Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΠώς ο καπιταλισμός εμποδίζει τη χρήση νέας τεχνολογίας στη μάχη με την...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Πώς ο καπιταλισμός εμποδίζει τη χρήση νέας τεχνολογίας στη μάχη με την COVID-19

Γιατί η κοινωνικοποίηση των μεγάλων φαρμακευτικών εταιριών και η δημοσιοποίηση των ηλεκτρονικών τους βιβλιοθηκών είναι ζωτικός όρος για να συντονιστεί και να επιταχυνθεί η έρευνα για το εμβόλιο και το φάρμακο ενάντια στον κορωνοϊό.

Καθώς η πανδημία του κορωνοϊού εξελίσσεται ραγδαία με χιλιάδες θύματα σε όλο τον κόσμο, η έγκαιρη δημιουργία εμβολίου αποτελεί το κλειδί για την ολοκληρωτική καταπολέμησή της. Η διαδικασία όμως αυτή μπορεί να χρειαστεί 12-18 μήνες, καθώς χρειάζεται να πραγματοποιηθούν κλινικές δοκιμές πριν από την έγκριση και τη μαζική παραγωγή του εμβολίου.

Μέχρι να γίνει αυτό, η προσοχή πέφτει στην εύρεση αποτελεσματικής θεραπείας όσο το δυνατόν νωρίτερα, ώστε να μειωθεί το ποσοστό θνησιμότητας της νόσου. Οι επιστήμονες σε όλο τον κόσμο παλεύουν με το χρόνο, προσπαθώντας να αξιοποιήσουν κάθε τεχνολογικό εργαλείο που έχουν στη διάθεσή τους, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και οι τεχνολογίες μηχανικής μάθησης.

Ωστόσο, ενώ η νόσος του Covid-19 δε γνωρίζει σύνορα και εξαπλώνεται σαν πυρκαγιά, η επιστημονική έρευνα είναι αναγκασμένη να διεξάγεται κάτω από τους περιορισμούς που της επιβάλλει το παρόν κοινωνικοοικονομικό σύστημα του καπιταλισμού, κατακερματισμένη από το κυνήγι του κέρδους και δίχως πρόσβαση σε ζωτικής σημασίας πηγές δεδομένων, καθώς αυτές αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία μεγάλων φαρμακευτικών κολοσσών. Με άλλα λόγια, η επιστήμη και η τεχνολογία βρίσκονται εγκλωβισμένες από τον ζουρλομανδύα του έθνους-κράτους και της ατομικής ιδιοκτησίας, δύο από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην εξέλιξη της ανθρωπότητας σήμερα.

Σε ό,τι αφορά την ιατρική Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D), το επιχειρηματικό-καπιταλιστικό μοντέλο που ακολουθείται και έχει βασικό κριτήριο την επιδίωξη του μεγίστου κέρδους, πάσχει από έλλειψη καινοτομίας, καθώς ο κύριος όγκος της χρηματοδότησης κατευθύνεται στην κατοχύρωση πατεντών υφιστάμενων φαρμάκων (που στις περισσότερες των περιπτώσεων έχουν αναπτυχθεί με κρατική χρηματοδότηση).

Από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή αυτού του μοντέλου σε ενεργές πανδημίες είναι αναποτελεσματική, διότι, αφότου παρέλθει η κρίση, η αγορά στερεύει αμέσως, η χρηματοδότηση αποσύρεται και η έρευνα εγκαταλείπεται.

Η ανάπτυξη λοιπόν ενός νέου φαρμάκου ή ενός εμβολίου αποτελεί μια επένδυση υψηλού ρίσκου για τις φαρμακοβιομηχανίες και, για να προχωρήσουν την έρευνα, αναζητούν συνήθως τη συμβολή του κράτους, είτε με άμεση χρηματοδότηση, είτε με τη συμμετοχή πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Τέλος, είθισται να απαιτούν τη διασφάλιση των κερδών τους μέσω της δυνατότητας καθορισμού της τιμής διάθεσης του εμβολίου ή του φαρμάκου.

Εμβόλια και φάρμακα – όμηροι των πολυεθνικών

Τρανταχτό παράδειγμα της παραπάνω τακτικής, αλλά και της ανικανότητας του καπιταλισμού να συντονίσει μια κοινή προσπάθεια για την αντιμετώπιση των πανδημιών, ήταν η στάση των μεγάλων φαρμακευτικών εταιριών απέναντι στον διεθνή οργανισμό CEPI (Συνασπισμός για την Ετοιμότητα Επιδημικής Καινοτομίας). Ο CEPI, λίγο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, συγκέντρωσε 750 δισ. δολάρια, ώστε να επιταχύνει την ανάπτυξη εμβολίων για την αντιμετώπιση νέων επιδημιών με τη στήριξη χωρών όπως η Ιαπωνία, η Γερμανία, ο Καναδάς και άλλων. Όμως, η επιστημονική συμβουλευτική ομάδα των μεγάλων φαρμακευτικών εταιριών (συμπεριλαμβανομένων των Johnson & Johnson, Pfizer και Takeda), ανάγκασε τον οργανισμό να υποχωρήσει ως προς την αρχή ότι «όλες οι χώρες θα έχουν ίση και οικονομικά προσιτή πρόσβαση στα εμβόλια που χρηματοδοτούνται από τον CEPI».

Σήμερα, η έρευνα για την ανακάλυψη του εμβολίου για τον κορωνοϊό έχει μετατραπεί σε έναν αχαλίνωτο καπιταλιστικό ανταγωνισμό ανάμεσα στα αστικά κράτη και τις μεγάλες εταιρείες, γύρω από το ποιος θα είναι εκείνος που θα κατοχυρώσει πρώτος ιδιοκτησιακά δικαιώματα πάνω στο νέο εμβόλιο. Έχει ξεκινήσει μια ανταγωνιστική «κούρσα» για οικονομικά οφέλη και ιμπεριαλιστική επιρροή ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Ε.Ε. και την Κίνα, με τις ΗΠΑ να φοβούνται ότι η τελευταία (στις έρευνες της οποίας για το εμβόλιο έχει εμπλακεί και ο στρατός) θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει μια πιθανή επικράτησή της σ’ αυτή την κούρσα, για να διευρύνει την επιρροή της σε άλλα κράτη (όπως ήδη έχει ξεκινήσει να κάνει, με όχημα τη χορήγηση βοήθειας σε υλικό και ιατρική υποστήριξη στην Ευρώπη).

Τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά στο ζήτημα της έρευνας για την εύρεση φαρμάκου για τον ιό. Καθώς ο αριθμός των θανάτων αυξάνεται, οι γιατροί προσβλέπουν απεγνωσμένα σε θεραπείες που θα μειώσουν τις επιπτώσεις του ιού και τη διάρκεια της λοίμωξης. Επειδή ο χρόνος είναι κρίσιμος παράγοντας, οι έρευνες επικεντρώνεται σε υπάρχουσες θεραπείες, που έχουν ήδη αποδεχθεί αποτελεσματικές για άλλες νόσους, χρειάζονται λιγότερες δοκιμές και είναι πιο εύκολη και γρήγορη η μαζική παραγωγή τους. Ωστόσο, παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, οι φαρμακευτικές εταιρίες εξακολουθούν να βάζουν το κέρδος πάνω από τη δημόσια υγεία.

Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έκανε η αμερικανική εταιρεία Rising Pharmaceuticals με τη χλωροκίνη, ουσία που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της μαλάριας και είναι μια από τις τέσσερις υφιστάμενες θεραπείες, που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) θεωρεί ότι έχουν καλές προοπτικές για την αντιμετώπιση του νέου ιού. Όταν έγιναν εμφανείς οι μεγάλες διαστάσεις της επιδημίας στην Κίνα, στις 23 Ιανουαρίου 2020, η εταιρεία αύξησε κατά 97,86% την τιμή στα χάπια χλωροκίνης.

Τεχνητή νοημοσύνη και κερδοσκοπική ασυνειδησία

Εκτός όμως, από το να αισχροκερδούν, οι φαρμακευτικές εταιρίες βάζουν και εμπόδια στο κρίσιμο κομμάτι της έρευνας που αφορά τον εντοπισμό πιθανών εναλλακτικών θεραπειών. Σήμερα, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος, για να εντοπιστούν υποψήφια φάρμακα για την καταπολέμηση του κορωνοϊου, είναι με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence) και της Μηχανικής Μάθησης (Machine Learning).

Ο πρώην υπουργός Υγείας της Βρετανίας της κυβέρνησης των Εργατικών, Αρά Ντάρζι, σε πρόσφατο άρθρο του, αναφέρει ότι παρά τη δημιουργία κοινοπραξιών, στις οποίες συμμετέχουν πανεπιστημιακά ιδρύματα και μεγάλες εταιρίες πληροφορικής, με σκοπό την εύρεση υποψήφιων φαρμάκων με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας, οι περισσότερες φαρμακευτικές εταιρίες αρνούνται να δώσουν πρόσβαση στις ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες τους, σαμποτάροντας την όλη προσπάθεια, εφόσον ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για επιτυχή αποτελέσματα είναι οι βάσεις δεδομένων.

Σε γενικές γραμμές, οι αλγόριθμοι της Μηχανικής Μάθησης συνήθως απαιτούν έναν ικανό όγκο δεδομένων «εκπαίδευσης» (training data), ώστε ο υπολογιστής να «μάθει» απ’ αυτά και να επιτευχθεί το ζητούμενο αποτέλεσμα (αναγνώριση αντικειμένων ή προσώπων σε φωτογραφίες, καταναλωτικές συνήθειες των χρηστών κοινωνικών δικτύων κ.α.). Με την ολοένα αυξανόμενη ψηφιοποίηση του σύγχρονου τρόπου ζωής (εργασία, ενημέρωση, διασκέδαση κ.ο.κ.), τα ψηφιακά δεδομένα έχουν φτάσει στο σημείο να χαρακτηρίζονται ως πιο πολύτιμα κι από το πετρέλαιο και εταιρίες, όπως οι Google και η Facebook, βγάζουν εκατομμύρια δολάρια, πουλώντας δεδομένα που προκύπτουν από τους χρήστες τους.

Τα ιατρικά δεδομένα, όμως, αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία, με πολλαπλάσια αξία. Πρωτίστως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας είναι ο πιο κερδοφόρος απ’ όλες τις βιομηχανίες από το 2000 μέχρι σήμερα, με κέρδη 1,2 τρισ. δολαριών μόνο μέσα στο 2018. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τα δεδομένα από κλινικές δοκιμές φαρμάκων, το κόστος συλλογής τους είναι αρκετά υψηλό, επειδή απαιτεί πολύ προσεκτικό σχεδιασμό και περιλαμβάνει παρακολούθηση ασθενών σε βάθος χρόνου. Επομένως, από καπιταλιστική σκοπιά, είναι αναμενόμενο τα δεδομένα αυτά να θεωρούνται από τις φαρμακοβιομηχανίες ως άλλο ένα περιουσιακό τους στοιχείο, προσδοκώντας να το αξιοποιήσουν προς όφελός τους ή να το ρευστοποιήσουν σε υψηλή τιμή. Θα ήταν λοιπόν «παράλογο» να δώσουν ελεύθερη πρόσβαση στα δεδομένα τους σ’ αυτές τις κοινοπραξίες, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι αυτή τους η άρνηση μπορεί να κοστίσει τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι κοινοπραξίες δε, λειτουργούν σε καμία περίπτωση με ανθρωπιστικά κίνητρα, αλλά, όπως και στην περίπτωση των εταιριών για την έρευνα του εμβολίου κατά του κορωνοϊού, με γνώμωνα την αποκόμιση όσο δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη κοινοπραξία C3.ai DTS συμμετέχει η Microsoft, αμερικανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και η εταιρία C3.ai, στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας εξέχον στέλεχος είναι η «αιματοβαμμένη» πρώην υπουργός Εξωτερικών επί προεδρίας Μπους, Κοντολίζα Ράις.

Κλείνοντας, έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί ένα πρόσφατο άρθρο του μεγιστάνα Μπιλ Γκέιτς, ο οποίος μάλιστα είναι βασικός χρηματοδότης της νεοσύστατης βρετανικής εταιρίας Exscientia, που διεξάγει και αυτή έρευνα πάνω στη θεραπεία της νόσου Covid-19. Ο Γκέιτς, λοιπόν, παραδέχεται εμμέσως πλην σαφώς ότι το καπιταλιστικό μοντέλο στον κλάδο της Υγείας δε λειτουργεί εν μέσω πανδημίας και προειδοποιεί ότι «αν η στρατηγική μας για την καταπολέμηση του COVID-19 μετατραπεί σε έναν πόλεμο πλειοδοσίας μεταξύ των χωρών, τότε αυτή η ασθένεια θα σκοτώσει πολύ περισσότερους ανθρώπους, απ’ ό,τι θα έκανε σε διαφορετική περίπτωση».

O Γκέιτς, ως υποστηρικτής του καπιταλισμού, ελπίζει μάταια από τους ηγέτες των G20 και τις εταιρίες που εκπροσωπούν να μπορέσουν να συνεργαστούν για την ταχύτερη αντιμετώπιση της κρίσης. Αντιθέτως, η μόνη ρεαλιστική ελπίδα της ανθρωπότητας για την αποτελεσματική καταπολέμηση της σημερινής πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η κοινωνικοποίηση των μεγάλων φαρμακευτικών εταιριών και η δημοσιοποίηση των ηλεκτρονικών τους βιβλιοθηκών, ώστε να μπορέσει να συντονιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο και να επιταχυνθεί η έρευνα τόσο του εμβολίου όσο και της θεραπείας για τον κορωνοϊό.

Ιωσήφ Σπάρταλης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα