Την Τετάρτη 6 Απρίλη εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι από όλη τη χώρα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, και συμμετείχαν στην 24ωρη γενική απεργία, ενώ δεκάδες χιλιάδες από αυτούς, μαζί με άνεργους, νέους της Εκπαίδευσης και συνταξιούχους συμμετείχαν στις απεργιακές συγκεντρώσεις που διοργανώθηκαν σε πάνω από 70 μικρές και μεγάλες πόλεις.
Αυτή ήταν η δεύτερη μεγάλη κινητοποίηση του εργατικού κινήματος μέσα σε διάστημα ενός χρόνου, μετά την 24ωρη γενική απεργία της 10ης Ιουνίου 2021 ενάντια στον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη, και έδειξε πως η εργατική τάξη, σχετικά αργά αλλά σταθερά, επιστρέφει στο προσκήνιο του μαζικού αγώνα.
Το κεντρικό σύνθημα στο απεργιακό κάλεσμα των δυο μεγαλύτερων συνδικαλιστικών ενώσεων της χώρας ήταν «Ο μισθός δεν φτάνει, ο λογαριασμός δεν βγαίνει» και τα βασικότερα αιτήματα που πρόβαλλαν ήταν «αυξήσεις στους μισθούς και μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας, ώστε να υπάρξει αξιοπρεπής διαβίωση για όλους, κατάργηση του αντεργατικού νόμου Χατζηδάκη και της εισφοράς αλληλεγγύης, ξεπάγωμα της διετίας 2016-17, αφορολόγητο στις 12.000 ευρώ, επαναφορά 13ου-14ου μισθού, αύξηση και επέκταση του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, στήριξη του ΕΣΥ με γενναία χρηματοδότηση, προσλήψεις μόνιμου προσωπικού για να καλυφθούν τα χιλιάδες οργανικά κενά που υπάρχουν στο Δημόσιο και να μην προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων οργανισμών και φορέων». Το ΠΑΜΕ, πρόσθετα σ’ αυτό το πλαίσιο (και απολύτως ορθά), πρόβαλε την εναντίωση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία και τη διεκδίκηση να μην υπάρχει καμία εμπλοκή της Ελλάδας.
Το άμεσο πρόβλημα που κινητοποίησε την εργατική τάξη ήταν αναμφισβήτητα η εκρηκτική άνοδος των τιμών στα βασικά για τη λαϊκή διαβίωση αγαθά τους τελευταίους μήνες. Σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, που δημοσιεύθηκε στις 31/3, το 60% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα δηλώνει ότι έχει περιορίσει τις δαπάνες για βασικά αγαθά διατροφής, το 74% ότι έχει μειώσει τις δαπάνες για θέρμανση, και το 80% εκείνες που αφορούν την ψυχαγωγία.
Μπροστά σε αυτή την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου του εργαζόμενου λαού η κυβέρνηση της ΝΔ επιδεικνύει ταξική αδιαφορία. Αφού τα 2 προηγούμενα χρόνια, στο όνομα της αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας παρείχε συνολικά 42 δισ. ευρώ, κυρίως στις επιχειρήσεις με τη μορφή χρηματοδότησης των απωλειών των κερδών τους και κρατικής ανάληψης δικών τους υποχρεώσεων και ενώ μέχρι το 2026 το σύνολο των εκταμιεύσεων προς τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα από το «Ταμείο Ανάκαμψης» της ΕΕ προγραμματίζεται να φτάσει στα 32 δισ. ευρώ (με τη μορφή άμεσων επιδοτήσεων και φτηνών ή και άτοκων δανείων), στο πρόβλημα της ακρίβειας η κυβέρνηση περιορίζεται σε μέτρα κοροϊδίας, όπως οι επιδοτήσεις-ψίχουλα στους λογαριασμούς της ΔΕΗ και τη βενζίνη, έχοντας το θράσος να επικαλείται το έλλειμμα και το χρέος.
Ωστόσο, η αλλαγμένη διάθεση της εργατικής τάξης είχε φανεί αρκετούς μήνες τώρα, πριν ακόμα «φουντώσει» το κύμα της ακρίβειας. Έτσι, τη νέα αυτή μαζική απεργιακή μάχη είχαν ουσιαστικά προαναγγείλει από το περασμένο Φθινόπωρο, νικηφόρες εργατικές κινητοποιήσεις όπως οι απεργίες των λιμενεργατών της COSCO και των μοτοσικλετιστών διανομέων.
Η συμμετοχή στην απεργία
Στους περισσότερους από τους μαζικούς χώρους δουλειάς υπήρξε πολύ μεγάλη έως και καθολική συμμετοχή στην απεργία. Σε πολλά εργοστάσια σε όλη τη χώρα σταμάτησε η παραγωγή, εργοτάξια δεν δούλεψαν, τα περισσότερα μέσα μαζικής μεταφοράς στην πρωτεύουσα ακινητοποιήθηκαν, κανένα πλοίο δεν γύρισε προπέλα στα μεγάλα λιμάνια της χώρας, ενώ και τα δημόσια σχολεία ουσιαστικά δεν λειτούργησαν.
Ενδεικτικά, στα μεγάλα εργοστάσια του κλάδου Τύπου – Χαρτιού η συμμετοχή ξεπέρασε το 70%. Στον κλάδο του φαρμάκου έκλεισαν μεγάλες φαρμακαποθήκες και εργοστάσια όπως της «Johnson» στη Μάνδρα, ενώ μεγάλα ποσοστά συμμετοχής σημειώθηκαν στη «Φαμάρ» στην Ανθούσα, στην «Boehringer» και τη «Lavipharm». Στον κλάδο των τροφίμων η συμμετοχή σε μεγάλα εργοστάσια έφθασε σε σχεδόν καθολικά ποσοστά, όπως π.χ. στην ΕΒΓΑ, στην TASTY και την AMSTEL.
Στον κλάδο των Κατασκευών νέκρωσαν όλα τα μεγάλα εργοτάξια. Το ίδιο συνέβη στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη. Στις προβλήτες του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων της COSCO δεν υπήρξε καμία κίνηση αφού οι λιμενεργάτες απήργησαν μαζικά.
Ιδιαίτερα σημαντικό για να κατανοηθεί η μαχητική διάθεση που αναπτύσσεται σε τμήματα της εργατικής τάξης είναι το γεγονός ότι η πρόθεση για συμμετοχή στην απεργία υπερνίκησε το αντι-συνδικαλιστικό νομικό οπλοστάσιο που καθιερώθηκε από την προηγούμενη και ιδιαίτερα, από την παρούσα κυβέρνηση, αλλά και την αυξημένη εργοδοτική τρομοκρατία.
Χαρακτηριστικά, στα τρόλεϊ οι εργαζόμενοι συμμετείχαν καθολικά στην απεργία, παρά το γεγονός ότι η διοίκηση της ΟΣΥ είχε προσφύγει στο δικαστήριο το οποίο έβγαλε την απεργία τους παράνομη, με την απόφαση αυτή να τους γνωστοποιείται μάλιστα μόλις την προηγούμενη μέρα της απεργίας. Επίσης στις συγκοινωνίες και τα καράβια, τα σωματεία αρνήθηκαν να διαθέσουν σε κράτος και εργοδοσία το προσωπικό που προβλέπει ο «νόμος Χατζηδάκη» για μια «ελάχιστη εγγυημένη λειτουργία», ουσιαστικά για να ακυρώσει τις απεργίες.
Επίσης, εξαιρετικά σημαντικό είναι το γεγονός της μεγάλης συμμετοχής που είχε η απεργία σε χώρους αυξημένης εργοδοτικής τρομοκρατίας όπως τα πολυκαταστήματα Praktiker, όπου η συμμετοχή ξεπέρασε το 70% πανελλαδικά, και η γνωστή πολυεθνική εταιρεία σούπερ μάρκετ LIDL, όπου η συμμετοχή στην απεργία ξεπέρασε το 90% σε βασικές αποθήκες της. Αξίζει να σημειωθεί ότι αμέσως μετά τη γενική απεργία οι εργαζόμενοι στα LIDL συμμετέχουν σε 48ωρη απεργία στην επιχείρηση για την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και μισθολογικές αυξήσεις.
Ωστόσο, η συμμετοχή στην απεργία ήταν πολύ περιορισμένη στα γραφεία και τις υπηρεσίες, με τον χώρο των καφέ και της εστίασης που απασχολεί ένα σημαντικό τμήμα της εργαζόμενης νεολαίας να έχει μηδαμινά ποσοστά συμμετοχής. Γενικότερα, στην πλειονότητα των εργατικών χώρων του ιδιωτικού τομέα, όπου δεν υπάρχουν ισχυρά σωματεία, η συμμετοχή ήταν μικρή. Η αιτία γι’ αυτά τα χαμηλά ποσοστά δεν είναι μόνο ο φόβος της απόλυσης και η εργοδοτική τρομοκρατία, αλλά και η τρομακτική πίεση στο εργατικό βιοτικό επίπεδο από την ακρίβεια, που είναι ακόμα πιο αυξημένη στον ιδιωτικό τομέα όπου οι μισθοί είναι χαμηλότεροι. Αυτή η επιπλέον πίεση από την ακρίβεια, κάνει τους εργαζόμενους, ειδικά εκείνους που έχουν οικογένειες, να μην μπορούν να αντέξουν σήμερα εισοδηματικές απώλειες ούτε της τάξης του ενός ημερομισθίου. Και αυτό το εμπόδιο για τη συμμετοχή σε απεργιακή δράση πολλαπλασιάζεται στη συνείδησή τους από τη στιγμή που δεν υπάρχει ορατό στο προσκήνιο ένα σχέδιο αγωνιστικής κλιμάκωσης που θα μπορούσε να οδηγήσεις σε νίκες.
Ο «μέσος» εργαζόμενος γνωρίζει ότι οι κεντρικές γραφειοκρατικές ηγεσίες των συνδικάτων χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια τις 24ωρες γενικές απεργίες ως πυροτεχνήματα απλής καταγραφής της εργατικής δυσαρέσκειας, χωρίς να δείχνουν τη στοιχειώδη αποφασιστικότητα για αγώνα διαρκείας μέχρι τη νίκη. Το τελευταίο δείγμα αυτής της τακτικής ήταν η 24ωρη γενική απεργία του περασμένου Ιουνίου ενάντια στο «νόμο Χατζηδάκη», η οποία παρότι ήταν αρκετά μαζική, ήρθε πολύ καθυστερημένα και δεν είχε καμία συνέχεια. Οι κακοπληρωμένοι και υπό το διαρκές φάσμα της απόλυσης εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, μέσα σε συνθήκες εκρηκτικής ακρίβειας, αισθάνονται ότι δεν υπάρχει νόημα να ρισκάρουν τη συμμετοχή τους σε τέτοιες απεργίες. Και η γενική στάση της κεντρικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ σχετικά με την κινητοποίηση της 6ης Απριλίου κάθε άλλο παρά έδειχνε την πρόθεση αυτή η απεργία να είναι διαφορετική από τις άλλες.
Οι συγκεντρώσεις
Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις διοργανώθηκαν φυσικά στην Αθήνα. Τα καλέσματα που έγιναν περιείχαν τρεις διαφορετικούς τόπους συγκέντρωσης. Η ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ καλούσε στην Πλατεία Κλαυθμώνος, το ΠΑΜΕ στην Πλατεία Συντάγματος, με τρεις διαφορετικές προσυγκεντρώσεις που ενώθηκαν στην πορεία και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στα Προπύλαια. Ωστόσο, η πολύ μικρή απόσταση μεταξύ των τριών διαφορετικών τόπων συγκέντρωσης είχε ως αποτέλεσμα τα τρία χωριστά καλέσματα να μην επηρεάσουν ουσιαστικά τη μαζικότητα και την ενιαία δράση του απεργιακού κινήματος στην πρωτεύουσα.
Στην Αθήνα οι απεργιακές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις ξεκίνησαν από τις 10:30 πμ, με τις τρεις προσυγκεντρώσεις του ΠΑΜΕ. Ως και μετά τις 14:00, όταν τα τελευταία μπλοκ διαδηλωτών πέρασαν από την Πλατεία Συντάγματος, δηλαδή για σχεδόν 4 ώρες, οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας ήταν πλημμυρισμένοι από διαδηλωτές.
Η μαζικότερη συγκέντρωση και διαδήλωση της Αθήνας ήταν αναμφίβολα αυτή του ΠΑΜΕ, η οποία συγκέντρωσε περίπου 20 χιλιάδες άτομα. Αντίθετα, λιγότερο μαζική και πιο υποτονική ήταν η συγκέντρωση και διαδήλωση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε μια ακόμα απόδειξη για τη μεγάλη δυσαρέσκεια που έχει συσσωρευτεί στη βάση του εργατικού κινήματος για τη διαχρονικά ενδοτική απέναντι στις κυβερνήσεις και την εργοδοσία στάση των κεντρικών, γραφειοκρατικών ηγεσιών των συνδικάτων. Είναι χαρακτηριστικό το ότι, ιδιαίτερα η ηγετική πλειοψηφία της ΓΣΕΕ είχε να εμφανιστεί με ένα γενικό κάλεσμα για δράση στο εργατικό κίνημα εδώ και πάνω από 2 χρόνια, παρότι στο διάστημα αυτό η εργατική τάξη υπέστη της επιπτώσεις μιας πολύ βαθιάς οικονομικής κρίσης και μιας εγκληματικής κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας, η οποία έχει φέρει την Ελλάδα σταθερά μέσα στις πρώτες θέσεις των χωρών με τα περισσότερα θύματα από τον covid σε αναλογία πληθυσμού.
Αξιοσημείωτη σε συμμετοχή (για τα δεδομένα της πολιτικής επιρροής αυτού του χώρου) και μαχητικότητα ήταν η συγκέντρωση που διοργάνωσαν οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Αυτό αντανακλά σε έναν βαθμό τις ριζοσπαστικές διεργασίες που συντελούνται στα πιο νεαρά τμήματα της εργατικής τάξης και τη βαθιά δυσπιστία που έχει αναπτυχθεί στις γραμμές τους έναντι όλων των παλιών ηγεσιών των συνδικάτων, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του ΠΑΜΕ.
Μεγάλες συγκεντρώσεις είχαμε και στις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας, στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τη Λάρισα, τον Βόλο κ.α. Και εκεί υπερτερούσαν σε μαζικότητα και μαχητικότητα οι συγκεντρώσεις του ΠΑΜΕ. Η συγκέντρωση και διαδήλωση του ΠΑΜΕ στη Θεσσαλονίκη, η οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε έντονη την παρουσία ενός πολύ μαχητικού τμήματος του εργατικού κινήματος το τελευταίο διάστημα, των μοτοσικλετιστών διανομέων και συγκεκριμένα εκείνων των εταιρειών «e-food» και «Wolt», ξεχώρισε, γιατί έλαβε έντονο αντι-ιμπεριαλιστικό χρώμα. Η πορεία κατευθύνθηκε έξω από το αμερικάνικο προξενείο με σύνθημα «ούτε γη ούτε νερό στους φονιάδες των λαών» και μετά κατέληξε στο λιμάνι της πόλης, όπου ΝΑΤΟικό πλοίο είχε μεταφέρει στρατιωτικό υλικό. Εκεί δέχθηκε την επίθεση της αστυνομίας, με 11 προσαγωγές αγωνιστών, οι 8 από τους οποίους κρατήθηκαν πάνω από μία μέρα και απελευθερώθηκαν μόνο μετά από δυναμικές κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Αυτή η τολμηρή αντι-ιμπεριαλιστική δράση ήρθε ως φυσική συνέχεια της άρνησης εργαζομένων της ΤΡΑΙΝΟΣΕ από την πόλη να εργαστούν για τον σκοπό της μεταφοράς πολεμικού υλικού του ΝΑΤΟ έξω από τα σύνορα της χώρας, στο πλαίσιο των πολεμικών σχεδιασμών του ΝΑΤΟ για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Γιατί δεν υπήρξε μεγαλύτερη συμμετοχή στην απεργία και τις συγκεντρώσεις;
Η γενική εντύπωση για τη συμμετοχή στην απεργία και τις απεργιακές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις είναι ότι αν και ήταν σημαντική, ως το δεύτερο δείγμα της αναπτυσσόμενης διάθεσης για αγώνα από την εργατική τάξη μετά το πρώτο που ήταν η γενική απεργία του περασμένου Ιουνίου του 2021, αλλά δυσανάλογη σε σχέση την τεράστια επίθεση που δέχεται το βιοτικό επίπεδο του εργαζόμενου λαού από την καπιταλιστική μάστιγα της ακρίβειας. Η βασική αιτία γι’ αυτό το γεγονός είναι ο ρόλος των ηγεσιών των μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, πολιτικών και συνδικαλιστικών.
Εξηγώντας περισσότερο αυτή μας την εκτίμηση, καταρχάς θα πρέπει να απορρίψουμε τη συνήθη αφοριστική «ερμηνεία» που δίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις από διάφορους αναλυτές της συμφοράς, μέσα ή έξω από το εργατικό κίνημα και την Αριστερά: «Οι μάζες δεν θέλουν να αγωνιστούν» ή ακόμα χειρότερα «Οι εργαζόμενοι έχουν συντηρητικοποιηθεί». Εννιά φορές στις δέκα αυτές οι ερμηνείες γίνονται από εκείνους που απλώς προβάλουν τις δικές τους παθητικές και συντηρητικές διαθέσεις πάνω στην ίδια την εργατική τάξη. Και για όσους αυτό δεν ισχύει, θα μπορούσαμε να πούμε ότι απλώς αντί να βλέπουν τη συνολική πραγματική διάθεση της εργατικής τάξης, στην εξέλιξή της, στις βαθύτερες διεργασίες που την καθορίζουν και στις αντιφάσεις της, εγκλωβίζουν τις εκτιμήσεις τους σε έναν χυδαίο εμπειρισμό.
Τον τελευταίο 1,5 χρόνο έχουμε πολλά δείγματα που μάς δείχνουν ότι η διάθεση των εργαζόμενων, αλλά και της εργαζόμενης ή σπουδάζουσας εργατικής νεολαίας, γίνεται πιο μαχητική και ριζοσπαστική. Εκτός από τις δύο σημαντικές 24ωρες γενικές απεργίες (10 Ιουνίου 2021, 6 Απριλίου 2022), σε αυτό το διάστημα είχαμε μια σειρά από ελπιδοφόρες – ακόμα και νικηφόρες – απεργίες, όπως εκείνες των διανομέων μοτοσικλετιστών της «e-food» και των λιμενεργατών της COSCO και η μαζική απεργία και συγκέντρωση των εκπαιδευτικών το Φθινόπωρο. Επιπλέον είχαμε και σημαντικές νεολαιίστικες κατά βάση κινητοποιήσεις, όπως η μαζική αντιφασιστική συγκέντρωση στο Εφετείο υπέρ της καταδίκης της Χρυσής Αυγής το Φθινόπωρο του 2020 και οι αυθόρμητες κινητοποιήσεις που ξέσπασαν ενάντια στην αστυνομική καταστολή μετά την επίδειξη ακραίας αστυνομικής βίας στη Ν. Σμύρνη την Άνοιξη του 2021.
Και ταυτόχρονα, σε όσους ανόητα μιλούν για συντηρητισμό των εργατικών μαζών δεν πρέπει να ξεχνάμε να τονίζουμε τα πιο φρέσκα στοιχεία που δείχνουν τις ριζοσπαστικές διαθέσεις που αναπτύσσονται στην εργατική τάξη, όπως τα παρατηρήσαμε στην ίδια αυτή την 24ωρη απεργία της 6ης Απρίλη: την τάση να υπερνικηθεί η εργοδοτική και κρατική τρομοκρατία (εργαζόμενοι στα τρόλεϊ και γενικά στις συγκοινωνίες, εργαζόμενοι στα Lidl και άλλα πολυκαταστήματα) και ο αγώνας να επεκταθεί σε αντι-ιμπεριαλιστικούς στόχους (ΤΡΑΙΝΟΣΕ, διαδήλωση Θεσσαλονίκης).
Οι πολύμηνες εξάρσεις της πανδημίας για ευνόητους λόγους διαστρέβλωσαν και επιβράδυναν αυτή τη διαδικασία ανάπτυξης μαχητικών και ριζοσπαστικών διαθέσεων. Το τρέχον σοκ του απότομου χτυπήματος του βιοτικού επιπέδου από την ακρίβεια, ασφαλώς, λειτουργεί εκρηκτικά στη συνείδηση των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών. Αλλά επίσης, δεν πρέπει να υποτιμάται το αντικειμενικό γεγονός, ότι τις κάνει πιο διστακτικές να μπουν στον δρόμο της δράσης με απεργίες, αφού ακόμα και η παραμικρή πρόσθετη απώλεια εισοδήματος σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης στο εργατικό εισόδημα από την ακρίβεια είναι δύσκολο να γίνει ανεκτή, ενώ το κόστος μιας πιθανής εκδικητικής απόλυσης υπολογίζεται ακόμα περισσότερο.
Αυτό εξηγεί τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην απεργία στους εργατικούς χώρους του κρατικού τομέα και σε άλλους μαζικούς χώρους του ιδιωτικού τομέα που υπάρχουν ισχυρά συνδικάτα και την πολύ μικρή αντίθετα, έως ανύπαρκτη, συμμετοχή σε πιο επισφαλείς εργασιακά και λιγότερο ισχυρούς συνδικαλιστικά εργατικούς χώρους του ιδιωτικού τομέα, όπως τα καφέ και η εστίαση.
Ωστόσο, η εργατική τάξη ιστορικά έχει δημιουργήσει μαζικές οργανώσεις, συνδικάτα και κόμματα, ως τα αναγκαία «εργαλεία» που την βοηθούν να ξεπερνά αυτές τις αντικειμενικές δυσκολίες και να μπορεί να κινητοποιείται για να υπερασπίσει το βιοτικό της επίπεδο αποτελεσματικά. Οι τροφοδοτούμενοι από την ακρίβεια δισταγμοί για μαζική εργατική απεργιακή δράση κάλλιστα θα μπορούσαν να ξεπεραστούν αν τα συνδικάτα και τα κόμματα που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς και επικαλούνται τα συμφέροντα των εργαζόμενων είχαν σήμερα μια άλλη, αποφασιστική, ριζικά διαφορετική γραμμή από τη σημερινή, η οποία δεν εμπνέει τους εργαζόμενους και τους κάνει πολύ σκεπτικιστές έναντι της συμμετοχής σε απεργιακή δράση.
Οι γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΓΣΕΕ και (κατάτι λιγότερο) της ΑΔΕΔΥ έχουν πείσει την εργατική τάξη ότι ακόμα και όταν αναγκάζονται από το μεγάλο μέγεθος της επίθεσης από την άρχουσα τάξη να καλέσουν σε κινητοποιήσεις, όχι μόνο δεν επιθυμούν να φτάσουν κανέναν αγώνα μέχρι το τέλος, αλλά ούτε καν να του δώσουν μια πρώτη συνέχεια με στοιχειώδη κλιμάκωση. Δεν έχουν το αναγκαίο κύρος για να ηγηθούν στους αναγκαίους μαζικούς εργατικούς αγώνες και η όποια απήχηση έχουν τα καλέσματά τους οφείλεται μόνο στο ότι τα καλέσματα αυτά γίνονται στο όνομα των πιο μαζικών συνδικαλιστικών ενώσεων της χώρας.
Από τη δική τους πλευρά τους, οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ στα συνδικάτα σε μια περίοδο όπως η σημερινή που η εργατική τάξη βρίσκεται κοντά «στο σημείο βρασμού» λόγω της δυσαρέσκειας που προκαλεί η ακρίβεια, ελέγχοντας πολλές δεκάδες εργατικά κέντρα και ομοσπονδίες θα μπορούσαν να κερδίσουν την πλειονότητα του εργατικού κινήματος σε μια κατεύθυνση νικηφόρων αγώνων διαρκείας. Όμως υπονομεύουν αυτή τη δυνατότητα, αφού πεισματικά αρνούνται να προβάλουν ένα συγκεκριμένο, μακρόπνοο και πειστικό πρόγραμμα κλιμάκωσης του αγώνα μέχρι τη νίκη. Στις μεθόδους δράσης που προτείνουν, φροντίζουν απλώς να βρίσκονται ένα μικρό αγωνιστικό βήμα μπροστά σε σχέση με τις προτάσεις της κεντρικής ηγετικής γραφειοκρατίας. Όμως οι προτάσεις δράσης που προκύπτουν με την εφαρμογή αυτού του κριτηρίου είναι αδύναμες και θολές ως προς την προοπτική τους και δεν μπορούν να πείσουν τις πλατύτερες μάζες των εργαζόμενων να κάνουν τις οικονομικές θυσίες που απαιτούνται για να υπάρξουν σήμερα ακόμα μαζικότερες απεργίες.
Για να προλάβουμε τυχόν επικριτές, οι οποίοι θα σπεύσουν να μας προσάψουν ότι είμαστε απλώς υπέρ μιας «αγωνιστικής πλειοδοσίας», οφείλουμε να τονίσουμε ότι ο κύριο ζήτημα για να έχουν την αναγκαία μαζικότητα οι απεργίες δεν είναι το να προτείνεις ένα «τέλειο» και λεπτομερές σχέδιο κλιμάκωσης του αγώνα ως αντίβαρο στην άρνηση των γραφειοκρατών για οποιαδήποτε κλιμάκωση, αλλά το να μπορείς να πείσεις τους εργαζόμενους ότι αυτή η κλιμάκωση μπορεί να φέρει αποτέλεσμα. Το ΠΑΜΕ έχει υπεραρκετές δυνάμεις στη διάθεσή του στα συνδικάτα για να πείσει τους εργαζόμενους γι’ αυτή την αναγκαία προοπτική. Δυστυχώς όμως, η ηγεσία του δεν δείχνει στην πράξη να το επιθυμεί.
Ενώ στα λόγια, η ηγεσία του ΠΑΜΕ μιλάει για κλιμάκωση, δεν προβάλει μια συγκεκριμένη πρόταση κλιμάκωσης έτσι ώστε οι μεγάλες συνδικαλιστικές της δυνάμεις οπλισμένες με αυτή να επιδιώξουν να πείσουν μέσα από συστηματική και υπομονετική προσπάθεια τους εργαζόμενους. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ την ανακοίνωση που εξέδωσε το ΠΑΜΕ αμέσως μετά την απεργία της 6 Απριλίου. Ενώ ο τίτλος της ανακοίνωσης τονίζει την ανάγκη για «άμεση κλιμάκωση» στο τέλος της αναφέρεται ως επόμενο αγωνιστικό ραντεβού η συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς. Αυτή η συγκέντρωση όμως θα διοργανωνόταν έτσι κι αλλιώς, ανεξάρτητα από το σημερινό ασφυκτικό κύμα ακρίβειας και το σημαντικό γεγονός της ύπαρξης ήδη μιας πρώτης 24ωρης γενική απεργίας διαμαρτυρίας ενάντια σε αυτό.
Με άλλα λόγια, ένας εργαζόμενος δικαιούται πλήρως να ρωτήσει την ηγεσία του ΠΑΜΕ: «Σε τι συνίσταται η θέση σας για “άμεση κλιμάκωση” συνάδελφοι, όταν το μόνο συγκεκριμένο επόμενο βήμα που προτείνετε είναι μια δυναμική και μαζική συγκέντρωση την ημέρα της Πρωτομαγιάς»; Οι εργαζόμενοι, που θα διαβάσουν αυτή την ανακοίνωση και θα ακούσουν το περιεχόμενο της θέσης που υπερασπίζει στους εργατικούς χώρους και στις συνελεύσεις των συνδικάτων, δεν είναι μωρά παιδιά. Καταλαβαίνουν ότι δεν υπερασπίζει καμία κλιμάκωση, πόσο μάλιστα μια κλιμάκωση «άμεση».
Η απροθυμία των βασικών μερίδων των κεντρικών συνδικαλιστικών ηγεσιών της εργατικής τάξης να προωθήσουν το αναγκαίο σχέδιο κλιμάκωσης του εργατικού αγώνα και να πείσουν τις πλατύτερες εργατικές μάζες να μπουν στο προσκήνιο, δεν είναι ανεξάρτητος παράγοντας από την πολιτική και τις επιδιώξεις των κομμάτων που ανήκουν. Στην πραγματικότητα είναι η αυθεντική έκφρασή τους μέσα στο εργατικό κίνημα.
Η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, στις τάξεις της οποίας ανήκει ο πυρήνας της γραφειοκρατικής ηγεσίας της ΓΣΕΕ είναι ταγμένη ανοικτά στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης και απλώς θέλει με φιλεργατική δημαγωγία να αποσπάσει τα πιο καλοπληρωμένα και συντηρητικά στοιχεία της εργατικής τάξης (κύρια του του κρατικού τομέα) από την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να μπορέσει να ξανασυγκυβερνήσει με τη ΝΔ. Αυτό το νόημα είχε το βιαστικό πέρασμα του νέου πρόεδρου του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, παλιού πρωτοπαλίκαρου του Κ. Σημίτη και των μνημονιακών συγκυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ, Ν. Ανδρουλάκη, από την απεργιακή συγκέντρωση της 6η Απρίλη και ο «θερμός χαιρετισμός» που απηύθυνε στους αγωνιζόμενους απεργούς.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στις τάξεις της οποίας συμμετέχει μια μερίδα ηγετών των ισχυρότερων συνδικαλιστικών ενώσεων και συνδικάτων της χώρας, παρότι κάλεσε σε συμμετοχή στην απεργία και είχε στην απεργιακή συγκέντρωση της Αθήνας το δικό της κομματικό μπλοκ (αποτελούμενο από μόλις περίπου 500 άτομα), αρνείται εμφατικά να συμπεριλάβει στις δημόσιες δηλώσεις της οποιαδήποτε αναφορά στην ανάγκη κλιμάκωσης και ενδυνάμωσης των εργατικών αγώνων. Η αιτία είναι ο φόβος της ότι αν υποστηρίξει την υπόθεση της διεξαγωγής τέτοιων αγώνων θα καλλιεργήσει ριζοσπαστικές προσδοκίες στους εργαζόμενους και θα οδηγηθεί πιθανά στην εξουσία ως πυρήνας μιας επόμενης κυβέρνησης στηριγμένη «στις πλάτες» ενός απαιτητικού μαζικού κινήματος, το οποίο θα είναι αποφασισμένο να ματαιώσει τα σχέδιά της για μια νέα «ειρηνική»-συμβιβαστική με την άρχουσα τάξη και τον καπιταλισμό (και επωφελή βέβαια για την ίδια) σταδιοδρομία στην κυβέρνηση και στον αστικό κρατικό μηχανισμό.
Αλλά και η ηγεσία του ΚΚΕ, με τη γενική πολιτική γραμμή της είναι εκείνη που ευθύνεται για την παρούσα αδιέξοδη τακτική των ηγετικών στελεχών του ΠΑΜΕ, τα οποία άλλωστε είναι κεντρικά και επίλεκτα μέλη της. Στην άρνηση της ηγεσίας του ΠΑΜΕ να υπηρετήσει έμπρακτα την υπόθεση της «άμεσης κλιμάκωσης» του εργατικού αγώνα αντανακλάται η απουσία μιας αληθινά επαναστατικής, μαρξιστικής-λενινιστικής πολιτικής γραμμής από το κόμμα. Αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας «αμυντικής», στην πραγματικότητα συντηρητικής, πολιτικής γραμμής που έχει ως βάση της την αντίληψη ότι οι σημερινές αντικειμενικές συνθήκες, αλλά και η ίδια η εργατική τάξη δεν είναι ώριμες για την πραγματοποίηση ενός επιθετικού (εν δυνάμει επαναστατικού) εργατικού αγώνα και ότι στις σημερινές εγχώριες και διεθνείς συνθήκες, το μόνο που μπορεί να επιτευχθεί είναι μικρές νίκες σε μάχες οπισθοφυλακών. Μιας πολιτικής γραμμής που αδυνατεί να κατανοήσει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ ενός αμυντικού και ενός επιθετικού-επαναστατικού αγώνα και τη δυνατότητα ο πρώτος, μέσα από τη μαζική συμμετοχή των εργατών και την ίδια τους την πείρα με την αποφασιστική συμβολή του μαζικού επαναστατικού εργατικού κόμματος, να μετατραπεί στον δεύτερο. Γι’ αυτό άλλωστε και από το πρόγραμμα διεκδικήσεων που προβάλει το κόμμα για την ακρίβεια απουσιάζει κάθε θέση που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την καπιταλιστική ιδιοκτησία, όπως ο εργατικός έλεγχος ή η απαλλοτρίωση των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών, και οι διεκδικήσεις ουσιαστικά εξαντλούνται στην ανάγκη για περισσότερα μέτρα «ανακούφισης» των εργαζόμενων από την ακρίβεια.
Στον πυρήνα αυτής της αδυναμίας βρίσκεται η υποτίμηση των επαναστατικών δυνατοτήτων της εργατικής τάξης, η οποία αντανακλάται και σε όλα τα κείμενα της ηγεσίας του ΚΚΕ (συμπεριλαμβανομένων ιδιαίτερα των συνεδριακών) σχετικά με την εγχώρια και διεθνή κατάσταση, στα οποία κυριαρχεί διαχρονικά η τάση να μεγεθυνθεί η αντικειμενική δύναμη της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλισμού και να υποτιμηθούν τα επαναστατικά στοιχεία και οι δυνατότητες που αναδεικνύει σήμερα η ταξική πάλη. Επιπλέον, πίσω από αυτήν την χρόνια επαναλαμβανόμενη τάση, σε τελική ανάλυση δεν μπορεί παρά να κρύβεται ο φόβος του κεντρικού ηγετικού μηχανισμού για ένα πιθανό πολιτικό «ξεπέρασμα» του κόμματος από την μαζικά δρώσα και αγωνιζόμενη εργατική τάξη, αλλά και της ίδιας της ηγεσίας από την κομματική της βάση.
Ποια πρέπει να είναι η αναγκαία άμεση κλιμάκωση;
Η ανάγκη της εργατικής τάξης να προστατέψει με μαζικό αγώνα το βιοτικό της επίπεδο που τσακίζεται από την ακρίβεια δεν μπορεί να περιμένει. Αντί για την παθητικότητα ή τις αόριστες εκκλήσεις για «κλιμάκωση», ο εργατικός αγώνας χρειάζεται να λάβει τη μορφή μιας πραγματικά άμεσης κλιμάκωσης, η οποία θα περιλαμβάνει τα ακόλουθα βήματα:
– Άμεση διεξαγωγή συνελεύσεων σε όλους τους εργατικούς χώρους και όλα τα σωματεία για να συζητηθούν τα συμπεράσματα από την απεργία της 6ης του Απρίλη και να προσδιοριστούν συγκεκριμένα τα επόμενα βήματα.
– Καλή προετοιμασία για μια άμεση κλιμάκωση του αγώνα με μια 48ωρη γενική απεργία στις αρχές Μαΐου. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ενταθεί η συστηματική δουλειά για να συμμετάσχουν ακόμα περισσότεροι εργαζόμενοι στην απεργία και τις συγκεντρώσεις. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η δουλειά χρειάζεται οι δυνάμεις της Αριστεράς στα συνδικάτα με επίκεντρο το ΠΑΜΕ να δράσουν ενιαία και ενωτικά με σκοπό την δημιουργία Επιτροπών Κλιμάκωσης του Εργατικού Αγώνα σε κάθε χώρο δουλειάς, οι οποίες θα ξεκινήσουν άμεσα τη διεξαγωγή συστηματικής ζύμωσης στους χώρους εκείνους που υπήρξε μικρή ή καθόλου συμμετοχή στην απεργία της 6ης Απριλίου.
– Η προετοιμασία μιας επιτυχημένης 48ωρης γενικής απεργίας προϋποθέτει ότι οι εργαζόμενοι θα γνωρίζουν από σήμερα ότι μετά από αυτήν, αν δεν πραγματοποιηθεί η κατάκτηση των πιο βασικών εργατικών διεκδικήσεων για την ακρίβεια (έχει αναλυθεί το ποιες πρέπει να είναι αυτές κατά τη γνώμη μας στην προκήρυξη που εκδώσαμε για την απεργία της 6ης Απρίλη), τότε θα υπάρξουν συγκεκριμένα βήματα για την προετοιμασία μιας γενικής απεργίας διαρκείας.
Πάνω από όλα όμως, οι δυνάμεις της Αριστεράς στα συνδικάτα πρέπει να τονίσουν ότι για να κατακτηθούν σταθερά και οριστικά όλες οι ζωτικές διεκδικήσεις του αγώνα ενάντια στην ακρίβεια, ο εργατικός αγώνας θα πρέπει να στοχεύει στη συντομότερη δυνατή εκλογή μιας εργατικής κυβέρνησης στην εξουσία, η οποία θα εντάξει την πραγματοποίησή τους σ’ ένα συνολικό σοσιαλιστικό οικονομικό πρόγραμμα, με την κοινωνικοποίηση των τραπεζών και όλων των υπολοίπων μεγάλων επιχειρήσεων. Και επιπλέον, με την κερδοσκοπική ακρίβεια στην ενέργεια και στα υπόλοιπα βασικά αγαθά να γεννιέται και να εξαπλώνεται κατά κύριο λόγο ως αποτέλεσμα διεθνών παραγόντων, θα πρέπει να εξηγούν ότι μόνο μέσω ενός διεθνώς συντονισμένου εργατικού αγώνα στη βάση μιας διεθνούς αντικαπιταλιστικής-σοσιαλιστικής προοπτικής μπορεί ο εφιάλτης του πληθωρισμού να εξαλειφθεί οριστικά και να μην επιστρέψει και πάλι στο προσκήνιο απειλητικός για τα εργατικά και φτωχά λαϊκά εισοδήματα.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ – www.marxismos.com