Τις τελευταίες εβδομάδες η κυβέρνηση έχει τεθεί σε θέση άμυνας. Τους πρώτους μήνες μετά τις εκλογές του περσινού καλοκαιριού πορεύτηκε αξιοποιώντας τη «νωπή εντολή» για να προχωρήσει σε μια κατά μέτωπο επίθεση ενάντια στο βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα των εργαζομένων και των νέων. Στη συνέχεια, η είσοδος στην περίοδο της πανδημίας χαρακτηρίστηκε από τα απανωτά πακέτα επιδοτήσεων των καπιταλιστών ως δήθεν «πληγέντες» από την πανδημία – τη στιγμή που μετά βίας αποζημιώνονταν με χαμηλά επιδόματα και χωρίς καμία μέριμνα για ολόκληρα τμήματά τους οι πραγματικά πληγέντες, δηλαδή οι εργαζόμενους και οι άνεργοι, και ενώ η κυβέρνηση αρνούταν να προχωρήσει σε στοιχειώδεις κρατικές επενδύσεις για την Υγεία, τις συγκοινωνίες και την Εκπαίδευση. Παράλληλα, ακόμα και τότε συνέχισε να νομοθετεί αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα θέλοντας να αξιοποιήσει την πιθανή επίδραση των συνθηκών πανδημίας στη μαζικότητα των κινητοποιήσεων ενάντια σε αυτά.
Ο αρχικός φόβος για μια ταχύτατη και ανεμπόδιστη εξάπλωση του κορωνοϊού με αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς με ζωντανό παράδειγμα την Ιταλία, πράγματι δημιούργησε ένα ορισμένο «κλίμα συσπείρωσης» προς την κυβέρνηση, όμως αυτό άρχισε γρήγορα να υποχωρεί όταν εκείνη προχώρησε στην υλοποίηση της πολιτικής που προαναφέρθηκε. Οι δραματικές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής, με την ταχύτατη νέα έξαρση του Covid-19 και τα πρώτα φαινόμενα αδυναμίας του συστήματος υγείας να ανταπεξέλθει φέρνουν ανοιχτά στην επιφάνεια τη δυσαρέσκεια και την οργή κατά της κυβέρνησης.
Σε αυτές τις συνθήκες η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλε να έχει μια σκληρή στάση απέναντι στην κυβέρνηση, αναδεικνύοντας με κάθε ευκαιρία ότι το κοινό νήμα που συνδέει όλες τις επιλογές της είναι η τοποθέτηση της κερδοφορίας των καπιταλιστών πάνω από την προστασία της υγείας και του βιοτικού επιπέδου ολόκληρου του πληθυσμού της χώρας. Ωστόσο, η στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται από μια παθητικότητα που προδίδει αμηχανία ως προς τις δυνατότητες της ίδιας να διεκδικήσει την επανεκλογή της στη βάση προγραμματικών διεκδικήσεων που θα στρέφονται ενάντια στην ελληνική άρχουσα τάξη.
Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφέραμε τις συνέπειες που έχει η υποτίμηση της σοβαρότητας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης από την πλευρά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό ήρθε να προστεθεί η αντιπολίτευση από εθνικιστική σκοπιά στους κυβερνητικούς χειρισμούς στα «ελληνοτουρκικά» (διαβάστε τη θέση μας εδώ) και η πρόσφατη πρόταση για υπουργό Υγείας «κοινής αποδοχής», με εισήγηση μάλιστα για το πρόσωπο μιας επιδημιολόγου που μόλις λίγες μέρες αργότερα υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει μελέτη» που να αποδεκνύει ότι ο κορωνοϊός μεταδίδεται μέσω της «Θείας Κοινωνίας»! Αλλά, το καθοριστικό πρόβλημα παραμένει η συνολική απουσία διάθεσης να προταθούν πραγματικά ριζοσπαστικές διεκδικήσεις, με αιχμή τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, στη βάση των οποίων θα έπρεπε να παρθούν οι αναγκαίες πρωτοβουλίες για την κινητοποίηση του εργατικού κινήματος – λαμβάνοντας φυσικά υπόψη τις συνθήκες που δημιουργεί το νέο κύμα του Covid-19.
Αυτό που φαινομενικά αποτελεί αντίφαση, ότι δηλαδή η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ διακρίνεται από παθητικότητα ενώ αποτελεί την αξιωματική αντιπολίτευση και η ηγεσία του μελλοντικά θα διεκδικήσει την εκ νέου ανάδειξή της σε κυβέρνηση, στην πραγματικότητα είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό από μαρξιστική σκοπιά. Από την εμπειρία της πρώτης διακυβέρνησής της η ηγετική ομάδα και ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας αντιλήφθηκαν ότι στο σημερινό έδαφος της ιστορικής χρεοκοπίας του καπιταλισμού είναι αδύνατο να υλοποιηθούν ακόμα και τα πιο υποτυπωδώς φιλολαϊκά μέτρα, χωρίς μια ανοιχτή σύγκρουση με τα συμφέροντα του ελληνικού και διεθνούς κεφαλαίου. Η επίσημη είσοδος του παγκόσμιου καπιταλισμού στη μεγαλύτερη κρίση του στην Ιστορία, με ιδιαίτερα ολέθριες συνέπειες για τον – διαρκώς στα όρια της οικονομικής κατάρρευσης – ελληνικό καπιταλισμό, κάνει ακόμα πιο ουτοπική τη δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης του συστήματος.
Ως αποτέλεσμα, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ βλέπει τον εαυτό της απλά ως τον εναλλακτικό διαχειριστή της κρίσης του καπιταλισμού, η πολιτική του οποίου όταν επανέλθει στην κυβέρνηση θα είναι καταδικασμένη να διαφέρει μόνο «στα σημεία» από εκείνη του κόμματος που παραδοσιακά εκπροσωπεί τα συμφέροντα της ελληνικής άρχουσας τάξης και βρίσκεται σήμερα στην κυβέρνηση υπηρετώντας τα πιστά. Εφόσον, εξαιτίας της απουσίας μιας εναλλακτικής δύναμης με προοπτική εξουσίας στα αριστερά του, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρήθηκε ως δεύτερο σε ποσοστά κόμμα στις τελευταίες εκλογές, η λογική συνέπεια της παραπάνω προσέγγισης είναι η ηγεσία του να επιδιώκει τη μελλοντική ανάδειξή της σε κυβέρνηση όχι ως αποτέλεσμα της μαζικής και αποφασιστικής κινητοποίησης του εργατικού κινήματος για την ανατροπή της σημερινής δεξιάς κυβέρνησης, αλλά ως ομαλή μετάβαση που θα επέλθει σε βάθος χρόνου χάρη στη «φθορά» της σημερινής κυβέρνησης. Η προαναφερθείσα πρόταση Τσίπρα για αντικατάσταση του Κικίλια από υπουργό Υγείας «κοινής αποδοχής» αντανακλά με χαρακτηριστικό τρόπο το πόσο «ομαλή» βλέπει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την επάνοδό της στην κυβερνητική εξουσία – τόσο ώστε να περνά ακόμα και μέσα από ενδιάμεσους σταθμούς με στοιχεία συγκυβέρνησης με τη ΝΔ!
Όμως είναι ακριβώς αυτή η διατήρηση του ΣΥΡΙΖΑ ως δεύτερο κόμμα πανελλαδικά και πρώτο σε ψήφους στα εργατικά στρώματα (χωρίς φυσικά κανέναν ενθουσιασμό και κατά κύριο λόγο σαν μέσο για την ανακοπή της ΝΔ), που μέσα σε συνθήκες σήψης του ελληνικού καπιταλισμού και βαθέματος της κρίσης, θα θέτει συνεχώς την ηγεσία του κάτω από ασφυκτικές πιέσεις από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Το 2015 αποδείχθηκε ότι μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης ήταν αδύνατο η ηγεσία του κόμματος να κυβερνήσει στα πρότυπα της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ που, σε τελείως διαφορετικές οικονομικές συνθήκες, είχε το περιθώριο να πραγματοποιήσει ορισμένες σημαντικές φιλεργατικές και φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις. Σήμερα, σε συνθήκες ακόμα βαθύτερης κρίσης, θα αποδειχτεί κατ’ αντιστοιχία ότι είναι αδύνατο να διαιωνιστεί μια συνεχής «ομαλή» εναλλαγή ανάμεσα σε κυβερνήσεις ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ χωρίς θεμελιώδεις διαφορές στην εφαρμοζόμενη πολιτική τους, όπως συνέβαινε με τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ τις δεκαετίες του ‘90 και του ‘00. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορούν να καθορίσουν οι πολιτικές επιλογές κάποιας ηγεσίας και πολύ περισσότερο οι επικοινωνιακές τακτικές τους. Η αιτία βρίσκεται στην τελείως διαφορετική περίοδο που διανύει ο παγκόσμιος καπιταλισμός.
Έτσι, στο βαθμό που δεν αναδεικνύεται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ μια πολιτική δύναμη που να μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ «είναι καταδικασμένος» να αντιμετωπίζεται από την εργατική τάξη ως η μόνη εναλλακτική απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση – κάτι που όμως μέσα στις συνθήκες διαρκών νέων επιθέσεων στο βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας της κοινωνίας που επιβάλλονται από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση θα σημαίνει ολοένα και πιο μεγάλη πίεση στην ηγεσία του για υιοθέτηση πιο ριζοσπαστικών προγραμματικών θέσεων και για αποφασιστικές πρωτοβουλίες στο εργατικό κίνημα. Αντανάκλαση των πρώτων δειγμάτων τέτοιων πιέσεων ήταν η πρόσφατη διακήρυξη Τσίπρα για άμεση κατάργηση του νέου πτωχευτικού νόμου και για το πάρσιμο «των κλειδιών της οικονομίας από το παρασιτικό κεφάλαιο», που εμπεριέχει την υπόνοια για εθνικοποίηση των τραπεζών, αλλά και η ανταπόκριση στην έκκληση της ηγεσίας του ΚΚΕ για συλλογή υπογραφών ενάντια στην αντιδημοκρατική απαγόρευση συναθροίσεων κατά την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Μέσα στη νέα περίοδο, αυτή της βαθύτερης κρίσης που έχει γνωρίσει ο καπιταλισμός, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα δεχθεί τις ταυτόχρονες ασφυκτικές πιέσεις της αστικής και της εργατικής τάξης που θα έρθουν σε μια ανοιχτή σύγκρουση ακόμα πιο σκληρή από εκείνη της περιόδου 2010-2015. Το δίλημμα που τέθηκε το 2015 θα τεθεί και πάλι, ακόμα πιο επιτακτικά. Μια ενδεχόμενη επιλογή της που θα αποτελεί συνέχεια της «πεπατημένης» του 2015, δηλαδή υποταγής στις απαιτήσεις και τους εκβιασμούς της άρχουσας τάξης, θα φέρει αναπόφευκτα την ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ στα μάτια των εργαζόμενων και τη μετατροπή του σε ένα κουφάρι στα πρότυπα του ΚΙΝΑΛ, χωρίς καμιά δυνατότητα ανεξάρτητης πολιτικής ύπαρξης. Από την άλλη πλευρά, η υιοθέτηση μιας στάσης αποφασιστικής υπεράσπισης των διεκδικήσεων των εργαζομένων και των νέων απέναντι στις επιθέσεις της σημερινής κυβέρνησης της δεξιάς θα ξαναθέσει στο προσκήνιο τον ουτοπικό χαρακτήρα της φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα της απαλλοτρίωσης του «παρασιτικού κεφαλαίου» – που αποτελείται από το σύνολο της ελληνικής αστικής τάξης – και της ανατροπής της εξουσίας του.
Πάτροκλος Ψάλτης