Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΦορολογικό νομοσχέδιο – δώρο στο κεφάλαιο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Φορολογικό νομοσχέδιο – δώρο στο κεφάλαιο

 

Οι αστικές κυβερνήσεις στη χώρα, σχεδόν κάθε χρόνο διακηρύττουν την ανάγκη μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος, με κύριους άξονες την «απλοποίησή» του, την «αναπτυξιακή προοπτική», την αύξηση των φορολογικών εσόδων και την πάταξη της φοροδιαφυγής.

Μετά την εφαρμογή της κάθε μεταρρύθμισης, φυσικά, διαπιστώνεται συστηματικά πως οι στόχοι δεν επετεύχθησαν, πως το φορολογικό σύστημα συνεχίζει να πάσχει από πολυπλοκότητα, γεγονός που αναχαιτίζει τις πιθανές επενδύσεις και πως η διαφθορά όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά διευρύνθηκε. Νέα μεταρρύθμιση κρίνεται απαραίτητη, πάλι με τους ίδιους στόχους, ξανά με νέες «απαραίτητες» θυσίες, αν και πάντα υποτίθεται με ειδική μέριμνα για την προστασία «ευάλωτων κοινωνικών ομάδων».

Με τέτοιες διατυπώσεις, κατά κανόνα, οι αστικές κυβερνήσεις προσπαθούν να καλύψουν την κλοπή των κατώτερων τάξεων από το καπιταλιστικό κράτος μέσω του φορολογικού συστήματος, για να καλυφθούν οι ταμειακές ανάγκες του και να εξασφαλιστούν τα κέρδη των δανειστών του.

Η φετινή φορολογική μεταρρύθμιση αποτελεί τη μέχρι τώρα πιο ακραία έκφραση αυτής της λογικής. Ο όρος «ταξικό νομοσχέδιο» που χρησιμοποιείται συνήθως από την Αριστερά είναι μάλλον ανεπαρκής για να περιγράψει το μέγεθος της επίθεσης που θα δεχτεί η πλειοψηφία του πληθυσμού, ιδιαίτερα οι μισθωτοί εργαζόμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικροϊδιοκτήτες. Αυτοί που ξεκάθαρα βγαίνουν ωφελημένοι είναι οι πολύ πλούσιοι, για παράδειγμα οι μέτοχοι των εταιριών, στους οποίους υποτίθεται πως μέσω της ευνοϊκής φορολόγησης παρέχονται κίνητρα, αφενός μεν για να επενδύσουν τα χρήματά τους, αφετέρου δε για να περιορίσουν τη φοροδιαφυγή τους – επιχειρήματα που δε στέκουν σε καμία δοκιμασία της λογικής, αλλά δυστυχώς αποτελούν αξιώματα για τους απολογητές του παρακμασμένου καπιταλισμού.

Τι προβλέπει το νέο φορολογικό νομοσχέδιο

Βασικά στοιχεία του νέου φορολογικού νομοσχεδίου είναι η μείωση των βαθμίδων της φορολογικής κλίμακας μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών, η κατάργηση του αφορολόγητου ορίου για τους ελεύθερους επαγγελματίες και η κατάργηση επίσης των περισσότερων φοροαπαλλαγών των μισθωτών. Επίσης εισάγεται η φορολόγηση των εισοδημάτων των αγροτών, με τρόπο ανάλογο με αυτό των μισθωτών.

Υποτίθεται πως με την απλοποίηση της φορολογικής κλίμακας και την κατάργηση των διαφόρων υποπεριπτώσεων φορολόγησης, βελτιώνεται η εποπτικότητα του συστήματος και καταπολεμάται η φοροδιαφυγή. Από πότε όμως η φοροδιαφυγή οφείλεται κυρίως στην όποια δυσκολία εποπτείας και όχι στη συστηματική «αδυναμία» του κρατικού γραφειοκρατικού μηχανισμού να την εντοπίσει και να την πατάξει;
Η αδυναμία προφανώς δεν έγκειται τόσο στην πολυπλοκότητα – η σημερινή τεχνολογία καθιστά το πρόβλημα αυτό μάλλον εύκολα επιλύσιμο –, όσο στους άπειρους δεσμούς που έχει αναπτύξει η γραφειοκρατία με τα διάφορα τμήματα της άρχουσας τάξης και το πολιτικό της σύστημα. Εξάλλου δεν υπάρχει αμφιβολία πως απλό θα μπορούσε να είναι επίσης και ένα σύστημα προοδευτικής φορολόγησης του πλούτου, που θα εξασφάλιζε γενική φοροαπαλλαγή για τα χαμηλότερα εισοδήματα και πολύ υψηλά ποσοστά φορολόγησης στο κεφάλαιο. Είναι προφανές όμως πως ένα τέτοιο φορολογικό σύστημα δε συγκαταλέγεται στις επιλογές κυβερνήσεων που υπηρετούν τους καπιταλιστές.

Όσον αφορά τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, οι τρεις νέες φορολογικές κλίμακες που θα ισχύουν είναι: 22% για εισόδημα ως 25.000 €, 32% ως 42.000 και  42% για εισόδημα άνω των 42.000 €. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, με τη δημιουργία της νέας κλίμακας, η συνολική επιβάρυνση μισθωτών και συνταξιούχων μειώνεται κατά 100 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με πέρσι. Όμως τι είδους μέτρο είναι «η συνολική επιβάρυνση», παρά μια λογιστική αλχημεία; Στην πραγματικότητα, αλλάζοντας τελείως τη φορολογική κλίμακα, αναπόφευκτα ορισμένοι ελαφρύνονται ελάχιστα (τα πολύ χαμηλά εισοδήματα) και κάποιοι επιβαρύνονται σημαντικά. Έτσι, η αύξηση των φόρων είναι μεγάλη για τα μεσαία μισθωτά εισοδήματα (μεσαία κλίμακα), ενώ στα μεγάλα εισοδήματα είναι αναλογικά μικρότερη. Ανεξάρτητα όμως από λογιστικές αλχημείες, η κατάργηση μεγάλου αριθμού φοροαπαλλαγών, σε συνδυασμό με την τεράστια μείωση των μισθών δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας πως οι μισθωτοί εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να καταρρέει τα τελευταία χρόνια και κανείς δε μπορεί να τους πείσει για το αντίθετο.

Επιπλέον, η «απλοποίηση» της φορολογικής κλίμακας των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυταπασχολούμενων συνιστά ένα πραγματικό σκάνδαλο. Με την κατάργηση του αφορολόγητου ορίου των 5.000 ευρώ (που προ μνημονίου ήταν 10.000) οι επαγγελματίες θα φορολογούνται από το πρώτο ευρώ μέχρι και τα 50.000 ευρώ με συντελεστή 26%, ενώ για πάνω από 50.000 ο συντελεστής γίνεται 33%. Εδώ το εντυπωσιακό είναι πως ελεύθεροι επαγγελματίες πολύ υψηλών εισοδημάτων γλιτώνουν σημαντικά ποσά φόρων σε σχέση με πέρσι. Και στην περίπτωση αυτή, για την υπεράσπιση αυτής της επιλογής το επιχείρημα που τίθεται είναι πως με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται κίνητρα για τη δήλωση υψηλότερων εισοδημάτων (αφού ο φόρος θα είναι μικρότερος), με σκοπό την αντιμετώπιση μιας σημαντικής πηγής φοροδιαφυγής. Φυσικά, ούτε εδώ στέκει το επιχείρημα αυτό σε οποιαδήποτε λογική.

Από την άλλη μεριά, η κατάργηση του αφορολόγητου ορίου συνιστά πραγματική καταστροφή για τους ελεύθερους επαγγελματίες με χαμηλά εισοδήματα και ιδιαίτερα για τους νέους, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις υπολόγιζαν στην επιστροφή του φόρου για την κάλυψη άλλων πάγιων εξόδων τους, όπως οι ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες πλέον αυξάνονται σημαντικά. Εδώ το φορολογικό σύστημα λειτουργεί περισσότερο ως μέσο για την καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων, ένας μηχανισμός ταξικής αναδιάταξης, παρά μόνο σαν εισπρακτικός μηχανισμός του κράτους.

Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, οι ουσιαστικά ωφελημένοι του φορολογικού νομοσχεδίου είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις. Καθότι στο καπιταλιστικό σύστημα οι σημαντικές επενδύσεις προσδοκόνται από το μεγάλο κεφάλαιο, υποτίθεται πως η κίνηση της οικονομίας προς την κατεύθυνση των θετικών ρυθμών ανάπτυξης μέσω μεγάλων επενδύσεων – οι οποίες έλκονται μόνο από ένα ευνοϊκό φορολογικό και εργασιακό περιβάλλον – θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για το κράτος. Πρόκειται όμως μόνο για μια δοξασία και τίποτα παραπάνω.

Η βαθιά κρίση υπερπαραγωγής που σαρώνει τον παγκόσμιο καπιταλισμό και η υποχώρηση του παγκόσμιου εμπορίου, δεν αφήνει περιθώρια «αισιοδοξίας» για πολύ μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις στη χώρα, οι οποίες ακόμα κι αν κάποτε έρθουν, θα βρουν εξαιρετικά συρρικνωμένη την εσωτερική αγορά από την κατάρρευση των μισθών και την τεράστια φορολόγηση των λαϊκών εισοδημάτων, ενώ οι όποιες επενδύσεις στον τουρισμό ή στον τομέα των εξαγωγών θα βρουν μια εξαιρετικά αδύναμη παγκόσμια οικονομία. Από αυτή τη σκοπιά, τα αναμενόμενα έμμεσα κέρδη της οικονομίας από τη φοροελάφρυνση των εταιριών δεν είναι ρεαλιστικά.

Το νέο νομοσχέδιο προβλέπει από τη μια πλευρά αύξηση της φορολογίας των καθαρών κερδών της Ανώνυμης εταιρίας από 20 σε 26%, ενώ από την άλλη εντυπωσιακή μείωση του φόρου στα μερίσματα των μετόχων, από 25 σε 10%, πράγμα που ευνοεί τη συσσώρευση κεφαλαίου που δεν πρόκειται να επανεπενδυθεί. Είναι μάλλον παράδοξη αυτή η επιλογή, για ένα νομοσχέδιο με υποτιθέμενο «αναπτυξιακό» προσανατολισμό – που επιθυμεί δηλαδή να πείσει τις εταιρίες να επενδύσουν εκ νέου τα κέρδη τους – ένα δώρο για τους μετόχους των μεγάλων εταιριών. Τελικά, υπολογίζεται πως η συνολική φορολόγηση των εταιριών ελαφρύνεται κατά περίπου 7% σε σχέση με πέρσι. Ωστόσο, δεν αναμένεται αυτή η φοροελάφρυνση να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων, με δεδομένες τις ευρύτερες απαισιόδοξες οικονομικές προοπτικές.

Τέλος, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως για τους βασικούς πυλώνες του μεγάλου κεφαλαίου στην Ελλάδα (εφοπλιστικό κεφάλαιο, τράπεζες) και τη μεγάλη γαιοκτησία (Εκκλησία) διατηρείται, αν όχι επεκτείνεται, το καθεστώς φορολογικής ασυλίας.

Πώς θα χτυπηθεί η φοροδιαφυγή – τα καθήκοντα της κυβέρνησης της Αριστεράς

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δώσει ιδιαίτερο βάρος στη ριζική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος. Η εισαγωγή μιας προοδευτικής φορολόγησης που θα συνδυάζει χαμηλούς φόρους και απαλλαγές για τα κατώτερα στρώματα και υψηλούς για το μεγάλο κεφάλαιο, αποτελεί βασικό προγραμματικό του στόχο. Επίσης, η πάταξη της διαφθοράς του γραφειοκρατικού μηχανισμού του κράτους αναγνωρίζεται ως προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.

Παρόλα αυτά, λίγα λέγονται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτό δημοσιεύτηκε μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων του καλοκαιριού (και δεν έχει υπάρξει καμία βελτίωση μέχρι σήμερα), για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει εφικτή αυτή η μεγάλη μεταρρύθμιση. Στο καπιταλιστικό σύστημα, όπου οι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών, ακόμα κι αν η κυβέρνηση έχει την πολιτική βούληση να φορολογήσει βαριά τον πλούτο, θα αντιμετωπίσει τη συντριπτική αντίδραση των καπιταλιστών. Είναι ξεκάθαρο πως αν απειληθούν τα κέρδη τους από μια Αριστερή κυβέρνηση, η παραγωγή θα μπλοκαριστεί και η ύφεση θα βαθύνει περαιτέρω.

Η φορολογία, δεν αποτελεί ένα ανεξάρτητο εργαλείο στα χέρια ενός ουδέτερου κράτους, αλλά μόνο την «οικονομική βάση του κυβερνητικού μηχανισμού», όπως έλεγε ο Μαρξ. Μια Αριστερή κυβέρνηση οφείλει να αξιοποιήσει το φορολογικό σύστημα σαν ένα εργαλείο όχι για τη δημιουργία γενικά ενός «δίκαιου» κράτους, αλλά για την ανατροπή του καπιταλισμού και του κράτους του.

Είναι μήπως εφικτό ένα «δίκαιο» καπιταλιστικό κράτος και κατ’ επέκταση ένα «δίκαιο» φορολογικό σύστημα;

Για τους καπιταλιστές το κράτος είναι ήδη «δίκαιο» (κράτος δικαίου). Ορισμένοι θύλακες αδικίας που αναγνωρίζεται πως υπάρχουν, σχετίζονται με τη διαφθορά μεμονωμένων προσώπων, επίορκων γραφειοκρατών, κακών επιχειρηματιών (σε αντίθεση με την «υγιή επιχειρηματικότητα»), πολιτικών κλπ. Αυτές οι πηγές αδικίας «αντιμετωπίζονται» με την εισαγωγή νέων νόμων κατά της διαφθοράς, ολοένα και πιο πολύπλοκων (αν και στις περισσότερες περιπτώσεις οι νόμοι φτιάχνονται ειδικά για την κάλυψη σκανδάλων και την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων παρά για την αντιμετώπισή τους).

Στην παραδοσιακή γλώσσα της σοσιαλδημοκρατίας, όπου η ταξική δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας γίνεται αποδεκτή χωρίς διάθεση ανατροπής της, ένα «δίκαιο» φορολογικό σύστημα είναι αυτό που λειτουργεί «αναδιανεμητικά». Ένα σύστημα δηλαδή που αποσπά από τους καπιταλιστές ένα μεγαλύτερο κομμάτι (πόσο όμως;) από τα κέρδη που έχουν καρπωθεί από την εργασία της εργατικής τάξης και το αποδίδει πίσω σε αυτήν με τη μορφή κοινωνικών παροχών. Είναι όμως σαφές πως το παραπάνω δε συνιστά ένα «δίκαιο» σύστημα, καθότι παραμένει ο έμφυτος στον καπιταλισμό χαρακτήρας της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο μέσω της απόσπασης της υπεραξίας. Επιπλέον, τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις δεν είναι εφικτές σήμερα, σε συνθήκες βαθιάς συστημικής κρίσης, πόσο μάλλον δεν είναι εφικτό οι πολιτικές αναδιανομής να αντιμετωπίσουν την έμφυτη στον καπιταλισμό κρίση υπερπαραγωγής, όπως συχνά υποστηρίζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και οι μικρότερες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα από μια αποφασισμένη κυβέρνηση της Αριστεράς, σήμερα, αποτελούν αιτία πολέμου για τους καπιταλιστές και δεν πρόκειται να κατοχυρωθούν, παρά μόνο στα πλαίσια ενός αποφασιστικού αγώνα εναντίον τους.

Ένας τέτοιος αγώνας, πρέπει να ξεκινήσει απαραίτητα από έναν ολοκληρωμένο έλεγχο και καταγραφή των οικονομικών στοιχείων των επιχειρήσεων και των περιουσιών. Μια τέτοια διαδικασία είναι αδύνατο να ολοκληρωθεί με συνέπεια, αν αφεθεί στα χέρια του διεφθαρμένου γραφειοκρατικού μηχανισμού του αστικού κράτους. Αντιθέτως, η κυβέρνηση της Αριστεράς οφείλει να αναθέσει και να ενθαρρύνει με συγκεκριμένα μέτρα αυτόν τον έλεγχο από τις δημοκρατικές οργανώσεις των εργαζομένων, οι οποίες παραβιάζοντας τα απόρρητα μυστικά των επιχειρήσεων θα αποκαλύψουν την πραγματική οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων, τις καταθέσεις τους σε τράπεζες και σε off-shore εταιρίες και θα δημιουργήσουν ένα πανεθνικό σύστημα ελέγχου και καταγραφής. Με βάση τέτοια ολοκληρωμένα και αξιόπιστα στοιχεία μπορεί να φορολογηθεί πραγματικά ο πλούτος και να αντληθούν τα αρχικά κεφάλαια για την οργάνωση ενός δημοκρατικού κρατικού σχεδίου ανάπτυξης της οικονομίας, το οποίο θα αντικαθιστά προοδευτικά τον καπιταλιστικό έλεγχο στην οικονομία.

Από τα παραπάνω, είναι ξεκάθαρο πως μια γνήσια φορολογική μεταρρύθμιση μπορεί να συμβεί μόνο από μια κυβέρνηση της Αριστεράς εξοπλισμένη με ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, που θα αναλάβει το ιστορικό καθήκον της ανατροπής του καπιταλισμού στην Ελλάδα, ανοίγοντας το δρόμο για την ανατροπή του σάπιου καπιταλισμού στην Ευρώπη και παγκόσμια. Άλλος φιλολαϊκός και «δίκαιος» δρόμος δεν υπάρχει. Δυστυχώς, αυτό που αποπνέεται από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι το καθήκον της Αριστεράς για την ολοκλήρωση του αστικού εκσυγχρονισμού της Ελλάδας, την οποία δεν κατόρθωσαν τα αστικά κόμματα εδώ και έναν αιώνα (π.χ. ο σ. Δραγασάκης προτείνει την εφαρμογή φορολογικών μεταρρυθμίσεων που είχε προτείνει ο αστός οικονομολόγος Βαρβαρέσος τη δεκαετία του ’50 και που ποτέ δεν εφαρμόστηκαν καθώς έρχονταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ισχυρών Ελλήνων καπιταλιστών) και όχι η σοσιαλιστική ανατροπή. Αυτό αποτελεί ιστορικό λάθος που πρέπει να διορθωθεί άμεσα. Είναι απολύτως κρίσιμο, σήμερα, η μαρξιστική άποψη να επικρατήσει στον ΣΥΡΙΖΑ και στην αυριανή κυβέρνηση της Αριστεράς.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα