Όταν ο Χίτλερ εισέβαλε στην ΕΣΣΔ το 1941, οι Βρετανοί υπολόγιζαν ότι η Σοβιετική Ένωση θα ηττηθεί, αλλά και ό,τι η Γερμανία θα εξασθενήσει τόσο πολύ που θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση. Πιθανότατα και οι Αμερικανοί στρατηγοί σκέφτονταν κατά παρόμοιο τρόπο.
Ωστόσο, αυτά τα σχέδια απέτυχαν. Η Σοβιετική Ένωση όχι μόνο δεν ηττήθηκε, αλλά κατάφερε αποφασιστικά πλήγματα στις δυνάμεις του Χίτλερ. Το μυστικό της νίκης αυτής – αποσιωπημένο από τους υπερασπιστές του καπιταλισμού – ήταν η ύπαρξη μιας κρατικοποιημένης σχεδιασμένης οικονομίας. Χάρις σ’ αυτήν, η ΕΣΣΔ ανέκαμψε από την ναζιστική εισβολή και αποκατέστησε γρήγορα τη βιομηχανική και στρατιωτική της ικανότητα.
Μόνο το 1943, η ΕΣΣΔ παρήγαγε 130.000 πυροβόλα, 24.000 άρματα και αυτοκινούμενα πυροβόλα, και 29.900 μαχητικά αεροσκάφη. Οι Ναζί, με τους τεράστιους πόρους της Ευρώπης που διέθεταν, παρήγαγαν 73.000 πυροβόλα, 10.700 άρματα και 19.300 αεροσκάφη (V. Sipols, σελ. 132).
Ο λόγος για την ισχυρή μαχητικότητα του Κόκκινου Στρατού ήταν το ηθικό. Η σοβιετική εργατική τάξη υπερασπιζόταν τα κεκτημένα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Παρά τα εγκλήματα του Στάλιν, η σχεδιασμένη οικονομία αντιπροσώπευε μια ιστορική κατάκτηση που άξιζε να πολεμήσει και να πεθάνει κανείς γι’ αυτή. Και ο σοβιετικός λαός το έκανε.
Το πραγματικό σημείο καμπής του πολέμου ήταν η σοβιετική αντεπίθεση το 1942, που κορυφώθηκε στη Μάχη του Στάλινγκραντ και στη Μάχη του Κουρσκ. Η παράδοση του Στρατηγού Πάουλους εξόργισε τον Χίτλερ. Ο Τσόρτσιλ αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως ο Κόκκινος Στρατός «έβγαλε τα σπλάχνα της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής».
Οι αριθμοί είναι συγκλονιστικοί: μόνο στο διάστημα Νοέμβριος 1942 – Μάιος 1943, οι Γερμανοί έχασαν 1.250.000 άνδρες, 5.000 αεροσκάφη, 9.000 άρματα και 20.000 πυροβόλα. Πάνω από 100 μεραρχίες είτε είχαν καταστραφεί, είτε είχαν πάψει να υπάρχουν ως αποτελεσματικές μονάδες μάχης.
Ο Μάρτιν Γκίλμπερτ γράφει: «Στις πρώτες εβδομάδες του 1943, ο ενισχυμένος Κόκκινος Στρατός φαίνεται να επιτίθεται παντού. Η Επιχείρηση Αστέρι ήταν μια μαζική σοβιετική προέλαση δυτικά του ποταμού Ντον. Στις 14 Φεβρουαρίου οι Ρώσοι κατέλαβαν το Χάρκοβο και πιο νότια πλησίαζαν τον ποταμό Δνείπερο». (Μ. Γκίλμπερτ, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος). Πολύ περισσότερο από τις αποβατικές επιχειρήσεις στη Νορμανδία, η μάχη του Κουρσκ τον Ιούλιο του 1943 ήταν η πιο καθοριστική μάχη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Γερμανικός στρατός έχασε πάνω από 400 άρματα μάχης σ’ αυτή την επική σύγκρουση.
Μετά από αυτό το συντριπτικό πλήγμα, οι ρωσικές στρατιές άρχισαν να πιέζουν τους Γερμανούς σε ένα μακρύ μέτωπο προς τα δυτικά. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική προέλαση στην Ιστορία. Προκάλεσε αμέσως την ηχώ των συναγερμών στο Λονδίνο και την Ουάσιγκτον. Ο πραγματικός λόγος για τις αποβατικές επιχειρήσεις στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944 ήταν το γεγονός ότι αν οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί δεν άνοιγαν αμέσως αυτό το δεύτερο μέτωπο στη Γαλλία, θα είχαν συναντήσει τον Κόκκινο Στρατό στη Μάγχη.
Ο λόγος για τη σύγκρουση Τσόρτσιλ-Ρούσβελτ
Ήδη από τότε, οι κυρίαρχοι κύκλοι στη Βρετανία και τις ΗΠΑ προετοιμάζονταν για την επικείμενη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και ΕΣΣΔ. Ο πραγματικός λόγος του ανοίγματος του δευτέρου μετώπου το 1944 ήταν για να εξασφαλίσουν ότι η προέλαση του Κόκκινου Στρατού θα σταματούσε. Ο Τζορτζ Μάρσαλ εξέφρασε την ελπίδα ότι η Γερμανία θα «διευκόλυνε την είσοδό μας στη χώρα για να απωθήσουμε τους Ρώσους» (στο προαναφερθέν, σ. 135).
Οι συγκρούσεις μεταξύ Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ σχετικά με την ημέρα της Απόβασης είχαν πολιτικό και όχι στρατιωτικό χαρακτήρα. Ο Τσόρτσιλ ήθελε να περιορίσει τον πόλεμο των Συμμάχων στη Μεσόγειο, εν μέρει με το βλέμμα στη διώρυγα του Σουέζ και στη διαδρομή προς τη Βρετανική Ινδία, και εν μέρει επειδή σκεφτόταν μια εισβολή στα Βαλκάνια για να μπλοκάρει την προέλαση του Κόκκινου Στρατού εκεί. Με άλλα λόγια, οι υπολογισμοί του βασίζονταν αποκλειστικά στα στρατηγικά συμφέροντα του βρετανικού ιμπεριαλισμού και στην ανάγκη να υπερασπιστεί τη βρετανική αυτοκρατορία. Επιπλέον, ο Τσόρτσιλ δεν είχε εντελώς εγκαταλείψει την ελπίδα ότι η Ρωσία και η Γερμανία θα εξαντλούνταν, δημιουργώντας μια στασιμότητα στα ανατολικά.
Τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και του βρετανικού ιμπεριαλισμού ήταν εντελώς αντικρουόμενα σε αυτό το ζήτημα. Η Ουάσιγκτον, ενώ τυπικά ήταν σύμμαχος του Λονδίνου, σε κάθε περίπτωση στόχευε να χρησιμοποιήσει τον πόλεμο για να αποδυναμώσει τη θέση της Βρετανίας στον κόσμο και, ιδιαίτερα, να σπάσει την κυριαρχία της στην Ινδία και στην Αφρική. Ταυτόχρονα, ήθελε να σταματήσει την προέλαση του Κόκκινου Στρατού και να αποκτήσει τον έλεγχο μιας αποδυναμωμένης Ευρώπης μετά τον πόλεμο. Αυτό εξηγεί τη βιασύνη των Αμερικανών να ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη και την έλλειψη ενθουσιασμού του Τσόρτσιλ γι’ αυτό. Ο Χάρι Χόπκινς, ο κύριος διπλωματικός εκπρόσωπος του Ρούσβελτ, παραπονέθηκε ότι οι τακτικές καθυστέρησης του Τσόρτσιλ είχαν «παρατείνει τον χρόνο του πολέμου».
Τον Αύγουστο του 1943, ο Τσόρτσιλ και ο Ρούσβελτ συναντήθηκαν στο Κεμπέκ στο φόντο μιας ισχυρής σοβιετικής επίθεσης. Οι σοβιετικές νίκες στο Στάλινγκραντ και το Κουρσκ τόνισαν την ανάγκη δράσης από τους Βρετανούς και Αμερικανούς. Η αδιάκοπη προέλαση του Σοβιετικού Στρατού ανάγκασε ακόμη και τον Τσόρτσιλ να επανεξετάσει τη θέση του. Διστακτικά, ο Τσόρτσιλ υπέκυψε στις επίμονες απαιτήσεις του Αμερικανού προέδρου. Ωστόσο, το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου καθυστέρησε μέχρι την άνοιξη του 1944.
Από την αρχή, η συμπεριφορά από τους Βρετανούς και Αμερικανούς ιμπεριαλιστές στον πόλεμο καθορίστηκε, όχι από την ανάγκη «να νικηθεί ο φασισμός και να νικήσει η δημοκρατία», αλλά από τις κυνικές εκτιμήσεις ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Οι διαμάχες μεταξύ Λονδίνου και Ουάσινγκτον προήλθαν από το γεγονός ότι τα συμφέροντα του βρετανικού και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού ήταν διαφορετικά και, μάλιστα, αντίθετα. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν ήθελε ο Χίτλερ να πετύχει, επειδή αυτό θα είχε δημιουργήσει έναν ισχυρό αντίπαλο για τις ΗΠΑ στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, ήταν υπέρ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού το να αποδυναμώσει τη Βρετανία και την αυτοκρατορία της, καθώς στόχευε να την αντικαταστήσει ως κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο μετά την ήττα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας.
Η απόφαση να ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο στην Ιταλία καθορίστηκε κυρίως από τον φόβο ότι, μετά την ανατροπή του Μουσολίνι το 1943, οι Ιταλοί κομμουνιστές θα καταλάμβαναν την εξουσία. Ο κύριος στόχος των Βρετανών και Αμερικανών ήταν να αποτρέψουν τους Ιταλούς κομμουνιστές από το να πάρουν την εξουσία. Έτσι, σε μια στιγμή που ο Κόκκινος Στρατός αντιμετώπιζε το πλήρες βάρος της Βέρμαχτ στη μάχη του Κουρσκ, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί έκαναν απόβαση στις παραλίες της Σικελίας. Μάταια ο Μουσολίνι παρακαλούσε τον Χίτλερ να του στείλει ενισχύσεις. Όλη η προσοχή του Χίτλερ ήταν επικεντρωμένη στο ρωσικό μέτωπο.
Η προσοχή του Τσόρτσιλ ήταν στραμμένη στη Μεσόγειο, μια στάση που καθορίστηκε από τις στρατηγικές ανησυχίες και συμφέροντα του βρετανικού ιμπεριαλισμού και της αυτοκρατορίας του. Ωστόσο, από τα τέλη του 1943 έγινε φανερό στους Αμερικανούς ότι η ΕΣΣΔ κέρδιζε τον πόλεμο στο ανατολικό μέτωπο και αν δεν γινόταν κάτι, ο Κόκκινος Στρατός θα προχωρούσε αδιάκοπα μέσα στην Ευρώπη. Γι’ αυτό, ο Ρούσβελτ πίεσε για την έναρξη του δεύτερου μετώπου στη Γαλλία. Από την άλλη πλευρά, ο Τσόρτσιλ υποστήριζε συνεχώς την καθυστέρηση. Αυτό οδήγησε σε σοβαρές τριβές μεταξύ Λονδίνου και Ουάσινγκτον.
Ένα πρόσφατο άρθρο σχετικά με το θέμα αναφέρει: «Οι αποβατικές επιχειρήσεις στη Νορμανδία είχαν προαναγγελθεί εδώ και αρκετό καιρό από μια σημαντική ποσότητα πολιτικών ελιγμών μεταξύ των συμμάχων. Υπήρχε μεγάλη διαφωνία σχετικά με τον χρόνο, τους διορισμούς της διοίκησης και το πού ακριβώς θα γίνονταν οι αποβάσεις. Το άνοιγμα ενός δεύτερου μετώπου είχε καθυστερήσει εδώ και καιρό (είχε προταθεί αρχικά το 1942), και είχε γίνει μια ιδιαίτερη πηγή έντασης μεταξύ των συμμάχων. Ο Στάλιν πίεζε τους Δυτικούς Συμμάχους να ξεκινήσουν ένα “δεύτερο μέτωπο” από το 1942. Ο Τσόρτσιλ είχε υποστηρίξει την καθυστέρηση μέχρι να διασφαλιστεί η νίκη, προτιμώντας να επιτεθεί πρώτα στην Ιταλία και τη Βόρεια Αφρική» (http://encyclopedia.thefreedictionary.com/Battle%20of%20Normandy).
Οι ανησυχίες των ιμπεριαλιστών εκφράστηκαν ανοιχτά σε μια συνάντηση του Κοινού Βρετανικού και Αμερικανικού Ανώτατου Στρατηγείου που πραγματοποιήθηκε στο Κάιρο στις 25 Νοεμβρίου 1943. Εκεί ανέφεραν ότι «η ρωσική εκστρατεία έχει επιτύχει πέρα από κάθε ελπίδα και προσδοκία [δηλαδή, τις ελπίδες των Ρώσων και τις προσδοκίες των «συμμάχων» τους] και η νικηφόρα προέλασή τους συνεχίζεται». Ωστόσο, ο Τσόρτσιλ συνέχισε να υποστηρίζει την αναβολή της «Επιχείρησης Overlord».
Συγκρούσεις με τον Στάλιν
Η ημερομηνία της απόβασης είχε αρχικά οριστεί για την 1η Μαΐου, αλλά σ’ ένα Υπόμνημα που κατατέθηκε στη συνεδρίαση αναφερόταν: «Δεν πρέπει, ωστόσο, να θεωρήσουμε την “Overlord” ως έναν ακλόνητο άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ολόκληρη η στρατηγική μας. Στην πραγματικότητα, η δύναμη των Γερμανών στη Γαλλία την ερχόμενη άνοιξη ίσως είναι τέτοια που να καταστήσει την Overlord εντελώς αδύνατη». Και συνέχιζε: «[Αυτό] θα παραλύσει αναπόφευκτα τη δράση σε άλλα θέατρα επιχειρήσεων» (Public Record Office, Prem. 3/136/5, τόμος 2, σελ. 77–78).
Ποια «άλλα θέατρα» εννοούνται εδώ; Την απάντηση την έδωσε άλλο Υπόμνημα με τίτλο «Η είσοδος της Τουρκίας στον πόλεμο». Σε αυτό αναφερόταν πως η κήρυξη πολέμου από την Τουρκία κατά της Γερμανίας θα προκαλούσε εχθροπραξίες στα Βαλκάνια, γεγονός που «θα συνεπαγόταν την αναβολή της “Overlord” σε ημερομηνία που θα μπορούσε να φτάσει μέχρι και την 15η Ιουλίου» (Public Record Office, Prem. 3/136/5, τόμος 2, σελ. 106–107).
Με άλλα λόγια, ο Τσόρτσιλ συνέχιζε να επικεντρώνεται στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Σχετικά με αυτό, ο Τζορτζ Μάρσαλ δήλωσε στο Κοινό Επιτελείο των ΗΠΑ ότι «οι Βρετανοί ίσως επιθυμούν να εγκαταλείψουν την ‘Overlord’ τώρα για να εισέλθουν στα Βαλκάνια» (John Ehrman, Grand Strategy, τόμος V, Αύγουστος 1943 – Σεπτέμβριος 1944, σελ. 117).
Η Διάσκεψη της Τεχεράνης
Η συζήτηση για το δεύτερο μέτωπο συνεχίστηκε στην Τεχεράνη, όπου ο Στάλιν συνάντησε τον Τσόρτσιλ και τον Ρούσβελτ στις 28 Νοεμβρίου του 1943. Την επόμενη ημέρα, πραγματοποιήθηκε ο εξής διάλογος:
- Στάλιν: «Αν είναι δυνατόν, θα ήταν καλό να πραγματοποιηθεί η Επιχείρηση Overlord τον Μάιο, ας πούμε στις 10, 15 ή 20 του μήνα».
- Τσόρτσιλ: «Δεν μπορώ να δεσμευτώ για κάτι τέτοιο».
- Στάλιν: «Αν η Overlord διεξαχθεί τον Αύγουστο, όπως είπε χθες ο Τσόρτσιλ, δεν θα έχει αποτέλεσμα λόγω των κακών καιρικών συνθηκών. Ο Απρίλιος και ο Μάιος είναι οι πλέον κατάλληλοι μήνες».
- Τσόρτσιλ: «[…] Δεν νομίζω ότι πρέπει να παραμεληθούν πιθανές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο μόνο και μόνο για να αποφευχθεί μια αναβολή της Overlord κατά δύο ή τρεις μήνες».
- Στάλιν: «Οι επιχειρήσεις στη Μεσόγειο που αναφέρει ο Τσόρτσιλ είναι στην ουσία απλώς αντιπερισπασμοί» (The Teheran Conference, σελ. 97).
Ο Στάλιν είχε απόλυτο δίκιο. Οι μεσογειακές επιχειρήσεις ήταν περιφερειακές σε σχέση με τις τιτάνιες μάχες στο ανατολικό μέτωπο. Μάλιστα, η καθυστέρηση των Συμμάχων στην Ιταλία, αν και είχαν υπεροχή έναντι των Γερμανών, επέτρεψε στη Βέρμαχτ να μετακινήσει δυνάμεις προς το ανατολικό μέτωπο. Στις 6 Νοεμβρίου 1943, ο Μολότοφ παραπονέθηκε ότι η ΕΣΣΔ ήταν «δυσαρεστημένη με το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις στην Ιταλία έχουν σταματήσει», επιτρέποντας αυτή τη μεταφορά γερμανικών δυνάμεων. Είπε: «Είναι αλήθεια πως οι δυνάμεις μας προελαύνουν, αλλά αυτό γίνεται με βαρύ τίμημα σε απώλειες»
(Sipols, σελ. 161).
Η βραδύτητα στην Ιταλία δεν ήταν τυχαία. Γνωρίζουμε πλέον ότι οι Συμμαχικές δυνάμεις θα μπορούσαν να είχαν καταλάβει τη Ρώμη χωρίς πολύμηνες μάχες στο Μοντεκασίνο, εάν προέλαυναν γρήγορα από την απόβαση στο Άντσιο. Αντίθετα, καθυστέρησαν για να εδραιώσουν προγεφύρωμα, επιτρέποντας στους Γερμανούς να οργανώσουν άμυνα και να τους καθυστερήσουν μήνες με βαριές απώλειες.
Το γεγονός είναι πως οι Βρετανοί και Αμερικανοί ανησυχούσαν μήπως οι παρτιζάνοι καταλάμβαναν την εξουσία προτού φτάσουν οι Σύμμαχοι. Προτίμησαν να αφήσουν τους ναζί να πολεμήσουν με τους παρτιζάνους για να εξασθενήσουν την αντίσταση. Υπήρχε, στην ουσία, μια σιωπηρή συμφωνία ενάντια στον κοινό ταξικό εχθρό: την ιταλική εργατική τάξη.
Το άνοιγμα του Δεύτερου Μετώπου
Αναφορικά με το δεύτερο μέτωπο, ήταν ξεκάθαρο πως ο Ρούσβελτ είχε διαφορετική προσέγγιση από τον Τσόρτσιλ. Οι Αμερικανοί είχαν τους δικούς τους λόγους να ικανοποιήσουν τα αιτήματα της ΕΣΣΔ για το άνοιγμα του μετώπου στην Ευρώπη. Βρίσκονταν σε έναν αιματηρό πόλεμο με την Ιαπωνία στον Ειρηνικό, όπου έπρεπε να καταλαμβάνουν ένα προς ένα τα ισχυρά οχυρωμένα νησιά. Αντιλαμβάνονταν ότι για να αντιμετωπίσουν τις ιαπωνικές χερσαίες δυνάμεις στην Ασία (Κίνα, Μαντζουρία, Κορέα), θα χρειάζονταν την επίθεση του Κόκκινου Στρατού. Ο Στάλιν είχε δηλώσει ότι θα επιτεθεί στην Ιαπωνία, αλλά μόνο αφού ηττηθεί η Γερμανία. Αυτό αποτέλεσε σοβαρό κίνητρο για τον Ρούσβελτ να αποδεχτεί την έναρξη της “Overlord”, παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις των Βρετανών.
Η ταχεία προέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ευρώπη ανάγκασε τελικά τον Τσόρτσιλ να αλλάξει γνώμη. Από μια στάση παθητικότητας, οι Σύμμαχοι πέρασαν σε επιθετική δράση. Ο φόβος της σοβιετικής προέλασης κυριαρχούσε στους υπολογισμούς τόσο του Λονδίνου όσο και της Ουάσινγκτον. Οι ιμπεριαλιστές ήταν τόσο ανήσυχοι, που κατήρτισαν ένα νέο σχέδιο, την Επιχείρηση “Rankin”, η οποία προέβλεπε επείγουσα απόβαση στη Γερμανία σε περίπτωση κατάρρευσης ή παράδοσης. Σκοπός: να φτάσουν πρώτοι στο Βερολίνο. Ο Ρούσβελτ δήλωσε: «Πρέπει να φτάσουμε έως το Βερολίνο […] οι Σοβιετικοί μπορούν να πάρουν την ανατολική πλευρά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να έχουν το Βερολίνο»
(FRUS, The Conferences at Cairo and Teheran, 1943, σελ. 254).
Παρά τις σοβιετικές επιτυχίες, ο Χίτλερ διέθετε ακόμη ισχυρές δυνάμεις – πάνω από 10 εκατομμύρια άνδρες, εκ των οποίων 6,5 εκατομμύρια ήταν στο μέτωπο. Όμως, αυτό που δεν αναφέρεται συχνά στη Δύση είναι πως τα 2/3 αυτών βρίσκονταν στο ανατολικό μέτωπο. Η συμβολή των Βρετανών και Αμερικανών περιοριζόταν στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς πόλεων όπως το Αμβούργο – βομβαρδισμοί που σκότωσαν χιλιάδες αμάχους, αλλά απέτυχαν να κάμψουν τη μαχητική θέληση των Γερμανών ή να διακόψουν τη βιομηχανική παραγωγή.
Παρά τους βομβαρδισμούς, η γερμανική πολεμική βιομηχανία αύξησε την παραγωγή της το 1944:
● Πυροβόλα: από 73.700 (1943) σε 148.200.
● Άρματα και αυτοκινούμενα πυροβόλα: από 10.700 σε 18.300.
● Μαχητικά αεροσκάφη: από 19.300 σε 34.100.
Τον Δεκέμβριο του 1943, ο Κόκκινος Στρατός ξεκίνησε μαζική επίθεση, απελευθέρωσε την Ουκρανία και προώθησε τις σοβιετικές δυνάμεις σε όλη την Ανατολική Ευρώπη. Τόσο ο Ρούσβελτ, όσο και ο Τσόρτσιλ, είχαν υποτιμήσει την ΕΣΣΔ. Τελικά, οι Σύμμαχοι συνάντησαν τον Κόκκινο Στρατό όχι στο Βερολίνο, αλλά βαθιά μέσα στη Γερμανία. Αν δεν ξεκινούσαν την “Overlord” όταν το έκαναν, θα τον συναντούσαν στη Μάγχη.
Η μεγάλη σοβιετική επίθεση και η πτώση του Βερολίνου
Παρά τις απόπειρες των Δυτικών Συμμάχων να ανακόψουν την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, η πραγματικότητα στο πεδίο ήταν αμείλικτη. Στις 6 Ιανουαρίου 1945, ο Τσόρτσιλ έγραψε απελπισμένα στον Στάλιν: «Η μάχη στη Δύση είναι σφοδρή και οποιαδήποτε στιγμή ίσως απαιτηθούν κρίσιμες αποφάσεις από το Ανώτατο Στρατηγείο. […] Είναι επιθυμία και ανάγκη του στρατηγού Αϊζενχάουερ να γνωρίζει γενικά τα σχέδιά σας, αφού αυτά επηρεάζουν όλες τις βασικές μας αποφάσεις. Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μπορούσατε να μας πείτε αν μπορούμε να υπολογίζουμε σε μια μεγάλη ρωσική επίθεση στο μέτωπο του Βιστούλα ή αλλού μέσα στον Ιανουάριο […]. Το θέμα το θεωρώ επείγον»
(Αλληλογραφία Στάλιν-Ρούσβελτ-Τσόρτσιλ, Μόσχα 1957, τόμος 1, σελ. 294).
Ο Στάλιν ανταποκρίθηκε: στις 12 Ιανουαρίου 1945, ο Κόκκινος Στρατός εξαπέλυσε επίθεση σε όλο το ανατολικό μέτωπο. Μέσα σε 12 ημέρες, οι σοβιετικές δυνάμεις προωθήθηκαν έως και 500 χιλιόμετρα – κατά μέσο όρο 25–30 χλμ. την ημέρα. Ο γερμανικός στρατός έχασε 300.000 άνδρες και πιάστηκαν 100.000 αιχμάλωτοι. Την ώρα που οι Αγγλοαμερικανοί ανασυντάσσονταν μετά τη Μάχη των Αρδενών, ο Κόκκινος Στρατός βρισκόταν μόλις 60 χιλιόμετρα από το Βερολίνο, ενώ οι Σύμμαχοι ήταν ακόμη 500 χιλιόμετρα μακριά.
Στις 13 Απριλίου, οι Σοβιετικοί εισήλθαν στη Βιέννη. Ταυτόχρονα, υπήρξαν παρασκηνιακές κινήσεις μεταξύ των ΗΠΑ και του εναπομείναντος ναζιστικού επιτελείου. Στην Ελβετία, ο Άλεν Ντάλες, επικεφαλής της αμερικανικής αντικατασκοπίας στην Ευρώπη, διαπραγματευόταν με τον στρατηγό των SS Καρλ Βολφ για παράδοση των γερμανικών δυνάμεων στην Ιταλία. Οι Σοβιετικοί απαίτησαν συμμετοχή σε κάθε διαπραγμάτευση, υποψιαζόμενοι – σωστά – πως στόχος ήταν η μεταφορά γερμανικών στρατευμάτων από την Ιταλία στο ανατολικό μέτωπο για να επιβραδυνθεί η σοβιετική προέλαση.
Ο Τσόρτσιλ έστειλε γράμμα «πλήρους αθωότητας» στον Στάλιν και ο Ρούσβελτ τον διαβεβαίωσε για την «ειλικρίνειά του». Αλλά τα αμερικανικά αρχεία δείχνουν πως οι διαπραγματεύσεις είχαν ήδη ξεκινήσει (βλ. Operation Sunrise: The Secret Surrender, Smith & Agarossi, 1979).
Στα μέσα Απριλίου, ο Κόκκινος Στρατός εξαπέλυσε το τελικό χτύπημα κατά του Βερολίνου με:
● 2,5 εκατομμύρια στρατιώτες.
● 41.600 πυροβόλα και όλμους.
● 6.250 άρματα και αυτοκινούμενα πυροβόλα.
● 7.500 μαχητικά αεροσκάφη.
Στις 25 Απριλίου 1945, οι Σοβιετικοί περικύκλωσαν το Βερολίνο και ενώθηκαν με τους Αμερικανούς στον ποταμό Έλβα – κόβοντας τη Γερμανία στα δύο.
Οι ιμπεριαλιστικές βλέψεις μετά τη νίκη
Αν και φαινομενικά νικητές, οι ΗΠΑ και η Βρετανία ήδη υπολόγιζαν την επόμενη αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ συνέταξε έκθεση που έλεγε:
«Το καθοριστικό γεγονός είναι η εκπληκτική ανάπτυξη της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος της Ρωσίας – μια εξέλιξη με βαρύνουσα σημασία για τις μελλοντικές διεθνείς σχέσεις και η οποία δεν έχει φτάσει ακόμη στο πλήρες δυναμικό της» (FRUS, The Conferences at Malta and Yalta, 1945, σελ. 107–108).
Στο αποκορύφωμα του πολέμου, οι κυβερνήσεις ΗΠΑ και Βρετανίας ήδη σχεδίαζαν το ενδεχόμενο σύγκρουσης με τη Σοβιετική Ένωση. Η έκθεση κατέληγε πως, ακόμη και αν ΗΠΑ και Βρετανία συνεργάζονταν κατά της ΕΣΣΔ, «δεν θα μπορούσαν, υπό τις παρούσες συνθήκες, να την νικήσουν».
Αυτό αποκαλύπτει τη βαθύτερη αλήθεια: ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, παρά τη ρητορική περί αντιφασιστικής σταυροφορίας, ήταν γεμάτος υπολογισμούς, στρατηγική, και ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες – οι οποίες συνεχίστηκαν και μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας.
Η κατάρρευση του ναζιστικού καθεστώτος
Η γερμανική αστική τάξη πλήρωσε βαρύ τίμημα για το ότι παρέδωσε την εξουσία στον Χίτλερ και τη συμμορία των φασιστών του. Αφού κατέλαβε την εξουσία, η ναζιστική γραφειοκρατία δεν μπορούσε πλέον να ελεγχθεί από την γερμανική άρχουσα τάξη. Καθοδηγούνταν από τα δικά της συμφέροντα, τα οποία δεν ταυτίζονταν πάντα με εκείνα της αστικής τάξης. Όσο ο Χίτλερ προστάτευε τους καπιταλιστές από τον μπολσεβικισμό, εκείνοι τον στήριζαν πρόθυμα. Όσο οι γερμανικές στρατιές προέλαυναν, τον επευφημούσαν με ναζιστικούς χαιρετισμούς. Όταν όμως φάνηκε πως η Γερμανία χάνει τον πόλεμο, η στάση τους άλλαξε.
Ήδη αν μπορούσε, η αστική τάξη θα είχε τελειώσει τον πόλεμο και θα προσπαθούσε να διαπραγματευτεί με τους Άγγλους και τους Αμερικανούς. Αλλά δεν ήταν δυνατό να επηρεάσουν τον Χίτλερ ή να τον απομακρύνουν με συνταγματικά μέσα. Έτσι στράφηκαν σε συνωμοσίες, μαζί με μέρος του Γενικού Επιτελείου. Η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ τον Ιούλιο του 1944 απέτυχε και ακολούθησε ένα φονικό πογκρόμ. Ο συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, βασικός συνωμότης, εκτελέστηκε. Ο Ρόμελ, ο ήρωας της Αφρικής, αυτοκτόνησε κατόπιν εντολής. Άλλοι αξιωματικοί κρεμάστηκαν με συρματόσκοινο – ξεκάθαρο μήνυμα της Γκεστάπο προς όποιον αμφέβαλε για τον Φύρερ.
Το ναζιστικό καθεστώς βρισκόταν σε πλήρη αποσύνθεση. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι ναζί ηγέτες ελπίζανε ακόμη σε ρήξη μεταξύ ΕΣΣΔ και Δυτικών Συμμάχων. Ο Χίμλερ προσπάθησε μέσω της Σουηδίας να διαπραγματευτεί με τους Άγγλους και Αμερικανούς. Όταν το έμαθε ο Χίτλερ, ξέσπασε σε υστερία.
Ο Λόρδος Άκτον έγραφε: «Η εξουσία διαφθείρει· η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Ο Χίτλερ, αποκομμένος από την πραγματικότητα, είχε παρανοήσει. Διέταξε την καταστροφή της Ρηνανίας ώστε να μη πέσει στα χέρια του εχθρού:
«Όλες οι βιομηχανικές και επισιτιστικές εγκαταστάσεις που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στον εχθρό άμεσα ή στο μέλλον, πρέπει να καταστραφούν» (Milton Shulman, Defeat in the West, σελ. 283).
Στις 16 Απριλίου 1945, 80.000 Γερμανοί στρατιώτες παραδόθηκαν. Στις 18 παραδόθηκαν ακόμη 325.000 στρατιώτες, μαζί με 30 στρατηγούς. Ο Χίτλερ, όμως, συνέχιζε να διατάζει ανύπαρκτες μονάδες και φανταστικά αεροπλάνα. Στις 30 Απριλίου αυτοκτόνησε. Το σώμα του κάηκε με βενζίνη. Την επομένη, η σοβιετική σημαία υψώθηκε πάνω στο Ράιχσταγκ. Στις 2 Μαΐου, οι Σοβιετικοί είχαν καταλάβει πλήρως το Βερολίνο. Στις 7 Μαΐου, η Γερμανία παραδόθηκε.
Η στάση των Συμμάχων μετά τον πόλεμο
Καθώς γινόταν όλο και πιο σαφές ότι η Σοβιετική Ένωση θα αναδεικνυόταν σε κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο, οι αντιδραστικές τάσεις του Τσόρτσιλ, που ως τότε έκρυβε, ήρθαν στην επιφάνεια. Για αυτόν τον αντεπαναστατικό τυχοδιώκτη, ο κύριος εχθρός δεν ήταν πια η ναζιστική Γερμανία, αλλά η ΕΣΣΔ. Παρ’ ότι ο Τσόρτσιλ έγραφε υποκριτικά προς τους Σοβιετικούς πως τα επιτεύγματα του Κόκκινου Στρατού αξίζουν «ανεπιφύλακτο θαυμασμό» (Correspondence, τ. 1, σελ. 305–306), στην πραγματικότητα φοβόταν την προέλαση των Σοβιετικών.
Ο Αϊζενχάουερ σχεδίαζε να περικυκλώσει και να εξοντώσει τις γερμανικές δυνάμεις στο Ρουρ και να συνδεθεί με τον Κόκκινο Στρατό. Ο Τσόρτσιλ όμως διαφώνησε σθεναρά: ήθελε πάση θυσία το Βερολίνο να το πάρουν οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί. Στις 1 Απριλίου 1945 έγραψε στον Ρούσβελτ: «Από πολιτική άποψη, πιστεύω ότι πρέπει να προελάσουμε όσο πιο ανατολικά γίνεται και αν το Βερολίνο είναι εντός της εμβέλειάς μας, να το καταλάβουμε σίγουρα» (Roosevelt and Churchill, Their Secret Wartime Correspondence, σελ. 669).
Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ παραδέχθηκε στα απομνημονεύματά του ότι η ήττα της Γερμανίας είχε φέρει θεμελιώδη αλλαγή στις σχέσεις Ανατολής–Δύσης. Το κοινό μέτωπο ενάντια στον φασισμό, που αποτελούσε και τη μοναδική βάση ενότητας, είχε πάψει να υπάρχει. Από εκεί και πέρα, η στρατηγική του Τσόρτσιλ ήταν η δημιουργία ενός μετώπου ενάντια στη σοβιετική προέλαση. Ήθελε να καταληφθούν η Πράγα και η Τσεχοσλοβακία από τους Αμερικανούς, και να συμφωνηθούν όλα τα θέματα πριν «παραδοθεί» οποιοδήποτε κατεχόμενο γερμανικό έδαφος στους Σοβιετικούς (W. Churchill, The Second World War, τ. 6, σελ. 400).
Αντεπαναστατική στρατηγική των ιμπεριαλιστών
Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, το βασικό κίνητρο των κυβερνήσεων Λονδίνου και Ουάσινγκτον δεν ήταν η απελευθέρωση των λαών, αλλά τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων και ο φόβος της επανάστασης. Έτσι, αποφασίστηκε πως η Γερμανία έπρεπε να αφοπλιστεί, αλλά να κρατήσει «τόσες δυνάμεις όσες απαιτούνται για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης» – προφανής αναφορά στην ενδεχόμενη αντιμετώπιση επαναστατικών κινημάτων, όπως συνέβη το 1918–19.
Ο Τσόρτσιλ παραδέχθηκε ότι είχε δώσει εντολή στον Μοντγκόμερι να αποθηκεύσει τα όπλα των Γερμανών με τρόπο που να μπορούν να επαναδιανεμηθούν αν χρειαστεί (The Daily Herald, 24 Νοεμβρίου 1954).
Ακόμη και όταν ο πόλεμος συνεχιζόταν, οι Δυτικοί ετοίμαζαν παρεμβάσεις για την καταστολή των κινημάτων αντίστασης και την υποστήριξη δεξιών καθεστώτων, όπως του Μπαντόλιο στην Ιταλία. Ο ιστορικός Ντ. Φ. Φλέμινγκ σημειώνει: «Στόχος μας ήταν η διατήρηση της εξουσίας των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων που κυβερνούσαν αυτές τις χώρες για δεκαετίες» (D.F. Fleming, The Cold War and its Origins, τ. 1, σελ. 210).
Τον Ιανουάριο του 1945, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πρότεινε τη δημιουργία ενός Προσωρινού Συμβουλίου Ασφαλείας για την Ευρώπη, με στόχο την εγκαθίδρυση «προσωρινών κυβερνήσεων» και τη «διατήρηση της τάξης» – δηλαδή την καταστολή επαναστάσεων. Οι Αμερικανοί πίεζαν τη Μόσχα να συμφωνήσει με αυτό το σχέδιο.
Ο Στάλιν διαλύει τη Διεθνή «για τα μάτια» των ιμπεριαλιστών
Η είσοδος του Κόκκινου Στρατού στην Ανατολική Ευρώπη και η κατάρρευση των ναζιστικών καθεστώτων δημιούργησαν επαναστατικό κύμα σε Ανατολή και Δύση. Όμως, ο Στάλιν δεν επιθυμούσε εργατικές επαναστάσεις – φοβόταν τις επιπτώσεις τους εντός ΕΣΣΔ. Έτσι, διέλυσε την Κομμουνιστική Διεθνή στις 15 Μαΐου 1943, χωρίς καν συνέδριο.
Ο Στάλιν δήλωσε στον ανταποκριτή του Reuters Χάρολντ Κινγκ ότι η διάλυση της Κομιντέρν «διευκόλυνε την κοινή επίθεση των Ηνωμένων Εθνών κατά του κοινού εχθρού» και «αποκάλυψε το ναζιστικό ψέμα ότι η Μόσχα ήθελε να μπολσεβικοποιήσει τον κόσμο» (V. Sipols, σελ. 142).
Το 1944, οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές επενέβησαν στρατιωτικά στην Ελλάδα για να καταστείλουν την Αντίσταση υπό την ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Αυτή η επέμβαση ήταν άμεση συνέπεια της συμφωνίας του Τσόρτσιλ με τον Στάλιν για τη μοιρασιά των Βαλκανίων σε ζώνες επιρροής. Ο Τσόρτσιλ είπε στον Στάλιν: «Ας τακτοποιήσουμε τις υποθέσεις μας στα Βαλκάνια. Εσείς έχετε στρατούς στη Ρουμανία και Βουλγαρία· εμείς έχουμε συμφέροντα και αποστολές. Τι θα λέγατε για 90% επιρροή της Ρωσίας στη Ρουμανία, 90% της Βρετανίας στην Ελλάδα, και 50-50 στη Γιουγκοσλαβία;». «Ο Στάλιν έκανε ένα μεγάλο “τικ” με μπλε μολύβι και επέστρεψε το χαρτί» (W. Churchill, Triumph and Tragedy, σελ. 227–228).
Αντεπανάσταση με σταλινική συνενοχή
Αυτή η «συμφωνία των ποσοστών» έδωσε το πράσινο φως στους Βρετανούς να καταπνίξουν την εξέγερση στην Ελλάδα. Ο βρετανικός στρατός κατέστειλε βίαια τους μαχητές του ΕΑΜ που είχαν πολεμήσει ενάντια στη ναζιστική κατοχή, για να επαναφέρει τον βασιλιά και τη δεξιά ολιγαρχία στην εξουσία. Αυτό οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο και σε δεκαετίες αντιδραστικών καθεστώτων.
Τα σχέδια για τη μεταπολεμική Ευρώπη είχαν καταρτιστεί πριν καν την απόβαση στη Νορμανδία. Οι ΗΠΑ σκόπευαν να καταλάβουν τη Γερμανία από τα νότια μέχρι το Ντίσελντορφ· οι Βρετανοί ήθελαν να ελέγχουν την Ολλανδία, τη Δανία και τη Νορβηγία. Η Ανατολική Ευρώπη ήταν πιο δύσκολη υπόθεση λόγω της παρουσίας του Κόκκινου Στρατού, αλλά και εκεί γίνονταν προσπάθειες επιβολής εξόριστων «κυβερνήσεων».
Ήδη από το 1943, το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών σχεδίαζε την καταστολή επαναστατικών κινημάτων στις απελευθερωμένες χώρες. Σκοπός ήταν η επιβολή αστικών εξόριστων κυβερνήσεων, όπως αυτής του Σαρλ ντε Γκωλ – ανύπαρκτης επιρροής στο εσωτερικό της Γαλλίας.
Στις 18 Αυγούστου του 1944, ξεσπά γενική απεργία στο Παρίσι. Την επόμενη μέρα η αστυνομία κατέλαβε τη Νομαρχία. Υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Ρολ-Τανγκί (πρώην ηγέτη της Ένωσης Μεταλλεργατών της CGT), η Κομμουνιστική Αντίσταση προχώρησε σε ένοπλη εξέγερση. Μέσα σε λίγες μέρες, οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Ο Γερμανός διοικητής φον Χολτίτς ήρθε σε μυστική διαπραγμάτευση με την Αντίσταση μέσω της σουηδικής πρεσβείας.
Παρά την προσωρινή ανακωχή, οι μάχες ξανάρχισαν. Ολόκληρο το Παρίσι εξεγέρθηκε. Οι αξιωματικοί κλειδώθηκαν σε ξενοδοχεία και στρατώνες περιμένοντας τους Συμμάχους να τους «σώσουν» από την οργή του λαού. Ύστερα από πέντε μέρες, το Παρίσι είχε απελευθερωθεί – όχι από τον στρατό, αλλά από λαϊκή εξέγερση.
Ο Ντε Γκωλ επανήλθε από το Λονδίνο, συνοδευόμενος από τους Βρετανούς, και εμφανίστηκε στην απελευθερωμένη πόλη για να εκφωνήσει πομπώδεις ομιλίες, ενώ ο ρόλος του στην Αντίσταση ήταν ανύπαρκτος.
Την ημέρα που ξέσπασε η εξέγερση με επικεφαλής τους κομμουνιστές, η 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία υπό γκολική διοίκηση βρισκόταν ακόμη 200 χιλιόμετρα μακριά από το Παρίσι. Ένα μικρό απόσπασμα αρμάτων στάλθηκε εσπευσμένα στην πρωτεύουσα για να διεκδικήσει κάποιο μερίδιο «δόξας», αλλά έφτασε μόλις στις 24 Αυγούστου, τη στιγμή που οι Γερμανοί είχαν ήδη ηττηθεί. Όταν ο Ντε Γκωλ μπήκε στο Παρίσι στις 26 Αυγούστου, «φρίκαρε» όταν έμαθε πως ο Ρολ-Τανγκί είχε αποδεχτεί και υπογράψει την επίσημη παράδοση του στρατηγού φον Χολτίτς την προηγούμενη μέρα.
Μια επαναστατική θύελλα σάρωσε τη Γαλλία και την Ευρώπη. Όμως αυτή η επανάσταση προδόθηκε από τη συνεργασία σοσιαλδημοκρατών και σταλινικών. Σε Ιταλία, Ελλάδα και Γαλλία, η Αντίσταση ελεγχόταν από τα Κομμουνιστικά Κόμματα, τα οποία θα μπορούσαν να πάρουν την εξουσία αλλά εμποδίστηκαν από τον Στάλιν. Αυτός διέταξε τους κομμουνιστές να ενταχθούν σε κυβερνήσεις «Λαϊκού Μετώπου», απ’ όπου αργότερα εκδιώχθηκαν. Έτσι, η αντεπανάσταση στη Δυτική Ευρώπη ήρθε με «δημοκρατική μορφή».
Στην Ιταλία, μετά την ανατροπή του Μουσολίνι το 1943, οι Σύμμαχοι αναγνώρισαν άμεσα την κυβέρνηση του φασίστα στρατηγού Μπαντόλιο. Στην πράξη όμως, η εξουσία βρισκόταν στους παρτιζάνους και τους εργάτες υπό την ηγεσία του ΚΚ Ιταλίας (PCI). Το πρώτο πράγμα που έκανε η RAF (βρετανική βασιλική αεροπορία) ήταν να βομβαρδίσει τις βόρειες πόλεις για να τρομοκρατήσει τις λαϊκές μάζες. Παρ’ όλα αυτά, το 1945 οι κομμουνιστές είχαν τον έλεγχο. Εκτέλεσαν τον Μουσολίνι και κατέλαβαν το Μιλάνο. Οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια. Ο δρόμος για τη σοσιαλιστική επανάσταση ήταν ανοιχτός. Όμως ο Τολιάτι και η ηγεσία του PCI κατόπιν εντολής από τη Μόσχα, συγκράτησαν την εργατική τάξη και πρότειναν συνεργασία με τους Χριστιανοδημοκράτες. Έτσι, η επανάσταση εκτροχιάστηκε και η εξουσία πέρασε ξανά στα χέρια της αντίδρασης.
Οι Δυτικές «δημοκρατίες» προώθησαν την αντεπανάσταση όχι μόνο μέσω πολιτικών συνεργασιών, αλλά και μέσω συνεργασίας με ναζί και ακροδεξιούς. Ο Τσόρτσιλ στήριξε μοναρχικούς στην Ιταλία. Είναι γνωστό ότι ΗΠΑ και Βρετανία βοήθησαν ναζί εγκληματίες να διαφύγουν στην Νότια Αμερική με βοήθεια από το Βατικανό, ενώ άλλοι κατέληξαν στις ΗΠΑ όπου εργάστηκαν για τη CIA.
Η Ανατολική Ευρώπη υπό σταλινικό έλεγχο
Στην Ανατολική Ευρώπη, με την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, το παλιό κράτος κατέρρευσε. Η άρχουσα τάξη είτε συνεργάστηκε με τους ναζί, είτε διέφυγε. Η εργατική τάξη θα μπορούσε να πάρει την εξουσία, αλλά ανακόπηκε από τους σταλινικούς, οι οποίοι εγκαθίδρυσαν κυβερνήσεις συνασπισμού όπου το ΚΚ είχε πάντα τα Υπουργεία Άμυνας και Εσωτερικών, δηλαδή τον στρατό και την αστυνομία. Και φυσικά, η παρουσία του Κόκκινου Στρατού λειτουργούσε ως εγγύηση ελέγχου.
Ο Τρότσκι είχε πει κάποτε ότι για να σκοτώσεις μια τίγρη χρειάζεσαι καραμπίνα, για έναν ψύλλο, απλώς το νύχι σου. Οι σταλινικοί εξάλειψαν τον καπιταλισμό στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά δεν εισήγαγαν σοσιαλισμό. Δημιούργησαν γραφειοκρατικά παραμορφωμένα εργατικά κράτη, χωρίς την ενεργό συμμετοχή της εργατικής τάξης. Ήταν καρικατούρες του σοσιαλισμού.
Οι ΗΠΑ προσπάθησαν να ελέγξουν την Ανατολική Ευρώπη μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ. Ο Στάλιν, κατανοώντας τον κίνδυνο, διέταξε την εκκαθάριση των αστικών στοιχείων και την εθνικοποίηση της παραγωγής.
Η αρχή του Ψυχρού Πολέμου
Στις 12 Απριλίου 1945 πέθανε ο Ρούσβελτ και τη θέση του πήρε ο αντιπρόεδρος Χάρι Τρούμαν. Πολλοί θεωρούν ότι ο Ρούσβελτ ήταν λιγότερο αντικομμουνιστής από τον διάδοχό του, αλλά στην πραγματικότητα απλώς δεν θεωρούσε συμφέρουσα, εκείνη τη στιγμή, τη ρήξη με τη Μόσχα. Οι ΗΠΑ πολεμούσαν ακόμα με την Ιαπωνία και χρειάζονταν τη συνεργασία της ΕΣΣΔ.
Το κύριο πλεονέκτημα των ΗΠΑ ήταν η κατοχή της ατομικής βόμβας. Η πρώτη δοκιμή της βόμβας έγινε στις 16 Ιουλίου του 1945, την ώρα που οι Σύμμαχοι συνεδρίαζαν στο Πότσδαμ. Τρούμαν και Τσόρτσιλ ενημερώθηκαν αμέσως και φρόντισαν να το αναφέρουν στον Στάλιν, προσπαθώντας να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση.
Παρόλο που πολλοί χρονολογούν την αρχή του Ψυχρού Πολέμου στα 1947, αυτός ξεκίνησε ουσιαστικά αμέσως μετά την παράδοση της Ιαπωνίας. Ο ιστορικός Ντ. Φ. Φλέμινγκ σημειώνει: «Ο Τρούμαν ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τον Ψυχρό Πόλεμο πριν καν συμπληρώσει δύο εβδομάδες στην προεδρία» (The Cold War and its Origins, τ. 1, σελ. 268).
Ο Τρούμαν θεωρούσε πως η κατοχή της ατομικής βόμβας έδινε στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να «επιβάλουν τους δικούς τους όρους». Ο Τσόρτσιλ, ο μανιακός πολεμοκάπηλος, έκανε ό,τι μπορούσε για να παρασύρει τις ΗΠΑ σε σύγκρουση με τη Ρωσία. Ο αρχηγός του Βρετανικού Γενικού Επιτελείου Άλεν Μπρουκ έγραφε: «Ο Τσόρτσιλ φανταζόταν ότι μπορεί να εξαλείψει όλα τα ρωσικά κέντρα πληθυσμού και βιομηχανίας…» (Arthur Bryant, Triumph in the West, σελ. 478).
Ωστόσο, οι Βρετανοί εργάτες είχαν κουραστεί. Στις εκλογές του 1945 καταψήφισαν τον Τσόρτσιλ και εξέλεξαν το Εργατικό Κόμμα. Η Βρετανία είχε υποβιβαστεί σε δευτερεύουσα δύναμη, εξαρτώμενη από τις ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί όμως είχαν ακόμα ανοιχτό μέτωπο στον Ειρηνικό και χρειάζονταν τη βοήθεια της ΕΣΣΔ για την ήττα της Ιαπωνίας.
Η ήττα της Ιαπωνίας
Ο ιαπωνικός στρατός στο Μαντσουκουό (Κουαντούνγκ) αριθμούσε 1 εκατομμύριο άνδρες, 1.215 άρματα, 6.640 πυροβόλα και 1.907 μαχητικά αεροσκάφη. Οι Σοβιετικοί με 1.747.000 στρατιώτες, 5.250 άρματα και 5.171 μαχητικά αεροσκάφη, εξαπέλυσαν επίθεση στις 9 Αυγούστου 1945. Μέσα σε έξι μέρες συνέτριψαν τις ιαπωνικές δυνάμεις και προέλασαν σε Μαντζουρία, Κορέα και τα νησιά Σαχαλίνη και Κουρίλες.
Στις 6 Αυγούστου οι ΗΠΑ έριξαν την πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα Στις 9 Αυγούστου, λίγες ώρες μετά την έναρξη της σοβιετικής επίθεσης, έριξαν τη δεύτερη στο Ναγκασάκι. Παρά το γεγονός ότι η Ιαπωνία ήδη διαπραγματευόταν την παράδοσή της και οι πόλεις δεν είχαν στρατιωτική σημασία, οι βόμβες χρησιμοποιήθηκαν. Ο σκοπός ήταν πολιτικός: να σταλεί μήνυμα στον Στάλιν. «Ό,τι κάναμε στη Χιροσίμα, μπορούμε να το κάνουμε στη Μόσχα», ήταν η υπονοούμενη απειλή.
Μετά την παράδοση της Ιαπωνίας, η στάση της Ουάσινγκτον άλλαξε δραστικά. Ο μεταπολεμικός κόσμος είχε ήδη καθοριστεί: δύο υπερδυνάμεις, η αμερικανική ιμπεριαλιστική δύναμη από τη μια, και ο σοβιετικός σταλινισμός από την άλλη. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
Οι ΗΠΑ είχαν τεράστια στρατιωτική και οικονομική ισχύ, άθικτη παραγωγική βάση και το μονοπώλιο της ατομικής βόμβας. Τα 2/3 του χρυσού του πλανήτη βρίσκονταν στο Φορτ Νοξ. Ένιωθαν κυρίαρχοι του κόσμου. Ο διευθυντής των New York Times, Νιλ ΜακΝίλ, το διατύπωσε ξεκάθαρα: «Ο κόσμος χρειάζεται ειρήνη βασισμένη σε αμερικανικές αρχές, μια Pax Americana […] Δεν πρέπει να δεχθούμε τίποτα λιγότερο» (Neil MacNeil, An American Peace, Νέα Υόρκη, 1944, σελ. 264).
Το τέλος ενός μύθου
Όλοι οι λαοί πλήρωσαν τρομερό τίμημα για τον Πόλεμο. Η Βρετανία είχε 370.000 θύματα, οι ΗΠΑ 300.000. Αλλά η Σοβιετική Ένωση θρήνησε περίπου 27 εκατομμύρια νεκρούς – σχεδόν τους μισούς από το σύνολο των θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, πριν καν την Απόβαση στη Νορμανδία, το 90% των Σοβιετικών ανδρών ηλικίας 18–21 ετών είχε ήδη σκοτωθεί. Αυτά τα συγκλονιστικά στοιχεία αποκαλύπτουν τη σκληρή πραγματικότητα: το βασικό ευρωπαϊκό μέτωπο ήταν το ανατολικό. Εκτός από τις ανθρώπινες απώλειες, η παραγωγική βάση της ΕΣΣΔ καταστράφηκε από τις θηριωδίες των ναζιστών. Παρόλα αυτά, η ΕΣΣΔ κατάφερε να ξαναχτίσει την οικονομία της σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, πετυχαίνοντας ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 10% ετησίως. Αυτό ήταν η απόδειξη της ανωτερότητας της εθνικοποιημένης σχεδιασμένης οικονομίας.
Δυτικοί ιστορικοί, κινούμενοι από πολιτικές σκοπιμότητες, προσπάθησαν να υποβαθμίσουν τον ρόλο της ΕΣΣΔ στον πόλεμο. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η διαστρέβλωση αυτή πολλαπλασιάστηκε. Επιχείρησαν να υπερτονίσουν, π.χ. τη συνεισφορά του αμερικανικού προγράμματος Lease-Lend. Αλλά η ΕΣΣΔ είχε ήδη αναχαιτίσει την προέλαση των ναζί το 1941, στη Μάχη της Μόσχας, πριν φτάσουν οι πρώτες προμήθειες από ΗΠΑ, Βρετανία και Καναδά.
Ακόμα και στο απόγειο των αποστολών (1943–45), η συνεισφορά ήταν μικρή:
● 2% του σοβιετικού πυροβολικού
● 10% των αρμάτων
● 12% των αεροσκαφών
Η πραγματική αιτία της νίκης της ΕΣΣΔ ήταν η κρατικοποιημένη οικονομία και η αποφασιστικότητα της εργατικής τάξης να υπερασπιστεί τις κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης παρά (και όχι χάρις) τον Στάλιν και τη γραφειοκρατία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δυτικές καπιταλιστικές κυβερνήσεις κατέφυγαν στον κεντρικό σχεδιασμό κατά τον πόλεμο. Εισήγαγαν νόμους για τον κρατικό έλεγχο της παραγωγής και τον καταμερισμό εργασίας. Γιατί; Επειδή έδινε καλύτερα αποτελέσματα. Παρ’ όλο που τα βασικά μέσα παραγωγής παρέμειναν στα χέρια των καπιταλιστών και η κρατική διαχείριση ήταν γραφειοκρατική, ακόμα και αυτό το περιορισμένο σχέδιο παρήγαγε ανώτερα αποτελέσματα από την «ελεύθερη αγορά». Φανταστείτε τι θα μπορούσε να επιτευχθεί με πραγματικό σοσιαλιστικό σχεδιασμό με δημοκρατικό εργατικό έλεγχο!
Μετά το 1945 ιδρύθηκε ο ΟΗΕ, με υποτιθέμενο σκοπό τη διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης. Και όμως, ο κόσμος 60 χρόνια μετά είναι γεμάτος πολέμους, κρίσεις, λιμούς και τρομοκρατία. Ο λόγος είναι ότι οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος δεν έχουν επιλυθεί. Ο κόσμος ελέγχεται από λίγα υπερπλούσια έθνη και, εντός αυτών, από λίγες πολυεθνικές και τράπεζες που κινούνται αποκλειστικά με σκοπό το κέρδος, την εξουσία και τις αγορές.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χάθηκαν 55 εκατομμύρια ζωές. Εκατομμύρια ακόμα χάνονται κάθε χρόνο σε συγκρούσεις, επιδημίες και από την έλλειψη βασικών αγαθών. Κι όμως, η τεχνολογία σήμερα είναι ικανή να εξαλείψει τη φτώχεια, την πείνα και τις ασθένειες. Η συνέχιση αυτής της φρίκης δεν είναι αναγκαία, είναι έγκλημα.
Η ΕΣΣΔ (και αργότερα η Κίνα) απέδειξαν ότι είναι δυνατό να υπάρχει οικονομία χωρίς τραπεζίτες, καπιταλιστές και γαιοκτήμονες. Ναι, το σταλινικό καθεστώς κατέρρευσε. Όχι όμως επειδή απέτυχε ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας, αλλά επειδή μια διεφθαρμένη γραφειοκρατία στραγγάλισε τη σοσιαλιστική δημοκρατία που δημιουργήθηκε το 1917.
Αυτό που ακολούθησε τη δεκαετία του 1990 δεν ήταν πρόοδος, αλλά καπιταλιστική αντεπανάσταση, που έφερε φτώχεια, αποβιομηχάνιση και πολιτιστική παρακμή. Η παράταση ζωής του γερασμένου καπιταλισμού απειλεί τον πολιτισμό, τη δημοκρατία και την ίδια την ανθρώπινη επιβίωση. Η μόνη ρεαλιστική ελπίδα είναι μια ριζική κοινωνική αλλαγή, με κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και κεντρικό σχεδιασμό με τη συμμετοχή του εργαζόμενου λαού. Αυτή η αλλαγή θα είναι σε θέση να εξαλείψει την πείνα, την αμάθεια, την ανεργία και τη φτώχεια, να ενώσει τις παραγωγικές δυνάμεις όλου του κόσμου και να στείλει τον πόλεμο στο μουσείο των βαρβαρικών καταλοίπων της Ιστορίας.
Άλαν Γουντς
Εκτεταμένο απόσπασμα από κείμενο που γράφτηκε το 2004 για την 60ή επέτειο της απόβασης στη Νορμανδία.
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Αυγέρος