Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική Επικαιρότητα«Κούρεμα χρέους και μετά αντίο!»: που οδηγούν οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

«Κούρεμα χρέους και μετά αντίο!»: που οδηγούν οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις

Ο βάλτος της ύφεσης και η επιστροφή του Grexit. Η στάση του ΔΝΤ και τα αίτια της γερμανικής αδιαλλαξίας. «Λύση στο χρέος ως το τέλος του χρόνου» : φαντασιώσεις στην υπηρεσία της δημαγωγίας. Κυβέρνηση μισητή στο λαό – αναξιόπιστη για το κεφάλαιο. Η εργατική αντεπίθεση και ο ρόλος του ΚΚΕ.

Ο παγκόσμιος καπιταλισμός συνεχίζει να θυμίζει καράβι που πλέει με σοβαρή μηχανική βλάβη, σε αχαρτογράφητα νερά. Η κατάρρευση των μετοχών της «Deutsche Bank», μιας τράπεζας που ελέγχει το 25% της παγκόσμιας αγοράς συναλλάγματος και είναι εκτεθειμένη σε κερδοσκοπικά παράγωγα αξίας 42 τρισ. δολαρίων, ενδεκαπλάσιας δηλαδή του συνολικού μεγέθους της γερμανικής οικονομίας, φανερώνει ότι μια πιθανή έναρξη ενός νέου γύρου τραπεζικών χρεοκοπιών, θα μπορούσε να κάνει τις επιπτώσεις της κατάρρευσης της «Lehman Brothers» να μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι.

Ταυτόχρονα, το πλησίασμα στην επίσημη αρχή των διαπραγματεύσεων για το Brexit μεταξύ βρετανικής άρχουσας τάξης και ΕΕ, το κλίμα όξυνσης που αντανακλούν δηλώσεις όπως εκείνη του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντ. Τουσκ, ο οποίος διεμήνυσε στη Βρετανία ότι «η μόνη εναλλακτική επιλογή στο “σκληρό” Brexit είναι το καθόλου Brexit», αντιπαρατιθέμενος με τον υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας Μπ. Τζόνσον που δήλωσε ότι η Βρετανία μπορεί να έχει «και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο», σε συνδυασμό με τις ανησυχίες για την πτώση της λίρας και για μια ενδεχόμενη φυγή τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων από τη χώρα, προκαλούν νέες ισχυρές δονήσεις στο ασταθές έδαφος της παγκόσμιας οικονομίας.

Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, κυριαρχεί το εφιαλτικό σκηνικό των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Στη Συρία, σ’ έναν καταστροφικό πόλεμο που προκάλεσε ο δυτικός ιμπεριαλισμός και οι τοπικοί του προστατευόμενοι και στον οποίο έχουν ήδη δολοφονηθεί μισό εκατομμύριο άνθρωποι και έχουν ξεριζωθεί άλλα 12 εκατομμύρια, η ανερχόμενη ιμπεριαλιστική Ρωσία παίρνει σταθερά το «πάνω χέρι», οι ΗΠΑ και οι υπόλοιπες δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συνεχίζουν να στηρίζονται ξεδιάντροπα σε παρακλάδια της Αλ Κάιντα, ενώ η Τουρκία συμμαχώντας με τη Ρωσία, επιχειρεί να αξιοποιήσει τη ρευστή κατάσταση ανακατανομής ισχύος, να καρπωθεί τα κουρδικά συριακά εδάφη και να πάρει στο Ιράκ μερίδιο από τα πετρέλαια της Μοσούλης, καθώς ο ISIS υποχωρεί.

Στο πλαίσιο μάλιστα των εκβιασμών που κάνει ο Ερντογάν στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό με σκοπό την εύνοια σε αυτά τα πεδία, εκτοξεύει για αντιπερισπασμό εθνικιστικές κορώνες αμφισβήτησης της κυριαρχίας του ελληνικού αστικού κράτους στο Αιγαίο και τη Θράκη, επιβεβαιώνοντας εκτός των άλλων και τη διεθνή ανυποληψία στην οποία έχει περιπέσει ο ελληνικός καπιταλισμός, όντας απόλυτα εξαρτημένος από τις δανειακές δόσεις της τρόικας.

Ο ελληνικός καπιταλισμός σε βάλτο: ύφεση, πτώση κατανάλωσης και λουκέτα

Η αμφισβήτηση της εδαφικής κυριαρχίας του ελληνικού κράτους από τον Ερντογάν, δεν είναι ασφαλώς η μόνη ένδειξη για την παρακμή του ελληνικού καπιταλισμού. Η ίδια η κατάσταση της οικονομικής του βάσης, μαρτυρά ένα αξεπέραστο αδιέξοδο. Η ύφεση έχει μετατραπεί σε έναν βάλτο από τον οποίο ο ελληνικός καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεφύγει, με αποτέλεσμα τη διαρκή επιδείνωση του κρατικού χρέους και των ελλειμμάτων.

Καθρέφτης αυτής της πραγματικότητας, ήταν η προς το χειρότερο αναθεώρηση των στοιχείων για την εξέλιξη του ΑΕΠ και του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2015, πριν λίγες μέρες από την ΕΛΣΤΑΤ. Έτσι σε τρέχουσες τιμές (σε αυτές υπολογίζονται τα ελλείμματα – πλεονάσματα και το χρέος), χωρίς δηλαδή να αφαιρεθεί η επίδραση του πληθωρισμού, το ΑΕΠ έπεσε τελικά πέρσι κατά 1,3%, έναντι αρχικής εκτίμησης για πτώση κατά 0,9%, έχοντας πλέον φτάσει σε απόλυτα ποσά στα 175,7 δισ. ευρώ, από 233,20 δις ευρώ που ανερχόταν στα τέλη του 2008, δηλαδή στην αρχή της ύφεσης (συνολική μείωση του ΑΕΠ μέσα στην ύφεση 24,52%).

Η αναθεώρηση στο ΑΕΠ του 2015, είχε άμεση αρνητική αντανάκλαση στο πρωτόγεννες πλεόνασμα, το οποίο τελικά ήταν μικρότερο από το 0,7% που είχε αρχικά ανακοινωθεί, φτάνοντας στο 0,2% (δηλαδή μετριάστηκε η «επιτυχία» της κυβέρνησης αναφορικά με τον σχετικό μνημονιακό στόχο που προέβλεπε πρωτογενές έλλειμμα 0,25%).

Στις αρχές αυτού του μήνα, η κυβέρνηση είχε σπεύσει να πανηγυρίσει για την υπέρβαση κατά 3,75% στο στόχο για τα κρατικά έσοδα, κατά το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου, υποστηρίζοντας ότι διαψεύστηκαν οι «Κασσάνδρες» που προέβλεπαν ενεργοποίηση του «κόφτη» μισθών και συντάξεων. Αλλά η «συνέπεια» των φορολογουμένων, σε ένα σημαντικό βαθμό, όπως αποδείχθηκε από τα σχετικά στοιχεία των τραπεζών, ήταν το αποτέλεσμα της πληρωμής του ΕΝΦΙΑ με δανεικό, «πλαστικό» χρήμα, ενώ στην αύξηση των κρατικών εσόδων συνέβαλαν οι αυξημένοι συντελεστές ΦΠΑ, που υπερ-απέδωσαν λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης.

Το στοιχείο που δείχνει πιο καθαρά την εξάντληση των φοροδοτικών δυνατοτήτων των λαϊκών μαζών, προϊδεάζοντας για τη μελλοντική καθίζηση στα φορολογικά έσοδα που θα φέρει τον «κόφτη» μισθών και συντάξεων στο προσκήνιο, είναι η συνεχιζόμενη πτώση στις λιανικές πωλήσεις βασικών καταναλωτικών αγαθών. Το 2015, το σύνολο της κατανάλωσης, σύμφωνα με την ΕΛΤΣΑΤ, μειώθηκε κατά 1,9%, ενώ η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για καταναλωτικά αγαθά μειώθηκε κατά 41 ευρώ.

Η μείωση της κατανάλωσης σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης κλιμακώνεται στην παρούσα χρονιά. Τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών αγοράς IRI για το πρώτο εξάμηνο του 2016, δείχνουν υποχώρηση του τζίρου στα σούπερ μάρκετ κατά 8,8% και πτώση 12,6% στο όγκο των πωλήσεων. Συνολικά για την τελευταία 7ετία, το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών αγαθών, στη βάση επεξεργασίας στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, προσδιορίζει τη μείωση των δαπανών των νοικοκυριών για διατροφή και εστίαση στο 23,4%! Με τις οφειλές προς το κράτος να έχουν ήδη φτάσει τα 90 δισ ευρώ και τα λαϊκά νοικοκυριά να κόβουν πλέον δαπάνες από της διατροφή τους, αυτό που πρέπει να αναμένεται δεν είναι η φοροδοτική συνέπεια που θα τροφοδοτεί πλεονάσματα, αλλά η αναπόφευκτη κάποια στιγμή, ανεξέλεγκτη στάση πληρωμών προς την εφορία.

Η ψευτο-αριστερή κυβέρνηση Τσίπρα, που σε εμπιστοσύνη στον καπιταλισμό ξεπερνά όλα τα αστικά κόμματα μαζί, ισχυρίζεται ότι μπορεί να έρθει η ανάπτυξη από νέες ιδιωτικές επενδύσεις. Αλλά η κατάσταση των ιδιωτικών επιχειρήσεων στη χώρα δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Μόνο περισσότερα λουκέτα και απολύσεις θα πρέπει να περιμένουμε για το άμεσο μέλλον. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα οικονομικά ρεπορτάζ των αστικών εφημερίδων και ιστοσελίδων («Καθημερινή», «Euro2day» κ.α), 80.000 από τις συνολικά 400.000 επιχειρήσεις (συμπεριλαμβανομένων και ελευθέρων επαγγελματιών) που έχουν οφειλές σε τράπεζες, κράτος και ασφαλιστικά ταμεία, υπολογίζεται ότι είναι πολύ κοντά στο να βάλουν λουκέτο. Ανάμεσά τους, βρίσκονται 18 γνωστοί καπιταλιστικοί όμιλοι, με τραπεζικό δανεισμό συνολικά 10,6 δισ ευρώ. Ήδη τη σκυτάλη από το «κανόνι» του «Μαρινόπουλου», παίρνει η υπερχρεωμένη «Forthnet», ενώ η ισχυρή υαλουργία «Γιούλα», με θυγατρικές στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία, επιβεβαιώνοντας την αδυναμία των ελλήνων καπιταλιστών να διατηρήσουν τη διεθνή θέση που κατέκτησαν τα προηγούμενα χρόνια, πουλήθηκε από τον έλληνα ιδιοκτήτη σε …πορτογαλική εταιρεία («Vidro»).

Χρέος : η στάση του ΔΝΤ και της Γερμανίας

Μέσα σ’ αυτή την πραγματικότητα βαθιάς ύφεσης, είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί το γιγάντιο κρατικό χρέος και να επιτευχθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπονται από το Τρίτο Μνημόνιο. Το κρατικό χρέος σύμφωνα με την αναθεωρημένη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ του Οκτωβρίου, έκλεισε πέρσι στο 177,5% του ΑΕΠ, δηλαδή στα 311,7 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ που παρουσιάστηκε στις αρχές του μήνα, το χρέος θα ανέλθει φέτος στο 183,4% του ΑΕΠ, ενώ η πρόβλεψη για το 2017 και το 2018 είναι ότι θα διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο.

Οι επιτελείς του ΔΝΤ μιλούν πλέον δημόσια και επιτακτικά για μείωση του χρέους και προβλέπουν ότι οι στόχοι για τα πλεονάσματα δε θα πιαστούν. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπουν πλεονάσματα 0,1% του ΑΕΠ φέτος αντί για τον μνημονιακό στόχο του 0,5%, του χρόνου 0,7% αντί για τον στόχο του 1,5% και από το 2018 έως το 2021, 1,6% ετησίως αντί για το στόχο του 3,5%. Από αυτές τις προβλέψεις, εκτιμούν ότι είναι επιβεβλημένη η λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων, ύψους 1,5 δισ ευρώ για του χρόνου και 3,5 δισ ευρώ για το 2018! Και στην πραγματικότητα, αυτές οι εκτιμήσεις τους είναι εξαιρετικά αισιόδοξες, καθώς στηρίζονται σε αυθαίρετους υπολογισμούς για την εξέλιξη του ελληνικού ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια (π.χ ανάπτυξη 2,8% το 2017).

Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ δεν θέτουν το ζήτημα της μείωσης του χρέους επειδή ξαφνικά, έγιναν πιο «ήπιοι». Είναι υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα, που είναι η αδυναμία της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το χρέος και να προετοιμάσουν έτσι τα ιμπεριαλιστικά αφεντικά τους για τα χειρότερα που έρχονται στο ελληνικό ζήτημα. Ταυτόχρονα, σ’ έναν ορισμένο βαθμό, απηχώντας τα συμφέροντα των εκτός Γερμανίας δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, επιθυμούν να πιέσουν τη Γερμανία να πληρώσει στο ελληνικό χρέος το τίμημα που απαιτείται για να περιοριστεί άμεσα μια μόνιμη εστία αστάθειας, εν μέσω μάλιστα της διεθνούς αβεβαιότητας που δημιουργεί το Brexit.

Όμως, όπως έχουμε εξηγήσει επανειλημμένα, το αφεντικό της τρόικας δεν είναι το ΔΝΤ, αλλά οι Γερμανοί αστοί. Αν η καπιταλιστική Ευρώπη της οποίας κυρίαρχη δύναμη είναι η Γερμανία βρισκόταν σήμερα σε μια φάση ισχυρής ανάπτυξης και είχε ως μόνο υπερχρεωμένο «ασθενή» την Ελλάδα, τότε οι Γερμανοί αστοί θα μπορούσαν να δείξουν περισσότερη γενναιοδωρία. Αλλά η ελληνική κρίση, είναι οργανικό τμήμα της κρίσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και η υπερχρέωση αποτελεί κοινό σύμπτωμα για πολλές χώρες της Ευρωζώνης. Αν οι Γερμανοί αστοί παραχωρήσουν στην Ελλάδα οτιδήποτε ουσιαστικό σχετικά με το χρέος, τότε οι πολλαπλάσια – σε απόλυτα ποσά – υπερχρεωμένοι, υπόλοιποι Νοτιοευρωπαίοι αστοί, θα διεκδικήσουν ανάλογη γενναιοδωρία για τα κράτη και τις τράπεζές τους. Αυτή είναι η κύρια ταξική αιτία που κρύβεται πίσω από τη σταθερή γερμανική αδιαλλαξία και όχι κάποια ιδιαίτερη τακτική της «ομάδας Σόιμπλε» ή οι όποιες πολιτικές σκοπιμότητες ενόψει των γερμανικών εκλογών, που αποτελούν έναν όχι καθοριστικό, αλλά συγκυριακό παράγοντα στις εξελίξεις.

Η γερμανική τακτική σχετικά με το ελληνικό χρέος έως τώρα, είναι το κέρδισμα χρόνου μέσω της αδυσώπητης λιτότητας και υπερφορολόγησης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της Ελλάδας και η μετάθεση της όποιας μονιμότερης διευθέτησης στο απροσδιόριστο μέλλον. Αλλά σε αυτή την τακτική, υπάρχει ένα αντικειμενικό όριο, που τίθεται από την εντεινόμενη αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού να ανακάμψει ουσιαστικά μέσα στο σημερινό διεθνές πλαίσιο της κρίσης, ώστε να μπορεί το ελληνικό κράτος να εξυπηρετεί κανονικά τα χρέη του.

Στην πραγματικότητα, οι Γερμανοί αστοί κατανοούν ήδη ότι ένα τμήμα των κρατικών δανείων που έχουν δοθεί στην Ελλάδα δεν πρόκειται να αποπληρωθεί. Έτσι, όπως έχουμε επανειλημμένα προβλέψει, κάποια στιγμή, θα υποχρεωθούν να αποδεχτούν αυτές τις αναπόφευκτες απώλειες και για να απαλλαγούν από τη διαρκή υποχρέωση να δίνουν νέα δάνεια στην Ελλάδα από το φόβο μην διαταραχτεί η σταθερότητα στην Ευρωζώνη, θα προωθήσουν την έξοδο της από την Ευρωζώνη, όπως άλλωστε άρχισαν ουσιαστικά να κάνουν με την εμφάνιση του σχεδίου Σόιμπλε για ένα «συναινετικό Grexit» τον Ιούλιο του 2015, στο τραπέζι της Συνόδου Κορυφής.

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις των «Wiki Leaks» είναι εξαιρετικά κατατοπιστικές πάνω σε αυτό το ζήτημα και δείχνουν ότι, πίσω από τα ψεύτικα επίσημα λόγια τους, η Λαγκάρντ και η Μέρκελ – και όχι μόνο ο «κακός Σόιμπλε» – ήδη δυο χρόνια πριν, θεωρούσαν την Ελλάδα μια τελειωμένη υπόθεση για την Ευρωζώνη. Από τότε, στο φως της εντεινόμενης αδυναμίας του ελληνικού καπιταλισμού να ανακάμψει, αυτή τους η πεποίθηση είναι φυσικό να έχει ενισχυθεί. Το ΔΝΤ την εκφράζει πλέον ανοικτά, δείχνοντας σαφώς την πρόθεσή του να αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα. Αλλά και η στάση της Γερμανίας, κάθε άλλο παρά εμπιστοσύνη αντανακλά στην προοπτική του ελληνικού καπιταλισμού.

Αυτό μαρτυρά η νέα επίδειξη σκληρής στάσης της γερμανικής κυβέρνησης, με την ταπείνωση του σπασίματος της υπο-δόσης των 2,8 δισ. της πρώτης αξιολόγησης σε δυο νέες …υπο-δόσεις, παρ’ ότι η κυβέρνηση Τσίπρα τήρησε στο ακέραιο τις μνημονιακές της υποχρεώσεις, αλλά και με την παγερή αντιμετώπιση των αιτημάτων του πρωθυπουργού για το χρέος από τη Μέρκελ στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής. Και όσα λέει με τις πράξεις της η γερμανική κυβέρνηση, δεν έχει λόγο να μην τα πει ανοικτά και κυνικά ο γερμανικός αστικός Τύπος, όπως έκανε σε άρθρο της στις 10/10 στην εφημερίδα Welt, η φιλική στον κυβερνητικό συνασπισμό διευθύντριά της, υπό τον εύγλωττο τίτλο «Κούρεμα χρέους και μετά αντίο!» (εννοώντας την έξοδο από την Ευρωζώνη).

Έτσι λοιπόν, οι Γερμανοί αστοί και το ΔΝΤ, δεν διαφωνούν στην ουσία του ελληνικού ζητήματος. Από κοινού δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στη δυνατότητα ουσιαστικής ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού και κανονικής εξυπηρέτησης του χρέους από το ελληνικό κράτος. Επίσης από κοινού, κατανοούν ότι για να προληφθεί μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία που θα έχει απρόβλεπτες επιπτώσεις, το «κούρεμα χρέους» ή μια άλλη μονιμότερη διευθέτηση θα είναι αναπόφευκτα, συμφωνώντας φυσικά ότι κάτι τέτοιο θα πρέπει να συνοδευτεί από τα σκληρότερα δυνατά μέτρα σε βάρος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Όμως καθώς η ώρα γι’ αυτή τη μονιμότερη διευθέτηση ζυγώνει, δεν είναι δυνατό να μην έχουν διαφορές σχετικά με το πως και το πότε αυτή θα γίνει, αφού κάθε άλλο παρά θα θιγούν στον ίδιο βαθμό.

Το ΔΝΤ μέχρι τώρα, δεν βρίσκεται καν στο νέο πρόγραμμα σαν δανειστής, αλλά μόνο σαν τεχνοκράτης σύμβουλος. Οι επιτελείς του, έχουν την πολυτέλεια να λένε ανοικτά αυτά που σκέφτονται για το χρέος και να ζητούν από άλλους να πληρώσουν. Αντίθετα, οι Γερμανοί αστοί είναι εκείνοι που έχουν να χάσουν τα περισσότερα. Από τη στιγμή που το πρόγραμμα του τρίτου Μνημονίου εξελίσσεται και φθάνει ήδη κοντά στα μισά της διάρκειάς του με τους όρους του να εφαρμόζονται κατά γράμμα από την κυβέρνηση, το συμφέρον τους είναι να εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα να ολοκληρωθεί χωρίς να καμία παραχώρηση για το χρέος και με το κόστος κάθε εκτροχιασμού από τους στόχους να περνά αποκλειστικά στις πλάτες του ελληνικού λαού, έχοντας όμως πάντοτε έτοιμη στο «συρτάρι» τη συνταγή «Κούρεμα χρέους και μετά αντίο!», για την περίπτωση που θα χρειαστούν και νέα δάνεια.

Στην τακτική αυτή, οι Γερμανοί αστοί έχουν ανάγκη το ΔΝΤ, έστω, στον ρόλο του «τεχνικού συμβούλου», όχι τόσο ως μοχλό πίεσης για να εξασφαλίζεται η συναίνεση στη «στήριξη της Ελλάδας» στο εσωτερικό του κυβερνητικού τους στρατοπέδου, όπως πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν στα αστικά ΜΜΕ, όσο στην πραγματικότητα στο ρόλο του πιστού βοηθού στην επιβολή των σκληρότερων δυνατών μέτρων λιτότητας, προς παραδειγματισμό των υπολοίπων Ευρωπαίων υπερχρεωμένων «ασθενών».

Έτσι η παλιά, γνωστή επιδίωξη της κυβέρνησης για ένα «πιο ήπιο, καθαρά ευρωπαϊκό πρόγραμμα χωρίς το ΔΝΤ» δεν είναι καθόλου εφικτή. Δεν είναι τυχαίο, το ότι ο υπερ-μνημονιακός δημοσιογράφος και φιλικός, δημόσιος σύμβουλος του πρωθυπουργού από τις στήλες της «Καθημερινής» και από το δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΙ, ο Μπάμπης Παπαδημητρίου, δεν παύει τις τελευταίες εβδομάδες να του θυμίζει τη «σημασία που έχει ο ρόλος του ΔΝΤ για τη χώρα». Το συμφέρον του ελληνικού καπιταλισμού ταυτίζεται με την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, με όποια μορφή. Γιατί αν τους επόμενους μήνες συμβεί μια πλήρης αποχώρηση του ΔΝΤ, αυτό θα είναι ένας πολύ κακός οιωνός για το μέλλον της καπιταλιστικής Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Τότε αντί για ένα νέο «ευρωπαϊκό πρόγραμμα», το πιο πιθανό είναι ο «σκληρός διαπραγματευτής» κύριος πρωθυπουργός να λάβει από τους Γερμανούς μια πρόταση που θα θυμίζει το «σχέδιο Σόιμπλε» του Ιουλίου του 2015 ή αλλιώς την απευκταία για τους έλληνες αστούς συνταγή της «Welt» : «Κούρεμα χρέους και μετά αντίο!».

«Λύση στο χρέος ως το τέλος του χρόνου» : φαντασιώσεις στην υπηρεσία της δημαγωγίας

Στην επιστροφή του γνωστού φαντάσματος που ξορκίζει ο ελληνικός καπιταλισμός (Grexit), η κυβέρνηση απαντά με δημαγωγικές φαντασιώσεις. Σύμφωνα με το νέο επίσημο «αφήγημα» (για να μιλήσουμε στη «Συριζική» αργκό), που ο Τσίπρας εισήγαγε με την ομιλία του στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ο κεντρικός κυβερνητικός στόχος είναι μέχρι το τέλος του χρόνου να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και ταυτόχρονα, να δοθεί οριστική λύση για το χρέος, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για συμμετοχή της Ελλάδας στην «ποσοτική χαλάρωση» και έξοδο στις αγορές, ως εγγύηση για να έρθουν νέες επενδύσεις και ανάπτυξη. Η πηγή αυτού του «αφηγήματος», σύμφωνα με την κυβέρνηση, είναι η εκτίμηση ότι τον επόμενο χρόνο, με τις γαλλικές, τις ολλανδικές και πάνω από όλα, με τις γερμανικές εκλογές, η μόνιμη λύση για το χρέος θα είναι αδύνατη.

Αν δεχθούμε ότι οι εμπνευστές αυτού του «αφηγήματος» το πιστεύουν πραγματικά, είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι με αυτό, απλώς φανερώνουν την ανοησία τους. Γιατί θεωρούν ότι είναι δυνατό η γερμανική άρχουσα τάξη να υποτάξει ένα ζήτημα στρατηγικής, δηλαδή το τι θα κάνει οριστικά με το χρέος της Ελλάδας – στην πραγματικότητα με το χρέος ολόκληρου του ευρωπαϊκού Νότου – στις εφήμερες ανάγκες μιας προεκλογικής καμπάνιας. Επιπρόσθετα, κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει, το γιατί η λύση που τάχα θα αναγκαστούν από τις «πιέσεις» του Τσίπρα και των διεθνών φίλων του να παραχωρήσουν στην Ελλάδα η Μέρκελ και ο Σόιμπλε, θα έχει λιγότερο πολιτικό κόστος γι’ αυτούς, αν αντί για 4-5 μήνες πριν από τις γερμανικές εκλογές, πραγματοποιηθεί 10 μήνες πριν.

Στην πραγματικότητα, για μια ακόμα φορά, η καριερίστικη κλίκα Τσίπρα, κάνει αυτό που γνωρίζει καλά: φτηνή δημαγωγία. Η αληθινή πηγή του αφηγήματος «λύση μέχρι το τέλος του χρόνου», δεν είναι άλλη, από τον τρόμο που αισθάνεται η κυβέρνηση μπροστά στη αυξανόμενη αγανάκτηση του λαού για την πολιτική της και στη βέβαιη προοπτική για μια νέα διόγκωση αυτής της αγανάκτησης, με τη νομοθέτηση των προαπαιτούμενων της δεύτερης αξιολόγησης. Αυτό που επιχειρεί να πουλήσει ο «χαρισματικός» πρωθυπουργός, είναι μια νέα «σκληρή διαπραγμάτευση» για το χρέος ως «χρύσωμα χαπιού» για τα προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης και στην περίπτωση που η αξιολόγηση καθυστερήσει και στο μεταξύ ζητηθούν πρόσθετα μέτρα, θέλει να έχει την αφορμή για μια «ηρωική έξοδο» με σημαία το χρέος, ώστε να περισώσει ότι μπορεί από το κοινοβουλευτικό μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ.

Με δεδομένη τη σταθερά σκληρή στάση των Γερμανών αστών, την πηγή της οποίας εξηγήσαμε πιο πάνω, καμία «οριστική λύση για το χρέος» δεν μπορεί να αναμένεται μέχρι το τέλος του χρόνου. Η πιο γενναιόδωρη πράξη που μπορεί η κυβέρνηση να περιμένει από τους Γερμανούς αστούς, είναι ανέξοδες, αόριστες υποσχέσεις, ως απλό συνοδευτικό στη διαρκή απαίτηση για τα σκληρότερα δυνατά μέτρα. Έτσι η κυβέρνηση – με ή χωρίς την ενδιάμεση νομοθέτηση ορισμένων προαπαιτούμενων – μετά από μια θεατρικού τύπου «διαπραγμάτευση», στην οποία θα αξιοποιήσει το γεγονός ότι μέχρι το τέλος του έτους δεν υπάρχουν υψηλές δανειακές υποχρεώσεις (συνολικά πρέπει να διατεθούν για τοκοχρεολύσια 1,3 δις ευρώ), θα αναγκαστεί να συρθεί σε εκλογές.

Το ανώτερο πιθανό όριο παραμονής της κυβέρνησης στην εξουσία είναι ο Ιούλιος του 2017, οπού το ελληνικό κράτος θα έχει πολύ υψηλές δανειακές υποχρεώσεις και θα πρέπει να πληρώσει για το χρέος συνολικά 6,2 δις ευρώ (3,9 δισ. ευρώ σε ιδιώτες και 2,3 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ). Αν θελήσει να υπερβεί αυτό το όριο και να παρατείνει την παραμονή της στην εξουσία, η κυβέρνηση θα πρέπει, όχι μόνο να νομοθετήσει τα σκληρότερα δυνατά μέτρα στα «εργασιακά», αλλά ταυτόχρονα, να λάβει και τα πρόσθετα μέτρα ύψους μίνιμουμ 1,5 δισ. ευρώ για το 2017 που απορρέουν από τις (επαναλαμβάνουμε αισιόδοξες) προβλέψεις του ΔΝΤ για την πορεία ΑΕΠ και πρωτογενούς πλεονάσματος, για να μη μιλήσουμε για τα μέτρα ύψους 3,5 δισ. ευρώ που το ΔΝΤ προβλέπει ότι θα απαιτηθούν για το 2018!

Μια τέτοια υπέρβαση, δεν φαίνεται δυνατή. Όχι ασφαλώς, λόγω των «φιλολαϊκών» κινήτρων της κυβέρνησης Τσίπρα, αλλά γιατί απλώς αυτή η κυβέρνηση δεν έχει την απαιτούμενη πολιτική αντοχή, ειδικά χωρίς ουσιαστικές παραχωρήσεις από τους δανειστές στο χρέος. Τα νέα σκληρά μέτρα που απαιτούνται, είναι δυνατό να επιχειρηθεί να ληφθούν μόνο από μια κυβέρνηση που θα έχει προκύψει από νέες εκλογές. Το ενδεχόμενο του σχηματισμού μιας οικουμενικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που θα τα ψηφίσει χωρίς να μεσολαβήσουν εκλογές – με ή χωρίς τον Τσίπρα πρωθυπουργό – είναι εντελώς ασύμφορο για την αστική τάξη, καθώς οποιαδήποτε προεκλογική συμμαχία με την («κομψά» μιλώντας) αντιδημοφιλή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, θα πλήξει το πολιτικό κεφάλαιο της ΝΔ του Μητσοτάκη, σε μια εποχή που τα γκάλοπ της δίνουν την εκλογική πρωτιά με 10 μονάδες διαφορά.

Μήπως όμως το κυβερνητικό «αφήγημα ανάπτυξης» θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα, εάν αντί για μια «μόνιμη λύση στο χρέος», είχαμε έστω ορισμένες παραχωρήσεις με τη μορφή μικρότερων πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα 1-2 χρόνια ή μιας ένταξης στην «ποσοτική χαλάρωση», όπως ζήτησε ο Τσίπρας στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής; Τα μικρότερα πλεονάσματα θα συνιστούν τυπικά μια ευνοϊκή για την Ελλάδα αλλαγή στους όρους του τρίτου Μνημονίου, που η παραχώρησή της δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σημερινό συσχετισμό δύναμης. Από τη σκοπιά των γερμανικών αστικών συμφερόντων, θα δημιουργούσαν ένα κακό προηγούμενο για τους υπόλοιπους υπερχρεωμένους του Νότου και γι’ αυτό είναι απίθανο να παραχωρηθούν. Επίσης, για να συμβεί η ένταξη στο «πρόγραμμα QE» (ποσοτική χαλάρωση) της ΕΚΤ, απαιτείται οπωσδήποτε – όπως άλλωστε δήλωσε καθαρά ο Μ. Ντράγκι στις 20/10 – μια μόνιμη διευθέτηση του χρέους, γιατί πολύ απλά, σε αντίθεση με τις επίσημες κυβερνητικές φαντασιώσεις, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, ακόμα και αν ήθελε να κάνει ένα δώρο στην Ελλάδα, δεν μπορεί να επιβληθεί στη θέληση της Γερμανίας.

Ακόμα όμως και αν αυτά τα δύο (χαμηλότερα πλεονάσματα και ποσοτική χαλάρωση) θα μπορούσαν να παραχωρηθούν από τη Γερμανία, δεν θα αποτελούσαν από μόνα τους αιτία για επιστροφή στις αγορές και πολύ περισσότερο, για νέες επενδύσεις και ανάπτυξη. Τα μικρότερα πλεονάσματα για ένα ή δυο χρόνια, δεν αναιρούν την αβεβαιότητα της χρεοκοπίας, ενώ η εισαγωγή τους για μια μεγάλη περίοδο, θα μπορούσε να γίνει μόνο με την υπογραφή ενός νέου Μνημονίου και μόνο σαν τμήμα μια νέας, «οριστικής» (πάντα σε εισαγωγικά γιατί στην πραγματικότητα μια τέτοια δεν μπορεί να υπάρξει στον καπιταλισμό) διευθέτησης για το χρέος. Ομοίως, η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μειώσει αποφασιστικά τα επιτόκια δανεισμού και ότι θα επιτρέψει μια έξοδο στις αγορές, αφού θα αφορά ένα μικρό μόνο τμήμα των ελληνικών ομολόγων, στην καλύτερη περίπτωση ύψους 5 δισ ευρώ. Αλλά και οι αναπτυξιακές επιπτώσεις που θα έχει η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση, είναι εξαιρετικά αμφίβολες. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι στο διάστημα που εφαρμόζονται, τόσο το «QE», όσο και το «επενδυτικό πρόγραμμα Γιούνκερ», δεν σημειώθηκε καμία ουσιαστική επίδραση στους ρυθμούς ανάπτυξης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, οι οποίοι παραμένουν ισχνοί.

Οι επόμενοι μήνες θητείας αυτής της κυβέρνησης λοιπόν, θα μοιάζουν πολύ με τους τελευταίους μήνες της κυβέρνησης Σαμαρά. Η αντικειμενική τροχιά των εξελίξεων, δεν οδηγεί στο «αφήγημα» δημαγωγίας, που προβλέπει μια «οριστική λύση για το χρέος μέχρι το τέλος του χρόνου και εκλογές το 2019», αλλά σε νέες πρόωρες εκλογές και σε ακόμα μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική αστάθεια, με φυσική κατάληξη σε οικονομικό επίπεδο, το προαναφερόμενο, «αφήγημα ρεαλισμού» της Welt.

Κυβέρνηση Τσίπρα : μισητή στο λαό – αναξιόπιστη για το κεφάλαιο

Η κυβέρνηση Τσίπρα, χωρίς να έχει συμπληρώσει καλά – καλά έναν χρόνο νέα θητείας, έχει ήδη μετατραπεί στην πιο αντιδημοφιλή κυβέρνηση της εποχής των Μνημονίων. Eίναι η κυβέρνηση με τα πιο αδύναμα ταξικά στηρίγματα. Οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις, παρότι απώλεσαν γρήγορα κάθε πραγματική λαϊκή υποστήριξη ή ανοχή, είχαν τουλάχιστον την ενιαία στήριξη της ελληνικής άρχουσας τάξης. Οι αυτοσχεδιαστικοί τυχοδιωκτισμοί και οι μανούβρες χωρίς στρατηγική της κυβέρνησης Τσίπρα στην εξουσία, την έχουν καταστήσει συνολικά αναξιόπιστη, όχι μόνο στις εργατικές και φτωχές λαϊκές μάζες όπως μαρτυρούν τα γκάλοπ, αλλά και σε όλες τις αστικές δυνάμεις που επηρεάζουν καθοριστικά τις εξελίξεις στη χώρα.

Οι αστοί «φίλοι» της σε διεθνές επίπεδο, τη θεωρούν εντελώς ανυπόληπτη. Οι αποκαλύψεις των «Wiki Leaks» σχετικά με τις οδηγίες που έστελνε ο Μπιλ Κλίντον στον «ηγέτη εκατονταετίας» για τη διαπραγμάτευση του 2015, καθώς και το περιεχόμενο του γνωστού βιβλίου των Γάλλων δημοσιογράφων με εκμυστηρεύσεις του Ολάντ σχετικά με τους διαλόγους κυβέρνησης – Πούτιν και του τελευταίου με τον Γάλλο Πρόεδρο, έδειξαν γλαφυρά το επίπεδο του κύρους και του σεβασμού που απολαμβάνει η ομάδα Τσίπρα διεθνώς.

Σε εγχώριο επίπεδο, η αλλοπρόσαλλη και γεμάτη παιδαριώδη λάθη από αστική σκοπιά, διαπραγματευτική τακτική με την τρόικα, αλλά και η εξελισσόμενη, αδέξια απόπειρα συμμαχίας με ορισμένους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης, με ψεύτικη επίδειξη εξουσίας για δημαγωγικούς σκοπούς και πολιτικά οφέλη έναντι άλλων, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων «καναλαρχών», των ρασοφόρων μάνατζερ της καπιταλιστικής επιχείρησης που καλείται «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας» και των υψηλόβαθμων, αστών δικαστικών, έχουν προκαλέσει πλέον μια ισχυρή αντικυβερνητική στάση από ένα μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης, που στους τόνους θυμίζει «περίοδο Βαρουφάκη» και που καθρεφτίζεται στις διαρκείς εκκλήσεις του Μητσοτάκη για εκλογές.

Η αστική τάξη ασφαλώς, όπως ομολόγησαν πρόσφατα οι Μ. Βορίδης και Α. Γεωργιάδης, έχει συμφέρον από τη μεγαλύτερη δυνατή παραμονή της κυβέρνησης Τσίπρα στην εξουσία, στο βαθμό που αυτή θα κάνει με συνέπεια τη «βρώμικη δουλειά» των Μνημονίων, αφήνοντας στο απυρόβλητο το παραδοσιακό τους κόμμα, τη ΝΔ. Οι αστοί αναγνωρίζουν την προσφορά της κλίκας του Τσίπρα στη διάσωση του ελληνικού καπιταλισμού, όχι φυσικά από την οικονομική κρίση, αλλά από την επαναστατική κατάσταση που αποτράπηκε με την σοκαριστική και παραλυτική για τις μάζες, προδοσία του καλοκαιριού του 2015. Έτσι καθόλου δεν παραλείπουν να την προτρέπουν να συνεχίσει τη λήψη των μέτρων που έχει ανάγκη ο καπιταλισμός, όπως έκανε χαρακτηριστικά ο Μπάμπης Παπαδημητρίου από την «Καθημερινή» στις 16/10: «..Ο πρωθυπουργός δηλώνει έτοιμος για το πιο δύσκολο βήμα. Να βελτιώσει τις δομές του ελληνικού καπιταλισμού!…Η κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει ή να προχωρήσει σειρά μέτρων και ρυθμίσεων οι οποίες κυριολεκτικά θα ταράξουν τα νερά του κατεστημένου των λαϊκιστών που τη στήριξαν… Δείτε, για παράδειγμα, το θέμα των εργασιακών. Πίσω από το αθώο «προσερχόμαστε με το ισχυρότερο και μη διαπραγματεύσιμο όπλο που είναι το ίδιο το ευρωπαϊκό κεκτημένο» κρύβεται η… κόλαση». Κι όπου «κόλαση», θα πρέπει να βάλουμε τα γνωστά προαπαιτούμενα για τις ομαδικές απολύσεις, το νόμο περιορισμού των απεργιών, την μείωση του κατώτερου μισθού στους νέους κ.α.

Αλλά παρ’ όλα αυτά, το μέγεθος της αναξιοπιστίας, του τυχοδιωκτισμού και της εξουσιομανίας της κλίκας του Τσίπρα, έχει «τρομάξει» και τους ίδιους τους αστούς. Έτσι, ένα τμήμα τους προβληματίζεται πάνω στο ζήτημα του κατά πόσο μπορούν ακόμα να εμπιστεύονται, έστω και για λίγους μήνες στην εξουσία, όχι μια παραδοσιακού τύπου αστική ηγεσία, αλλά κάποιους που μοιάζουν όλο και πιο πολύ με συμμορία τυχοδιωκτών, ενώ ένα άλλο τμήμα, έχει πλέον αποφανθεί ότι η πολιτική αυτή συμμορία πρέπει να φύγει άμεσα από την εξουσία. Αυτή η στάση καχυποψίας ή και ανοικτής εχθρότητας της άρχουσας τάξης, ενισχύεται αποφασιστικά από το γεγονός ότι η κλίκα του Τσίπρα είναι πλέον παντελώς ανυπόληπτη στη μεγάλη πλειοψηφία των εργατικών μαζών. Με δεδομένο το λαϊκό μίσος που αναπτύσσεται ταχύτατα εναντίον της, οι αστοί θέλουν να κρατούν όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις από αυτήν, για να κρατηθούν ανέπαφοι από τη φθορά της.

Με αυτή την έννοια, για μια ακόμα φορά, πρέπει να τονιστεί ότι εκείνο που κρατά στην εξουσία την κυβέρνηση Τσίπρα, είναι ο προσωρινά παθητικός χαρακτήρας της οργής και της αγανάκτησης των μαζών, που οφείλεται στο σοκ και τη σύγχυση που δημιούργησε η προδοσία του 2015, αλλά και στην απροθυμία των συνδικαλιστικών και πολιτικών ηγεσιών της αντιμνημονιακής – αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να διατυπώσουν μια βιώσιμη πρόταση αγώνα, έχοντας ειδικευθεί πια στο να καλούν συμβολικές κινητοποιήσεις, στο «παραπέντε» της ψήφισης μνημονιακών μέτρων.

Αλλά ο τρέχον, παθητικός χαρακτήρας της οργής των μαζών ενάντια στην κυβέρνηση, ακόμα και αν υποθέσει κανείς ότι δεν θα μεταβληθεί σύντομα, είναι αδύνατο από μόνος του να εξασφαλίσει τη κυβερνητική μακροημέρευση στην εξουσία, μέσα στις εύθραυστες οικονομικές συνθήκες που περιγράψαμε, δηλαδή με την ύφεση να βαθαίνει, την τρόικα να μην έχει κανένα λόγο να κάνει πραγματικές παραχωρήσεις και με την άρχουσα τάξη να είναι, από καχύποπτη έως και εχθρική απέναντί της. Η πίεση από αυτούς τους βασικούς συντελεστές της αντικειμενικής κατάστασης θα τείνει να επιβάλει στους καριερίστες της κλίκας του Τσίπρα, όπως ήδη αναφέραμε, την παράδοση της σκυτάλης στον Μητσοτάκη μέσα από εκλογές, ώστε να διασφαλίσουν για τον εαυτό τους μια στοιχειώδη κοινοβουλευτική ύπαρξη.

Αν όμως τελικά δεν φύγουν από μόνοι τους και συνεχίσουν ακόμα πιο σφοδρά την επίθεση στον εργαζόμενο λαό, με τα σκληρά προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης και τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας που θα απαιτήσουν οι δανειστές, στο πλαίσιο της τακτικής του «καλού παιδιού» που ζητιανεύει ανταλλάγματα για το χρέος, τότε θα θέσουν σοβαρή υποψηφιότητα να γίνουν η πρώτη μνημονιακή κυβέρνηση που θα ανατραπεί άμεσα από την κινητοποίηση των μαζών. Η παρούσα παθητικότητα των μαζών, πάνω στο ακραία ασταθές και εύθραυστο έδαφος της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ. Αποτελεί ένα πολύ σαθρό στήριγμα για τις φιλοδοξίες των ψευτο- αριστερών, καριεριστών – τυχοδιωκτών.

Η εργατική αντεπίθεση και ο ρόλος του ΚΚΕ

Ήδη, πάνω στο έδαφος της πείρας από την όξυνση της κρίσης και την κλιμάκωση της γενικής μνημονιακής επίθεσης, οι διαθέσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας αρχίζουν να αλλάζουν. Το σοκ, η απελπισία και η πολιτική σύγχυση που προκάλεσε η προδοσία του καλοκαιριού του 2015, ξεκινώντας από τα πιο πρωτοπόρα και φρέσκα τμήματα της εργατικής τάξης, δίνουν τη θέση τους στην ανάπτυξη της διάθεσης για μαζική εκδίκηση – ένα αυθεντικό δείγμα της οποίας άλλωστε είδαμε στην πρόωρα ανακοπείσα από τις εργατικές και αγροτικές συνδικαλιστικές ηγεσίες μαζική απεργιακή δράση του περασμένου Φεβρουαρίου – και βέβαια, σε πιο ριζοσπαστικά πολιτικά συμπεράσματα. Ασφαλώς, θα είναι αμετανόητα στενόμυαλος όποιος θελήσει να αναζητήσει ημερομηνίες για τη μαζική, κινηματική εκδήλωση αυτών των διεργασιών και προβλέψεις για την ακριβή πολιτική έκφραση που αυτές θα λάβουν. Όμως το ίδιο στενόμυαλος θα είναι και όποιος αρνηθεί την ύπαρξή τους.

Μπορεί τα κεντρικά συμβολικά καλέσματα των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ να μην έχουν πλέον απήχηση στις μάζες, απόλυτα δικαιολογημένα, αφού και ο πιο άπειρος από συμμετοχή σε αγώνες εργαζόμενος κατανοεί ότι δεν έχουν κανένα πρακτικό αντίκρισμα, όμως τις τελευταίες βδομάδες, ξεσπούν μαχητικές κινητοποιήσεις κατά χώρους, όπως αυτή των εργαζόμενων στις «κοινωνικές δομές» και στο ΕΚΑΒ, αλλά και οι δυναμικές κινητοποιήσεις ενάντια στους πλειστηριασμούς, έξω από τα Ειρηνοδικεία. Την ίδια στιγμή, εμφανίζονται και οι πρώτες φοιτητικές κινητοποιήσεις. Επίσης, το αρκετά μαζικό για τα δεδομένα της περιόδου, συλλαλητήριο της 17/10 που διοργάνωσε το ΠΑΜΕ, στη βάση εκατοντάδων κοινών ψηφισμάτων συνδικάτων, δείχνει τις σημαντικές δυνατότητες που υπάρχουν για μια αντεπίθεση του εργατικού κινήματος.

Η επικείμενη νομοθέτηση των γνωστών προαπαιτούμενων για τα εργασιακά, σε συνδυασμό με το θέριεμα της λαϊκής οργής από τους αυξανόμενους φόρους και τις περικοπές, θα γεννήσει την αντικειμενική τάση για ένα νέο γύρο μαζικών αγώνων. Επαναλαμβάνουμε ότι το πότε ακριβώς η τάση αυτή θα ξεδιπλωθεί και θα οδηγήσει σε μαζικά κινήματα, δεν μπορεί να προβλεφθεί. Το σίγουρο είναι ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί με καλέσματα για 24ωρες, κατ’ όνομα γενικές απεργίες, την παραμονή της ψήφισης μνημονιακών μέτρων. Οι χτυπημένες από τα Μνημόνια, αλλά και τις απανωτές ήττες μάζες τις εργατικής τάξης, είναι διατεθειμένες να στηρίξουν ενεργά μόνο σοβαρά καλέσματα αγώνα, που δεν θα έχουν τον χαρακτήρα «τουφεκιάς στο αέρα» για διαμαρτυρία, θα γίνουν από ηγεσίες αποφασιστικές, θα χαρακτηρίζονται από ενωτικές μεθόδους και θα έχουν προοπτική κλιμάκωσης, στη βάση ξεκάθαρων στόχων.

Αυτή τη στοιχειώδη διαπίστωση θα πρέπει να τη λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι αριστερές πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες και ιδιαίτερα, οι σύντροφοι και συναγωνιστές του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ είναι σήμερα η μόνη δύναμη που διαθέτει την απαιτούμενη μαζικότητα και τις αναγκαίες ρίζες στην εργατική τάξη και τη νεολαία για να ηγηθεί της εργατικής αντεπίθεσης. Επίσης διαθέτει πολύ περισσότερο κύρος στις μάζες από τις ηγεσίες των ΛΑΕ και «Πλεύση Ελευθερίας», που αρνούνται να αποδεχτούν τις δικές τους βαρύτατες πολιτικές ευθύνες για την ανενόχλητη διεκπεραίωση της προδοσίας του 2015 από την κλίκα του Τσίπρα.

Το συλλαλητήριο της 17/10 θα μπορούσε να γίνει το πρώτο βήμα για την αναγκαία εργατική αντεπίθεση, αν συνοδευόταν από ένα σαφές σχέδιο κλιμάκωσης, που με μια ευρεία καμπάνια στους εργατικούς χώρους και τις γειτονιές θα μπορούσε να ωθήσει στην ενεργή δράση δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους του μόχθου. Αλλά ένα τέτοιο σχέδιο δεν έχει ακόμα προβληθεί από τις δυνάμεις του ΚΚΕ στα συνδικάτα. Η μόνη συγκεκριμένη πρόταση για τα επόμενα βήματα ήταν εκείνη για μια ακόμα 24ωρη απεργία της ΓΣΕΕ, σχεδόν ένα μήνα μετά, για τις 10 Νοέμβρη. Η πρόταση αυτή όμως, φαντάζει στα μάτια των μαζών ως υπεράσπιση μιας ρουτινιάρικης επανάληψης των μεθόδων που δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.

Ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης και της νεολαίας αναγνωρίζει στο ΚΚΕ τις σωστές προειδοποιήσεις σχετικά με την πολιτική και τον ρόλο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και ένα μικρότερο ακόμα, αλλά αξιοσημείωτο, αρχίζει αναπόφευκτα να αντιλαμβάνεται ότι ό δρόμος για την έξοδο από τα Μνημόνια είναι εκείνος της ρήξης με τον ίδιο τον καπιταλισμό, που εντελώς ορθά υπερασπίζει σήμερα το κόμμα. Όλοι αυτοί, είναι διατεθειμένοι να παραβλέψουν τα σοβαρά λάθη των προηγούμενων χρόνων, όπως η τάση για περιχαράκωση και οι χωριστές κινητοποιήσεις, η αδυναμία πολιτικής αξιοποίησης της ριζοσπαστικής διάθεσης των μαζών για την προώθηση του σκοπού της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού, η λαθεμένη στάση απέναντι στο δημοψήφισμα, που απομόνωσε το κόμμα από τις μαχητικές προοδευτικές μάζες του «Όχι». Αυτό το νέο κλίμα αυξανόμενης αποδοχής και ενδιαφέροντος για το ΚΚΕ, δίνει την πολιτική βάση για μια αλματώδη ανάπτυξη στο άμεσο μέλλον.

Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτή, απαιτείται σήμερα η συμπλήρωση της σωστής, λενινιστικής στροφής που συντελέστηκε στο ζήτημα του προγράμματος του κόμματος και οδήγησε την εγκατάλειψη του ρεφορμιστικού «αντιιμπεριαλιστικού – δημοκρατικού» σταδίου, με την υιοθέτηση της λησμονημένης λενινιστικής γραμμής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής στην πρώτη, γνήσια επαναστατική –μαρξιστική της περίοδο. Αυτό το αναγκαίο Μέτωπο δεν μπορεί να δημιουργηθεί μέσα από απλές εκκλήσεις για συσπείρωση στις μορφές δράσης που προωθεί το κόμμα, αλλά με μια πλατιά έκκληση για ενότητα στη δράση προς όλες τις συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις που επιθυμούν να αγωνιστούν για τα εργατικά συμφέροντα, χωρίς διάκριση ανάμεσα σε ηγεσία και βάση, αποκλείοντας φυσικά τις δυνάμεις των αστικών κομμάτων και τις οργανωμένες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που δεν διαχωρίζονται δημόσια και δεν αντιπαλεύουν ενεργά την κυβερνητική πολιτική.

Το ουσιαστικό ζητούμενο που επιβάλει την υιοθέτηση της γραμμής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου σήμερα, δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η προοπτική ενότητας του ΚΚΕ στη δράση με τις αναμφίβολα υποδεέστερες αριθμητικά δυνάμεις της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα συνδικάτα και τους εργατικούς χώρους (η «Πλεύση» δεν έχει ακόμα αποκτήσει συγκροτημένες δυνάμεις), αν και ασφαλώς, κάτι τέτοιο θα ήταν απόλυτα θετικό για την υπόθεση της νικηφόρας εργατικής αντεπίθεσης. Η υιοθέτηση της γραμμής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου από το ΚΚΕ, θα στείλει το μήνυμα ότι το κόμμα έχει πάψει να υποτιμά το ζωτικό ζήτημα της ενότητας της εργατικής τάξης στον αγώνα και ότι πλέον υιοθετεί μια επεξεργασμένη και πιο δραστήρια στάση για να κερδίσει τις μάζες.

Αυτό το μήνυμα θα ανοίξει το δρόμο για τη σοβαρή αύξηση της επιρροής και του κύρους του κόμματος σε ευρύτερα ακροατήρια, δίνοντάς του τη δυνατότητα να διαδώσει το επαναστατικό του πρόγραμμα με νέους ευνοϊκότερους όρους. Επιπρόσθετα, αυτή η νέα γραμμή, θα μπορούσε να οδηγήσει τους ίδιους τους εργατικούς αγώνες σε νίκες, που θα άλλαζαν την ψυχολογία των μαζών και τον ίδιο τον ταξικό συσχετισμό δύναμης. Αυτός είναι ο δρόμος για να μετατραπεί η πραγματικότητα της βαθειάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της καπιταλιστικής Ελλάδας, σε ευκαιρία για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και το άνοιγμα της προοπτικής του σοσιαλισμού στη χώρα και διεθνώς.

Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα