Για τους μαρξιστές, η Κινεζική Επανάσταση ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, πίσω μόνο από την Μπολσεβίκικη Επανάσταση του 1917. Εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές, μέχρι τότε αποκτηνωμένες από τον ιμπεριαλισμό, αποτίναξαν από πάνω τους τον εξευτελιστικό ζυγό του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού και εισήλθαν στο προσκήνιο της παγκόσμιας ιστορίας.
Η πρώτη Κινεζική Επανάσταση του 1925-27 ήταν μια γνήσια προλεταριακή επανάσταση. Όμως, απέτυχε λόγω των λανθασμένων πολιτικών του Στάλιν και του Μπουχάριν, οι οποίοι υπέταξαν την κινεζική εργατική τάξη στην αποκαλούμενη δημοκρατική αστική τάξη υπό τον Τσιανγκ Κάι-Σεκ. Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα διαλύθηκε μέσα στο αστικό Κουομιντάνγκ και ο Στάλιν έφτασε ακόμα και στο σημείο να προσκαλέσει τον Τσιανγκ Κάι-Σεκ να γίνει μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Αυτή η καταστροφική πολιτική οδήγησε σε μια εκκωφαντική ήττα το 1927, όταν ο «αστός δημοκράτης» Τσιανγκ Κάι-Σεκ οργάνωσε τη σφαγή των Κομμουνιστών στη Σαγκάη. Το τσάκισμα της κινεζικής εργατικής τάξης καθόρισε το χαρακτήρα της Κινεζικής Επανάστασης στη συνέχεια. Τα υπολείμματα του Κομμουνιστικού Κόμματος διέφυγαν στην επαρχία, όπου ξεκίνησαν να οργανώνουν αντάρτικο πόλεμο, βασιζόμενοι στην αγροτιά. Αυτό άλλαξε θεμελιωδώς την πορεία της επανάστασης.
Η αποσύνθεση της αστικής τάξης
Η Επανάσταση του 1949 πέτυχε, εξαιτίας του απόλυτου αδιεξόδου της φεουδαρχίας και του καπιταλισμού στην Κίνα. Ο αστός εθνικιστής Τσιανγκ Κάι-Σεκ, ο οποίος άρπαξε την εξουσία το 1927 μετά τη σφαγή των εργατών της Σαγκάης, είχε δύο δεκαετίες να δείξει τι μπορούσε να κάνει. Αλλά, στο τέλος, η Κίνα ήταν τόσο εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό όσο ήταν πάντα, το αγροτικό ζήτημα παρέμενε άλυτο και η Κίνα παρέμενε μια καθυστερημένη, μισο-φεουδαρχική, μισο-αποικιακή χώρα. Η κινεζική αστική τάξη ήταν συνυφασμένη με τον ιμπεριαλισμό, σχηματίζοντας ένα αντιδραστικό μπλοκ, που αντιστεκόταν στην αλλαγή.
Η αποσύνθεση της κινεζικής αστικής τάξης αποκαλύφθηκε, όταν οι Ιάπωνες ιμπεριαλιστές εισέβαλαν στη Μαντζουρία, το 1931. Κατά τη διάρκεια της πάλης ενάντια στους Ιάπωνες εισβολείς, οι Κινέζοι Κομμουνιστές προσέφεραν ένα ενιαίο μέτωπο στους αστούς εθνικιστές του Κουομιντάνγκ υπό την ηγεσία του Τσιανγκ Κάι-Σεκ. Αλλά, στην πραγματικότητα, το επίπεδο της συνεργασίας μεταξύ των δυνάμεων του Μάο και του Κουομιντάνγκ, κατά τη διάρκεια στου Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν μηδαμινό. Η συμμαχία του ΚΚΚ (Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας) και του Κουομιντάνγκ ήταν ένα ενιαίο μέτωπο μόνο κατ’ όνομα.
Ο αγώνας της Κίνας εναντίον της Ιαπωνίας ενώθηκε με τη γενική πυρκαγιά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι κομμουνιστές έλαβαν τη μερίδα του λέοντος σε ό,τι αφορά την πάλη εναντίον των Ιαπώνων. Οι δυνάμεις του Κουομιντάνγκ ενδιαφέρονταν πάντα πολύ περισσότερο για την πάλη εναντίον των Κόκκινων. Τον Δεκέμβρη του 1940, ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ απαίτησε η Νέα Τέταρτη Στρατιά του ΚΚΚ να εκκενώσει τις επαρχίες Ανχουέι και Τσιανγκσού. Αυτό οδήγησε σε σοβαρές μάχες μεταξύ του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA) και των δυνάμεων του Τσιανγκ, στις οποίες σκοτώθηκαν αρκετές χιλιάδες άνθρωποι. Αυτό σηματοδότησε το τέλος του αποκαλούμενου ενιαίου μετώπου.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε με τεράστια ενίσχυση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της Ρωσίας του Στάλιν, και η αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ τους ήταν ήδη έκδηλη πριν από το τέλος του πολέμου. Στις 9 Αυγούστου του 1945, οι σοβιετικές δυνάμεις ξεκίνησαν την εντυπωσιακή Στρατηγική Επιθετική Επιχείρηση της Μαντζουρίας, επιτιθέμενες κατά των Ιαπώνων στην Μαντζουρία κατά μήκος των συνόρων της Κίνας με τη Μογγολία. Σε μια λαμπρή εκστρατεία, ο σοβιετικός στρατός κατατρόπωσε τον ιαπωνικό στρατό και κατέλαβε τη Μαντζουρία. Εφτακόσιες χιλιάδες Ιάπωνες στρατιώτες εγκατεστημένοι στην περιοχή παραδόθηκαν και ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε το Μαντσουκούο, το Μενγκιάνγκ (κεντρική Μογγολία), τη Βόρεια Κορέα, τη Νότια Σαχαλίνη και τις Κουρίλες Νήσους.
Η γρήγορη ήττα του ιαπωνικού στρατού από τον Κόκκινο Στρατό δεν αναφέρεται από κανέναν σήμερα, όμως ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την παράδοση της Ιαπωνίας και τον τερματισμό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές φοβόντουσαν ότι ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός θα προέλαυνε μέσω της Κίνας και θα εισέβαλλε μέσα στην ίδια την Ιαπωνία, όπως είχε κάνει προηγουμένως στην Ανατολική Ευρώπη. Η Ιαπωνία τελικά παραδόθηκε στις ΗΠΑ, αφού η αεροπορία των ΗΠΑ είχε ρίξει ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Ο κύριος σκοπός της εξολόθρευσης αυτών των ιαπωνικών πόλεων ήταν να δείξουν οι ΗΠΑ στον Στάλιν ότι τώρα κατείχαν ένα νέο και τρομακτικό όπλο στο οπλοστάσιό τους.
Στις συνθήκες της, υπαγορευμένης από τις ΗΠΑ, άνευ όρων παράδοσης των Ιαπώνων, οι Ιάπωνες στρατιώτες διατάχτηκαν να παραδοθούν στους στρατιώτες του Τσιανγκ, και όχι στους Κομμουνιστές, στις κατειλημμένες περιοχές της Κίνας. Ο λόγος που οι ιαπωνικές δυνάμεις στη Μαντζουρία παραδόθηκαν στη Σοβιετική Ένωση ήταν απλώς ότι το Κουομιντάνγκ δεν είχε δυνάμεις εκεί. Ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ διέταξε τους Ιάπωνες στρατιώτες να παραμείνουν στο πόστο τους, να υποδεχθούν το Κουομιντάνγκ και να μην παραδώσουν τα όπλα τους στους Κομμουνιστές.
Μετά την παράδοση των Ιαπώνων, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τρούμαν, ήταν πολύ ξεκάθαρος σχετικά με αυτό που περιέγραψε ως «χρήση των Ιαπώνων, για να συγκρατηθούν οι Κομμουνιστές». Στα απομνημονεύματά του, γράφει: «ήταν απόλυτα ξεκάθαρο σε μας ότι, αν λέγαμε στους Ιάπωνες να αφήσουν τα όπλα τους αμέσως και να βαδίσουν προς την ακτή, ολόκληρη η χώρα θα είχε καταληφθεί από τους Κομμουνιστές. Γι’ αυτό, έπρεπε να κάνουμε το ασυνήθιστο βήμα να χρησιμοποιήσουμε τον εχθρό ως φύλαξη, μέχρι να μπορέσουμε να μεταφέρουμε από αέρος τους Κινέζους στρατιώτες στη Νότια Κίνα και να στείλουμε πεζοναύτες να φυλάσσουν τα λιμάνια».
Ο Στάλιν και η Κινεζική Επανάσταση
Ποια ήταν η θέση της Μόσχας απέναντι σ’ όλα αυτά; Αρχικά, ο Κόκκινος Στρατός επέτρεψε στον PLA να ενισχύσει τη θέση του στη Μαντζουρία. Αλλά, μέχρι τον Νοέμβρη του 1945, άλλαξαν τη στάση τους. Ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ ήταν τρομοκρατημένος στην προοπτική να καταλάβουν οι Κομμουνιστές τη Μαντζουρία μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών. Έτσι, έκαναν μια συμφωνία με τη Μόσχα να αναβάλουν την αποχώρησή τους, μέχρι να μεταφέρουν αρκετούς από τους πιο καλά εκπαιδευμένους άντρες τους και το σύγχρονο υλικό τους στην περιοχή. Οι στρατιώτες του Κουομιντάνγκ μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στην περιοχή με αεροσκάφη των ΗΠΑ. Οι Ρώσοι τότε τους επέτρεψαν να καταλάβουν πόλεις-κλειδιά στη Βόρεια Κίνα, ενώ η επαρχία αφέθηκε στον έλεγχο του ΚΚΚ.
Στην πραγματικότητα, ο Στάλιν δεν εμπιστευόταν τους ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και δεν πίστευε ότι θα πετύχαιναν να καταλάβουν την εξουσία. Η μοσχοβίτικη γραφειοκρατία ενδιαφερόταν περισσότερο να διατηρήσει τις φιλικές της σχέσεις με την κυβέρνηση του Τσιανγκ Κάι-Σεκ, παρά να υποστηρίξει την Κινεζική Επανάσταση. Μετά την επανάσταση, ο Μάο παραπονιόταν έντονα ότι ο τελευταίος πρέσβης που εγκατέλειψε τον Τσιανγκ Κάι-Σεκ ήταν ο Σοβιετικός πρέσβης. Ο Στάλιν παρότρυνε τον Μάο να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με το Κουομιντάνγκ, μια ιδέα που ο Μάο αρχικά αποδέχτηκε:
«Ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν, ο Μάο Τσετούνγκ ζητούσε να αποδεχτούν οι εθνικιστές την εγκαθίδρυση μιας κυβέρνησης συνασπισμού, για να τερματιστεί η μονοκομματική κυριαρχία, και οι Στάλιν και Μολότοφ έλεγαν ότι οι δύο πλευρές στην Κίνα πρέπει να τα βρουν. Στις 14 Αυγούστου του 1945, η Σοβιετική Ένωση πήγε ένα βήμα παραπέρα. Διαπραγματεύτηκε με την κυβέρνηση του Τσιανγκ Κάι-Σεκ μια Σινο-Σοβιετική Συνθήκη Φιλίας και Συμμαχίας. Τελικά, ο Στάλιν είπε στους Κινέζους Κομμουνιστές ότι η εξέγερσή τους “δεν είχε καμία προοπτική” και τους συμβούλευσε να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση του Τσιανγκ και να διαλύσουν το στρατό τους.
Την ίδια μέρα, που οι εθνικιστές κατέληξαν σε συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση, ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ – κατόπιν παρότρυνσης του Στρατηγού Χάρλει – κάλεσε τον Μάο στο Τσονγκτσίνγκ για διαπραγματεύσεις». (Edward E. Rice, Mao’s Way, σελ. 114, η έμφαση δική μου, ΑΓ)
Στο τέλος, οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν και ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε, όπως ήταν αναπόφευκτο. Η Σοβιετική Ένωση παρείχε περιορισμένη βοήθεια στον PLA, ενώ οι ΗΠΑ ενίσχυσαν τους εθνικιστές με στρατιωτικές προμήθειες και εξοπλισμό αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Στρατηγός Μάρσαλ παραδέχτηκε ότι δεν είχε καμία ιδέα ότι ο PLA εφοδιαζόταν από τη Σοβιετική Ένωση. Στην πραγματικότητα, ο PLA κατάσχεσε ένα μεγάλο αριθμό όπλων, τα οποία είχαν αφήσει οι Ιάπωνες, συμπεριλαμβανομένων μερικών τανκ. Αργότερα, μεγάλος αριθμός καλά εκπαιδευμένων στρατιωτών του Κουομιντάνγκ παραδόθηκε και μπήκε στον PLA, δίνοντάς τα όπλα του σ’ αυτόν. Τα όπλα αυτά παράγονταν κυρίως στις ΗΠΑ.
Οι σοβιετικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν αυτό το χρόνο, για να αποσυναρμολογήσουν τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της Μαντζουρίας (αξίας ως και 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων), στέλνοντας πίσω στην ΕΣΣΔ ολόκληρα εργοστάσια. Είναι γεγονός, όπως έχουμε ήδη δει, ότι ο Στάλιν ήταν σκεπτικός σχετικά με την προοπτική επιτυχίας του Μάο, και προσπαθούσε να διατηρήσει τις καλές του σχέσεις με τον Τσιανγκ Κάι-Σεκ, όπως υπογραμμίζει ο Σραμ: «Οι προοπτικές εξακολουθούσαν να είναι δυσοίωνες λόγω της προκατάληψης του Στάλιν με την ασφάλεια του σοβιετικού κράτους και της έλλειψης ενθουσιασμού του για ένα δυναμικό επαναστατικό κίνημα, το οποίο πιθανώς να μην μπορούσε να ελέγξει». (Stuart Schram, Mao Tse-Tung, σελ. 239.)
Επομένως, οι σπόροι της σινο-σοβιετικής ρήξης ήταν ήδη παρόντες από την αρχή: δεν ήταν μια ιδεολογική ρήξη, όπως λέγεται συχνά, αλλά απλά μια σύγκρουση συμφερόντων δυο εχθρικών μεταξύ τους γραφειοκρατιών, η καθεμία εκ των οποίων με ζήλο υπεράσπιζε τα «δικά της» στενά εθνικά συμφέροντα, τα εδάφη, τις πηγές, την εξουσία και τα προνόμιά της. Αυτός ο στενόμυαλος εθνικισμός βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με το θαρραλέο πνεύμα του προλεταριακού διεθνισμού των Λένιν και Τρότσκι. Ο Λένιν δήλωσε, σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, ότι ήταν προετοιμασμένος να θυσιάσει τη Ρωσική Επανάσταση, αν ήταν αναγκαίο, για να επιτευχθεί η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Γερμανία.
Αν ο Στάλιν και ο Μάο υπερασπίζονταν το πρόγραμμα του λενινισμού, θα είχαν προτείνει αμέσως τη δημιουργία μιας Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας, η οποία θα είχε τεράστιο όφελος για όλους τους λαούς. Αντίθετα, οι σχέσεις τους βασίζονταν πάνω σε στενά εθνικά συμφέροντα και κυνικούς υπολογισμούς. Αυτό κατέληξε τελικά σε μια φρικτή κατάσταση, στην οποία οι Ρώσοι και οι Κινέζοι «σύντροφοι» διεξήγαγαν μια «αντιπαράθεση» στη γλώσσα των πυραύλων και του πυροβολικού κατά μήκος αυθαίρετων συνόρων, που είχαν καθοριστεί τον 19ο αιώνα από τον τσάρο της Ρωσίας και τον αυτοκράτορα της Κίνας.
Η βοήθεια των ΗΠΑ στον Τσιανγκ Κάι-Σεκ
Οι Αμερικανοί είχαν τη φιλοδοξία να εντάξουν την Κίνα στη σφαίρα επιρροής τους μετά τον πόλεμο (στην πραγματικότητα, να τη μετατρέψουν σε μισο-αποικία). Αλλά, μετά από όλες τις κακουχίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο αμερικανικός λαός δε θα ήταν προετοιμασμένος να υποστηρίξει ένα νέο πόλεμο, για να υποτάξει την Κίνα. Ακόμα σημαντικότερο, οι Αμερικανοί στρατιώτες δε θα ήταν προετοιμασμένοι για έναν τέτοιο πόλεμο. Η ανικανότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να αναμιχθεί στην Κινεζική Επανάσταση ήταν, επομένως, ένα σημαντικό στοιχείο στην εξίσωση.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές ήταν αναγκασμένοι να κάνουν ελιγμούς. Η Ουάσινγκτον έστειλε τον Στρατηγό Τζορτζ Μάρσαλ στην Κίνα, το 1946, υποτίθεται για να κανονίσει διαπραγματεύσεις μεταξύ του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA) του Μάο και του Τσιανγκ Κάι-Σεκ. Στην πράξη, ωστόσο, ο στόχος ήταν η ενίσχυση του Τσιανγκ με τη διοχέτευση όπλων, χρημάτων και εξοπλισμού, ώστε να βοηθηθούν οι εθνικιστικές δυνάμεις, κατά την προετοιμασία μιας νέας επίθεσης. Αυτός ο ελιγμός δεν ξεγέλασε τον Μάο ούτε για μια στιγμή. Συμφώνησε να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις, αλλά συνέχισε να προετοιμάζεται για νέες εχθροπραξίες.
Αν και ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ήταν ανίκανος να εμπλακεί στον εμφύλιο πόλεμο του 1946-49, η Ουάσινγκτον έδωσε τεράστιες ποσότητες χρημάτων, όπλων και προμηθειών στους εθνικιστές. Οι ΗΠΑ βοήθησαν το Κουομιντάνγκ με νέες επιπλέον στρατιωτικές προμήθειες, αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο, όλα αυτά τα όπλα, που έστειλε η Ουάσινγκτον, χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τους Βιετναμέζους ενάντια στον αμερικανικό στρατό, αφού οι δυνάμεις του Μάο κατέλαβαν όλο αυτό το στρατιωτικό υλικό.
Από τη Συνδιάσκεψη της Μόσχας των υπουργών Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, των ΗΠΑ και της Βρετανίας, τον Δεκέμβρη του 1945, οι ΗΠΑ είχαν υιοθετήσει μια «πολιτική μη-εμπλοκής στα εσωτερικά ζητήματα της Κίνας». Αυτό ήταν, φυσικά, μια φάρσα, όπως ακριβώς νωρίτερα η πολιτική της «μη-εμπλοκής» στην Ισπανία, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όταν οι «δημοκρατίες» μποϊκόταραν την Ισπανική Δημοκρατία, ενώ ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι διοχέτευαν όπλα και άντρες στον Φράνκο.
Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός προμήθευσε το Κουομιντάνγκ με βόμβες, μαχητικά αεροσκάφη, τανκς, πυραύλους, αυτόματα όπλα, βόμβες αερίου και άλλα όπλα για το σκοπό αυτό. Σε αντάλλαγμα, το Κουομιντάνγκ παρέδωσε στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό κυριαρχικά δικαιώματα επί των εδαφών του, υδάτινο και εναέριο χώρο, του επέτρεψε να αρπάξει εσωτερικά δικαιώματα μετακίνησης, ειδικά εμπορικά προνόμια και ειδικά προνόμια σε εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα της Κίνας. Οι αμερικανικές δυνάμεις ήταν ένοχες για πολλές θηριωδίες εναντίον του κινεζικού λαού: χτύπησαν, σκότωσαν ανθρώπους, πέρασαν αμάξια από πάνω τους και βίασαν γυναίκες, όλα αυτά με απόλυτη ατιμωρησία.
Η αγροτική επανάσταση
Τον Ιούλιο του 1946, με την ενεργή υποστήριξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, το Κουομιντάνγκ οδήγησε την Κίνα σε έναν τερατώδη εμφύλιο πόλεμο πρωτοφανούς βιαιότητας. Ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ εξαπέλυσε μια αντεπαναστατική επίθεση εναντίον του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Είχε κάνει προσεκτικές προετοιμασίες και, εκείνη τη στιγμή, είχε σχεδόν τρεισήμισι φορές περισσότερους στρατιώτες από τον PLA, ενώ και τα υλικά του αποθέματα υπερτερούσαν κατά πολύ. Είχε πρόσβαση σε σύγχρονες βιομηχανίες και σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, τα οποία στερούταν ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός. Θεωρητικά, θα έπρεπε να έχει μια εύκολη νίκη.
Τον πρώτο χρόνο του πολέμου (Ιούλιος 1946 – Ιούνιος 1947), το Κουομιντάνγκ βρισκόταν στην επίθεση και τον PLA ήταν αναγκασμένο να αμύνεται. Οι δυνάμεις του Τσιανγκ αναπτύσσονταν γρήγορα, καταλαμβάνοντας πολλές πόλεις και περιοχές, που ελέγχονταν από τον PLA. Οι δυνάμεις του Κουομιντάνγκ πέτυχαν αυτό, που έδειχνε μια αποφασιστική νίκη, όταν κατέλαβαν την πρωτεύουσα του PLA, τη Γιανάν. Αυτό εκλήφθηκε από τους παρατηρητές ως μια αποφασιστική ήττα για τον PLA. Αλλά αυτός ο ισχυρισμός ήταν λανθασμένος. Μπροστά σε συντριπτικά δυσμενείς συνθήκες, ο Μάο αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια στρατηγική υποχώρηση. Ο Μάο πήρε την απόφαση να μην προσπαθήσει να υπερασπιστεί τις μεγάλες πόλεις με υποδεέστερες δυνάμεις, αλλά αντίθετα συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στις αγροτικές περιοχές, όπου είχε μια ισχυρή βάση μεταξύ των αγροτών και όπου θα μπορούσε να αναδιοργανώσει και να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του για μια αντεπίθεση.
Αυτό που απέτυχαν να κατανοήσουν οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές και ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ ήταν ότι το ισχυρότερο όπλο στα χέρια του PLA δεν ήταν τα όπλα και τα τανκς, αλλά η προπαγάνδα. Υποσχέθηκε στους ακτήμονες και πεινασμένους αγρότες ότι, πολεμώντας στο πλευρό του PLA, θα μπορούσαν να πάρουν γη από τους αφέντες τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η επαρχία και οι μικρές πόλεις περιήλθαν στον έλεγχο του PLA πολύ πριν από τις μεγάλες πόλεις. Αυτό αποτέλεσε τη βάση της θεωρίας του Μάο περί «περικύκλωσης των πόλεων» από τις επαρχίες.
Όταν ο Στάλιν άλλαξε τη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς από τις αριστερίστικες πολιτικές της «Τρίτης Περιόδου» (1928-34) στις οπορτουνιστικές πολιτικές του λαϊκομετωπισμού, ο Μάο αναθεώρησε το αγροτικό του πρόγραμμα, εγκαταλείποντας την προηγούμενη πολιτική της «γης στο βιοπαλαιστή» υπέρ ενός πιο μετριοπαθούς προγράμματος μείωσης της εκμίσθωσης. Είχε την ιδέα της απόσπασης της υποστήριξης των «προοδευτικών γαιοκτημόνων»(!). Αλλά, μετά το 1946, άλλαξε ξανά την πολιτική του:
«Η ακολουθούμενη αγροτική πολιτική ήταν πιο ριζοσπαστική απ’ αυτήν της περιόδου 1937-45, η οποία περιείχε περισσότερο μείωση επιτοκίων και μισθωμάτων παρά άμεση αγροτική μεταρρύθμιση, αλλά οι τακτικές επρόκειτο να είναι σταδιακές και προσαρμοσμένες στις τοπικές συνθήκες. Ο Μάο ακόμα επεδίωκε να συμπεριλάβει τον “ευγενή πατριωτισμό” στο “πολύ πλατύ ενιαίο μέτωπο”, που ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει. Μόνο μετά από αρκετά χρόνια Κομμουνιστικού ελέγχου σε μια συγκεκριμένη περιοχή, θα γινόταν ολική αναδιανομή της γης. Για την ώρα, η μεταρρύθμιση δε θα έπρεπε να επηρεάσει περισσότερο από το ένα δέκατο του πληθυσμού. Ο Μάο παρότρυνε να εισαχθούν ξανά οι “τρεις κανόνες της πειθαρχίας” και τα “8 σημεία προσοχής”, που, στη μία ή στην άλλη μορφή, εξέφραζαν για σχεδόν 20 χρόνια το σεβασμό για τον τοπικό πληθυσμό και την άρνηση στις λεηλασίες, που ξεχώριζαν τον Κόκκινο Στρατό από όλους τους στρατούς που είχε δει η κινεζική αγροτιά στο παρελθόν, και συνέβαλαν σημαντικά στην απόσπαση υποστήριξης του πληθυσμού». (Stuart Schram, Mao Tse-Tung, σελ. 242.)
Σε κάθε χωριό, ο PLA διένειμε γη στους αγρότες, αλλά πάντα άφηνε έναν αριθμό από κομμάτια γης άθικτα – για τους στρατιώτες του Τσιανγκ Κάι-Σεκ. Οι στρατιώτες του Κουομιντάνγκ, που αιχμαλωτίζονταν, δε σκοτώνονταν ούτε κακομεταχειρίζονταν, αλλά τους δινόταν τροφή και ιατρική περίθαλψη και μετά γίνονταν γι’ αυτούς πολιτικές ομιλίες, στις οποίες αποκηρυσσόταν το διεφθαρμένο και αντιδραστικό καθεστώς του Τσιανγκ Κάι-Σεκ. Μετά, οι φυλακισμένοι στέλνονταν σπίτια τους, για να διαδώσουν το μήνυμα στους αγρότες και τους άλλους στρατιώτες ότι ο PLA ήταν υπέρ της διανομής της γης των γαιοκτημόνων στους αγρότες.
Υποσχόμενος γη στους αγρότες, ο PLA κατάφερε να κινητοποιήσει τεράστιο αριθμό ανθρώπων τόσο σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή στις μάχες όσο και σε ό,τι αφορά την προσφορά υλικοτεχνικής υποστήριξης. Αυτό αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό. Ο στρατός του Τσιανγκ είχε πιθανώς το μεγαλύτερο ποσοστό λιποταξίας από κάθε άλλο στρατό στην ιστορία. Αυτό σήμαινε ότι ο PLA μπορούσε να συνεχίζει να πολέμα, με μια συνεχή εισροή νέων στρατολογήσεων, παρά το ότι υπέφερε συνεχώς από βαριές απώλειες. Μόνο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της Χουάι-χάι, κατάφερε να κινητοποιήσει 5.430.000 αγρότες ενάντια στις δυνάμεις του Κουομιντάνγκ. Ο Στιούαρτ Σραμ υπογραμμίζει τη ραγδαία αύξηση του μεγέθους του PLA:
«Κατά τη διάρκεια του 1945, οι δυνάμεις υπό τη διοίκηση της Όγδοης Οδοιπορικής Στρατιάς και της Νέας Τέταρτης Στρατιάς επεκτάθηκαν από ένα σύνολο περίπου μισού εκατομμυρίου σε ένα σύνολο περίπου ενός εκατομμυρίου αντρών. Οι δυνάμεις του Κουομιντάνγκ ήταν περίπου τετραπλάσιες. Αλλά, στα μέσα του 1947, μετά από ένα χρόνο μεγάλης κλίμακας εμφυλίου πολέμου, η αναλογία άλλαξε από ένα προς τέσσερα σε ένα προς δύο». (Stuart Schram, Mao Tse-Tung, σελ. 242.)
Η τελική επίθεση
Ο Κλάουζεβιτς έκανε την περίφημη διατύπωση ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Η πολιτική παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο σε κάθε πόλεμο, αλλά αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές για έναν εμφύλιο πόλεμο. Αν και οι Αμερικανοί (όπως πάντα) συνέχισαν το μύθο ότι αυτός είναι ένα πόλεμος μεταξύ «κομμουνισμού και δημοκρατίας», στην πραγματικότητα, η κινεζική μαριονέτα τους, ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ, ήταν ένας στυγνός δικτάτορας. Πιθανά υπό την πίεση της Ουάσινγκτον, ωστόσο, ο Τσιανγκ παρίστανε ότι εισάγει μια σειρά «δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων», ώστε να σωπάσει τις κριτικές εναντίον του τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Ανακοίνωσε ένα νέο σύνταγμα και μια Εθνοσυνέλευση, από την οποία, φυσικά, εξαιρέθηκαν οι Κομμουνιστές. Αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» αποκηρύχτηκαν αμέσως ως απάτη από τον Μάο. Η μάζα του πληθυσμού ασχολιόταν περισσότερο με την αχαλίνωτη διαφθορά στην κυβέρνηση και το πολιτικό και οικονομικό χάος, ειδικά το μαζικό υπερπληθωρισμό, που οδηγούσε σε μια κατάρρευση των συνθηκών διαβίωσης. Γίνονταν μαζικές πανεθνικές φοιτητικές διαδηλώσεις ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Στις ελεγχόμενες από τις δυνάμεις των εθνικιστών περιοχές, βασίλευε ένα καθεστώς Λευκής Τρομοκρατίας. Ο Τσιανγκ υιοθέτησε την ίδια τακτική, που χρησιμοποιούσαν νωρίτερα οι Ιάπωνες εισβολείς: εμπρησμοί, πλιάτσικα, βιασμοί και δολοφονίες. Αυτό τους έδωσε σε αντάλλαγμα το μίσος του πληθυσμού και ενίσχυσε την υποστήριξη για τον PLA.
Στη θεωρία, οι εθνικιστές είχαν ακόμα μεγάλο πλεονέκτημα επί του PLA. Στα χαρτιά, υπερτερούσαν ξεκάθαρα αριθμητικά τόσο σε άντρες όσο και σε όπλα. Έλεγχαν μια πολύ μεγαλύτερη επικράτεια και πολύ περισσότερο πληθυσμό από τους αντιπάλους τους και απολάμβαναν σημαντική διεθνή υποστήριξη από τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη. Αλλά αυτά ήταν μόνο στη θεωρία. Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Οι εθνικιστικές δυνάμεις υπέφεραν από έλλειψη ηθικού και οργιώδη διαφθορά, και έτσι μειωνόταν ραγδαία η ικανότητά τους στη μάχη, ενώ η υποστήριξή τους μέσα στον πληθυσμό είχε καταρρεύσει.
Οι αποθαρρυμένοι και απείθαρχοι στρατιώτες των εθνικιστών κατέρρεαν μπροστά στην ακατανίκητη προέλαση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Η αιχμαλωσία μεγάλου αριθμού στρατιωτών του Κουομιντάνγκ προμήθευσε τον PLA με τανκς, βαρύ πυροβολικό και άλλα όπλα αναγκαία για την επέκταση της επίθεσης νότια του Μεγάλου Τείχους. Κατάφερε όχι μόνο να καταλάβει πόλεις-προπύργια του Κουομιντάνγκ, αλλά επίσης να περικυκλώσει και να διαλύσει ισχυρούς σχηματισμούς στρατευμάτων του Κουομιντάνγκ, ορισμένα εκ των οποίων αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες άντρες. Μέχρι τον Απρίλη του 1948, κατέλαβε την πόλη Λουογιάνγκ, αποκόπτοντας το στρατό του Κουομιντάνγκ από τη Σιάν.
Ο PLA μπορούσε να περάσει στην αντεπίθεση, αναγκάζοντας το Κουομιντάνγκ να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για μια γενικευμένη επίθεση. Έχοντας καταλάβει μεγάλες ποσότητες όπλων από τον εχθρό, μπορούσε να βελτιώσει τις στρατιωτικές του δυνατότητες, σχηματίζοντας το δικό του πυροβολικό και μηχανικό σώμα και κατέχοντας τακτικές εφόδου σε ισχυρά οχυρωμένα σημεία. Πριν από τότε, δεν κατείχε ούτε αεροσκάφη ούτε τανκς, αφότου όμως είχε σχηματίσει πυροβολικό και μηχανικό σώμα καλύτερα απ’ αυτά του στρατού του Κουομιντάνγκ, ήταν πλέον ικανό να διεξάγει όχι μόνο κινητές αλλά και στατικές πολεμικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τις ίδιες τις εκτιμήσεις του Μάο:
«[…] κάθε μήνα [ο PLA] κατέστρεφε μέσο όρο περίπου 8 ταξιαρχίες του τακτικού στρατού του Κουομιντάνγκ (το ανάλογο 8 σημερινών συνταγμάτων)». (Carry the Revolution through to the end, December 30, 1948, Mao, SW, volume IV, σελ. 299)
Η μεταμόρφωση της στρατιωτικής κατάστασης ήταν πράγματι καταπληκτική. Ο PLA, οποίος ήταν για χρόνια υποδεέστερος, μέχρι τον Ιούλιο-Δεκέμβρη του 1948 είχε επιτέλους αριθμητική υπεροχή επί των δυνάμεων του Κουομιντάνγκ. Αυτοί είναι οι αριθμοί, που δίνονται από τον Μάο, εκείνη την περίοδο:
«Τον πρώτο χρόνο, 97 ταξιαρχίες, συμπεριλαμβανομένων 46 ταξιαρχιών εντελώς κατεστραμμένων. Το δεύτερο χρόνο, 94 ταξιαρχίες, συμπεριλαμβανομένων 50 ταξιαρχιών εντελώς κατεστραμμένων. Και το πρώτο μισό του τρίτου χρόνου, σύμφωνα με ημιτελή στοιχεία, 147 συντάγματα, συμπεριλαμβανομένων 111 συνταγμάτων εντελώς κατεστραμμένων. Σ’ αυτούς τους 6 μήνες, ο αριθμός των κατεστραμμένων ολοσχερώς συνταγμάτων του εχθρού ήταν 15 φορές μεγαλύτερος από το συνολικό άθροισμα των προηγούμενων 2 χρόνων. Το μέτωπο του εχθρού, στο σύνολό του, έχει καταρρεύσει εντελώς. Τα στρατεύματα του εχθρού στα Βορειοανατολικά έχουν καταστραφεί τελείως, εκείνα στη Βόρεια Κίνα θα πάθουν σύντομα το ίδιο, και στην Ανατολική Κίνα και τις Κεντρικές Πεδιάδες έχουν μείνει λίγες εχθρικές δυνάμεις. Ο αφανισμός των κύριων δυνάμεων του Κουομιντάνγκ βόρεια του ποταμού Γιανγκτσέ διευκολύνει την επερχόμενη διάσχιση του Γιανγκτσέ από το Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και την επέλασή του προς τα νότια, για την απελευθέρωση ολόκληρης της Κίνας. Ταυτόχρονα με τη νίκη στο στρατιωτικό μέτωπο, ο κινεζικός λαός έχει πετύχει μεγαλειώδεις νίκες στα πολιτικά και οικονομικά μέτωπα. Για το λόγο αυτό, η κοινή γνώμη, σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου ολόκληρου του Τύπου των ιμπεριαλιστών, δεν αμφισβητεί πια τη βεβαιότητα της πανεθνικής νίκης του Κινεζικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Πολέμου». (Carry the Revolution through to the end, December 30, 1948, Mao, SW, volume IV, σελ. 299)
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην πιστέψουμε ότι αυτή η εκτίμηση είναι σε μεγάλο βαθμό ακριβής. Όλοι οι αστοί ιστορικοί αποδέχονται ότι, σε εκείνη τη φάση, οι δυνάμεις του Τσιανγκ υποχωρούσαν άτακτα και ότι ο PLA ενισχυόταν ταχύτατα.
(Τέλος 1ου μέρους)
Άλαν Γουντς
Μετάφραση: Νίκος Σέντης