Ο Μπερλουσκόνι επιστρέφει, δύο χρόνια μόνο μετά την μικρή σε έκταση ήττα που υπέστη στις εκλογές του 2006. Και, ήδη μπορούμε να ακούσουμε τους οδυρμούς περί «μαύρης αντίδρασης» και «στροφής στα δεξιά». Μια πιο προσεχτική ματιά στην κατάσταση αποκαλύπτει μια διαφορετική και πιο σύνθετη εικόνα. Αποκαλύπτει μια τεράστια κρίση κύρους της παραδοσιακής ηγεσίας της Αριστεράς σε μια εποχή πρωτόγνωρης πόλωσης ανάμεσα στις τάξεις.
Η εργατική τάξη της Ιταλίας έχει «γρονθοκοπηθεί» μέχρι τελικής πτώσης από αλλεπάλληλες κυβερνήσεις. Ήδη, τα επίπεδα του πραγματικού μισθού του μέσου Ιταλού εργαζόμενου συγκαταλέγονται μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρώπη. Οι συντάξεις έχουν δεχτεί επίθεση, πραγματοποιούνται γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις, και ούτω καθ’εξής. Και όλα αυτά έχουν γίνει και από την προηγούμενη κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι, αλλά και από την κυβέρνηση του Πρόντι που την ακολούθησε.
Σ’ αυτές τις εκλογές, στους εργαζόμενους δεν προσφέρθηκε κάποια πραγματική αλλαγή. Οι δύο βασικοί συνασπισμοί, εκείνος γύρω από το ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΌ ΚΟΜΜΑ του Βελτρόνι και ο έτερος της συμμαχίας γύρω από τον Μπερλουσκόνι, υποστήριξαν παρόμοια προγράμματα, δηλαδή το πρόγραμμα των Ιταλικών αφεντικών.
Όλα αυτά εξηγούν τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα. Αλλά πριν προχωρήσουμε σε μια πιο ενδελεχή ανάλυση αυτών των αποτελεσμάτων, ας δούμε τα ίδια τα γεγονότα.
Ο συνασπισμός κομμάτων ΕΛΙΑ, κέρδισε σχεδόν 12 εκατομμύρια ψήφους στις εκλογές του 2006. Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡΟΘΙΑ, οι μισοί εκ των οποίων εντάχθηκαν στο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΌ ΚΟΜΜΑ, κέρδισε σχεδόν ένα εκατομμύριο. Στις εκλογές του Απριλίου το ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ – μια συγχώνευση κομμάτων που συνιστούσαν την ΕΛΙΑ, της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΉΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ και του ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ – κέρδισε 12 εκατομμύρια ψήφους. Κατά συνέπεια, η προσέγγιση διαφόρων δυνάμεων για τη δημιουργία του ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ δεν επέδρασε στην απεύθυνσή τους σε ευρύτερα τμήματα του εκλογικού σώματος. Το ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ απλά κράτησε τις ψήφους των συστατικών του μερών.
Το κόμμα της «ΙΤΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ», καθοδηγούμενο από τον πρώην δικαστή Di Pietro, που διηύθυνε την ανακριτική έρευνα για τη ραγδαία διαφθορά της εποχής του καθεστώτος της ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και του ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ, έλαβε περίπου 1.700.000 ψήφους, σχεδόν τις διπλπλάσιες απ’ όσες πήρε δύο χρόνια πριν. Αυτό το μικρό κόμμα είχε εκ των προτέρων διακηρύξει ότι θα διαμορφώσει μια συμμαχία με το ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ.
Ο παλιός σχηματισμός του Μπερλουσκόνι, “ΟΙΚΟΣ των ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ”, κέρδισε γύρω στα 19 εκατομμύρια ψήφους το 2006. Τώρα, η συμμαχία του έχει κερδίσει 17 εκατομμύρια. Εάν προσθέσουμε τις ψήφους του UDC (μιά από τις αποσχισθείσες ομάδες που ξεπρόβαλαν από την παλιά ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, υπό τον Casini) και της DESTRA FIAMMA TRICOLORE (ενός πιο ανοιχτά αντιδραστικού δεξιού σχηματισμού που αποκόπηκε από την ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ) έχουμε ένα τελικό σύνολο σχεδόν 20 εκατομμυρίων (19.999.422). Συνεπώς, εάν παρατηρήσουμε όλα τα κόμματα που συνήθιζαν να συμμετέχουν στις Μπερλουσκονικές συμμαχίες, θα δούμε ότι έχουν ενισχυθεί μεν ελαφρώς, αλλά κατέληξαν να διασπαστούν στα τρία, με τελικό αποτέλεσμα εκείνοι που υποστηρίζουν ευθέως τον Μπερλουσκόνι, στην πραγματικότητα, να έχουν μειωθεί κατά δύο εκατομμύρια σε σχέση με δύο χρόνια πριν.
Υπάρχει, παρόλα αυτά, το φαινόμενο της ΛΙΓΚΑΣ του ΒΟΡΡΑ, που τα πήγε σχετικά καλά, κερδίζοντας συνολικά 8,3% της εθνικής ψήφου. Προώθησε μια καμπάνια βασισμένη μεν στον ρατσισμό και την αντιδραστική δεξιά δημαγωγία, απορρέουσα δε, στην πραγματικότητα, από τη χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου του λαού ακόμη και στον πλουσιότερο Βορρά. Η ΛΙΓΚΑ του ΒΟΡΡΑ επέρριψε τις ευθύνες για κάθε πρόβλημα στην κεντρική κυβέρνηση και στην αυξανόμενη μετανάστευση. Υπάρχει ωστόσο και το φαινόμενο της ΚΙΝΗΣΗΣ για την ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ που ανέβασε κατά 60% το ποσοστό των ψήφων της (1,13% της εθνικής ψήφου) στη Σικελία. Αυτοί οι δύο σχηματισμοί είχαν διακηρύξει ότι θα συμμαχούσαν με τον Μπερλουσκόνι.
Οι δύο μεγαλύτεροι συνασπισμοί, αυτός γύρω από τον Μπερλουσκόνι και ο άλλος γύρω από το ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ (που αποτελείται από το κύριο τμήμα της απερχόμενης κυβέρνησης του Πρόντι), κυριαρχούν τώρα στην ιταλική πολιτική, η οποία χαρακτηρίζεται από αυτό που έχει αποκληθεί ροπή προς «διπολικές πολιτικές», όπως συμβαίνει και στην Βρετανία και στις Η.Π.Α. Ο συνασπισμός γύρω από τον Μπερλουσκόνι έλαβε στο σύνολο 46,81% και 340 βουλευτές, ενώ το ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ, από κοινού με το κόμμα της ΙΤΑΛΙΑΣ των ΑΞΙΩΝ κέρδισαν 37,54% και 239 βουλευτές. Οι περισσότεροι από τους μικρότερους σχηματισμούς, συμπεριλαμβανομένης της συμμαχίας «ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ», καθώς και του παλαιού ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ, αποκλείστηκαν από το κοινοβούλιο.
Στο προηγούμενο νομοθετικό σώμα η κυβέρνηση του Πρόντι είχε μια λειτουργική πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά μια εξαιρετικά αδύναμη πλειοψηφία, δύο μόλις Γερουσιαστών στη Γερουσία. Από την άλλη ο Μπερλουσκόνι έχει τώρα μια συμπαγή πλειοψηφία στη Γερουσία 171 Γερουσιαστών από τους 130 που απαιτούνται.
Η ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΉ ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ (PRC), οι ΙΤΑΛΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ (PdCI) και οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ κέρδισαν σχεδόν 4 εκατομμύρια ψήφους το 2006. Αυτή τη φορά συνυπήρξαν σε μια συμμαχία, προσθέτοντας ένα μικρό μέρος από το τμήμα που αποκόπηκε από την παλιά ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΉ ΑΡΙΣΤΕΡΑ (DS) για να συστήσουν την «ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ». Επομένως, επρόκειτο για μια συμμαχία τεσσάρων κομμάτων, αλλά το περισσότερο που κατάφεραν ήταν να λάβουν 1.124.000 ψήφους λιγότερες απ’ όσες κέρδισε η ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ, όταν στηρίχτηκε μόνο στις δυνάμεις της (αλλά εντός του συνασπισμού του Πρόντι) δύο χρόνια πριν.
Πριν από δύο χρόνια, όταν η ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ κατέβηκε με τη δική της σημαία απέσπασε περισσότερο από 7%. Τώρα, σε συμμαχία με άλλες τρείς δυνάμεις έχει καταφέρει λιγότερα από τα μισά αυτού του ποσοστού. Αυτό είναι μια απάντηση – εάν απαιτούνταν κάποια – στη μετατόπιση του Μπερτινότι στα δεξιά την τελευταία περίοδο.
Μικρότερες αποσχισθείσες ομάδες στ’ αριστερά του PRC, όπως το ΕΡΓΑΤΙΚΌ ΚΟΜΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΌ ΚΌΜΜΑ και η ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ δεν κατάφεραν να καλύψουν το κενό στ’ αριστερά και δεν ωφελήθηκαν αρκετά από το κύμα της αποχής των απογοητευμένων αριστερών ψηφοφόρων, συγκεντρώνοντας 0,57 και 0,46%, αντίστοιχα. Στην πραγματικότητα είναι αξιοσημείωτο πως ενώ η κοινή ψήφος αυτών των δύο μικρών ψηφοδελτίων μόλις που έφτασε το 1%, το PRC έλαβε 7% δύο χρόνια πριν. Τώρα οι περισσότερες από τις ψήφους που έχασε το PRC δεν κατέληξαν σ’ αυτούς τους δύο μικρούς σχηματισμούς. Αυτό απαντάει στην παιδαριώδη ιδέα πως το μόνο που είναι αναγκαίο είναι να «σηκώσουμε τη σημαία ψηλά» και τα πλήθη θα ακολουθήσουν τρέχοντας.
Η συνολική προσέλευση στις κάλπες κινήθηκε στο 80,47%, που με βάση τα αντίστοιχα επίπεδα πολλών άλλων χωρών θα μπορούσε να θεωρηθεί υψηλή, στην Ιταλία δεν αντιπροσωπεύει παρά μια επιπλέον πτώση 3,1% των αριθμών των ψηφοφόρων. Το ένα πέμπτο των Ιταλών ένιωσαν να μην αντιπροσωπεύονται από κανένα κόμμα σε αυτές τις εκλογές. Στην πραγματικότητα, τα σχόλια πριν από τις εκλογές ήταν πως οι σχετικές καμπάνιες ήταν «βαρετές» και πως ήταν «δυσδιάκριτες οι διαφορές» μεταξύ των δύο βασικών στρατοπέδων.
Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τα εκλογικά αποτελέσματα ένας στους πέντε εκλογείς αποφάσισε μόνο την τελευταία στιγμή ποιον θα ψήφιζε. Τόσο όμοια ήταν τα προγράμματα που παρουσιάζονταν από τα δύο στρατόπεδα. Ένας μεγάλος αριθμός αυτών που απείχαν, πάλι σύμφωνα με τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, ξεκαθάρισαν ότι δεν ψήφισαν επειδή ήταν «απογοητευμένοι από τα προγράμματα που στήριζαν τα διάφορα κόμματα».
Άρα, εάν κοιτάξουμε τη συνολική εικόνα, βλέπουμε ένα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ να αποτυγχάνει να αποκομίσει περισσότερες ψήφους από αυτές που είχαν πριν τα συστατικά του μέρη. Βλέπουμε τον βασικό δεξιό συνασπισμό να σημειώνει μια κάποια πρόοδο, αλλά τίποτα που να μπορεί να ερμηνευθεί ως μια σημαντική στροφή στα δεξιά. Και έχουμε και την «Αριστερά» γύρω από την ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ να πληρώνει για τη σύμπραξη της με την κυβέρνηση Πρόντι στην τελευταία Βουλή.
Πώς τα εξηγεί κανείς αυτά όλα;