για την εργατική τάξη της Δύσης η πάλη για το σοσιαλισμό.

Το ΑΕΠ της Ελλάδας το 2008 ήταν 236, 6 δις. ευρώ και στα τέλη του 2014 είχε μειωθεί σε 177,6 δις, είχε μειωθεί δηλαδή κατά 60 δις, πάνω από 25%. Παρά τη λεγόμενη «διάσωση» από τη χρεοκοπία, το ελληνικό κρατικό χρέος, από 125% του ΑΕΠ το 2009 υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί στο τέλος του έτους σε 198%.

Η ανεργία από 12% το 2009 έφθασε σήμερα στο 27% και δεν εμφανίζεται ακόμα μεγαλύτερη, μόνο και μόνο, γιατί από την αρχή της κρίσης, 300.000 άνεργοι νέοι επιστήμονες έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Το 60% των Ελλήνων, 6,3 εκ άνθρωποι, ζουν σήμερα κάτω ή στο όριο της φτώχειας.

Η προεπαναστατική περίοδος και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ

Αντιμέτωπη με αυτόν τον εφιάλτη, η εργατική τάξη, επικεφαλής των φτωχών μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου, προσπάθησε από το 2010 και μετά να απαντήσει με μεγάλους ταξικούς αγώνες. Καρπός αυτής της απάντησης ήταν 35 ημέρες γενικής απεργίας, ένα μαζικό κίνημα στις πλατείες που διήρκησε 2 μήνες και δεκάδες μεγάλες απεργιακές μάχες κατά χώρους.
Η ελληνική κοινωνία μπήκε έτσι σε μια προεπαναστατική περίοδο. Οι μάζες έβγαλαν ριζοσπαστικά πολιτικά συμπεράσματα, με αποτέλεσμα η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ, να καταρρεύσει και ένα κόμμα που προερχόταν από το κομμουνιστικό κίνημα και μάλιστα βρισκόταν σε διαδικασία αριστερής στροφής, ο ΣΥΡΙΖΑ, σπρώχτηκε γρήγορα από το πολιτικό περιθώριο στην εξουσία τον περασμένο Γενάρη.
Μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, οι εργατικές μάζες και η νεολαία δεν έδωσαν σε αυτή την κυβέρνηση μια «λευκή επιταγή». Από τον πρώτο μήνα, με μαζικές διαδηλώσεις πίεσαν την κυβέρνηση να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις της, με βασικό σύνθημα «Ούτε βήμα Πίσω», για να φτάσουμε στο μαζικό κίνημα του περασμένου Ιουλίου, που παρά τους εκβιασμούς με τις κλειστές τράπεζες, οδήγησε σε μια μεγαλειώδη επικράτηση του «Όχι» στο δημοψήφισμα.

Τα αίτια της προδοσίας

Όμως μετά την προδοτική συνθηκολόγηση της ομάδας Τσίπρα στις 12 Ιουλίου, ένα φυσιολογικό κλίμα απογοήτευσης, απελπισίας και κυνισμού διαδέχτηκε τη μαχητική διάθεση και τον ενθουσιασμό των εργατών και της νεολαίας, που αντανακλάστηκε και στις εκλογές, με τη μαζική αποχή διαμαρτυρίας, πάνω από 3 εκατομμυρίων ψηφοφόρων.

Στις τάξεις των αριστερών αγωνιστών στην Ελλάδα και διεθνώς, κυριαρχούν τώρα ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα, σχετικά με αυτή την οδυνηρή κατάληξη που είχε η πρώτη φάση του μαζικού κινήματος ενάντια στη λιτότητα στην Ελλάδα, στα οποία θα πρέπει να δοθούν ξεκάθαρες απαντήσεις.

Το πρώτο κρίσιμο ερώτημα είναι: ποια ήταν η αιτία για την προδοτική συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα; Πως εξηγείται το φαινόμενο ο ίδιος ηγέτης που ορκιζόταν ότι θα σκίσει τα Μνημόνια, να ισχυρίζεται σήμερα ότι δεν υπάρχει άλλο δρόμος εκτός από τα Μνημόνια; Ποια είναι συνεπώς, τα πολιτικά διδάγματα από την θητεία της πρώτης κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε ο ΣΥΡΙΖΑ;

Παρότι ασφαλώς η στάση του Τσίπρα είναι ο ορισμός της πολιτικής ανεντιμότητας απέναντι στους ανθρώπους του μόχθου, η αιτία για τη συνθηκολόγησή του είναι πρώτιστα πολιτική. Πριν χρεοκοπήσει ηθικά η ομάδα Τσίπρα, είχε χρεοκοπήσει πολιτικά. Η ηθική της χρεοκοπία ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής της χρεοκοπίας.

Η θεμελιώδης πολιτική και προγραμματική αντίληψη της ομάδας Τσίπρα διαψεύστηκε από την ίδια τη ζωή. Η αντίληψη αυτή είναι ο ρεφορμισμός. Είναι η ιδέα ότι μπορεί να ανατραπεί η λιτότητα σε συναίνεση με την άρχουσα τάξη, πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, χωρίς επαναστατικές αλλαγές στην οικονομία, την κοινωνία και την εξουσία. Αυτή η ιδέα αποδείχθηκε ψεύτικη και ουτοπική.

Η Κομμουνιστική Τάση και συνολικά η Διεθνής Μαρξιστική Τάση, εξηγούσαν υπομονετικά πριν συμβούν τα γεγονότα, ότι η λιτότητα και τα Μνημόνια δεν είναι λαθεμένες ιδεολογικές επιλογές της άρχουσας τάξης. Είναι ο ίδιος ο σύγχρονος τρόπος ύπαρξης του καπιταλισμού. Η λιτότητα είναι το παγκόσμιο πολιτικό πρόγραμμα του καπιταλισμού σε συνθήκες κρίσης και γενικευμένης γιγάντωσης των χρεών. Κατάργηση της λιτότητας δεν μπορεί να γίνει χωρίς σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Αυτό ισχύει 100 φορές περισσότερο για «αδύναμους κρίκους» όπως η Ελλάδα, αλλά και ολόκληρος ο Νότος της Ευρωζώνης.

Πραγματικά αρκεί να σκεφτούμε ρεαλιστικά και λογικά : για να αυξηθούν πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού οι μισθοί, οι συντάξεις, να δημιουργηθεί ξανά το κοινωνικό κράτος, να χτιστούν σχολεία, σχολές, νοσοκομεία, να ανοίξουν σχεδιασμένα νέες θέσεις εργασίας θα πρέπει να πληρώσουν μεγάλους φόρους αυτοί που κατέχουν το κεφάλαιο και τον πλούτο, οι τραπεζίτες και οι μεγάλοι καπιταλιστές.

Αυτό όμως, σημαίνει ότι θα πρέπει με κάποιο συναινετικό, «δημοκρατικό» τρόπο να πεισθούν να το κάνουν. Το παράδειγμα της Ελλάδας, αλλά και το παράδειγμα της Πορτογαλίας που εξελίσσεται ήδη μπροστά μας αυτές τις μέρες, δείχνει ότι ένας τέτοιος τρόπος δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ούτε ένα παράδειγμα στην Ιστορία που να δείχνει ότι σε συνθήκες κρίσης η αστική τάξη μπορεί με συναινετικό τρόπο να κάνει κάτι που να μοιάζει με τέτοιες παραχωρήσεις.

Από την κατανόηση αυτής της πραγματικότητας και όχι από κάποιο «δογματισμό» ή «μαξιμαλισμό», πηγάζει η υπεράσπιση ενός αντικαπιταλιστικού – σοσιαλιστικού προγράμματος από τους μαρξιστές. Το πρόγραμμα του επαναστατικού μαρξισμού είναι αληθινό, ενώ το πρόγραμμα του ρεφορμισμού αποδείχθηκε ότι στηρίζεται σε μια ψευδή πρόσληψη της πραγματικότητας. Γι’ αυτό έχει μέσα του το σπέρμα της ήττας και της προδοσίας.

Φυσικά, τίποτα δεν εμποδίζει μια ρεφορμιστική ηγεσία να φερθεί έντιμα, να αποδεχτεί ανοικτά και τίμια τα λάθη της. Και σε αυτό το σημείο, είναι ανάγκη να διαχωρίσουμε τον αγνό, υγιή ρεφορμισμό των μαζών, που είναι φυσικό να αναζητούν τον ευκολότερο και ειρηνικότερο δυνατό δρόμο προς την πρόοδο, από τον ιδιοτελή ρεφορμισμό των καριεριστών ηγετών.

Αν ένας μέσος, απλός ρεφορμιστής εργάτης ήταν στη θέση του Αλέξη Τσίπρα θα έβγαζε ριζοσπαστικά συμπεράσματα από τις ασφυκτικές πιέσεις της τρόικας και της ελληνικής ολιγαρχίας και σε κάθε περίπτωση, πολύ δύσκολα θα δεχόταν με δική του απόφαση να κόβονται μισθοί και συντάξεις και να σπρωχτεί η τάξη του πιο βαθιά στη φτώχεια.

Όμως ένας καριερίστας ρεφορμιστής ηγέτης, αποδείχθηκε ότι με έναν πολύ εύκολο τρόπο, από πολέμιος της λιτότητας μπορεί να γίνει υπέρμαχός της, όπως ένας επιβάτης περνάει από το ένα βαγόνι τρένου στο άλλο.

Θα στεναχωρήσουμε λοιπόν λίγο τον Πάμπλο Ιγκλέσιας: ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι καθόλου ένα «λιοντάρι» όπως τον αποκάλεσε στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα. Ο Αλέξης Τσίπρας αποδείχτηκε ένας συνηθισμένος καριερίστας ρεφορμιστής ηγέτης.

Οι συνειδητοί σοσιαλιστές της Ισπανίας λοιπόν, διδασκόμενοι από τα μαθήματα της Ελλάδας, έχουν χρέος να εμποδίσουν τέτοιου είδους «λιοντάρια» να επαναλάβουν και εδώ την οδυνηρή ήττα και προδοσία που συνέβη στην Ελλάδα.

Υπήρχε άλλη λύση;

Το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα σχετικά με την Ελλάδα είναι : τελικά υπήρχε άλλη λύση; Τι θα έπρεπε να κάνει ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την πρώτη τους κυβερνητική θητεία;

Η απάντηση είναι ΝΑΙ, υπήρχε μια τέτοια άλλη λύση! Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στην εξουσία τον περασμένο Γενάρη, είχε ένα τρομερά ευνοϊκό έδαφος για να καταργήσει τη λιτότητα και τα Μνημόνια. Όμως εξαιτίας των ρεφορμιστικών αντιλήψεων της ηγεσίας επέλεξε τα λάθος στηρίγματα. Επέλεξε να στηριχθεί στον καπιταλισμό, σε ένα τμήμα της άρχουσας τάξης – δήθεν αντιμνημονιακό όπως οι ΑΝΕΛ – και στους αστούς σοσιαλδημοκράτες τύπου Ομπάμα, Ολάντ και Ρέντσι, δηλαδή στον αμερικάνικο, τον γαλλικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. Καρπός αυτής της επιλογής ήταν η αναβολή της εφαρμογής του προγράμματος της Θεσσαλονίκης και τελική της συνέπεια η ανοικτή προδοσία.

Αντίθετα για να καταργήσει τη λιτότητα και τα Μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να στηριχθεί στη δύναμη της εργατικής τάξης και της νεολαίας, στην Ελλάδα και Διεθνώς. Από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησής του έως και τον Ιούλιο, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε μια πρωτοφανή λαϊκή υποστήριξη, εντός και εκτός χώρας.

Αυτό διαμόρφωσε τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για να καταργηθούν τα Μνημόνια και να διαγραφεί το χρέος, που η ίδια η ελληνική Βουλή κήρυξε τον Μάιο ως «παράνομο» και «ληστρικό».
Ασφαλώς τα οικονομικά και πολιτικά αντίποινα που θα ακολουθούσαν από την τρόικα θα ήταν η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και αναπόφευκτα και από την ΕΕ.

Πως θα μπορούσε να απαντήσει ρεαλιστικά και αποτελεσματικά σε αυτά τα αντίποινα η κυβέρνηση;

Στο εξωτερικό, διεθνές πεδίο θα μπορούσε εύκολα να σπάσει την απόπειρα του διεθνούς κεφαλαίου για απομόνωση. Θα έπρεπε να καλέσει σε πανευρωπαϊκές ημέρες κινητοποιήσεων αλληλεγγύης στην Ελλάδα με κοινές διαδηλώσεις και απεργιακή δράση, αλλά και σε κοινές πανευρωπαϊκές συνδιασκέψεις για το συντονισμό της πολιτικής πάλης ενάντια στη λιτότητα.

Εκατοντάδες χιλιάδες ευρωπαίοι εργαζόμενοι θα ανταποκρίνονταν σε αυτά τα καλέσματα με ενθουσιασμό και ένα πανευρωπαϊκό πολιτικό κίνημα –χείμαρρος θα μπορούσε να γεννηθεί. Οι μεγάλες δυνατότητες για ένα τέτοιο κίνημα φάνηκαν στις δεκάδες αυθόρμητες εκδηλώσεις αλληλεγγύης σε όλη την Ευρώπη και ειδικά στην Ισπανία, εκφράστηκαν με το αποκορύφωμα της επιρροής του PODEMOS .

Ποιο πρακτικό αποτέλεσμα θα είχε ένα τέτοιο πανευρωπαϊκό κίνημα; Θα έβαζε αμέσως την τρόικα και εντός αυτής και την καπιταλιστική Γερμανία, σε θέση άμυνας. Θα έκανε τα αντίποινα στην Ελλάδα μια εξαιρετικά αντιδημοφιλή πολιτική επιλογή για κάθε ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Συνολικά, θα άλλαζε το συσχετισμό δύναμης υπέρ του αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στη λιτότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη και θα έδινε τεράστια ώθηση στα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα προς την εξουσία.

Η εκλογή μιας ακόμα ριζοσπαστικής αριστερής κυβέρνησης στην Ευρώπη, ξεκινώντας από την Ισπανία, θα ήταν ένα ζήτημα χρόνου, σπάζοντας την απομόνωση της Ελλάδας από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και βάζοντας τις βάσεις για την οικοδόμηση μια αληθινά ενωμένης και αλληλέγγυας Ευρώπης, μιας Ενωμένης Σοσιαλιστικής Ευρώπης.

Στο εσωτερικό πεδίο, η πιο αποτελεσματική απάντηση στα αντίποινα, θα έπρεπε να είναι η εφαρμογή ενός προγράμματος που θα αφόπλιζε την άρχουσα τάξη και την τρόικα. Είναι δεδομένο ότι η αποβολή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την ΕΕ θα δημιουργούσε ελλείψεις σε βασικά αγαθά και υψηλό πληθωρισμό. Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα, η οικονομία θα έπρεπε να τεθεί σε καθεστώς κεντρικού σχεδιασμού για να προστατευθεί ο λαός από την πείνα και τη φτώχεια.

Δεν μπορείς όμως να σχεδιάσεις μια οικονομία όταν δεν την ελέγχεις. Έτσι οι τράπεζες, τα μονοπώλια στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες και η μεγάλη ιδιοκτησία γης θα έπρεπε να περάσουν στα χέρια του κράτους και το ίδιο το κράτος μαζί με αυτούς τους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, θα έπρεπε να περάσει στο δημοκρατικό έλεγχο των μαζικών εργατικών και λαϊκών οργανώσεων.

Μόνο αυτά τα αντικαπιταλιστικά – σοσιαλιστικά μέτρα θα μπορούσαν να διασφαλίσουν ότι θα βρεθούν οι πόροι για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια και να γίνουν οι αναγκαίες επενδύσεις, ώστε να ανοίξουν θέσεις εργασίας για τους ανέργους.

Το βλέμμα του δημοκρατικού ελέγχου της οργανωμένης εργατικής τάξης στο κράτος και τις επιχειρήσεις μέσα από μια Πανελλαδική επιτροπή εργατικού ελέγχου, δικτυωμένη σε κατά χώρους εκλεγμένες επιτροπές, θα μπορούσε να γίνει το αναγκαίο στήριγμα της κυβέρνησης και να πατάξει τη διαφθορά και τα σκάνδαλα, να εξαλείψει τις σπατάλες και να επαναπροσδιορίσει, στη βάση των πραγματικών δυνατοτήτων της σχεδιασμένης οικονομίας, με έναν δίκαιο τρόπο το ύψος των μισθών, των συντάξεων και των επιδομάτων.

Μέχρι να δημιουργηθεί η δυνατότητα για τις απαραίτητες, αμοιβαία επωφελείς διακρατικές οικονομικές συμφωνίες, το συνάλλαγμα για τις αναγκαίες εισαγωγές αγαθών, ενέργειας και πρώτων υλών, τουλάχιστον για το πρώτο δύσκολο διάστημα αρκετών μηνών, θα μπορούσε να βρεθεί μέσα από τη μετατροπή των τραπεζικών καταθέσεων σε εθνικό νόμισμα και από την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και των καταθέσεων που έχουν στο εξωτερικό οι μονοπωλιακές εταιρείες και οι τράπεζες της Ελλάδας.

Στο μεταξύ, το πέρασμα του ελέγχου του στρατού και της αστυνομίας στις μαζικές λαϊκές οργανώσεις και η λειτουργία συνελεύσεων και επιτροπών φαντάρων στις μονάδες, θα μπορούσε να καταστείλει στη γέννησή του κάθε πιθανό πραξικόπημα.

Στις σημερινές συνθήκες των σύγχρονων μεθόδων επικοινωνίας ένα τέτοιο επαναστατικό παράδειγμα στην Ελλάδα, δεν θα έμενε απομονωμένο ούτε λεπτό. Ξεκινώντας από τον ευρωπαϊκό Νότο, το επαναστατικό παράδειγμα της σοσιαλιστικής Ελλάδας, πολύ σύντομα θα γινόταν πόλος έλξης για την εργατική τάξη και την Αριστερά σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και τον κόσμο. Αργά ή γρήγορα, αναπόφευκτα οι εργαζόμενοι της Ευρώπης που αντιμετωπίζουν κοινά προβλήματα και κοινή επίθεση από το κεφάλαιο, θα έμπαιναν στον επαναστατικό δρόμο.

Τα καθοριστικά λάθη της ηγεσίας της Αριστερής Πλατφόρμας

Αυτή τη μόνη εναλλακτική λύση και προοπτική, μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε μόνο η Κομμουνιστική Τάση. Αλλά η Κομμουνιστική Τάση είναι μια νέα και μικρή τάση που ιδρύθηκε το 2013 και έλαβε στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ μόλις το 0,75%. Αυτή που θα μπορούσε να διεξάγει έναν αποτελεσματικό αγώνα για αυτές τις ιδέες μέσα στο κόμμα ήταν η Αριστερή Πλατφόρμα, που έλεγχε το 30% της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Δυστυχώς όμως, η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας έκανε όλα τα λάθη που θα μπορούσε να κάνει για να χαρίσει το κόμμα στην επίορκη ομάδα Τσίπρα. Μπήκε στην κυβέρνηση με τους αστούς ΑΝΕΛ και συναίνεσε στην αναβολή της εφαρμογής του προεκλογικού προγράμματος στο βωμό της «σκληρής διαπραγμάτευσης» με την τρόικα.

Έτσι στα μάτια της εργατικής τάξης και της νεολαίας έγινε συνένοχη, συνυπεύθυνη για την ήττα. Η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας αρνήθηκε να διεξάγει μια εσωκομματική μάχη για να προλάβει την υπογραφή του Μνημονίου και όταν το τρίτο Μνημόνιο τελικά υπογράφτηκε, ουσιαστικά έκανε ένα «φιλικό διαζύγιο» με την ομάδα Τσίπρα.

Τα λάθη της όμως δυστυχώς συνεχίστηκαν και στο νέο κόμμα, τη Λαϊκή Ενότητα. Αντί απαλλαγμένη από τα σοσιαλδημοκρατικά βαρίδια του ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετήσει ένα ξεκάθαρο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, η ηγεσία της ΛΑΕ κατέβηκε στις εκλογές με σημαία την «πανάκεια» του εθνικού νομίσματος. Όμως κάθε απλός εργάτης καταλαβαίνει ότι χωρίς ένα πρόγραμμα που να οδηγεί σε μια άλλη κοινωνία, πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, ένα ανίσχυρο εθνικό νόμισμα θα σημάνει ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια.

Έτσι η ηγεσία ΛΑΕ, μετά την αποτυχία της σαν εσωκομματική αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ να εμποδίσει την υπογραφή του νέου Μνημονίου, δίνοντας την εικόνα του «κόμματος της δραχμής» έγινε δεκτή με μεγάλη καχυποψία από τις μάζες και δεν μπήκε στη Βουλή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου.

Τι είδους ήττα;

Ένα τρίτο κρίσιμο ερώτημα σχετικά με την κατάσταση στην Ελλάδα, είναι το ερώτημα τι έδειξαν τελικά τα αποτελέσματα των εκλογών σχετικά με τη συνείδηση των εργατικών μαζών; Μήπως όπως ισχυρίζονται πολλοί, η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι οι μάζες έδωσαν τη συγκατάθεσή τους στην εφαρμογή ενός νέου Μνημονίου και αποδέχθηκαν τη σκληρή λιτότητα;

Αυτός είναι ένας τεράστιος μύθος. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε μέσα σε πολύ λίγους μήνες το 1/3 της εκλογικής του βάσης του Γενάρη, που όμως δεν πήγε σε αστικά κόμματα, αφού και αυτά έχασαν περίπου 800.000 ψήφους. Η δε συντριπτική πλειοψηφία όσων τελικά ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ, το έκαναν μόνο και μόνο για να μην επιστρέψουν στην εξουσία τα παραδοσιακά αστικά κόμματα. Το ΚΚΕ διατήρησε τις δυνάμεις του και ένα νέο αριστερό εργατικό κόμμα η ΛΑΕ έχασε για 7.000 ψήφους την είσοδό της στη Βουλή. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τα εκατομμύρια όσων απείχαν με την πρόθεση πολιτικής διαμαρτυρίας, τότε κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ούτε για αστείο ότι ο ελληνικός λαός ενέκρινε τη λιτότητα και τα Μνημόνια.

Το εντυπωσιακό 63% του Ιουλίου ηττήθηκε από προδοσία, αλλά δεν έσβησε, δεν προσκύνησε τον ταξικό εχθρό. Ο συσχετισμός 63% -37% ή καλύτερα 70%-30% στις μεγάλες πόλεις, αντανακλά τον αληθινό ταξικό συσχετισμό δύναμης στην ελληνική κοινωνία.

Αυτού του μεγέθους τη λαϊκή υποστήριξη θα έχει μια αριστερή κυβέρνηση που θα αποφασίσει να συγκρουστεί με συνέπεια με την καπιταλιστική ολιγαρχία και την τρόικα. Η εμπειρία της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από το νέο Μνημόνιο και η αναπόφευκτη νέα επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης από το βάθεμα της ύφεσης που θα φέρουν τα νέα μέτρα, θα ετοιμάσει μια νέα στροφή στ’ αριστερά.

Οι μεγάλες απεργιακές συγκεντρώσεις της 12ης Νοέμβρη δείχνουν ότι οι εργατικές μάζες και η νεολαία θα ανακάμψουν σύντομα. Εκτός από τους επερχόμενους νέους ταξικούς αγώνες, αυτή η διάθεση αναπόφευκτα θα ξαναβρεί ριζοσπαστική έκφραση μέσα στις μαζικές πολιτικές εργατικές οργανώσεις, με μαζικά ρεύματα αγωνιστών που θα είναι ανοικτά στις επαναστατικές ιδέες.
Είναι «ώριμη» η εργατική τάξη για μια επανάσταση;

Όμως – για να έρθουμε στο τέταρτο κρίσιμο ερώτημα που απασχολεί πολλούς πρωτοπόρους αριστερούς αγωνιστές – κατά πόσο θα μπορούσε σήμερα ένα αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό πρόγραμμα να κερδίσει την υποστήριξη των μαζών και να γίνει και εκλογικά δημοφιλές;

Η απάντηση είναι ότι αν αυτό το πρόγραμμα διαδοθεί και εξηγηθεί υπομονετικά από μια μαζική οργάνωση θα μπορούσε από σήμερα να αρχίζει να κερδίζει ενθουσιώδη υποστήριξη,γιατί πολύ απλά, ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εργατικής τάξης και αντανακλά τις αναζητήσεις και τις προσδοκίες, ειδικά των νεαρότερων τμημάτων της.

Κανείς δεν πρέπει να υποτιμά το επίπεδο πολιτικής κατανόησης των μαζών της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι χωρίς μια ριζική αλλαγή στην κοινωνία η μόνη προοπτική που ανοίγεται είναι πολλές δεκαετίες λιτότητας και μαζικής ανεργίας. Ένα αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα μπορεί να τους πείσει και να τους ενθουσιάσει, ξεκινώντας από τα πιο πρωτοπόρα τους στρώματα.

Αν π.χ στις πρόσφατες εκλογές στην Ελλάδα, η ΛΑΕ και το ΚΚΕ είχαν συμμαχήσει στη βάση ενός τέτοιου προγράμματος, τότε θα μπορούσαν να έχουν φρενάρει την υποχώρηση και την απελπισία και να προσφέρουν μια άμεση εναλλακτική λύση εξουσίας στις μάζες.

Αν επίσης το ίδιο αποφάσιζαν να κάνουν σήμερα στην Ισπανία το PODEMOS και η Ενωμένη Αριστερά, τότε θα πρόσφεραν μια νέα πολύ ισχυρότερη ελπίδα από αυτή που πρόσφερε τους προηγούμενους μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ στους εργαζόμενους ολόκληρης της Ευρώπης.

Όμως δυστυχώς, με την υπάρχουσα πολιτική των ηγεσιών της Αριστεράς, ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Ισπανία μπορούν αυτά να συμβούν άμεσα. Έτσι για να μπορέσει ένα αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα να κερδίσει τις μάζες χρειάζεται οργανωμένος και υπομονετικός πολιτικός αγώνας.

Ο Μαρξ έλεγε ότι χωρίς οργάνωση οι εργάτες είναι «πρώτη ύλη για εκμετάλλευση». Στις σημερινές συνθήκες μαζικής ανεργίας, ειδικά για τη νεολαία, ούτε καν αυτό είναι εφικτό, αφού το μέλλον της δεν είναι η εκμετάλλευση, αλλά η περιθωριοποίηση, η «λουμπενοποίηση». Αυτό σημαίνει ότι για την εργατική νεολαία η πολιτική οργάνωση με τις γνήσιες σοσιαλιστικές ιδέες είναι σήμερα ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Με τι άλλο θα μπορούσε να κλείσει λοιπόν η ομιλία ενός ομιλητή που υπερασπίζεται αυτές τις ιδέες, εκτός από αυτή την ευθεία προτροπή: Ισπανοί σύντροφοι και συναγωνιστές, ανταποκριθείτε στο κάλεσμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης, οργανωθείτε στην ισπανική Μαρξιστική Τάση που εκδίδει το περιοδικό «Lucha de Classes»!

Για παλέψουμε όλοι μαζί – αφομοιώνοντας τα πολύτιμα πολιτικά διδάγματα από την πρώτη αυτή ελληνική ήττα – ώστε να ανοίξουμε το δρόμο για μια σοσιαλιστική Ισπανία και μια σοσιαλιστική Ελλάδα, για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης και ολόκληρου του Κόσμου!

 

Σταμάτης Καραγιαννόπουλους

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα